Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Παραπομπές


Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΕιρΜυτ 24/2023 - Πλήρες κείμενο

   Εκτύπωση   

ΕιρΜυτ 24/2023 - Πλήρες κείμενο

Σύνθεση: Μαργιορίτσα Ζαχαρώ Καλφαγιάννη, Ειρηνοδίκης
Δικηγόροι: Ραλλού Τσακαρέλου, Ιωάννα Νταυλούρου

Ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές· ηλεκτρονική απάτη (phishing)· υποχρέωση τράπεζας προς αποζημίωση του καταθέτη· ακυρότητα Όρων Διενέργειας Τραπεζικών Συναλλαγών, σύμφωνα με τους οποίους η τράπεζα δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία του πελάτη της σε περίπτωση παράνομης χρήσης των προσωπικών του κωδικών πρόσβασης στην υπηρεσία Internet Banking, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 103 ν. 4537/2018, ως ερχόμενοι σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 71, 88, 92 και 95 του ιδίου Νόμου, οι οποίες προβλέπουν καθολική ευθύνη του παρόχου και απαλλαγή του μόνο για ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, αλλά και ειδική διαδικασία ενημέρωσης επί συμβάντων διακοπής λειτουργίας, τα οποία επομένως δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως απρόβλεπτα, αφού ρυθμίζονται ειδικά στο νόμο· εισάγουν δε οι διατάξεις αυτές αναγκαστικό δίκαιο υπέρ των χρηστών, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 103 Ν. 4537/2018 οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν μόνο ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών· οι δε προαναφερόμενοι συμβατικοί όροι δεν συνιστούν ευνοϊκότερους αλλά δυσμενέστερους όρους προς τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμής· επομένως, η επίδικη συναλλαγή (πράξη πληρωμής) θεωρείται, ελλείψει αποδεικνυόμενης παροχής συγκατάθεσης εκ μέρους του συζύγου της ενάγουσας ή και της ίδιας, μη εγκριθείσα κατά τις προβλέψεις του άρθρου 64 Ν. 4537/2018.

Νομικές διατάξεις: άρθρα 281, 288, 806, 822, 827, 830 ΑΚ, 11 ν. 4261/2014, 2, 4, 71, 73, 88, 92, 95, 103 ν. 4537/2018, 8 ν. 2251/1994

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

(Ειδικές Διατάξεις Μικροδιαφορών)

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Μαργιορίτσα Ζαχαρώ Καλφαγιάννη και τη Γραμματέα Παναγιώτα Κοντούλη.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημα του Ειρηνοδικείου Μυτιλήνης την 26η Απριλίου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Μ... Κ... του Δ…, κατοίκου Μεσαίου Χάλικα, με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ραλλούς Τσακαρέλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις κατά το άρθρο 468 ΚΠολΔ ως ισχύει.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «... BANK», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ιωάννας Νταυλούρου, η οποία κατέθεσε προτάσεις κατά το άρθρο 468 παρ. 2 ΚΠολΔ ως ισχύει.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.11.2022 αγωγή της. η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …/2022. Δικάσιμος για την συζήτηση της αγωγής προσδιορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε και εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο έκθεμα και συζητήθηκε.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρ. 830 ΑΚ, η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί, σχετικά όμως με το χρόνο και τον τόπο της απόδοσης ισχύουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, οι διατάξεις για την παρακαταθήκη, η οποία στην περίπτωση αυτή χαρακτηρίζεται ως ανώμαλη παρακαταθήκη. Έτσι και η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, που κύριο σκοπό έχει την ασφαλή φύλαξη των χρημάτων του καταθέτη, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, αφού η τράπεζα έχει την εξουσία χρησιμοποίησης των χρημάτων του καταθέτη και συνεπώς κατά το άρθρο 830 ΑΚ έχουν σ’ αυτή εφαρμογή οι διατάξεις τόσο του άρθρου 806 ΑΚ. με βάση το οποίο η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατεθέντων σ’ αυτή χρημάτων, όσο και του άρθρου 827 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίσθηκε για τη φύλαξή του (ΑΠ 1220/2014, 2229/2013). Η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσής του συνιστά πάντοτε αθέτηση σύμβασης από μέρους της τράπεζας και όχι αδικοπραξία, δηλαδή ακόμη και αν το ποσό αυτό αφαιρέθηκε υπό τρίτο με αξιόποινη πράξη, αφού η αδικοπραξία στην περίπτωση αυτή γίνεται σε βάρος της τράπεζας από τον τρίτο και όχι από την τράπεζα σε βάρος του καταθέτη (ΑΠ 929/2009, 1122/2005, 830/2003), και επομένως η τράπεζα ευθύνεται προς απόδοση του κατατεθέντος από τον πελάτης της ποσού. Εξάλλου, η χρηματική κατάθεση σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων συνιστά συμβατική ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, κατ’ άρθρο 489 ΑΚ (AΠ 246/1992, ΕλλΔ/νη 1993/1311).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 4261/2014, στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες πληρωμών, μεταξύ των οποίων εντάσσεται η μεταφορά κεφαλαίων. Μορφή τραπεζικής πληρωμής αποτελεί η καταβολή στα πλαίσια εκπλήρωσης υποχρέωσης της τράπεζας από σύμβαση τραπεζικού εμβάσματος που έχει συνάψει με τον πελάτη της για τη διαβίβαση χρημάτων από τόπο σε τόπο. Η τράπεζα αποδέχεται μετρητά, λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα που καταθέτει ο εντολέας, με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση της πράξης πληρωμής και τη μεταφορά χρηματικών ποσών στον δικαιούχο. Άλλη μορφή τραπεζικής πληρωμής αποτελεί η καταβολή στα πλαίσια τραπεζικού γύρου, που ενεργείται με την λογιστική μεταφορά χρηματικού ποσού από έναν λογαριασμό σε έναν άλλο. Η αποστολή των χρημάτων μπορεί να είναι ενδοτραπεζική ή διατραπεζική και να αφορά στον ίδιο τον πελάτη ή σε τρίτο πρόσωπο, το οποίον έχει υποδειχθεί από αυτόν (ΑΠ 856/1995 Δνη 38. 1142, Γ, Τριανταφυλλάκη, Ζητήματα αστικής ευθύνης τραπεζών κατά τη διενέργεια πληρωμών με μεταφορά κεφαλαίων, ΔΕΕ 1996/577 επ.). Ο τραπεζικός γύρος προϋποθέτει τη σύναψη σύμβασης κατάθεσης χρημάτων ανάμεσα στην τράπεζα και στον πελάτη της, την εντολή γύρου από τον πελάτη για μεταφορά χρημάτων σε άλλο λογαριασμό, την μεταφορά του ενταλθέντος ποσού διά των κατάλληλων λογιστικών εγγραφών στον λογαριασμό του δικαιούχου και τέλος την πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου με το μεταφερόμενο ποσό. Η νομική σχέση η οποία δημιουργείται εν προκειμένω είναι, κατά την κρατούσα άποψη, αυτή της σύμβασης έργου, διότι αντικείμενο της σύμβασης δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η παροχή υπηρεσίας, στην οποία είναι αναγκαίο να προβεί η τράπεζα για την επίτευξη του αποτελέσματος, αλλά το προσδοκώμενο από την εν λόγω εργασιακή ενέργεια αποτέλεσμα ως έργο, δηλαδή η πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου με το μεταφερόμενο ποσόν, εφόσον συμφωνείται και αμοιβή (προμήθεια) της Τράπεζας για την επίτευξη του άνω αποτελέσματος. Από τη σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργεί η έννομη σχέση κατάθεσης χρημάτων στην τράπεζα υπό τη μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης, απορρέουν, βάσει και της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, παρεπόμενες υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών. Έτσι η τράπεζα οφείλει να ελέγχει με επιμέλεια τη νομιμοποίηση του εμφανιζόμενου ως δικαιούχου της κατάθεσης. Λόγω δε της διαδεδομένης πλέον συναλλακτικής πρακτικής να δίνεται εντολή μεταφοράς χρηματικών ποσών με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος, τηλεμοιοτυπήματος ή και με την πραγματοποίηση ενός απλού τηλεφωνήματος, στο οποίο ο πελάτης αναφέρει έναν κωδικό αριθμό, παρίσταται αναγκαίο η τράπεζα να οργανώσει την επαγγελματική - τραπεζική της δραστηριότητα (πρόσληψη και ειδική εκπαίδευση έμπειρων υπαλλήλων), ώστε να διασφαλίσει την ταυτοποίηση του εντολέα και να αποκλείσει ή να μειώσει στο ελάχιστο τον κίνδυνο πληρωμής ποσού κατάθεσης σε μη δικαιούχο. Παρά δε τη διατυπωθείσα άποψη ότι είναι δύσκολη η βαθύτερη έρευνα της νομιμοποίησης του εμφανιζόμενου ως δικαιούχου της κατάθεσης, λόγω της απαραίτητης ταχύτητας με την οποία πρέπει να διεξάγονται οι τραπεζικές εργασίες, η τράπεζα ευθύνεται για την καταβολή ποσού κατάθεσης σε τρίτο μη δικαιούχο αυτής, εφόσον δεν επέδειξε κατά την πληρωμή τη δέουσα επιμέλεια που απαιτεί η συναλλαγή αυτή. Άλλωστε για την πληρωμή ποσού κατάθεσης σε μη δικαιούχο, σκόπιμο και δίκαιο είναι να φέρει τον κίνδυνο η πληρώτρια τράπεζα, στην επαγγελματική σφαίρα επιρροής της οποίας ανάγεται ο εν λόγω κίνδυνος. Η διόγκωση των τραπεζικών εργασιών και η καθημερινή συνάφεια συναλλασσόμενων -τραπεζών δεν δικαιολογεί την άμβλυνση της προσοχής των υπαλλήλων των τελευταίων στον έλεγχο και τη διαπίστωση της ταυτοπροσωπίας του εμφανιζόμενου προς πληρωμή ή του εντολέα μεταφοράς χρημάτων και του δικαιούχου του λογαριασμού. Είναι δε κοινωνικά και οικονομικά σκόπιμο, να βαραίνει την τράπεζα και όχι τον, κατά κανόνα ασθενέστερο οικονομικά και κατά τεκμήριο λιγότερο έμπειρο στις συναλλαγές, πελάτη της, ο οποίος άλλωστε εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση, κατά τον χρόνο πληρωμής της κατάθεσης, να ελέγξει την ταυτότητα του εμφανιζόμενου προς πληρωμή. Αυτός (πελάτης της τράπεζας), με βάση και την ως άνω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ. έχει τις παρεπόμενες υποχρεώσεις να φυλάσσει τα προσωπικά του στοιχεία, τα στοιχεία του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου, τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού του, το δελτίο της ταυτότητάς του ή το διαβατήριό του και σε περίπτωση κλοπής ή απώλειάς τους ή σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι έχουν υποκλαπεί τα στοιχεία του ηλεκτρονικά από τρίτον, να το γνωστοποιήσει αμέσως στην τράπεζα (256/2020 ΕφΔωδΜον).

Περαιτέρω, η σύμβαση με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ρυθμίστηκε διεξοδικά, με βάση οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχικά το Ν. 3862/2010. που ενσωμάτωσε τις οδηγίες 2007/64, 2007/44 και 2010/16 της ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007. «για τις υπηρεσίες πληρωμών» στην εσωτερική αγορά, που αφορούσαν τροποποίηση των Οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/60/ΕΚ και 2006/48 ΕΚ και κατάργηση της Οδηγίας 97/5/ΕΚ και εν συνεχεία με το ν. 4537/2018, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2015/2366/ΕΕ για τις υπηρεσίες πληρωμών. Το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του ν. 4537/2018. κατά το άρθρο 2 αυτού, εκτείνεται στις υπηρεσίες πληρωμών του άρθρου 4. Σύμφωνα με τους ορισμούς, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 του νόμου, ως υπηρεσίες πληρωμών νοούνται και η (άρθρο 4 παρ. 3 περ. γ αα) εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης, η οποία διενεργείται μέσω (άρθρο 4 παρ. 4) «ιδρύματος πληρωμών», που είναι το νομικό πρόσωπο που έχει λάβει άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 11, να παρέχει και να εκτελεί υπηρεσίες πληρωμών σε όλα τα κράτη - μέλη, στα οποία συγκαταλέγονται και τα τραπεζικά ιδρύματα. Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4, «πράξη πληρωμής», είναι η πράξη, η εκκίνηση της οποίας διενεργείται από τον πληρωτή ή για λογαριασμό του ή από τον δικαιούχο και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου, «εξ αποστάσεως πράξη πληρωμής» (παρ. 6) είναι η πράξη πληρωμής, η εκκίνηση της οποίας διενεργείται μέσω του διαδικτύου ή μέσω συσκευής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επικοινωνία εξ αποστάσεως, «σύστημα πληρωμών» (παρ. 7) είναι το σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών, το οποίο διέπεται από επίσημες τυποποιημένες διαδικασίες και κοινούς κανόνες για την επεξεργασία, την εκκαθάριση και/ή το διακανονισμό πράξεων πληρωμής, «πληρωτής» (παρ. 8) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτό το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής, «δικαιούχος» (παρ. 9) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής, «χρήστης υπηρεσιών πληρωμών» (παρ. 10) είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής, δικαιούχος ή και με τις δύο ιδιότητες, «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» (παρ. 11) είναι οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τυγχάνει εξαίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 34, «εντολή πληρωμής» (παρ. 13) είναι η οδηγία εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής και «σύμβαση - πλαίσιο» (παρ. 21) είναι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών που διέπει τη μελλοντική εκτέλεση μεμονωμένων και διαδοχικών πράξεων πληρωμής και η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την υποχρέωση και τους όρους για το άνοιγμα λογαριασμού πληρωμών. Η σύμβαση, που συνάπτει κάποιος με «πάροχο υπηρεσιών πληρωμής» είναι μικτή εμφανίζουσα στοιχεία και εντολής και σύμβασης έργου, εκ των οποίων ωστόσο, μπορούν να εφαρμοστούν μόνο όσες διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τον παραπάνω νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 48 (Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής) «Αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει ή καθισιά διαθέσιμες στον πληρωτή τις εξής πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες: α) τα στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν το δικαιούχο, β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής, γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής και ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών, δ) ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή σχετική αναφορά, αν διαφέρει από την ισοτιμία που παρασχέθηκε σύμφωνα με την περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 45 και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος, ε) την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 57 (Πληροφόρηση του πληρωτή για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής) 1. Μετά τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή με το ποσό της επιμέρους πράξης πληρωμής ή όταν ο πληρωτής δεν χρησιμοποιεί λογαριασμό πληρωμών, μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει αμελλητί στον πληρωτή τις εξής πληροφορίες α) στοιχείο αναφοράς που επιτρέπει στον πληρωτή να πιστοποιήσει κάθε πράξη πληρωμής και, και περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν το δικαιούχο, β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή ή στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την εντολή πληρωμής, γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής και. ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο πληρωτής, δ) όπου απαιτείται, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος, ε) την ημερομηνία αξίας για τη χρέωση ή την ημερομηνία λήψης της εντολής πληρωμής. Σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ. 1 (Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής) «α) Όταν η εντολή πληρωμής εκκινείται απευθείας από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 87 και του άρθρου 92, ευθύνεται έναντι του πληρωτή για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής». Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 71 (Γνωστοποίηση και αποκατάσταση των πράξεων πληρωμής που δεν έχουν εγκριθεί ή εσφαλμένα έχουν εκτελεστεί) και δη την παρ. 1 αυτού «ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποκαθιστά μία μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο αν ο τελευταίος ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόλις αντιληφθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, περιλαμβανόμενης εκείνης του άρθρου 88, και το αργότερο μέσα σε χρονικό διάστημα δεκατριών (13) μηνών από την ημερομηνία χρέωσης. Η ανωτέρω προθεσμία δεν ισχύει όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν χορήγησε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής, σύμφωνα με τα άρθρα 38 έως 60». Το άρθρο 88 παρέχει στους χρήστες, σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης εντολών πληρωμής αξιώσεις έναντι των αντίστοιχων φορέων παροχής υπηρεσιών πληρωμής ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του εκάστοτε φορέα. Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρο 73 παρ. 3 σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πληρωμής, περαιτέρω αποζημίωση δεν αποκλείεται, εφόσον θεμελιώνεται σχετικό δικαίωμα στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής. Σημειώνεται ότι ο νόμος 4537/2018 εισάγει αναγκαστικό δίκαιο υπέρ των χρηστών, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 103 οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν μόνο ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, ώστε στα πλαίσια του νόμου αυτού και κατά τις πρόνοιες αυτού δεν υφίσταται ευθύνη των παρόχων σύμφωνα με το άρθρο 92 (Απουσία ευθύνης σε μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις) μόνο όταν υπάρχουν ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρόλες τις προσπάθειες για το αντίθετο. Ωστόσο, υπό το σύστημα του νόμου αυτού οι λειτουργικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι ασφαλείας του συστήματος, δεν αποτελούν μη συνήθεις και μη προβλέψιμες περιστάσεις, ώστε η από την επέλευσή τους ζημία των χρηστών βαρύνει τους παρόχους, καθώς η περίπτωσή τους ρυθμίζεται διεξοδικά στα άρθρα 94 επ. Ειδικότερα, μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 α της αρ. πράξης 157/3/02.04.2019 (ΦΕΚ Β' 1597/10.05.2019) της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος «Υιοθέτηση των κατευθυντηρίων γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για την αναφορά μειζόνων συμβάντων δυνάμει της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ». λειτουργικό συμβάν είναι ένα μεμονωμένο συμβάν το οποίο έχει ή ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ακεραιότητα και τη συνέχεια των υπηρεσιών που σχετίζονται με πληρωμές, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1.2.3. της πράξης αυτής της Τράπεζας της Ελλάδος τέτοιο υπάρχει και όταν η εντολή πληρωμής δεν μπορεί να εκτελεστεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών. Σύμφωνα με το άρθρο 95 ν. 4537/2018 (Αναφορά συμβάντων), σε περίπτωση μεγάλης σημασίας λειτουργικού συμβάντος, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα το γνωστοποιούν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στην Τράπεζα της Ελλάδος και αν το συμβάν επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει τα οικονομικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών του για το συμβάν και για όλα τα μέτρα που μπορούν να λάβουν για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων του συμβάντος. Συνεπώς, η περίπτωση λειτουργικού συμβάντος δεν θεωρείται ασυνήθης και απρόβλεπτη περίσταση, καθώς μάλιστα, κατά την κοινή λογική, η διακοπή λειτουργίας ενός ηλεκτρονικού συστήματος πληρωμών και η έλλειψη ασφάλειας αυτού είναι πάντοτε πιθανόν να συμβούν. Επιπλέον στην περίπτωση αυτή εισάγεται κατ’ άρθρο 95 μια υποχρέωση πληροφόρησης προς τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών και μάλιστα μείζονα από αυτή της παροχής των πληροφοριών των άρθρων 45 επ ν. 4537/2018 η παράλειψη παροχής των οποίων έχει - κατά νομική ταυτολογία - ως συνέπεια ότι παραμένει ακέραια η ευθύνη του παρόχου πληρωμών εξαιτίας μιας μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 71 και τούτο ακόμη και παρά την παράλειψη του χρήση να ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόλις αντιληφθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι σύμφωνα με το άρθρο 88 υπάρχει αντιστροφή του βάρους απόδειξης, καθώς ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ευθύνεται έναντι του πληρωτή για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής, εκτός αν αυτός αποδείξει στον πληρωτή ότι ο πάροχος υπηρεσιών του δικαιούχου έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 83.

Άλλωστε, για τις ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές, όπου ελλοχεύει ολοένα αυξανόμενος και με διαρκώς μεταλλασσόμενους τρόπους εμφάνισης ο κίνδυνος απάτης με τη μέθοδο του «phishing», ισχύουν τα εξής: Οι ηλεκτρονικές πληρωμές, δηλαδή οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά και ανεξάρτητα από τα μέσα που χρησιμοποιούνται, χωρίζονται στις εξής κατηγορίες: 1) πληρωμές μέσω πιστωτικών καρτών (με χρέωση της κάρτας του πελάτη), 2) απευθείας πίστωση ενός λογαριασμού με ταυτόχρονη μεταφορά σε άλλους λογαριασμούς (π.χ. πάγιες εντολές εξόφλησης λογαριασμών), 3) απευθείας χρέωση του λογαριασμού του χρήστη, με χρήση αριθμού ή χρεωστικής κάρτας, 4) πληρωμές μέσω προπληρωμένων καρτών και 5) πληρωμές μέσω ειδικών πυλών πληρωμών (Συρμακέζης, «Όλα όσα θέλατε να μάθετε για τις ηλεκτρονικές πληρωμές και εισπράξεις» 2003). Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο αυτών των ηλεκτρονικών πληρωμών στην ηλεκτρονική τραπεζική μέσω διαδικτύου (internet banking), εφαρμόζεται ο Ν. 3862/2010, ο οποίος έχει ενσωματώσει τις Οδηγίες 2007/64/ΕΚ, 2007/44/ΕΚ και 2010/16/ΕΕ και ο Ν. 2789/2000, ο οποίος έχει ενσωματώσει την Οδηγία 98/26. Επίσης, το θεσμικό πλαίσιο για τις διασυνοριακές πληρωμές το ρυθμίζει το π.δ. 33/2000, το οποίο ακολουθεί την οδηγία 97/5 για τις διασυνοριακές πληρωμές μέχρι 50.000 Ευρώ. Το παραπάνω θεσμικό πλαίσιο ολοκληρώνεται με τον κανονισμό 2560/2001, ο οποίος διασφαλίζει τη διαφάνεια των εξόδων που επιβάλλονται αλλά και την ευθυγράμμιση του ύψους των συναλλαγών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σινανιώτη. 2005). Ως προς τη διεκπεραίωση οικονομικών συναλλαγών με ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος βρίσκεται σε ισχύ ο Ν. 3148/2003. ο οποίος έχει ενσωματώσει τις κοινοτικές οδηγίες 2000/46 και 2000/28 που αφορούν το ηλεκτρονικό χρήμα. Τέλος, και για την ηλεκτρονική τραπεζική εφαρμόζεται ο Ν. 2076/1992 που αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ο Ν. 2396/1996 που αφορά τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Φυσικά, όπως σε όλες τις περιπτώσεις, έτσι και στην περίπτωση της ηλεκτρονικής τραπεζικής, εφαρμόζονται οι διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις που εκδίδονται κατά καιρούς, είτε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, είτε από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς. Η διασφάλιση του απορρήτου των ηλεκτρονικών συναλλαγών και η παροχή κάθε είδους ασφάλειας στο χρήστη της ηλεκτρονικής τραπεζικής, αποτελεί πρωταρχικό στόχο για κάθε τράπεζα. Τα ενδεχόμενα προβλήματα που μπορεί να δημιουργηθούν τόσο στην τράπεζα όσο και στον πελάτη, είναι πολλά και αρκετές φορές είναι δύσκολη η επίλυσή τους. Καθώς η τεχνολογία αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, διάφορα κακόβουλα προγράμματα αναπτύσσονται από επιτήδειους, με σκοπό να βλάψουν τους χρήστες, και ειδικότερα στην περίπτωση της ηλεκτρονικής τραπεζικής να υποκλέψουν δεδομένα και πληροφορίες από το διαδίκτυο. Ειδικότερα, ένας από τους κινδύνους που μπορούν να παρουσιαστούν στο διαδίκτυο και να βλάψουν το χρήστη του που ταυτόχρονα χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της ηλεκτρονικής τραπεζικής είναι οι «ιοί» (Virus) των υπολογιστών που έχουν ιστορία δεκαετιών, συνεχώς αναπτύσσονται και γίνονται πιο «έξυπνοι», προσπαθώντας να εισβάλουν στον υπολογιστή του χρήστη και να τον βλάψουν με διάφορους τρόπους (π.χ. με διαγραφή προσωπικών του αρχείων). Περαιτέρω, η πιο συνηθισμένη απειλή που αφορά την ηλεκτρονική τραπεζική, είναι η αποστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλης μορφής γραπτού μηνύματος (e-mail, sms) στον πελάτη της τράπεζας από κάποιον επιτήδειο, προσποιούμενος ότι προέρχεται από την ίδια. με σκοπό να τον παραπλανήσει και να του υποκλέψει προσωπικές πληροφορίες. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως «Phishing». Όταν ο χρήστης ανοίξει το ηλεκτρονικό μήνυμα, μπορεί να παραπέμπεται σε έναν σύνδεσμο (link) που φαινομενικά είναι η ιστοσελίδα της τράπεζάς του. Εκεί του ζητείται να πληκτρολογήσει διάφορα προσωπικά στοιχεία (π.χ. προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης και με αυτόν τον τρόπο ο επιτήδειος που έχει δημιουργήσει τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα πανομοιότυπα με τη σχετική ιστοσελίδα της τράπεζας του πελάτη) υποκλέπτει οποιαδήποτε πληροφορία επιθυμεί. Λόγω της διακίνησης μέσω διαδικτύου, των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των χρηστών, αλλά και των κινδύνων που παραμονεύουν, οι τράπεζες συνεχώς επενδύουν στη διασφάλιση του απορρήτου των ηλεκτρονικών συναλλαγών και γενικότερα στα θέματα ασφάλειας. Τα τραπεζικά ιδρύματα, εκτός από τη διασφάλιση των ηλεκτρονικών συναλλαγών μέσω πιστωτικής κάρτας, θα πρέπει να φροντίσουν για τη διασφάλιση του απορρήτου όλων των λογαριασμών των πελατών τους στο διαδίκτυο, καθώς και για πλήθος άλλων διαδικασιών και δικλείδων ασφαλείας. Οι βασικές κατηγορίες ασφάλειας της ηλεκτρονικής τραπεζικής είναι: α) Η ταυτοποίηση της τράπεζας από κάποιον αναγνωρισμένο παροχέα (Trusted Third Party) του διαδικτύου, β) η ταυτοποίηση του χρήστη (π.χ. μέσω προσωπικού κωδικού), γ) η εξασφάλιση της μεταφοράς δεδομένων (μέσω κάποιου πρωτοκόλλου επικοινωνίας) και δ) η ελεγχόμενη πρόσβαση στα συστήματα της τράπεζας (π.χ. μέσω κάποιου τείχους προστασίας). Κάποια από τα μέτρα ή συστήματα ασφάλειας που μπορεί να λάβει ένας τραπεζικός οργανισμός, με σκοπό να διασφαλίσει τις παρεχόμενες ηλεκτρονικές συναλλαγές, είναι (Αγγέλης, 2005): α) Τα τείχη προστασίας (Firewalls): Ουσιαστικά πρόκειται για υλικό (hardware) και λογισμικό (software), το οποίο τοποθετείται ανάμεσα σε δύο δίκτυα, και ελέγχει όλη την «κίνηση» επιτρέποντας ή όχι την είσοδο κάποιου στο σύστημα. Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό τα προγράμματα αυτά των τραπεζών να ενημερώνονται άμεσα, καθώς οποιοσδήποτε τύπου «ιός» ή ανεπιθύμητη εισβολή μπορεί να εισέλθει και να επιφέρει σημαντικά προβλήματα. Στο θέμα της ταυτοποίησης των χρηστών στα συστήματα της ηλεκτρονικής τραπεζικής, εκτός από τη συνηθισμένη μέθοδο του «ονόματος χρήστη – κωδικού» (user name - password), που χρησιμοποιούν οι πιο πολλές τράπεζες, υπάρχουν και πιο ασφαλείς τρόποι πρόσβασης. Για την περαιτέρω διασφάλιση των χρηστών, ορισμένες τράπεζες προχωρούν σε ένα επιπλέον επίπεδο ασφάλειας, με πρόσθετους κωδικούς μιας χρήσης, επιβεβαιώσεις μέσω του δηλωμένου αριθμού κινητού τηλεφώνου του πελάτη, αριθμούς εξουσιοδότησης συναλλαγής, συσκευές USB Tokens, βιομετρικές κάρτες κλπ. Εκτός από την αναβάθμιση των μεθόδων πρόσβασης των χρηστών στις υπηρεσίες της ηλεκτρονικής τραπεζικής, τα τραπεζικά ιδρύματα εφαρμόζουν και άλλες ασφαλιστικές δικλείδες για να προφυλάξουν τους πελάτες τους. Μερικές από αυτές, είναι η αυτόματη αποσύνδεση των χρηστών (μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα μη χρήσης των υπηρεσιών), το αυτόματο «κλείδωμα» της πρόσβασης των χρηστών (μετά από ορισμένο αριθμό λανθασμένων καταχωρήσεων των προσωπικών κωδικών), αλλά και η υποχρεωτική αλλαγή ανά τακτά χρονικά διαστήματα των κωδικών των πελατών. Εκτός, όμως, από την τεχνολογική υποδομή, που σαφέστατα διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ηλεκτρονική τραπεζική, επιβάλλεται η υιοθέτηση και τήρηση αυστηρών διαδικασιών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ειδικότερα, απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός διαδικασιών που αφορούν την ανάπτυξη, διαχείριση και προσφορά των υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής. Είναι ευνόητο ότι απαιτείται να υπάρχουν αυστηρές διαδικασίες, οι οποίες να προστατεύουν τα συστήματα της ηλεκτρονικής τραπεζικής, με τη βοήθεια συνδυασμένων ενεργειών από δυο ή περισσότερους ανθρώπους από διαφορετικά τμήματα της τράπεζας. Και φυσικά αυτές οι διαδικασίες να ελέγχονται και να επιθεωρούνται σε τακτική βάση. πολλές φορές μάλιστα από ανεξάρτητους εξωτερικούς φορείς. Εκτός από τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνουν οι τράπεζες, πολύ σημαντική είναι η πλευρά του χρήστη, ο οποίος μπορεί με απλές κινήσεις να μεριμνήσει ο ίδιος για τη μεγιστοποίηση της ασφάλειας του. Φυσικά, πρωταρχικός παράγοντας επιτυχίας είναι η θέληση από την πλευρά του τελευταίου, αλλά και η πληροφόρησή του από αρμόδιους φορείς (τράπεζες, ενώσεις τραπεζών, σχετικές ιστοσελίδες κ.λπ.). Οι βασικές συμβουλές ασφάλειας και προστασίας για τους χρήστες των υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής είναι οι εξής: 1. Διασφάλιση του απορρήτου των προσωπικών κωδικών: Η πάγια συμβουλή ενημέρωσης από όλες τις τράπεζες προς τους πελάτες τους είναι: «Οι τράπεζες δεν πρόκειται για κανένα λόγο και με κανέναν απολύτως τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί σας (πχ μέσω mail, sms, τηλεφωνικά, κλπ) για να σας ζητήσουν τους προσωπικούς κωδικούς πρόσβασής σας στις υπηρεσίες ηλεκτρονικής τραπεζικής 1. Είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι οι κωδικοί πρόσβασης και χρήσης της ηλεκτρονικής τραπεζικής είναι η ταυτότητα του πελάτη και είναι αυστηρώς προσωπικοί και απόρρητοι. Οι πελάτες δε θα πρέπει να τους μοιράζονται με κανέναν, αλλά αντίθετα για την ασφάλειά τους, χρειάζεται να τους απομνημονεύουν ή να τους φυλάσσουν σε ασφαλές μέρος. Επίσης, είναι πολύ καλή τακτική ασφάλειας να τους αλλάζουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα αποφεύγοντας να είναι εύκολα προβλέψιμοι (π.χ. ημερομηνία γέννησης), αλλά και να μη χρησιμοποιούν τους ίδιους σε άλλες ιστοσελίδες του διαδικτύου. 2. Επιβεβαίωση ασφαλούς σύνδεσης (SSL): Όταν οι πελάτες εισέρχονται στην ιστοσελίδα της τράπεζάς τους, και επιθυμούν να συνδεθούν στις υπηρεσίες της ηλεκτρονικής τραπεζικής, θα πρέπει να ελέγχουν: α) Να αναγράφεται στην αρχή της διεύθυνσης της ιστοσελίδας (πάνω αριστερά) το πρόθεμα «https» αντί για «http» -όπου secure και β) να υπάρχει στη σελίδα ένα μικρό «λουκέτο» (κάτω δεξιά), που υποδεικνύει ότι είναι πιστοποιημένη από αναγνωρισμένο πάροχο, με γνωστό πρωτόκολλο ασφαλείας, 3. προστασία του υπολογιστή: για τη μεγαλύτερη ασφάλεια και προστασία των ηλεκτρονικών συναλλαγών, οι χρήστες θα πρέπει να: α) ενημερώνουν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους με τις τελευταίες εκδόσεις λογισμικού (π.χ. αναβαθμίσεις του λειτουργικού συστήματος) και προγραμμάτων πλοήγησης στο διαδίκτυο (browsers) και β) εγκαθιστούν και ενημερώνουν προγράμματα προστασίας των υπολογιστών από ιούς (antivirus) και άλλα κακόβουλα προγράμματα. 4. Προστασία από μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mails): Οι χρήστες της ηλεκτρονικής τραπεζικής, αλλά και γενικότερα του διαδικτύου, δε θα πρέπει να «ανοίγουν» ποτέ μηνύματα που προέρχονται από άγνωστες κι αναξιόπιστες πηγές. Σε περίπτωση που ο αποστολέας είναι η τράπεζα τους ή «φαίνεται να είναι», δε θα πρέπει να ακολουθούν ποτέ συνδέσμους (links) που τους παραπέμπουν σε άλλες ιστοσελίδες και να συμπληρώνουν προσωπικούς κωδικούς ιούς (π.χ. αριθμούς πιστωτικών καρτών) (βλ. Διπλωματική Εργασία του Παρλαβάντζα Παναγιώτη - Ηλεκτρονική Τραπεζική (e-banking), Πανεπιστήμιο Πειραιώς).

Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι από κοινού με τον αποβιώσαντα σύζυγό της Φ… Π…, διατηρούσανε ως μόνοι συνδικαιούχοι τον με αριθμό … κοινό τραπεζικό λογαριασμό, στο Κατάστημα Μυτιλήνης της άλλοτε ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», της οποίας η εναγόμενη κατέστη καθολική διάδοχος. Ότι με το παραπάνω λογαριασμό ήταν συνδεδεμένη χρεωστική κάρτα και την 10.4.2020 τους είχαν χορηγηθεί κωδικοί πρόσβασης στο σύστημα ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) της εναγομένης, για τη διαχείριση του από κοινού τραπεζικού λογαριασμού τους με ηλεκτρονικό τρόπο. Ότι είχε ενεργοποιηθεί υπηρεσία της εναγομένης, δυνάμει της οποίας πριν από κάθε συναλλαγή, θα έπρεπε vα αποστέλλεται κωδικός, είτε στο λογαριασμό που διατηρούσε ο σύζυγός της στο πρόγραμμα επικοινωνίας VIBER είτε στον αριθμό του κινητού τηλεφώνου 69... το οποίο στη συνέχεια έπρεπε να αναγραφεί στο αντίστοιχο πεδίο της εκκρεμούσας ηλεκτρονικής συναλλαγής, προκειμένου αυτή να εγκριθεί. Ότι την Τρίτη 2.11.2021 ο συνδικαιούχος σύζυγός της έλαβε μήνυμα στο παραπάνω κινητό του τηλέφωνο, που ανέφερε ο παραπάνω κοινός τους λογαριασμός είναι παγωμένος και ότι θα πρέπει να αυξηθεί το ημερήσιο όριο συναλλαγών, προκειμένου να εκτελεστεί έμβασμα ύψους 14.785.05 €. σε χρέωση του εν λόγω κοινού λογαριασμού. Ότι αμέσως ο σύζυγός της μετέβη στο κατάστημα Μυτιλήνης της εναγομένης, προκειμένου να γνωστοποιήσει το ανωτέρω συμβάν στους υπαλλήλους της, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, με το αιτιολογικό ότι η χρεωστική κάρτα ήταν στη δική τους κατοχή και δεν είχε απολεσθεί, επίσης ότι δεν μπορούσε να γίνει διαδικασία έγγραφης αμφισβήτησης της εν λόγω συναλλαγής διότι η κίνηση - χρέωση ποσού 14.785.05 €, δεν είχε ακόμη εμφανιστεί στο ηλεκτρονικό σύστημα της τράπεζας. Ότι την 3.11.2021 αλλάξανε τον κωδικό συνδρομητή για την κίνηση του λογαριασμού τους. ενώ στη συνέχεια ειδοποιήθηκαν ότι η συναλλαγή εμφανίστηκε στο ηλεκτρονικό σύστημα της εναγομένης. Ότι την 4.11.2021 ο σύζυγός της ενεργώντας ατομικά και για δικό της λογαριασμό, υπέγραψε το προδιατυπωμένο έντυπο αμφισβήτησης συναλλαγών, για την αμφισβήτηση της ανωτέρω συναλλαγής, αίτημα που έγινε δεκτό από την εναγόμενη, και το ποσό των 14.785,05 €, πιστώθηκε στο παραπάνω κοινό λογαριασμό τους. Ότι στις 4.11.2021 και ώρα 15.12 μ.μ. ο σύζυγός της έλαβε στο λογαριασμό που διατηρούσε στο πρόγραμμα επικοινωνίας VIBER προερχόμενο από την υπηρεσία της εναγομένης ... BANK Alerts, το περιεχόμενο του οποίο είχε ως εξής «ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ … MASTERCARD *8221, ΣΤΙΣ 24.11.2021 15.12 ΣΥΝ/ΓΗ ΑΞΙΑΣ GBP 2022,00 ΣΤΗΝ ΕΠΙΧ/ΣΗ HARRODS LTD-M ΒΡΕΤΑΝΙΑ». Ότι αμέσως ο σύζυγός μετέβην στο κατάστημα της εναγομένης, όπου απαίτησε να ακυρωθεί η εκτέλεση της ανωτέρω συναλλαγής ποσού 2.434,83 €, καθώς ουδέποτε πραγματοποιήθηκε από αυτούς ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτούς, ενώ οι υπάλληλοι της εναγομένης αρνήθηκαν να προβούν στην άμεση ακύρωση της συναλλαγής καθώς δεν είχε εμφανιστεί στο ηλεκτρονικό σύστημα της τράπεζας. Ότι ο σύζυγός της αφού αποχώρησε αμέσως κάλεσε στο τηλεφωνικό κέντρο της εναγομένης και ακύρωσε την ως άνω χρεωστική κάρτα. Ότι την 8.11.2021 εντοπίστηκε στο ηλεκτρονικό σύστημα της εναγομένης η παράνομη συναλλαγή και την 9.11.2021 υπέγραψε το προδιατυπωμένο έγγραφο αίτησης αμφισβήτησης συναλλαγών με κάρτες, ωστόσο η εναγομένη με την από 19.11.2021 απαντητική της επιστολή απέρριψε το αίτημα αρνούμενη να αποδώσει το ποσό των 2.434,83 €, ισχυριζόμενη ότι η αμφισβητούμενη συναλλαγή φέρεται να εγκρίθηκε με Push Notification μέσω της εφαρμογής my... Mobile, για την εγκατάσταση της οποίας φέρεται να χρησιμοποιήθηκαν οι προσωπικοί τους κωδικοί αναγνώρισης στο σύστημα ηλεκτρονικής τραπεζικής. Ότι ο σύζυγός την 7.12.2021 υπέβαλλε εκ νέου αίτηση αμφισβήτησης της συναλλαγής, την οποία η εναγομένη αρνήθηκε και πάλι για τους ίδιους λόγους ενώ τους γνωστοποίησε ότι είχε ενεργοποιηθεί η υπηρεσία Push Notification σε νέα συσκευή. Ότι συνέπεια των παράνομων παραλείψεων και εσφαλμένων παραπλανητικών οδηγιών και συμβουλών της εναγομένης, που έλαβαν χώρα με βαριά αμέλεια των υπαλλήλων της, πραγματοποιήθηκε παρανόμως ηλεκτρονική χρήση της παραπάνω χρεωστικής κάρτας, χρέωση που θα είχε αποτραπεί εάν η εναγομένη στα πλαίσια εμπιστοσύνης που έτρεφαν προς αυτήν, είχε ενεργήσει δια των υπαλλήλων της, σύμφωνα με τις συμβατικές της υποχρεώσεις παροχής πρόνοιας και ασφάλειας των οικονομικών τους συμφερόντων και σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που διέπουν τις γενικές τραπεζικές συμβάσεις και υπαγορεύονται από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητά, αφού ο σύζυγός της απεβίωσε την 13.6.2022 και ο ανωτέρω λογαριασμός έχει περιέλθει αυτοδικαίως σ’ αυτή, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 2.434.83 € νομιμοτόκως. από την επόμενη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του. Τέλος, αιτείται να καταδικαστεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο, η ένδικη αγωγή παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση, με τη διαδικασία των μικροδιαφορών (αρθ. 466 επ. ΚΠολΔ). ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδίου (αρθ. 14 παρ. 1 εδ. α΄, 33, 41 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η ένδικη διαφορά αφορά αφενός, μεταξύ άλλων, σε δικαιώματα και υποχρεώσεις από συμβάσεις ανώμαλης παρακαταθήκης που καταρτίστηκαν στη Μυτιλήνη, στον ίδιο δε τόπο όπου κατοικεί η ενάγουσα έπρεπε να καταβληθούν κατ’ άρθρο 321 παρ. 1 ΑΚ οι επίδικες παροχές ως χρηματικές, και αφετέρου σε φερόμενη παρανομία εκ μέρους της εναγομένης, κατά την οποία το ζημιογόνο γεγονός έλαβε χώρα στη Μυτιλήνη, ενώ δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία που να καθιστά την αποκλειστική αρμοδιότητα στα Δικαστήρια της Αθήνας. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, δοθέντος ότι αυτή περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία που θεμελιώνουν κατά το νόμο την άσκησή της από την ενάγουσα σε βάρος της εναγομένης και για την πληρότητά της δεν απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία. Επιπλέον, η αγωγή είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 8 του Ν 2251/1994, άρθρα 2, 4, 48 επ. ν. 4537/2018, 282, 288, 830, 806, 827 ΑΚ και 176 ΚΠολΛ. Επομένως, η αγωγή, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. … e-Παράβολο).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος, που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση (Κ. Μπέης: ΠολΔικ, υπό το άρθρο 68, σελ. 360). Τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης (ενεργητικής και παθητικής) πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, η δε παράλειψη αναφοράς των παραπάνω στοιχείων, έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο του δικογράφου της αγωγής. Επομένως, για τη νομιμοποίηση, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ’ αρχάς να ασκεί επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η από τον εναγόμενο αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης πραγματικών περιστατικών, συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής, του ενάγοντος επομένως φέροντος του σχετικού προς τούτο βάρος απόδειξης, με συνέπεια και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποίησης ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητική ή παθητικής) νομιμοποίησης (ΕφΑΘ 5685/1999, ΕλλΔνη 41.526). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της εκθέτει ότι η ένδικη διαφορά απορρέει από τη συμβατική σχέση που αφορά την χρήση εναλλακτικών δικτύων και συνδρομητής των εναλλακτικών δικτύων της τράπεζας τυγχάνει μόνο ο σύζυγος της ενάγουσας και η ενάγουσα δεν επικαλείται ως όφειλε το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής υπό την ιδιότητα της κληρονόμου. Ο παραπάνω ισχυρισμός, με τον οποίο αμφισβητούνται τα επικαλούμενα από την ενάγουσα θεμελιωτικά της ενεργητικής νομιμοποίησης περιστατικά, συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής, που δημιουργεί μετά ταύτα υποχρέωση στην ενάγουσα να αποδείξει τον περί ενεργητικής νομιμοποίησης ισχυρισμό της.

Από τη με υπ’ αρ. …/22.12.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Ε… Τ… Β…, τη με υπ’ αρ. …/19.12.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Α… Β…, από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα από κοινού με τον ήδη αποβιώσαντα. την 13.6.2022 σύζυγό της Φ… Π… του Α…, καταρτίσανε την 13.5.2003 σύμβαση ανοίγματος κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου με αριθμό ... με την τότε ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «... Τράπεζα Ανώνυμη Εταιρεία», καθολική διάδοχος της οποίας έχει καταστεί η εναγόμενη. Στην από 13.5.2003 σύμβαση τέθηκε ο προδιατυπωμένος όρος του άρθ. 2 ν. 5638/1932, με αριθμό 7 Γενικό Όρο Λειτουργίας Λογαριασμού, ότι σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους, η κατάθεση αυτή εξακολουθεί να ισχύει στο όνομά του ή των επιζώντων μέχρι τον τελευταίο από αυτούς. Συνεπώς μετά το θάνατο του συνδικαιούχου Φ… Π... η κατάθεση και ο εξ αυτής λογαριασμός περιήλθε αυτοδικαίως στην ενάγουσα ως έτερη συνδικαιούχο, η οποία νομιμοποιείται ενεργητικά και έχει άμεσο έννομο συμφέρον στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, απορριπτουμένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης. Με τον παραπάνω λογαριασμό ήταν συνδεδεμένη η με αριθμό … χρεωστική κάρτα ... … MASTERCARD. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό …/10.04.2020 αίτησης του θανόντος συζύγου της ενάγουσας, Φ… Π..., παρασχέθηκε σε αυτόν η δυνατότητα χρήσης των εναλλακτικών δικτύων της εναγομένης, ενώ δια της με αριθμό …/10.04.2020 αίτησης περί απόκτησης Πρόσθετου Κωδικού Ασφαλείας (ΠΚΑ) μέσω αποστολής SMS μηνυμάτων ορίστηκε αφενός ο αριθμός κινητού τηλεφώνου (69…) στον οποίο θα αποστέλλεται ο Πρόσθετος Κωδικός Ασφαλείας (ΠΚΑ) και αφετέρου ότι το κόστος υπηρεσιών Πρόσθετου Κωδικού Ασφαλείας θα χρεώνεται στον με αριθμό … λογαριασμό. Για την έγκριση των συναλλαγών μέσω του συστήματος e-banking της εναγομένης, είχε ενεργοποιηθεί υπηρεσία δυνάμει της οποίας πριν από κάθε συναλλαγή θα έπρεπε να αποστέλλεται στον με αριθμό κινητού 69…, που ανήκε στον σύζυγο της ενάγουσας, μηνύματα κωδικού μίας χρήσης για την εκτέλεση των εντολών τους. Στις 2.11.2021, ο συνδικαιούχος του λογαριασμού έλαβε μήνυμα στο ανωτέρω κινητό αριθμό, ότι ο παραπάνω με αριθμό … λογαριασμός ταμιευτηρίου είναι παγωμένος και θα πρέπει να αυξηθεί το ημερήσιο όριο συναλλαγών προκειμένου να εκτελεστεί έμβασμα ύψους 14.785,05 €, σε χρέωση του εν λόγω κοινού λογαριασμού. Την ίδια ημέρα, ο Φ… Π…, απευθύνθηκε στο κατάστημα Μυτιλήνης της εναγομένης και γνωστοποίησε το ανωτέρω συμβάν και ζήτησε την ακύρωση της συναλλαγής, η οποία όμως δεν ήταν εφικτή λόγω μη εμφάνισης της συναλλαγής στο σύστημα της τράπεζας. Στη συνέχεια ο σύζυγος της ενάγουσας στις 3.11.2022, προχώρησε σε μεταβολή του Κωδικού Συνδρομητή της συνδρομής τους, μέσω του ... WEB BANKING, ενώ τελικά η συναλλαγή εμφανίστηκε στο σύστημα στις 3.11.2020. Ακολούθως στις 4.11.2020 ο σύζυγός της ενάγουσας μετέβη στο κατάστημα της εναγομένης στη Μυτιλήνη και υπέγραψε το προδιατυπωμένο έντυπο αμφισβήτησης συναλλαγών ... web banking/Mobile banking/... phone, με αριθμό …, ποσού 14.785,05 €, το οποίο έγινε δεκτό και το ποσό πιστώθηκε στο παραπάνω κοινό λογαριασμό την 10.11.2021. Την Πέμπτη 4.11.2021 και ώρα 15.12, ο σύζυγος της ενάγουσας έλαβε μήνυμα στο λογαριασμό που διατηρούσε στο πρόγραμμα επικοινωνίας VIBER προερχόμενο από την υπηρεσία της εναγομένης ... BANK Alerts, το περιεχόμενο του οποίο είχε ως εξής «ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ … MASTERCARD *8221, ΣΤΙΣ 24.11.2021 15.12 ΣΥΝ/ΓΗ ΑΞΙΑΣ GBP 2022,00 ΣΤΗΝ ΕΓΠΧ/ΣΗ HARRODS LTD-M ΒΡΕΤΑΝΙΑ». Αμέσως απευθύνθηκε στο κατάστημα της εναγομένης, και οι υπάλληλοι του καταστήματος τον παρέπεμψαν στο τηλεφωνικό κέντρο της εναγομένης για να ακυρώσει την ως άνω χρεωστική κάρτα, ενώ τον ενημέρωσαν ότι η εν λόγω συναλλαγή/χρέωση δεν είχε ακόμη εμφανιστεί στο ηλεκτρονικό σύστημα της τράπεζας. Στη συνέχεια ο σύζυγος της ενάγουσας κάλεσε στο τηλεφωνικό κέντρο της εναγομένης και ακύρωσε την ανωτέρω χρεωστική κάρτα. Στις 9.11.2021 προσήλθε στο κατάστημα της εναγομένης όπου αμφισβήτησε εγγράφως την παράνομη συναλλαγή ποσού 2.022 GBP ή 2.434,83 €, η οποία εντοπίστηκε στο ηλεκτρονικό σύστημα της τράπεζας στις 8.11.2021. Σε απάντηση του αιτήματος του συζύγου της ενάγουσας, η εναγόμενη απέστειλε την από 19.11.2021 απαντητική επιστολή, με την οποία τον ενημέρωσε ότι η αμφισβητούμενη συναλλαγή εγκρίθηκε με Push Notification, μέσω της εφαρμογής my… Mobile, για την εγκατάσταση της οποίας χρησιμοποιήθηκαν οι Προσωπικοί Κωδικοί Αναγνώρισής του στο e Banking (κωδικός συνδρομητή/ username, μυστικός κωδικός password, πρόσθετος κωδικός ασφάλειας/ my… Code) και ότι η γνωστοποίηση των Προσωπικών Κωδικών Αναγνώρισης, συνιστά παράβλεψή του, η οποία οδήγησε στην ολοκλήρωση της συναλλαγής, ώστε η Τράπεζα δεν μπορεί να αναλάβει το κόστος της. Ακολούθως, στις 7.12.2021 ο σύζυγος της ενάγουσας επανέλαβε την αίτηση αμφισβήτησης της ανωτέρω συναλλαγής με κάρτα και η εναγομένη του απέστειλε την από 21.2.2022 απαντητική της επιστολή, στην οποία αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Όπως ήδη έχουμε αναφέρει στην από 19.11.2021 μας η αμφισβητούμενη συναλλαγή εγκρίθηκε με Push Notification, μέσω της εφαρμογής my... Mobile, για την εγκατάσταση της οποίας χρησιμοποιήθηκαν οι Προσωπικοί Κωδικοί Αναγνώρισης σας στο e-Banking (κωδικός συνδρομητή/Username, μυστικός κωδικός/password, πρόσθετος κωδικός ασφάλειας/my… Code)... Επιπλέον, σας γνωρίζουμε ότι η ενεργοποίηση των Push Notifications προϋποθέτει το δέσιμο της συσκευής/συσκευών, στην οποία αποστέλλονται οι ειδοποιήσεις για την έγκριση των συναλλαγών, με την e-Banking συνδρομή. Συγκεκριμένα, στον αριθμό κινητού 69****... την 1.11.2021 εστάλησαν τα παρακάτω my... Code με τα εξής μηνύματα: 1.11.2021-18.31: «my... code 877886 E-banking login. The OTP will remain valid for 5'» και 1.11.2021 - 18:33: «my... code 075137 for device authentication. The OTP will remain valid for 5'». Στη συνέχεια ενεργοποιήθηκε η υπηρεσία Push Notification στην νέα συσκευή. Συνεπώς, η γνωστοποίηση των Προσωπικών Κωδικών Αναγνώρισης και των ως άνω my... Codes, συνιστά παράβλεψη από μέρους σας. η οποία οδήγησε στην ολοκλήρωση της συναλλαγής.» Ωστόσο, την 01.11.2021 και ώρα 18:31 και 18:33 δεν έλαβε ο σύζυγος της ενάγουσας τους ως άνω my... Code κωδικούς στο κινητό του τηλέφωνο με αριθμό 69…. Τρίτο πρόσωπο αιτήθηκε και έκανε χρήση των ως άνω κωδικών εισόδου και ασφαλείας στο σύστημα e-banking της εναγομένης την 01.11.2021, αφού εισήλθε στο σύστημα, αμέσως μετά ενεργοποίησε και την υπηρεσία Push Notification της εναγομένης για την έγκριση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αλλά σε νέα συσκευή, δηλαδή σε συσκευή διαφορετική από αυτήν που ο σύζυγος της ενάγουσας είχε εγκαταστήσει την εφαρμογή Μy ... Mobile, με σκοπό να μπορεί το τρίτο αυτό πρόσωπο να εκτελεί παρανόμως συναλλαγές εν αγνοία τους, αλλά σε χρέωση του δικού τους κοινού λογαριασμού, κάνοντας χρήση της ειδοποίησης Push Notification, για την έγκριση των συναλλαγών, την οποία θα λάμβανε πλέον στη δική του συσκευή μέσω της εγκατασταθείσας σ’ αυτήν Μy ... Mobile εφαρμογής. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά είναι επαρκή για τη στοιχειοθέτηση του δικαιώματος της ενάγουσας να ζητήσει την απόδοση του επίμαχου ποσού από την εναγόμενη τραπεζική εταιρία, όπως, άλλωστε, συνάγεται και από τις διατάξεις των άρθρων 71 και 73 Ν. 4537/2018. 822 εδ. α' και 830 παρ. 1 ΑΚ. Ειδικότερα, από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της επίδικης αξίωσης της ενάγουσας, αρκούσε η επίκληση και η απόδειξη της κατάρτισης συμβάσεων ανώμαλης παρακαταθήκης μεταξύ των διαδίκων με άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, της σύναψης πρόσθετης συμφωνίας μεταξύ του συζύγου της ενάγουσας και της εναγομένης για τη δυνατότητά του να εκτελεί συναλλαγές με το υπόλοιπο διαθέσιμο του κοινού λογαριασμού τους με χρήση υπηρεσιών e-banking που παρέχει η εναγομένη στους πελάτες της, της εκτέλεσης ισόποσης ηλεκτρονικής συναλλαγής από το λογαριασμό τους που ισχυρίζεται ότι δεν έχει εγκρίνει και της άμεσης ενημέρωσης της εναγομένης αναφορικά με τη μη εγκριθείσα συναλλαγή (βλ. ΜΠρΠατρ 258/2020 ΤΝΠ Νόμος). Εκ των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι πράγματι η επίμαχη συναλλαγή μεταφοράς του συνολικού ποσού 2.434,83€ από τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό, του οποίου δικαιούχος είναι πλέον μόνο η ενάγουσα, εκτελέστηκε με συνδυασμένη χρήση των προσωπικών κωδικών του συζύγου της ενάγουσας και πρόσθετου κωδικού που φέρεται να του απεστάλη σε άλλη συνδεδεμένη συσκευή. Εντούτοις, από το αποδεικτικό υλικό ουδόλως αποδεικνύεται η γνησιότητα της αυτής επίδικης συναλλαγής, υπό την έννοια ότι κανένας από τους δικαιούχους του επίμαχου λογαριασμού (δηλαδή η ενάγουσα ή ο σύζυγός της) είχαν δώσει τη συγκατάθεσή του για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής. Εξάλλου, ο σύζυγος της ενάγουσας ουδέποτε έλαβε στο κινητό του τηλέφωνο είτε με SMS είτε με μήνυμα στην εφαρμογή VIBER μοναδικό κωδικό προκειμένου να τον πληκτρολογήσει για να εγκρίνει την επίδικη συναλλαγή (πράξη πληρωμής). Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί της εναγόμενης ότι αυτή στην προκειμένη περίπτωση δεν υπέχει ουδεμία ευθύνη κατ’ εφαρμογή των όρων 8.21. 8.2.3 και 8.2.6 του Πλαισίου Συνεργασίας - Γενικοί Όροι Διενέργειας Τραπεζικών Συναλλαγών, σύμφωνα με τους οποίους εκείνη δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία του πελάτη της σε περίπτωση παράνομης χρήσης των προσωπικών του κωδικών πρόσβασης στην υπηρεσία Internet Banking, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Και τούτο διότι οι προαναφερόμενοι επίμαχοι συμβατικοί όροι είναι άκυροι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 103 Ν. 4537/2018. ως ερχόμενοι σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 71, 88, 92 και 95 του ιδίου Νόμου, οι οποίες προβλέπουν καθολική ευθύνη του παρόχου και απαλλαγή του μόνο για ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ' όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο αλλά και ειδική διαδικασία ενημέρωσης επί συμβάντων διακοπής λειτουργίας, τα οποία επομένως δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως απρόβλεπτα, αφού ρυθμίζονται ειδικά στο νόμο, εισάγουν δε οι διατάξεις αυτές αναγκαστικό δίκαιο υπέρ των χρηστών, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 103 Ν. 4537/2018 οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν μόνο ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, οι δε προαναφερόμενοι συμβατικοί όροι δεν συνιστούν ευνοϊκότερους αλλά δυσμενέστερους όρους προς τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμής. Επομένως, η επίδικη συναλλαγή (πράξη πληρωμής) θεωρείται, ελλείψει αποδεικνυόμενης παροχής συγκατάθεσης εκ μέρους του συζύγου της ενάγουσας ή και της ίδιας, μη εγκριθείσα κατά τις προβλέψεις του άρθρου 64 Ν. 4537/2018. Όσων αφορά την προβαλλόμενη από την εναγομένη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, λεκτέα τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. προκύπτει, ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει τα όρια και τους σκοπούς, που καθορίζει το άρθρο αυτό. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να διαλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και ορισμένο αίτημα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι κατά την πρόταση της ένστασης κατάχρησης δικαιώματος, πρέπει να γίνεται επίκληση των περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η επικαλούμενη κατάχρηση και να διατυπώνεται αίτημα απορρίψεως της αγωγής για την αιτία αυτή (βλ. ΑΠ 1253/2004, ΕλλΔνη 2005.119,120, ΑΠ 966/2004, ΕλλΔνη 2005.422, ΑΠ 1129/2002, ΕλλΔνη 2004.424, ΑΠ 783/2001, ΕλλΔνη 2002.1379, ΑΠ 769/2000, ΕλλΔνη 2001.110). Εξάλλου, κατά την έννοια της άνω διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΟλΑΠ 16/2006, ΕλλΔνη 2006.1331,1334). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται ν’ ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (βλ. ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 879/2002, ΕλλΔνη 2003.1306, ΑΠ 321/2002, ΕλλΔνη 2003.143, ΑΠ 681/2000, ΕλλΔνη 2001.109). Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω η προβαλλόμενη ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά ως αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος. Κατ’ επέκταση, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 2.434,83 € με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (2.434,83 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στη Μυτιλήνη Λέσβου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του παρόντος Δικαστηρίου, την 30η Ιουνίου 2023, κατά την οποία απουσίαζαν οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος.

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ