Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
5
Έτος
2023
Περισσότερα

Διοικητική Δίκη, 5 (2023)


ΔΕφΑθ 1924/2022 - σχόλιο: Κ. Σαμαρτζής

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΔΕφΑθ 1924/2022

Πρόεδρος: Μαρία Αντζουλάτου.
Εισηγήτρια: Σωτηρία Μαργαρίτη, Εφέτης.
Δικηγόροι: Παν. Τζεβελέκου (Δικ. Πληρ. ΝΣΚ), Δέσπ. Μπαλογιάννη.

Έκδοση διαταγής πληρωμής για απαιτήσεις από διοικητική σύμβαση. Άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής από το Δημόσιο. Επιτόκιο οφειλών από διοικητική σύμβαση. Το προβλεπόμενο στο άρθ. 45 § 1 ν. 4607/2019 επιτόκιο δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθόσον για την ένδικη οφειλή προβλέπεται επιτόκιο που έχει ειδικώς καθοριστεί με την Οδηγία 2011/7 της 16ης.2.2011, όπως ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με τον ν. 4152/2013.
Δεν υφίσταται πλημμέλεια της προσβαλλόμενης διαταγής εκ του λόγου ότι από το ποσό του οποίου διατάχθηκε η πληρωμή, δεν αφαιρέθηκαν οι νόμιμες κρατήσεις, καθόσον το πληρωτέο καθαρό ποσό προσδιορίζεται κατά την εκκαθάριση της δαπάνης και την έκδοση του χρηματικού εντάλματος, κατ’ άρθ. 76-77 ν. 4446/2016.

1. Με την κρινόμενη ανακοπή, για την οποία δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παράβολου, ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της ΔΔΠ278/2021 διαταγής πληρωμής του αρμόδιου δικαστή του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με τη διαταγή αυτή έγινε δεκτή η από 17.12.2020 αίτηση του καθ’ ου και διατάχθηκε το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 11.036 ευρώ, νομιμοτόκως, με βάση το οριζόμενο στην υποπαρ. Ζ3 περ. 6 του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 επιτόκιο από 30.4.2018 και έως την εξόφληση, ενώ, εξάλλου, επιδικάστηκε δικαστική δαπάνη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ποσού 166,49 ευρώ.

2. Στον ΚΔΔ (ν. 2717/1999, Α΄ 97) προστέθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 4329/2015 (Α΄ 53), άρθρα με αρίθμηση 272Α ως 272Ι, υπό τον τίτλο «Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής», για αξιώσεις από δημόσια σύμβαση που έχει συναφθεί στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής. Ειδικότερα, ορίζεται, στο άρθρο 272Α, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 60 του ν. 4689/2020 (ΦΕΚ Α 103/27.5.2020) ότι: «Η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές αξιώσεις μη αμφισβητούμενες κατά την έννοια του άρθρου 3 § 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 805/2004 (EE L 143) μπορεί να ζητηθεί εφόσον: α) πηγάζουν από δημόσια σύμβαση που έχει συναφθεί στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής, κατά την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.3 της παραγράφου Ζ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄ 107) και β) έχει ολοκληρωθεί ο προληπτικός έλεγχος της σχετικής δαπάνης και έχει αποβεί θετικός για την πληρωμή της», στο άρθρο 272Γ ότι: «1. Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της αξίωσης … », στο άρθρο 272Η ότι: «1. Εκείνος κατά του οποίου εκδίδεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοσή της, να ασκήσει ανακοπή ενώπιον του Δικαστηρίου, που είναι αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις για την αξίωση, η οποία αποτελεί τη νόμιμη αιτία έκδοσης της διαταγής πληρωμής. … 2…. 5. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κατά το νόμο και την ουσία στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν η διαταγή εκδόθηκε αναρμοδίως, β) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου ή γ) αν η αξίωση, για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, έχει παραγραφεί. Ισχυρισμοί που αφορούν, την καθ’ οιονδήποτε τρόπο απόσβεση ή το χαρακτήρα ως μη αμφισβητούμενης της αξίωσης, για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, μπορούν να προβάλλονται με την ανακοπή και πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως. 6. ...» και στο άρθρο 272Θ ότι: «1. Αν η ανακοπή έχει ασκηθεί παραδεκτώς και είναι εν όλω ή εν μέρει βάσιμη, το Δικαστήριο ακυρώνει ή μεταρρυθμίζει αναλόγως τη διαταγή πληρωμής. Διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής 2. …».

3. Με την παρ. Ζ΄ υπό τον τίτλο «ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2011/7 ΤΗΣ 16ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ» του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (ΦΕΚ Α΄ 107), που ισχύει από 16.3.2013 (σύμφωνα με την υποπαρ. Ζ.15 αυτού), ορίζονται τα εξής: «Υποπαράγραφος Ζ.3: ΟΡΙΣΜΟΙ … 6) “Νόμιμος τόκος υπερημερίας”: ο απλός τόκος για την καθυστερημένη πληρωμή σε επιτόκιο το οποίο είναι ίσο προς το σύνολο του επιτοκίου αναφοράς συν οκτώ επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες… Υποπαράγραφος Ζ.5: ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΡΧΩΝ 1. Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση. 2. Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους. 3. Στις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα ακόλουθα όρια: α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για την πληρωμή εγγράφου β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για την πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για την πληρωμή έγγραφο πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών δ) εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για την πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή. 4. … 5. Η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο α΄ σημείο δ΄ δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και σε οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής προσφοράς και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8. 6. Η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά όρια που προβλέπονται στην περίπτωση 3, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες. 7...».

4. Στο άρθρο 45 του ν. 4607/2019 (Α΄ 65) ορίζεται σχετικά με την τοκοφορία οφειλών του Δημοσίου, ότι: «1. Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της § 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170), β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος. 2. Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν ρητά διαφορετικό χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος».

5. Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου (Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών) και του καθ’ ου, που διατηρεί ατομική επιχείρηση καθαρισμού, καταρτίστηκε, κατά τις διατάξεις του ν. 4412/2016, η 19/2018 δημόσια σύμβαση με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών καθαριότητας σε κτίριο του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών (οδός Αντιστάσεως 2 και Τσιγάντε, στο Δήμο Παπάγου Αττικής), για το χρονικό διάστημα από 1.3.2018 έως 31.5.2018, αντί συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος ποσού 37.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ). Σύμφωνα με το άρθρο 5 της σύμβασης, η αμοιβή του αναδόχου για την εκτέλεση της ανωτέρω εργασίας ορίσθηκε ότι θα γίνεται ανά μήνα, μετά την παραλαβή από την αρμόδια επιτροπή και την υποβολή του σχετικού τιμολογίου και των νομίμων δικαιολογητικών. Σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης, ο καθ’ ου παρείχε υπηρεσίες καθαριότητας και εξέδωσε, μεταξύ άλλων, το 1603/31.3.2018 τιμολόγιο συνολικής αξίας 11.036 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) για την παροχή υπηρεσιών κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2018 έως 31.3.2018. Το εν λόγω τιμολόγιο δεν εξοφλήθηκε και για το λόγο αυτό ο καθ’ ου με την από 17.12.2020 αίτησή του (ΑΔΠ 1271/2020) ζήτησε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 11.036 ευρώ, νομιμοτόκως από την πάροδο τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του 1603/31.3.2018 τιμολογίου, ήτοι από τις 30.4.2018, άλλως από την επίδοση της διαταγής πληρωμής και έως την εξόφληση. Με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής κρίθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης της αιτούμενης διαταγής πληρωμής και διατάχθηκε το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει το ποσό των 11.036 ευρώ, νομιμοτόκως, με βάση το οριζόμενο στην υποπαρ. Ζ3 περ. 6 του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 επιτόκιο, από 30.4.2018 και έως την εξόφληση, ενώ εξάλλου επιδικάστηκε δικαστική δαπάνη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ποσού 166,49 ευρώ. Με την κρινόμενη ανακοπή το Ελληνικό Δημόσιο ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ως μη νόμιμης.

6. Ειδικότερα, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει, καταρχάς, ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Ζ5 της παραγράφου Ζ του ν. 4152/2013 και των όρων της σύμβασης, στην ένδικη περίπτωση, η έναρξη τοκοφορίας θα έπρεπε να οριστεί από 1.6.2018, ήτοι μετά την παρέλευση 30 ημερών από την ημερομηνία οριστικής ποσοτικής και ποιοτικής παραλαβής των αντίστοιχων υπηρεσιών, η οποία διενεργήθηκε στις 2.5.2018, εσφαλμένα δε το δικάσαν Δικαστήριο επεδίκασε σε βάρος του Δημοσίου το αιτούμενο ποσό εντόκως από 30.4.2018. Τούτο, κατά τους ισχυρισμούς του, διότι αφενός δεν προέκυπτε ο χρόνος παραλαβής από το Δημόσιο του 1603/31.3.2018 τιμολογίου και αφετέρου η ποσοτική και ποιοτική παραλαβή των υπηρεσιών που αφορά, με βάση τους όρους της σύμβασης, έπρεπε να προηγηθεί της εξόφλησης. Ωστόσο, πέραν του ότι το Δημόσιο δεν προσκομίζει και το σχετικό πρωτόκολλο για την ποσοτική και ποιοτική παραλαβή των αντίστοιχων υπηρεσιών και η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, διενεργήθηκε στις 2.5.2018, πάντως, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι α) το 1603/31.3.2018 τιμολόγιο εκδόθηκε για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο Δημόσιο τον μήνα Μάρτιο του 2018, β) στο άρθρο 5 της ένδικης σύμβασης ορίζεται ρητά ότι η πληρωμή του αναδόχου γίνεται ανά μήνα μετά την οριστική ποσοτική και ποιοτική παραλαβή των υπηρεσιών και την υποβολή του τιμολογίου και των λοιπών δικαιολογητικών, γ) σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο Ζ5 (περ. 5) της παραγράφου Ζ του ν. 4152/2013, η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης δεν υπερβαίνει τις 30 ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, κρίνει ότι εφόσον οι υπηρεσίες για τις οποίες εκδόθηκε το 1603/31.3.2018 τιμολόγιο παραδόθηκαν τον μήνα Μάρτιο του έτους 2018, η δε πληρωμή κατά τη σύμβαση γίνεται ανά μήνα, το Δημόσιο κατέστη υπερήμερο για την πληρωμή των υπηρεσιών αυτών με την παρέλευση ενός μήνα, προθεσμία την οποία άλλωστε (30 ημερολογιακές ημέρες μετά την παραλαβή των υπηρεσιών), σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, δεν δύναται να υπερβεί η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης των υπηρεσιών που παραλήφθηκαν. Ενόψει αυτών, ορθώς επιδικάστηκαν τόκοι από 30.4.2018, απορριπτομένων, ως αβασίμων, όλων όσων αντίθετα προβάλλονται. Περαιτέρω, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση πληρωμής του 1603/31.3.2018 τιμολογίου τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα από 26.6.2018 και εντεύθεν και για το λόγο αυτό μη νομίμως επιρρίπτονται σε βάρος του τόκοι υπερημερίας. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι στις 26.6.2018 εκδόθηκε, με δικαιούχο τον καθ’ ου, το 81613 χρηματικό ένταλμα πληρωμής, το οποίο δεν κατέστη δυνατόν να πληρωθεί διότι ο δικαιούχος δεν προσκόμισε την απαραίτητη για την εξόφληση ασφαλιστική ενημερότητα και το οποίο ακυρώθηκε με τη λήξη του οικονομικού έτους, λόγω της προαναφερθείσας εκκρεμότητας. Ωστόσο, μεταξύ των στοιχείων του διοικητικού φακέλου περιλαμβάνεται το οικ. 36154/3073/4.6.2018 διαβιβαστικό έγγραφο του Τμήματος Διαγωνισμών και Συμβάσεων της Διεύθυνσης Προμηθειών και Λειτουργικής Μέριμνας του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών προς την Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης, στην οποία διαβιβάστηκε το ένδικο τιμολόγιο με τα απαραίτητα δικαιολογητικά προκειμένου να προχωρήσει η διοικητική διαδικασία της εκκαθάρισης με την έκδοση χρηματικού εντάλματος πληρωμής για ποσό 11.036 ευρώ στο όνομα του καθ’ ου. Στο εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνεται κατάλογος με τα συνημμένα δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων αναφέρεται η 246247/29.5.2018 βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας του καθ’ ου καθώς και το 64924359/29.5.2018 αποδεικτικό ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο. Εξάλλου, ο καθ’ ου προσκόμισε, μεταξύ άλλων, αντίγραφο της προαναφερόμενης 246247/29.5.2018 βεβαίωσης ασφαλιστικής ενημερότητας του ίδιου, στην οποία ρητώς αναγράφεται ότι «ισχύει επί ένα μήνα από την έκδοσή της (μέχρι 28.6.2018)». Ενόψει αυτών, δοθέντος ότι, κατά τα προαναφερόμενα, ο καθ’ ου, προκειμένου να πληρωθεί για τις υπηρεσίες που παρείχε το ένδικο χρονικό διάστημα, τήρησε τους όρους της σύμβασης, προσκομίζοντας το ένδικο τιμολόγιο και όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων και την προαναφερόμενη 246247/29.5.2018 βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας, η οποία μάλιστα ίσχυε και κατά την έκδοση του επικαλούμενου από το Δημόσιο 81613/26.6.2018 χρηματικού εντάλματος πληρωμής, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την καθυστέρηση πληρωμής του ενδίκου τιμολογίου δεν προκύπτει ότι ευθύνεται ο καθ’ ου και συνεπώς ορθώς επιδικάστηκαν σε βάρος του Δημοσίου τόκοι υπερημερίας, απορριπτομένων, ως αβασίμων, όλων όσων αντίθετα το ανακόπτον ισχυρίζεται. Περαιτέρω, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε σε βάρος του το αιτούμενο ποσό εντόκως με βάση το οριζόμενο στην υποπερ. Ζ3 περ. 6 του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 επιτόκιο αν και με τις διατάξεις της § 1 του άρθρου 45 του ν. 4607/2019, καθιερώθηκε ενιαίος τρόπος υπολογισμού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νόμιμου και υπερημερίας) για τις οφειλές αυτού, ανεξάρτητα από την αιτία τους, με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι το προβλεπόμενο στην § 1 του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 (Α΄ 65/24.4.2019) επιτόκιο δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθόσον, πέραν οτιδήποτε άλλου, για την ένδικη οφειλή προβλέπεται επιτόκιο που έχει ειδικώς καθοριστεί με την Οδηγία 2011/7 της 16ης Φεβρουαρίου 2011, όπως ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με τον ως άνω ν. 4152/2013 και, συνεπώς, συντρέχει η εξαίρεση της περίπτωσης γ΄ της ίδιας ως άνω διάταξης. Τέλος, δεν υφίσταται πλημμέλεια της προσβαλλομένης διαταγής εκ του λόγου ότι από το ποσό, του οποίου διατάχθηκε η πληρωμή, δεν αφαιρέθηκαν οι νόμιμες κρατήσεις, όπως αβασίμως υποστηρίζει το ανακόπτον, καθόσον το πληρωτέο καθαρό ποσό προσδιορίζεται κατά την εκκαθάριση της δαπάνης και την έκδοση του χρηματικού εντάλματος, κατ’ άρθρα 76, 77 του ν. 4446/2016 (ΔΕφΠειρ 2430/2018).

Ενημερωτικό σημείωμα

H νομολογιακή αντιμετώπιση της διαταγής πληρωμής στο πλαίσιο της Διοικητικής Δικονομίας

1. Η εισαγωγή του θεσμού και οι δικονομικές προϋποθέσεις

Συμβαίνει, όχι σπανίως, ο νομοθέτης, όταν σκοπεύει να περιορίσει τις έννομες συνέπειες ενός θεσμού ή μιας διαδικασίας (συνήθως προς αποφυγή οικονομικής επιβάρυνσης του Δημοσίου), να τον ρυθμίζει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δίκαιη ικανοποίηση του διαδίκου λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία, ενώ, κατά την περίοδο που οι σχετικές αιτήσεις εκδικάζονταν από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, κατέληγαν στην επιδίκαση ικανοποιητικών χρηματικών ποσών (15.000 ευρώ κατά κανόνα) και, μάλιστα, με απλή και τυποποιημένη διαδικασία, αφ’ ης εισήχθη ο ν. 4239/2014 (άρθρα 53 έως 58), με σκοπό την αντιμετώπιση του ζητήματος από εθνικά όργανα χωρίς την ανάγκη προσφυγής στο ΕΔΑΔ, υπό τις προϋποθέσεις που όρισε τα μεν ποσά που επιδικάζονται είναι πολύ χαμηλότερα, οι δε διάδικοι υποβάλλονται σε διαδικασία παρόμοια με εκείνη της κύριας δίκης και τα δικαστήρια απασχολούνται, κατά τρόπο δυσανάλογο με το αντικείμενο, σχεδόν με την αναδίκαση υποθέσεων, οι οποίες έχουν διέλθει όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Το ίδιο συνέβη και με τη διαδικασία της Διαταγής Πληρωμής, μιας διαδικασίας ιδιαίτερα γνωστής στο Ελληνικό δίκαιο και επιτυχημένης στον χώρο των πολιτικών δικαστηρίων, η οποία απαντάται και σε άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις και διασφαλίζει τη σύντομη ικανοποίηση των απαιτήσεων. Είναι γνωστό ότι στον χώρο της Πολιτικής Δικονομίας η διαταγή πληρωμής προβλέπεται ως ένδικο βοήθημα για τη σύντομη ικανοποίηση των χρηματικών απαιτήσεων εδώ και δεκαετίες (πρωτοεισήχθη με τον ν. 2629/1953) και ότι τα πολιτικά δικαστήρια εκδίδουν ετησίως πολύ μεγάλο αριθμό διαταγών πληρωμής, με απλή διαδικασία κατά την οποία, στην πράξη, ο αιτών συντάσσει (και καταθέτει στο δικαστήριο) εκτός από την αίτησή του και το κείμενο της διαταγής πληρωμής, στο οποίο ο δικαστής, εφ’ όσον την κάνει δεκτή, συμπληρώνει μόνο το ποσό της δικαστικής δαπάνης και υπογράφει.

Η διαδικασία αυτή, μεταγγιζόμενη στη Διοικητική Δικονομία υπό τις προϋποθέσεις τις οποίες όρισε ο νομοθέτης (άρθρο 1 του ν. 4329/2015, που προσέθεσε τα άρθρα 272Α έως 272Ι στον ΚΔΔ), ανταποκρίθηκε ελάχιστα στον διακηρυχθέντα σκοπό της, που, κατά την Εισηγητική Έκθεση του νόμου (βλ. στο Γενικό Μέρος αυτής), είναι η καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές σε συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή Οδηγία 2011/7/ΕΕ. Και τούτο, διότι, ενώ με το εδάφιο α) του άρθρου 272Α η ψαλίδα άνοιξε και υπήχθησαν στην εν λόγω διαδικασία όχι μόνον οι διοικητικές, αλλά γενικώς οι δημόσιες συμβάσεις (βλ. στη συνέχεια), με το επόμενο εδάφιο β) του ίδιου άρθρου σε συνδυασμό με την § 5 του άρθρου 272Γ, ο νομοθέτης συρρίκνωσε δραματικά τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, περιορίζοντάς την στην περίπτωση που έχει ολοκληρωθεί ο προληπτικός έλεγχος της σχετικής δαπάνης και έχει αποβεί θετικός (με εξαίρεση την περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή δεν αποστείλει στο δικαστήριο εντός 30 ημερών έγγραφο απόψεων αναφορικά με την εκκαθάριση της δαπάνης και την έκδοση της εντολής πληρωμής, οπότε τεκμαίρεται ότι ο έλεγχος απέβη θετικός). Κατάστησε έτσι το επιτυχημένο αυτό δικονομικό εργαλείο μια διαδικασία σχεδόν μηδενικών προσδοκιών, διότι οι περιπτώσεις ευδοκίμησης της σχετικής αίτησης μειώθηκαν σε έναν στατιστικά ασήμαντο αριθμό περιπτώσεων, αφού βέβαια, εάν ο προληπτικός έλεγχος έχει ολοκληρωθεί και αποβεί θετικός, η σχετική δαπάνη συνήθως καταβάλλεται και δεν χρειάζεται η δικαστική παρέμβαση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συνολικός αριθμός των διαταγών πληρωμής, που εκδίδουν ετησίως τα Διοικητικά Εφετεία υπό τις συνθήκες αυτές, είναι εντυπωσιακά μικρότερος των αντιστοίχων των πολιτικών δικαστηρίων στις υποθέσεις των ιδιωτικών διαφορών.

Εν όψει όσων πραναφέρθηκαν, η επισκόπηση της πρόσφατης, σχετικής νομολογίας, πέραν βέβαια των ιδανικών (και σπανίων) περιπτώσεων των αιτήσεων εκείνων όπου συντρέχουν όλοι οι όροι για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ή, αντιθέτως, των περιπτώσεων όπου προδήλως δεν πληρούται η συνδρομή τους, παρουσιάζει ενδιαφέρον στις υπόλοιπες, ενδιάμεσες περιπτώσεις.

2. Η τυπικότερη νομολογιακή αντιμετώπιση

Κατ’ αρχάς, ως δημόσιες συμβάσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής, μετά και την ισχύ του άρθρου 43 § 24 εδάφ. α΄ του ν. 4605/2019 (Α΄ 52/1.4.2019), θεωρούνται όλες όσες υπήχθησαν στα Διοικητικά Εφετεία κατά τη διάταξη αυτή, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα τους ως διοικητικών ή ιδιωτικού δικαίου (ΔΕφΠατρ 47/2023, ΔΕφΑθ 970/2021, ΔΕφΘεσ 852/2021) εφ’ όσον βέβαια εξυπηρετείται δημόσιος σκοπός (ΔΕφΛαρ 523/2022) και συντρέχει και το οργανικό κριτήριο από πλευράς αναθέτουσας αρχής, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η σύμβαση να περιέχει και ρήτρες που προσδίδουν υπερέχουσα θέση στην αναθέτουσα αρχή, άρα και όταν τα μέρη είναι συμβατικώς ισότιμα (ΔΕφΠατρ 46/2023). Πρόσθετη προϋπόθεση είναι οι σχετικές συμβάσεις να είναι γραπτές και όχι προφορικού χαρακτήρα, διότι οι τελευταίες εξακολουθούν να υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (ΔΕφΑθ 1037/2021), εκτός εάν πρόκειται για συναλλαγή κάτω των 2.500 ευρώ, οπότε αρκεί η (έγγραφη) απόφαση ανάθεσης ή και η (αποδεικνυόμενη) τηλεφωνική παραγγελία της αναθέτουσας αρχής, σε συνδυασμό πάντοτε με τα εκδοθέντα τιμολόγια και τη βεβαίωση παραλαβής (η οποία, εάν δεν προσάγεται, αρκεί να μνημονεύεται στο σχετικό ένταλμα πληρωμής), που πιστοποιούν την εκτέλεσή της (ΔΕφΘεσ 1169/2022, ΔΕφΠειρ 716 και 2177/2022, βλ. και ΔΔΠ 1488/2023). Επομένως, στη συγκεκριμένη διαδικασία εντάχθηκε, κατ’ αποτέλεσμα, μεγάλη κατηγορία υποθέσεων, όπως προαναφέρθηκε.

Τοπικά αρμόδιο για τις παραπάνω υποθέσεις είναι το Διοικητικό Εφετείο του τόπου, στον οποίο έχει συναφθεί η σχετική σύμβαση (ΔΕφΠατρ 47/2023). Από δικονομικής πλευράς γίνεται επίσης δεκτό ότι δεν μπορούν να σωρευθούν στην ίδια αίτηση απαιτήσεις από διαφορετικές συμβάσεις, εκτός εάν έχουν το ίδιο αντικείμενο ή αποτελεί η μία συνέχεια της άλλης (ΔΕφΘεσ 467/2023, 1449/2022, ΔΕφΙωαν 83/2023).

Περαιτέρω, όμως, η αποτελεσματικότητα της νέας διαδικασίας προσκρούει, όπως ήδη αναφέρθηκε, στις προϋποθέσεις που έθεσε ο νομοθέτης αναφορικά με το αμφισβητούμενο ή μη της απαίτησης για την οποία ζητείται από τον δανειστή η έκδοση διαταγής πληρωμής. Η παρακάτω νομολογία είναι διαφωτιστική.

Έτσι, θεωρήθηκε ως αμφισβητούμενη η απαίτηση (και απορριπτέα η διαταγή πληρωμής), όταν η αναθέτουσα αρχή δεν είχε αναρτήσει στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων (ΚΗΜΔΗΣ), ως όφειλε, τη σχετική σύμβαση προμήθειας (ΔΕφΙωαν 93/2021) ή όταν η ανάρτησή της στο ΚΗΜΔΗΣ από την αναθέτουσα αρχή δεν ήταν ορθή (ΔΕφΠειρ 583 και 1176/2023, ΔΕφΘεσ 265/2023) ή όταν, παρ’ ότι η αναθέτουσα αρχή, δια του νομίμου εκπροσώπου της, είχε χορηγήσει στον ανάδοχο Βεβαίωση Καλής Εκτέλεσης της σύμβασης παράτασης του έργου, εκ των υστέρων απέστειλε στο δικαστήριο προγενέστερη απόφαση προϊσταμένης της Αρχής, η οποία ακύρωνε την παράταση του έργου (ΔΕφΠειρ 204/2021).

Σε άλλη περίπτωση, κρίθηκε ότι, παρά το ότι κατά το άρθρο 53 § 8 του ν. 3669/2008 η άπρακτη πάροδο του ενός μηνός, που προβλέπεται για τον έλεγχο, την τυχόν απαιτούμενη διόρθωση και την έγκριση υποβληθέντος λογαριασμού, ο λογαριασμός θεωρείται εγκεκριμένος, η σχετική αξίωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη αμφισβητούμενη, διότι η Διοίκηση (η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν απέστειλε στο δικαστήριο απόψεις ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο) διατηρεί την εξουσία και μετά την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας να προβεί στον έλεγχο του λογαριασμού (ΔΕφΚομ 232/2021).

Δεν θεωρήθηκε ως εκκαθαρισμένη απαίτηση επειδή η αναθέτουσα αρχή –καίτοι δεν αμφισβητούσε την παροχή των σχετικών υπηρεσιών από τον ανάδοχο– προέβαλε ότι το αιτούμενο ποσό υπερέβαινε το όριο πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται η απ’ ευθείας ανάθεση (ΔΕφΑθ 138/2021) ή διότι ο εκπρόσωπός της, σε έγγραφό του που απηύθυνε στο δικαστήριο, ανέφερε, απλώς, ότι «δεν ήταν νόμιμη» η ανάληψη της επίμαχης δαπάνης (ΔΕφΛαρ 179/2021).

Γενικότερα, γίνεται δεκτό από τα δικαστήρια ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής και η αποδοχή ότι η αξιούμενη με αυτήν απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη προϋποθέτουν τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, επομένως δεν αρκεί η αποδοχή από την αναθέτουσα αρχή της εκτέλεσης των εργασιών (ΔΕφΘεσ 178/2023).

Τα Πρωτόκολλα Παραλαβής, ενώ είχαν προσκομισθεί, πλην όμως είχαν συνταχθεί από Επιτροπή Παραλαβής της οποίας δεν προέκυπτε η νόμιμη συγκρότηση ή δεν περιείχαν τις υπογραφές όλων των μελών της (ΔΕφΑθ 1179/2023) ή δεν ήσαν οριστικά (ΔΕφΙωαν 106/2022, ΔΕφΤριπ 150/2021) ή δεν είχαν το περιεχόμενο που προέβλεπε η σχετική σύμβαση (ΔΕφΘεσ 1693/2022), δεν πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Ούτε η Βεβαίωση που εκδίδεται από τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας για την οποία προορίζονται τα παραδοθέντα είδη μπορεί να υποκαταστήσει το προβλεπόμενο από τη σύμβαση Πρωτόκολλο Παραλαβής (ΔΕφΠειρ 1613/2021), εκτός εάν πρόκειται για επιτρεπτή απ’ ευθείας ανάθεση σύμβασης κάτω των ορίων (ΔΕφΧαν 3 και 194/2022), οπότε αρκεί και η βεβαίωση παραλαβής που τίθεται επί των σχετικών τιμολογίων (ΔΕφΘεσ 632/2033).

Η έγκριση από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία του υποβληθέντος από τον ανάδοχο έργου λογαριασμού συνιστά μεν πιστοποίηση του λογαριασμού αυτού και καθιστά την απαίτηση μη αμφισβητούμενη (ΔΕφΛαρ 315/2023), αλλά μόνον εφ’ όσον ο ανάδοχος κατέθεσε ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητες (ΔΕφΛαρ 93 και 225/2023, 293/2022, ΔΔΠ ΔΕφΠατρ 145/2022), οπότε η απαίτηση καθίσταται τοκοφόρα μετά την πάροδο διμήνου από την υποβολή του λογαριασμού στη Διευθύνουσα Υπηρεσία (ΔΕφΠατρ 129/2022).

Ενώ οι συμφωνηθείσες υπηρεσίες παρασχέθηκαν από τον ανάδοχο εντός του χρόνου διάρκειας της σύμβασης και είχαν συνταχθεί από την αναθέτουσα αρχή σχετικό Πρωτόκολλο Παραλαβής και Βεβαιώσεις Καλής Εκτέλεσης, εντούτοις η απαίτηση θεωρήθηκε ως αμφισβητούμενη, επειδή η αναθέτουσα αρχή εξέδωσε εκ των υστέρων έγγραφο, με το οποίο επέστρεψε στον ανάδοχο τα εκδοθέντα τιμολόγια, επικαλούμενη μη ύπαρξη ενεργού σύμβασης (ΔΕφΠειρ 289/2021).

Η αιτούσα προσκόμισε Πρωτόκολλο Παραλαβής, η δε αναθέτουσα αρχή με τις γραπτές απόψεις της προς το δικαστήριο παραδέχθηκε την παραλαβή των τιμολογίων, εντούτοις η αίτηση απορρίφθηκε επειδή η αναθέτουσα αρχή δεν είχε προβεί σε εκκαθάριση και ενταλματοποίηση της δαπάνης, η οποία, εν όψει αυτού, θεωρήθηκε ως μη εκκαθαρισμένη (ΔΕφΘεσ 315/2021). Σε άλλη περίπτωση, η αίτηση απορρίφθηκε, παρά την προσκόμιση Πρωτοκόλλου Παραλαβής, το οποίο μάλιστα είχε εγκριθεί και με απόφαση του διοικητικού οργάνου της αναθέτουσας αρχής, διότι η τελευταία απέστειλε εκ των υστέρων στο δικαστήριο απόψεις, στις οποίες προέβαλλε διάφορες παραλείψεις που είχαν εμφιλοχωρήσει κατά τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης (ΔΕφΠειρ 625/2021), ενώ σε άλλη διότι, παρ’ ότι είχαν εκδοθεί Πρωτόκολλα Οριστικής Παραλαβής, η αναθέτουσα αρχή, με τις απόψεις της, προέβαλε ότι δεν είχε συστήσει και αναρτήσει εγκαίρως στο σύστημα ΔΙΑΥΓΕΙΑ την προβλεπόμενη από τη διακήρυξη ομάδα διοίκησης του έργου (ΔΕφΘεσ 1234/2021) ή διότι τα αρμόδια όργανά της διαπίστωσαν εκ των υστέρων ότι οι παρασχεθείσες από τον ανάδοχο υπηρεσίες είχαν ανατεθεί σε αυτόν με τη διαδικασία της απ’ ευθείας ανάθεσης ενώ δεν συνέτρεχαν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις (ΔΕφΙωαν 60/2022, ΔΕφΘεσ 1256/2021) ή επειδή στην απόφαση του αποφασιστικού οργάνου της αναθέτουσας αρχής αναφερόταν διαφορετικός ΚΑΕ από αυτόν του πρωτογενούς αιτήματος για δέσμευση πίστωσης (ΔΕφΙωαν 227/2022). Όταν, όμως, η άρνηση έκδοσης χρηματικού εντάλματος οφειλόταν στο ότι για τη συγκεκριμένη δαπάνη αρχικά υπήρχε στον προϋπολογισμό της αναθέτουσας αρχής συγκεκριμένος κωδικός και έγινε δέσμευση του αιτούμενου ποσού στον συγκεκριμένο κωδικό, αλλά στη συνέχεια έγινε αποδέσμευσή του, κατάργηση του κωδικού και δημιουργία νέου, με νέα τροποποίηση του προϋπολογισμού και εκ παραδρομής δεν έγινε η απαιτούμενη δέσμευση του νέου κωδικού, με αποτέλεσμα πλέον να μην μπορεί να ολοκληρωθεί η πληρωμή του εν λόγω τιμολογίου, το δικαστήριο θεώρησε την απαίτηση ως εκκαθαρισμένη (ΔΕφΘεσ 2063/2022).

Ενώ ο ανάδοχος υπέβαλε λογαριασμούς έργου, οι οποίοι είχαν εγκριθεί και θεωρηθεί, είχαν δε εκδοθεί και οι αντίστοιχες εντολές πληρωμές, που δεν πληρώθηκαν, η αίτηση απορρίφθηκε επειδή η αναθέτουσα αρχή προέβαλε με τις απόψεις της ότι δεν είχε μεταφέρει τη δαπάνη για το έργο στον προϋπολογισμό του έτους κατά το οποίο υποβλήθηκαν οι λογαριασμοί και εγκρίθηκαν, οπότε πάλι το δικαστήριο θεώρησε τη σχετική απαίτηση ως μη εκκαθαρισμένη (ΔΕφΘεσ 727/2021).

Ως μη εκκαθαρισμένη θεωρήθηκε και η απαίτηση σε υπόθεση όπου η αναθέτουσσα αρχή επικαλέσθηκε με τις απόψεις της ότι η εντολή πληρωμής δεν είχε εκδοθεί επειδή δεν είχε αποδοθεί στην αναθέτουσα αρχή, από τον κύριο του έργου, το ανάλογο ποσό χρηματοδότησης (ΔΕφΠειρ 811/2021) ή διότι «δεν κατέστη εφικτή η έκδοση χρηματικού εντάλματος» για τον επίμαχο λογαριασμό (ΔΕφΤριπ 306/2022) ή επειδή, παρ’ ότι είχε ενταλματοποιηθεί η δαπάνη, εκ των υστέρων ο Προϊστάμενος Τμήματος της Διεύθυνσης Οικονομικών της αναθέτουσας αρχής, με έγγραφό του προς το όργανο εκπροσώπησής της, ανέφερε ότι είχε μεσολαβήσει μη νόμιμη κατάτμηση της σχετικής δαπάνης (ΔΕφΚομ 325/2022, πρβλ. ΔΕφΑθ 1889 και 1892/2023). Σε άλλη, όμως, περίπτωση, όπου αντίστοιχο Τμήμα αρμόδιας Διεύθυνσης της αναθέτουσας αρχής ανέφερε σε έγγραφό του ότι οι σχετικές δαπάνες ήταν μη νόμιμες επειδή δεν αποδεικνυόταν η συμβολή των επίμαχων εκδηλώσεων στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της αναθέτουσας αρχής (Δήμου), το δικαστήριο θεώρησε, παρ’ όλα αυτά, την απαίτηση ως μη αμφισβητούμενη (ΔΕφΘεσ 1169/2022).

Εξάλλου, για να θεωρηθεί ότι ο προληπτικός έλεγχος της σχετικής δαπάνης έχει αποβεί θετικός, πρέπει, από τα προσκομιζόμενα με την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής στοιχεία, να προκύπτει ότι ο ανάδοχος είχε υποβάλει στην αρμόδια (ΔΕφΘεσ 1994/2022) για την έκδοση του χρηματικού εντάλματος υπηρεσία της αναθέτουσας αρχής (και δη εμπροθέσμως, ήτοι πριν από τη λήξη του έτους ή του πρώτου 10ημέρου του επόμενου ημερολογιακού έτους, ΔΕφΑθ 1853/2022) τα τιμολόγια, μαζί με τα συναπαιτούμενα έγγραφα (ΔΕφΘεσ 467 και 668/2023, 1648/2022). Άλλως, η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι απορριπτέα. Εξαίρεση δέχονται τα δικαστήρια, όπως προαναφέρθηκε, στις περιπτώσεις που πρόκειται για συμβάσεις κάτω των ορίων, στις οποίες η μη υποβολή των απαιτουμένων εγγράφων στην αρμόδια για την πληρωμή υπηρεσία κρίνεται απλώς ως λόγος για μη επιδίκαση τόκων (ΔΕφΘεσ 317 και 1026/2023).

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η σχετική νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, καθ’ ερμηνεία του –παρεμφερούς με το άρθρο 272Γ § 2 του ΚΔΔ περιεχομένου και διατύπωσης– άρθρου 626 § 2 ΚΠολΔ, δέχεται ότι στην αίτηση πρέπει να αναφέρεται η έννομη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση, χωρίς να αρκεί απλή παραπομπή στα επισυναπτόμενα έγγραφα, αλλά και χωρίς να απαιτείται, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, παρά μόνον εκείνων που εξατομικεύουν την απαίτηση από απόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και τα οποία, υπαγόμενα σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου, να δικαιολογούν συμπέρασμα ύπαρξης αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 1346/2022, 402 και 414/2020). Όσον αφορά τα έγγραφα, που επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, αυτά δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται στη διαταγή πληρωμής, αφού δεν αποτελούν κατά το άρθρο 630 ΚΠολΔ αναγκαίο περιεχόμενό της, καίτοι στα έγγραφα αυτά στηρίζεται η έκδοσή της (ΑΠ 1413/2022).

Επιστρέφοντας στη νομολογία των Διοικητικών Εφετείων, έχει επίσης κριθεί ότι, όταν η αρμόδια οικονομική υπηρεσία διαχείρισης διατυπώνει αρνητική κρίση για λόγους εγγύησης της νομιμότητας, είτε επειδή η πληρωμή δεν στηρίζεται σε νόμιμα και πλήρη δικαιολογητικά είτε επειδή δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο διαδικασία είτε διότι αυτή πάσχει, δεν συντρέχει η απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, έστω και αν η απαίτηση είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Και τούτο επειδή, κατά την Αιτιολογική Έκθεση των διατάξεων του άρθρου 272Α, η θετική για τη δαπάνη απόληξη της διαδικασίας προληπτικού ελέγχου αποτελεί το δικαιοπολιτικό θεμέλιο για τον εξοπλισμό κάθε μη αμφισβητούμενης αξίωσης με τον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής (ΔΕφΑθ 436/2023, έτσι και ΔΕφΠειρ 899 και 900/2023). Πρόκειται, ομολογουμένως, για κατ’ αρχήν συνεπή με το περιεχόμενο του κανόνα δικαίου ερμηνεία των σχετικών διατάξεων.

Σε άλλες διαταγές πληρωμής, τις παραπάνω νέες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας τα διοικητικά δικαστήρια τις ερμήνευσαν σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 805/2004, ο οποίος όμως αφορά τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο (που έχει άλλα χαρακτηριστικά και υπηρετεί άλλους σκοπούς), συμπεραίνοντας, με βάση αυτές, ότι μη αμφισβητούμενη αξίωση υφίσταται, μεταξύ άλλων, όταν ο οφειλέτης ουδόλως αντιτάχθηκε στην αξίωση και δεν εξέφρασε οποιαδήποτε διαφωνία ως προς τον χαρακτήρα ή το μέγεθος της χρηματικής αξίωσης (ΔΕφΠειρ 1176/2023). Προχωρώντας δε έτι περαιτέρω, έκριναν μέρος των νέων διατάξεων ως αντισυνταγματικές. Συγκεκριμένα, έκαναν δεκτό ότι ο νομοθέτης, εισάγοντας τη διαταγή πληρωμής στον ΚΔΔ, θέλησε, για μεν τις δαπάνες, που υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να εξοφλούνται με τη συγκεκριμένη διαδικασία αυτές για τις οποίες ο προληπτικός έλεγχος έχει αποβεί θετικός και, κατ’ εξαίρεση, από τις λοιπές, μόνον εκείνες για τις οποίες ο έλεγχος δεν έχει ολοκληρωθεί (και αποβεί θετικός) εγκαίρως. Γι’ αυτή δε την εξαιρετική περίπτωση θέσπισε το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 272Γ § 5 του ΚΔΔ, ως προφανές μέσο πίεσης για την έγκαιρη ολοκλήρωση του ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, χορηγώντας συγχρόνως στον οφειλέτη (Δημόσιο, ΝΠΔΔ) την, κατ’ άρθρο 272Η, ανακοπή ώστε, εάν ο έλεγχος εν τω μεταξύ ολοκληρωθεί, να δημιουργείται λόγος ακύρωσης της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής. Θεώρησαν δε ότι κείται εκτός του σκοπού του νομοθέτη η διά της έκδοσης διαταγής πληρωμής εξόφληση δαπανών για τις οποίες το αποτέλεσμα του ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αρνητικό, επειδή τότε δεν πληρούται μία εκ των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ήτοι η θετική για τη δαπάνη απόληξη του ελέγχου, η οποία, κατά την Εισηγητική Έκθεση, είναι «το δικαιοπολιτικό θεμέλιο για τον εξοπλισμό της μη αμφισβητούμενης αξίωσης με τον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής». Επομένως, την παράγραφο 5 του άρθρου 272Γ του ΚΔΔ, κατά το μέρος που θεσπίζει τεκμήριο, η δημιουργία του οποίου επαφίεται αποκλειστικά στη βούληση του καθ’ ου να προσκομίσει ή μη τη βεβαίωση περί της εξέλιξης και του αποτελέσματος του προληπτικού ελέγχου, χωρίς να προβλέπεται τουλάχιστον σχετική ενημέρωση (και δικαίωμα παρέμβασης) του ελέγχοντος οργάνου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έκριναν ότι είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 98 § 1 περ. α΄ του Συντάγματος, διότι οδηγεί στη, βουλήσει διαδίκου, αντιστροφή του πραγματικού αποτελέσματος του διενεργηθέντος προληπτικού ελέγχου (από αρνητικό σε θετικό), με συνέπεια την πληρωμή εγνωσμένως μη νομίμων δαπανών, η οποία (συνέπεια) δεν αίρεται ούτε με την ανακοπή του άρθρου 272Η του ΚΔΔ και την αίτηση αναθεώρησης του άρθρου 272Θ του ίδιου Κώδικα, αφού για την άσκησή τους νομιμοποιείται ενεργητικά μόνον ο προκαλέσας τη δημιουργία του τεκμηρίου καθ’ ου (ΔΕφΚομ 325/2022).

Ανατρέχοντας πάλι στη σχετική νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, παρατηρείται ότι ως εκκαθαρισμένη, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, θεωρούν την απαίτηση, εφ’ όσον αυτή μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με απλό μαθηματικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως, όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται στον τίτλο ή από τον νόμο (ΑΠ 1885/2022), ενώ για τη διαταγή πληρωμής, με το σκεπτικό ότι αυτή αποτελεί μόνον τίτλο εκτελεστό (και όχι δικαστική απόφαση με τη στενή έννοια, αλλά πράξη του δικαστή, οιονεί απόφαση), δέχονται ότι δεν είναι αναγκαίο να έχει πλήρες αιτιολογικό για να είναι έγκυρη, αρκεί να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄, β΄, ε΄, στ΄ και ζ΄ του άρθρου 630 του ΚΠολΔ, την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται σε αυτήν η σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση των χρημάτων για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ακόμη και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της ως προς την αιτία της πληρωμής, χωρίς δηλαδή να είναι αναγκαίο να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1569/2022).

Η διαφορετική προσέγγιση των προϋποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής, οφειλόμενη εν μέρει στη διαφοροποίηση των εκατέρωθεν νομοθετικών ρυθμίσεων της διαδικασίας αυτής από τον νομοθέτη και εν μέρει στον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής τους από τα αντίστοιχα δικαστήρια, εξηγεί γιατί είναι μάλλον πενιχρά τα αποτελέσματα που είχε η εισαγωγή του θεσμού στη Διοικητική Δικονομία.

Όσον αφορά την καταβολή τόκων, σε αντίθεση με όσα εφαρμόζονται στο πλαίσιο της Πολιτικής Δικονομίας υπό το –επίσης παρεμφερούς διατύπωσης– άρθρο 626 ΚΠολΔ, τα Διοικητικά Δικαστήρια θεωρούν το σχετικό αίτημα ως αόριστο, όταν δεν προσδιορίζεται στην αίτηση το ακριβές ποσό των τόκων (ΔΕφΑθ 1391/2023, ΔΕφΘεσ 278/2022, ΔΕφΛαρ 24/2022, ΔΕφΧαν 3 και 18/2022, ΔΕφΚομ 192/2021). Ακόμη, θεωρούν το αίτημα αβάσιμο, εάν, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν προκύπτει ότι είχαν προσκομιστεί στην αναθέτουσα αρχή τα αποδεικτικά φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας (ΔΕφΘεσ 278 και 632/2023, ΔΕφΛαρ 24/2022, 185/2021, Πατρ 5/2021) ή η ημερομηνία παραλαβής των τιμολογίων από την αναθέτουσα αρχή (ΔΕφΘεσ 208/2022, ΔΕφΠατρ 5/2021) ή όταν η σχετική βεβαίωση καλής εκτέλεσης εκδόθηκε αργότερα, και όχι αυθημερόν με τα τιμολόγια (ΔΕφΘεσ 732/2021) ή όταν το αποδεικτικό παράδοσής τους από την ταχυδρομική υπηρεσία δεν αναφέρει τα παραδοθέντα στην αναθέτουσα αρχή έγγραφα (ΔΕφΠατρ 179/2023).

3. Η επιεικέστερη νομολογιακή αντιμετώπιση

Από την άλλη πλευρά, στις παραπάνω περιπτώσεις προβληματικής νομοθέτησης συμβαίνει πολλές φορές την απροθυμία του νομοθέτη να αγωνίζεται να αναπληρώσει μερίδα δικαστικών αποφάσεων, με τις οποίες ο δικαστής, κινούμενος intra (και όχι contra) legem, προσπαθεί να αξιοποιήσει θετικά και με γνώμονα την αρχή της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας τους νέους θεσμούς και τον, κατ’ αρχήν, διακηρυγμένο σκοπό των εφαρμοζομένων διατάξεων.

Προς την κατεύθυνση αυτή, κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση της υλοποίησης του φυσικού αντικειμένου του έργου από την αναθέτουσα αρχή συνιστά αόριστη αμφισβήτηση της ένδικης απαίτησης, όταν δεν συνοδεύεται από έκθεση επιτόπιας επιθεώρησης του έργου από την ειδικά προς τούτο συσταθείσα Επιτροπή (ΔΕφΠατρ 145/2022, 74/2021). Ομοίως, η μη έκδοση χρηματικού εντάλματος, επειδή δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία έγκρισης της χρηματοδότησης της αναθέτουσας αρχής από το Υπουργείο, θεωρήθηκε ως μη δικαιολογημένη άρνηση εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού (ΔΕφΛαρ 208/2023).

Άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα διαταγή πληρωμής δέχθηκε, γενικότερα (προφανώς αντιμετωπίζοντας κριτικά την προβληματική διάταξη του εδαφίου β) του άρθρου 272Α, η οποία δεν διακρίνει εάν οι λόγοι που ο προληπτικός έλεγχος δεν απέβη θετικός οφείλονται σε πράξεις ή παραλείψεις της ίδιας της αναθέτουσας αρχής, που εν τω μεταξύ έχει παραλάβει τα συμβατικά είδη, τις υπηρεσίες ή το έργο), ότι οι αντιρρήσεις που η αναθέτουσα αρχή προβάλλει με τις απόψεις της κατά της διαταγής πληρωμής πρέπει να συναρτώνται με τον χαρακτήρα και το μέγεθος της ένδικης χρηματικής αξίωσης. Διότι, διαφορετικά, «ο οφειλέτης θα μπορούσε καταχρηστικά να προβάλλει οποιαδήποτε αντίρρηση πηγάζουσα από κάθε αιτία της σύμβασης, προκειμένου να αποφύγει ή να καθυστερήσει την πληρωμή» (ΔΕφΤριπ 24/2022, σκ. 3 και 7).

Στην παραπάνω κατηγορία ανήκει και η δημοσιευόμενη απόφαση, η οποία, παρ’ ότι από το ποσό, για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δεν είχαν αφαιρέθηκαν οι νόμιμες κρατήσεις, θεώρησε την έκδοσή της νόμιμη και τη σχετική απαίτηση ως εκκαθαρισμένη, με το σκεπτικό ότι το πληρωτέο καθαρό ποσό προσδιορίζεται κατά την εκκαθάριση της δαπάνης και την έκδοση του χρηματικού εντάλματος.

Σε άλλες διαταγές πληρωμής, η αμφισβήτηση της παραλαβής με τις απόψεις της αναθέτουσας αρχής δεν έγινε δεκτή επειδή αναφερόταν αορίστως σε σφάλμα του αναδόχου, χωρίς να το προσδιορίζει ή διότι η εσφαλμένη αναγραφή στο τιμολόγιο του αναδόχου της αρμόδιας υπηρεσίας της αναθέτουσας αρχής, που θα χρησιμοποιούσε το συμβατικό είδος, θεωρήθηκε ως εσωτερικό διαδικαστικό γεγονός, που δεν δημιουργεί αμφισβήτηση (ΔΕφΘεσ 974/2021). Ομοίως κρίθηκε ως μη δικαιολογημένη η άρνηση πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή επειδή δεν είχε προηγηθεί απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία έπρεπε να είχε εκδοθεί κατά το στάδιο που προηγείτο της σύμβασης (ΔΕφΛαρ 305/2023).

Νόμιμη κρίθηκε η έκδοση διαταγής πληρωμής και επιδικάσθηκε νομιμοτόκως το αιτούμενο ποσό, από την ημερομηνία παραλαβής των τιμολογίων, όταν, παρ’ ότι εκδόθηκε το χρηματικό ένταλμα, αυτό δεν είχε πληρωθεί επειδή τα προσκομισθέντα στην αρμόδια υπηρεσία της αναθέτουσας αρχής δικαιολογητικά ήταν ελλιπή (δεν είχαν υποβληθεί φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητες) (ΔΕφΠειρ 270/2023).

Η παραλαβή από την αναθέτουσα αρχή των τιμολογίων θεωρήθηκε από το δικαστήριο αποδειχθείσα με βάση τα αντίγραφα των εγγράφων τόσο της ταχυδρομικής όσο και της ψηφιακής αποστολής τους με τη μέθοδο της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, σε συνδυασμό με την κατάσταση απόδοσης κρατήσεων ασφαλιστικών εισφορών για το προσωπικό που απασχολήθηκε στις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τις αντίστοιχες αποδείξεις ηλεκτρονικής πληρωμής τους για τους μήνες που αφορούσαν τα εν λόγω τιμολόγια (ΔΕφΛαρ 185/2021).

Σε άλλη περίπτωση κρίθηκε ότι αποδείχθηκε η παραλαβή των συμβατικών ειδών από Πρωτόκολλο Προσωρινής Παραλαβής, το οποίο όμως είχε εγκριθεί με απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής (ΔΕφΘεσ 965/2021) ή, αντί Πρωτοκόλλου, για τις κάτω των ορίων συμβάσεις από Βεβαίωση Καλής Εκτέλεσης (ΔΕφΠειρ 261 και 1565/2022, ΔΕφΘεσ 208/2022) ή από Εντολή Πληρωμής (ΔΕφΠειρ 444/2022) ή από την υπογραφή του παραλαβόντος υπαλλήλου επί των τιμολογίων (ΔΕφΠειρ 1488/2023, ΔΕφΑθ 1391/2023).

Τέλος αιτήματα καταβολής τόκων έγιναν δεκτά, παρ’ ότι δεν προέκυπτε ο χρόνος παραλαβής του σχετικού τιμολογίου, επειδή προσκομίσθηκε έγγραφο του εκπροσώπου της αναθέτουσας αρχής περί αναγνώρισης της οφειλής, ως χρόνος δε έναρξης της τοκοφορίας θεωρήθηκε το χρονικό σημείο από την πάροδο 30 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της βεβαίωσης αυτής (ΔΕφΘεσ 271/2021), σε άλλη δε περίπτωση από την αυθημερόν εκδοθείσα βεβαίωση καλής εκτέλεσης της σύμβασης (ΔΕφΘεσ 956/2021, ΔΕφΠειρ 346/2021, ΔΕφΠατρ 284/2021) ή από την ημερομηνία έκδοσης, εκ των υστέρων, του σχετικού Πρωτοκόλλου Παραλαβής (ΔΕφΘεσ 828/2021) ή της Κατάστασης ποσοτικής και ποιοτικής παραλαβής (ΔΕφΑθ 1284/2021) ή της αναγραφόμενης στα τιμολόγια ημερομηνίας υπογραφής τους από υπάλληλο της αναθέτουσας αρχής (ΔΕφΠειρ 1227 και 1488/2023, ΔΕφΘεσ 1439/2021). Επίσης, όταν δεν προέκυπτε η ημερομηνία παραλαβής των τιμολογίων, αλλά η αναθέτουσα αρχή συνομολόγησε με τις απόψεις της τη συγκεκριμένη συναλλαγή αναφέροντας συγκεκριμένα τα ανεξόφλητα τιμολόγια, η διαταγή πληρωμής επιδίκασε τόκους από την ημερομηνία έκδοσης των τιμολογίων (ΔΕφΠειρ 1228/2023). Όχι όμως και στην περίπτωση που από τα κατατεθέντα έγγραφα αποδεικνυόταν απλώς η μεταγενέστερη (της παραλαβής τους) ημερομηνία διαβίβασής τους από ένα Τμήμα της αναθέτουσας αρχής σε άλλο (ΔΕφΘεσ 1446/2021).

4. Για την αναζήτηση μιας χρυσής τομής

Συμπερασματικά, πρέπει, κατ’ αρχήν, να αναγνωρισθεί ότι η θεσμική θέση του δικαστή του επιβάλλει να είναι σύμμαχος και όχι αντίπαλος του κανόνα δικαίου, αφού, άλλωστε, καθήκον του είναι να εφαρμόζει τον νόμο και όχι να προστατεύει τους πολίτες από τις συνέπειες των πολιτικών τους επιλογών.

Πλην όμως, όταν από νομοθετικές πρωτοβουλίες δοκιμάζεται η υπερνομοθετική προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι αυτό της αποτελεσματικής έννομης προστασίας, ο εμπλουτισμός και η πλήρης αξιοποίηση του κανονιστικού πλαισίου της κρίσιμης νομοθετικής ρύθμισης προς την κατεύθυνση μιας πιο προστατευτικής των δικαιωμάτων αυτών ερμηνείας, σύμφωνα και με την αρχή scire leges non hoc est verba earum tenere, sed vim ac potestatem και, κυρίως, στο μέτρο που η ερμηνεία ανταποκρίνεται περισσότερο στον διακηρυγμένο από τον ίδιο τον νομοθέτη σκοπό για τον οποίο θέσπισε τη ρύθμιση, εκπληρώνει πληρέστερα τη δικαιοδοτική αποστολή υπέρ του Κράτους Δικαίου, χωρίς να εκτρέπει τον δικαστή του συνταγματικού του ρόλου.

Στην προκειμένη περίπτωση, ναι μεν ο δανειστής του Δημοσίου, όταν η αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής απορρίπτεται, δεν στερείται δικαστικής προστασίας, αφού μπορεί να ασκήσει τακτική αγωγή ενώπιον των ίδιων δικαστηρίων (Διοικητικών Εφετείων) για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του (όπως πολλές απορριπτικές αιτήσεων διαταγές πληρωμής αναφέρουν στο σκεπτικό τους), ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο δικαστής δεν θα πρέπει, κατά την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, να λαμβάνει υπ’ όψη του ορισμένα κριτήρια. Όπως π.χ. τον χαρακτήρα του ειδικού αυτού θεσμού (όπως, το κατ’ αρχήν μη αμφισβητούμενο της απαίτησης, η ex parte διαδικασία χωρίς κλήτευση σε πρώτο στάδιο του οφειλέτη και η πλήρης εξασφάλιση του δικαιώματος ακρόασής του σε δεύτερο στάδιο, με τη χορήγηση του δικαιώματος ανακοπής, η δικαστική διαπίστωση της αξίωσης με βάση τα προσκομιζόμενα από τον αιτούντα έγγραφα, η φύση της διαταγής πληρωμής ως εκτελεστού τίτλου και όχι ως δικαστικής απόφασης, η ταχύτητα επίλυσης της διαφοράς και το άμεσο της απόκτησης εκτελεστού τίτλου), τον σκοπό θέσπισής του (ανατρέχοντας, προεχόντως, στο προοίμιο και στις διατάξεις της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων στις πληρωμές), τη συνάφεια των ερμηνευομένων διατάξεων προς τον επιδιωκόμενο αυτό σκοπό, τις εκατέρωθεν συνέπειες –για τον αιτούντα και την αναθέτουσα αρχή– από την απόρριψη της διαταγής πληρωμής στη συγκεκριμένη περίπτωση, το οικονομικό αντικείμενο της δίκης, αποφεύγοντας τόσο τον υπερβολικό φορμαλισμό, που επηρεάζει τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, όσο και την υπερβολική ελαστικότητα (πρβλ. EΔΔΑ απόφαση της 13.7.2017, Shuli κατά Ελλάδας), ώστε οι δικονομικές προϋποθέσεις να μην περιορίζουν την εφαρμογή της συγκεκριμένης διαδικασίας κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που να πλήττεται η ουσία του θεσμού, αλλά να υπάρχει μια λογική σχέση αναλογίας ανάμεσα στα μέσα που χρησιμοποιούνται και στον στόχο (πρβλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 2.6.2016, Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας).

Όπως, εξάλλου, γίνεται νομολογιακά δεκτό για τα ένδικα μέσα, ότι η παροχή έννομης προστασίας ως ατομικό συνταγματικό δικαίωμα δεν περιλαμβάνει την πρόβλεψή τους, ωστόσο, εφ’ όσον ο νομοθέτης τα θεσπίζει, οι σχετικοί δικονομικοί περιορισμοί πρέπει να συμβάλλουν στη διασφάλισή τους και να μην αναιρούν την ουσία τους ούτε να περιστέλλουν κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό το σχετικό (δικονομικό) δικαίωμα, ώστε αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο του τον πυρήνα (ενδεικτικά, ΑΠ 1161/2021), έτσι και με τη νεοφυή στη Διοικητική Δικονομία (αλλά δοκιμασμένη και νομολογιακά επεξεργασμένη στην Πολιτική Δικονομία) διαδικασία της διαταγής πληρωμής, η εφαρμογή της θα πρέπει τελικά να ισορροπεί ανάμεσα, αφ’ ενός, στην αδιαμφισβήτητη ανάγκη σύντομης πληρωμής των απαιτήσεων των οικονομικών φορέων από τις δημόσιες αρχές με τις οποίες αυτοί συναλλάσσονται, διότι η καθυστέρηση ικανοποίησής τους επηρεάζει αρνητικά τη ρευστότητα και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και περιπλέκει τη χρηματοοικονομική τους διαχείριση, ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όπου ο κίνδυνος των αρνητικών επιπτώσεων επαυξάνεται και η πρόσβαση στην εξωτερική χρηματοδότηση είναι δυσκολότερη (βλ. έτσι, στη σκέψη 3 του Προοιμίου της Οδηγίας), σε συνδυασμό και με το πασίδηλο της διαρκούς διόγκωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και, αφ’ ετέρου, της προστασίας του Δημοσίου, εφ’ όσον αυτό επιβάλλουν λόγοι γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος.

Κων/νος Π. Σαμαρτζής

Δικηγόρος