Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΜΕφΑθ 4177/2022 - Πλήρες κείμενο

   Εκτύπωση   

ΜΕφΑθ 4177/2022 - Πλήρες κείμενο

Σύνθεση: Αικατερίνη Ντελή, Εφέτης
Δικηγόροι: Γεώργιος Τσάκωνας, Αλέξανδρος Κεραμιδάς

Τραπεζική κατάθεση· ευθύνη τράπεζας για μεταφορά χρηματικού ποσού σε λογαριασμό αγνώστου τρίτου προσώπου· βαριά αμέλεια προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια να ελέγξουν σχολαστικά την εξουσιοδότηση βάσει της οποίας ζητήθηκε η μεταφορά των χρημάτων ή τα λοιπά εξασφαλιστικά της νομιμότητας της εν λόγω συναλλαγής έγγραφα, όπως τούτο επιβάλλεται από τη μεταξύ τους σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης και την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.

Νομικές διατάξεις: άρθρα 11 ν. 3601/2007, 11 ν. 4261/2014, 288, 806, 827, 830 ΑΚ, 3 ν.δ. 17.7/13.8.1923

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός Απόφασης

4177/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(13ο ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ - ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Ντελή, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από το Γραμματέα Νικόλαο Χρονά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 2 Ιουνίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση, στην οποία διάδικοι είναι:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ : 1) … …, συζ. … (Α.Φ.Μ. …) και 2) … … (Α.Φ.Μ. …), κάτοικοι αμφότεροι Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, διεύθυνση …, …, …, …-USA (…, …, …, … Η.Π.Α), τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Τσάκωνας (Α.Μ.Δ.Σ. Αθηνών …), που κατέθεσε το υπ' αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ: Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «… Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «…» (Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών και Γ.Ε.ΜΗ. …), που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού … αριθμ. … και εκπροσωπείται σύμφωνα με το νόμο, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «… Α.Ε» (Α.Φ.Μ. …), λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αλέξανδρος Κεραμιδάς (Α.Μ.Δ.Α. Αθηνών …), που κατέθεσε το υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 12.2.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/…/2016 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Το παραπάνω Δικαστήριο, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε, αρχικά την υπ’ αριθμόν 8190/2017 μη οριστική απόφασή του, διατάσσοντας την επανάληψη της συζήτησης προς συμπλήρωση των αποδείξεων με διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης κι εν συνεχεία, την υπ’ αριθμ. 6235/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.

Κατά των ανωτέρω αποφάσεων παραπονούνται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 14.3.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/24.3.2021 έφεσή τους, που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου …/…/2021, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι δεν εμφανίστηκαν αλλά παραστάθηκαν βάσει δηλώσεως, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η φερόμενη προς κρίση από 14.3.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/24.3.2021 έφεση, που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου …/…/2021 και προσβάλει τις υπ’ αριθμ. 8190/2017 και 6235/2020, μη οριστική και οριστική, αντίστοιχα, αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 12.2.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/2016 αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, με την οποία αυτή αιτήθηκαν την αποζημίωσή τους, κατά αντικειμενική- συμπλεκτική σώρευση, από σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης και αδικοπραξία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 72 παρ. 13 του ιδίου νόμου] και έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεσή της στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 24.3.2021 (σχ. η υπ’ αριθμόν …/…/24.3.2021 πράξης καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών), ήτοι εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, εφόσον η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 6235/2020 οριστική απόφαση δημοσιεύτηκε στις 24.4.2020 και εκ των εγγράφων της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται η προηγούμενη επίδοσή της, ούτε, άλλωστε, οι διάδικοι επικαλούνται το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 498 παρ. 1 και 2, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ήδη ισχύει, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015). Επίσης, παραδεκτά οι εκκαλούντες στρέφουν αυτή κατά της νικήσασας πρωτοδίκως εναγόμενης τράπεζας με την επωνυμία «…», στη θέση της οποίας υπεισήλθε, σε χρόνο προγενέστερο από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης οριστικής απόφασης (24.4.2020) και την άσκηση της υπό κρίση έφεσης (24.3.2021), η εν προκειμένω παριστάμενη ως εφεσίβλητη τράπεζα με την επωνυμία «… Ανώνυμη Εταιρεία» (σχ. οι υπ' αριθμ. πρωτοκ. … και …/20.3.2020 Ανακοινώσεις στο Γ.Ε.ΜΗ), ως οιονεί καθολική διάδοχός της, λόγω διάσπασής της με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση νέου πιστωτικού ιδρύματος (άρθρα 16 Ν. 2515/1997, 57 παρ. 3 και 59 - 74 Ν. 4601/2019), καθόσον έκτων εγγράφων που προσκομίζονται μετ' επικλήσεως, παραδεκτά προεπισκοπού μενών, δεν αποδείχθηκε ότι τούτο κατέστη γνωστό στους εκκαλούντες (ΑΠ 598/2021, δημοσιευμένη στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Ομοίως δε παραδεκτά, κατ' άρθρο 513 παρ. 1 εδαφ. α' περιπτ. β', β'-γ' και παρ. 2 του ΚΠολΔ, συμπροσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 8190/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το πρώτον, και ως προς τις οριστικές διατάξεις της, με τις οποίες απορρίφθηκε η σωρευόμενη αγωγική βάση εκ της αδικοπραξίας ως μη νόμιμη, καθώς και το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοδοσίας από την ημέρα που επισυνέβη η επικαλούμενη αδικοπραξία, ως μη νόμιμο, καθόσον επί αντικειμενικής σωρεύσεως, στο ίδιο δικόγραφο, περισσότερων αγωγών και αιτήσεων (άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν επιτρέπεται έφεση προτού περατωθεί οριστικώς η δίκη, ως προς όλες τις αγωγές και τα αιτήματα που ενώθηκαν στο ίδιο δικόγραφο, προς το σκοπό αποφυγής κατατμήσεως της διαφοράς μεταξύ των Δικαστηρίων πρώτου και δευτέρου βαθμού, καθώς και εξοικονόμησης δαπανών και χρόνου για τον τερματισμό της δίκης [ΑΠ 1060/2004 ΕλλΔνη 48. 123, ΑΠ 1188/2003 δημοσιευμένη στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 24/2001 ΑρχΝ 2001. 914, ΑΠ 1036/1981 ΕΕΝ 49.695, ΑΠ 406/1980 ΝοΒ 28.1761, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης) ΚΠολΔικ I, 513 αριθμ. 16, Σαμουήλ Σαμουήλ «Η έφεση κατά τον ΚΠολΔικ» εκδ. 6η παρ. 223 σελ. 97]. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία (τακτική) που εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, καθόσον για το παραδεκτό της κατάθεσής της, ως και για την προσήκουσα παράσταση του πληρεξούσιου δικηγόρου των εκκαλούντων, έχουν κατατεθεί αφενός μεν το κατ' άρθρο 495 παρ. 3.Α.γ του ΚΠολΔ, ως ισχύει κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ (σχ. η κάτωθι της έκθεσης καταθέσεως της έφεσης βεβαίωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί καταθέσεως του υπ’ αριθ. κωδικού … e-παραβόλου, ως και η από 24.3.2021 απόδειξη πληρωμής του της τράπεζας «Εθνική Τράπεζα»), αφετέρου δε τα, κατ' άρθρο 61 παρ. 1, 2 και 4α του ν. 4194/2013, γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων που αναφέρονται παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας.

II. Η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση συνήθους για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 830 §1 ΑΚ, έχουν εφαρμογή, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατεθειμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, που ορίζει ότι ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίσθηκε για τη φύλαξή τους, νομιμοτόκως από την όχλησή της (άρθρα 340, 431, 345, 346 ΑΚ) η οποία είναι οιονεί δικαιοπραξίας και δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τύπο, ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει με τη σαφή πρόσκληση καταβολής, μεταξύ άλλων, το είδος και το ποσό της αξιούμενης παροχής. Επομένως, αν ο τρίτος μετήλθε αξιόποινη πράξη και συνεπεία αυτής πέτυχε την απόδοση σ' αυτόν του ποσού της κατάθεσης, η αδικοπραξία τελείται σε βάρος της τράπεζας, η οποία είναι κυρία των χρημάτων και της οποίας η περιουσία βλάπτεται από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του τρίτου, ενώ η εναντίον της ενοχική αξίωση του καταθέτη από τη σύμβαση της ανώμαλης παρακατάθεσης παραμένει άθικτη, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της, κατά το άρθρο 3 του Ν.Δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών». Ενόψει δε και της φύσεως του χρήματος ως πράγματος αντικαταστατού και κατά γένος ορισμένου, εξαιτίας της οποίας δεν νοείται αδυναμία αποδόσεως αυτού, λόγω φθοράς, κλοπής ή υπεξαιρέσεως, είναι αδύνατη η συνδρομή αξιώσεως εκ συμβάσεως και εξ αδικοπραξίας και η ευθύνη της τράπεζας παραμένει πάντοτε συμβατική ακόμα και όταν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του ως άνω ν.δ., τελεί υπό τον πρόσθετο όρο ότι η απόδοση του οφειλόμενου ποσού σε μη δικαιούχο οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια των οργάνων της. Συνακόλουθα των ανωτέρω, η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακατάθεσης, η άρνηση δε της τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης, και αν ακόμη αυτό έχει αφαιρεθεί από τρίτο με αξιόποινη πράξη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως εκ μέρους της τράπεζας και όχι αδικοπραξία, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή η αδικοπραξία γίνεται σε βάρος της από τρίτο και όχι από αυτήν κατά του παρακαταθέτη (ΑΠ 72/2022, ΑΠ 421/2021, ΑΠ 1432/2019, ΑΠ 854/2017, ΑΠ 1220/2014, ΑΠ 595/2013, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 2229/2013, ΑΠ 1402/2012, ΑΠ 929/2009, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η χρηματική κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, στο όνομα δύο ή περισσότερων, συνιστά συμβατική ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον, κατ’ αρθ. 489 ΑΚ (ΑΠ 246/1992 ΕλλΔνη 1993.1311).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 του Ν. 3601/2007, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 του Ν. 3601/2007 και πριν την κατάργησή του με τον Ν. 4261/2014, αλλά και βάσει του άρθρου 11 παρ.1 του Ν. 4261/2014, στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνονται και οι «υπηρεσίες πληρωμών», μεταξύ των οποίων εντάσσεται η μεταφορά κεφαλαίων. Μορφή τραπεζικής πληρωμής αποτελεί η καταβολή, στα πλαίσια εκπλήρωσης υποχρέωσης της τράπεζας από σύμβαση τραπεζικού εμβάσματος, που έχει συνάψει με τον πελάτη της, για τη διαβίβαση χρημάτων από τόπο σε τόπο. Η τράπεζα αποδέχεται μετρητά, λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα που καταθέτει ο εντολέας, με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση της πράξης πληρωμής και τη μεταφορά χρηματικών ποσών στον δικαιούχο. Άλλη μορφή τραπεζικής πληρωμής αποτελεί η καταβολή στα πλαίσια τραπεζικού γύρου, που ενεργείται με την λογιστική μεταφορά χρηματικού ποσού από ένα λογαριασμό σε έναν άλλο. Η αποστολή των χρημάτων μπορεί να είναι ενδοτραπεζική ή διατραπεζική και να αφορά στον ίδιο τον πελάτη ή σε τρίτο πρόσωπο, το οποίον έχει υποδειχθεί από αυτόν (ΑΠ 856/1995 ΕλλΔνη 38. 1142, Γ. Τριανταφυλλάκη «Ζητήματα αστικής ευθύνης τραπεζών κατά τη διενέργεια πληρωμών με μεταφορά κεφαλαίων» ΔΕΕ 1996. 577 επ.). Ο τραπεζικός γύρος προϋποθέτει τη σύναψη σύμβασης κατάθεσης χρημάτων ανάμεσα στην τράπεζα και στον πελάτη της, την εντολή γύρου από τον πελάτη για μεταφορά χρημάτων σε άλλο λογαριασμό, την μεταφορά του ενταλθέντος ποσού διά των κατάλληλων λογιστικών εγγραφών στον λογαριασμό του δικαιούχου και τέλος, την πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου με το μεταφερόμενο ποσό. Η νομική σχέση η οποία δημιουργείται εν προκειμένω είναι, κατά την κρατούσα άποψη, αυτή της σύμβασης έργου, διότι αντικείμενο της σύμβασης δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η παροχή υπηρεσίας, στην οποία είναι αναγκαίο να προβεί η Τράπεζα για την επίτευξη του αποτελέσματος, αλλά το προσδοκώμενο από την εν λόγω εργασιακή ενέργεια αποτέλεσμα ως έργο, δηλαδή η πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου με το μεταφερόμενο ποσόν, εφόσον συμφωνείται και αμοιβή (προμήθεια) της Τράπεζας για την επίτευξη του άνω αποτελέσματος. Από τη σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργεί η έννομη σχέση κατάθεσης χρημάτων στην τράπεζα υπό τη μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης, απορρέουν, βάσει και της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, παρεπόμενες υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών. Έτσι, η τράπεζα οφείλει να ελέγχει με επιμέλεια τη νομιμοποίηση του εμφανιζόμενου ως δικαιούχου της κατάθεσης. Λόγω δε της διαδεδομένης πλέον συναλλακτικής πρακτικής να δίνεται εντολή μεταφοράς χρηματικών ποσών με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος, τηλεμοιοτυπήματος ή και με την πραγματοποίηση ενός απλού τηλεφωνήματος, στο οποίο ο πελάτης αναφέρει έναν κωδικό αριθμό, παρίσταται αναγκαίο η τράπεζα να οργανώσει την επαγγελματική-τραπεζική της δραστηριότητα (πρόσληψη και ειδική εκπαίδευση έμπειρων υπαλλήλων], ώστε να διασφαλίσει την ταυτοποίηση του εντολέα και να αποκλείσει ή να μειώσει στο ελάχιστο τον κίνδυνο πληρωμής ποσού κατάθεσης σε μη δικαιούχο. Παρά δε τη διατυπωθείσα άποψη ότι είναι δύσκολη η βαθύτερη έρευνα της νομιμοποίησης του εμφανιζομένου ως δικαιούχου της κατάθεσης, λόγω της απαραίτητης ταχύτητας με την οποία πρέπει να διεξάγονται οι τραπεζικές εργασίες, η τράπεζα ευθύνεται για την καταβολή ποσού κατάθεσης σε τρίτο μη δικαιούχο αυτής, εφόσον δεν επέδειξε κατά την πληρωμή τη δέουσα επιμέλεια που απαιτεί η συναλλαγή αυτή. Άλλωστε, για την πληρωμή ποσού κατάθεσης σε μη δικαιούχο, σκόπιμο και δίκαιο είναι να φέρει τον κίνδυνο η πληρώτρια τράπεζα, στην επαγγελματική σφαίρα επιρροής της οποίας ανάγεται ο εν λόγω κίνδυνος. Η διόγκωση των τραπεζικών εργασιών και η καθημερινή συνάφεια συναλλασσομένων-τραπεζών δεν δικαιολογεί την άμβλυνση της προσοχής των υπαλλήλων των τελευταίων στον έλεγχο και τη διαπίστωση της ταυτοπροσωπίας του εμφανιζομένου προς πληρωμή ή του εντολέα μεταφοράς χρημάτων και του δικαιούχου του λογαριασμού. Είναι δε κοινωνικά και οικονομικά σκόπιμο, να βαραίνει την τράπεζα και όχι τον, κατά κανόνα ασθενέστερο οικονομικά και κατά τεκμήριο λιγότερο έμπειρο στις συναλλαγές, πελάτη της, ο οποίος άλλωστε εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση, κατά τον χρόνο πληρωμής της κατάθεσης, να ελέγξει την ταυτότητα του εμφανιζομένου προς πληρωμή. Ο τελευταίος (πελάτης της τράπεζας), με βάση και την ως άνω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, έχει τις παρεπόμενες υποχρεώσεις να φυλάσσει τα προσωπικά του στοιχεία, τα στοιχεία του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου, τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού του, το δελτίο της ταυτότητάς του ή το διαβατήριό του και σε περίπτωση κλοπής ή απώλειάς τους ή σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι έχουν υποκλαπεί τα στοιχεία του ηλεκτρονικά από τρίτον, να το γνωστοποιήσει αμέσως στην τράπεζα.

III. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν στην από 12.2.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/2016 αγωγή τους, που απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά της τράπεζας «…», στη θέση της οποίας υπεισήλθε ως οιονεί καθολική διάδοχός της, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, η παριστάμενη εν προκειμένω τράπεζα «… Ανώνυμη Εταιρεία», κατ' ορθή εκτίμηση του νοηματικού περιεχομένου των διαλαμβανομένων στο δικόγραφο αυτής, ότι είναι μόνιμοι κάτοικοι των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (Νιού Τζέρσευ] και πελάτες της εναγόμενης, στο υποκατάστημα της οποίας στη Ν. Μάκρη Αττικής, τηρούν τον υπ' αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο χρησιμοποιούν, κατά βούληση, για καταθέσεις ή αναλήψεις χρημάτων, ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ότι η εναγόμενη, στις 4.5.2015, τους πληροφόρησε ότι, στις 28.4.2915, είχε πραγματοποιήσει μεταφορά του, ισοδύναμου των 26.000 ευρώ, χρηματικού ποσού των 28.000 περίπου δολαρίων Αυστραλίας, από τον εν λόγω λογαριασμό τους, στον υπ' αριθμ. … λογαριασμό της Αυστραλιανής τράπεζας «...», επ' ονόματι προσώπου … … … (…, …, …), την οποία δεν γνώριζαν και με την οποία ουδεμία σχέση τους συνδέει. Ότι, αμέσως μόλις πληροφορήθηκαν την εν λόγω μεταφορά, την αμφισβήτησαν, ως γενόμενη άνευ οποιασδήποτε προηγούμενης πληροφόρησης ή εντολής τους, και διαμαρτυρήθηκαν έντονα στην εναγόμενη, η οποία, όμως, ισχυρίστηκε ότι τη διενήργησε βάσει έγγραφης εντολής τους, την οποία διέθετε σε φωτοτυπία και η οποία της απεστάλη την 20.4.2015. Ότι η εν λόγω μεταφορά του χρηματικού ποσού των 26.000 ευρώ από τον τραπεζικό λογαριασμό του οποίου ήταν δικαιούχοι, σε λογαριασμό αγνώστου τρίτου προσώπου, έγινε, αν όχι εκ δόλου, τουλάχιστον από βαριά αμέλεια των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια να ελέγξουν σχολαστικά την εξουσιοδότηση βάσει της οποίας ζητήθηκε η μεταφορά των χρημάτων ή τα λοιπά εξασφαλιστικά της νομιμότητας της εν λόγω συναλλαγής έγγραφα, όπως τούτο επιβάλλεται από τη μεταξύ τους σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης και την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες αιτήθηκαν, όπως το επιμέρους αίτημα της αγωγής τους για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, περιορίστηκε παραδεκτά καθ’ ύψος με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που περιλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδαφ. β' και 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει, κατ' εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, σωρευτικά κατά τις διατάξεις της, εκ της συμβάσεως ανώμαλης παρακαταθήκης, ενδοσυμβατικής ευθύνης και της αδικοπραξίας, ως αποζημίωση, το ποσό των 26.000 ευρώ, κατά το οποίο απομειώθηκε ο τηρούμενος σε αυτή τραπεζικός λογαριασμός τους, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα της ένδικης μεταφοράς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, καθώς και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, το ποσό των 25.000 ευρώ σε καθένα, άνευ υποβολής αιτήματος τοκοδοσίας γι' αυτό. Επίσης, οι ενάγοντες αιτήθηκαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη τους ως και στην αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου τους.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 8190/2017, μη οριστική απόφασή του, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκρινε την αγωγή ορισμένη και εν μέρει νόμιμη κατά την βάση της από την, εκ της σύμβασης ανώμαλης παρακαταθήκης, ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 345, 346, 827, 830 ΑΚ, άρθρο 3 νδ 17.7/13.8.1923, 907, 908 ΚΠολΔ και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά τα αιτήματά της (α) για καταβολή σε έκαστο των εναγόντων χρηματικής ικανοποίησης ποσού 25.000 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης τους, με το σκεπτικό ότι από την ένδικη αδικοπραξία, συνιστάμενη στην καταβολή του ποσού των 26.000 ευρώ εκ των καταθέσεων των εναγόντων σε τρίτο, που εμφανίστηκε ως δικαιούχος και πλαστογράφησε την υπογραφή του αληθινού δικαιούχου, άμεσα παθούσα είναι η εναγόμενη τράπεζα, κυρία των χρημάτων και όχι ο καταθέτης, που έχει ενοχική αξίωση απόδοσης των χρημάτων και τον οποίο συνδέει συμβατικός δεσμός με την εναγόμενη (σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης), για τον οποίο δεν προβλέπεται από το νόμο τέτοια αξίωση (άρθρο 299 ΑΚ) και (β) για τοκοδοσία από 29.4.2015 (επομένη ημέρα από αυτήν που συνέβη το ως άνω ζημιογόνο γεγονός) για το ποσό των θετικής ζημίας (26.000 ευρώ), με το σκεπτικό ότι η ημερομηνία αυτή δεν αποτελεί δήλη ημέρα για την καταβολή του ως άνω ποσού. Ακολούθως, το Δικαστήριο, ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του απόφασης και διέταξε την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, διά της επανάληψης της συζήτησης, διορίζοντας πραγματογνώμονα, εκ του τηρουμένου στη γραμματεία του καταλόγου, τον … ..., Υπαστυνόμο Α’ - Δικαστικό Γραφολόγο, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η από 20.4.2015 εντολή, βάσει της οποίας, κατά τους ισχυρισμούς της εναγόμενης, διενεργήθηκε η ένδικη μεταφορά χρημάτων και η οποία της εστάλη ταχυδρομικώς και σε πρωτότυπο, φέρει τις ιδιόχειρες υπογραφές των εναγόντων ή εάν οι υπογραφές έχουν χαραχτεί από τον έναν εξ αυτών ή από τρίτο πρόσωπο. Μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης κι αφού ο διορισμένος πραγματογνώμονας διενήργησε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη και συνέταξε την από 23.11.2018 έκθεσή του, την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 21.12.2018 (σχ. η υπ' αριθμ. …/2018 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών), οι ενάγοντες, με την από 14.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../…/18.1.2019 κλήση τους, επανέφεραν την ως άνω αγωγή τους προς συζήτηση, η οποία και συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 19.9.2019 και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 6235/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και επέβαλε σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, ορίζοντας αυτά στο ποσό των 1.500 ευρώ.

Κατά των ανωτέρω υπ’ αριθμ. 8190/2017 και 6235/2019, μη οριστικής και οριστικής, αντίστοιχα, αποφάσεων παραπονούνται οι εκκαλούντες - ενάγοντες, αποδίδοντας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ' ορθή εκτίμηση του νοηματικού περιεχομένου της έφεσης, τις πλημμέλειες, της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας του νόμου και κακής εκτίμησης των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στη δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, οι εκκαλούντες - ενάγοντες, με αυτοτελή, μη αριθμούμενο, λόγο της έφεσής τους, ισχυρίζονται ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την συμπροσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 8190/2017 μη οριστική απόφασή του, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, απέρριψε, με οριστικές διατάξεις αυτής, αφενός μεν ως μη νόμιμη την βάση της αγωγής περί (συρρέουσας) αδικοπρακτικής ευθύνης της εφεσίβλητης- εναγόμενης τράπεζας και συνακόλουθα, το επ' αυτής στηριζόμενο αίτημα για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφετέρου δε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα για τοκοδοσία από την ημέρα που έλαβε χώρα η ιστορούμενη άνευ εντολής τους μεταφορά χρημάτων από τον τραπεζικό λογαριασμό τους σε λογαριασμό, τρίτου, άγνωστου προσώπου σε αυστραλιανή τράπεζα. Ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη που παρατίθεται παραπάνω στην πρώτη παράγραφο του υπό στοιχείο -II- κεφαλαίου της παρούσας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφαρμόζοντας το νόμο (ζήτημα ερμηνείας αυτού δεν τέθηκε) και συγκεκριμένα, τις αναφερόμενες στην αυτή ως άνω νομική σκέψη διατάξεις, απέρριψε (α) την έκτης αδικοπραξίας βάση της αγωγής, διότι η άρνηση της τράπεζας να αποδώσει στους ενάγοντες - εκκαλούντες παρακαταθέτες το επίδικο ποσό της χρηματικής τους κατάθεσης, ακόμη κι αν είναι αυθαίρετη, συνιστά αθέτηση σύμβασης κι όχι καθαυτή αδικοπραξία, με αποτέλεσμα να μη γεννά, πέρα από της αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και αξίωση αποζημίωσής τους, εκτός αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάστηκε η ενοχική σύμβαση, λαμβάνουσα χώρα και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλεται από το νόμο, να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαίτια, κατά τις διατάξεις των άρθρων 919 και 288 του ΑΚ, για τις οποίες, όμως, απαιτείται δόλος της εφεσίβλητης - εναγόμενης τράπεζας, τον οποίο οι εκκαλούντες - ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν στην αγωγή τους, μη αρκούμενης της φράσης που διαλαμβάνεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι η ένδικη, άνευ εντολής τους, μεταφορά χρημάτων έγινε εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων της τράπεζας, αν όχι εκ δόλου για την επί σκοπώ περιουσιακή βλάβη τους, τουλάχιστον από βαρύτατη αμέλεια και (β) το παρεπόμενο αίτημα για τοκοδοσία από την ημέρα μεταφοράς των χρημάτων, καθόσον στην αγωγή δεν γίνεται επίκληση όχλησης της τράπεζας εκ μέρους των εκκαλούντων - εναγόντων κατά την ημέρα αυτή.

Από την επανεκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, των υπ' αριθμ. …/2016 και …/2019 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων … … και … …, αντίστοιχα, που λήφθηκαν, κατ’ αίτηση των εναγόντων - εκκαλούντων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου τους (σχ. οι υπ’ αριθμ. …/14.9.2016 και …/3.4.2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, … …), της υπ' αριθμ. …/16.11.2016 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα … … που λήφθηκε, κατ’ αίτηση της εναγόμενης - εφεσίβλητης, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων της (σχ. η υπ' αριθμ. .../11.11.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, … …), της υπ’ αριθμ. εκθ. καταθέσεως …/2018 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα, Δικαστικού Γραφολόγου - Αστυνόμου Α', ... …, ο οποίος διορίστηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 8190/2017 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, καθώς και από τις διαλαμβανόμενες στις προτάσεις των διαδίκων ομολογίες, για τις οποίες θα γίνει ειδική μνεία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες - εκκαλούντες, είναι σύζυγοι και κατοικούν μόνιμα στο Νιού Τζέρσευ των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Κατόπιν της από 21.6.2001 αιτήσεώς τους, προς την εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα στο υποκατάστημα αυτής στη Ν. Μάκρη Αττικής, ανοίχθηκε επ' ονόματι αμφοτέρων, ο υπ' αριθμ. … λογαριασμός, στον και από τον οποίο, κατά τη βούληση και τις εκάστοτε ανάγκες τους, κατέθεταν και αναλαμβάναν διάφορα χρηματικά ποσά. Προκειμένου οι ενάγοντες - εκκαλούντες να διευκολύνονται στις συναλλαγές τους, μέσω του εν λόγω τραπεζικού λογαριασμού τους, λόγω της μόνιμης κατοικίας τους στο εξωτερικό, επικοινωνούσαν με τους υπαλλήλους της εναγόμενης - εφεσίβλητης τράπεζας μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mails) ήδη από την 8.10.2012, αυτός δε ο τρόπος επικοινωνίας προβλέπεται από τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών της τράπεζας, τους οποίους οι ενάγοντες - εκκαλούντες γνώριζαν και είχαν αποδεχθεί. Το ανωτέρω περιστατικό, περί του τρόπου επικοινωνίας των εναγόντων - εκκαλούντων με την εναγόμενη - εφεσίβλητη, αποδεικνύεται συνδυαστικά εκ της υπ’ αριθμ. πρωτοκ. … και με ημερομηνία 3.12.2015 επιστολής της τελευταίας, που απευθύνεται στους αντιδίκους της και εκ της έμμεσης συνομολόγησης του περιεχομένου της από αυτούς, που συνάγεται από το ότι αυτοί ουδόλως το αμφισβήτησαν σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό τους ότι έδει η τράπεζα να τηρεί ένα πιστοποιημένο σύστημα ασφαλείας που να εξασφαλίζει τη γνησιότητα, την εμπιστευτικότητα και την επιβεβαίωση των ηλεκτρονικά διενεργούμενων συναλλαγών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, διά του ανωτέρω τρόπου επικοινωνίας, οι ενάγοντες - εκκαλούντες προέβησαν στις ακόλουθες συναλλαγές : α) στις 22.1.2014 έδωσαν στο ανωτέρω υποκατάστημα της εναγόμενης - εφεσίβλητης εντολή, μέσω e-mail, επί του οποίου είχαν αποτυπωθεί - αναπαραχθεί ψηφιακά (σκαναριστεί) οι ιδιόχειρες υπογραφές τους, για μεταφορά 50.000 ευρώ, μετατρεπόμενων σε δολάρια Η.Π.Α, από τον ανωτέρω λογαριασμό τους στον υπ' αριθμ. No …, επ' ονόματί τους, λογαριασμό τους στις Η.Π.Α, β) στις 16.12.2014 έδωσαν στο ανωτέρω υποκατάστημα της εναγόμενης - εφεσίβλητης εντολή, μέσω e-mail, επί του οποίου είχαν αποτυπωθεί - αναπαραχθεί ψηφιακά (σκαναριστεί) οι ιδιόχειρες υπογραφές τους, για μεταφορά 50.000 ευρώ, μετατρεπόμενων σε δολάρια Η.Π.Α, από τον ανωτέρω λογαριασμό τους στον αυτό ως άνω λογαριασμό τους στις Η.Π.Α και γ) στις 6.3.2015 έδωσαν στο ανωτέρω υποκατάστημα της εναγόμενης - εφεσίβλητης εντολή, μέσω e-mail, επί του οποίου είχαν αποτυπωθεί - αναπαραχθεί ψηφιακά (σκαναριστεί) οι ιδιόχειρες υπογραφές τους, για μεταφορά 50.000 ευρώ, μετατρεπόμενων σε δολάρια Η.Π.Α, από τον ανωτέρω λογαριασμό τους στον αυτό ως άνω λογαριασμό τους στις Η.Π.Α. Οι ανωτέρω συναλλαγές - εντολές μεταφοράς χρημάτων αποδεικνύονται από τα αντίστοιχα έγγραφα μηνύματα που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως σε εκτύπωση από το ηλεκτρονικό αρχείο της η εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα, σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, τα οποία ουδόλως αμφισβήτησαν οι ενάγοντες - εκκαλούντες, όπως δεν αμφισβήτησαν και τις εν λόγω συναλλαγές. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε εκ της καταθέσεως του μάρτυρα ανταπόδειξης … …, Διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγόμενης-εφεσίβλητης στη Ν. Μάκρη Αττικής, που περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθμ. …/16.11.2016 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ότι όλες οι παραπάνω, μέσω e-mail επί των οποίων είχαν αποτυπωθεί - αναπαραχθεί ψηφιακά (σκαναριστεί) οι ιδιόχειρες υπογραφές των εναγόντων - εκκαλούντων, εντολές συναλλαγής - μεταφοράς χρημάτων πραγματοποιούνταν από τους υπαλλήλους της τράπεζας αφότου οι ενάγοντες - εκκαλούντες απέστελναν σε αυτήν ταχυδρομικώς (με εταιρεία ταχυμεταφοράς-curier) και την αντίστοιχη πρωτότυπη έγγραφη και ενυπόγραφη εντολή τους. Στις 4.5.2015 οι ενάγοντες - εκκαλούντες ενημερώθηκαν από την εναγόμενη - εφεσίβλητη, κατόπιν ερωτήματος τους και μετά από τυχαίο έλεγχο των κινήσεων του ανωτέρω λογαριασμού τους, ότι στις 28.4.2015 οι υπάλληλοι αυτής είχαν προβεί στη μεταφορά από αυτόν του ισόποσου των 26.000 ευρώ (περίπου 28.000 δολάρια Αυστραλίας) στον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό που τηρείται στην Αυστραλιανή τράπεζα … επ’ ονόματι της … …, …, την οποία αυτοί δεν γνώριζαν και ουδεμία συναλλαγή ή άλλη σχέση είχαν μαζί της. Επειδή οι ενάγοντες- εκκαλούντες αμφισβήτησαν την εν λόγω εντολή - συναλλαγή - μεταφορά χρημάτων, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγόμενης - εφεσίβλητης τους ενημέρωσαν ότι την πραγματοποίησαν κατόπιν δικής τους εντολής τους, που δόθηκε μέσω e-mail, επιβεβαιώθηκε με την πρωτότυπη υπογεγραμμένη εντολή τους που απεστάλη και ταχυδρομικώς μέσω της εταιρείας DHL, ενώ μετά τη μεταφορά των χρημάτων, οι ίδιοι ενημερώθηκαν για την πραγματοποίησή της, από τους αρμόδιους υπαλλήλους της τράπεζας, ομοίως, μέσω e-mail. Ειδικότερα, η εναγόμενη - εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι την 20.4.2015 έλαβε εντολή από τους ενάγοντες - εκκαλούντες, μέσω του προσωπικού τους e-mail με ηλεκτρονική διεύθυνση «…@aol.com», το οποίο ήταν καταχωρημένο στα συστήματα αυτής, για μεταφορά πίστωσης ύψους 26.000 ευρώ, μετά τη μετατροπή του σε AUD, από τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό τους, τηρούμενο στο υποκατάστημά της στη Ν. Μάκρη Αττικής, στον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό στην Αυστραλιανή τράπεζα … επ' ονόματι της … …, …, για αγορά κατοικίας. Επίσης, η εναγόμενη - εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι, λόγω του ύψους της συναλλαγής, δεν αρκέστηκε στη λήψη της σχετικής εντολής για μεταφορά πίστωσης, στην ως άνω ηλεκτρονική επικοινωνία, αλλά ζήτησε από τους ενάγοντες - εκκαλούντες την, σε πρωτότυπο, έγγραφη και ενυπόγραφη εντολή τους, που πράγματι της απεστάλη, στο υποκατάστημά της στη Ν. Μάκρη Αττικής, μέσω της εταιρείας ταχυμεταφορών DHL, στις 27.4.2015, και αφού προέβη σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας των εντολέων, διαπίστωσε την ομοιότητα των υπογραφών των τελευταίων, επί της ανωτέρω πρωτότυπης εντολής, με τα τηρούμενα στο αρχείο της δείγματα υπογραφών τους και πραγματοποίησε την αποστολή - μεταφορά του εν λόγω χρηματικού ποσού, σύμφωνα με την σχετική εντολή που είχε λάβει. Ωστόσο οι ενάγοντες - εκκαλούντες, διά των από 30.4.2015 και 2.5.2015 e-mails τους προς την αντίδικό τους, αμφισβήτησαν συνολικά την ανωτέρω συναλλαγή και ιδίως το ότι έδωσαν εντολή για την ως άνω μεταφορά. Λόγω της αμφισβήτησης αυτής, προς διαπίστωση της γνησιότητας των υπογραφών των εναγόντων - εκκαλούντων, επί της από 20.4.2015 πρωτότυπης εντολής, την οποία η εναγόμενη - εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι έλαβε από αυτούς, αρχικά μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος (e-mail) κι εν συνεχεία σε πρωτότυπο ταχυδρομικώς μέσω αποστολής με την εταιρεία ταχυμεταφορών DHL, διατάχθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ.8190/2017, η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον διορισθέντα με την ίδια απόφαση Δικαστικό Γραφολόγο - Αστυνόμο Α' … …, ο οποίος την κατέθεσε στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου στις 21.12.2018, συνταχθείσας της υπ' αριθμ. …/2018 έκθεσης κατάθεσης πραγματογνωμοσύνης. Τα ενδιαφέροντα, για το αμφισβητούμενο αποδεικτέο ζήτημα, σημεία της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης, σχετικά με τις ενέργειες, παρατηρήσεις και διαπιστώσεις του συντάκτη αυτής πραγματογνώμονα, έχουν ως ακολούθως : «...Αρχικά δέον όπως επισημανθεί ότι δεν ανευρέθη πρωτότυπο της υπό έλεγχο εντολής πληρωμής, -παρά τις επάλληλες κλήσεις του υπογράφοντας προς τα διάδικα μέρη, τα οποία δήλωσαν ότι δεν κατέχουν το εν λόγω έγγραφο σε πρωτότυπο-, αλλά αυτό ευρέθη σε φωτοαντίγραφο, όπως τηρείται -κατά δήλωση της υπαλλήλου της τράπεζας, κ. …- στο αρχείο του υποκαταστήματος της διαδίκου ΑΤΕ με την επωνυμία … στη Νέα Μάκρη (επί της …), όπου εξετάστηκε μακροσκοπικά και μικροσκοπικά και φωτογραφήθηκε (ελήφθη δε και φωτοαντίγραφο αυτού) στο εν λόγω υποκατάστημα. ... Κατόπιν εξετάστηκαν δειγματικές υπογραφές των φερομένων ως υπογραφόντων, ... … και … …, οι οποίες διαλαμβάνονται αντίστοιχα σε πρωτότυπα και σε φωτοαντίγραφα διαφόρων εγγράφων (τραπεζικές εντολές μεταφοράς, φύλλα χάρτου συμβολαίου, διαβατήρια κ.λπ), που κατεδείχθησαν ως γνήσιο δειγματικό υλικό ή παρεδόθησαν στον υπογράφοντα από τους συνηγόρους και των δύο διαδίκων μερών. Ακολούθως, πραγματοποιήθηκε επισταμένη και αλλεπάλληλη συγκριτική εξέταση των αμφισβητούμενων υπογραφών επί του πειστηρίου εγγράφου με τα αντίστοιχα δειγματικά στοιχεία των εμπλεκόμενων στην υπόθεση ατόμων, ήτοι του … … και της … ... Όλα τα έγγραφα (πειστήρια - δειγματικά), αφού μελετήθηκαν, εξετάσθηκαν και αναλύθηκαν, οδήγησαν αξιολογούμενα στα τελικά συμπεράσματα. ... Περιγραφή Πειστηρίου : Πρόκειται για την υπό έλεγχο εντολή πληρωμής με ημερομηνία προφανώς "April 10,2015", η οποία είναι φωτοαντίγραφο και φυλάσσεται στο υποκατάστημα της διαδίκου ΑΤΕ με την επωνυμία "…" στη Νέα Μάκρη (επί της …), όπου φωτογραφήθηκε και εξετάσθηκε, με την επισήμανση ότι φωτοαντίγραφο αυτής σημάνθηκε με την ένδειξη [Π] για διάκριση. Το υπό εξέταση έγγραφο συνίσταται αποκλειστικώς σε δεκαοκτώ (18) στίχους, ενώ μεταξύ του 16ου και 17ου στίχου κάτωθι των δύο θέσεων «… …» & «… …» και επί ισάριθμων γραμμών εμφαίνονται - επίσης σε φωτοαντίγραφο - δύο (2) μικτού τύπου υπογραφές που φέρονται προφανώς να αποδίδονται στα εν λόγω άτομα. Επιπρόσθετα στο άνω δεξιό τμήμα του υπό εξέταση εγγράφου εμφαίνεται σε πρωτότυπο διά στυλογράφου χρώματος μελάνης μπλε μία (1) συμβολικού τύπου υπογραφή, συνοδευόμενη από ένα -επίσης πρωτότυπο- εντύπωμα ατομικής σφραγίδας που διαλαμβάνει τις ενδείξεις : «… …». Επίσης, επί του υπό εξέταση εγγράφου εμφαίνονται οι πρωτότυπα διά μολυβδογράφου αποδοθείσες χειρόγραφες ενδείξεις «1254» στο αριστερό περιθώριο αυτού καθώς και «…» στο κάτω τμήμα του υπό έλεγχο εγγράφου. Επισημαίνεται ότι αντικείμενο της παρούσης γραφολογικής διερεύνησης δεν θα αποτελέσουν τα πρωτότυπα στοιχεία τόσο στο άνω δεξιό τμήμα του υπό εξέταση εγγράφου (υπογραφή και εντύπωμα ατομικής σφραγίδας), όσο και στο αριστερό περιθώριο (χειρόγραφες ενδείξεις γραφής), καθόσον δεν περιλαμβάνονται στο αντικείμενο του διατακτικού της διοριστήριας απόφασης και διότι αυτά ετέθησαν προφανώς κατά τη διαδικασία καταχώρησης και εσωτερικής διακίνησης του εγγράφου από τις υπηρεσίες της τράπεζας σύμφωνα με το υφιστάμενο πρωτόκολλο... το υπό έλεγχο έγγραφο και τα επ' αυτού αμφισβητούμενα στοιχεία (ήτοι οι υπογραφές των εμπλεκόμενων στην υπόθεση ατόμων)-καίτοι εμφαίνονται σε φωτοαντίγραφο- εντούτοις διαθέτουν σε γενικές γραμμές σχετικά ικανοποιητική ευκρίνεια και ως εκ τούτου καθίσταται εφικτός ο εντοπισμός αρκετών γραφολογικών χαρακτηριστικών που τα προσδιορίζουν ατομικά, ενώ συγχρόνως αποτελούν -σε συνδυασμό με το συγκεκριμένο διατεθέν δειγματικά υλικό- τη βάση για την περαιτέρω συγκριτική τους εξέταση. ... δέον επισημανθεί ότι τα κατωτέρω σημανθέντα με τις ενδείξεις Δ1 έως Δ8 δειγματικά έγγραφα επεδείχθησαν -κατόπιν συνεννόησης με τον συνήγορο- από υπαλλήλους της διαδίκου ΑΤΕ ... ως γνήσιο δειγματικά υλικό των εμπλεκομένων στην υπόθεση ατόμων, ήτοι του … ... και της … …, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό πρωτόκολλο επίδειξης πρωτότυπων παραστατικών για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Ο δε συνήγορος των έτερων διαδίκων (ήτοι του … ... και της … ...) επέδειξε τα κατωτέρω σημανθέντα με τις ενδείξεις Δ9 έως Δ10 δειγματικά έγγραφα, που τηρούνται στο αρχείο του Συμβολαιογράφου Αθηνών, … … (εδρεύοντος στη … στη Νέα Μάκρη, όπου και εξετάστηκαν και φωτογραφήθηκαν από τον συντάκτη της παρούσας) ως γνήσιο δειγματικά υλικό των εντολέων του και εμπλεκομένων στην υπόθεση ατόμων, ήτοι του … ... και της … ... ... Από τη γραφολογική - συγκριτική εξέταση των αμφισβητούμενων υπογραφών ... επί του υπό εξέταση εγγράφου [Π], με το συγκεκριμένο διατεθέν δειγματικά υλικό των εμπλεκομένων στην υπόθεση ατόμων ... διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα : Η1. Ως προς την αμφισβητούμενη υπογραφή στη θέση «… …» ... διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζουν μεταξύ τους -κατ' αρχήν- πολλές και σημαντικές ομοιότητες, εντοπιζόμενες κυρίως : στη γενική τους εμφάνιση, στην υπογραφική τους πορεία και ιδιαίτερα στην ανοδική ανάκαμψη των καταληκτικών χαρακτήρων, στην κλίση και το σχετικό μέγεθος των επιμέρους χαρακτήρων, στη σχετική απόσταση τόσο μεταξύ των επιμέρους χαρακτήρων όσο και ανάμεσα στα συμπλέγματα χαρακτήρων που φαίνεται να αντιστοιχούν στο όνομα και το επώνυμο του φερόμενου ως χαράκτη αντίστοιχα, στην τάση αποδόμησης υψομετρικών εναλλαγών στους διαδοχικούς επιμέρους χαρακτήρες, στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού του εναρκτήριου του ονόματος μορφώματος, στη μορφή και τον τρόπο απόδοσης των επιμέρους γραμματικών χαρακτήρων του ονοματεπωνύμου του φερόμενου χαράκτη, ήτοι: «I, D, ρ, s», στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού των συνδέσεων επιμέρους χαρακτήρων που συγκροτούν τόσο το όνομα όσο και το επώνυμο του φερόμενου ως χαράκτη και στη διαφαινόμενη εν γένει ανάπτυξη και δομή τους. ... Η2. Ως προς την αμφισβητούμενη υπογραφή στη θέση «… …» ... διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζουν μεταξύ τους πολλές και σημαντικές ομοιότητες, εντοπιζόμενες κυρίως : στη γενική τους εμφάνιση, στην υπογραφική πορεία, στην κλίση και το σχετικό μέγεθος των επιμέρους χαρακτήρων, στη σχετική απόσταση τόσο μεταξύ των επιμέρους χαρακτήρων όσο και ανάμεσα στα συμπλέγματα χαρακτήρων που φαίνεται να αντιστοιχούν στο όνομα και το επώνυμο της φερόμενης ως χαράκτριας αντίστοιχα, στην τάση αποδόμησης υψομετρικών εναλλαγών στους διαδοχικούς επιμέρους χαρακτήρες, στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού του εναρκτήριου του ονόματος μορφώματος που προσιδιάζει στον αρχικό γραμματικό χαρακτήρα του ονόματος «Joyce» και φαίνεται να ανήκει στη φερόμενη ως χαράκτρια, στη μορφή και τον τρόπο απόδοσης των επιμέρους γραμματικών χαρακτήρων του ονοματεπωνύμου της φερόμενης ως χαράκτριας, ήτοι : «ο, y, c, D, I, u, p, s», στη μορφή και τον τρόπο σχηματισμού των συνδέσεων επιμέρους χαρακτήρων που συγκροτούν τόσο το όνομα όσο και το επώνυμο της φερόμενης ως χαράκτριας και στη διαφαινόμενη εν γένει ανάπτυξη και δομή τους. Η.3 Περαιτέρω γραφολογική - συγκριτική εξέταση. Η3.1. Ως προς τη σχετική θέση του συμπλέγματος των αμφισβητούμενων υπογραφών και των μηχανογραφημένων ενδείξεων του κάτω τμήματος του κειμένου επί του υπό εξέταση εγγράφου [Π]. Από τη διενεργηθείσα γραφολογική εξέταση του συμπλέγματος των αμφισβητούμενων υπογραφών που διαλαμβάνονται - κατά περίπτωση- κάτωθι των θέσεων : «… …» και «… …» αντίστοιχα καθώς και των μηχανογραφημένων ενδείξεων του κάτω τμήματος του κειμένου επί του υπό εξέταση εγγράφου [Π], ήτοι: «Very truly yours, … …, …, … …, … (...) διαπιστώθηκε ότι παρήχθησαν μέσω συσκευής τεχνολογίας inkjet». Από την περαιτέρω συγκριτική εξέταση του ως άνω συμπλέγματος των αμφισβητούμενων υπογραφών και των προειρημένων μηχανογραφημένων ενδείξεων του κάτω τμήματος του κειμένου επί του υπό εξέταση εγγράφου [Π], με το αντίστοιχο σύμπλεγμα των δειγματικών υπογραφών και των μηχανογραφημένων ενδείξεων του αντίστοιχου κάτω τμήματος επί του δειγματικού εγγράφου [Δ2] (το οποίο διαλαμβάνεται σε φωτοαντίγραφο και αποτελεί -σύμφωνα με τους επιδείξαντες υπαλλήλους της τράπεζας (...)- αναμφισβήτητης γνησιότητας δειγματικό έγγραφο έγκυρης εντολής πληρωμής που διενεργήθηκε, υλοποιήθηκε και περαιώθηκε κανονικά, χωρίς να αμφισβητηθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ολοκλήρωσης της πληρωμής και δίχως να εγείρεται μέχρι σήμερα από οποιοδήποτε εκ των διαδίκων μερών ουδέν ίχνος αμφισβήτησης για τη γνησιότητά της), διαπιστώθηκε ότι αυτά ταυτίζονται απόλυτα μεταξύ τους ως προς : τη γενική εμφάνιση, το σχετικό μέγεθος και την κλίση των γραμματικών χαρακτήρων που συγκροτούν τις υπογραφές και τις μηχανογραφημένες ενδείξεις γραφής, τις σχετικές αποστάσεις αυτών, τις σχετικές διατάσεις (μήκος, ύψος, εύρος), τις σχετικές αναλογικές θέσεις των επιμέρους στοιχείων, τη διαφαινόμενη πλοκή των υπογραφών, τη μορφή τόσο των γραμματικών χαρακτήρων και των μορφωμάτων που τις συγκροτούν όσο και των συνδέσεων αυτών, τη διάταξη στο παρεχόμενο γραφικό πεδίο, τη μορφή, την κλίση, τις σχετικές αποστάσεις και το μέγεθος των μηχανογραφημένων ενδείξεων γραφής καθώς και τα σημεία τομής υπογραφών και μηχανογραφημένων ενδείξεων, καταδεικνύοντας ότι τα εν λόγω συμπλέγματα αποτελούν πιστά αντίγραφα ενός και μοναδικού συμπλέγματος υπογραφών και μηχανογραφημένων ενδείξεων γραφής, καθόσον, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία (...) δεν είναι δυνατόν να υπάρξει απόλυτη σύμπτωση - ταύτιση υπογραφών επί διαφορετικών εγγράφων, ακόμη και εάν αυτές συνιστούν προϊόντα χάραξης του ίδιου ατόμου. Τα εν λόγω συμπλέγματα είτε έχουν μεταφερθεί αυτούσια (με τη μέθοδο της ψηφιακής φωτομεταφοράς, διά χρήσεως συστήματος Η/Υ ή άλλης συσκευής ανάλογης τεχνολογίας) το ένα από το άλλο ή από κάποιο άλλο τρίτο έγγραφο, είτε έχουν καταρτιστεί σε Η/Υ με συνδυασμό καθενός εκ των στοιχείων που το συνθέτουν. Ως εκ των ανωτέρω, συνάγεται (δεδομένης της αναμφισβήτητης γνησιότητας του -επιδειχθέντος από υπαλλήλους της διάδικης τράπεζας ως εγκύρου- δειγματικού εγγράφου [Δ2] ότι η «εναπόθεση» του συμπλέγματος υπογραφών και μηχανογραφημένων ενδείξεων γραφής στο πειστήριο έγγραφο [Π], πραγματοποιήθηκε διά ψηφιακής φωτομεταφοράς. Οι όποιες μικροδιαφοροποιήσεις, που τυχόν παρατηρούνται μεταξύ των συγκρινόμενων στοιχείων (υπογραφών και μηχανογραφημένων ενδείξεων γραφής), οφείλονται είτε στη διαδικασία κατά τη φωτοαναπαραγωγή - φωτομεταφορά στο υπό έλεγχο έγγραφο της πειστήριας εντολής πληρωμής [Π], είτε στην αποτύπωση των εν λόγω στοιχείων του δειγματικού εγγράφου [Δ2] επί του αντιγράφου αυτού και δεν είναι σε καμία περίπτωση ικανές να ανατρέψουν την ανωτέρω γραφολογική διαπίστωση. Η3.2 Ως προς τη γραφική πορεία των μηχανογραφημένων ενδείξεων του κάτω τμήματος του κειμένου επί του υπό εξέταση εγγράφου [Π]. Από την περαιτέρω διενεργηθείσα γραφολογική - συγκριτική εξέταση των μηχανογραφημένων ενδείξεων του κάτω τμήματος του κειμένου του υπό εξέταση εγγράφου [Π], ήτοι των «Very truly yours, … …, …, ... …, …» (...J, εν συγκρίσει με τις λοιπές μηχανογραφημένες ενδείξεις γραφής στο λοιπό άνω τμήμα του κειμένου του εν λόγω υπό εξέταση εγγράφου [Π], διαπιστώθηκε ότι αυτές δεν έχουν παράλληλη γραφική πορεία (εικόνα που κανονικά εμφαίνεται σε διαλαμβανόμενες επί ενιαίου κειμένου μηχανογραφημένες ενδείξεις), αλλά παρουσιάζουν συγκριτικά μία ελαφρά κλίση προς τα κάτω γεγονός που μπορεί να οφείλεται είτε σε ελάττωμα κατά τη διαδικασία αναπαραγωγής του συγκεκριμένου αντιγράφου από το πρωτότυπο ή άλλο αντίγραφο προηγούμενης γενιάς, είτε σε εναπόθεση του συμπλέγματος αυτών διά ψηφιακής φωτοαεταφοράς, Ι, ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. Αξιολογώντας τα ευρήματα που προέκυψαν από την εξέταση, ανάλυση & σύγκριση των συγκεκριμένων στοιχείων που διατέθησαν και συνοψίζοντας τις διαπιστώσεις και παρατηρήσεις που προέκυψαν κατά την πορεία της παρούσας γραφολογικής διερεύνησης (λαμβάνοντας δε υπόψιν κυρίως την επισήμανση ότι οι κρίσιμης σημασίας για τη διενέργεια της παρούσης δειγματικές εντολές πληρωμής επεδείχθησαν ως αναμφισβήτητης γνησιότητας αρχειακό δειγματικό υλικό από υπαλλήλους της διαδίκου ΑΤΕ με την επωνυμία «…» διαμορφώνονται τα τελικά συμπεράσματα, τα οποία έχουν ως ακολούθως : Δεδομένης της αναμφισβήτητης γνησιότητας του -επιδειχθέντος από υπαλλήλους της διάδικης τράπεζας ως εγκύρου καίτοι σε φωτοαντίγραφο- δειγματικού εγγράφου [Δ2], οι αμφισβητούμενες υπογραφές αντίστοιχα στις θέσεις «… …» και «… …» επί της υπό έλεγχο εντολής πληρωμής (Π) συνιστούν προϊόν φωτομεταφοράς των γνήσιων υπογραφών των … και της … … που διαλαμβάνονται επί της -καθ’ υπόδειξιν υπαλλήλων της τράπεζας- αναμφισβήτητης γνησιότητας δειγματικής εντολής πληρωμής [Δ2] (πληρωμή η οποία υλοποιήθηκε κανονικά και ουδέποτε μέχρι σήμερα αμφισβητήθηκε), καθιστώντας κατά λογικά αναγκαιότητα και αλληλουχία τοιουτοτρόπως την υπό έλεγχο εντολή πληρωμής (Π) αυτόματα μη γνήσια. Η εναπόθεση του επίμαχου συμπλέγματος των υπογραφών και των μηχανογραφημένων ενδείξεων γραφής επί της πειστήριας εντολής πληρωμής [Π] από τη γνήσια δειγματική εντολή πληρωμής [Δ2] ή αντίγραφο αυτής, πραγματοποιήθηκε είτε μέσω φωτοαντιγραφικού μηχανήματος, είτε μέσω συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και σαρωτή (scanner) ή άλλη συσκευή ανάλογης τεχνολογίας, από άτομο που προφανώς αποσκοπούσε με τον τρόπο αυτό να την παρουσιάσει ως γνήσια.». Από τις παραπάνω διαπιστώσεις και το προαναφερόμενο, σαφώς διατυπωμένο και άνευ οποιασδήποτε επιφύλαξης, τελικό συμπέρασμα της υπ’ αριθμ. …/2018 γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, αποδεικνύεται ότι η από 20.4.2015 έγγραφη εντολή, βάσει της οποίας η εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα πραγματοποίησε, διά των προστηθέντων υπαλλήλων της, την επίμαχη μεταφορά χρημάτων από τον τραπεζικό λογαριασμό των εναγόντων - εκκαλούντων, συνιστούσε έγγραφο που παράχθηκε, διά αντιγραφής, με κάποιον από τους ανωτέρω διαλαμβανόμενους στην πραγματογνωμοσύνη τρόπους, από έτερο γνήσιο έγγραφο και δη της από 6.3.2015 εντολής πληρωμής που τηρούσε η τράπεζα, σε φωτοαντίγραφο, στο αρχείο της. Εκ του ανωτέρω αποδειχθέντος περιστατικού, σε συνδυασμό με το ότι αφενός μεν η εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα δεν προσκόμισε, καίτοι της ζητήθηκε, το πρωτότυπο έγγραφο της ανωτέρω από 20.4.2015 εντολής, το οποίο, όπως η ίδια ισχυρίζεται, ζήτησε να της αποστείλουν οι αντίδικοί της προς διασφάλιση της επιβεβαίωσης της αιτούμενης συναλλαγής και της ταυτοπροσωπίας των εναγόντων - εκκαλούντων ως εντολέων που την υπέγραψαν, παρότι, κατά λογική αναγκαιότητα, είναι και η μόνη που θα ήταν δυνατόν, αλλά και όφειλε, να το κατέχει σε πρωτότυπο, εφόσον της απεστάλη, αφετέρου δε αυτή δεν προσκομίζει έκθεση της Ειδικής Δικαστικής Γραφολόγου, κ. …, την οποία διόρισε ως τεχνική σύμβουλο και η οποία συναντήθηκε με τον ανωτέρω πραγματογνώμονα, που διόρισε το Δικαστήριο, και διατύπωσε τις γραφολογικές απόψεις της επί της υπόθεσης (σχ. η σχετική επισήμανση επί της υπ’ αριθμ. …/2018 έκθεσης γραφολογικης πραγματογνωμοσύνης στο υπό στοιχείο Β' κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Παράσταση Τεχνικών Συμβούλων»], συνάγεται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι οι ενάγοντες - εκκαλούντες ουδέποτε έδωσαν στην εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα την επίμαχη από 20.4.2015 εντολή, διά ηλεκτρονικού μηνύματος (e-mail), πολλώ δε μάλλον ουδέποτε απέστειλαν πρωτότυπο έγγραφο αυτής με τις ιδιόχειρες υπογραφές τους, διά της εταιρείας ταχυμεταφορών DHL και συνεπώς, η βάσει αυτής διενεργηθείσα μεταφορά πίστωσης ύψους 26.000 ευρώ, μετά τη μετατροπή του σε AUD, από τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό τους, που τηρούσαν στο υποκατάστημα της εναγόμενης - εφεσίβλητης τράπεζας στη Ν. Μάκρη Αττικής, στον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό στην Αυστραλιανή τράπεζα … επ’ ονόματι της … …, …, με αιτιολογία την αγορά κατοικίας, έγινε εν αγνοία τους, άνευ εντολής τους και δίχως να την επιθυμούν. Οι ενάγοντες - εκκαλούντες άμεσα, στις 5.4.2015, υπέβαλαν σχετική καταγγελία αξιόποινου γεγονότος στις αρχές των Η.Π.Α, οι οποίες, όμως, καίτοι κατέγραψαν το περιστατικό, τους δήλωσαν ότι δεν είχαν σχετική αρμοδιότητα για άσκηση διώξεων, καθόσον η απάτη έλαβε χώρα στην Ελλάδα. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, η επίμαχη μεταφορά χρημάτων από τον λογαριασμό των εναγόντων - εκκαλούντων στον προαναφερόμενο λογαριασμό άγνωστου αλλοδαπού προσώπου σε τράπεζα της Αυστραλίας, έλαβε χώρα δυνάμει πλαστής εντολής που χορηγήθηκε από άγνωστο άτομο, το οποίο αφενός μεν βρίσκοντας κενό ασφαλείας, υπέκλεψε τα προσωπικά στοιχεία της ηλεκτρονικής διεύθυνσης των εναγόντων - εκκαλούντων, απέκτησε πρόσβαση σε αυτήν και δυνατότητα πρόσβασης, αφετέρου δε κατασκεύασε, με τον προαναφερόμενο τρόπο, την σχετική εντολή. Η εκτέλεση της πλαστής αυτής εντολής κατέστη δυνατή διότι, οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγόμενης - εφεσίβλητης, επιδεικνύοντας βαριά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και παραβιάζοντας το καθήκον τους προς προστασία των συμφερόντων των εναγόντων - εκκαλούντων, που απορρέει από την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης που συνδέει την τράπεζα με τους πελάτες της, αποδέχθηκαν, χωρίς καμία προηγούμενη ταυτοποίηση του αποστολέα, χωρίς - έστω - προηγούμενη τηλεφωνική επικοινωνία με τους ενάγοντες - εκκαλούντες, ότι το από 20.4.2015 ηλεκτρονικό μήνυμα προερχόταν από τους τελευταίους και αρκέστηκαν, για την πραγματοποίηση της εντελλόμενης μεταφοράς χρημάτων, στο ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα, καθόσον, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή έλαβε με ταχυδρομείο και δη μέσω της εταιρείας ταχυμεταφορών DHL, όπως ισχυρίστηκε (σχ. η από 3.12.2015 επιστολή της προς τους ενάγοντες - εκκαλούντες), τη σχετική εντολή σε πρωτότυπο έγγραφο που έφερε τις ιδιόχειρες υπογραφές των εναγόντων - εκκαλούντων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την ηλεκτρονική αλληλογραφία, που προσκομίζει μετ' επικλήσεως η εναγόμενη - εφεσίβλητη, που φέρεται να έλαβε χώρα μεταξύ αυτής, διά της προστηθείσας υπαλλήλου της ... … και των εναγόντων - εκκαλούντων και δη από το με ημερομηνία 22.4.2015 ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο η τράπεζα αιτήθηκε την αποστολή της πρωτότυπης έγγραφης ενυπόγραφης εντολής και από τα με ημερομηνίες 27.4.2015 ηλεκτρονικά μηνύματα, με τα οποία αφενός μεν οι ενάγοντες - εκκαλούντες φέρεται να επιβεβαιώνουν ότι απέστειλαν το πρωτότυπο μέσω της εταιρείας ταχυμεταφορών UPS, αφετέρου δε η εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα επιβεβαιώνει ότι το παρέλαβε. Τούτο διότι, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, τα συγκεκριμένα ηλεκτρονικά μηνύματα δεν τα απέστειλαν οι ενάγοντες - εκκαλούντες καθόσον η ασφάλεια της ηλεκτρονικής διεύθυνσής τους είχε παραβιαστεί, ενώ, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα μηνύματα αυτά προφανώς αποτέλεσαν συνέχεια του πρώτου, με ημερομηνία 20.4.2015, ηλεκτρονικού μηνύματος διά του οποίου φέρεται ότι αυτοί αιτήθηκαν την επίδικη μεταφορά χρημάτων, προς ολοκλήρωση της σχεδιασθείσας εξαπάτησης της τράπεζας. Επιπροσθέτως, παρότι στο από 27.4.2015 ηλεκτρονικό μήνυμα της εναγόμενης - εφεσίβλητης τράπεζας, που συνέταξε η υπάλληλός της … …, αναφέρεται ότι παρελήφθη από αυτήν το πρωτότυπο έγγραφο της σχετικής εντολής μεταφοράς χρημάτων, με τις υπογραφές των εναγόντων - εκκαλούντων, το περιστατικό αυτό δεν αποδεικνύεται καθόσον η τράπεζα δεν προσκομίζει μετ' επικλήσεως το ανωτέρω πρωτότυπο έγγραφο, παρότι είναι η μόνη που αντικειμενικά είχε τη δυνατότητα και όφειλε να το κατέχει και να το διατηρεί στο αρχείο της. Εξάλλου, η εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα δεν προσκομίζει μετ' επικλήσεως κατάλογο των εισερχομένων και παραληφθέντων εγγράφων της 27.4.2015, εκ του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί, σε συνδυασμό με τα λοιπές αποδείξεις, αποδεικτικό πόρισμα περί του ανωτέρω ισχυρισμού της ότι της απεστάλη και παρέλαβε το πρωτότυπο έγγραφο της εντολής με τις υπογραφές των εναγόντων - εκκαλούντων. Περαιτέρω, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγόμενης - εφεσίβλητης τράπεζας όφειλαν να έχουν διασφαλίσει πως η ηλεκτρονική και τηλεφωνική επικοινωνία τους με τους ενάγοντες - εκκαλούντες θα γινόταν μέσω μίας συγκεκριμένης ηλεκτρονικής διεύθυνσης και τηλεφωνικής σύνδεσης, η οποία πιστοποιημένα ανήκε σε αυτούς. Τούτο παρίστατο απολύτως αναγκαίο, αφού η μόνιμη κατοικία των εναγόντων - εκκαλούντων είναι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Βαριά αμέλεια, όμως, επέδειξαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης- εφεσίβλητης και κατά την, διά ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, παραλαβή της από 20.4.2015 έγγραφης εντολής καθόσον, κατά τα προεκτεθέντα, αρκέστηκαν σε αυτή και την θεώρησαν γνήσια. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους υπαλλήλους της εναγόμενης εφεσίβλητης ήταν διάτρητη, χωρίς να παρέχει καμία διασφάλιση για την ταυτοποίηση των προσώπων που έδωσαν την από 20.4.2015 εντολή για μεταφορά χρημάτων. Όπως δε εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της απόφασης, η εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα όφειλε να έχει οργανώσει την επαγγελματική-τραπεζική της δραστηριότητα, με την πρόσληψη και ειδική εκπαίδευση των υπαλλήλων της και την υιοθέτηση διαδικασιών που θα διασφάλιζαν την ταυτοποίηση του εντολέα μεταφοράς χρημάτων, ιδίως στις περιπτώσεις όπως η επίδικη, όπου η σχετική εντολή δεν έλαβε χώρα με αυτοπρόσωπη παρουσία των εντολέων ή πληρεξουσίου τους στο υποκατάστημα της εναγόμενης - εφεσίβλητης, αλλά διαδικτυακά και με αποστολή εγγράφων από άλλη χώρα. Η εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα προέβαλε πρωτοδίκως και επαναπροβάλει κατ' έφεση, αμυνόμενη στην έφεση, τον ισχυρισμό ότι οι ενάγοντες - εκκαλούντες είναι αποκλειστικά υπαίτιοι άλλως συνυπαίτιοι κατά ποσοστό 99% της ζημίας που υπέστησαν, διότι οι ίδιοι επέλεξαν να επικοινωνούν με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και δεν διαφύλαξαν τα προσωπικά τους στοιχεία, με αποτέλεσμα κάποιος να τα υποκλέψει. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά, κατά το σκέλος του περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, άρνηση της αγωγής και κατά το σκέλος του περί συνυπαιτιότητας, ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ (και όχι στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, που επιχειρείται να θεμελιωθεί από την εναγόμενη - εφεσίβλητης, διότι στην προκείμενη περίπτωση που ασκείται αξίωση προς εκπλήρωση παροχής δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, που τυγχάνει εφαρμογής μόνο σε περίπτωση αξίωσης προς αποζημίωση : ΑΠ 1204/2007 ΝοΒ 2007. 2448), πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, αποδείχθηκε (ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, του μάρτυρα ανταπόδειξης … …) ότι η, μεταξύ των διαδίκων, επικοινωνία διά ηλεκτρονικών μηνυμάτων επιβεβαιωνόταν πάντοτε με την αποστολή του πρωτοτύπου της εντολής με ταχυδρομείο, μετά την οποία και μόνον εκτελούνταν οι όποιες εντελλόμενες συναλλαγές, διαδικασία που δεν τηρήθηκε για την ένδικη εντολή, πρωτότυπο της οποίας δεν προσκομίστηκε από την μόνη που θα μπορούσε να το κατέχει τράπεζα. Επιπροσθέτως, η εναγόμενη - εφεσίβλητη, όπως αναλυτικώς εκτέθηκε, είχε την αυξημένη υποχρέωση να ελέγχει, μέσα από τις διαδικασίες που η ίδια θα όριζε, την ταυτότητα των αποστολέων των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που δέχεται. Επισημαίνεται ότι, όπως προεκτέθηκε, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες- εκκαλούντες, αμέσως μόλις έλαβαν γνώση των γεγονότων, υπέβαλαν καταγγελία στις αρμόδιες αρχές των Η.Π.Α και άσκησαν την αγωγή τους σε σύντομο χρόνο μετά το συμβάν, αφού προηγουμένως, επεδίωξαν εξωδικαστικά την επίλυση της υπόθεσης (σχ. η από 3.12.2015 επιστολή της εναγόμενης - εφεσίβλητης τράπεζας). Αντιθέτως, όσον αφορά την εναγόμενη - εφεσίβλητη τράπεζα, εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προκύπτει ότι αυτή ενήργησε ο,τιδήποτε, ώστε να εξακριβωθεί τι πραγματικά συνέβη, όπως ενδεικτικά να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη του προσώπου προς το οποίο διενεργήθηκε η μεταφορά των χρημάτων, ενόψει και του ότι οι μέχρι τότε, μη αμφισβητούμενες, εντολές μεταφοράς χρημάτων που είχε διενεργήσει για τους ενάγοντες - εκκαλούντες αφορούσαν αποκλειστικά και μόνον μεταφορές από τον τηρούμενο σε αυτήν λογαριασμό τους σε αυτόν που οι ίδιοι τηρούσαν σε τράπεζα των Η.Π.Α. Με βάση τα ανωτέρω αποδεδειγμένα περιστατικά, η εναγόμενη- εφεσίβλητη ευθύνεται προς απόδοση στους ενάγοντες - εκκαλούντες, εις ολόκληρον στον καθένα, του ποσού των 26.000 ευρώ, καθόσον εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής αυτής κατ' άρθρο 3 του ν.δ. 17.7./13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών». Συνεπώς, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 6235/2020 οριστική απόφασή του, έκρινε αντίθετα και απέρριψε την από 12.2.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/2016 αγωγή των εναγόντων, κατά τη βάση της από την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης τράπεζας εκ της σύμβασης ανώμαλης παρακαταθήκης, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά παραδοχή ως βάσιμων κατ’ ουσίαν των σχετικών τριών λόγων της κρινόμενης έφεσης, οι οποίοι, καίτοι αριθμούνται ως διαφορετικοί, είναι ταυτόσημοι κατά το νοηματικό περιεχόμενό τους. Αντιθέτως, όπως προεκτέθηκε, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με τις οριστικές διατάξεις της συμπροσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 8190/2017 απόφασής του, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη (α) κατά την βάση της για αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης και (β) κατά το αίτημά της για τοκοδοσία από την ημέρα που επισυνέβη η επίδικη μεταφορά χρημάτων, και ορθά εφάρμοσε το νόμο και δη τις διατάξεις που διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που παρατίθεται στην πρώτη παράγραφο του υπό στοιχείου -II- κεφαλαίου της παρούσας.

IV. Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω, μη υπάρχοντας άλλου λόγου της κρινόμενης έφεσης προς έρευνα, πρέπει (1) να απορριφθεί η από 14.3.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/2021 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών …/…/2021) έφεση ως αβάσιμη κατ' ουσίαν κατά το μέρος που με αυτήν πλήττονται οι οριστικές διατάξεις της υπ’ αριθμ. 8190/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (2) να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η ανωτέρω έφεση, κατά το μέρος που με αυτήν πλήττεται η υπ' αριθμ. 6235/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (3) Να διαταχθεί η επιστροφή στους ενάγοντες - εκκαλούντες του παράβολου που αυτοί κατέθεσαν κατά την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. η' ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, (4) Να εξαφανισθεί η υπ' αριθμ. 6235/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση κατ' ουσίαν από το Δικαστήριο τούτο, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η από 12.2.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/.../2016 αγωγή κατά την βάση της για την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες, εις ολόκληρον στον καθένα, το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων (26.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων - εκκαλούντων, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, στο σύνολό τους, σε βάρος της εναγόμενης - εφεσίβλητης, καθόσον το μέρος της αγωγής τους που απορρίφθηκε, ήτοι η βάση εκ της αδικοπραξίας και το παρεπόμενο αίτημα για τοκοδοσία από την ημέρα της επίδικης μεταφοράς χρημάτων, είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή να αυξηθούν τα έξοδα (άρθρα 178 παρ. 2, 180 παρ. 1, αναλογικά εφαρμοζόμενου, 183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1iα, 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013], όπως το ύψος τους προσδιορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 14.3.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/../2021 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών .../…/2021) έφεση κατά των υπ’ αριθμ. 8190/2017 και 6235/2020, μη οριστικής και οριστικής, αντίστοιχα, αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά το μέρος που με αυτήν πλήττονται οι οριστικές διατάξεις της υπ’ αριθμ. 8190/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά το μέρος που με αυτήν πλήττεται η υπ' αριθμ. 6235/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του υπ’ αριθμ. κωδικού … e-παραβόλου, που αυτοί κατέθεσαν κατά την άσκηση της έφεσης.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' ουσίαν την υπόθεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την από 12.2.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/2016 αγωγή κατά την εκ της σύμβασης ανώμαλης παρακαταθήκης βάση της.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες, εις ολόκληρον στον καθένα, το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων (26.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης - εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων - εκκαλούντων, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ορίζοντας αυτά στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ και επιδικαζόμενα κατά το ήμισυ σε κάθε ενάγοντα - εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 8 Αυγούστου 2022, με την παρουσία του Γραμματέα και απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Αικατερίνη Ντελή

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ