Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Συγγραφέας
ISBN
978-960-648-807-8
Έτος
2024

Μελετήματα Online


Π.-Μ. Ευστρατίου, Νομικά ζητήματα ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστήμιων στο παράδειγμα της Γερμανίας

   Εκτύπωση   

Νομικά ζητήματα ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστήμιων στο παράδειγμα της Γερμανίας

Παύλος-Μιχαήλ Ευστρατίου[*]

Αντί προλόγου

Η παρούσα μελέτη επιθυμεί να αναδείξει τα μείζονα νομικά ζητήματα που θέτει η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στο παράδειγμα της Γερμανίας, όπου εκεί συνυπάρχουν από το 1976 ιδιωτικά και δημόσια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν μακραίωνη παράδοση και ιστορία, χαίρουν μεγάλης φήμης και κύρους, είναι διεθνώς αναγνωρισμένα και παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση υψηλότατου επιστημονικού επιπέδου. Οι απαντήσεις που δόθηκαν στα νομικά αυτά ζητήματα από την γερμανική έννομη τάξη είναι πολύ χρήσιμα και έχουν καταστεί πλέον εξαιρετικά επίκαιρα ενόψει της επικείμενης ψήφισης του νόμου, με τον οποίο – αν και χωρίς προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 Συντάγματος – θα επιτρέπεται εφεξής η εγκατάσταση παραρτημάτων αλλοδαπών μη κρατικών νομικών προσώπων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη χώρα μας με βάση διεθνείς συμβάσεις ή συμφωνίες κατά το άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. Επικουρικά προτείνεται επίσης να επιτραπούν τα εν λόγω παραρτήματα αλλοδαπών μη κρατικών πανεπιστημίων με μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 Συντ. κατ’ επίκληση της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία φαίνεται να υπερισχύει του ελληνικού Συντάγματος. Ως εκ τούτου θεωρώ σκόπιμη την επανέκδοση της παρούσας μελέτης, η οποία εκτός από την δημοσίευσή της προ δεκαπενταετίας σε αυτοτελή τόμο ευτύχησε να συμπεριληφθεί στον τιμητικό τόμο του δασκάλου μου ομότιμου καθηγητή, πρύτανη και ακαδημαϊκού Μιχάλη Σταθόπουλου.

1. Εισαγωγή

Η δημόσια συζήτηση για την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα είναι συνδεδεμένη σχεδόν αποκλειστικά με την (μέχρι σήμερα μη ευοδωθείσα) αναθεώρηση του άρθρου 16 Συντ. και συνοδεύεται ως επί το πλείστον με ιδεολογικοπολιτικά επιχειρήματα υπέρ ή κατά της αναθεώρησης των σχετικών διατάξεων των παρ. 5 εδ. α' και 8 εδ. β' του άρθρου αυτού.[1] Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση», ενώ «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Ενδεχόμενη μελλοντική αναθεώρηση των συνταγματικών αυτών διατάξεων δεν απαντά ωστόσο στα ποικίλα νομικά ζητήματα που θέτει η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων – πέρα από τους τυχόν συνταγματικούς περιορισμούς που μπορεί να θέτουν οι ίδιες οι αναθεωρημένες διατάξεις.[2] Εντούτοις, η γνώση των νομικών αυτών ζητημάτων και των απαντήσεων που μπορούν να δοθούν σε αυτά είναι δυνατόν να συμβάλει στην ιδεολογική αποφόρτιση της όλης συζήτησης και να επιτρέψει την έγκαιρη, νηφάλια και ορθολογική προσέγγιση ενός τόσο πολυσυζητημένου και πολιτικά ευαίσθητου θέματος.

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο παράδειγμα ενός άλλου ευρωπαϊκού κράτους που διαθέτει, παραδοσιακά, διεθνώς αναγνωρισμένα δημόσια πανεπιστήμια υψηλότατου επιστημονικού κύρους – και αυτό είναι το κρίσιμο – παρά την ύπαρξη και ιδιωτικών πανεπιστημίων. Πρόκειται για τη Γερμανία, στην οποία η δυνατότητα αναγνώρισης μη κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 70 του γερμανικού ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου για την ανώτατη εκπαίδευση.[1] Εκτός από την ήδη το 1898 συσταθείσα και το 1992 επανιδρυθείσα Ανώτατη Εμπορική Σχολή της Λειψίας[2] ιδρύθηκαν ήδη το 1971 η Ευρωπαϊκή Σχολή Επιχειρήσεων στο Oestrich-Winkel[3], το 1973 η Ανώτατη Ευρωπαϊκή Οικονομική Σχολή στο Βερολίνο[4], το 1980 το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο στο Witten[5], το 1984 η Ανώτατη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Vallendar[6] και το 1989 η Ακαδημία Gustav-Siewerth στο Weilheim-Bierbronnen.[7] Ακολούθησαν μεταξύ 1997 και 2000 άλλα έξι (6) νέα ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα: Η Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Lahr για εργαζόμενους,[8] το Διεθνές Πανεπιστήμιο στη Γερμανία,[9] το Ινστιτούτο Διαχείρισης και Τεχνολογίας της Στουτγκάρδης,[10] η Γερμανική Διεθνής Σχολή Αποφοίτων Διαχείρισης και Διοίκησης,[11] το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Βρέμης[12] και η Νομική Σχολή Bucerius του Αμβούργου.[13] Έκτοτε ιδρύθηκαν πολλά άλλα μη κρατικά ιδρύματα ιδίως του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης (Fachhochschulen),[14] ώστε ο αριθμός των μη κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να ανέρχεται σήμερα περίπου στα 76.[15] Τα κυριότερα νομικά ζητήματα που ανέκυψαν από την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημιακών και τεχνολογικών ιδρυμάτων στη Γερμανία αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας μελέτης.

2. Συνταγματικό πλαίσιο

Το ισχύον γερμανικό Σύνταγμα (Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης)[16] δεν περιλαμβάνει διατάξεις για την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση. Το δικαίωμα ίδρυσης και λειτουργίας μη κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων θεωρείται όμως ότι κατοχυρώνεται στην ελευθερία της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας (άρθρο 5 παρ. 3 γερμ. Συντ.) και στη διασφάλιση του δικαιώματος ίδρυσης ιδιωτικών σχολείων (άρθρο 7 παρ. 4 εδ. α' γερμ. Συντ.) σε συνδυασμό με την ισχύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων και για ημεδαπά νομικά πρόσωπα, στο βαθμό που σύμφωνα με τη φύση τους μπορούν να εφαρμοστούν σε αυτά (άρθρο 19 παρ. 3 γερμ. Συντ.). Επικουρικά γίνεται επίσης επίκληση στα δικαιώματα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 γερμ. Συντ.) και της επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο 12 παρ. 1 γερμ. Συντ.), καθώς και στην (άγραφη) συνταγματική αρχή της επικουρικότητας (Subsidiaritatsprinzip).[17]

Με βάση το σύστημα κατανομής των νομοθετικών αρμοδιοτήτων μεταξύ ομοσπονδιακού κράτους και ομόσπονδων κρατών θέματα παιδείας και πολιτισμού εμπίπτουν σύμφωνα με το άρθρο 70 του γερμανικού Συντάγματος στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ομόσπονδων κρατών („Kulturhoheit der Länder“). Βέβαια, μέχρι πρόσφατα το ομοσπονδιακό κράτος είχε αρμοδιότητα να θεσπίζει τις γενικές αρχές για τη δομή και λειτουργία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και να ρυθμίζει την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού που υπηρετεί στα ομόσπονδα κράτη (πρώην άρθρο 75 παρ. 1 στοιχ. 1 και 1α γερμ. Συντ.). Επίσης μπορούσε να συμπράττει στην εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων των ομόσπονδων κρατών, μεταξύ άλλων, στον τομέα της ανέγερσης και επέκτασης πανεπιστημίων και πανεπιστημιακών κλινικών (πρώην άρθρο 91α παρ. 1 στοιχ. 1 γερμ. Συντ.). Οι αρμοδιότητες αυτές καταργήθηκαν όμως μετά την ευρεία συνταγματική αναθεώρηση του 2006 στο πλαίσιο της λεγ. «ομοσπονδιακής μεταρρύθμισης» (Föderalismusreform), με αποτέλεσμα, πρώτον, την άμεση κατάργηση όλων των διατάξεων του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και καλλιτεχνικού προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των ερευνητικών κέντρων (με εξαίρεση τους καθηγητές)[18] και, δεύτερον, την προβλεπόμενη κατάργηση και των υπόλοιπων διατάξεων του νόμου αυτού.[19] Για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της μεταρρύθμισης αυτής στους προϋπολογισμούς των ομόσπονδων κρατών θεσπίζονται μεταβατικές διατάξεις που ισχύουν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2019 (νέο άρθρο 143γ γερμ. Συντ.), ενώ εξακολουθεί να προβλέπεται η διευρυμένη πλέον συνεργασία, βάσει συμφωνιών, μεταξύ ομοσπονδιακού κράτους και ομόσπονδων κρατών για την ενίσχυση ιδρυμάτων και σχεδίων υπερτοπικής σημασίας προς προώθηση της επιστήμης και της έρευνας και για την εξακρίβωση της ανταγωνιστικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος στο διεθνές περιβάλλον (αναθεωρημένο άρθρο 91β γερμ. Συντ.).

3. Έννοια ιδιωτικών πανεπιστημίων

Ως ιδιωτικά πανεπιστήμια θεωρούνται όλα τα κατά το δίκαιο των ομόσπονδων κρατών μη κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα που έχουν ως φορέα τουλάχιστον ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.[20] Εκτός από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ως μη κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα θεωρούνται επίσης οι ανώτατες εκκλησιαστικές σχολές και οι ανώτατες ομοσπονδιακές κρατικές σχολές, συμπεριλαμβανομένων των ανώτατων στρατιωτικών σχολών των ομοσπονδιακών ενόπλων δυνάμεων. Κατά τα λοιπά, η έννοια του πανεπιστημίου προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο με βάση τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 1 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου και τις αντίστοιχες διατάξεις των νόμων-πλαισίων των ομόσπονδων κρατών, προκειμένου να ενταχθεί ένα ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στο σύστημα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης.

4. Κρατική αναγνώριση

Πρέπει να γίνει αυστηρή διάκριση μεταξύ ίδρυσης και αναγνώρισης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ενώ η πρώτη διέπεται από τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και αναφέρεται στην ίδρυση ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος ως χώρου έρευνας, διδασκαλίας και σπουδών, η δεύτερη αφορά στην ένταξη του άπαξ ιδρυθέντος ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος στο σύστημα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης με βάση τους κανόνες του δημοσίου δικαίου. Μόνο ένα αναγνωρισμένο από το κράτος ιδιωτικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα μπορεί έτσι να διενεργεί πανεπιστημιακές εξετάσεις, να χορηγεί βεβαιώσεις και πιστοποιητικά προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών σπουδών και να απονέμει ακαδημαϊκούς τίτλους, διπλώματα ή πτυχία.[21] Αυτό απαιτεί κρατική αναγνώριση, η οποία μπορεί να παρέχεται αρχικά για ορισμένο χρονικό διάστημα ή να συνοδεύεται από όρους και άλλους πρόσθετους ορισμούς. Η κρατική αναγνώριση χορηγείται κατά κανόνα με ατομική διοικητική πράξη, μπορεί όμως να παρέχεται και με διάταξη τυπικού νόμου (π.χ. αναφορά στο νόμο-πλαίσιο του οικείου ομόσπονδου κράτους).

Οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την αναγνώριση καθορίζονται στο άρθρο 70 παρ. 1 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου για την ανώτατη εκπαίδευση, μπορούν όμως να συμπληρώνονται με επιπλέον απαιτήσεις με βάση τους αντίστοιχους νόμους-πλαίσια των ομόσπονδων κρατών. Από τυπικής απόψεως απαιτείται κατ’ αρχήν σχετική αίτηση εκ μέρους του ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος προς την αρμόδια αρχή του ομόσπονδου κράτους, στο οποίο βρίσκεται η έδρα του. Εφόσον ένα ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα ζητά να ενταχθεί στο σύστημα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, τότε πρέπει και οι σπουδές που παρέχονται από αυτό να είναι ουσιωδώς ισότιμες – όχι όμως ταυτόσημες – με αυτές που παρέχονται από τα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Prinzip der Homogenität, αρχή της ομοιογένειας). Ανάλογες είναι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 70 παρ. 1 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου: α) οι σπουδές πρέπει να είναι προσανατολισμένες στους σκοπούς των σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση, όπως καθορίζονται στο άρθρο 7 του νόμου-πλαισίου, β) πρέπει κατ’ αρχήν να υπάρχουν ή να προγραμματίζονται περισσότερες κατευθύνσεις ή κύκλοι σπουδών, γ) οι φοιτητές ή σπουδαστές πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις πρόσβασης σε αντίστοιχα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, δ) το κύριο διδακτικό προσωπικό πρέπει να διαθέτει τα αντίστοιχα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση ανάλογων δραστηριοτήτων στα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και ε) όσοι ανήκουν στα μη κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν αντίστοιχα δικαιώματα σύμπραξης και συμμετοχής στη διαμόρφωση των σπουδών και της διδασκαλίας με εκείνα που έχουν τα μέλη των κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.[22] Στις επιμέρους ουσιαστικές αυτές προϋποθέσεις θα επανέλθουμε αναλυτικά πιο κάτω.

Παρ’ όλον ότι, όπως αναφέρθηκε ήδη, η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων συνιστά κατά την κρατούσα άποψη άσκηση περισσότερων θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεν θεωρείται ότι αντίκειται στις συνταγματικές αυτές ελευθερίες η εξάρτηση της κρατικής αναγνώρισης από τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Αυτό οφείλεται στην αυστηρή διάκριση μεταξύ ίδρυσης και αναγνώρισης, αλλά και στο γεγονός ότι το κράτος φέρει τη συνολική ευθύνη για την ανώτατη εκπαίδευση και πρέπει να μπορεί να αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά στη δομή, οργάνωση και λειτουργία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού τους. Επομένως, ακόμη και αν πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, είναι δυνατόν να μην χορηγηθεί η αιτούμενη κρατική αναγνώριση ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν υπέρτεροι λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Κατά τούτο υπόκειται η απόρριψη της αίτησης σε έλεγχο νομιμότητας από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια ως προς την υπέρβαση ή μη των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

Με την κρατική αναγνώριση το ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα εντάσσεται στο σύστημα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης. Τα συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την αναγνώριση εξαρτώνται από το εκάστοτε περιεχόμενο της σχετικής πράξης. Κατά κανόνα αναγνωρίζεται στο ιδιωτικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα το δικαίωμα να διενεργεί πανεπιστημιακές εξετάσεις και να απονέμει ακαδημαϊκούς τίτλους κατά το δίκαιο των ομόσπονδων κρατών.[23] Στο αναγνωρισμένο ιδιωτικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα μπορεί επίσης να παρέχεται το δικαίωμα να χορηγεί διδακτορικά διπλώματα και τίτλους επί υφηγεσία. Οι προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές που πραγματοποιούνται στο αναγνωρισμένο ιδιωτικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα θεωρούνται ως πανεπιστημιακές σπουδές κατά την έννοια του οικείου νόμου- πλαισίου.[24] Το ιδιωτικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα έχει δικαίωμα να καθορίσει την ονομασία του, ενώ μπορούν να παρέχονται στους φοιτητές ή σπουδαστές του οι οικονομικές ενισχύσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.[25] Πρόσωπα που ανήκουν σε αναγνωρισμένα από το κράτος ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα - όχι όμως τα ίδια τα ιδρύματα ή οι φορείς τους - μπορούν να συμμετέχουν στο συντονισμό των σπουδών και των εξετάσεων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατά το άρθρο 9 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου.[26]

Με την κρατική αναγνώριση τα ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν καθίστανται γενικά ανάδοχοι παραχωρηθείσας δημόσιας υπηρεσίας („beliehene Unternehmer“). Σε διαφορετική περίπτωση θα απαιτείτο βέβαια νομοθετική εξουσιοδότηση, που θα μπορούσε να περιλαμβάνεται μόνο στους νόμους-πλαίσια των ομόσπονδων κρατών. Με βάση τους νόμους αυτούς είναι σαφές ότι τα αναγνωρισμένα από τα ομόσπονδα κράτη ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα μπορούν μόνο να διενεργούν πανεπιστημιακές εξετάσεις και να απονέμουν ακαδημαϊκούς τίτλους. Στους τομείς αυτούς τα αναγνωρισμένα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα ενεργούν πράγματι κατά παραχώρηση της αρχής ως ανάδοχοι δημόσιας υπηρεσίας. Στους εν λόγω τομείς δεν μπορεί όμως να υποστηριχθεί ότι περιλαμβάνονται και άλλα θέματα πρόσβασης και σπουδών στα αναγνωρισμένα ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με το επιχείρημα ότι τα θέματα αυτά αποτελούν από κοινού με τις εξετάσεις και τους τίτλους σπουδών μια ενιαία και αδιάσπαστη ενότητα. Οι σχετικές διατάξεις των νόμων-πλαισίων των ομόσπονδων κρατών περιορίζονται απλώς σε μια προσέγγιση μεταξύ κρατικής και μη κρατικής ανώτατης εκπαίδευσης χάρη της διασφάλισης της ποιότητας των σπουδών, χωρίς να παραχωρούν στα ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα καμία άλλη δημόσια υπηρεσία. Με την κρατική αναγνώριση δεν λαμβάνει λοιπόν χώρα μια συνολική παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, παρά μόνο στους τομείς των πανεπιστημιακών εξετάσεων και των απονεμόμενων ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών. Κατά τα λοιπά οι σχέσεις μεταξύ ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος και φοιτητών ή σπουδαστών διέπονται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.

Οι προϋποθέσεις για την κρατική αναγνώριση είναι στενά συνδεδεμένες με τη διδασκαλία και τις σπουδές. Για τον λόγο αυτό η κρατική αναγνώριση αίρεται αυτοδικαίως, αν το αναγνωρισμένο ιδιωτικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα δεν προβεί σε έναρξη λειτουργίας εντός ορισμένης εύλογης προθεσμίας που τάσσεται από την αρμόδια διοικητική αρχή ή αν διακοπεί η λειτουργία του για ένα ακαδημαϊκό έτος. Κατά τα λοιπά η κρατική αναγνώριση υπόκειται σε ανάκληση, αν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγησή της δεν συνέτρεχαν εξαρχής ή εξέλιπαν αργότερα ή δεν πληρώθηκαν όροι και άλλοι πρόσθετοι ορισμοί που τέθηκαν με την πράξη αναγνώρισης ή δεν λήφθηκαν μέτρα για τη θεραπεία τυχόν ελλείψεων παρά την πάροδο σχετικής εύλογης προθεσμίας που τάχθηκε από την αρμόδια διοικητική αρχή.

5. Νομική μορφή

Ο νόμος δεν καθορίζει τη συγκεκριμένη νομική μορφή οργάνωσης των ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ένας έμμεσος περιορισμός προκύπτει μόνο από την απαίτηση του άρθρου 70 παρ. 1 στοιχ. ε' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου ότι όσοι ανήκουν στα μη κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν αντίστοιχα δικαιώματα σύμπραξης και συμμετοχής στη διαμόρφωση των σπουδών και της διδασκαλίας με εκείνα που έχουν τα μέλη των κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ένα ελάχιστο επίπεδο σύμπραξης και συμμετοχής είναι συνεπώς απαραίτητο για την κρατική αναγνώριση, αλλά δεν διασφαλίζεται μόνο με μια σωματειακή ή οιονεί σωματειακή μορφή οργάνωσης. Αντίθετα επισημαίνεται σωστά ότι από το άρθρο 70 παρ. 1 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου συνάγεται «ένας ανοικτός πλουραλισμός της ανώτατης εκπαίδευσης»,[27] ο οποίος δεν συμβιβάζεται με την πλήρη ταύτιση μεταξύ κρατικών και μη κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από πλευράς οργανωτικής δομής. Αυτό είναι απολύτως σύμφωνο με την προαναφερθείσα αρχή της ομοιογένειας, αφού η διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών δεν εξαρτάται ουσιωδώς από μια σύμπραξη και συμμετοχή στη διαμόρφωση των σπουδών και της διδασκαλίας που είναι αντίστοιχη με τα κρατικά «πανεπιστήμια των ομάδων» (Gruppenuniversitäten). Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι το άρθρο 5 παρ. 3 του γερμανικού Συντάγματος δεν επιβάλλει καμία συγκεκριμένη οργανωτική δομή ούτε για τα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τα μη κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Από το άρθρο 5 παρ. 3 του γερμανικού Συντάγματος δεν προκύπτει επομένως καμία νομική δέσμευση ως προς τη μορφή οργάνωσης των ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Δεδομένου μάλιστα του κατ’ αρχήν ενδοτικού χαρακτήρα των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου μπορούν σχεδόν όλες οι προβλεπόμενες οργανωτικές μορφές να διασφαλίσουν την κατά το άρθρο 70 παρ. 1 του ομοσπονδιακού νόμου- πλαισίου απαιτούμενη ελάχιστη σύμπραξη και συμμετοχή στη διαμόρφωση των σπουδών και της διδασκαλίας. Στην πράξη χρησιμοποιούνται κυρίως τρεις (3) μορφές νομικών προσώπων: το εγγεγραμμένο σωματείο, το ίδρυμα ιδιωτικού δικαίου και η - ενίοτε κοινωφελής - εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

Το σωματείο κατά τα άρθρα 21 έως 79 του γερμανικού Αστικού Κώδικα εξασφαλίζει στα μέλη του αυξημένα δικαιώματα σύμπραξης και συμμετοχής.[28] Τα δικαιώματα της κατά πλειοψηφία από φοιτητές ή σπουδαστές αποτελούμενης συνέλευσης των μελών, η οποία είναι το ανώτατο όργανο του σωματείου και οι αποφάσεις της είναι δεσμευτικές για όλα τα άλλα όργανα, δεν μπορούν να περιοριστούν σημαντικά με ανάλογη διαμόρφωση του καταστατικού του σωματείου.[29] Παρά τις σχετικές επιφυλάξεις αποδεικνύεται ωστόσο στο παράδειγμα της Ανώτατης Ευρωπαϊκής Οικονομικής Σχολής του Βερολίνου και του ιδιωτικού Πανεπιστημίου του Witten/Herdecke ότι τουλάχιστον μικρά ιδιωτικά πανεπιστήμια μπορούν να λειτουργούν πετυχημένα ως εγγεγραμμένα σωματεία.

Η νομική μορφή του ιδρύματος ιδιωτικού δικαίου θεωρείτο αρχικά, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ως η πλέον κατάλληλη μορφή οργάνωσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων.[30] Στην πράξη αποδείχθηκε τελικά λιγότερο ελκυστική, αφού ελάχιστα ιδιωτικά πανεπιστήμια έχουν επιλέξει την οργανωτική αυτή μορφή.[31] Ως μειονεκτήματα θεωρούνται η ανάγκη κρατικής έγκρισης και εποπτείας του ιδρύματος κατά τα άρθρα 80 και 87 του γερμανικού Αστικού Κώδικα. Με την κατάλληλη διοίκηση του ιδρύματος μπορούν μεν να εξισορροπηθούν διάφορα συμφέροντα, αλλά η επιρροή των χορηγών στη λήψη των αποφάσεων της διοίκησης δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε περιορισμούς της ακαδημαϊκής ελευθερίας.

Ως η πλέον διαδεδομένη νομική μορφή οργάνωσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων αποδεικνύεται στην πράξη η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την οποία προβάλλεται εντονότερα η ιδέα του ανταγωνισμού: το πανεπιστήμιο ως οικονομική επιχείρηση. Οι εταίροι συνεισφέρουν στο κεφάλαιο της εταιρείας, ενώ η εταιρική σύμβαση και το καταστατικό ρυθμίζουν τις οργανωτικές λεπτομέρειες. Δεν πρέπει βέβαια να παραγνωρίζονται τα δικαιώματα σύμπραξης και συμμετοχής των άλλων μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας που δεν έχουν την ιδιότητα του εταίρου, τα οποία πρέπει να είναι ανάλογα με εκείνα που έχουν τα μέλη των κρατικών πανεπιστημίων σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 1 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου και τις αντίστοιχες διατάξεις των νόμων-πλαισίων των ομόσπονδων κρατών.

6. Πρόσβαση

Με την ένταξη του αναγνωρισμένου από το κράτος ιδιωτικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος στο σύστημα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης είναι κατ’ αρχήν ελεύθερη η πρόσβαση οποιουδήποτε σε αυτό. Στην πράξη ανακύπτουν ωστόσο – πέρα από το γενικό περιορισμό του άρθρου 70 παρ. 1 στοιχ. γ' του ομοσπονδιακού νόμου- πλαισίου ότι οι φοιτητές ή σπουδαστές πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις πρόσβασης σε αντίστοιχα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα[32] – περαιτέρω περιορισμοί. Ένα σημαντικό ζήτημα είναι ο περιορισμένος αριθμός θέσεων στα ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η δυνατότητα εκπαίδευσης σε μικρές ομάδες και η στενή επαφή με τους καθηγητές προβάλλονται άλλωστε συχνά ως επιχειρήματα υπέρ των σπουδών στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Σε κάθε ιδιωτικό πανεπιστήμιο αντιστοιχούν έτσι σήμερα περίπου 350 θέσεις για νεοεισαγόμενους φοιτητές ή σπουδαστές.

Επιπλέον όλα τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απαιτούν δίδακτρα. Η νομιμότητα της επιβολής τους δεν μπορεί να ελεγχθεί με βάση το άρθρο 12 παρ. 1 του γερμανικού Συντάγματος που κατοχυρώνει την επαγγελματική ελευθερία. Τα θεμελιώδη δικαιώματα δεσμεύουν τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία ως αμέσως ισχύον δίκαιο (άρθρο 1 παρ. 3 γερμ. Συντ.), ενώ οι ιδιώτες δεσμεύονται μόνο στο βαθμό που παραχωρείται σε αυτούς η άσκηση δημόσιας εξουσίας. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η αναγνώριση του δικαιώματος διενέργειας πανεπιστημιακών εξετάσεων και απονομής ακαδημαϊκών τίτλων δεν μετατρέπει γενικά τα ιδιωτικά πανεπιστήμια σε καθολικούς ανάδοχους παραχωρηθείσας δημόσιας υπηρεσίας. Ούτε το άρθρο 7 παρ. 4 του γερμανικού Συντάγματος που διασφαλίζει το δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών σχολείων μπορεί να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής, αφού τα ιδιωτικά πανεπιστήμια – με τα χαρακτηριστικά της νομικής προσωπικότητας, της αυτοδιοίκησης και της αυτονομίας – δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «σχολεία» κατά την έννοια του άρθρου αυτού.[33] Οι νόμοι-πλαίσια ορισμένων ομόσπονδων κρατών περιλαμβάνουν ενίοτε διατάξεις που δεν επιτρέπουν διακρίσεις μεταξύ των φοιτητών ή σπουδαστών ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των γονέων τους. Από τις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να συναχθεί ωστόσο καμία απαγόρευση σχετικά με την επιβολή διδάκτρων ή το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος τους. Η απαγόρευση διακρίσεων μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλους τρόπους που διασφαλίζουν την πρόσβαση σε όσους εξαιτίας της οικονομικής τους κατάστασης δεν είναι σε θέση να καταβάλουν δίδακτρα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με διάφορα εναλλακτικά μοντέλα χρηματοδότησης των σπουδών. Εξάλλου, με βάση την αρχή της αξιοκρατίας, θεμιτή προϋπόθεση πρόσβασης αποτελεί η όσο το δυνατόν υψηλότερη βαθμολογία. Θεμιτά μπορεί επίσης να περιοριστεί η δυνατότητα υποβολής αίτησης πρόσβασης σε μία μόνο φορά.

Με την αύξηση του αριθμού των ιδιωτικών πανεπιστημίων τέθηκε και το ζήτημα της αξίωσης για εξασφάλιση θέσεων φοίτησης σε αυτά. Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο άντλησε από την επαγγελματική ελευθερία (άρθρο 12 παρ. 1 γερμ. Συντ.) σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας (άρθρο 3 παρ. 1 γερμ. Συντ.) και την αρχή του κοινωνικού κράτους (άρθρο 20 παρ. 1 γερμ. Συντ.) ένα δικαίωμα συμμετοχής (Recht auf Teilhabe) σε προβλεπόμενες θέσεις εκπαίδευσης στα κρατικά πανεπιστήμια.[34] Ελλείψει δεσμευτικότητας των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να γίνει δεκτό ένα τέτοιο δικαίωμα σε σχέση με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από το δικαιολογητικό λόγο, από τον οποίο αντλείται το δικαίωμα συμμετοχής. Εφόσον το κράτος έχει στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης τουλάχιστον de facto ένα μονοπώλιο για τα ακαδημαϊκά επαγγέλματα, τότε πρέπει να αναγνωριστεί στον καθένα ένα δικαίωμα συμμετοχής, ώστε να μπορεί να απολαύσει τα δικαιώματα που απορρέουν από την επαγγελματική ελευθερία κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του γερμανικού Συντάγματος. Στα ιδιωτικά πανεπιστήμια η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Αυτά κατέχουν ένα πάρα πολύ μικρό μερίδιο σε σχέση με την παρεχόμενη ανώτατη εκπαίδευση. Κάθε υποψήφιος που δεν γίνεται δεκτός στα ιδιωτικά πανεπιστήμια μπορεί να προσπαθήσει να εισαχθεί σε μία από τις περίπου 1,97 εκατομμύρια θέσεις εκπαίδευσης που προσφέρονται στα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ούτε η επιχορήγηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων από το κράτος μπορεί κατά την ορθότερη άποψη να θεμελιώσει ένα τέτοιο δικαίωμα συμμετοχής.

Από την άλλη πλευρά, ένα αναγνωρισμένο ιδιωτικό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα μπορεί να ζητήσει να ενταχθεί στο κεντρικό σύστημα κατανομής θέσεων φοίτησης στα πανεπιστήμια κατά το άρθρο 31 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου[35] – αν και τα περισσότερα ιδιωτικά πανεπιστήμια αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην εγγραφή φοιτητών ή σπουδαστών που τα ίδια θεωρούν ως καταλληλότερους υποψήφιους με βάση τη δική τους διαδικασία επιλογής. Η ένταξη εξαρτάται αποκλειστικά από σχετική αίτηση του ενδιαφερόμενου ιδιωτικού πανεπιστημίου και δεν επιτρέπεται να γίνει με πρωτοβουλία άλλου κρατικού πανεπιστημίου ή της κεντρικής αρχής του ομόσπονδου κράτους που διαχειρίζεται το σύστημα κατανομής. Η ένταξη οδηγεί κατ’ ανάγκη στην ισότιμη κατανομή των προβλεπόμενων θέσεων στα κρατικά και μη κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και αφορά στο σύνολο των κατευθύνσεων ή κύκλων σπουδών που γίνεται η κατανομή. Ο αριθμός των θέσεων φοίτησης στα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν επηρεάζεται από την ένταξη, αλλά το ιδιωτικό πανεπιστήμιο δεν μπορεί να επιλέξει τους φοιτητές ή σπουδαστές που κατανεμήθηκαν σε αυτό, παρά μόνο αν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εγγραφής σε αντίστοιχα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

7. Περιεχόμενο σπουδών

Κατά το άρθρο 70 παρ. 1 στοιχ. α' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου, οι σπουδές πρέπει να είναι προσανατολισμένες στους σκοπούς των σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση, όπως καθορίζονται στο άρθρο 7 του νόμου-πλαισίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παρέχονται οπωσδήποτε σπουδές κατά την έννοια του άρθρου αυτού. Αντί για σπουδές είναι δυνατόν π.χ. να παρέχεται επιμόρφωση κατά το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου, η οποία διακρίνεται από τις πανεπιστημιακές σπουδές. Εφόσον όμως παρέχονται σπουδές, αυτές πρέπει να είναι προσανατολισμένες στους σκοπούς της ανώτατης εκπαίδευσης σύμφωνα με το άρθρο 7 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου.[36] Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι σπουδές πρέπει να προετοιμάζουν τους φοιτητές ή σπουδαστές για το αντίστοιχο επαγγελματικό πεδίο και να τους μεταδίδουν τις απαραίτητες γι’ αυτό εξειδικευμένες γνώσεις, ικανότητες και μεθόδους ανάλογα με την εκάστοτε κατεύθυνση ή κύκλο σπουδών, ώστε να αποκτήσουν την ικανότητα επιστημονικής ή καλλιτεχνικής εργασίας και υπεύθυνης δράσης σε ένα φιλελεύθερο, δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος δικαίου. Αν υφίσταται πράγματι αυτός ο προσανατολισμός, συνάγεται από το κατ’ ιδίαν περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών. Αυτό δεν εμποδίζει φυσικά να υπάρχουν παράλληλα τομείς διδασκαλίας, οι οποίοι δεν είναι προσανατολισμένοι στους σκοπούς των πανεπιστημιακών σπουδών.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 70 παρ. 1 στοιχ. β' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου, πρέπει κατ’ αρχήν να υπάρχουν ή να προγραμματίζονται περισσότερες κατευθύνσεις ή κύκλοι σπουδών (Vielfältigkeit des Studiums), ώστε οι φοιτητές ή σπουδαστές να μπορούν να απολαύσουν την ελευθερία των σπουδών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 4 του νόμου-πλαισίου. Αυτές μπορεί να προσφέρονται παράλληλα ή διαδοχικά από το ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα μόνο ή σε συνεργασία με άλλα ιδιωτικά ή κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι κατευθύνσεις ή κύκλοι σπουδών νοούνται κατά την έννοια του άρθρου 10 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου και πρέπει συνεπώς να οδηγούν στην απόκτηση του σχετικού ακαδημαϊκού τίτλου. Πολλά ιδιωτικά πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες να ανταπεξέλθουν στην απαίτηση αυτή, όταν π.χ. για οικονομικούς λόγους προβλέπεται αρχικά να υπάρχει μόνο μία κατεύθυνση σπουδών ή όταν διάφορες προσπάθειες εκσυγχρονισμού επικεντρώνονται κατ’ αποκλειστικότητα σε ένα μόνο επιστημονικό τομέα.[37] Ο νομοθέτης έχει επίγνωση των δυσκολιών αυτών και επιτρέπει εξαιρέσεις, όταν στο πλαίσιο μιας επιστημονικής κατεύθυνσης δεν επιβάλλεται από την εξέλιξη της επιστήμης ή το αντίστοιχο επαγγελματικό πεδίο η ύπαρξη περισσότερων κύκλων σπουδών. Τέτοιες εξαιρέσεις αφορούν κυρίως αυτοτελείς και ολοκληρωμένους επιστημονικούς τομείς, όπως είναι π.χ. η ιατρική ή η νομική επιστήμη.

8. Χρηματοδότηση

Το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι η εξασφάλιση των απαιτούμενων οικονομικών πόρων.[38] Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του αρχικού κεφαλαίου για το σχεδιασμό, τις κτιριακές υποδομές, τον εξοπλισμό και τα ερευνητικά και διδακτικά μέσα αφενός και των τρεχουσών δαπανών προπάντων για τη μισθοδοσία του προσωπικού αφετέρου. Ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία δεν διαθέτουν εξαρχής τα αναγκαία κεφάλαια, δεν μπορούν να διασφαλίσουν ότι μπορούν να παρέχουν ουσιωδώς ισότιμες σπουδές με αυτές που παρέχονται από τα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πρόσθετη προϋπόθεση για την κρατική αναγνώριση είναι λοιπόν ότι η περιουσιακή κατάσταση του φορέα του ιδιωτικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος εγγυάται την πλήρη χρηματοδότηση του ιδρύματος από ιδίους πόρους για αρκετό χρονικό διάστημα – συνήθως τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία. Αυτό προβλέπεται σχεδόν σε όλους τους νόμους-πλαίσια των ομόσπονδων κρατών, συνάγεται όμως και από το άρθρο 70 παρ. 1 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου.

Το αρχικό κεφάλαιο (Dotationskapital) εξασφαλίζεται από τον εκάστοτε φορέα του ιδιωτικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ανάλογα με τη νομική μορφή οργάνωσής του. Αν φορέας του ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος είναι μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, τότε πρέπει οι εταίροι να εξασφαλίσουν το αρχικό αυτό κεφάλαιο π.χ. δανειζόμενοι τα χρήματα από την κεφαλαιαγορά. Αν φορέας είναι ένα σωματείο, τότε πρέπει να φροντίσουν γι’ αυτό κατά τον ίδιο τρόπο τα μέλη του σωματείου. Αν φορέας είναι ένα ίδρυμα, τότε το αρχικό κεφάλαιο διατίθεται από τον ιδρυτή. Αυτό συνέβη π.χ. στην περίπτωση της Ανώτατης Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Vallendar, όπου ο ιδρυτής – η μεγαλύτερη αλυσίδα τροφίμων στη Γερμανία (Otto Beisheim) – διέθεσε το 1984 το αρκετά σημαντικό ποσό των 60 εκατομμυρίων μάρκων περίπου για να σπουδάσουν αρχικά εκεί μόλις 220 φοιτητές.

Το αρχικό κεφάλαιο αποτελεί απλώς το βασικό οικονομικό θεμέλιο των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Τα τρέχοντα έξοδα καλύπτονται από άλλες πηγές εσόδων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται ολοένα περισσότερο στην κρατική επιχορήγηση. Με εξαίρεση το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξωνίας, όπου δεν επιτρέπεται κρατική επιχορήγηση πριν περάσουν πέντε χρόνια από την ίδρυση ή αναγνώριση του ιδιωτικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, σε όλα τα άλλα ομόσπονδα κράτη δεν τίθενται ανάλογοι χρονικοί περιορισμοί και είναι συνήθως δυνατή η κρατική επιχορήγηση.[39] Σε ορισμένα ομόσπονδα κράτη υφίσταται μάλιστα αξίωση για κρατική επιχορήγηση. Έτσι π.χ. στο ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου προβλέπεται ότι τα αναγνωρισμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια επιχορηγούνται βάσει συμφωνίας μεταξύ του φορέα του ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος και του ομόσπονδου κράτους. Το ίδιο ισχύει – εντός των ορίων του κρατικού προϋπολογισμού – και στο ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Άλλοι νόμοι-πλαίσια των ομόσπονδων κρατών σιωπούν ή, αντιθέτως, προβλέπουν ότι η αναγνώριση δεν θεμελιώνει καμία αξίωση για κρατική επιχορήγηση. Αυτό ισχύει και σε επίπεδο ομοσπονδιακού δικαίου. Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και η αναγνώρισή τους από το κράτος επιτρέπονται μεν κατά το Σύνταγμα και το νόμο, αλλά δεν κατοχυρώνονται συνταγματικά ως θεσμός – σε αντίθεση π.χ με τα ιδιωτικά σχολεία κατά το άρθρο 7 παρ. 4 του γερμανικού Συντάγματος. Με βάση το ομοσπονδιακό δίκαιο δεν προκύπτει συνεπώς καμία υποχρέωση των ομόσπονδων κρατών να επιχορηγούν τα ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.[40]

Ελλείψει νομοθετικής αρμοδιότητας το ομοσπονδιακό κράτος δεν μπορεί κατ’ αρχήν να χορηγεί άμεσα οικονομικές ενισχύσεις σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Μέχρι τη συνταγματική αναθεώρηση του 2006 το ομοσπονδιακό κράτος μπορούσε όμως να συμμετέχει σε ποσοστό 50% στις δαπάνες για την ανέγερση και επέκταση πανεπιστημίων και πανεπιστημιακών κλινικών στο πλαίσιο των κοινών αρμοδιοτήτων (Gemeinschaftsaufgaben) σύμφωνα με το άρθρο 91α παρ. 1 στοιχ. 1 του γερμανικού Συντάγματος, εφόσον το οικείο ομόσπονδο κράτος αποφάσιζε να συμβάλει στη χρηματοδότηση της επένδυσης. Η σχετική διαδικασία διέπετο από τις διατάξεις του νόμου της 1ης Σεπτεμβρίου 1969 περί της κοινής αρμοδιότητας για την ανέγερση και επέκταση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων[41] και προϋπέθετε την ένταξη μετά από αίτηση του ομόσπονδου κράτους του ιδιωτικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος - με κανονιστική πράξη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ύστερα από έγκριση του νομοθετικού σώματος εκπροσώπησης των ομόσπονδων κρατών (Bundesrat) - στο λεγ. «μητρώο πανεπιστημίων» (Hochschulverzeichnis).[42] Στη συνέχεια εκπονείτο το κοινό πρόγραμμα-πλαίσιο (Rahmenplan) ανέγερσης ή επέκτασης του πανεπιστημίου, με το οποίο εγκρινόταν η χρηματοδότηση συγκεκριμένων σχεδίων.[43] Αυτό συνέβη π.χ. στην περίπτωση του ιδιωτικού Πανεπιστημίου του Witten/Herdecke. Μετά την κατάργηση της κοινής αυτής αρμοδιότητας το βάρος επωμίζονται πλέον τα ομόσπονδα κράτη, τα οποία δικαιούνται ωστόσο, με βάση τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 143γ του γερμανικού Συντάγματος, να λαμβάνουν ετησίως επιδοτήσεις από τον προϋπολογισμό του ομοσπονδιακού κράτους μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2019, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τις σχετικές αρμοδιότητές τους. Επίσης εξακολουθεί να επιτρέπεται η διευρυμένη πλέον συνεργασία, βάσει συμφωνιών, μεταξύ ομοσπονδιακού κράτους και ομόσπονδων κρατών για την ενίσχυση ιδρυμάτων και σχεδίων υπερτοπικής σημασίας προς προώθηση της επιστήμης και της έρευνας σύμφωνα με το αναθεωρημένο άρθρο 91β του γερμανικού Συντάγματος. Ένας άλλος έμμεσος τρόπος κρατικής επιχορήγησης των ιδιωτικών πανεπιστημίων αποτελεί εξάλλου η πρακτική της εν μέρει ανάθεσης διδακτικών καθηκόντων σε καθηγητές κρατικών πανεπιστημίων, παράλληλα με τα κύρια ερευνητικά και διδακτικά καθήκοντά τους στα πανεπιστήμια στα οποία υπηρετούν (Lehr- ή Teildeputaten) και χωρίς οικονομική επιβάρυνση των ιδιωτικών πανεπιστημίων για την κάλυψη της μισθοδοσίας τους.

Η κρατική χρηματοδότηση περιορίζει ασφαλώς την αυτονομία των ιδιωτικών πανεπιστημίων και επιφέρει σε μεγάλο βαθμό τη στενή εξάρτησή τους από το κράτος. Ως εκ τούτου, μη κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αναζητούν για λόγους ανεξαρτησίας άλλες πηγές εσόδων προπάντων από τρίτους ιδιώτες για να καλύψουν τις τρέχουσες δαπάνες τους. Αυτοί είναι από την μια πλευρά οι ίδιοι οι φοιτητές ή σπουδαστές, οι οποίοι με την καταβολή διδάκτρων καλύπτουν ένα πολύ σημαντικό μέρος των δαπανών. Αυτό εξηγεί και τα σχετικά υψηλά δίδακτρα, τα οποία ξεκινούν κατά μέσο όρο από 4.000 ευρώ και φθάνουν ενίοτε μέχρι και 20.000 ευρώ το χρόνο και καταβάλλονται συνήθως σε μηνιαίες δόσεις των 500 ευρώ περίπου. Αυτό σημαίνει ότι για τετραετείς σπουδές οι φοιτητές ή σπουδαστές πρέπει να καταβάλουν κατά μέσο όρο 40.000 έως 80.000 ευρώ για δίδακτρα. Για τον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων τα ιδιωτικά πανεπιστήμια χορηγούν υποτροφίες σε οικονομικά ασθενείς και ταλαντούχους φοιτητές ή σπουδαστές, ενώ παρέχονται διάφορες απαλλαγές ή άλλοι ευνοϊκοί όροι, χαμηλότοκα εκπαιδευτικά δάνεια από τράπεζες και οικονομικές ενισχύσεις με βάση το σχετικό ομοσπονδιακό νόμο.[44] Σε ορισμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια προβλέπεται μάλιστα, αντί της άμεσης καταβολής των διδάκτρων, η δυνατότητα τμηματικής αποπληρωμής τους μετά την ολοκλήρωση των σπουδών και ανάλογα με το εισόδημα που αποκτάται από την άσκηση του επαγγέλματος („umgekehrter Generationsvertrag“). Από την άλλη πλευρά, όσο υψηλά και αν είναι τα δίδακτρα, δεν αρκούν για να καλύψουν τα τρέχοντα έξοδα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ούτε αρκούν οι τόκοι από τις αποδόσεις του αρχικού κεφαλαίου για να καλύψουν τυχόν ελλείμματα του προϋπολογισμού τους. Άλλες πηγές εσόδων προέρχονται – όπως και στα κρατικά πανεπιστήμια – από ιδιωτικά ιδρύματα[45] και επιχειρήσεις που χρηματοδοτούν ερευνητικά προγράμματα ή «αγοράζουν» γνωμοδοτήσεις. Και φυσικά υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός για την εξασφάλιση χορηγών που είναι άρρηκτα συνυφασμένοι με την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Συνταγματικές επιφυλάξεις δεν έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα για το θέμα αυτό, αν και θα μπορούσαν ενδεχομένως να προκύψουν ορισμένοι περιορισμοί από την έμμεση τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του γερμανικού Συντάγματος.[46]

9. Διδακτικό προσωπικό

Για να είναι ουσιωδώς ισότιμες οι σπουδές που παρέχουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια με αυτές που παρέχονται από τα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρέπει το επιστημονικό προσωπικό τους να διαθέτει τα αντίστοιχα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση διδακτικών καθηκόντων στα κρατικά πανεπιστήμια. Αυτό ακριβώς απαιτεί ως προϋπόθεση για την αναγνώριση το άρθρο 70 παρ. 1 στοιχ. δ' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου για το κύριο, τακτικό διδακτικό προσωπικό των ιδιωτικών πανεπιστημίων, που πρέπει να κατέχει ήδη τα προσόντα αυτά κατά την πρόσληψή του ή, ακολούθως, για την περαιτέρω εξέλιξή του.[47] Από το ίδιο άρθρο συνάγεται συγχρόνως ότι η διδασκαλία δεν μπορεί να ανατίθεται αποκλειστικά σε βοηθητικό, επικουρικό επιστημονικό προσωπικό που έχει άλλη κύρια απασχόληση, έστω και συναφή. Στη Βαυαρία, το Αμβούργο και τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία προβλέπεται μάλιστα ότι το διδακτικό προσωπικό των ιδιωτικών πανεπιστημίων πρέπει να αποτελείται κατά πλειοψηφία από επιστημονικό προσωπικό πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Ο τρόπος ελέγχου της συνδρομής των προσόντων του διδακτικού προσωπικού γενικά ή σε κάθε περίπτωση πρόσληψης εναπόκειται στο δίκαιο των ομόσπονδων κρατών, τα οποία μπορούν να ζητούν την υποβολή του προσωπικού φακέλου του υποψηφίου ή και έκθεση εξωτερικών εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση της αντιστοιχίας των προσόντων του. Προϋπόθεση για την ανάληψη καθηκόντων αποτελεί επίσης κατά το άρθρο 5 παρ. 3 εδ. β' του γερμανικού Συντάγματος η πίστη προς το Σύνταγμα. Εδώ δεν ισχύουν ωστόσο οι αυξημένες απαιτήσεις του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου. Με άδεια της αρμόδιας κρατικής αρχής μπορεί εξάλλου να απονέμεται στο κύριο διδακτικό προσωπικό αναγνωρισμένων ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από τους φορείς τους ο ακαδημαϊκός τίτλος του καθηγητή, εφόσον πληρούν τις γενικώς ισχύουσες προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό αυτό.

Σε αντίθεση προς τα κρατικά πανεπιστήμια, στα οποία οι καθηγητές καλούνται ακόμη μέχρι σήμερα κατά κύριο λόγο για αόριστο χρόνο και απολαμβάνουν ισοβιότητα,[48] η πρόσληψη στο φορέα ενός ιδιωτικού πανεπιστημίου γίνεται κατά κανόνα με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Εδώ εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινού εργατικού δικαίου, οι οποίοι πρέπει πάντως να ερμηνεύονται υπό το φως του άρθρου 5 παρ. 3 του γερμανικού Συντάγματος. Εξάλλου, το άρθρο 70 παρ. 5 του ομοσπονδιακού νόμου- πλαισίου προέβλεπε μέχρι πρόσφατα την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57α έως 57στ του νόμου-πλαισίου για τους βοηθούς, επιστημονικούς συνεργάτες, ειδικούς επιστήμονες και το λοιπό επικουρικό προσωπικό των αναγνωρισμένων από το κράτος ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Οι εν λόγω διατάξεις θέσπιζαν για το βοηθητικό επιστημονικό προσωπικό των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ειδικές ρυθμίσεις, κατ’ απόκλιση από τις διατάξεις του εργατικού δικαίου και ιδίως του νόμου περί μερικής απασχόλησης και συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι διατάξεις αυτές καταργήθηκαν όμως μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2006 και αντικαταστάθηκαν πλέον με τις διατάξεις του νόμου της 12ης Απριλίου 2007 περί συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στην επιστήμη (Wissenschaftszeitvertragsgesetz).[49]

10. Κρατική εποπτεία

Η κρατική εποπτεία επί των ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν θεμελιώνεται στο άρθρο 7 παρ. 1 του γερμανικού Συντάγματος που θέτει ολόκληρο το σχολικό σύστημα υπό την εποπτεία του κράτους, αφού το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.[50] Η ένταξη ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος στο σύστημα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης συνεπάγεται όμως κατ’ ανάγκη την υπαγωγή του υπό κρατική εποπτεία. Το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης υπάγεται στο κράτος, με την επιφύλαξη των εγγυήσεων του άρθρου 5 παρ. 3 του γερμανικού Συντάγματος. Στο βαθμό που το κράτος εμπιστεύεται εν μέρει τη λειτουργία του συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης σε ιδιωτικούς φορείς, πρέπει να έχει τις ελεγκτικές αρμοδιότητες που διασφαλίζουν την εγγυητική λειτουργία του στον τομέα αυτό. Ως εκ τούτου απαιτείται ένας πλήρης έλεγχος νομιμότητας (Rechtsaufsicht), ιδίως κατά πόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κρατική αναγνώριση. Ένας περαιτέρω έλεγχος σκοπιμότητας (Fachaufsicht) – όπως στην περίπτωση των κρατικών πανεπιστημίων κατά την άσκηση κρατικών αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 59 εδ. γ' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου[51] – δεν μπορεί να προβλεφθεί με νόμο. Αυτό αντίκειται ήδη στο γράμμα μιας σειράς διατάξεων των νόμων-πλαισίων των ομόσπονδων κρατών. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε άλλωστε ένα μη δικαιολογημένο περιορισμό ατομικού δικαιώματος που θα προσέκρουε στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Για την εκπλήρωση των σκοπών της ανώτατης εκπαίδευσης αρκεί η τήρηση των διατάξεων του νόμου που διασφαλίζουν την ουσιώδη ισοτιμία των σπουδών.

Αντικείμενο της κρατικής εποπτείας μπορεί να είναι προπάντων η αναγγελία της πρόθεσης πρόσληψης ή η έγκριση της πρόσληψης διδακτικού προσωπικού, η έγκριση του προγράμματος σπουδών ή του κανονισμού εξετάσεων ή η διαπίστωση της ισοτιμίας τους κ.ο.κ. Εκτός από τα μέσα προληπτικού ελέγχου, ιδίως με τη μορφή της αρμοδιότητας έγκρισης, η αρμόδια εποπτική αρχή του ομόσπονδου κράτους πρέπει να διαθέτει και επαρκή μέσα κατασταλτικού ελέγχου. Τα κατασταλτικά μέσα είναι π.χ. στη Βαυαρία αντίστοιχα με αυτά της κρατικής εποπτείας επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (κοινοποίηση, αυτοψία, πρόσβαση σε έγγραφα, προσφυγή, υποχρεωτική εξουσιοδότηση, αναπληρωματική εκτέλεση). Πιο περιορισμένες είναι αντίθετα οι κατασταλτικές δυνατότητες στο Αμβούργο (κοινοποίηση, αυτοψία, πρόσβαση σε έγγραφα) και στα ομόσπονδα κράτη της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και της Σαξωνίας-Άνχαλτ (κοινοποίηση). Σε ορισμένα ομόσπονδα κράτη προβλέπεται εξάλλου η δυνατότητα συμμετοχής ενός κρατικού εκπροσώπου κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων.

11. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Σε αντίθεση με την αίγλη των ιδιωτικών πανεπιστημίων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μη κρατικά πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν σε χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης με μακραίωνη παράδοση στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και λειτουργίας. Στο παράδειγμα της Γερμανίας καταδεικνύεται ότι η θέση των ιδιωτικών πανεπιστημίων στο σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης είναι εξαιρετικά περιορισμένη και μάλλον αμφιλεγόμενη. Τα κύρια πλεονεκτήματά τους συνίστανται ως επί το πλείστον στο μικρό αριθμό των φοιτητών ή σπουδαστών που μπορούν να υποδεχθούν, στη δυνατότητα εξατομικευμένης επίβλεψης, στον άριστο εξοπλισμό, στον εγγύτερο προσανατολισμό των σπουδών στην εσωτερική και διεθνή αγορά εργασίας και στις καλύτερες προοπτικές επαγγελματικής απορρόφησης των αποφοίτων τους. Τα περισσότερα ιδιωτικά πανεπιστήμια παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση ιδίως στους τομείς των θετικών και οικονομικών επιστημών και της πληροφορικής, ενώ μόνο ένα ή δύο από αυτά προσφέρουν σπουδές ιατρικής ή νομικής επιστήμης. Η πλειοψηφία τους είναι ιδρύματα του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, στα οποία δεν γίνεται βασική, αλλά μόνο εφαρμοσμένη έρευνα. Στις προτεραιότητές τους δεν βρίσκεται άλλωστε γενικά η έρευνα, αλλά η διδασκαλία· υπό το πρίσμα αυτό γίνεται και η πρόσληψη του διδακτικού τους προσωπικού. Υψηλά δίδακτρα, εξάρτηση από ιδιώτες χορηγούς και κρατικές επιχορηγήσεις, πολλαπλές δυσχέρειες στην ικανοποίηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την κρατική αναγνώριση και έλλειψη αξιολόγησης της ποιότητας είναι ορισμένα άλλα βασικά μειονεκτήματα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Η αναγνώρισή τους όχι μόνο δεν έπληξε, αλλά τουναντίον απέδειξε ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν αποτελούν γνήσια εναλλακτική λύση προς τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση. Παρά τις αντιξοότητες τα δημόσια πανεπιστήμια εξακολουθούν να παραμένουν η πλέον αξιόλογη και αξιόπιστη προοπτική.


[*] Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.

[1] Βλ. τη σύνοψη της συζήτησης και τις προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 16 Συντ. από τον Ν. Κ. Αλιβιζάτο, Πέρα από το 16. Τα πριν και τα μετά, 2007.

[2] Οι προτάσεις των δύο μεγαλύτερων κοινοβουλευτικών κομμάτων για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, που συζητήθηκαν κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιανουαρίου 2007 της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, περιλάμβαναν κυρίως τους περιορισμούς του αποκλειστικώς μη κερδοσκοπικού ή κοινωφελή χαρακτήρα των μη κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, την παραχώρηση σε αυτά δημόσιας υπηρεσίας με ειδικό νόμο, την αντιστοιχία των προσόντων των διδασκόντων προς εκείνα των κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τη διασφάλιση της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης και την αυστηρή εποπτεία του κράτους· βλ. Βουλή των Ελλήνων (Περίοδος ΙΑ' - Σύνοδος Γ' - Συνεδρίαση ΙΕ'), Πρακτικά Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, 2007, σ. 309 επ.· Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Εισήγηση της Επιτροπής προς την Ολομέλεια της Βουλής επί των αναθεωρητέων και μη διατάξεων του Συντάγματος, 2007, σ. 301 επ.

[1] Hochschulrahmengesetz (HRG) της 26ης Ιανουαρίου 1976, BGB1. 1976 Teil I, σ. 185 επ., όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 2 του νόμου της 12ης Απριλίου 2007, BGB1. 2007 Teil I, σ. 506 επ. Ανάλογες και πιο αναλυτικές διατάξεις περιέχουν επίσης οι αντίστοιχοι νόμοι-πλαίσια των ομόσπονδων κρατών, οι οποίοι θα ισχύσουν μάλιστα αποκλειστικά μετά την προβλεπόμενη κατάργηση του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου ως απόρροια της ευρείας αναθεώρησης του γερμανικού Συντάγματος στο πλαίσιο της λεγ. «ομοσπονδιακής μεταρρύθμισης» (Föderalismusreform) της 1ης Σεπτεμβρίου 2006· βλ. το σχέδιο νόμου για την κατάργηση του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου σε: http://www.bmbf.de/de/8680.php.

[2] Handelshochschule Leipzig, που αναγνωρίστηκε από το κράτος το 1994.

[3] European Business School (EBS), που αναγνωρίστηκε το 1989.

[4] École Européenne des Affaires (EAP), που αναγνωρίστηκε το 1985, συγχωνεύθηκε το 1999 με την École Supérieure de Commerce de Paris (ESCP) και λειτουργεί πλέον με την ονομασία ESCP-EAP Europäische Wirtschaftshochschule Berlin.

[5] Μετά την ίδρυση του πανεπιστημιακού σωματείου του Witten/Herdecke ακολούθησε η κρατική αναγνώριση το 1982.

[6] WHU - Wissenschaftliche Hochschule für Unternehmensführung, Otto-Beisheim Hochschule, που αναγνωρίστηκε το ίδιο έτος (1984).

[7] Gustav-Siewerth Akademie, που αναγνωρίστηκε αρχικά για πέντε χρόνια το 1988 και έλαβε οριστικά την κρατική αναγνώριση το 1993.

[8] WHL - Wirtschafts- und Sozialwissenschaftliche Hochschule Lahr fur Berufstatige στο Lahr το 1997.

[9] IU - International University in Germany στο Bruchsal το 1998.

[10] Stuttgart Institute of Management and Technology (SIMT) στη Στουτγκάρδη το 1998.

[11] GISMA - German International Graduate School of Management and Administration στο Αννόβερο το 1999.

[12] IUB - International University Bremen στη Βρέμη το 1999, που μετονομάστηκε σε Jacobs University Bremen το 2007.

[13] Bucerius Law School Hamburg στο Αμβούργο το 2000.

[14] Π.χ. Private Hanseuniversität Rostock, Dresden International University, Zeppelin University Friedrichshafen, AKAD Fachhochschulen Leipzig/Pinneberg/Stuttgart, Hochschule 21 Buxtehude, Hochschule für Telekommunikation Leipzig, Europa Fachhochschule Fresenius, Europäische Fachhochschule Brühl, Technische Fachhochschule Georg Agricola für Rohstoff, Energie und Umwelt zu Bochum, Fachhochschule Wedel, Rheinische Fachhochschule Köln, Fachhochschule der Wirtschaft Paderborn, Private Fachhochschule Vechta/Diepholz, Private Fachhochschule Göttingen, Frankfurt Business School of Finance & Management, Hertie School of Governance Berlin, Munich Business School κ.ά.

[15] Στη Γερμανία λειτουργούν συνολικά 383 κρατικά και μη κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, εκ των οποίων 103 πανεπιστήμια, 6 παιδαγωγικές ακαδημίες, 15 ανώτατες εκκλησιαστικές σχολές, 53 σχολές καλών τεχνών, 176 γενικά τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και 30 ανώτατες σχολές δημόσιας διοίκησης. Σε αυτά σπουδάζουν περίπου 1,97 εκατομμύρια φοιτητές και σπουδαστές (47,8% γυναίκες), εκ των οποίων 68,3% φοιτούν σε πανεπιστήμια και 27,4% σε τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα· πρβλ. τα επίσημα στοιχεία του γερμανικού Ομοσπονδιακού Υπουργείου Παιδείας και Έρευνας (Bundesministerium für Bildung und Forschung) σε: http://www.bmbf.de/de/655.php.

[16] Grundgesetz (GG) für die Bundesrepublik Deutschland της 23ης Μαΐου 1949, BGB1. 1949 Teil I, σ. 1 επ., όπως αναθεωρήθηκε τελευταία με το νόμο της 8ης Οκτωβρίου 2008, BGB1. 2008 Teil I, σ. 1926 επ.

[17] Βλ. ενδεικτικά από την πλούσια γερμανική βιβλιογραφία J. Heidtmann, Grundlagen der Privathochschulfreiheit, 1980, σ. 206 επ.· M. Heckel, Die neue Hochschulfreiheit der nichtstaatlichen Hochschulen, JZ 1986, σ. 509 επ.· U. Carpen, Hochschulplanung und Grundgesetz, 1987, σ. 522 επ.· του ιδίου, Rechtliche Stellung und Chancen einer Privatuniversität, WissR 1990, σ. 123 επ.· W. Thieme, Privathochschulen in Deutschland - Chancen für die Zukunft?, 1988, σ. 19 επ.· S.-W. Lee, Verfassungsrechtliche Probleme des Privathochschulwesens, 1993, σ. 21 επ.· D. Lorenz, Privathochschulen, Handbuch des Wissenschaftsrechts, τόμ. 1, 21996, σ. 1158 επ.· W.-D. Scholz, Private Hochschulen/Universitäten in Deutschland - Eine ernsthafte Alternative zu staatlichen Einrichtungen?, 1996, σ. 75 επ.· D. Müller-Böling, Die entfesselte Hochschule, 2000, σ. 33 επ.· S. Becker, Rechtsfragen zu Gründung und Betrieb privater Universitäten, DVB1. 2002, σ. 93 επ.· U. Steinkemper, Die verfassungsrechtliche Stellung der Privathochschule und ihre staatliche Förderung, 2002, σ. 47 επ.· U. Battis και R. Thüsing, σε: J. A. Kämmerer/P. Rawert (εκδ.), Hochschulstandort Deutschland, 2003, σ. 55 επ. και 65 επ.· H.-J. Brauns, Private Hochschulen in Deutschland, 2003, σ. 72 επ.· W. Kahl, Hochschule und Staat, 2004, σ. 23 επ.· D. Müller-Böling /M. Zürn (εκδ.), Private Hochschulen in Deutschland - Reformmotor oder Randerscheinung?, 2007, όλοι με περαιτέρω παραπομπές.

[18] Με το νόμο της 12ης Απριλίου 2007 περί συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στην επιστήμη (Gesetz über befristete Arbeitsverträge in der Wissenschaft, WissZeitVG), BGB1. 2007 Teil I, σ. 506 επ., που τέθηκε σε ισχύ στις 18 Απριλίου 2007.

[19] Βλ. τις παρατηρήσεις ανωτέρω στην υποσημείωση 3.

[20] Επ’ αυτού και των επομένων: P. Dallinger, σε: του ιδίου/Ch. Bode/F. Dellian, Hochschulrahmengesetz, Kommentar, 1978, § 70· J. Lüthje, σε: E. Denninger (εκδ.), Hochschulrahmengesetz, Kommentar, 1984, § 70· D. Lorenz, σε: K. Hailbronner/M.-E. Geis (εκδ.), Hochschulrahmengesetz, Kommentar, 2000, § 70· J. A. Kämmerer, σε: του ιδίου/P. Rawert (εκδ.), Hochschulstandort Deutschland, 2003, σ. 119 επ.· A. Reich, Hochschulrahmengesetz mit Wissenschaftszeitvertragsgesetz, Kommentar, 2007, § 70· πρβλ. επίσης τις παραπομπές ανωτέρω στην υποσημείωση 19.

[21] Αυτή είναι και παραμένει η ουσιώδης διαφορά μεταξύ ιδιωτικών πανεπιστημίων και των πρόσφατα στη χώρα μας νομοθετικά ρυθμιζόμενων παρόχων μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης με τη μορφή ιδιωτικών Κολλεγίων ή Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του ν. 3696/2008 «Ίδρυση και λειτουργία Κολλεγίων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 177) άδειες ίδρυσης και λειτουργίας τα Κολλέγια και τα Εργαστήρια δεν εντάσσονται στο σύστημα της τυπικής δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης και οι τίτλοι, βεβαιώσεις ή άλλα πιστοποιητικά σπουδών που εκδίδονται από αυτά δεν είναι ισότιμα προς εκείνα που χορηγούνται από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (άρθρο 1). Μόνο σε περίπτωση σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) με αναγνωρισμένα αλλοδαπά εκπαιδευτικά ιδρύματα (άρθρο 10) μπορούν να απονέμονται ακαδημαϊκοί τίτλοι και να αναγνωρίζονται επαγγελματικά δικαιώματα που απορρέουν από τέτοια διπλώματα και πτυχία, τα οποία όμως δεν χορηγούνται από τα Κολλέγια, αλλά από τα αλλοδαπά εκπαιδευτικά ιδρύματα και δεν είναι απόρροια των σπουδών στα εγχώρια Κολλέγια, αλλά των απονεμόμενων αλλοδαπών τίτλων σπουδών, εφόσον παρέχουν στους κατόχους τους επαγγελματικά δικαιώματα στις χώρες προέλευσης των ακαδημαϊκών τίτλων σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών κοινοτικών οδηγιών· βλ. ιδίως άρθρο 50 της μη ενσωματωθείσας ακόμη Οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 30.9.2005, L 255, σ. 22 επ.

[22] Ειδικά για τις ανώτατες εκκλησιαστικές σχολές η διάταξη του άρθρου 70 παρ. 2 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου επιτρέπει εξαιρέσεις από τις επιμέρους ουσιαστικές προϋποθέσεις της παρ. 1 με βάση το δίκαιο των ομόσπονδων κρατών, εφόσον διασφαλίζεται ότι οι σπουδές σε αυτές είναι ισότιμες με τις σπουδές που παρέχονται σε κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ήδη από τη διάταξη αυτή επιβεβαιώνεται ότι οι ανώτατες εκκλησιαστικές σχολές έχουν την ιδιότητα μη κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και μπορούν να αναγνωριστούν από το κράτος, εφόσον επιθυμούν να ενταχθούν στο σύστημα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης. Ανώτατες εκκλησιαστικές σχολές υπάρχουν κυρίως στο Μόναχο, τη Νυρεμβέργη, τη Φρανκφούρτη, τη Χαϊδελβέργη, την Ερφούρτη, τη Φούλντα, το Άιχστετ, το Πάντερμπορν, το Βάλενταρ, το Μπενεντικτμπόιρεν, το Νοϊεντετελζάου, το Μπέτελ και το Βούπερταλ· πρβλ. W.-D. Scholz, ένθ’ ανωτ. (υποσ. 19), σ. 71 επ.

[23] Έτσι ρητά άρθρο 70 παρ. 3 εδ. α' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου.

[24] Άρθρο 70 παρ. 3 εδ. β' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου.

[25] Πρβλ. άρθρο 2 του ομοσπονδιακού νόμου της 26ης Αυγούστου 1971 περί ατομικής ενίσχυσης της εκπαίδευσης (Bundesgesetz über individuelle Förderung der Ausbildung, BaföG), BGB1. 1971 Teil I, σ. 1409 επ., όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 2α του νόμου της 20ης Δεκεμβρίου 2008, BGB1. 2008 Teil I, σ. 2846 επ.

[26] Άρθρο 70 παρ. 4 εδ. α' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου.

[27] Βλ. P. Dallinger και D. Lorenz, ενθ’ανώτ. (υποσ. 22), περιθ. αρ. 14 και 33 αντίστοιχα.

[28] Άρθρο 32 BGB.

[29] Άρθρο 40 BGB.

[30] Έτσι W. Thieme, ένθ’ ανωτ. (υποσ. 19), σ. 44 επ.

[31] Π.χ. η Ανώτατη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Otto-Beisheim.

[32] Οι γενικές προϋποθέσεις εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι σύμφωνα με το άρθρο 27 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου η απόδειξη των προσόντων που είναι απαραίτητα για πανεπιστημιακές σπουδές. Η απόδειξη αυτή συνίσταται κατ’ αρχήν στην επιτυχή ολοκλήρωση της εκπαίδευσης που προετοιμάζει για τέτοιες σπουδές μετά από απολυτήριες εξετάσεις, με τις οποίες πιστοποιείται η καταλληλότητα του υποψήφιου („Abitur“). Άλλες προϋποθέσεις εξαρτώνται βέβαια από το είδος των σπουδών που επιθυμεί να πραγματοποιήσει ο υποψήφιος και ρυθμίζονται από το δίκαιο των ομόσπονδων κρατών.

[33] Βλ. την απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Bundesverfassungsgericht), BVerfGE 37, 314, 320 επ.

[34] Βλ. τη θεμελιώδη απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 1972 („numerus clausus“), BVerfGE 33, 308, 332 επ.

[35] Άρθρο 70 παρ. 4 εδ. β' του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου.

[36] Ορθά A. Reich, ένθ’ ανωτ. (υποσ. 19), περιθ. αρ. 2.

[37] Έτσι π.χ. στην περίπτωση της Νομικής Σχολής Bucerius του Αμβούργου.

[38] Πρβλ. H. Walter, Rechtsfragen der Finanzierung privater Hochschulgründungen, RdJB 1985, σ. 4 επ.

[39] Βλ. U. Karpen, σε: K. Hailbronner/M.-E. Geis (εκδ.), Hochschulrahmengesetz, Kommentar, 2000, § 5, περιθ. αρ. 11.

[40] Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 του ομοσπονδιακού νόμου-πλαισίου η κρατική επιχορήγηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τελεί σε συνάρτηση με τη συμβολή τους στην έρευνα και διδασκαλία και στην ανάδειξη νέου επιστημονικού δυναμικού, λαμβανομένης υπόψη και της συμβολής τους στην εμπέδωση της ισότητας των φύλων και της ισοπολιτείας μεταξύ ανδρών και γυναικών· βλ. στη χώρα μας άρθρο 3 παρ. 7 εδ. α' σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1268/1982 «Για τη δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» (ΦΕΚ Α' 87), όπως αντικαταστάθηκε πρόσφατα με το άρθρο 1 του ν. 3549/2007 «Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για τη δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» (ΦΕΚ Α' 69).

[41] Gesetz über die Gemeinschaftsaufgabe Ausbau und Neubau von Hochschulen (Hochschulbauförderungsgesetz, HBFG), BGB1. 1971 Teil I, σ. 1556 επ., όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τους νόμους της 20ης Αυγούστου 1996, BGB1. 1996 Teil I, σ. 1327 επ., και της 22ας Ιουνίου 1999, BGB1. 1999 Teil I, σ. 1434 επ.

[42] Βλ. άρθρο 4 παρ. 2 HBFG.

[43] Άρθρο 8 HBFG.

[44] Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 27.

[45] Στην περίπτωση της Νομικής Σχολής Bucerius του Αμβούργου οι αρχικές επενδύσεις και ένα μέρος των ετήσιων λειτουργικών δαπανών καλύφθηκαν έτσι από την ZEIT-Stiftung Ebelin και Gerd Bucerius.

[46] Πρβλ. για τις χορηγίες σε κρατικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα H. P. Bull/V. Mehde, Reform der Hochschulorganisation - die populären Modelle und ihre Probleme, JZ 2000, σ. 650 επ.

[47] Βλ. A. Reich, ένθ’ ανωτ. (υποσ. 19), περιθ. αρ. 5.

[48] Η ισοβιότητα θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως μια από τις «παραδεδομένες αρχές της μόνιμης δημοσιοϋπαλληλίας» (hergebrachte Grundsätze des Befufsbeamtentums) κατά την έννοια του άρθρου 33 παρ. 5 του γερμανικού Συντάγματος· βλ. όμως και την ασκούμενη κριτική για την υπαλληλοποίηση των καθηγητών με βάση το άρθρο 33 παρ. 4 του γερμανικού Συντάγματος M. Hartmer, Der beamtete Hochschullehrer - Selbstverständlichkeit oder Anachronismus?, WissR 1998, σ. 152 επ.

[49] Ένθ’ ανωτ. (υποσ. 20)· βλ. επίσης ήδη J. Blum/E. Rödler, Die Problematik befristeter Arbeitsverträge im Hochschulbereich, WissR 1980, σ. 97 επ.

[51] Πρβλ. K. Hailbronner, σε: του ιδίου/M.-E. Geis (εκδ.), Hochschulrahmengesetz, Kommentar, 2000, § 59, περιθ. αρ. 28.