Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
1
Έτος
2023
Περισσότερα

Ελληνική Δικαιοσύνη, 1 (2023)


ΠΠρΘεσ 46/2021 - σχόλιο: Ε. Κώνστα

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΠΠρΘεσ 46/2021

Πρόεδρος: Σοφία Τσιβούλη.
Εισηγήτρια: Αλεξάνδρα Γιαννακίδου, Πρωτοδίκης.
Δικηγόροι: Κων. Στεργιανού, Σοφ. Τσαμτζίδου.

Ο ζημιωθείς από παράνομη πράξη ή παράλειψη δημοσίου υπαλλήλου, προκληθείσα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του από δόλο ή βαριά αμέλειά του, δεν δύναται να στραφεί κατά του υπαλλήλου και να απαιτήσει χρηματική αποζημίωση, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αλλά την αξίωση αυτή μπορεί να την ασκήσει κατά του Δημοσίου, υπάλληλος του οποίου ήταν ο ζημιώσας κατά τον χρόνο της πρόκλησης της ζημίας. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που ο ζημιωθείς από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του δημοσίου υπαλλήλου τυγχάνει και ο ίδιος δημόσιος υπάλληλος. Άσκηση αγωγής από καθηγήτρια σχολείου κατά του διευθυντή της για αποζημίωση λόγω άσκησης εναντίον της εργασιακού bullying. Έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του διευθυντή.

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 105, 106 ΕισΝΑΚ και 1 § 2 περ. η΄ ν. 1406/1983 συνάγεται ότι υπάγεται στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κάθε αγωγή αποζημίωσης, που στηρίζεται στην ευθύνη του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, οι οποίες τελούνται ή σημειώνονται κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας, που τους έχει ανατεθεί, και τελούν σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας ή γίνονται κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υπάρχει, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε καθ’ υπέρβαση των ανατεθέντων καθηκόντων ή επ’ ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των διαταγών ή εντολών, που έχουν δοθεί, και τελεί σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια προς την εκτέλεση της υπηρεσίας τους (ΟλΑΠ 1114/1986, ΑΠ 752/1998 ΤΝΠ-Νόμος), ευθύνη η οποία ανακύπτει όχι μόνο από εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή από παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ να εκδώσουν τέτοιες πράξεις, αλλά και από υλικές ενέργειες των οργάνων αυτών, που τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δε συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε εκτός του κύκλου των καθηκόντων του (ΑΕΔ 5/1995, ΑΕΔ 53/1995, ΑΠ 1067/2015, ΑΠ 1175/2014, ΑΠ 1666/2014 ΤΝΠ-Νόμος). Από τις ίδιες όμως πιο πάνω διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι στις περιπτώσεις που για τις αναφερόμενες ανωτέρω πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ενάγεται ως προσωπικώς υπεύθυνο προς αποζημίωση όχι το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά το όργανο (του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ), που προκάλεσε τη ζημία, καθόσον, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, υπέχει προσωπική ευθύνη για ανόρθωση αυτής (προσωπικό πταίσμα- ενέργεια εκτός του κύκλου των καθηκόντων του), ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν επί της αγωγής αυτής, γιατί στις περιπτώσεις αυτές, που η αγωγή δε στηρίζεται σε ευθύνη του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ, η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 53/1995 ΤΝΠ-Νόμος).

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 38 § 1 ν. 3528/2007- Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ: «Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε ζημιά την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην έννοια της ζημίας περιλαμβάνεται, κατά τα άρθρα 299, 914, 928 και 932 ΑΚ, η περιουσιακή ζημία και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Εκ τούτων παρέπεται ότι ο ζημιωθείς από παράνομη πράξη ή παράλειψη δημοσίου υπαλλήλου, προκληθείσα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του από δόλο ή βαριά αμέλειά του, δε δύναται να στραφεί κατά του υπαλλήλου και να απαιτήσει χρηματική αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις περί αδικοπραξιών, αλλά την αξίωση αυτή μπορεί να την ασκήσει κατά του Δημοσίου, υπάλληλος του οποίου ήταν ο ζημιώσας κατά το χρόνο της πρόκλησης της ζημίας (ΟλΑΠ 3/2009, ΑΠ 351/2015, ΑΠ 1531/2011, ΕφΔωδ 316/2019, ΕφΠατρ 782/2008 ΤΝΠ-Νόμος). Τα αυτά ισχύουν και στην περίπτωση που ο ζημιωθείς εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δημοσίου υπαλλήλου τυγχάνει και ο ίδιος δημόσιος υπάλληλος (ΑΠ 351/2015 ΤΝΠ-Νόμος).

Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζεται ότι το έτος 2006 διορίστηκε ως εκπαιδευτικός καθηγήτρια στο μάθημα των Θρησκευτικών στο Γυμνάσιο … Θεσσαλονίκης, ενώ ο εναγόμενος κατά τα έτη 2011 έως 2019 κατείχε τη θέση του διευθυντή στο εν λόγω σχολείο, καθ’ όλη δε τη διάρκεια της θητείας του, κατά την οποία ασκούσε τα διευθυντικά του καθήκοντα, η ίδια δεχόταν εκ μέρους του αδιάλειπτη εργασιακή ψυχολογική κακομεταχείριση (εργασιακό bullying). Ότι, ειδικότερα, η ίδια, ως γονέας τέκνου με αναπηρία σε ποσοστό ανώτερο του 67%, δικαιούνταν εκ του νόμου συνεχές ωράριο διδασκαλίας και απαλλαγή από την υποχρέωση εξωδιδακτικής εργασίας, πλην όμως ο εναγόμενος, μολονότι η οικεία υποχρέωση βαρύνει κατά νόμο τους διευθυντές των σχολείων, εισήγαγε κατά την έναρξη εκάστου σχολικού έτους τις σχετικές αιτήσεις της ιδίας στο συμβούλιο διδασκόντων, προκειμένου να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος, παραβιάζοντας τα προσωπικά της δεδομένα, αναφορικά με την υγεία του τέκνου της, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα άνιση μεταχείριση προς το πρόσωπό της, καθώς παρείχε ο ίδιος αντίστοιχα προνόμια σε έτερους συναδέρφους της, κατά παράβαση των αρχών της αμεροληψίας και ισότητας. Ότι ο εναγόμενος, κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, κατ’ επανάληψη παρακώλυε το εκπαιδευτικό της έργο και την υποτιμούσε ενώπιον των μαθητών της, καθόσον, κατ’ εντολή του απουσίαζαν από το μάθημά της μαθητές, παρακώλυε τις δράσεις της για εκπαιδευτική εκδρομή και σχολικές εορτές, όπως ειδικότερα αναφέρεται, εμποδίζοντας την επαγγελματική της απασχόληση και ανέλιξη, την απαξίωνε επανειλημμένα στις συνεδριάσεις του συλλόγου διδασκόντων, αποστερώντας της το λόγο, ενώ πολλές φορές δεν την ενημέρωνε για τις συνεδριάσεις του συλλόγου. Ότι, κατά την εγγραφή νέων μαθητών για το έτος 2017, της απηύθυνε την αναφερόμενη στην αγωγή ειρωνική φράση ενώπιον των συναδέρφων της, ενώ συχνά της απευθυνόταν ενώπιον αυτών με υποτιμητικές φράσεις, ότι κατέφευγε στις αναφερόμενες λεκτικές απειλές προς το πρόσωπό της, όταν διαφωνούσαν σχετικά με την εκπόνηση των πρακτικών και προγραμμάτων του σχολείου, και προσπαθούσε να πείσει τους συναδέρφους της ότι η ίδια ήταν υπαίτια που τους καλούσε να καλύψουν τα κενά, που δημιουργούνταν εξαιτίας της, προσπαθώντας να δημιουργήσει αρνητικό κλίμα σε βάρος της, όπως πράγματι συνέβη. Ότι, συνεπεία της κατά τα άνω διαρκούς παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς της από τον εναγόμενο, διαταράχθηκε στο έπακρο η ψυχική της ηρεμία και υπέστη ηθική βλάβη. Ενόψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, ζητεί να αναγνωριστεί η συνεχής, επί οκτώ έτη, προσβολή της προσωπικότητάς της από τον εναγόμενο, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον κάθε ανάλογη προσβολή της προσωπικότητάς της και να απειληθεί κατά αυτού χρηματική ποινή 500 ευρώ για κάθε παραβίαση της εν λόγω υποχρέωσης, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτά ασκηθείσα με νομότυπη και εμπρόθεσμη επίδοσή της στον εναγόμενο εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της (άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2 ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται, κατ’ άρθ. 1 άρθρο ένατο §§ 1 και 4 ν. 4335/2015, επί αγωγών κατατεθειμένων μετά την 1.1.2016, όπως η επίδικη), δοθέντος ότι κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 15.1.2020 και επιδόθηκε στον εναγόμενο αυθημερόν, … ενώ για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής ενημερωτικό έγγραφο περί δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, υπογεγραμμένο από την ενάγουσα και την πληρεξουσία της δικηγόρο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθ. 3 § 2 ν. 4640/2019, αφού πρόκειται για αγωγή κατατεθείσα μετά την 30.11.2019, στρεφόμενη κατά του εναγόμενου δημοσίου υπαλλήλου - διευθυντή του Γυμνασίου … Θεσσαλονίκης, ατομικώς και ουχί κατά του Ελληνικού Δημοσίου, υπάλληλος του οποίου τύγχανε τούτος, με επίκληση την ευθύνη προς αποζημίωση από την ως άνω επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εν λόγω υπαλλήλου, που ενήργησε, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί, αλλά και κατά κατάχρηση και επ’ ευκαιρία αυτής, τελούσα (η αδικοπρακτική συμπεριφορά) σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια προς την εκτέλεση της υπηρεσίας, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, εισάγει προς κρίση διαφορά ιδιωτικού δικαίου, που υπάγεται, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο (Ι) μείζονα σκέψη της παρούσας, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθρο 1 § 1 στοιχ. α΄ ΚΠολΔ). Η αγωγή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο για την εκδίκαση της αντικειμενικά σωρευόμενης αγωγής περί παράλειψης προσβολής της προσωπικότητας στο μέλλον, διότι το αντικείμενο αυτής δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης (άρθ. 18 και 22 ΚΠολΔ), και, κατ’ άρθ. 31 § 3 και 218 ΚΠολΔ, για την αντικειμενικά σωρευόμενη αγωγή περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, πλην όμως τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, διότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο (ΙΙ) νομική σκέψη της παρούσας, η ενάγουσα δεν έχει την ανωτέρω αξίωση ατομικώς κατά του εναγόμενου, δημοσίου υπαλλήλου - διευθυντή του Γυμνασίου … Θεσσαλονίκης κατά το χρόνο πρόκλησης της επικαλούμενης ζημίας, ο οποίος δεν ευθύνεται έναντι αυτής για τις επίδικες πράξεις του, που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τελέσθηκαν από δόλο στο σύνολό τους κατά την ενάσκηση της ανατεθείσας σε αυτόν δημόσιας υπηρεσίας και σε συνάρτηση με την οργάνωση και τη λειτουργία της, αλλά και κατά κατάχρηση αυτής, με αφορμή τα ανατεθέντα σ’ αυτόν καθήκοντα, ούτε ενέχεται για αποκατάσταση της προκληθείσας απ’ αυτές ζημίας, αλλά υπόχρεο προς τούτο είναι το Ελληνικό Δημόσιο, κατά του οποίου και μόνο θα μπορούσε να στραφεί η ενάγουσα, δοθέντος, έτι περαιτέρω, ότι ακόμα και τα αναφερόμενα συκοφαντικά και ειρωνικά σχόλια και οι λεκτικές απειλές εκ μέρους του εναγομένου φέρονται να έλαβαν χώρα στο χώρο της εργασίας του, κατά την άσκηση ή επ’ αφορμή των καθηκόντων του ως διευθυντή, συνιστούν, δε, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, παρενόχληση της ενάγουσας στο χώρο εργασίας της με τη μορφή ταπεινωτικής συμπεριφοράς, άνισης μεταχείρισης, προσβολών, απομόνωσης, απειλών, άσκησης ψυχολογικής βίας, ανάθεσης υπερβολικού όγκου εργασίας κ.λπ. (εργασιακό bullying). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης. Τέλος, πρέπει η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, που υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις του (άρθ. 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

Παρατηρήσεις

Η ηθική και ψυχολογική παρενόχληση, «mobbing», στο χώρο εργασίας

Τα τελευταία χρόνια η προστασία της προσωπικότητας του εργαζομένου αναδεικνύεται ως θεμελιώδες στοιχείο της εργασιακής σχέσης. Καθώς η εργασιακή καθημερινότητα αποτελεί παραδοσιακά, πεδίο εντάσεων και αντιπαραθέσεων τόσο συλλογικών συμφερόντων όσο και ατομικών διεκδικήσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε παθολογικές καταστάσεις, προκύπτει η ανάγκη, ο εργασιακός χώρος να είναι διαμορφωμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να προσφέρει τις κατάλληλες συνθήκες για την παροχή της, υπό την έννοια π.χ. της ισχύος μια πολιτικής εκ μέρους της εργοδοσίας περί μη διακρίσεων, της επιβράβευσης της προσπάθειας, της αναγνώρισης της ηθικής ακεραιότητας, της επικοινωνίας με τη διοίκηση, της ύπαρξης φιλικού εργασιακού περιβάλλοντος. Η συμπεριφορά που εισάγει διακρίσεις ή είναι σκόπιμα εχθρική και εκδικητική είναι ανεπίτρεπτη, όταν προέρχεται από τον εργοδότη, τον προϊστάμενο, αλλά και άλλον εργαζόμενο ή ακόμη και τρίτο.

Ο εθνικός νομοθέτης με το ν. 3304/2005[1], ενσωματώνοντας στο εσωτερικό δίκαιο τις Οδηγίες 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 και 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000, αναγνώρισε την ανάγκη προστασίας από τις άμεσες και έμμεσες διακρίσεις στον χώρο εργασίας, αλλά και την παρενόχληση. Σύμφωνα με το νόμο, η έννοια της παρενόχλησης περιλαμβάνει: α) εκδήλωση ανεπιθύμητης συμπεριφοράς, β) σύνδεση της συμπεριφοράς με κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό, γ) προσβολή της αξιοπρέπειας και δ) η δημιουργία εχθρικού, ταπεινωτικού, επιθετικού περιβάλλοντος. Η παρενόχληση μπορεί να είναι λεκτική π.χ. με υποτιμητικές προσβολές, απαξιωτικές κρίσεις, ή ακόμα και με χειρονομίες, μειω­τικούς μορφασμούς, σωματικές επιθέσεις. Ακολούθησε ο ν. 3896/2010 με τον οποίο κωδικοποιήθηκε σε ένα ενιαίο νομοθετικό κείμενο, η ισχύουσα μέχρι τότε νομοθεσία για την προστασία έναντι των διακρίσεων λόγω φύλου στην απασχόληση και την εργασία, η «σεξουαλική παρενόχληση» αλλά και η παρενόχληση, καθώς και οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση που οφείλεται στην ανοχή ή στην απόρριψη αυτής της συμπεριφοράς και συνιστούν διάκριση λόγω φύλου. Ο ν. 4443/2016 ενσωμάτωσε σε ενιαίο κείμενο εκτός από τις δύο Οδηγίες του ν. 3304/2005 και την Οδηγία 2014/54/Ε.Ε., εισάγοντας παράλληλα νέους λόγους διάκρισης, όπως τους όρους «χρώμα», «εθνική καταγωγή», «γενεαλογικές καταβολές», «χρόνια πάθηση», «οικογενειακή κατάσταση», «κοινωνική κατάσταση», «ταυτότητα φύλου» και «χαρακτηριστικά φύλου», ενώ μετονομάστηκε πλέον σε «σεξουαλικό προσανατολισμό» ο λόγος διάκρισης «γενετήσιος προσανατολισμός» που περιλαμβάνει η Οδηγία 2000/78 και αναπαρήγαγε ο ν. 3304/2005. Με το ν. 4808/2021, η Ελλάδα επικύρωσε την υπ’ αριθμ. 190 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας της ΔΟΕ για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στην εργασία που αφορά τόσο τους απασχολούμενους στον ιδιωτικό τομέα, όσο και στον δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με το αρ. 4 του ν. 4808/2021 δηλώνεται κατηγορηματικά η απαγόρευση κάθε μορφής βία και παρενόχληση, που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας είτε συνδέεται με αυτήν είτε προκύπτει από αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της βίας και παρενόχλησης λόγω φύλου και της σεξουαλικής παρενόχλησης. Ειδικότερα, ως «βία και παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, πράξεις, πρακτικές ή απειλές αυτών, που αποσκοπούν, οδηγούν ή ενδέχεται να οδηγήσουν σε σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη, είτε εκδηλώνονται μεμονωμένα είτε κατ’ επανάληψη, ενώ ως «παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως εάν συνιστούν μορφή διάκρισης, και περιλαμβάνουν και την παρενόχληση λόγω φύλου ή για άλλους λόγους διάκρισης. Ως «παρενόχληση λόγω φύλου» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με το φύλο ενός προσώπου, οι οποίες έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος κατά το άρθρο 2 του ν. 3896/2010 και την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4443/2016. Οι μορφές συμπεριφοράς αυτές περιλαμβάνουν και τη σεξουαλική παρενόχληση του ν. 3896/2010, καθώς και μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την έκφραση, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου του προσώπου[2].

Ο όρος «mobbing»[3], ανταποκρίνεται στην περιγραφή του φαινομένου της «ηθικής παρενόχλησης», με έμφαση στο «ηθικό» στοιχείο ώστε να αντιδιαστέλλεται της έννοιας του όρου της «σεξουαλικής» παρενόχλησης αλλά και να τονισθεί η επίδραση των συγκεκριμένων συμπεριφορών στον ψυχισμό του θύματος, λόγω της άσκησης π.χ. ψυχολογικής βίας. Υφίσταται όμως μια εγγενής δυσκολία στην οριοθέτηση της ηθικής παρενόχλησης στο πεδίο του δικαίου έναντι μιας εκδηλωθείσας αγενούς και ανεπιθύμητης πλην όμως κοινωνικά ανεκτής συμπεριφοράς. Ερευνάται, ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της ηθικής παρενόχλησης που βαραίνουν δικαιοδοτικά και έχουν σημασία για το δικαστήριο ώστε πλέον να διακρίνονται από την συγκρουσιακή, όπως προελέχθη, εργασιακή καθημερινότητα. Τρία είναι τα ελάχιστα αναγκαία περιγραφικά γνωρίσματα για να οριοθετηθεί η έννοια: α. συστηματική εκδήλωση ανεπιθύμητης συμπεριφοράς, β. σχέση δράστη – θύματος και γ. εχθρικό περιβάλλον και προσβολή εννόμων αγαθών[4]. Η συστηματικότητα των επιμέρους ενεργειών και παραλείψεων του δράστη με τις οποίες εκδηλώνεται η παρενόχληση αποτελεί βασικό στοιχείο της δράσης. Πρόκειται για ένα πλέγμα περιστατικών, που οι επιμέρους εκδηλώσεις μπορούν να διαφέρουν ήτοι να εναλλάσσονται π.χ. η ταπεινωτική και υποτιμητική αντιμετώπιση με την ειρωνεία, τα κακόβουλα σχόλια με τους υπαινιγμούς, τις απειλές, την υποτίμηση της εργασιακής προσφοράς, την ανάθεση υποτιμητικών καθηκόντων κ.α. με απώτερο σκοπό την προσβολή της προσωπικότητας του ατόμου – εργαζομένου, που μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα για την υγεία, σωματική και ψυχική, τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του. Όλα τα περιστατικά θα αξιολογηθούν όχι μεμονωμένα, αλλά ως σύνολο, ως ενιαία προσβολή, καθώς οι επιμέρους ενέργειες του δράστη αποτελούν συνειδητή εκδήλωση της ενιαίας στάσης του προς το θύμα. Δεν είναι αναγκαίο ο δράστης να έχει συγκεκριμένο σχέδιο ή μια συγκεκριμένη επιδίωξη αρκεί οι ενέργειες ή παραλείψεις του θεμελιώνουν ένα εχθρικό για το θύμα περιβάλλον. Από την άλλη το θύμα θα πρέπει να αντιλαμβάνεται τις επιμέρους ενέργειες ή παραλείψεις ως τμήμα της ίδιας εχθρικής στάσης του δράστη απέναντί του. Συνεπώς, συμπεριφορές που εκδηλώνονται εντός πολύ μικρού χρονικού διαστήματος πλην όμως δεν επαναλαμβάνονται, δεν συνιστούν ηθική παρενόχληση, ακόμα κι αν εμφανίζουν νομικό ενδιαφέρον[5].

Αποτέλεσμα της ανωτέρω συστηματικής συμπεριφοράς είναι να δημιουργείται μια σχέση θύματος- θύτη, που οδηγεί τον εργαζόμενο σε μία κατάσταση μόνιμης αβεβαιότητας και φόβου, μετατρέποντας την παροχή εργασίας σε μία εξοντωτική διαδικασία και τον χώρο εργασίας σε χώρο τρομοκρατίας. Δεν αποκλείεται το θύμα της ηθικής παρενόχλησης να επιχειρήσει να υπερασπιστεί τη θέση του ή να υφίσταται αρχικώς μια ισοδύναμη συγκρουσιακή κατάσταση, η οποία όμως με την πάροδο του χρόνου βαίνει σε βάρος του ενός μέρους. Οι εν λόγω συμπεριφορές δεν αναιρούν άνευ ετέρου την κατάφαση της ηθικής παρενόχλησης λόγω απουσίας σχέσης δράστη – θύματος. Αποτέλεσμα της συστηματικής συμπεριφοράς του δράστη αποτελεί η εγκαθίδρυση ενός εχθρικού περιβάλλοντος που οδηγεί σε δυσμενή μεταβολή των συνθηκών εργασίας του θύματος και κατά συνέπεια προσβάλλει το δικαίωμα στην προσωπικότητα, όπως αυτό συγκροτείται ως πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο[6]. Εν προκειμένω στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η τιμή, ιδίως η επαγγελματική, η εν γένει ηθική και κοινωνική αξία του ατόμου, η σωματική, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός του κόσμος. Οι κάθε είδους προσβολές που διαταράσσουν την εσωτερική ισορροπία του ανθρώπου προκαλώντας ψυχικό πόνο καθώς στοχεύουν κατά της ψυχικής υγείας και του συναισθηματικού κόσμου, που είναι αναπόσπαστα στοιχεία της προσωπικότητας[7]. Η μέχρι σήμερα νομολογία ως δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας μέσω της εγκαθίδρυσης εχθρικού περιβάλλοντος σε βάρος εργαζομένου ορίζει όταν μεταβάλλονται προς το δυσμενέστερο οι όροι εργασίας του μισθωτού, λόγω «βάναυσης», «ανοίκειας», «ανάρμοστης» ή προσβλητικής συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τέτοιες συνθήκες, ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του θύματος για παροχή της εργασίας του ή όταν επιφέρει τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητά του, ώστε η περαιτέρω συνέχιση της εργασίας του στον χώρο της επιχείρησης του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής[8].

Αξίζει να σημειωθεί ότι η «μη σεξουαλική» παρενόχληση έχει μεγαλύτερο ερμηνευτικό πεδίο στο οποίο εντάσσεται και η «ηθική παρενόχληση» υπό την έννοια που προαναφέραμε[9], μπορεί δε να υφίσταται και όταν η ανεπιθύμητη συμπεριφορά περιορίζεται σε ένα μόνο, ιδιαίτερης πάντως οξύτητας, περιστατικό[10]. Το στοιχείο της συστηματικότητας και της χρονικής διάρκειας της διακρίνει την ηθική από τη «μη σεξουαλική» παρενόχληση, στην πράξη δε η πρώτη είναι δυνατόν να περιλαμβάνει ή και να απορροφά περιστατικά που θα αξιολογούνταν αυτοτελώς ως «μη σεξουαλική» παρενόχληση. Χαρακτήρα «μη σεξουαλικής» παρενόχλησης μπορεί να προσλάβει, οποιαδήποτε συμπεριφορά, δηλαδή πράξη ή παράλειψη με κοινωνικό νόημα, απευθυνόμενη προς άλλο άτομο ή άτομα, κυρίως λεκτικές επιθέσεις ή εκφράσεις δυσαρέσκειας σε βάρος του θύματος.

Ο εργαζόμενος δικαιούται να στραφεί κατά του εργοδότη, ανεξαρτήτως του αν είναι ο ίδιος δράστης της παρενόχλησης ή όχι. Ο εργοδότης έχει ειδικότερη υποχρέωση προστασίας του μισθωτού από φαινόμενα παρενόχλησης (και βίας) στην εργασία, που επιβάλλουν σ’ αυτόν τη λήψη των κατάλληλων κάθε φορά μέτρων, η παράλειψη των οποίων γεννά σε βάρος του ευθύνη, ανάλογη με τις περιστάσεις. Αλλά και ο ίδιος ο θιγόμενος μπορεί να αξιώσει την συμμόρφωση του εργοδότη με τις συμβατικές του υποχρεώσεις, στο μέτρο που επιβάλλονται από την υποχρέωση πρόνοιας που τον βαρύνει και την αποκατάσταση κάθε περαιτέρω περιουσιακής ζημίας ή και ηθικής βλάβης, ιδίως να επικαλεστεί την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του και να αξιώσει κάθε τι που απορρέει από αυτή, να την θεωρήσει μονομερή βλαπτική μεταβολή ή εξαναγκασμό σε παραίτηση κ.λπ. Επίσης, ο εργαζόμενος δικαιούται να στραφεί και κατά του δράστη ή των δραστών (εκτός του εργοδότη), είτε πρόκειται για συναδέλφους του, είτε για καταστατικό όργανο του εργοδότη[11], είτε για τρίτο. Η ηθική παρενόχληση, γεννά αξιώσεις για αποκατάσταση όχι μόνο της ηθικής (μη περιουσιακής) βλάβης αλλά και της τυχόν επελθούσας περιουσιακής ζημίας και μάλιστα υπό τους όρους των περί αδικοπραξιών διατάξεων σύμφωνα και με την § 5 του άρθρου 12 ν. 4808/2021.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 4270/2014, για τους εργαζόμενους και απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 έως και 8, 13, 14, 15 και αναλογικά το άρθρο 12 του ν. 4808/2021. Ειδικώς, η ηθική παρενόχληση στην υπηρεσία, ως προσβολή της προσωπικότητας του δημοσίου υπαλλήλου ή εργαζόμενου στο δημόσιο με σχέση ιδιωτικού δικαίου, δημιουργεί, πέρα από υπηρεσιακές και πειθαρχικές ευθύνες, αξίωση για αποκατάσταση της περιουσιακής και μη ζημίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Εν προκειμένω, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης απασχόλησε μια κλασσική, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, υπόθεση mobbing στον χώρο εργασίας. Συγκεκριμένα, εκπαιδευτικός καθηγήτρια ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος που κατείχε τη θέση του διευθυντή στο σχολείο που υπηρετούσε, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, ασκούσε στην ίδια αδιάλειπτη εργασιακή ψυχολογική κακομεταχείριση (ηθική παρενόχληση) επικαλούμενη συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, εμποδίζοντας την επαγγελματική της απασχόληση και ανέλιξη ενώ την απαξίωνε επανειλημμένα με ειρωνικό ύφος, με υποτιμητικές φράσεις ακόμα δε και με λεκτικές απειλές προς το πρόσωπό της, όταν διαφωνούσαν σχετικά με την εκπόνηση των πρακτικών και προγραμμάτων του σχολείου. Η δε διαρκής παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς της είχε ως επακόλουθο την διατάραξη της ψυχική της ηρεμίας. Η ηθική παρενόχληση που εκδηλώνεται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων ή της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον δράστη και βρίσκεται σε αιτιώδη σχέση με αυτή, επισύρει την ευθύνη του Δημοσίου προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (105 ΕισΝΑΚ, 932 ΑΚ) που προκλήθηκε από παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων της. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η στοχοποίηση του θύματος -ενάγουσας συνδέεται με την υπηρεσία και τις συνθήκες εκτέλεσής της και αρχικώς θεμελιώνεται αστική ευθύνη του Δημοσίου και δύναται να επιδικαστεί σε βάρος του εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης από παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (ή καθ’ υπέρβαση αυτών), χωρίς να εξετάζεται η υπαιτιότητά τους, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ[12]. Η ενοχή εις ολόκληρον, όμως, που καθιερώνεται από το β΄ εδάφιο του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, βρίσκει σήμερα ένα εξαιρετικά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, διότι τόσο ο ισχύων Υπαλληλικός Κώδικας όσο και ο Κώδικας Προσωπικού Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης προβλέπουν ρητώς ότι οι υπάλληλοι δεν ευθύνονται έναντι των τρίτων για τις παράνομες και ζημιογόνες πράξεις τους. Η ευθύνη τους περιορίζεται απέναντι στο δημόσιο, όσον αφορά την αποζημίωση που κατέβαλε το δημόσιο για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια. Συνεπώς, ο ζημιωθείς δεν μπορεί να στραφεί προσωπικά κατά του υπαιτίου υπαλλήλου, αλλά μόνο κατά του Δημοσίου και αυτό έχει κατόπιν τη δυνατότητα να στραφεί αναγωγικά κατά του ενεργήσαντος με δόλο ή βαριά αμέλεια υπαλλήλου, αναζητώντας από αυτόν την αποζημίωση που κατέβαλε στον ιδιώτη. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει δυνατότητα του θιγόμενου υπαλλήλου να στραφεί ευθέως κατά του συναδέρφου του ή του προϊσταμένου του για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου στα πλαίσια ηθικής παρενόχλησης[13].

Επειδή το φαινόμενο της παρενόχλησης είναι υπαρκτό, πολυπαραγοντικό αλλά κυρίως δυσδιάκριτο, καθίσταται πλέον αναγκαιότητα ο νομολογιακός προσδιορισμός της έννοια της ηθικής παρενόχλησης ώστε να καταγράφονται οι υποχρεώσεις των εργοδοτών και οι εξουσίες των αρμοδίων φορέων και να ορίζονται οι νομικές συνέπειες. Βάσει της μέχρι σήμερα αποσπασματικής αντιμετώπισης τέτοιων περιπτώσεων από την νομολογία επί του συγκεκριμένου θέματος, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι τα θιγόμενα πρόσωπα «δύσκολα» καταφεύγουν στην αναζήτηση της έννομης προστασίας τους, είτε φοβούμενα τον διασυρμό και την διαπόμπευση τους, είτε λόγω της αβεβαιότητας για την επιτυχή έκβαση της δίκης. Σε κάθε περίπτωση πλέον στην Ελλάδα υπάρχει ένα διευρυμένο οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση της παρενόχλησης στους χώρους απασχόλησης και μια προστατευτική ασπίδα του θιγόμενου εργαζομένου.

Ελευθερία Κώνστα

Εφέτης



[1] Ενσωμάτωνε αυτολεξεί τις δύο Οδηγίες σε δύο αυτοτελή Κεφάλαια με αποτέλεσμα να προκαλούνται ζητήματα καθώς επαναλαμβανόταν παρόμοιες διατάξεις. Καταργήθηκε με το ν. 4443/2016.

[2] Δ. Ζερδελής, Εργατικο Δικαιο, 4η έκδοση, σ. 968 επ., Κουκιάδης, Εργατ.Δίκ.-Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το δικαιο της ευελεξίας της εργασιας, σ. 828.

[3] Προέρχεται από το αγγλικό ρήμα «mob» (επιτίθεμαι, ενοχλώ) και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Leymann ως καταλληλότερο από τον όρο «bullying». Η παρενόχληση στον χώρο εργασίας εκφράζεται με πιο δυσδιάκριτους τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς, ενώ ο όρος «bullying» παραπέμπει και στην χρήση σωματικής βίας [βλ. Ν. Γεωργιάδου, Η ηθική και ψυχολογική παρενόχληση στο χώρο εργασίας («mobbing»), σ. 77-91].

[4] Π. Μπουμπουχερόπουλος, Mobbing: Ευθύνη λόγω ηθικής παρενόχλησης στην εργασία, σ. 57 επ., Δ. Ζερδελής, ό.π.

[5] Βλ. ΑΠ 1322/2020 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΘεσ 727/2009 ΔΕΝ 2010. 1419.

[6] Εγκαθιδρύεται κατ' αρχάς ευθύνη από παράνομη προσβολή στοιχείων που συναπαρτίζουν το δικαίωμα στην προσωπικότητα, κυρίως αγαθών που συγκροτούν την κοινωνική ατομικότητα, ερειδόμενη στις γενικές περί προστασίας της προσωπικότητας διατάξεις, όπως εξειδικεύονται και από τις διατάξεις των άρθρων 2 ν. 3896/2010 και 2 ν. 4443/2016.

[7] Π. Μπουμπουχερόπουλος, ό.π. σ. 78-86.

[8] ΑΠ 1322/2020, ΑΠ 1138/2010, ΑΠ 1839/2008 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 1479/2002 ΕλλΔνη 2004. 759, ΑΠ 605/1996 ΕλλΔνη 1999. 112, ΑΠ 1227/1993 ΕΕργΔ 1995. 214, ΑΠ 967/1991 ΕΕργΔ 1993. 36, ΟλΑΠ 13/1987 ΕλλΔνη 1988. 1441.

[9] Είναι έννοια ευρύτερη σε σχέση και με τη «σεξουαλική» παρενόχληση.

[10] Π. Μπουμπουχερόπουλος, ό.π., σ. 143.

[11] ΑΠ 191/1990 ΕΕργΔ 1991. 299, ΕφΚαλαμ 157/2007 ΕΕργΔ 2007. 1496, ΕφΠειρ 928/2007 ΔΕΕ 2008. 1165, ΜΠρΛαμ 383/2000 ΔΕΕ 2001. 425.

[12] ΣτΕ 3292/2017, ΣτΕ 410/2016, ΣτΕ 1970/2009, ΣτΕ 1326/2009 ΝΟΜΟΣ.

[13] Δεν ισχύει το ίδιο για τα πρόσωπα που ασκούν το διευθυντικό δικαίωμα ή εκπροσωπούν τον εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα και παραβιάζουν τις από το άρθρο 5 ν. 4808/2021 υποχρεώσεις τους καθώς, όπως προκύπτει από την παρ. 1 του άρθρου αυτού, ευθύνονται και έναντι του θύματος για διά παραλείψεως προσβολής αγαθών που συναπαρτίζουν το δικαίωμα στην προσωπικότητά του.