Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Παραπομπές


Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΑΠ 1343/2022 Τμ.Α2 - Πλήρες κείμενο

   Εκτύπωση   

ΑΠ 1343/2022 Τμ.Α2 - Πλήρες κείμενο

Σύνθεση: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Α. Κρυσταλλίδου, Μ. Ανδρικοπούλου (Εισηγήτρια), Κ. Μπαμπαλίδης, Γ. Αυγέρης
Δικηγόροι: Χ. Παπασωτηρίου, Γ. Σιαφάκας

Εξαιρετική νομιμοποίηση Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων (Ν. 4354/2015). Τιτλοποίηση απαιτήσεων άρθρ. 10 Ν. 3156/2003. Η ΕΔΑΔΠ στην οποία ανατέθηκε η διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων κατά το άρθρο 10 § 14 Ν. 3156/2003 από την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού του άρθρου 10 Ν. 3156/2003, νομιμοποιείται στην άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της αρχικής δικαιούχου, η οποία έχει χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Οιονεί καθολική διαδοχή λόγω συγχώνευσης εταιρειών στην αξίωση για την οποία επισπεύδεται η εκτελεστική διαδικασία. Στοιχεία της επιταγής που κοινοποιεί ο οιονεί καθολικός διάδοχος κατά το άρθρο 925 ΚΠολΔ. Αρκεί η συγκοινοποίηση της ανακοίνωσης περί καταχώρησης της απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης στο ΓΕΜ για την έγκριση της συγχώνευσης.

Νομικές Διατάξεις: 1-2 Ν. 4354/2015, 10 Ν. 3156/2003, 80, 83, 925 ΚΠολΔ

Αριθμός 1343/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου - Εισηγήτρια, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Γεώργιο Αυγέρη Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία «...» και τον διακριτικό τίτλο «...», που εδρεύει στα Νέα Πλάγια Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Παπασωτηρίου, ο οποίος ανακάλεσε την από 4.10.2021 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «...», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «...» (...) και 2) ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία «...» και τον διακριτικό τίτλο «...», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας, κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενης, των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «..., που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «...», ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «...» (...). Η 1η αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ενώ η 2η αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σιαφάκα, ο οποίος ανακάλεσε την από 22.10.2021 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι η επωνυμία της ως άνω αναιρεσιβλήτου τροποποιήθηκε σε «...».

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16.05.2018 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας και προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15500/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 847/2020 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5.10.2020 αίτησή της και τους από 15.09.2021 προσθέτους αυτής λόγους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και η 2η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, ο πληρεξούσιος της 2ης αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την έννοια του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά, τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόμενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 1110/2020, ΑΠ 500/2019). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αίτησης αναίρεσης, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικο του (ΑΠ 467/2021, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016). Στην προκειμένη περίπτωση από τις με αριθμούς .../18.12.2020 και .../16.9.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …. …, που προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι επιδόθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη αναιρεσίβλητη, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, και των πρόσθετων λόγων της, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Η πρώτη αναιρεσίβλητη, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, κατ' εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, εφόσον η πρώτη αναιρεσίβλητη, δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την παριστάμενη δεύτερη αναιρεσίβλητη, αναγκαία ομόδικό της, λόγω της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης που η τελευταία, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια απαιτήσεων, άσκησε, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ενώπιον του Εφετείου.

Με την κρινόμενη από 5.10.2020 αίτηση αναίρεσης και τους από 15.9.2021 πρόσθετους λόγους προσβάλλεται η με αριθμό 847/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) εκτίμηση των σχετικών εγγράφων: Με την από 16.5.2018 ανακοπή της η αναιρεσείουσα, καθώς και οι μη διάδικοι ... ... και … …, ζήτησαν για τους αναφερόμενους στο δικόγραφό τους λόγους, την ακύρωση της από 26.4.2018 επιταγής προς πληρωμή, που συντάχθηκε με βάση τις διατάξεις του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», δυνάμει της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…» (πρώτη αναιρεσίβλητη), με την ιδιότητά της ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…». Επί της ως άνω ανακοπής, εκδόθηκε, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η με αριθμό 15500/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση στο Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης ενώπιον του οποίου η δεύτερη αναιρεσίβλητη άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της τότε εφεσίβλητης και νυν πρώτης αναιρεσίβλητης. Το δικαστήριο, αφού χαρακτήρισε την εν λόγω πρόσθετη παρέμβαση ως αυτοτελή και συνεκδίκασε τα ανωτέρω δικόγραφα, απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση. Την αναίρεση της τελευταίας αυτής απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5.10.2020 αίτηση αναίρεσης. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 εδ. α' ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και αντίγραφο του οποίου επιδίδεται μέσα την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και στους άλλους διαδίκους. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, κεφάλαιο είναι κάθε οριστική διάταξη της τελεσίδικης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 132/2004). Αντιθέτως, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως και για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση. Αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της απόφασης που αναιρεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν, ως αντικείμενο, δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία ή από το αυτό βιοτικό γεγονός, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος ασυμβίβαστων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα αναιρεσιβληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της απόφασής του (ΑΠ 1340/2017, ΑΠ 684/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, ως ημέρα συζήτησης ενώπιον του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου της κρινόμενης από 5.10.2020 αίτησης για αναίρεση της με αριθμό 847/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος (25.10.2021), η δε αιτούσα άσκησε πρόσθετους λόγους με το από 15.9.2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την ίδια ημέρα (βλ. σχετική πράξη κατάθεσης) και επιδόθηκε στις αναιρεσίβλητες στις 16.9.2021, δηλαδή τριάντα ημέρες πριν την ορισθείσα ως άνω αρχική δικάσιμο, όπως τούτο προκύπτει από τις με αριθμούς ... και .../16.9.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών … …, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα. Επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτοί (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω, αφού συνεκδικαστούν με την ως άνω αίτηση αναίρεσης.

Με το άρθρο 30 παρ. 1 και 2 του Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001, ορίσθηκαν τα εξής: "1. Κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31.12.2000 δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος, κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών του ποσού της οφειλής όπως αυτή, διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής, μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση: α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31.12.1985 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.2000. Σε κάθε περίπτωση, στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού. 2. Όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά από τη λήψη ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος. Το αυτό ισχύει και για εισπραχθέντα από τα πιστωτικά ιδρύματα ποσά από διαδικασίες ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, τηρουμένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του ΚΠολΔ. Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία". Επίσης με το άρθρο 39 παρ. παρ. 1, 2 και 12 του επιγενομένου και ισχύοντος από 4.8.2004 Ν. 3259/2004, ορίζονται τα εξής: "Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου (παρ. 1). Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με την διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη τους, ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 λ οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις (παρ. 2). Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως (ο νόμος αυτός) ισχύει" (παρ. 12). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες εγκαθίδρυσαν υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από συμβάσεις ή πιστώσεις, ώστε η εκάστοτε προς αυτά οφειλή να μην υπερβαίνει το τετραπλάσιο, τριπλάσιο ή διπλάσιο, κατά περίπτωση, του ληφθέντος κεφαλαίου κάθε δανείου ή πιστώσεως ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων λογαριασμών του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, προκύπτει ότι με το άρθρο 39 του ν.3259/2004, βελτιώθηκαν οι ρυθμίσεις του άρθρου 30 παρ. 1 του Ν. 2789/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 2912/2001, και περιορίσθηκε το οριζόμενο ως ανώτατο όριο, του τετραπλασίου της απαιτήσεως από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με πιστωτικά ιδρύματα στο τριπλάσιο αυτής και δεν καταργήθηκαν οι ως άνω διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού, ούτε απεκλείσθησαν της ρυθμίσεως εκείνες οι οφειλές που δεν υπερέβαιναν το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου (βλ. ΑΠ 132/2014, 345/2013, 842/2012, 1449/2012). Εξάλλου, με την παράγραφο 4 εδ. α-γ του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, όπως συμπληρώθηκε, με το άρθρο 8 του Ν. 3723/2008, ορίζονται τα εξής: "Στην περίπτωση απαιτήσεων από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί κατά την ισχύ του Ν. 2789/2000 και το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000,00 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα ή το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000,00 ευρώ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 και του σ’ εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Η αληθής έννοια του παραπάνω εδαφίου είναι ότι σε περίπτωση περισσοτέρων συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων λαμβάνεται υπόψη το ληφθέν κεφάλαιο του κάθε δανείου ή πίστωσης χωριστά και ότι τα τιθέμενα ως άνω όρια του αρχικού κεφαλαίου των 400.000 ευρώ και της οφειλής των 2.201.000 ευρώ, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την 31.10.1999, λαμβάνονται υπόψη διαζευκτικά και όχι σωρευτικά. Οι οφειλέτες ή εγγυητές που αποκλείσθηκαν από την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του Ν. 3259/2004, λόγω διαφορετικής ερμηνείας της διάταξης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 39, διατηρούν το δικαίωμα να ζητήσουν την υπαγωγή των οφειλών τους στις ρυθμίσεις του Ν. 3259/2004, υπό τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου αυτού, με αίτηση τους, την οποία θα πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα εντός ενός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι στην ευνοϊκή ρύθμιση για τον επανακαθορισμό του ύψους της οφειλής τους εμπίπτουν οι οφειλέτες των τραπεζών, των οποίων οι οφειλές υπερβαίνουν το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πιστώσεως ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, το τριπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού. Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, που θέτει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την υπαγωγή της οφειλής στη ρύθμιση του νόμου, τελεί υπό τη ρητή επιφύλαξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει σαφώς ότι η πρώτη ως άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται επί απαιτήσεων, το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους, χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα, ή το αρχικό κεφάλαιο κάθε δανείου ή πιστώσεως 400.000 ευρώ, δηλαδή θέτει τις αρνητικές προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω διατάξεων. Ενώ, δηλαδή, με την παρ.1 θεσπίστηκε ορισμένο ποσοτικό όριο μέχρι του οποίου είναι δυνατός ο επανακαθορισμός και η ρύθμιση των οφειλών από λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, δηλαδή της προστασίας των οφειλετών μεσαίων επιχειρήσεων ή των οφειλετών που ήταν σχετικώς συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και δεν άφησαν τα χρέη τους να διογκωθούν, με την παρ. 4, αποκλείσθηκαν από την ευνοϊκή ρύθμιση για επανακαθορισμό της οφειλής τους κατά την παρ. 1 του ως άνω άρθρου οι λεγόμενοι "μεγαλοοφειλέτες", δηλαδή εκείνοι των οποίων το συνολικό ύψος της οφειλής υπερβαίνει το ποσόν των 2.201.000 ευρώ ή το κεφάλαιο κάθε δανείου ή πίστωσης υπερβαίνει τις 400.000 ευρώ. Αντίστοιχη ρύθμιση ως προς το ύψος της οφειλής, που απέβλεπε στον αποκλεισμό από την ευνοϊκή ρύθμιση των μεγαλοοφειλετών, είχε περιληφθεί στο άρθρο 30 παρ. 9 περ. δ’ ν. 2789/2000 για οφειλές που υπερέβαιναν το ποσόν των 750.000.000 δραχμών ή 2.201.000 ευρώ. Επομένως, στην περίπτωση που συντρέχει οποιαδήποτε από τις δύο αρνητικώς διατυπωμένες περιπτώσεις της παρ. 4 δεν έχει εφαρμογή η παρ. 1 και το εδ. α' της παρ. 2 του άρθρου 3259/2004 (βλ. ΑΠ 244/2021, ΑΠ 1009/2019, ΑΠ 45/2016, ΑΠ 1549/2013, ΑΠ 117/2005). Τέλος με την ΚΥΑ 27362/Β1312/22.8.2001 «Υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000 περιπτώσεως δανείων που έχουν ρυθμισθεί με βάση το Ν. 128/75», η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 42 περ. 10 του ν. 2912/2001, ορίζεται, μεταξύ άλλων ότι. «...Υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει οι οφειλές που προέρχονται από δάνεια εγγυημένα ή μη από το Ελληνικό Δημόσιο και έχουν τύχει επιδότησης σε βάρος του λογ/σμού του Ν.128/75 όπως ισχύει, οι οποίες έχουν ρυθμισθεί με τις παρακάτω Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν: .... ΚΥΑ 33272/Β1276/4.8.1996 (ΦΕΚ …/…/16.8.1994) «Ρύθμιση οφειλών Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων της Περιφέρειας Μακεδονίας». Η βάση υπολογισμού για τον προσδιορισμό της συνολικής οφειλής καθορίζεται από τις σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί ανατοκισμού τόκων δανείων, Το 50% της καταβληθείσας επιδότησης επιτοκίου ή των καταβληθέντων τόκων υπερημερίας που έχουν βαρύνει το λογαριασμό του ν. 128/75 θα λογισθεί ως ιδία καταβολή των επιχειρήσεων με τις λοιπές καταβολές των επιχειρήσεων ή τρίτων. Για τις περιπτώσεις δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου το ποσό της κρατικής εγγύησης περιορίζεται στο ύφος του προκύπτοντος πολλαπλασίου. Παρέχεται στους παραπάνω οφειλέτες η ευχέρεια με γραπτή δήλωσή τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση της υφισταμένης ρύθμισης τους ή την υπαγωγή τους στο άρθρο 30 του ν.2789/2000 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Στην περίπτωση που επιλέξουν την επαγωγή στο άρθρο 30 του ν. 2789/2000 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, παύει να ισχύει γι’ αυτούς η ρύθμιση που έγινε με την παραπάνω Κοινή Υπουργική Απόφαση. Το ποσό που θα προκύψει από την τυχόν ρύθμιση δύναται να διακανονισθεί για την εξόφληση του με τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν μπορεί όμως να τύχει νέας ρύθμισης με βάση τον ν. 128/75. Δεν μπορούν να υπαχθούν στην παραπάνω ρύθμιση οφειλές δανείων εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο οι οποίες λόγω κατάπτωσης της εγγύησης έχουν εξοφληθεί. Αντίθετα μπορούν να υπαχθούν όσες οφειλές έχουν μεν καταπέσει και βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν εξοφληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο ύστερα από επαναφορά τους στις τράπεζες...».

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 847/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης έγιναν δεκτά, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: «Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεως, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, επαναφέρει και πάλι προς κρίση τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, με το περιεχόμενο του οποίου ισχυρίσθηκε ότι η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται εις βάρος της από την καθ' ης και ήδη εφεσίβλητη, είναι άκυρη, επειδή είχε υποβάλει την από 9.11.2001 αίτηση προς την ... ΑΕ, με την οποία ζητούσε να υπαχθούν οι οφειλές της από τις αναφερόμενες τρεις δανειακές συμβάσεις, βάσει των οποίων, επισπεύδεται η, εκτέλεση, στη ρύθμιση του Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001, δεδομένου ότι οι οφειλές της δεν ξεπερνούσαν στις 31.12.1999, το ποσό των 2.201.000 ευρώ. Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, ως προς τον λόγο αυτό προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα συνήψε με την ..., της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει η καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», και ήδη εφεσίβλητη, τρεις αυτοτελείς δανειακές συμβάσεις και συγκεκριμένα: α) την από 8.12.1989 ιδιωτική σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. .../8.12.1989 πράξη παροχής υποθήκης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... ... ..., ύψους 366.870 ευρώ, β) την από 11.12.1990 ιδιωτική σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. .../11.12.1990 πράξη παροχής υποθήκης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... ... ..., ύψους 607.483 ευρώ και γ) την από 13.12.1991 ιδιωτική σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. .../16.12.1990 πράξη παροχής υποθήκης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... ... ..., ύψους 140.865 ευρώ, για την χρηματοδότηση μέρους του κόστους ανέγερσης ξενοδοχειακής μονάδας στην Άφυτο Χαλκιδικής, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονται στις ως άνω (σχετικές) συμβάσεις. Επειδή τα ανωτέρω δάνεια δεν κατέστη δυνατό να εξυπηρετηθούν κανονικά, καταρτίστηκε ακολούθως, μεταξύ της ... ΑΕ και της εκκαλούσας, ως δανειολήπτριας, η από 21.6.1995 ιδιωτική σύμβαση ρύθμισης άληκτων και ληξιπρόθεσμων οφειλών, στα πλαίσια της υπ’ αριθ. 1620/1989 ΠΔΤΕ σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 33272/Β1276/4.8.1994 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθ. 68962/Β1828/16.11.1994 νεότερη, σύμφωνα με τους εκεί διαλαμβανόμενους όρους, μεταξύ των οποίων ότι, η διάρκεια της ρύθμισης ήταν δεκαπέντε έτη αρχής γενομένης από την 1.1.1994 και με περίοδο χάριτος ενάμισυ έτους, ήτοι από 1.1.1994 έως 30.6.1995. Ωστόσο, επειδή η εν λόγω σύμβαση ρύθμισης δανείων, δεν κατέστη δυνατό να εξυπηρετηθεί κανονικά, καταρτίστηκε δεύτερη ιδιωτική σύμβαση οφειλών στις 23.12.1997 μεταξύ των ίδιων ανωτέρω συμβαλλομένων, στα πλαίσια των υπ’ αριθ. 1620/1989 ΠΔΤΕ και 190/18.1.1990 αποφάσεων του Δ.Σ. της ... Με τη σύμβαση αυτή ρυθμίστηκαν οι ληξιπρόθεσμες και μόνο οφειλές της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας, από τα παραπάνω δάνεια, με διάρκεια ρύθμισης δεκαπέντε ετών, αρχής γενομένης από 1.7.1997 και διετή περίοδο χάριτος από 1.7.1997 έως 30.6.1999. Στη συνέχεια, η δανείστρια τράπεζα, λόγω μη τήρησης των όρων της παραπάνω ρύθμισης εκ μέρους της δανειολήπτριας και σε εφαρμογή των σχετικών όρων των δανειακών συμβάσεων, κατήγγειλε τις τελευταίες, επιδίδοντας στην εκκαλούσα, στις 12.1.2001, την από 27.10.2000 επιταγή προς πληρωμή, την οποία ακολούθως ενέγραψε στις 23.10.2001 στα βιβλία κατασχέσεων του υποθηκοφυλακείου Κασσανδρείας Χαλκιδικής και επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας της, σύμφωνα με το άρθρο 57 του Ν.Δ. 17.7/13.8.1923. Με την από 9.11.2001 αίτηση της προς τη δανείστρια τράπεζα, η εκκαλούσα, δήλωσε ότι επιθυμεί να υπαχθούν οι οφειλές της από τις τρεις δανειακές συμβάσεις, στη ρύθμιση του Ν. 2789/2000, πλην όμως η ... ΑΕ, με την από 28.12.2001 απαντητική επιστολή της, απέρριψε το παραπάνω αίτημα, διότι οι οφειλές της ανακόπτουσας, δεν υπάγονταν στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 42 του ν. 2912/2001, καθόσον ενέπιπταν στην εξαιρετική περίπτωση της διάταξης του άρθρου 30 παρ. 9 περ. δ' του Ν. 2789/2000. Ακολούθως, υπό την ισχύ των νόμων 3259/2004 και 3723/2008, οι οποίοι συμπεριέλαβαν ευνοϊκές ρυθμίσεις για τον επανακαθορισμό του ύψους της οφειλής των οφειλετών των τραπεζών, η εκκαλούσα υπέβαλε προς την καθ’ ης α) την από 25.10.2004 αίτηση υπαγωγής της στις ρυθμίσεις του ν. 3259/2004 που στο μεταξύ είχε ψηφιστεί και β) την από 8.1.2009 αίτηση υπαγωγής της στις ρυθμίσεις του ν. 3723/2008, επί των οποίων η καθ’ ης με τις από 10.1.2005 και 23.3.2009 αντίστοιχες επιστολές της προς την ανακόπτουσα απάντησε ότι οι ως άνω οφειλές εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 39 παρ. 4 του Ν. 3259/2004 και του άρθρου 39 του Ν. 3279/2008, διότι το συνολικό ύψος της οφειλής της, την 31.12.1999 υπερέβαινε το ποσό των 2.201.000 ευρώ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως ακριβή φωτοαντίγραφα των καταχωρημένων στα επίσημα βιβλία της καθ’ ης διαχρονικών υπολοίπων των ως άνω δανείων, το σύνολο των εξ αυτών απαιτήσεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999, με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους, χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα, ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 6.330.261,96 ευρώ (2.157.036.763 δραχμών). Διαφορετική κρίση, περί του ύψους της οφειλής της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας, η οποία κατά τους ισχυρισμούς της ανέρχεται στο ποσό του 1.451.664,86 ευρώ (494.654.802 δραχμών), πέραν του ότι ισχυρισμοί της δεν αποδεικνύονται από το αποδεικτικό υλικό καθόσον δεν συνοδεύονται από τυχόν σχετικά παραστατικά, βασίζονται αποκλειστικά και μόνον στην από 30.1.2016 έκθεση ελέγχου του οικονομολόγου … …, ο οποίος προέβη σε υποθετικούς υπολογισμούς των δανειακών υπολοίπων, βάσει απροσδιόριστων στοιχείων που έθεσε μονομερώς στη διάθεση του η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα χωρίς οιαδήποτε αναφορά ή αντιπαραβολή με τις λογιστικές καταστάσεις και τις τηρούμενες για τα δάνεια καρτέλες της δανείστριας τράπεζας. Κατόπιν τούτων, η καθ' ης η ανακοπή- εφεσίβλητη, με την προηγηθείσα από 8.1.2010 επιταγή, επέσπευσε σε βάρος της αιτούσας αναγκαστική εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρο 57 του ΝΔ 17.7/13.8.1923, ενώ η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2010 ανακοπή κατά της εν λόγω εκτέλεσης, που απορρίφθηκε μεν ως αβάσιμη με την 28083/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία όμως εξαφανίσθηκε με την υπ' αριθ. 1225/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που ακύρωσε την ανωτέρω επιταγή, δεχόμενη ότι η οφειλή της ανακόπτουσας υπάγεται στις ρυθμίσεις του άρθρου 39 παρ.1 του Ν. 3259/2004, ενώ με την υπ’ αριθ. 685/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η πιο πάνω απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθόσον κρίθηκε ότι παραβιάσθηκαν με αυτή οι διατάξεις των παρ. 1 και 4 του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, η τελευταία από τις οποίες αποκλείει την εφαρμογή της παρ. 1 αν συντρέχει έστω και μία από τις διαζευκτικά τιθέμενες αρνητικές προϋποθέσεις, ήτοι αν το αρχικό κεφάλαιο κάθε δανείου υπερβαίνει το ποσό των 400.000 ευρώ ή η οφειλόμενη συνολική απαίτηση, όπως είχε διαμορφωθεί στις 31.12.1999 υπερβαίνει το ποσό των 2.201.000 ευρώ. Με βάση τα προαναφερόμενα αλλά και όσα εκτίθενται ανωτέρω νομική σκέψη οι απαιτήσεις από τα τραπεζικά δάνεια, βάσει των οποίων επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της νυν εκκαλούσας, υπάγονται στις εξαιρέσεις των διατάξεων των άρθρων 30 παρ. 9 περ. δ’ του Ν. 2789/2000, 39 παρ. 4 του Ν. 3259/2004 και 39 του Ν. 3279/2008, δεδομένου ότι το συνολικό ύψος τους, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999, με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους, χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα, υπερέβαινε το ποσό των 2.201.000 ευρώ. Κατόπιν τούτων, ο ως άνω λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ομοίως τον ως άνω λόγο δεν έσφαλε και όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον ως άνω (δεύτερο) λόγο της ένδικης εφέσεως, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα....».

Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, υπαγάγοντας ορθά στην έννοια αυτών, όπως αναλύθηκε στη μείζονα σκέψη, τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία οι απαιτήσεις από τα τραπεζικά δάνεια, δυνάμει των οποίων επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της αναιρεσείουσας, υπάγονται στις εξαιρέσεις των διατάξεων των άρθρων 30 παρ. 9 περ. δ’ του Ν. 2789/2000, 39 παρ. 4 του Ν. 3259/2004 και 39 του Ν. 3279/2008, δεδομένου ότι, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το συνολικό ύψος τους, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999, με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους, χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα, υπερέβαινε το ποσοτικό όριο των 2.201.000 ευρώ και συγκεκριμένα ανερχόταν στο ποσό των 6.330.261,96 ευρώ. Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, ότι το Εφετείο παρέλειψε να εφαρμόσει την ΚΥΑ 27362/Β1312/22.7.2001 δυνάμει της οποίας υπήχθησαν στη ρύθμιση του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 οι οφειλές της υπό τον όρο υποβολής σχετικής αίτησης και «άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως ή κριτηρίου σχετιζόμενου με το ύψος της συνολικής οφειλής ή του ύψους του αρχικού κεφαλαίου», είναι προεχόντως απαράδεκτος, δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε με την παρούσα μορφή του, ότι δηλαδή βάσει της ανωτέρω ΚΥΑ υπαγόταν στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 ανεξαρτήτως ποσού οφειλής, ως λόγος ανακοπής, και σε κάθε περίπτωση είναι αβάσιμος, αφού από την προαναφερθείσα ΚΥΑ σαφώς προκύπτει ότι η οποιαδήποτε υπαγωγή στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ο νόμος αυτός θέτει, άρα και ως προς το ύψος της συνολικής οφειλής, ενώ, επί πλέον, κατά τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν υπήρχε «υφισταμένη» ρύθμιση για την υπαγωγή της στο άρθρο 30 του ν. 2789/2000. Περαιτέρω με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα, με τις υποστηρίζουσες αυτό παραδοχές α) ότι η αναιρεσείουσα σύναψε με την ... Α.Ε., της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει η πρώτη αναιρεσίβλητη, τρεις αυτοτελείς δανειακές συμβάσεις τοκοχρεολυτικού δανείου και συγκεκριμένα τις από 8.12.1989, 11.12.1990 και 13.12.1991, ποσού 366.870, 607.483 και 140.865 ευρώ, αντίστοιχα, για την χρηματοδότηση μέρους του κόστους ανέγερσης ξενοδοχειακής μονάδας, β) ότι επειδή τα ανωτέρω δάνεια δεν κατέστη δυνατό να εξυπηρετηθούν, καταρτίστηκε μεταξύ της ... ΑΕ και της αναιρεσείουσας, αρχικά η από 21.6.1995 ιδιωτική σύμβαση ρύθμισης άληκτων και ληξιπρόθεσμων οφειλών, στο πλαίσιο των με αριθμούς 1620/1989 ΠΔΤΕ και 33272/Β1276/4.8.1994 αποφάσεων των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με την με αριθμό. 68962/Β1828/16.11.1994 νεότερη), και στη συνέχεια η από 23.12.1997 σύμβαση ρύθμισης, μεταξύ των ίδιων ανωτέρω συμβαλλομένων, στο πλαίσιο των με αριθμούς 1620/1989 ΠΔΤΕ και 190/18.1.1990 αποφάσεων του Δ.Σ. της ..., γ) ότι η δανείστρια τράπεζα, λόγω μη τήρησης εκ μέρους της δανειολήπτριας των όρων των παραπάνω ρυθμίσεων, κατήγγειλε τις ως άνω συμβάσεις με την από 27.10.2000 επιταγή προς πληρωμή, την οποία επέδωσε στην αναιρεσείουσα στις 12.1.2001, ακολούθως δε την ενέγραψε στις 23.10.2001 στα βιβλία κατασχέσεων του υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρειας Χαλκιδικής και επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση επί της ακίνητης περιουσίας της, σύμφωνα με το άρθρο 57 του Ν.Δ. 17.7/13.8.1923, δ) ότι η αναιρεσείουσα με την από 9.11.2001 αίτησή της προς τη δανείστρια τράπεζα δήλωσε ότι επιθυμεί να υπαχθούν οι οφειλές της από τις τρεις ως άνω δανειακές συμβάσεις, στη ρύθμιση του Ν. 2789/2000, πλην όμως η ... ΑΕ, με την από 28.12.2001 απαντητική επιστολή της, απέρριψε το αίτημα αυτό, διότι οι οφειλές της αναιρεσείουσας, δεν υπάγονταν στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 42 του ν. 2912/2001, καθόσον ενέπιπταν στην εξαιρετική περίπτωση της διάταξης του άρθρου 30 παρ. 9 περ. δ' του Ν. 2789/2000, ε) ότι, υπό την ισχύ των νόμων 3259/2004 και 3723/2008, η αναιρεσείουσα υπέβαλε προς την δανείστρια τράπεζα τις από 25.10.2004 και 8.1.2009 αιτήσεις υπαγωγής της στους ανωτέρω νόμους, επί των οποίων η τελευταία, με τις από 10.1.2005 και 23.3.2009 αντίστοιχες επιστολές της, απάντησε ότι οι ως άνω οφειλές εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 39 παρ. 4 του Ν. 3259/2004 και του άρθρου 39 του Ν. 3279/2008, διότι το συνολικό ύψος της οφειλής της, την 31.12.1999 υπερέβαινε το ποσό των 2.201.000 ευρώ, στ) ότι το σύνολο των εκ των ως άνω δανείων απαιτήσεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999, με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους, χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα, ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 6.330.261,96 ευρώ. Επομένως, οι πρώτος λόγος του κυρίως δικογράφου, από τον αρ. 1, πρώτος και δεύτερος πρόσθετοι λόγοι, από τους αρ. 1 και 19, και τέταρτος πρόσθετος λόγος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., με τους όποιους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.

Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως «πράγματα» κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγο έφεσης, όχι, όμως, και οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί τους που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 41/2021, ΑΠ 989/2018). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.Α.Π. 12/1997) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 11/1996). Με τo δεύτερο λόγο αναίρεσης και τον τρίτο πρόσθετο λόγο, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα παραπονείται για μη λήψη υπόψη από το Εφετείο πραγμάτων που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα για μη λήψη υπόψη των ισχυρισμών της: α) περί εφαρμογής της ΚΥΑ 27362/Β1312/22.8.2001 και β) περί καταβολής ποσού 336.000.000 δρχ. (986.060,16 ευρώ) έως τις 31.12.1999, ποσό το οποίο και όφειλε να αφαιρέσει το Εφετείο από τη συνολική οφειλή. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθώς, όσον αφορά το πρώτο σκέλος, το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σε μη νόμιμο, κατά τα προαναφερθέντα, ισχυρισμό, ενώ, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά παραδοχή του «διαφορετική κρίση, περί του ύψους της οφειλής της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας, η οποία κατά τους ισχυρισμούς της ανέρχεται στο ποσό του 1.451.664,86 ευρώ (494.654.802 δραχμών), δεν αποδεικνύονται...».

Κατά το άρθρο 62 εδ. α' ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή, ως διαδικαστική προϋπόθεση εξετάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 73 ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 1286/2012). Εξάλλου, κατά το άρθρο 61 ΑΚ, ένωση προσώπων μπορεί να αποκτήσει προσωπικότητα και να καταστεί νομικό πρόσωπο, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος. Τα νομικά πρόσωπα παύουν να υπάρχουν με τη διάλυσή τους και την ολοκλήρωση ακολούθως της εκκαθάρισής τους (άρθρο 72 ΑΚ) ή με τη συγχώνευση περισσότερων νομικών προσώπων στις προβλεπόμενες στο νόμο περιπτώσεις, οπότε εξαφανίζονται εκείνα τα νομικά πρόσωπα που απορροφώνται από τα εναπομένοντα ή από τα τυχόν δημιουργούμενα νέα νομικά πρόσωπα, χωρίς να απαιτείται προς το σκοπό αυτό η διάλυση προηγουμένως και η εκκαθάρισή τους, αφού σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους υποκαθίστανται αυτοδικαίως ως (οιονεί) καθολικοί διάδοχοι τα πρόσωπα που τα απορροφούν (ΑΠ 1612/2013). Ειδικότερα, η ανώνυμη εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα, από την ημερομηνία καταχώρησης της διοικητικής απόφασης (Υπουργικής Απόφασης) για τη σύστασή της και την έγκριση του καταστατικού αυτής, στο μητρώο ανωνύμων εταιρειών (MAE) της οικείας νομαρχίας (άρθρο 7β παρ. 10 ΚΝ 2190/1920), η οποία, συνεπώς, έχει συστατικό χαρακτήρα. Της καταχώρησης αυτής έπεται η δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης στο δελτίο ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, η οποία έχει δηλωτικό χαρακτήρα και προσδιορίζει τις έννομες σχέσεις της εταιρείας έναντι τρίτων (άρθρο 7β παρ. 1 περ. β' και 13 ΚΝ 2190/1920) (ΑΠ 968/2015). Η ανώνυμη εταιρεία παύει να υπάρχει από τη λύση της με οποιοδήποτε τρόπο (ΑΠ 598/2021, ΑΠ 968/2015). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 68 παρ. 1 και 2 του ΚΝ 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του π.δ. 498/1987, η συγχώνευση ανωνύμων εταιρειών, μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέας εταιρείας, είτε με εξαγορά της μιας από την άλλη. Συγχώνευση με απορρόφηση, είναι πράξη με την οποία μία η περισσότερες εταιρείες (απορροφούμενες), οι οποίες λύνονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν σε άλλη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρεία (απορροφούσα) το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Κατά το άρθρο 75 παρ. 1 του ιδίου Νόμου (όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του ως άνω π.δ/τος), από την καταχώρηση στο Μητρώο των Ανωνύμων Εταιρειών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, ολοκληρώνεται η συγχώνευση και επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρείες όσο και έναντι τρίτων τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) Η απορροφούσα εταιρεία υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των απορροφούμενων εταιρειών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή (ΟλΑΠ 12/1999, ΑΠ 591/2017, ΑΠ 1018/2001), β) ... γ) Η απορροφούμενη ή οι απορροφούμενες εταιρείες παύουν να υπάρχουν, χωρίς να μεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανίζονται ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και η νέα εταιρεία, καθίσταται διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτών (ΑΠ 968/2015, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 702/2012, ΑΠ 1165/2009). Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρεία ή κατ' αυτής, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βίαιη διακοπή της δίκης, ούτε να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους (ΑΠ 335/2015, ΑΠ 1773/2001). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι από την καταχώρηση της εγκριτικής απόφασης του αρμόδιου Υπουργού, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7β του Κ.Ν. 2190/1920 (β.δ. 174/1963), επί δικών που έχουν αρχίσει με συμμετοχή της απορροφούμενης εταιρείας, νομιμοποιείται ενεργητικώς, αλλά και παθητικώς, για τη συνέχιση των δικών αυτών, επομένως επί ασκήσεως εφέσεως ως εκκαλούσα ή εφεσίβλητη, μόνον η απορροφούσα εταιρεία, αφού η απορροφηθείσα έχει παύσει να υπάρχει ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο και επομένως δεν έχει ικανότητα να είναι διάδικος (ΑΠ 598/2021, ΑΠ 312/2015, ΑΠ 1737/2013). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ' ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξάμενης εκτέλεσης, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ' ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα το διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Ως προς την υποχρέωση ειδικότερα συγκοινοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων και στην περίπτωση της καθολικής διαδοχής, με δεδομένη τη συνθετότητα και την ποικιλία των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται αυτή, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων, που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όλων των εγγράφων που απαιτεί ο νόμος για τη συντέλεσή της, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή,, αλλά και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια, παρεμποδίζοντας την πρόσβαση των δανειστών αδικαιολογήτως στην εκτελεστική διαδικασία. Η αναγκαστική εκτέλεση βάζει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ' ανάγκη λοιπόν όπως άλλωστε υποδεικνύει η ίδια η ρύθμιση του νόμου, πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της καθολικής διαδοχής και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση της διαδόχου εταιρείας. Καθώς δε τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση από την έγκριση και καταχώρηση της εγκριτικής πράξης της διοίκησης στο MAE (ή ΓΕ.ΜΗ), από το ίδιο δε χρονικό σημείο εκχωρούνται οι απαιτήσεις και αναλαμβάνονται οι υποχρεώσεις της νέας εταιρείας ως προς την δραστηριότητα που αναλαμβάνει, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της τελευταίας αρχίζει ακριβώς τότε (ΟλΑΠ 12/1999). Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη σχετική διαδικασία, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την απορροφούσα διάδοχο εταιρεία είναι η ανακοίνωση της καταχώρισης στο MAE (ή ΓΕ ΜΗ) της απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίνεται η απορρόφηση, καθώς και η σχετική ανακοίνωση της καταχώρησης, στο MAE (ή ΓΕ.ΜΗ.). Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. (πρβλ ΑΠ 345/2006, ΑΠ 1113/2018). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, του είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005,). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΑΠ 1191/2003). Λόγω δε της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας για τους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΑΠ 1145/2007). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", "Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους, οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις". Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, "Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". Από το συνδυασμό δε των διατάξεων του άρθρου 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αιτήσεως αναίρεσης, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευτεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικο του (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 763/2019). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, μεταξύ των οποίων και το απαράδεκτο άσκησης ενδίκων μέσων, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 96/2021). Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον (όπως και η νομιμοποίηση του διαδίκου) αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχει ή όχι η προϋπόθεση αυτή ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 και όχι εκείνον του αριθμού 14, ο οποίος ανακύπτει μόνον όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 184/2020, ΑΠ 236/2020, ΑΠ 274/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 847/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης έγιναν δεκτά, κατά το ενδιαφέρον τους πιο κάτω αναφερόμενους τρίτο και τέταρτο αναιρετικούς λόγους μέρος, τα ακόλουθα: «Με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα επαναφέρει προς κρίση, μετά την απόρριψή του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, με το περιεχόμενο του οποίου ισχυρίσθηκε ότι η καθ' ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται στην επίσπευση σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την από 26.4.2018 επιταγή προς πληρωμή, καθόσον, οι απαιτήσεις, για τις οποίες επισπεύδεται απορρέουν από τις αναφερόμενες δανειακές συμβάσεις με την ... Α.Ε, ουδέποτε μεταβιβάσθηκαν στην απορροφήσασα αυτήν λόγω συγχώνευσης καθ' ης, η οποία δεν έχει υπεισέλθει στις απαιτήσεις της απορροφούμενης τραπεζικής εταιρίας. Ο ως άνω λόγος ανακοπής κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, με την υπ’ αριθ. …/1.12.2003 σύμβαση συγχώνευσης με απορρόφηση, η καθ' ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη ... απορρόφησε την ... Α.Ε. λόγω συγχώνευσης, και εκδόθηκε προς τούτο η με αριθμό Κ2-15289/16.12.2003 απόφαση του Υφυπουργού Εμπορίου περί εγκρίσεως της συγχώνευσης, για την οποία η Διεύθυνση Α.Ε. και Πίστεως του Υπουργείου Ανάπτυξης, έστειλε τη με αριθμό πρωτοκόλλου Κ2-15289-δις/16.12.2003 ανακοίνωση καταχώρησης της στο Μ.Α.Ε., η οποία δημοσιεύτηκε στο με αριθμό …/17.12.2003 Φ.Ε.Κ. τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ. Ως εκ τούτου από την καταχώρηση στο μητρώο ανωνύμων εταιριών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρίες, όσο και έναντι τρίτων ορισμένα αποτελέσματα, μεταξύ των οποίων, και η υποκατάσταση της καθ' ης σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφούμενης εταιρείας, η δε μεταβίβαση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή. Ενόψει τούτων …. με την ανωτέρω οιονεί καθολική διαδοχή η καθ' ης και ήδη εφεσίβλητη, υπεισήλθε αυτοδικαίως και χωρίς οιαδήποτε εξαίρεση, σε όλα τα δικαιώματα της ... Α.Ε. από τις ένδικες συμβάσεις δανείων, μεταξύ αυτής και της ανακόπτουσας και νομιμοποιείται στην επίσπευση της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει των αντίστοιχων εκτελεστών τίτλων, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το περιεχόμενο του ως άνω λόγου, η οποία, αόριστα και χωρίς την αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων, αμφισβητεί την μεταβίβαση της συγκεκριμένης οφειλής στην καθ’ ής και ήδη εφεσίβλητη, επικαλούμενη ότι δεν καθίσταται δικαιούχος της συγκεκριμένης οφειλής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ομοίως τον ως άνω λόγο ανακοπής, δεν έσφαλε και όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με τον ως άνω (πρώτο) λόγο της ένδικης εφέσεως κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα...» και επίσης «.... όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα συσταθεί και αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση .../2/17.9.2019 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων), και ελέγχεται από αυτήν, είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την εφεσίβλητη, η οποία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, δυνάμει της από 31.10.2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων του ν. 3156/2003, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη με αριθμ. πρωτ. .../02.11.2018 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο ... με αριθμό ..., έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «...» ανώνυμη εταιρία ειδικού σκοπού, η οποία, ακολούθως, ανέθεσε τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν.3156/2003 δυνάμει της από 1.11.2018 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νόμιμα δημοσιευθείσας σε περίληψη με αριθμ. πρωτ. .../2.11.2018 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της εφεσίβλητης - υπέρ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση τράπεζας, που απορρέουν από α) την από 8.12.89 ιδιωτική σύμβαση δανείου, σε συνδυασμό και με την με αριθμό .../8.12.89 πράξη παροχής υποθήκης της συμβολαιογράφου ... ... ... (Α' Σύμβαση Δανείου) β) την υπ' αρ. 11.12.1990 πράξη παροχής υποθήκης της ίδιας συμβολαιογράφου … … …, σε συνδυασμό με την από 11.12.1990 ιδιωτική δανειακή σύμβαση (Β' Σύμβαση Δανείου) γ) την υπ' αριθμό .../16.12.1991 πράξη παροχής υποθήκης τής συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... ... ..., σε συνδυασμό με την από 13.12.1991 ιδιωτική σύμβαση δανείου (Γ΄ Σύμβαση Δανείου) οι οποίες στην συνέχεια συμπληρώθηκαν με την από 21.06.1955 ιδιωτική σύμβαση ρύθμισης άληκτων και ληξιπρόθεσμων οφειλών και την από 23.12.1997 ιδιωτική σύμβαση ρύθμισης οφειλών τις οποίες η εκκαλούσα κατήρτισε με την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…», για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει της από 26.4.2018 επιταγής που συντάχθηκε κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 17.7/13.8.1923.. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ’ άρθρα 80 και 83 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κύριας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ««…», να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας και για αυτό τον λόγο η καθ' ης η ανακοπή (…) παρότι δεν παρέστη στο παρόν δικαστήριο θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την προσθέτως παρεμβαινούσα (...) που παρέστη ...». Με τους τρίτο και τέταρτο λόγους αναίρεσης, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και ειδικότερα ότι: α) παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 925 ΚΠολΔ, αφού οι αναιρεσίβλητες επέσπευσαν σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση χωρίς να αποδεικνύουν την ενεργητική τους νομιμοποίηση καθώς η πρώτη εξ αυτών της κοινοποίησε επιταγή προς εκτέλεση χωρίς να συγκοινοποιήσει τα αναγκαία νομιμοποιητικά της έγγραφα με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτη και η παράστασή της ενώπιον του Εφετείο, το οποίο όφειλε να την δικάσει ερήμην (τρίτος λόγος πρώτο σκέλος), β) η δεύτερη αναιρεσίβλητη, προς απόδειξη του εννόμου συμφέροντός της να ασκήσει παρέμβαση, δεν επικαλέστηκε ούτε και προσκόμισε όλα τα αναγκαία έγγραφα που αποδείκνυαν την μεταβίβαση σ’ εκείνη όλων των διεκδικούμενων ποσών ώστε να καταστεί δικαιούχος αυτών (τρίτος λόγος δεύτερο σκέλος) και γ) η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν νομιμοποιείται να στραφεί εναντίον της, καθώς οι απαιτήσεις για τις οποίες επισπεύδεται εκτέλεση ουδέποτε μεταβιβάστηκαν στην απορροφήσασα Τράπεζα είτε γιατί εξ αρχής δεν μεταβιβάστηκαν από την ... είτε γιατί στη συνέχεια διέγραψε από τα βιβλία της τις απαιτήσεις αυτές (τέταρτος λόγος). Ο τρίτος λόγος αναίρεσης, ως προς το δεύτερο σκέλος του, είναι προεχόντως απαράδεκτος, αφού η αναιρεσείουσα δεν πρόβαλε με τις προτάσεις της (ή την προσθήκη της) ενώπιον του Εφετείου ισχυρισμό για έλλειψη στοιχείων που αποδεικνύουν την ενεργητική νομιμοποίηση της δεύτερης αναιρεσίβλητης, ούτε και γίνεται επίκληση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 562 § 2 ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο λόγος είναι αβάσιμος, ως προς αμφότερα τα σκέλη του, καθόσον: α) τα στοιχεία που συγκοινοποιήθηκαν με την επιταγή προς εκτέλεση αρκούσαν, σύμφωνα και με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν για τη νομιμοποίηση της επισπεύδουσας πρώτης αναιρεσίβλητης και β) η δεύτερη αναιρεσίβλητη νομιμοποιείτο στην άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, βάσει του νόμου 4354/2015, ως μη δικαιούχος διάδικος, με την ιδιότητά της ως εταιρεία διαχείρισης των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «...», στην οποία μεταβιβάστηκαν οι επίδικες απαιτήσεις από την πρώτη αναιρεσίβλητη. Συνεπώς, ορθά, η πρώτη αναιρεσίβλητη, αν και δεν παρέστη στο Εφετείο, θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύεται από την προσθέτως παρεμβαινούσα-δεύτερη αναιρεσίβλητη. Τέλος και ο τέταρτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος καθώς με αυτόν επιχειρείται απαραδέκτως η ανατροπή της ακυρωτικά ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα, δεδομένου ότι κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης «στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της εφεσίβλητης - υπέρ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση τράπεζας....».

Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 10 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά (ΑΠ 271/2021, ΑΠ 756/2011, ΑΠ 273/2011, ΑΠ 1700/2009). Δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποια από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποια ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, όταν από την πληττόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα. Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, καταλήξει σε έστω και εσφαλμένη για τα "πράγματα" κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 255/2020, ΑΠ 750/2018, ΑΠ 576/2018, ΑΠ 1864/2017). Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 338 παρ.1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να επέλθει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με την περί απόδειξης απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής πεποίθησης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση με το Ν. 2915/2001 της παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί απόδειξης απόφασης, με συνέπεια ο από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, που αφορά στην εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης (άρθρο 338 παρ.1 του ΚΠολΔ) να μην ιδρύεται, όταν δεν έχει εκδοθεί παρεμπίπτουσα (προδικαστική) περί απόδειξης απόφαση, γιατί η κατανομή του υποκειμενικού βάρους απόδειξης γίνεται με την προδικαστική απόφαση (ΑΠ 699/2012). Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς την συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας. Επομένως η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του διαδίκου του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων για τη γέννηση της επίδικης έννομης συνέπειας, ιδρύει τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 563/2020, ΑΠ 717/2020, ΑΠ 232/2018, 791/2017). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τους αριθμούς 10 και 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι: α) δέχθηκε ως αληθινούς, χωρίς απόδειξη, τους ισχυρισμούς των αναιρεσίβλητων ως προς το ύψος της οφειλής της και β) μετέθεσε το βάρος απόδειξης των καταβολών και του υπολογισμού της συνολικής οφειλής στην ίδια ενώ οι καταβολές συνομολογούνται από την τράπεζα και περιλαμβάνονται στην ανάλυση του λογαριασμού που επικαλείται. Ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο σκέλος, με τον οποίο προβάλλεται η από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμος, διότι, από την διαλαμβανομένη στην προσβαλλομένη απόφαση βεβαίωση ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα αναφερόμενα εκεί αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης, προκύπτει ότι το Εφετείο δεν δέχθηκε τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά χωρίς απόδειξη, αλλά με βάση τις νόμιμα προσκομισθείσες από τους διαδίκους, αποδείξεις, ενώ ως προς τις λοιπές αιτιάσεις (περί συμπερίληψης στο ποσό της οφειλής της αναιρεσείουσας -6.330.261,96 ευρώ- τόκων υπερημερίας και εξόδων και περί συνομολόγησης από την τράπεζα των καταβολών της), ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, αφού με πρόσχημα την επικαλούμενη πλημμέλεια, πλήττεται η, αναιρετικά ανέλεγκτη, εκτίμηση των αποδείξεων από το Εφετείο. Περαιτέρω, όσον αφορά το ύψος της οφειλής της αναιρεσείουσας, το Εφετείο κατέληξε στην προαναφερόμενη κρίση του, επειδή θεωρήθηκαν επαρκείς οι αποδείξεις, τις οποίες προσεκόμισαν οι αναιρεσίβλητες, ως βαρυνόμενες με το σχετικό αποδεικτικό βάρος, και όχι γιατί δεν αποδείχθηκαν οι αντίθετοι (αρνητικοί) ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας. Η αναφορά στην προσβαλλομένη ότι οι ισχυρισμοί της τελευταίας «δεν αποδεικνύονται από το αποδεικτικό υλικό, καθόσον δεν συνοδεύονται από τυχόν σχετικά παραστατικά», δεν έχει την έννοια της επιβολής σ’ αυτή του βάρους απόδειξης της απαίτησης, αλλά ότι η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από τα προσκομισθέντα από την αναιρεσείουσα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, ο ως άνω έκτος, κατά το δεύτερο σκέλος, από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναιρετικός λόγος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

Μέσω του παραπάνω, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγο, ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της άσκησης ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων έφεσης, το παραδεκτό των ανακοπών (άρθρα 583 επ, 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών καθώς και το παραδεκτό της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση έγγραφο που δεν αποδεικνύει την απαίτηση και το ποσό αυτής (Ολ.ΑΠ 43/2005, ΑΠ 498/2017). Από το άρθρο 57 παρ.2, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 40 παρ.2, 47 παρ.3 και 50 του ν.δ της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" και τα συμπληρωματικά εφαρμοζόμενα άρθρα 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιδιδόμενη στον οφειλέτη επιταγή της τράπεζας πρέπει να περιέχει: α) περίληψη του δανειστικού συμβολαίου, το οποίο περιέχει τους όρους του δανείου και την παραχώρηση της υποθήκης (άρθρο 50 ν.δ/τος), β) περιγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου και γ) "σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού" (άρθρο 40 παρ.2 του ν.δ/τος). Από την περίληψη του δανειστικού συμβολαίου πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης της επισπεύδουσας και του επιτασσόμενου οφειλέτη και οι ουσιώδεις όροι του δανείου, ιδίως το ποσό, η διάρκεια, τα ποσοστά της τυχόν προμήθειας, οι τυχόν τοκοχρεολυτικές δόσεις ή άλλος τρόπος εξόφλησης. Ως "σύντομη μνεία" του οφειλόμενου ποσού νοείται όχι απλώς η συνολική χρέωση, με αναφορά στον συγκοινοποιούμενο τίτλο, αλλ' η κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα σαφής και ορισμένη έκθεση, με εξειδίκευση και χαρακτηρισμό των σχετικών κονδυλίων, όπως είδος εξόδων, είδος τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο, χρονική περίοδο και επιτόκιο. Αν πρόκειται για εκτέλεση προς ικανοποίηση απαίτησης της πιστώτριας από ανοικτό λογαριασμό, πρέπει προσθέτως (άρθρο 47 παρ.3 του ν.δ/τος) να αναγράφεται κάτω από την επιταγή προς πληρωμή απόσπασμα των βιβλίων της πιστώτριας, στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του λογαριασμού και το χρεωστικό υπόλοιπο. Πέρα από την περίπτωση αυτή, απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 916 του ΚΠολΔ, η απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, δηλαδή να είναι προσδιορισμένη η ποσότητα και η ποιότητα αυτής και να προκύπτει από το ίδιο το δανειστικό συμβόλαιο, έστω και με αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα σε αυτό στοιχεία. Επίσης, η απαίτηση πρέπει να είναι βέβαιη, σε περίπτωση δε που εξαρτάται από αίρεση, όρο ή προθεσμία, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 915 και 924 παρ.1 του ΚΠολΔ, να συγκοινοποιείται μαζί με την επιταγή και το αντίγραφο του δημόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου που έχει αποδεικτική δύναμη, από το οποίο αποδεικνύεται η πλήρωση της αίρεσης ή η εκπλήρωση του όρου. Η παράβαση της διατύπωσης αυτής, με την οποία σκοπείται η αποτροπή αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση αβέβαιων και γενικά μη εγγράφως αποδεικνυόμενων απαιτήσεων, επάγεται ακυρότητα της επιταγής, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης της βλάβης (ΑΠ 189/1998). Εξάλλου, οι ειδικές διατάξεις για ενυπόθηκες απαιτήσεις του ν.δ της 17.7/13.8.1923, εφαρμόζονται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 48 και 49 αυτού (βλ. και άρθρο 35 του ίδιου ν.δ/τος), όχι μόνο για την παροχή δανείου ή την υπόσχεση παροχής δανείου, αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις πιστωτικών συμβάσεων και όλες τις μορφές πίστωσης που παρέχουν οι τράπεζες (ΑΠ 909/2006). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 47 του ν. 2873/2000 και αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 42 του ν. 2912/2001 και 39 του ν. 3250/2004 (το οποίο ήδη τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 8 του ν. 3723/2008), προκύπτει ότι θεσπίστηκε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων (τραπεζών) για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου, έτσι ώστε η εκάστοτε προς αυτά οφειλή να μην υπερβαίνει ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων, πολλαπλάσια, που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος ο νόμος. Στο πλαίσιο των ανωτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων εγκαθιδρύθηκε, υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για να επανακαθορίσουν τις προς αυτά οφειλές από κάθε είδους συμβάσεις ή πιστώσεις, ώστε η εκάστοτε συνολική οφειλή να μην υπερβαίνει ορισμένα τιθέμενα στο νόμο πολλαπλάσια του, κατά περίπτωση, ληφθέντος κεφαλαίου, ενόψει δε των ανωτέρω ποσοτικών ορίων, που έθετε ο νόμος, καθιερώθηκε και διαδικασία υποβολής των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε επαναπροσαρμογή ή επαναρρύθμιση. Με τις ανωτέρω διατάξεις, ωστόσο, οι απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν κατέστησαν ex lege απαιτήσεις υπό όρο, εξαρτώμενες από τη διαδικασία επανακαθορισμού τους, ήτοι μη βέβαιες και ανεκκαθάριστες, ούτε από άποψη δικαίου αναγκαστικής εκτέλεσης υφίσταται υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για προαπόδειξη με έγγραφο της βεβαιότητας της απαίτησης, το οποίο θα προϋπέθετε μεταξύ άλλων τη συγκοινοποίηση π.χ. τελεσίδικης αναγνωριστικής δικαστικής απόφασης. (ΑΠ 1419/2019, ΑΠ 1094/2014, ΑΠ 1099/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο δέχθηκε, αναφορικά με το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ως άνω ζήτημα, τα ακόλουθα: «Με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, επαναφέρει και πάλι προς κρίση, τον τρίτο λόγο ανακοπής της, με το περιεχόμενο του οποίου ισχυρίστηκε ότι, η επισπευδόμενη σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, με βάση την από 26.4.2018 επιταγή είναι άκυρη, α) διότι δεν βασίζεται σε εκτελεστό τίτλο, αφού δεν έχει καταχωρηθεί κάτω από αντίγραφο του απογράφου των συμβολαιογραφικών εγγράφων, με τα οποία παραχωρήθηκαν οι υποθήκες προς ασφάλεια των ως άνω δανείων και β) επειδή η απαίτηση της καθ' ης εναντίον της είναι αβέβαιη και ανεκκαθάριστη, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες οφειλές της εκ των αναφερομένων στην επιταγή δανειακών συμβάσεων, εξαρτώνται από τον όρο επανακαθορισμού των σχετικών απαιτήσεων σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις των νόμων 2789/2000, 3259/2004 και 3723/2008. Ο ως άνω λόγος ανακοπής καθίσταται μη νόμιμος και απορριπτέος. Και τούτο διότι .... αφενός μεν για την εγκυρότητα της επισπευδόμενης κατά τις διατάξεις του ν.δ. της 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923 "περί ειδικών διατάξεων των ανωνύμων εταιριών" αναγκαστικής εκτέλεσης, αρκεί η επιδιδόμενη στον οφειλέτη επιταγή της τράπεζας να περιέχει περίληψη του δανειστικού συμβολαίου, στο οποίο αναφέρονται οι όροι υπό τους οποίους παράγεται το δάνειο και η παραχώρηση της υποθήκης, αφετέρου δε ο διά των ανωτέρω νόμων επανακαθορισμός του ύψους των οφειλών προς τις τράπεζες με βάση συγκεκριμένους υπολογισμούς, πέραν του ότι, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα πιο πάνω κατά την διερεύνηση του δεύτερου λόγου της ένδικης εφέσεως, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους ως προς τις ένδικες απαιτήσεις και σε κάθε περίπτωση δεν καθιστά τις απαιτήσεις αυτές ανεκκαθάριστες ή αβέβαιες, διότι ο νόμος, απλώς ρύθμισε τις οφειλές αυτές με συγκεκριμένο τρόπο, που προκύπτει από συγκεκριμένες μαθηματικές πράξεις, δίχως να απαιτείται η έκδοση αναγνωριστικής απόφασης για την ύπαρξη ή ανυπαρξία ή το ύψος της οφειλής, γεγονός το οποίο και δεν θέλησε ο νομοθέτης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ομοίως τον ως άνω λόγο δεν έσφαλε και όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο έφεσης κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα». Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτη την επιταγή προς εκτέλεση, αφού πρόκειται για εκτέλεση βάσει του ν.δ της 17.7/13.8.1923 και, συνεπώς, δεν είναι αναγκαία η έκδοση αντιγράφου από απόγραφο για τη σύνταξη της επιταγής κάτω από αυτό, ενώ, εξάλλου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη οι, κατά την προβαλλομένη αιτίαση ως άνω διατάξεις των ν. 2789/2000, 2912/2001, 3259/2004 και 3723/2008 δεν κατέστησαν, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, τις απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά των οφειλετών τους ex lege εξαρτώμενες από τη διαδικασία του επανακαθορισμού και επομένως αβέβαιες και ανεκκαθάριστες και συνακόλουθα ανεπίδεκτες εκτέλεσης. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, ο έκτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος της αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να ακυρώσει την επιταγή προς εκτέλεση, δεχθείσα (εσφαλμένως) ότι η χρηματική απαίτηση για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση από τις αναιρεσίβλητες, με βάση τις αναφερόμενες δανειακές συμβάσεις, ήταν βέβαιη και εκκαθαρισμένη και δεν διατελούσε υπό την αίρεση του προβλεπόμενου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις επανακαθορισμού τους, είναι αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντίφασης στο αιτιολογικό της ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα, η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεσή της ή εμφανίζεται αβεβαιότητα ως προς τη λαβούσα χώρα διάπλαση ή διάγνωση. Πρέπει δηλαδή, για να ιδρυθεί ο λόγος, να προκαλείται αδυναμία εκτέλεσης της απόφασης ή να εμφανίζεται αβεβαιότητα στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (Ολ.Α.Π. 13/1995, ΑΠ 158/2019). Η πλημμέλεια αυτή του δικαστηρίου της ουσίας προτείνεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (άρθρο 562 παρ.2 β’ ΚΠολΔ, (ΑΠ 38/2020, ΑΠ 130/2020). Με τον έκτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι περιλαμβάνει αντιφατικές ως προς το σκεπτικό διατάξεις και ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι «επί αναγκαστικής εκτελέσεως επισπευδόμενης κατά τις διατάζεις του ν.δ. της 17 Ιουλίου 713 Αυγούστου 1923 "περί ειδικών διατάξεων των ανωνύμων εταιριών”(...) η επιδιδομένη στον οφειλέτη επιταγή της τράπεζας πρέπει να περιέχει α) περίληψη του δανειστικού συμβολαίου, στο οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 50, αναφέρονται οι όροι υπό τους οποίους παράγεται το δάνειο και η παραχώρηση της υποθήκης, β) περιγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου και γ) σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού. Ως "σύντομη μνεία του οφειλόμενου ποσού" νοείται όχι απλώς η συνολική χρέωση, με αναφορά στον συγκοινοποιούμενο τίτλο, αλλά η κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα σαφής και ορισμένη έκθεση...», τελικά δέχεται ως ορισμένη και σύννομη την προσβαλλόμενη επιταγή, μολονότι σ’ αυτή δεν περιλαμβάνεται η ανάλυση του λογαριασμού, έστω και κατά τον ανωτέρω τρόπο. Ο λόγος είναι απαράδεκτος, γιατί δεν αναφέρεται σε αντίφαση των διατάξεων του διατακτικού, αλλά σε αντίφαση μεταξύ της μείζονος και της ελάσσονος πρότασης της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ, σε κάθε περίπτωση, στηρίζεται επί αναληθούς προϋπόθεσης, αφού όπως προκύπτει από την απόφαση, αυτή δέχεται ότι «από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως επιταγή πληρωμής αποδεικνύεται ότι αναφέρεται σ’ αυτήν ... λεπτομερώς περιγραφή των κονδυλίων που επιτάσσεται η πρώτη ανακόπτουσα να πληρώσει, ακόμη δε γίνεται ειδική μνεία των χρονικών διαστημάτων που υπολογίζονται τα χρεωλύσια, οι τόκοι κεφαλαίου, οι τόκοι υπερημερίας, με αναφορά και στο εκάστοτε ισχύον κατά περίπτωση ποσοστά τόκου και αναφέρονται τα έξοδα...».

Επειδή με το άρθρο 57 του Ν.Δ 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", που έχει εφαρμογή σε όλες τις τράπεζες, η επισπευδόμενη κατά τις διατάξεις του ν.δ/τος αυτού αναγκαστική εκτέλεση αρχίζει με επίδοση επιταγής προς πληρωμή, η οποία περιέχει περίληψη του οικείου δανειστικού συμβολαίου και περιγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου, εγγράφεται στο βιβλίο κατασχέσεων και ισχύει ως αναγκαστική κατάσχεση. Η ειδική αυτή νομοθετική ρύθμιση ως προς την έναρξη και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των εκ δανείων απαιτήσεων των ανωνύμων Τραπεζικών εταιρειών δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι έχει γενικό χαρακτήρα και δεν ρυθμίζει μεμονωμένη σχέση, ούτε προσβάλλει αμέσως ή εμμέσως δικαιώματα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ή από το Σύνταγμα απορρέοντα (Ολ ΑΠ 4/1990, 2/1995), αφορά δε στην προκείμενη περίπτωση τις τραπεζικές ανώνυμες εταιρείες της χώρας, που συγκεντρώνουν τη λαϊκή αποταμίευση και πιστοδοτούν επενδύσεις χάριν της εθνικής οικονομίας και συνεπώς εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, ο δε καθού η εκτέλεση οφειλέτης δεν στερείται του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, δικαιούμενος να προβάλει τις αντιρρήσεις του με την άσκηση ανακοπής, κατά τις διατάζεις των άρθρων 933 επ. του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικώς, κατά το άρθρο 53 παρ. 2 του ως άνω Ν. Δ/τος (ΑΠ 909/2006, ΑΠ 1109/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με τοv έβδομο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προβάλλει αιτιάσεις από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι εσφαλμένα το Εφετείο απέρριψε ως μη νόμιμο τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, με τον οποίο, επαναφέροντας προς κρίση τον πέμπτο λόγο της ανακοπής της, ισχυρίστηκε, ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη, διότι οι σχετικές διατάξεις του ν.δ. 17.7/13.8.1923 αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1, 20 και 25 παρ.1 του Συντάγματος. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενη απόφασης προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον ως άνω αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα: «... οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντίκεινται στις αναφερόμενες ως άνω σχετικές διατάξεις του Συντάγματος (άρθρα 4 παρ.1, 20 και 25 παρ.1), διότι η ρύθμιση αυτή έχει γενικό χαρακτήρα και δεν αφορά μεμονωμένη σχέση, ούτε προσβάλλει αμέσως ή εμμέσως δικαιώματα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ή από το Σύνταγμα απορρέοντα...»... Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, σύμφωνα και με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, και συνεπώς ο έβδομος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, επικαλούμενη παραβίαση των εν λόγω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 του ΑΚ, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια. Στη γενική δε αυτή εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις από δάνειο (806 ΑΚ). Ωστόσο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 αριθμός 15 και 253 ΑΚ, ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει από τη λήξη του έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Χρεώλυτρο, κατά την έννοια του πρώτου των άρθρων τούτων, είναι το αποδιδόμενο μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται, είτε κεχωρισμένως, είτε κατόπιν άθροισης και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το τοκοχρεώλυτρο. Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής σύμβασης, να την καταγγείλει προώρως αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος, που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφλησή του δια καταβολής είτε χρεωλύτρων και τόκων κεχωρισμένως, είτε ενιαίων τοκοχρεωλύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων. Όμως, όταν η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή (ΑΠ 144/2021, ΑΠ 1440/2017, ΑΠ 751/2012, ΑΠ 1455/2007). Κατά το σύστημα του αστικού κώδικα, η καταγγελία είναι μονομερής, απευθυντέα και αναιτιώδης, δικαιοπραξία, με την οποία εκδηλώνεται από το ένα μέρος, των συνδεόμενων με μια σύμβαση αόριστης διάρκειας, προς το έτερο η βούληση να πάψει να ισχύει ο μεταξύ τους ενοχικός δεσμός για το μέλλον. Η καταγγελία ολοκληρώνεται με την περιέλευσή της σ’ εκείνον, στον οποίο απευθύνεται και από το χρονικό εκείνο σημείο επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της (πρβλ ΑΠ 1042/2018, ΑΠ 65/2012), δεν μπορεί δε να γίνει ούτε ανάκληση αυτής, αφού η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνο αν γίνει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως με την καταγγελία (άρθρο 168 Α.Κ.). Περαιτέρω, με την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αρχίζει, κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η επίδοση της επιταγής αυτής, ως μη απευθυνόμενη, ούτε λαμβάνουσα χώρα ενώπιον δικαστηρίου, χαρακτηρίζεται ως εξώδικη πράξη. Συνάμα όμως αποτελεί και διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνεπάγεται δικονομικές (άρθρα 924 παρ. 1, 926 παρ. 2, 932 ΚΠολΔ) και ουσιαστικές (άρθρα 264, 340 ΑΚ) συνέπειες, οι οποίες επέρχονται και στην περίπτωση επίδοσης δικονομικώς άκυρης επιταγής προς εκτέλεση και δεν αίρονται, παρά μόνον με την ακύρωσή της από το δικαστήριο ή με την παραίτηση από την επιταγή εκ μέρους του επισπεύδοντος, ρητή ή σιωπηρή (ΑΠ 792/2015). Εξάλλου, από την επιταγή προς εκτέλεση, που κινεί τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, κατ' άρθρο 924 ΚΠολΔ μπορεί να γίνει παραίτηση, ρητή ή σιωπηρή, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται πως δεν ασκήθηκε η επιταγή. Μόνη, όμως, η επίδοση της νέας επιταγής δεν υποδηλώνει παραίτηση από την προηγούμενη, η οποία διατηρεί την υπόστασή της (ΑΠ 80/2004). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, αυτή, δέχθηκε, αναφορικά με το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ως άνω ζήτημα, τα ακόλουθα: «Με την από 27.11.2000 επιταγή προς πληρωμή, που επιδόθηκε στην αιτούσα με την υπ' αριθ. …/12.1.2001 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής … …, η καθ' ης προέβη σε καταγγελία των ως άνω τριών επίμαχων δανειακών συμβάσεων, σύμφωνα με τους όρους αυτών, και των προαναφερομένων από 21.6.1995 και 23.12.1997 συμβάσεων ρύθμισης των άληκτων και ληξιπρόθεσμων οφειλών εκ των ανωτέρω δανείων, που ρητώς προέβλεπαν ότι, εφόσον υπάρξει καθυστέρηση καταβολής δύο συνεχόμενων τοκοχρεολυτικών δόσεων, ολόκληρο το ποσό των ρυθμιζόμενων οφειλών κηρύσσεται ληξιπρόθεσμο και αμέσως απαιτητό, η δε δανείστρια δικαιούται κατά την κρίση της οποτεδήποτε και μονομερώς δι’ απλής γνωστοποιήσεως προς τον οφειλέτη, να θεωρήσει ότι δεν έγιναν οι ρυθμίσεις, οπότε επέρχεται η προ αυτών κατάσταση, ήτοι η προβλεπόμενη από τις δανειστικές συμβάσεις καταγγελία από τη δανείστρια σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οποιουδήποτε ποσού τοκοχρεολυτικής δόσης, που καθιστά όλο το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Παρά δε, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, η επιγενόμενη επίδοση της από 10.4.2006 νέας επιταγής πληρωμής της καθ' ης, ενέχει μόνο σιωπηρή παραίτηση αυτής από την εξακολούθηση της εκτελεστικής διαδικασίας που άρχισε με την από 27.11.2000 επιταγή, χωρίς να συνιστά και παραίτηση από την καταγγελία των τριών δανειακών συμβάσεων, η οποία έλαβε χώρα παράλληλα με το ίδιο έγγραφο της προηγηθείσας επιταγής και παρέμεινε ισχυρή μετά και από τη νέα επιταγή. Συνακόλουθα, ... από την επίδοση της ως άνω καταγγελίας (12.1.2001) δεν οφείλονται πλέον τοκοχρεολυτικές δόσεις, αλλά, το σύνολο των αξιώσεων εκ των συγκεκριμένων δανείων που υπόκεινται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, η οποία δεν έχει μέχρι σήμερα συμπληρωθεί. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε ως ουσία αβάσιμους τους ως άνω λόγους». Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, εφόσον, σύμφωνα και με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, μετά την, καθόλα έγκυρη και νόμιμη κατά τα προαναφερθέντα, καταγγελία των ως άνω τριών επίμαχων δανειακών συμβάσεων, από την οποία δεν παραιτήθηκε η αναιρεσείουσα με την κοινοποίηση της μεταγενέστερης νέας επιταγής, δεν οφείλονται πλέον τοκοχρεολυτικές δόσεις, αλλά, το σύνολο των αξιώσεων εκ των συγκεκριμένων δανείων που υπόκεινται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, η οποία δεν έχει μέχρι σήμερα συμπληρωθεί. Επομένως ο όγδοος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο, με την κρίση του ότι δεν επήλθε παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων και τουλάχιστον των τόκων αυτής, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί παραγραφής, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε' του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας που ηττήθηκε (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 5.10.2020 αίτηση και τους από 15.9.2021 πρόσθετους λόγους.

Απορρίπτει την από την 5.10.2020 αίτηση και τους από 15.9.2021 πρόσθετους λόγους της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «... ...» και τον διακριτικό τίτλο «...», για αναίρεση της με αριθμό 847/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Διατάζει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που έχει καταθέσει, η αναιρεσείουσα για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Μαρτίου 2022.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 25 Ιουλίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ