Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Επιθεώρηση Ακινήτων, 4 (2023)


ΠΠρΧίου 21/2023 (τακτική διαδικασία) - σχόλιο: Π. Χριστοδούλου

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΠΠρΧίου 21/2023 (τακτική διαδικασία)

Πρόεδρος: Ε. Μερκούρης, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Εισηγητής: Χ.-Ι. Χατζηδημητρίου, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Μ. Ξανθάκη, Κ. Οικονόμου, Σ. Λεοντάρα

Νομικές διατάξεις: άρθρα 93 § 3 Σ., 167, 505, 509, 904 επ., 1094, 1192, 1198, 1509 ΑΚ, 179, 220, 949, ΚΠολΔ

Ανάκληση γονικής παροχής λόγω αχαριστίας. Η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας εξαιτίας της μη επίκλησης των ιδιαίτερων περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει ότι η επίμαχη γονική παροχή ήταν εν όλω ή εν μέρει δωρεά.

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1509 του ΑΚ, η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιοδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, μόνο ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο νομοθέτης χαρακτηρίζει ως γονική παροχή εκείνη που δεν υπερβαίνει το μέτρο, το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίστασης, χωρίς όμως και αυτός να προσδιορίζει τις περιστάσεις. Ως ενδεικνυόμενο μέτρο από τις περιστάσεις, θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση και την οικογενειακή κατάσταση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες αυτών, την οικονομική κατάστασή τους, την ηλικία του κλπ. Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής, αλλά μόνο η συνδρομή ανάγκης υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 1509 του ΑΚ. Αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάγκης και έτσι η παροχή υπερβαίνει το ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς και είναι ανακλητέα στο σύνολό της ή μερικώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 505 ΑΚ (ΑΠ 1397/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1249/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1257/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 307/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 491/2018, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 779/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 656/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 408/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 216/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 1224/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΡοδ 42/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος). Αντίθετα, εφόσον η παροχή αυτή δεν υπερβαίνει το ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο δεν συνιστά δωρεά και δεν είναι επιτρεπτή η ανάκλησή της κατά τις παραπάνω διατάξεις. Με τα δεδομένα αυτά, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αγωγή για ανάκληση γονικής παροχής ως δωρεάς, λόγω αχαριστίας, που έγινε προς τέκνο για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειάς του κατά την έννοια του άρθρου 1509 του ΑΚ, πρέπει να περιλαμβάνει στην ελάσσονα πρότασή της, στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος, ως αποδεικτικό πόρισμα, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, και είναι ανάγκη να τα επικαλείται και ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του, από τα οποία, προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι δωρεά γιατί υπερβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο (ΑΠ 1397/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1249/2021, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 656/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 216/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΡοδ 42/2014, ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή. Αχαριστία κατά την έννοια της προπαρατιθέμενης διάταξης, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, οφείλεται δε σε υπαιτιότητά του και μπορεί να καταλογιστεί σ’ αυτόν (ΑΠ 1397/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1257/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 408/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 216/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος). Έτσι αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη ή ανάγκη εκδηλώσεων αγάπης και ενδιαφέροντος για ψυχολογική του στήριξη, λόγω της δύσκολης ψυχοσωματικής κατάστασης, στην οποία έχει περιέλθει λόγω γήρατος, συνοδευόμενης από ασθένεια, όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο. Η αδιαφορία αυτή, λόγω των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ευρίσκεται ο δωρητής, είναι κοινωνικώς αποδοκιμαστέα, εις τρόπον ώστε, όταν συντρέχει να δικαιούται ο δωρητής να ανακαλέσει τη δωρεά, έστω και αν ο δωρεοδόχος, που αδιαφορεί για την τύχη του, δεν ανέλαβε με τη σύμβαση της δωρεάς τέτοια υποχρέωση. Το ζήτημα δε, αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή, ο οποίος για τη μόρφωση της κρίσης του, εκτιμά την εν λόγω συμπεριφορά βάση αντικειμενικών κριτηρίων, και λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή του στενού συγγενούς του, αποφαίνεται αν η υπ` αυτού γενομένη δεκτή, ως εμπίπτουσα, κατά αντικειμενική κρίση, στις νομικές έννοιες του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας συμπεριφορά του δωρεοδόχου, συνιστά και στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία (ΑΠ 1397/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 726/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 655/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1434/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 656/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1718/2009, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 408/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010 ,ΤΝΠ Νόμος). Εντέλει, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 1509 και 505 ΑΚ, προκύπτει, ότι ο γονέας που επιθυμεί να ανακαλέσει τη γονική παροχή, που έκανε προς το τέκνο του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει πρώτον, ότι η γονική παροχή που έκανε υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, ώστε να κριθεί ότι πρόκειται περί δωρεάς στο σύνολό της ή μερικώς, διότι διαφορετικά δεν μπορεί να ανακληθεί, κατ` εφαρμογή του άρθρου 505 ΑΚ και δεύτερον ότι το τέκνο του επέδειξε με τη συμπεριφορά του αχαριστία και υπέπεσε σε βαρύ παράπτωμα απέναντι στο δωρητή γονέα, ή στο σύζυγό του ή σε στενό συγγενή του, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης. Μόνον δε σε περίπτωση που αποδειχθούν και οι δύο ως άνω προϋποθέσεις μπορεί να ανακληθεί η γονική παροχή στο σύνολό της ή μερικώς (ΑΠ 1397/2022, ΤΝΠ Νόμος). Με τα δεδομένα αυτά, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία ζητείται ανάκληση γονικής παροχής ως δωρεάς, λόγω αχαριστίας, που έγινε προς τέκνο για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειάς του κατά την έννοια του άρθρου 1509 του ΑΚ, θα πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτήν σαφώς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολό της ή μερικώς, δηλαδή ότι υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις, το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κ.λπ. (ΑΠ 1257/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 216/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΡοδ 42/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 3688/2010, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η κατά το άρθρο 509 § 1 ΑΚ ανάκληση της δωρεάς γίνεται με άτυπη σχετική δήλωση του δωρητή προς το δωρεοδόχο, συνεπώς και με αγωγή, τα δε αποτελέσματα της ανάκλησης επέρχονται ευθύς ως περιέλθει η δήλωση σ` αυτόν περί ανάκλησης ή τον νόμιμο αντιπρόσωπο του και εφόσον ο λόγος της ανάκλησης είναι αληθινός και δύναται να δικαιολογήσει την ανάκληση. Για την ευδοκίμηση της αγωγής περί ανάκλησης της δωρεάς πρέπει, αφενός, ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης, αφετέρου, να αποδείξει ο ενάγων την αλήθεια του αναφερόμενου στη δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά στην επιδειχθείσα από το δωρεοδόχο αχαριστία να αποδείξει το έναντι του βαρύ παράπτωμα από το οποίο προήλθε αυτή (ΑΠ 2054/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1237/2012, ΠειρΝομ 2012.319, ΑΠ 781/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 648/2008, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1982/2006, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1384/2004, ΧρΙΔ 2005.326, ΕφΔυτΣτΕλλ 133/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος). Από την περιέλευση στο δωρεοδόχο της δήλωσης του δωρητή για ανάκληση της δωρεάς (άρθρα 509 και 167 του ΑΚ) η οποία είναι άτυπη, έστω και αν αφορά ακίνητο, η εμπράγματη κατάσταση που υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης δεν μεταβάλλεται, δηλαδή ο δωρητής δεν αποκτά την κυριότητα του αντικειμένου της δωρεάς, αλλά ανατρέπονται αυτοδικαίως για το μέλλον τα αποτελέσματα της ενοχικής σύμβασης της δωρεάς και ο δωρητής δικαιούται να ζητήσει το αντικείμενο αυτής κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του ΑΚ), και ειδικότερα λόγω λήξης της αιτίας νια την οποία δόθηκε το πράγμα. Η αγωγή αυτή είναι προσωπική (ενοχική) και όχι εμπράγματη, στηρίζεται δε στην ενοχική υποχρέωση του δωρεοδόχου προς απόδοση του αντικειμένου της δωρεάς που το κατέχει χωρίς αιτία μετά την ανάκληση (ΕφΘεσ 1342/2001, Αρμ 2002.1458, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΞανθ 151/2007, ΤΝΠ Νόμος). Ο δωρητής, συνεπώς, δικαιούται ενοχικώς σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσιας απόδοσης εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά δικαιώματος που απέκτησε ο λήπτης. Έτσι, αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η επαναμεταβίβαση της κυριότητας μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, με καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως, μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου περί αποδοχής της απόφασης αυτής (άρθρα 949 ΚΠολΔ, 1192 και 1198 ΑΚ, ΑΠ 2054/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 655/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1025/1998, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔωδ 184/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6002/2009, ΕλλΔνη 2010.922, ΕφΑθ 298/2008, ΕλλΔνη 2008.847, ΕφΑθ 7893/2006, ΕλλΔνη 2007.549, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος). Η αγωγή του άρθρου 949 του ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει στο εδ. α’ ότι όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βούλησης, η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση γίνει τελεσίδικη, διακρίνεται, με κριτήριο τη ζητούμενη προστασία, σε αναγνωριστική, όταν με αυτή ζητείται απλώς η αναγνώριση της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βούλησης και σε καταψηφιστική, όταν με αυτή ζητείται και η καταψήφιση του εναγομένου σε επιχείρηση της δήλωσης βούλησης ή ενδεχομένως και σε παράδοση του πράγματος που οφείλεται βάσει της δήλωσης αυτής. Η ίδια αυτή αγωγή όταν άφορα μόνο την αναγνώριση της αξίωσης προς δήλωση βούλησης ή και την καταδίκη του εναγομένου σε επιχείρηση της οφειλόμενης δήλωσης, δεν εγγράφεται στα βιβλία Διεκδικήσεων, κατ’ άρθρο 220 του ΚΠολΔ, ως ενοχική (ΕφΠειρ 544/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΧαλκ 5/2017, ΕΠολΔ 2017.196, Μακρίδου Κ., Τακτική Διαδικασία στα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2019, άρθρο 220, σ. 57). Η ίδια ρύθμιση ισχύει και όταν στο δικόγραφο της αγωγής σωρεύεται αξίωση προς δήλωση βούλησης και ενοχική (συμβατική) αξίωση προς παράδοση του ακινήτου στο οποίο αφορά η δήλωση βούλησης (ΕφΑθ 3478/1985, ΝοΒ 33.1568, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος), γιατί δεν καθίσταται στην περίπτωση αυτή επίδικο το ακίνητο, του οποίου η παράδοση ζητείται, αλλά μόνο το σχετικό ενοχικό δικαίωμα του ενάγοντος να απαιτήσει από τον εναγόμενο την παράδοσή του. Αντίθετα αν στο δικόγραφο της άνω αγωγής σωρεύεται και η εμπράγματη αξίωση του ενάγοντος προς παράδοση του πράγματος (άρθρο 1094 του ΑΚ), τότε η εγγραφή της αγωγής είναι αναγκαία κατ’ άρθρο 220 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 2615/2009, ΕλλΔνη 50.1465, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος). Με άλλα λόγια, εάν στην ενοχική αγωγή, η οποία αφορά την εκπλήρωση της παροχής σε ακίνητο και έχει ως αντικείμενο την υποχρέωση του εναγομένου για τη μεταβίβαση στον ενάγοντα ακινήτου με βάση ενοχική σχέση, ενωθεί και αίτημα για την αναγνώριση και την προστασία εμπράγματου δικαιώματος στο ίδιο ακίνητο, που θα αποκτηθεί από τον ενάγοντα, μετά από την εκπλήρωση της παροχής αυτής από τον εναγόμενο, δεν μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της αγωγής ως ενοχικής και για το λόγο αυτό δεν απαιτείται η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων, δεδομένου ότι το σωρευόμενο αυτό αίτημα δεν είναι εμπράγματο, στο μέτρο που δεν αναφέρεται σε εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και του οποίου ζητείται η προστασία με την αγωγή, αλλά σε εμπράγματο δικαίωμα που θα αποκτηθεί στο μέλλον και με την αίρεση της ευδοκίμησης του αιτήματος της αγωγής για την εκπλήρωση της παροχής από τον εναγόμενο (ΕφΑθ 3919/2003, ΕλλΔνη 46.197, ΕφΑθ 3386/2003, ΕλλΔνη 46.854, ΕφΘεσ 2552/1996, Αρμ 1996 .1100, ΕφΑθ 6395/1995, ΕλλΔνη 37.355, ΕφΘεσ 2221/1994, ΕλλΔνη 38.877, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου της, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/29.9.2004 πράξη γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Χίου Σ.Κ.-Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, ο εναγόμενος υιός του με αυτοσύμβαση μεταβίβασε σε εκείνον, λόγω γονικής παροχής, την ψιλή κυριότητα μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας που βρίσκεται σε πολυκατοικία κτισμένη στο Νέο Κόσμο Αττικής επί της οδού … αριθμός …, όπως αυτή περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο και είχε περιέλθει στον ενάγοντα κατά πλήρη κυριότητα δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/17.8.1977 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Π.Σ. Ότι κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η επίμαχη αυτοσύμβαση (29.9.2004) ο εναγόμενος ήταν 39 ετών, παντρεμένος με την Κ.Ζ., ενώ πριν από 15 έτη από αυτή διέθετε μόνιμη και σταθερή εργασία ως ηλεκτρολόγος-μόνιμος υπάλληλος της ΔΕΗ ΑΕ, από την οποία αποκόμιζε μηνιαίο μισθό ύψους 3.000,00 Ευρώ, διέθετε δε ήδη ιδιόκτητη κατοικία πρώτου ορόφου στη θέση «…» στο … Χίου. Ότι το εν λόγω ακίνητο του είχε μεταβιβασθεί από τη μητέρα του, ενώ ο ενάγων του είχε ήδη χορηγήσει αφενός το ποσό τω 15.000.000 δραχμών για την ανέγερση της ως άνω ιδιόκτητης οικίας του και αφετέρου το ποσό των 7.000,00 Ευρώ για την αγορά αυτοκινήτου, ενώ στον έτερο υιό του και αδελφό του εναγομένου ουδέποτε μεταβίβασε κάποιο περιουσιακό στοιχείο ούτε του χορήγησε κάποιο χρηματικό ποσό. Ότι κατά το κρίσιμο χρόνο ο ενάγων (29.9.2004) ήταν 66 ετών, συνταξιούχος του ΝΑΤ με ύψος μηνιαίας σύνταξης 1.400,00 Ευρώ και πρόσφατα νυμφευμένος με τη δεύτερη σύζυγό του Ε.Μ., η οποία στερούνταν εισοδημάτων. Ότι ενόψει αυτών η επίδικη γονική παροχή προς τον εναγόμενο υιό του υπερέβαινε το μέτρο που επέβαλαν οι προσωπικές και περιουσιακές του περιστάσεις και συνεπώς αποτελούσε στο σύνολό της δωρεά, για τους λόγους που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος υιός του τους τελευταίους επτά (7) μήνες πριν την έγερση της υπό κρίση αγωγής με βαρύ παράπτωμά του και δη με την επίδειξη εξυβριστικής συμπεριφοράς (ιδίως την 21.11.2018) τόσο προς τον ίδιο όσο και προς την ανωτέρω σύζυγό του αποδείχθηκε αχάριστος απέναντί του, με συνέπεια αυτός (ο ενάγων) να αναγκαστεί να προβεί σε δήλωση ανάκλησης της ως άνω δωρεάς του, την οποία σε κάθε περίπτωση δηλώνει ότι ανακαλεί και με την κρινόμενη αγωγή του για τους παραπάνω λόγους, που αναλυτικά εκθέτει σε αυτή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση, του αιτήματός του: α) να αναγνωρισθεί η εγκυρότητα της ανάκλησης της προαναφερόμενης δωρεάς, β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του αναμεταβιβάσει την ψιλή κυριότητα της ως άνω δωρηθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας, άλλως και σε περίπτωση άρνησής του να καταδικασθεί ο εναγόμενος σε δήλωση βούλησης περί αναμεταβίβασης του δικαιώματος ψιλής κυριότητας επί του δωρηθέντος ακινήτου, γ) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και δ) να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή, η οποία επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ, ως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2 ν. 4335/2015 (…), παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14, 18, 22, 33 και 31 §§ 2 και 3 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι το κύριο αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης της εγκυρότητας της ανάκλησης της επίδικης δωρεάς είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης (βλ. ΕφΑθ 9815/2002, ΕλλΔνη 2004.209, ΠΠρΚω 70/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2848/2015, ΤΝΠ Νόμος), το δε παρόν Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση και των λοιπών αιτημάτων λόγω συνάφειας (άρθρο 31 §§ 2 και 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικασθεί με την προσήκουσα Τακτική Διαδικασία (άρθρα 237 επ. ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από το ν. 4842/2021 – ΦΕΚ Α’, 190/13.10.2021). Σημειώνεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις της παρούσας, για το παραδεκτό της δεν απαιτείται εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων κατ` άρθρο 220 του ΚΠολΔ, παρόλο που σωρεύεται σ’ αυτήν και αξίωση καταδίκης του εναγομένου σε δήλωση βούλησης, αφού αντικείμενο της δίκης και στην περίπτωση αυτή δεν είναι το ακίνητο στο οποίο αναφέρεται η οφειλομένη δήλωση, αλλά μόνο η αξίωση του ενάγοντος (ενοχικό δικαίωμα) να απαιτήσει την καταψήφιση του εναγομένου σε επιχείρηση της δήλωσης βούλησης. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο, η αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στις νομικές σκέψεις της παρούσας, καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτήν ότι η ως άνω γονική παροχή προς τον εναγόμενο αποτελεί δωρεά, λόγω υπέρβασης του μέτρου που επιβάλουν οι περιστάσεις, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι περί ανάκλησης της δωρεάς διατάξεις. Ειδικότερα, δεν εκτίθενται με σαφήνεια τα στοιχεία εκείνα από τα οποία να προκύπτει ότι η ένδικη γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολό της ή μερικώς, δηλαδή κατά το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, το οποίο ουδόλως προσδιορίζεται με την αγωγή και το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό και τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων, στοιχεία τα οποία και αυτά δεν εκτίθενται στην αγωγή. Μάλιστα, στην υπό κρίση αγωγή ουδόλως γίνεται σαφής και εξειδικευμένη αναφορά στην περιουσιακή κατάσταση τόσο του εναγομένου όσο και του ενάγοντος και του έτερου υιού του, καθώς και στις ανάγκες αμφότερων των τέκνων του ενάγοντος, προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση να κρίνει εάν η επίδικη γονική παροχή υποκρύπτει δωρεά στο σύνολό της ή μερικώς, ήτοι κατά ποιο ποσό αυτή υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις (βλ. ad hoc ΑΠ 1257/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 216/2016, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΡοδ 42/2014, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2158/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 3688/2010, ΤΝΠ Νόμος). Η δε αναφερόμενη μεταβίβαση από τη μητέρα του εναγομένου στον τελευταίο άλλου περιουσιακού στοιχείου (οικοπέδου επί του οποίου ανήγειρε την οικία στην οποία διαμένει) καθώς και η επίσης αναφερόμενη μεταβίβαση από τον ενάγοντα στον εναγόμενο μετρητών δεν αρκούν για την πληρότητα του αγωγικού ισχυρισμού ότι πρόκειται για περιουσιακή μετακίνηση πέραν του επιβαλλόμενου από τις περιστάσεις μέτρου και συνεπώς ότι πρόκειται για δωρεά που κατά νόμον ανακαλείται και όχι για γονική παροχή που κατά νόμον δεν ανακαλείται (βλ. ΠΠρΚω 5/2019, ΤΝΠ Νόμος). Σημειωτέον δε είναι ότι κατόπιν απόρριψης του κύριου αγωγικού αιτήματος, παρέλκει η εξέταση των λοιπών, στο μέτρο που η παραδοχή αυτού αποτελεί προαπαιτούμενο για την εκδίκαση και παραδοχή και των λοιπών αγωγικών αιτημάτων.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και να συμψηφισθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, καθόσον πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε συγγενείς εξ αίματος (άρθρο 179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

Παρατηρήσεις

Την υπό σχολιασμό δικαστική απόφαση απασχόλησε ένα εξαιρετικά δυσχερές από το πεδίο του οικογενειακού δικαίου ζήτημα, αυτό της διακρίσεως της «γονικής παροχής» από την «δωρεά» κατά την εφαρμογή της σχετικής διατάξεως του άρθρ. 1509 ΑΚ. Η δυσκολία του ζητήματος έγκειται στο ότι το αποκλειστικό κριτήριο της εν λόγω οριοθετήσεως, το οποίο εντοπίζεται στην έννοια του «μέτρου που επιβάλλουν οι περιστάσεις» εκ της οποίας (έννοιας) συναρτάται ακολούθως και ο χαρακτηρισμός της συναφούς περιουσιακής επιδόσεως στο τέκνο, είναι αόριστη και ως εκ τούτου το βάρος της περιπτωσιολογικής εξειδικεύσεώς της μετατοπίζεται από το νομοθέτη στον εφαρμοστή του δικαίου[1], ο οποίος καλείται ορθολογικά να διακρίνει πότε η δοθείσα παροχή επιβάλλεται από τις περιστάσεις, δηλαδή για ποιο ποσό υπάρχει γονική παροχή και πότε η εν λόγω παροχή υπερβαίνει το προσήκον από τις περιστάσεις μέτρο, δηλαδή για ποιο ποσό υπάρχει δωρεά, ζήτημα με σημαντικότατες έννομες συνέπειες κατά την περίπτωση εγέρσεως της αγωγής ανακλήσεώς της. Προς τούτο δε, αναγκαίο είναι να λεχθούν τα ακόλουθα.

Όπως είναι γνωστό, ο νομοθέτης σε ορισμένες περιπτώσεις και για συγκεκριμένους λόγους[2], αναθέτει στον δικαστή να προβεί σε εξειδίκευση αόριστων εννοιών οι οποίες εμπεριέχονται στη νομοτυπική μορφή του κανόνα δικαίου ως στοιχείο του πραγματικού του[3]. Σε μια τέτοια περίπτωση ο δικαστής εφαρμόζει την οικεία διάταξη νόμου, η οποία του μεταθέτει το βάρος της εννοιολογικής οριοθετήσεως[4]. Βέβαια, η συγκεκριμένη οριοθέτηση δεν συνιστά πάντοτε μια εύκολη υπόθεση, παρά τον συχνά ευχερώς αντιληπτό εννοιολογικό της προσδιορισμό ως στοιχείο της κοινής μας γλωσσικής επικοινωνίας[5]. Διότι όταν αναφερόμαστε στο περιεχόμενο των εννοιών, εννοούμε την λέξη ή τις λέξεις που ακούμε ή διαβάζουμε, όταν έρχεται στο νου μας η σημασία τους, δηλαδή η αντίστοιχη ή οι αντίστοιχες έννοιες[6]. Ο ακριβής, όμως, αλλά και σαφής προσδιορισμός του νοήματος των εννοιών, πριν χρησιμοποιηθούν στις περιγραφές και στις αναλύσεις, συνιστά πρωταρχική απαίτηση για την ορθή κατανόηση των λεγομένων[7]. Και βέβαια, η ασφάλεια του δικαίου απαιτεί ευρεία αντίληψη του νοήματος των εννοιών που επικοινωνούμε, αφού η αδυναμία ασφαλούς κατηγοριοποιήσεως της πραγματικότητας, συνεπάγεται αμφιβολίες, τόσο ως προς την δυνατότητα προσεγγίσεως της αλήθειας, όσο και του γενικά αποδεκτού περιεχομένου των κανόνων της λογικής και των αρχών του δικαίου[8], χωρίς, βέβαια, να παραγνωρίζεται ότι ο ιδιοσυγκρασιακός παράγοντας του ερμηνευτή συμβάλει, ενίοτε, στην διαμόρφωση κρίσεων περί του νοηματικού περιεχομένου των εννοιών, κριτήριο που δεν αρνήθηκε ο δικονομικός νομοθέτης για τις κρίσεις περί τα πράγματα (άρθρ. 340 § 2 ΚΠολΔ), αρκεί αυτές να συνοδεύονται από εμπεριστατωμένη αιτιολογία[9]. Όταν η νομική έννοια στην οποία θα υπαχθούν τα αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα είναι ορισμένη, είναι δηλαδή δεδομένα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συγκροτούν το βάθος της και αντιπαραβάλλουν την ουσία του προσδιοριζόμενου αντικειμένου από άλλα παραπλήσια, τότε το έργο του εφαρμοστή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες[10]. Διότι θα εντοπίσει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συγκροτούν το βάθος της έννοιας, και θα εξετάσει αν τα ίδια ή παρόμοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα απαντούν και στο υπό αξιολόγηση πραγματικό γεγονός[11]. Αντιθέτως, καθίσταται δυσχερέστατο το έργο του εφαρμοστή, όταν η νομική έννοια στην οποία θα γίνει η υπαγωγή είναι αόριστη. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστής βρίσκεται αντιμέτωπος μόνο με το πλάτος της έννοιας, δηλαδή της περιπτωσιολογίας, αφού οι αόριστες έννοιες στερούνται βάθους[12]. Η ασφαλής, όμως, αντίληψη του νοήματος των εννοιών στην περίπτωση αυτή είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί, όταν ο δικαστής, για την επίλυση της διαφοράς, αντλεί κριτήρια υπαγωγής μόνον από την ιδιομορφία της συγκεκριμένης περιπτώσεως[13]. Τούτο συμβαίνει, διότι ο νομοθέτης, επιλέγοντας να εκφραστεί αφηρημένα ως προς τις προϋποθέσεις επελεύσεως ορισμένων εννόμων συνεπειών, ωθεί τον εφαρμοστή στην ad hoc αναζήτηση κριτηρίων υπαγωγής εκτός των λογοκρατούμενων κανόνων του θετικού δικαίου, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι δημιουργεί διατάξεις κενές περιεχομένου[14].

Παράδειγμα τέτοιας περιπτώσεως συνιστά και η επιεικής ρύθμιση του άρθρ. 1509 εδ. α΄ ΑΚ, δια της οποίας ο νομοθέτης επιφορτίζει τον εφαρμοστή του δικαίου με το καθήκον της δημιουργικής εξειδικεύσεως της αόριστης έννοιας του «μέτρου που επιβάλλουν οι περιστάσεις»[15], ώστε, κατά το γράμμα της διατάξεως, όταν η περιουσιακή επίδοση προς το τέκνο υπερβαίνει το προσήκον κατά τις περιστάσεις μέτρο αυτή να συνιστά δωρεά, δυνάμενη βεβαίως να ανακληθεί υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Κατά την έννοια, λοιπόν, της διατάξεως, αν και αυτή αναφέρεται σε «παροχή», δεν ιδρύεται νομική υποχρέωση του γονέα για περιουσιακή επίδοση προς το τέκνο[16]. Αν, όμως, ο γονέας υποσχεθεί προς αυτό κάποια παροχή, υποχρεούται να την πραγματοποιήσει (δίχως αντάλλαγμα), προκειμένου να το αποκαταστήσει οικογενειακά, οικονομικά ή επαγγελματικά[17]. Τέτοιες περιουσιακές επιδόσεις συνιστούν λ.χ. η παραχώρηση χρήσεως ακινήτου ή η μεταβίβαση της κυριότητάς του, η κατάθεση μετρητών σε τραπεζικό λογαριασμό, η άφεση χρέους προς το τέκνο κ.ά.[18], οι οποίες (επιδόσεις), καθόσον γίνονται από ελευθεριότητα, συνιστούν χαριστικές δικαιοπραξίες[19], με την ιδιαιτερότητα, όμως, ότι κατ’ ουσίαν αποτελούν εκπλήρωση φυσικής ή ηθικής υποχρεώσεως των γονέων προς τα τέκνα[20]. Οι επιδόσεις γίνονται πάντοτε από τους γονείς και μόνον προς τα τέκνα, ανήλικα ή ενήλικα, έγγαμα ή άγαμα, φυσικά ή θετά, ενώ ο γονέας μπορεί να εκπροσωπήσει και το ανήλικο τέκνο, διότι το τέκνο από τη δικαιοπραξία αυτή προσπορίζεται μόνο έννομο όφελος (άρθρ. 235 § 1 ΑΚ)[21].

Ο νομοθέτης με την ρύθμιση του πρώτου εδαφίου του άρθρ. 1509 ΑΚ, αναγνωρίζοντας την ανάγκη παροχής οικογενειακής συνδρομής των γονέων προς τα τέκνα, επέλεξε τον καταρχήν αποκλεισμό του δικαίου της δωρεάς στις περιπτώσεις των γονικών παροχών, εξαιρώντας τις τελευταίες από σειρά επαχθών, ιδίως φορολογικών, συνεπειών που απαντούν στις περιπτώσεις των δωρεών[22]. Η νομοθετική, όμως, πρόβλεψη εξαρτήθηκε από την ύπαρξη δύο συγκεκριμένων κριτηρίων, τα οποία οφείλει να αξιολογήσει ο εφαρμοστής του δικαίου, ώστε να εντάξει την εκάστοτε υπό κρίση περίπτωση στο ρυθμιστικό πλέγμα των γονικών παροχών ή των δωρεών αντιστοίχως, όπως εύστοχα διέκρινε και η υπό σχολιασμό δικαστική απόφαση. Το πρώτο κριτήριο συνδέεται με την σκοπιμότητα της περιουσιακής επιδόσεως αποκλειστικώς για λόγους οικογενειακής αλληλεγγύης, δηλαδή μόνον για την δημιουργία ή διατήρηση οικονομικής, οικογενειακής ή επαγγελματικής αυτοτέλειας του τέκνου[23]. Επιλέγοντας ο νομοθέτης να οριοθετήσει ο ίδιος την περιπτωσιολογία των λόγων της περιουσιακής επιδόσεως, περιορίζει τον κίνδυνο επηρεασμού της δικαστικής κρίσεως από τα τυχόν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε περιπτώσεως[24], οδηγώντας με τον τρόπο αυτό σε ασφαλέστερη διάγνωση της διαφοράς[25]. Ως εκ τούτο, μόνον εάν ο δικαστής διαπιστώσει ότι πράγματι ο χαρακτήρας της περιουσιακής επιδόσεως υπάγεται στην περιοριστική περιπτωσιολογία του γράμματος της διατάξεως του άρθρ. 1509 εδ. α΄ ΑΚ, μπορεί να προβεί και στην δημιουργική εξειδίκευση του δεύτερου και εξαιρετικά αφηρημένου αξιολογικού κριτηρίου, αυτό του κατά πόσον η παροχή του γονέα ανταποκρίνεται στο «μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις», ώστε, εφόσον ανταποκρίνεται, τότε η περιουσιακή επίδοση θα συνιστά και γονική παροχή[26]. Για την εξειδίκευση της αόριστης, κατά περιεχόμενο, έννοιας του «επιβαλλόμενου από τις περιστάσεις μέτρου», η νομολογία, με την συνδρομή της επιστήμης[27], επιστρατεύει συγκεκριμένα κριτήρια, επιχειρώντας την αποτελεσματικότερη υπαγωγή της περιπτωσιολογίας στη νομοτυπική μορφή ενός κανόνα δικαίου με ιδιαίτερα αφηρημένο περιεχόμενο[28], οδό που με ασφάλεια ακολούθησε και η υπό κρίση δικαστική απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο δέχθηκε ότι ως «ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση και την οικογενειακή κατάσταση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες αυτών, την οικονομική κατάστασή τους, την ηλικία του κλπ. Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής, αλλά μόνο η συνδρομή ανάγκης υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 1509 του ΑΚ. Αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάγκης και έτσι η παροχή υπερβαίνει το ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς και είναι ανακλητέα στο σύνολό της ή μερικώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 505 ΑΚ»[29], θέση που ακολουθείται παγίως από το σύνολο της νομολογίας[30], η οποία, αν και χωρίς αναλυτική θεμελίωση, επιδιώκει την αντικειμενικοποίηση των αξιολογικών κριτηρίων, ώστε η υπαγωγή της περιπτωσιολογίας στον αφηρημένο κανόνα του άρθρ. 1509 εδ. α΄ ΑΚ να εξυπηρετεί, πρωτίστως, τον σκοπό του κανόνα δικαίου, ο οποίος εντοπίζεται στην ισόρροπη ικανοποίηση των συμφερόντων του τέκνου για ευνοϊκή μεταχείριση της παροχής αφενός, δηλαδή την μη υπαγωγή της στο δίκαιο της δωρεάς, και του γονέα για την διαφύλαξη των προσωπικών του αναγκών αφετέρου[31]. Πράγματι, λοιπόν, το κριτήριο της (οικονομικής, κοινωνικής, οικογενειακής) καταστάσεως του γονέα ανταποκρίνεται επαρκώς στη νομοθετική τελολογία, καθόσον επιδιώκει την αρμονική εξισορρόπηση των περιουσιακών συμφερόντων του δότη και του λήπτη της παροχής[32]. Βέβαια, το εν λόγω κριτήριο δεν είναι το μοναδικό που αξιοποιείται από τα δικαστήρια για την συγκεκριμένη τελολογική υπαγωγή. Σε πολλές περιπτώσεις, για την ανεύρεση του επιβαλλόμενου μέτρου της γονικής παροχής, αξιολογείται η επίδραση της επίμαχης περιουσιακής επιδόσεως στα συμφέροντα των υπολοίπων τέκνων, εφόσον υπάρχουν. Η νομολογία, δηλαδή, ανάγει σε κριτήριο επιμέτρησης του ύψους της παροχής την αποτροπή των περιουσιακών διακρίσεων μεταξύ των γονέων και των υπολοίπων –πέραν του λήπτη της παροχής – τέκνων[33]. Σκοπός, όμως, της διατάξεως του άρθρ. 1509 εδ. α΄ ΑΚ δεν είναι η ισόρροπη ικανοποίηση των συμφερόντων του λήπτη της παροχής και των υπολοίπων τέκνων, καθόσον ο γονέας δεν έχει νομική υποχρέωση ίσης αντιμετωπίσεως όλων των τέκνων του, όπως ήδη λέχθηκε[34]. Η μεταξύ τους σχέση ρυθμίζεται από συγκεκριμένους κανόνες του κληρονομικού δικαίου, οι οποίοι ενεργοποιούνται σε διαφορετικές περιπτώσεις (άρθρ. 1831 επ.) και πάντως όχι ως δικαιολογητικός λόγος για τον χαρακτηρισμό μιας παροχής ως γονικής και του εντεύθεν αποκλεισμού της από το δίκαιο της δωρεάς[35]. Αυτό, όμως, που πρέπει καταληκτικά να τονισθεί είναι ότι κάθε κριτήριο που λειτουργικά δύναται να οριοθετήσει το απώτατο όριο, πέραν του οποίου η παροχή αξιολογείται ως δωρεά, μπορεί κατά περίπτωση να αξιοποιηθεί, αρκεί να συμβάλλει στην ορθή τελολογική υπαγωγή της περιπτωσιολογίας στο πραγματικό του κανόνα δικαίου, αίροντας την αβεβαιότητα που προκαλεί το αφηρημένο περιεχόμενο ορισμένων κανόνων δικαίου, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στο παράδειγμα του άρθρ. 1509 εδ. α΄ ΑΚ, καθιστώντας ιδιαίτερα δημιουργικό τον ρόλο του δικαστή στην εξειδίκευση του γράμματος του νόμου, οριοθετώντας, όμως, ταυτόχρονα και την δημιουργική του συμβολή στην βάση της αντικειμενικότητας και της ορθοκρισίας[36].

Παναγής Α. Χριστοδούλου

Επισκ. λέκτορας Τμήματος Νομικής Philips University, Δ.Ν., Δικηγόρος



[1] Εγγύτερα, βλ. Σ. Ματθία, Το πεδίο λειτουργίας της αρχής της αναλογικότητας, ΕλλΔνη 2006.6επ.

[2] Χάριν υπηρετήσεως της ανάγκης για μια δικαιότερη ρύθμιση των περιπτώσεων, έτσι Π. Λαδάς, Η ακυρότης της δικαιοπραξίας λόγω αντιθέσεως στα χρηστά ήθη, (1979), σελ. 53· Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. 1, 8η έκδ., (2021), σελ. 5-6.

[3] Κ. Καλαβρός, Τα όρια του αναιρετικού ελέγχου, (2015), σελ. 20-23· Κ. Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, 8η έκδ., (2009), σελ. 268επ.

[4] Γ. Μητσόπουλος, Ιστορική και δικανική γνώσις, ΝοΒ 1988.4, 8.

[5] Αναλυτικά βλ. Ε. Παπανούτσο, Λογική, Β΄ Εκδ., (1974), σελ. 25-29· Γ. Μητσόπουλο, Αι αόριστοι έννοιαι εν τη αναιρετική διαδικασία, Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου, Τομ. Ι, (1983), σελ. 1 επ.

[6] Κ. Μπέης, Αναιρετικός έλεγχος της δικαστικής εκτίμησης πραγματικών ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων, Δ 1991.509· Δ. Γιακουμής, Οι αόριστες έννοιες, η διακριτική ευχέρεια του δικαστή ως αόριστη νομική έννοια, η εξειδίκευσή της και η δυνατότητα αναιρετικού ελέγχου υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, Δ 2005.48.

[7] Ν. Κατηφόρης, Οι αόριστες νομικές έννοιες στη δικαστική απόφαση, ΕΠολΔ 2019.624επ. (626).

[8] Ν. Μπιτζιλέκης, Γεγονότα και κρίσεις στο δίκαιο, (1999), σελ. 50.

[9] ΕφΘεσ 184/1999, ΕλλΔνη 1999.1389-1392, με σχόλιο Γ. Διαμαντόπουλου κατά τον οποίο: «η ερμηνευτική προσέγγιση μιας αόριστης νομικής έννοιας […], που ευνοεί την ανάπτυξη της περιπτωσιολογίας, δεν πρέπει να θυσιάζει θεμελιώδεις δικονομικές αρχές».

[10] Π. Χριστοδούλου, Αποδεικτικές δυσχέρειες στη θεμελίωση των αξιώσεων από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, (2022), σελ. 66· Ε. Ασημακοπούλου, Οι αόριστες νομικές έννοιες κατά την άσκηση της αγωγής, ΕΠολΔ 5/2019.508επ. (511)· Ε. Αλαφραγκής, Αόριστες νομικές έννοιες και γενικές ρήτρες ως «εκούσια» κενά του δικαίου;, ΕλλΔνη 1/2014.26επ.

[11] Κ. Τσάτσος, Το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου, (1978), σελ. 91επ.· Δ. Μανιώτης, Αρχές του δικαίου αποδείξεως στην πολιτική δίκη, (2013), σελ. 19.

[13] Μ. Καράσης, Το πρόβλημα της ασάφειας της νομικής γλώσσας, ΕπισκΕΔ 4/2009.861επ. (864)· ΑΠ 1803/2008, ΕΠολΔ 1/2009.73-76, με σχόλιο Κ. Καλαβρού.

[14] H. L. A. Hart, The Concept of Law, (1961), σελ. 119.

[15] Για το ότι το «μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις» συνιστά αόριστη έννοια που εξειδικεύεται από το δικαστή και όχι ζήτημα πραγματικό, βλ. Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π. (σημ. 2), σελ. 279· Απ. Γεωργιάδη, Οικογενειακό Δίκαιο, 3η έκδ., (2022), § 29, σελ. 601· Δ. Λιάππη, Οι παροχές γονέων προς τα τέκνα και τα κριτήρια του άρθρου 1509 ΑΚ, ΝοΒ 2011.32· ΑΠ 1428/2009, sakkoulas-online· αντιθ. ΑΠ 654/2011, sakkoulas-online.

[16] Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας, (1986), σελ 129· Ι. Σπυριδάκης, Οικογενειακό Δίκαιο, 3η έκδ., (2020), σελ. 452-456· Γ. Δασκαρόλης, Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου ΙΙ, (2001),σελ. 277· ΑΠ 529/2022· ΑΠ 914/2020· ΑΠ 28/2017· ΕφΑθ 193/2022· ΕφΠατρ 117/2021, όλες δημοσ. σε ΤΝΠ Νόμος.

[17] Π. Φίλιος, Οικογενειακό δίκαιο, 4η έκδ., (2011), § 115, σελ. 301-303· Α. Κοτζάμπαση, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 2η έκδ., (2022), § 23, σελ. 242· Ι. Κατράς, Αγωγές Αιτήσεις και Ενστάσεις Ενοχικού Δικαίου Αστικού Κώδικα, 2018, § 26, σελ. 481· ΑΠ 503/2022, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 453/2021, ΤΝΠ Νόμος· ΠΠρΧαλκιδικ 5/2017, ΕΠολΔ 2017.196-201, με σχόλιο Α. Άνθιμου.

[18] Αναλυτ. περιπτωσιολογία σε Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ - Οικογενειακό Δίκαιο (Άρθρα 1346-1694), τόμ. 5, (2004), σελ. 874· πρβλ. και ΑΠ 238/2020, sakkoulas-online.

[19] Γ. Κουμάντος, Οικογενειακό Δίκαιο, ΙΙ, (1989), σελ. 164· Θ. Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, (2005), σελ. 310· ΑΠ 88/2023, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1608/2022, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1475/2010, ΕλλΔνη 2012.739-740· ΑΠ 1799/2007, ΕλλΔνη 2008.176· ΠΠρΟρεστ 15/693/24/2014, Αρμ 2015.767-772, με σχόλιο Α.-Ν. Λιόντα.

[20] Θ. Παπαζήση, Γονική Παροχή, (1987), σελ. 53επ.· ΑΠ 88/2023, ΕπΑκ 2023.690-692· ΕφΑθ 1309/2012, ΕλλΔνη 2012.818-821, με σχόλιο Ι. Κατρά.

[21] Βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Η αυτοσύμβαση κατά τον Αστικό Κώδικα, (2000), σελ. 309.

[22] Κ. Φινοκαλιώτης, Φορολογικό δίκαιο, 6η έκδ., (2020), σελ. 437-438.

[23] ΑΠ 2077/2022· ΑΠ 1249/2021· ΑΠ 453/2021· ΑΠ 238/2020· ΑΠ 1257/2020· ΑΠ 491/2018, όλες δημοσ. σε sakkoulas-online· εξάλλου, σε κάθε περίπτωση ματαιώσεως του σκοπού της γονικής παροχής ο γονέας μπορεί να αναζητήσει την τελευταία σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρ. 904επ. ΑΚ).

[24] Γ. Μητσόπουλος, Τοπική και επιστήμη του δικαίου, Αφιερ. στον Κ. Τσάτσο, (1980), σελ. 555· Ν. Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον, (1957), σελ. 20.

[25] Για τη μεθοδολογία εξειδικεύσεως εννοιών με ιδιαίτερα αφηρημένο περιεχόμενο, βλ. Γ. Διαμαντόπουλο, Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου ως προϋπόθεση της αξίωσης συμμετοχής στα αποχτήματα, ΕλλΔνη 1993.500-509· τον ίδιο, Η ανώτερη βία ως λόγος ανακοπής ερημοδικίας, (1997), σελ. 172 με τις εκεί παραπομπές.

[26] Π. Κορνηλάκης, Ειδικό ενοχικό δίκαιο, 3η έκδ., (2023), § 5, σελ. 31-32· Δ. Λιάππης, ό.π. (σημ. 15), σελ. 33· ΑΠ 779/2016, sakkoulas-online.

[27] Βλ. σχετικώς Απ. Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, (2003), 2η εκδ., άρθρ. 1509, αρ. 12· Α. Κοτζάμπαση, ό.π. (σημ. 17), §23, σελ. 242· Δ. Παπαστερίου, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, 2η έκδ., (2009), § 27, σελ. 346-347.

[28] Βλ. εκτενώς Δ. Μανιώτη, ό.π. (σημ. 11), σελ. 34-37.

[29] Και βέβαια το βάρος των θεμελιωτικών της υπερβάσεως του μέτρου περιστατικών οφείλει να αποδείξει ο ενάγων, έτσι Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 4η έκδ., (2006), § 1, σελ. 34-38· ενδεικτ. από τη νομολογία ΑΠ 1257/2020· ΑΠ 307/2019· ΑΠ 1249/2021, ΤΝΠ Νόμος.

[30] ΑΠ 1397/2022· ΑΠ 307/2019· ΑΠ 491/2018, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1718/2009, ΕλλΔνη 2012.70-71, με σχόλιο Ι. Κατρά· ΕφΠειρ 408/2020, sakkoulas-online· ΠΠρΘεσ 5007/2020, ΕπΑκ 2021.867-871.

[31] Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών, (2000), αρ. 134, 138, 345· Θ. Παπαζήση, ό.π. (σημ. 20), σελ. 83επ.

[32] Δ. Λιάππης, ό.π. (σημ. 15), σελ. 34.

[33] Τα οποία κριτήρια ενδεικτικά αφορούν στην ηλικία των υπολοίπων τέκνων, στον αριθμό των τέκνων, στην οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κ.ά., βλ. σχετικώς ΑΠ 453/2021· ΑΠ 1257/2020· ΑΠ 1437/2017· ΕφΔωδ 164/2020· ΕφΠειρ 447/2016, όλες δημοσ. σε ΤΝΠ Νόμος.

[34] Βλ. ανωτ. υποσ. 16.

[35] Έτσι Δ. Λιάππης, ό.π. (σημ. 15), σελ. 34· βλ. όμως, Χ. Γεωργακόπουλο, Ανάκληση γονικής παροχής, ΠειρΝ 2007.13, 16.

[36] Δ. Μανιώτης, ό.π. (σημ. 11), σελ. 34-37.