Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

13 Φεβ 2018

ΕΔΔΑ: López Ribalda κ.α. κ. Ισπανίας. Η κρυφή βιντεοπαρακολούθηση υπαλλήλων σε ισπανικό σούπερ μάρκετ παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

Οι προσφεύγουσες είναι Ισπανίδες υπήκοοι και η υπό κρίση υπόθεση αφορά την μυστική τους παρακολούθηση στο χώρο εργασίας τους. Τον Ιούνιο του 2009 άπασες οι προσφεύγουσες εργάζονταν ως ταμίες για την αλυσίδα σούπερ μάρκετ της οικογένειας Μ.Σ.Α. Η παρακολούθηση έλαβε χώρα από τον εργοδότη τους προκειμένου ο τελευταίος να εξετάσει την πιθανότητα κλοπών, αφού ο διευθυντής του καταστήματος είχε παρατηρήσει αναντιστοιχίες μεταξύ του επιπέδου των αποθηκευμένων εμπορευμάτων του σουπερμάρκετ και των εμπορευμάτων που πωλούνταν σε καθημερινή βάση.

Προκειμένου να ερευνήσει και να θέσει τέρμα στις οικονομικές απώλειες, ο εργοδότης εγκατέστησε την ίδια εποχή κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης με κάμερες εκ των οποίων άλλες ήταν φανερές και άλλες κρυφές. Η εταιρεία ενημέρωσε τους υπαλλήλους της για τις φανερές κάμερες, όχι όμως και για τις κρυφές, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην γνωρίζουν ότι βιντεοσκοπούνταν. Όσοι εργαζόμενοι θεωρήθηκαν ύποπτοι κλοπής κλήθηκαν από την εταιρεία σε ατομικές συναντήσεις, κατά τις οποίες προβλήθηκαν σε αυτούς οι σχετικές βιντεοσκοπήσεις. Στις βιντεοσκοπήσεις αυτές, οι προσφεύγουσες εμφανίζονταν να βοηθούν πελάτες και άλλους συναδέλφους των να κλέβουν προϊόντα και να τα υπεξαιρούν οι ίδιες. Οι προσφεύγουσες παραδέχτηκαν την συμμετοχή τους στις κλοπές και απολύθηκαν για πειθαρχικούς λόγους.

Τρεις εκ των πέντε προσφευγουσών υπέγραψαν συμφωνία διακανονισμού αναγνωρίζοντας τη συμμετοχή τους στις κλοπές και δεσμεύτηκαν να μην αμφισβητήσουν την απόλυσή τους ενώπιον των εργατικών δικαστηρίων, ενώ η εργοδότρια εταιρεία δεσμεύθηκε να μην κινήσει ποινική δίωξη εναντίον τους. Οι άλλες δύο προσφεύγουσες δεν υπέγραψαν συμφωνία. Όλες οι προσφεύγουσες τελικά κινήθηκαν δικαστικώς, αλλά οι απολύσεις τους έγιναν δεκτές τόσο σε πρώτο βαθμό από τα Εργατικά Δικαστήρια, όσο και κατόπιν αναίρεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα δικαστήρια δέχθηκαν ότι τα βιντεοσκοπημένα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί νομίμως.

Βασιζόμενες στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα δίκαιης δίκης), οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν για την κρυφή βιντεοσκόπηση και τη χρήση των δεδομένων από τα δικαστήρια προκειμένου να διαπιστώσουν ότι οι απολύσεις τους ήταν δίκαιες. Τρεις από τις προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν επίσης ότι οι συμφωνίες διακανονισμού έγιναν υπό πίεση λόγω του βιντεοσκοπημένου υλικού και δεν έπρεπε να είχαν γίνει δεκτές ως αποδεικτικά μέσα για την δικαιολόγηση των απολύσεων. Τέλος, η πρώτη προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε επίσης ότι οι αποφάσεις δεν εξέταζαν επαρκώς τις συγκεκριμένες περιστάσεις που αφορούσαν την ίδια ή ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένες ώστε να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η απόλυσή της ήταν δίκαιη.

Η προσφυγή κατατέθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ στις 28 Δεκεμβρίου 2012.

Το ΕΔΔΑ επεσήμανε πρώτα ότι η Ισπανική Κυβέρνηση είχε υποστηρίξει ότι το Κράτος δεν έφερε ευθύνη για την συγκεκριμένη υπόθεση, δεδομένου ότι οι υπό κρίση ενέργειες είχαν γίνει εκ μέρους μιας ιδιωτικής επιχείρησης.

Ωστόσο, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι τα συμβαλλόμενα κράτη είχαν θετική υποχρέωση σύμφωνα με την ΕΣΔΑ να λάβουν μέτρα ικανά να διασφαλίσουν τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και, ως εκ τούτου, έπρεπε να εξετάσει εάν το συμβαλλόμενο κράτος είχε επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των προσφευγουσών και της εργοδότριας εταιρείας.

Σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο, οι ιδιώτες έπρεπε να ενημερώνονται με σαφήνεια για την αποθήκευση και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, αλλά οι προσφεύγουσες δεν έλαβαν καμία τέτοια προειδοποίηση. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι αυτό ήταν δικαιολογημένο με βάση τις εύλογες υποψίες κλοπής και επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος να παρασχεθεί η επαρκέστερη δυνατή προστασία στα δικαιώματα του εργοδότη και η μικρότερη δυνατή παρέμβαση σε εκείνα των προσφευγουσών.

Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι δεν είχε διαπιστώσει παραβίαση σε παλαιότερες αποφάσεις του, όπως η υπόθεση Köpke κατά Γερμανίας, η οποία αφορούσε επίσης την κρυφή βιντεοσκόπηση ενός υπαλλήλου. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχε σαφήνεια στην εθνική νομοθεσία ως προς το ζήτημα και η παρακολούθηση ήταν περιορισμένη. Η παρακολούθηση σε αυτή την περίπτωση περιλάμβανε όλους τους υπαλλήλους για αρκετές εβδομάδες, κατά τη διάρκεια όλων των ωρών εργασίας.

Το ΕΔΔΑ διαφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια ως προς το ζήτημα της αναλογικότητας του μέτρου. Η παρακολούθηση δεν ήταν σύμφωνη με το ισπανικό δίκαιο, ιδίως στο μέτρο που το υλικό κοινοποιούνταν, ενώ τα δικαιώματα του εργοδότη θα μπορούσαν να προστατευτούν με άλλα μέσα. Για παράδειγμα, η εταιρεία θα μπορούσε να παράσχει στις προσφεύγουσες γενικές πληροφορίες σχετικά με την παρακολούθηση εν όψει και της γνωστοποίησης που απαιτείται βάσει του νόμου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία στην στάθμιση των σχετικών δικαιωμάτων και ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ ως προς τις προσφεύγουσες.

Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ εξέτασε κατά πόσον η χρήση του βιντεοσκοπημένου υλικού που αποκτήθηκε κατά παράβαση της ΕΣΔΑ είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί συνολικά άδικη η εσωτερική διαδικασία.

Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την αυθεντικότητα των καταγγελιών σε κατ’ αντιμωλία διαδικασίες και ότι οι βιντεοσκοπήσεις δεν αποτελούσαν το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο των αποφάσεων των δικαστηρίων, οι οποίες είχαν επίσης βασιστεί σε καταθέσεις μαρτύρων.

Το ΕΔΔΑ δεν είχε επίσης κανένα λόγο να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα των εθνικών δικαστηρίων ότι ήταν δυνατή η χρήση των συμφωνιών διευθέτησης των τρίτης, τέταρτης και πέμπτης προσφευγουσών ως αποδεικτικών στοιχείων, έστω και αν αυτές είχαν υπογραφεί μετά την παρουσίαση των βιντεοσκοπήσεων.

Τα εθνικά δικαστήρια είχαν σταθμίσει την εγκυρότητα των εγγράφων και οι προσφεύγουσες διέθεταν ευρύτατο περιθώριο να διατυπώσουν αντιρρήσεις έναντι αυτών. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης. Επίσης, απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την καταγγελία της πρώτης προσφεύγουσας σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας ή την εξέταση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα δικαστήρια.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.