Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Επιθεώρηση Ακινήτων, 4 (2022)


ΜΠρΗρακλ 123/2022 (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) - σχόλιο: Π. Χριστοδούλου

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΜΠρΗρακλ 123/2022 (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

Δικαστής: Μ. Περτσελάκη, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Ε. Τσικνάκης, Κ. Μπουζικάκος

Νομικές διατάξεις: άρθρα 61, 65, 67, 70, 361, 847 επ. ΑΚ, 62, 64 § 2, 339, 409 §§ 1 και 2, 410, 415-420 ΚΠολΔ

Το ποσό της εγγυοδοσίας είναι επιστρεπτέο στον μισθωτή, μετά τη λήξη της μίσθωσης και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του, έναντι του εκμισθωτή, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά· άλλως το ποσό της εγγυοδοσίας καταλογίζεται στις τυχόν ανεξόφλητες οφειλές του μισθωτή έστω και από μισθώματα.

Κατά την κατάρτιση σύμβασης μίσθωσης ακινήτου, έχει επικρατήσει στη συναλλακτική πρακτική να δίδεται από τον μισθωτή στον εκμισθωτή, ορισμένο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο «εγγύηση», που συνήθως αντιστοιχεί σε πολλαπλάσιο του μηνιαίου μισθώματος. Το ποσό αυτό, καταχρηστικώς ονομαζόμενο «εγγύηση», αφού η τελευταία αυτή σύμβαση, όπως ρυθμίζεται στα άρθρα 847 επ. AK, συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή, που είναι τρίτο πρόσωπο, εκτός των συμβαλλομένων, διέπεται ως προς τη λειτουργία και ιδίως την τύχη του, από τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 AK), διότι είναι δυνατόν να συμφωνήθηκε προς εξασφάλιση του μισθώματος και μάλιστα ως προκαταβολή του ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή προς κάλυψη της ζημίας από τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ.) ή ως ποινική ρήτρα ή ως συμβατική εγγυοδοσία (ΑΠ 585/1997 ΕλλΔνη 1998.113, ΕφΑθ 1325/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 230/1994 ΕλλΔνη 1994.1711, ΕφΑθ 6225/1993 ΕλλΔνη 1994.1126, ΕφΑθ 11439/1991 ΕλλΔνη 1990.1100). Συνήθως, δίδεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί ειδικότερα προκαταβολή (416 ΑΚ) του ίδιου του (ενδεχόμενου) οφειλέτη μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του, που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σε αυτό, το ποσό της εγγυοδοσίας (ΑΠ 1473/2004 ΕλλΔνη 2005.811, ΕφΘεσ 1065/2008 Αρμ 2010.72, ΕφΑθ 5445/2006 ΕΔΠολ 2006.373, ΕφΑθ 1791/2000 ΕλλΔνη 2000.837). Το ποσό της εγγυοδοσίας είναι επιστρεπτέο στον μισθωτή, μετά τη λήξη της μίσθωσης και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του, έναντι του εκμισθωτή, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά (ΑΠ 236/2010 Αρμ 2010.1841), διαφορετικά το ποσό της εγγυοδοσίας καταλογίζεται στις τυχόν ανεξόφλητες οφειλές του μισθωτή έστω και από μισθώματα (ΕφΑθ 7540/2005 ΤΝΠ Νόμος).

[…] Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9 εδ. α΄, 14 § 1 εδ. β΄ και § 2 και 29 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591, 614 επ. ΚΠολΔ, είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 345, 346, 361, 574 επ., 847 ΑΚ και 176, 907 και 908 ΚΠολΔ, εκτός από την επικουρική βάση αυτής, η οποία στηρίζεται στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, που είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, με αυτά της κύριας βάσης της αγωγής από τη μισθωτική σύμβαση, δεδομένου του ότι η σχετική αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε διαφορετικά ή πρόσθετα πραγματικά περιστατικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, γεγονός που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1480/2018, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004.475, ΑΠ 104/2003 ΝοΒ 51.1631, ΑΠ 712/2001 ΕλλΔνη 2002.762, ΕφΑθ 6042/2003 ΕλλΔνη 2004.590, ΜΠρΛιβ 1/2019). Περαιτέρω, μη νόμιμο είναι και το αίτημα περί επιδικάσεως νόμιμων τόκων επιδικίας (αλλά μόνο νόμιμων τόκων), καθ’ ότι, πέραν του ότι στο μεν ιστορικό του αγωγικού δικογράφου ζητούνται νόμιμοι τόκοι και στο δε αιτητικό του, ζητούνται νόμιμοι τόκοι επιδικίας, επιπλέον, κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, τόκοι επιδικίας οφείλονται μόνον κατόπιν επιδόσεως της αγωγής. Συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω για να κριθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι: α) για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, όπως προκύπτει από το με κωδικό 435729810951 1231 0075 e-παράβολο σε συνδυασμό με την απόδειξη εξόφλησης αυτού, β) έχει τηρηθεί η δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 02.12.2020 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της κρινόμενης διαφοράς, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 § 2 ν. 4640/2019.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρ. 62, 64 § 2, 339, 409 § 1 και 2, 410 και 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι’ αυτό να έχει (καταρχήν τουλάχιστον) την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο αντιπρόσωπος ανικάνου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθρο 415 ΚΠολΔ που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο, την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση, όμως, αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο, καθόσον υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια, ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης, διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη. Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 374/2011, ΑΠ 1335/2008, ΑΠ 615/2008, ΑΠ 329/2008). Τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του λόγου, ισχύουν και επί ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με τις οποίες ο ενόρκως βεβαιών τρίτος καταθέτει ό,τι γνωρίζει για τα αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά. Άρα ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του διαδίκου φυσικού προσώπου ή του εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου, κατά τον χρόνο της ένορκης βεβαίωσης, που αποτελεί και τον κρίσιμο χρόνο για τον χαρακτηρισμό της ένορκης βεβαίωσης (ή κατάθεσης) ως ανυπόστατης (ΑΠ 908/2017, ΑΠ 397/2016, ΑΠ 1010/2009, ΑΠ 248/2009, ΑΠ 1492/2006, ΑΠ 1361/2005, ΑΠ 814/2005) και επομένως, ένορκη βεβαίωση (ή κατάθεση) διαδίκου ή εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου εξακολουθεί να αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και ανεπίτρεπτα λαμβάνεται υπόψιν, όταν ο ενόρκως βεβαιών ήταν διάδικος, κατά τον χρόνο της βεβαίωσης, έστω και αν απώλεσε μετά ταύτα, την ιδιότητα αυτή, στα πλαίσια της αυτής δίκης, καθόσον εξακολουθεί και τότε να υφίσταται ο δικαιολογητικός λόγος της απαγόρευσης λήψης υπόψιν της ένορκης βεβαίωσης αυτού, η έλλειψη δηλαδή, αντικειμενικότητας αυτού, κατά τον κρίσιμο εκείνον χρόνο (ΑΠ 1080/2015, ΑΠ 715/2013, ΑΠ 882/2009, ΑΠ 615/2008, ΑΠ 329/2008).

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης και από την προσκομιζόμενη, από τον ενάγοντα, υπ’ αριθμόν πρωτ. ΔΣΗ_ …/15.1.2021 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Δικηγόρου Ηρακλείου, …, την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης, που επιδόθηκε σε αυτήν, …, χωρίς να ληφθεί υπόψιν η υπ’ αριθ. …/19.10.2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ηρακλείου, την οποία επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη, η οποία ελήφθη μεν, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, πριν από δύο (2) εργάσιμες ημέρες, …, ωστόσο, δεν μπορεί να αξιολογηθεί, διότι ο μάρτυρας Θ.Τ. είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/25.9.2020 Ανακοίνωση καταχώρισης στο ΓΕΜΗ (με ημερομηνία λήξης της θητείας του διοικητικού συμβουλίου την 09.11.2025), ώστε δεν μπορεί να εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας και επομένως, η ένορκη εξέτασή του είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1076/2017, ΑΠ 1080/2015, ΑΠ 715/2013, ΑΠ 882/2009, ΑΠ 615/2008, ΑΠ 329/2008, ΕφΠειρ 89/2016), σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τις έγγραφες προτάσεις τους (αρ. 261 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (αρ. 336 αριθμ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του με ημερομηνία 16.3.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης καταστήματος, η εναγόμενη εκμίσθωσε στον ενάγοντα, ένα ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 29,69 τμ., που βρίσκεται στο Λιμένα Χερσονήσου, επί της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου, στο εμπορικό κέντρο «…», προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στο ως άνω μισθωτήριο συμβόλαιο, ήτοι ως κατάστημα πωλήσεως εφημερίδων, καπνού, ειδών περίπτερου κλπ. Η διάρκεια της μίσθωσης αυτής συμφωνήθηκε για 12 έτη, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1 Απριλίου 2018 έως και 31 Μαρτίου 2030. Το μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.100,00 ευρώ, πλέον του τέλους χαρτοσήμου κατά ποσοστό 3,6% αυτού. Ο ενάγων κατέβαλε συνολικά το ποσό των 3.339,60 ευρώ, κατά την κατάρτιση της μίσθωσης, εκ των οποίων τα 1.139,60 ευρώ αναλογούσαν στο μίσθωμα και το καταβαλλόμενο χαρτόσημο του μηνός Απριλίου του έτους 2018. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τον υπ’ αριθμ. 15 όρο του συμφωνητικού για την πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης καταβλήθηκε από τον ενάγοντα, το ποσό των 2.200 ευρώ, ως εγγυοδοσία για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της μίσθωσης, το οποίο συμφωνήθηκε να του επιστραφεί άτοκα, μετά την απόδοση της χρήσης του μισθίου κατά τη λήξη της μίσθωσης, κατά τη συμβατική παράδοση του μισθίου, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθωτής δεν υπέχει οφειλές για οιαδήποτε συμβατική δαπάνη τον βαρύνει, άλλως συμφωνήθηκε ότι θα μειωνόταν κατά την αντίστοιχη δαπάνη που τυχόν θα όφειλε. Εν τέλει, η μίσθωση λύθηκε την 31.10.2019, κατόπιν συμφωνίας των μερών και η εναγόμενη ουδέν κατέβαλε περί επιστροφής της εγγυοδοσίας, παρά το ότι ο ενάγων δεν όφειλε καμία δαπάνη. Προς αυτόν δε τον λόγο, ο ενάγων απέστειλε τη με ημερομηνία 10.9.2020 εξώδικη δήλωση του στην εναγόμενη, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν 1050Β/14.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, Ευαγγελίας Δαριβιανάκη, με την οποία την καλούσε εντός δέκα ημερών από την επομένη της επίδοσης αυτής, να του καταβάλει το οφειλόμενο ποσό, γνωστοποιώντάς της, συγχρόνως και τον τραπεζικό του λογαριασμό. Η εναγόμενη, δυνάμει της με ημερομηνία 5.10.2020 εξώδικης απάντησης-διαμαρτυρίας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …/4.11.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, Γ.Γ., αρνήθηκε την οφειλή, χωρίς ωστόσο, να αποδεικνύει την ύπαρξη οικονομικών εκκρεμοτήτων που θα δικαιολογούσαν την άρνησή της προς επιστροφή της εγγυοδοσίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η εναγόμενη θα είχε διαμαρτυρηθεί για τη μη καταβολή τέτοιων οφειλόμενων ποσών. Αποδεικνύεται δε κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι κατά τον χρόνο της αποχώρησης από το μίσθιο και παράδοσης αυτού στην εναγόμενη, ο ενάγων ουδέν όφειλε (μισθώματα, λογαριασμούς κοινής ωφέλειας κλπ.) και συνεπώς η αξίωσή του από την επιστροφή της καταβληθείσας εγγύησης κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εναγόμενη, στο πλαίσιο της γενικής άρνησης της υπό κρίση αγωγής, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι δεν προέβαλε ουδεμία ένσταση, απορριπτομένης και της επιγραμματικώς και μονολεκτικώς αναφερθείσας ένστασης αοριστίας του δικογράφου της αγωγής (βλ. σ. 2 πρακτικών), η οποία δεν προβλήθηκε παραδεκτώς, ενώ ουδείς λόγος γίνεται στις προτάσεις της, ούτε περί συμψηφισμού ενδεχόμενης απαίτησής της, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Αβάσιμα, επιπλέον, η εναγόμενη αρνείται την επιστροφή της εγγύησης, διότι κατά τα ισχυριζόμενα από αυτήν, ο νέος μισθωτής της, ο οποίος ανέλαβε την αγορά του επαγγελματικού εξοπλισμού του ενάγοντος, θα αναλάμβανε και την καταβολή της εγγυοδοσίας, καθόσον κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων ευρώ (2.200 ευρώ), που αντιστοιχεί στην οφειλόμενη εγγυοδοσία, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλλει στον ενάγοντα, με τον νόμιμο τόκο από την 25.9.2020, ήτοι μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας, δυνάμει της επίδοσης της ως άνω εξώδικης όχλησης του ενάγοντος προς αυτήν. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω, πρέπει η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, καθόσον η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, πρέπει η εναγόμενη, λόγω της ήττας της, να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατά παραδοχή του αιτήματός του και σύμφωνα με τον συνημμένο, στις προτάσεις, κατάλογο εξόδων, συνολικού ποσού 761,22 ευρώ (ήτοι προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής για την κατάθεση παράστασης και προτάσεων πλέον ΦΠΑ, δικαστικού ενσήμου, κόστος επιδόσεων κλπ.) και ενόψει της νίκης του στην παρούσα δίκη, λαμβανομένων επίσης υπ’ όψιν και συνεκτιμωμένων της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της υποθέσεως, του χρόνου που απαιτήθηκε και της σπουδαιότητας της διαφοράς, των ειδικών περιστάσεων και των κάθε είδους γενομένων δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών (106, 176, 189 § 1, 190 ΚΠολΔ, ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Την υπό σχολιασμό δικαστική απόφαση απασχόλησε το ζήτημα της τύχης της δοθείσης εκ μέρους του μισθωτή εγγυοδοσίας χάριν της εξασφαλίσεως του συμφωνηθέντος μετά του εκμισθωτή μισθώματος, στην περίπτωση κατά την οποία επέλθει η λύση της μισθωτικής σχέσεως. Ειδικότερα το Δικαστήριο, αξιολογώντας δικονομικά την άμυνα της εναγομένης-εκμισθώτριας έναντι των αγωγικών ισχυρισμών, έκρινε ότι η εκ μέρους της γενική και απλή άρνηση καταβολής της εγγυοδοσίας, όταν η τελευταία δεν θεμελιώνεται σε ειδικές οικονομικές απαιτήσεις-εκκρεμότητες εις βάρος της ενάγουσας, οι οποίες, ενδεχομένως, θα αποδείκνυαν και την ύπαρξη δικαιολογητικών της αρνήσεως επιστροφής της εγγυοδοσίας λόγων, καθιστά την εναντίωσή της στην αγωγή ουσιαστικά αβάσιμη και συνεπώς απορριπτέα. Στο πλαίσιο αυτό, με την παρούσα δικαστική κρίση επιδιώκεται η ορθή αξιολόγηση της άμυνας της εναγομένης, στην περίπτωση που αυτή συνίσταται σε γενική και απλή άρνηση των αγωγικών ισχυρισμών, προς τούτο δε παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιδίως όταν οι αποσπασματικές νομοθετικές ρυθμίσεις καθώς και η αδυναμία αποτελεσματικής ρυθμίσεως της συναλλακτικής πρακτικής της «εγγυήσεως» μεταξύ των μερών, προκαλούν πρόσθετους προβληματισμούς.

Όπως είναι γνωστό, κατά την κατάρτιση της σύμβασης μισθώσεως ακινήτου, έχει επικρατήσει στην πρακτική της συναλλακτικής δραστηριότητας, η εκ μέρους του μισθωτή (προ-)καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού στον εκμισθωτή, συνήθως ίσο με ορισμένο αριθμό μηνιαίων μισθωμάτων, χάριν εξασφαλίσεως του τελευταίου από πάσης φύσεως μέλλουσες αξιώσεις του έναντι του υποχρέου μισθωτή, υπό την σχεδόν στερεότυπη διατύπωση στα συμφωνητικά μισθώσεως ότι αυτή (η «εγγύηση») δίδεται «για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της σύμβασης μίσθωσης»[1]. Το ποσό αυτό, καταχρηστικώς ονομαζόμενο «εγγύηση» μεταξύ των συμβαλλομένων[2], αφού η τελευταία αυτή σύμβαση, όπως ρυθμίζεται στα άρθρα 847επ. ΑΚ, συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή, που είναι τρίτο πρόσωπο, εκτός των συμβαλλομένων, διέπεται ως προς τη λειτουργία και ιδίως την τύχη του, από τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρ. 361ΑΚ) σε συνδυασμό με τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών (άρθρ. 173, 200, 288 ΑΚ)[3], διότι είναι δυνατό να συμφωνήθηκε προς εξασφάλιση του μισθώματος και μάλιστα ως προκαταβολή του ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή προς κάλυψη της ζημίας από τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως κ.λπ.) ή ως ποινική ρήτρα ή ως συμβατική εγγυοδοσία[4]. Συνήθως δίδεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί ειδικότερα προκαταβολή (άρθρ. 416 ΑΚ) του ίδιου του (ενδεχόμενου) οφειλέτη μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του, το οποίο θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σε αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας[5]. Το ποσό της εγγυοδοσίας είναι επιστρεπτέο στο μισθωτή μετά τη λήξη της μισθώσεως και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του έναντι του εκμισθωτή, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά[6], άλλως κατά την κρατούσα και ορθότερη γνώμη το καταβαλλόμενο από τον μισθωτή υπό την μορφή «εγγυήσεως» ποσό κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, νομίμως καταλογίζεται στην οφειλή του μισθωτή, από καθυστερούμενα μισθώματα, εφόσον έχει λάβει χώρα λύση της μισθωτικής σχέσεως με κάποιον νόμιμο τρόπο, παρά την τυχόν ύπαρξη αντίθετου όρου στην σύμβαση μισθώσεως[7]. Τούτο δε ακριβώς διότι η εγγυοδοσία δεν καθίσταται από τον ίδιο τον προορισμό της ληξιπρόθεσμη παρά μετά τη λήξη της μισθώσεως και τη διαπίστωση ανυπαρξίας χρέους στο οποίο μπορεί να καταλογιστεί, οπότε και πρέπει να επιστραφεί, είτε βάσει της συμφωνίας είτε διότι η αιτία για την οποία δόθηκε (μελλοντική οφειλή) δεν επακολούθησε. Όσο, λοιπόν, η μίσθωση διαρκεί το ποσό της εγγυοδοσίας δεν μπορεί να προταθεί ως ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση έναντι οφειλόμενων μισθωμάτων. Μετά τη λήξη, όμως, της μισθώσεως το ποσό αυτό καταλογίζεται στις τυχόν ανεξόφλητες οφειλές του μισθωτή, έστω και από μισθώματα[8]. Και βέβαια, εφόσον ο μισθωτής επιδιώκει την επιστροφή της «εγγυήσεως», ενόψει ασφαλώς και των πλειόνων λειτουργιών που αυτή επιτελεί στη σύμβαση μισθώσεως οι οποίες ήδη ανωτέρω εκτέθηκαν, είτε, δηλαδή, με την μορφή της αποδόσεως είτε με την μορφή του καταλογισμού αυτής σε υπάρχουσα οφειλή, πρέπει για το ορισμένο της σχετικής αγωγής, ανταγωγής και ενστάσεως συμψηφισμού να προσδιορίζει με σαφήνεια τον λόγο για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε καθώς και την αιτία για την οποία υφίσταται υποχρέωση επιστροφής της, διαφορετικά το σχετικό αίτημα απορρίπτεται ως αόριστο[9].

Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, το δικαστήριο, αξιολογώντας τον ισχυρισμό της εναγομένης εκμισθώτριας, δια του οποίου αυτή αρνήθηκε απλώς και αναιτιολόγητα την καταβολή του συμφωνηθέντος με την μισθώτρια ποσού της «εγγυήσεως» το οποίο δόθηκε από την τελευταία για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της συμβάσεως, έκρινε ότι η γενική άρνηση των αγωγικών ισχυρισμών της μισθώτριας, χωρίς, ωστόσο, να αποδεικνύεται και η ύπαρξη τυχόν οικονομικών εκκρεμοτήτων εκ μέρους της που θα δικαιολογούσαν την μη επιστροφή της εγγυοδοσίας, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Πράγματι, στους αγωγικούς ισχυρισμούς ο εναγόμενος καλείται κάθε φορά να απαντήσει με τις προτάσεις του με την σαφήνεια που απαιτεί το άρθρ. 261 ΚΠολΔ, ώστε να περιορίσει τον κίνδυνο η μη αμφισβήτηση των ισχυρισμών του αντιδίκου του ή οι ασάφειες των δικών του ισχυρισμών να επιτρέψουν στον δικαστή να κρίνει την εις βάρος του ύπαρξη ομολογίας[10]. Αυτό καταδεικνύει ότι η απόδειξη των ισχυρισμών, γενικώς, συνιστά, ενδεχομένως, και το δυσχερέστερο έργο στο οποίο καλούνται οι διάδικοι να ανταποκριθούν, ώστε να τους παρασχεθεί η ζητούμενη από το δικαστήριο έννομη προστασία. Η διαδικασία αυτή οριοθετείται από τις απαιτήσεις του άρθρ. 261 ΚΠολΔ σε συνδυασμό, βεβαίως, με την διάταξη του άρθρ. 338 §1 ΚΠολΔ[11]. Τούτο σημαίνει ότι ο δικονομικός νομοθέτης, προβλέποντας με σαφήνεια τα κριτήρια αποδείξεως των ισχυρισμών των διαδίκων, ουσιαστικά κατένειμε αναλόγως και τα δικονομικά βάρη[12].

Η αμφισβήτηση της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών που θεμελιώνουν την αγωγή μπορεί να είναι γενική ή ειδική, απλή ή αιτιολογημένη, ολική ή μερική[13]. Κάθε είδος αρνήσεως της αγωγής φέρει τη μορφή ισχυρισμού, ασφαλώς διακριτού από εκείνη (τη μορφή) των αγωγικών ισχυρισμών, δοθέντος ότι οι τελευταίοι, οι οποίοι θεμελιώνουν την αγωγή, προβάλλονται με σκοπό να προκαλέσουν την εφαρμογή ορισμένου κανόνα δικαίου[14]. Είναι, δηλαδή, αυτοτελείς, εν αντιθέσει με τους αρνητικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν προβάλλονται, ώστε δικονομικά να προκαλέσουν την εφαρμογή κάποιου κανόνα δικαίου, αλλά αποσκοπούν μόνον στην αποτροπή εφαρμογής του κανόνα, στην εφαρμογή του οποίου αποβλέπουν οι αυτοτελείς αγωγικοί ισχυρισμοί, διάκριση που δεν είναι βέβαια πάντοτε ευχερής στην πράξη[15]. Ασφαλές κριτήριο διακρίσεως παρέχει η αξιολόγηση του ισχυρισμού ως αυτοτελούς ή μη[16]. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του αρθρ. 338 §1 ΚΠολΔ για την κατανομή του βάρους αποδείξεως προϋποτίθεται η προβολή αυτοτελών αιτήσεων, δηλαδή προβολή ισχυρισμών με αυτοτελή πραγματική και νομική βάση, ώστε να προκαλείται η εφαρμογή ορισμένου κανόνα δικαίου, διότι απλώς επίκληση εννόμων συνεπειών διαφορετικών μεν από τις προτεινόμενες από τον αντίδικο με τους ισχυρισμούς του, χωρίς όμως αυτή (η επίκληση) να συνοδεύεται από την προβολή αυτοτελών αιτημάτων, εισάγει απλώς αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (άρθρ. 261 ΚΠολΔ)[17]. Στην προκειμένη περίπτωση της απλής αρνήσεως των αγωγικών ισχυρισμών, εμπεριέχουσα ασφαλώς αμφισβήτηση των ισχυρισμών του αντιδίκου χωρίς επιχειρηματολογία, δηλαδή δίχως προσθήκη νέων πραγματικών περιστατικών, δεν επιβάλλεται στον εναγόμενο βάρος αποδείξεως, καθόσον ο τελευταίος δεν εισφέρει στη δίκη νέα γεγονότα[18]. Τούτο θα συνέβαινε, όπως ορθά δέχθηκε η παρούσα δικαστική κρίση, στην περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος εκμισθωτής, θα προέβαλλε αυτοτελή αμυντικό ισχυρισμό (ένσταση συμψηφισμού), οπότε θα έφερε και το βάρος αποδείξεως των γεγονότων που θεμελιώνουν την σχετική ένστασή του.

Στο πεδίο εκτιμήσεως του αποδεικτικού υλικού που προσκόμισαν οι διάδικοι, το Δικαστήριο, αξιολογώντας ένορκη βεβαίωση του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης εκμισθώτριας, εφάρμοσε τα αυστηρά κριτήρια οριοθετήσεως του υποστατού του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, κρίνοντας ως ανυπόστατη πηγή γνώσεως κατάθεση δοθείσα από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του μάρτυρα, λόγω συμμετοχής του στην έννομη σχέση της δίκης, καθόσον δεν επιτρέπεται στο αυτό πρόσωπο να συντρέχουν ταυτόχρονα οι ιδιότητες τόσο του διαδίκου όσο και του μάρτυρα[19]. Η ύπαρξη της ιδιότητας του τρίτου στο πρόσωπο που μαρτυρεί και η αναγωγή του σε στοιχείο του υποστατού της μαρτυρικής καταθέσεως επιβάλλεται από λόγους αμεροληψίας της δοθείσας καταθέσεως[20], ακόμη και σε διαδικασίες όπου ο νομοθέτης επέτρεψε την κάμψη της αυστηρότητας των δικονομικών κανόνων[21]. Η αποδεικτική δύναμη του εμμάρτυρου μέσου εξαρτά την ύπαρξή του ακριβώς από το στοιχείο της εισφερόμενης από τον μάρτυρα «εξωδικαστικής αντικειμενικότητας»[22]. Υπό την έννοια αυτή η ιδιότητα του τρίτου ως προς το πρόσωπο που καταθέτει[23], ανάγεται στην πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοπιστία της μαρτυρικής καταθέσεως υπό την έννοια ότι, καταρχήν τουλάχιστον, ο μάρτυρας θα εισφέρει στην δίκη αντικειμενικότερα στοιχεία από αυτά των διαδίκων[24]. Το ότι βέβαια και οι μάρτυρες συχνά εμφανίζουν σχέσεις εξαρτήσεως με τους διαδίκους δεν κρίνεται ικανό για να αναιρέσει την σημασία της τρίτης, πέραν των διαδίκων, γνώσεως των πραγμάτων[25]. Η ως άνω αυστηρή οριοθέτηση, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ορθά, επεκτείνεται νομολογιακά και στις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου, που προέρχονται από τα ίδια κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα πρόσωπα, ανάγοντας, με τον τρόπο αυτό, ομοίως, σε όρο του υποστατού της ενόρκου βεβαιώσεως το στοιχείο του τρίτου ως προς το πρόσωπο που καταθέτει[26]. Ως κρίσιμο χρονικό σημείο για την συνδρομή της ως άνω ιδιότητας εκλαμβάνεται αποκλειστικά και μόνον εκείνο της εξετάσεως των εν λόγω προσώπων ως μαρτύρων ή της δόσης της ένορκης βεβαιώσεως και ως εκ τούτου δεν επιδρά στο υποστατό της καταθέσεώς τους το γεγονός ότι η ιδιότητα αυτή προϋπήρχε και εξέλιπε ή επήλθε εκ των υστέρων της καταθέσεώς τους[27]. Τούτων δοθέντων, η αναγωγή της έννοιας του τρίτου σε στοιχείο του υποστατού του εμμάρτυρου μέσου, μέσω της ταυτόχρονης καταδείξεως της σημασίας του στοιχείου της εισφερόμενης αντικειμενικότητας ως προς την γνώση των πραγμάτων, αποτελεί απαράβατο όρο αναπτύξεως της αποδεικτικής δυνάμεως της μαρτυρικής καταθέσεως, θέση που επανέλαβε και η υπό σχολιασμό δικαστική κρίση.

Παναγής Α. Χριστοδούλου

Δ.Ν., Δικηγόρος, επισκ. Λέκτορας Τμήματος Νομικής Philips University



[1] Γ. Διαμαντόπουλος, Τύχη της συμφωνίας για παραίτηση του εκμισθωτή από την αποζημίωση μεταμέλειας και σύντμηση της προθεσμίας καταγγελίας σε περίπτωση μεταβίβασης του μισθίου. Δυνατότητα συμψηφισμού της «εγγύησης», Αρμ 2005.814επ. (823)∙ Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τομ. ΙΙ, 2η εκδ. (2013), σελ. 247-248Ι. Κατράς, Αστικές και νέες εμπορικές μισθώσεις, 3η εκδ. (2020), σελ. 232-233∙ ΑΠ 236/2010, ΕλλΔνη 2010.1015επ.∙ ΑΠ 393/2007, ΕλλΔνη 2008.1059επ.∙ ΕφΑθ 10040/1996, ΕλλΔνη 1997.1867επ. με σχόλιο Κ. Βαλμαντώνη∙ ΜΠρΘεσ 57/2021, Αρμ 2021.1125, με σχόλιο Α.-Ν. Λιόντα.

[2] Π. Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, Τομ. Ι, 9η εκδ. 2011, σελ. 225ο ίδιος, Μίσθωση πράγματος, (1981), σελ. 393∙ Γ. Διαμαντόπουλος, Καταγγελία εμπορικής μίσθωσης από το μισθωτή. Τύχη αποζημίωσης μεταμέλειας και «εγγύησης», ΕλλΔνη 2002.60επ.∙ Κ. Χριστακάκου, Η λειτουργία της εγγυοδοσίας και της εγγυοδοτικής σύμβασης, ΧρΙΔ 2006.961επ.∙ ΕφΑθ 2875/2008 (αδημ.).

[3] Σ. Κοτρώνης, Φύση και λειτουργία της εγγυοδοσίας κατά τον Αστικό Κώδικα in: Τιμητικός Τόμος Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, τ. Ι (2022), σελ. 889επ. (911).

[4] Από την πλούσια νομολογία βλ. ενδεικτ. ΑΠ 975/2021, ΤΝΠ Νόμος∙ ΑΠ 1317/2014, ΤΝΠ Νόμος∙ ΑΠ 236/2010, ΕλλΔνη 2010.1015επ.∙ ΑΠ 1473/2004, ΕλλΔνη 2005.811επ.∙ ΑΠ 496/2003, ΕλλΔνη 2003.1139επ.∙ ΑΠ 585/1997, ΕλλΔνη 1998.114επ.∙ ΕφΑθ 2428/2012, ΕλλΔνη 2014.805επ∙ ΕφΑθ 5199/2011, ΕλλΔνη 2012.832επ.∙ ΕφΑθ 1791/2000, ΕλλΔνη 2000.837επ.

[5] Ενδεικτ. από την πλούσια νομολογία: ΑΠ 161/2017, ΤΝΠ Νόμος∙ ΕφΛαρ 232/2020, Δικογραφία 2020.610επ.∙ ΕφΑθ 45/2019, ΤΝΠ Νόμος∙ ΕφΠειρ 223/2016, ΤΝΠ Νόμος∙ ΜΠρΠατρ 169/2022, ΤΝΠ Νόμος∙ ΜΠρΘεσ 57/2021, Αρμ 2021.1125επ.

[6] ΑΠ 836/2021, ΤΝΠ Νόμος∙ ΑΠ 161/2017, ΤΝΠ Νόμος∙ ΑΠ 236/2010, Αρμ 2010.1841επ.

[7] Γ. Διαμαντόπουλος, ό.π. (σημ. 1), σελ. 823-824.

[8] Στ. Ματθίας, Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 463/1994, ΕλλΔνη 1995.824, ο οποίος: «[…] Εκδοχή ότι τέτοιος καταλογισμός δεν χωρεί, επειδή συμφωνήθηκε το ασυμψήφιστο, θα ήταν διττώς εσφαλμένη: α) δεν τίθεται θέμα συμψηφισμού αλλά απόσβεσης με καταλογισμό (προκαταβολή έναντι) άρα δεν υπάρχει πεδίο λειτουργίας του ΑΚ 450 § 2, και β) διατήρηση του ποσού της εγγυοδοσίας από τον εκμισθωτή και αδυναμία του μισθωτή (ή του υπέρ αυτού εγγυητή) να επικαλεστούν ισόποση προς το ποσό αυτό απόσβεση της οφειλής από μισθώματα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί μόνο αν το ποσό αυτό κατέπιπτε, ως ποινή, λόγω της υπερημερίας (ΑΚ 407 εδ. α), πράγμα αφύσικο και ανεπιεικές».

[9] ΕφΑθ 2428/2012, ΕλλΔνη 2014.805επ.∙ ΕφΑθ 5199/2011, ΕλλΔνη 2012.832-833∙ ΕφΑθ 5340/2010, ΕλλΔνη 2011.581επ.

[10] Δ. Μανιώτης, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Β΄ Έκδ. (2019), σελ. 66, αριθμ. 123∙ ΕφΑθ 4682/1992, Δ 1992.908επ. με παρατ. Κ. Μπέη.

[11] Ι. Σημαντήρας, Περί του βάρους αποδείξεως εν τη πολιτική δίκη, 2η Έκδ. (1931), σελ. 52, 55, 63.

[12] Π. Καργάδος, Το βάρος αποδείξεως μεταξύ του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου, (1983), σελ. 104-105, 137.

[13] Περί των εν λόγω διακρίσεων εκτενέστερα σε Γ. Ράμμο, Κριτήρια (βάσεις και αφετηρία) του χαρακτηρισμού μέσων αμύνης ή υπερασπίσεως και συνέπειαι αυτών, Προσφορά στον Γ. Μιχαηλίδη-Νουάρο, ΙΙ, (1987), σελ. 363επ.∙ Αστ. Γεωργιάδη, Νομολογιακές θέσεις στην κατανομή του βάρους αποδείξεως, Δ 1980.735επ.∙ Δ. Μανιώτη, ό.π. (σημ. 10), σελ. 66 αριθμ. 123∙ Γ. Ορφανίδη, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί ενώπιον των ουσιαστικών δικαστηρίων, in: Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, Πρακτικά 32ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, (2007), σελ. 89επ.

[14] Ε. Μιχελάκης, Ένστασις και απάντησις εις την αγωγήν, ΕΕΝ 1950.401-407∙ Σ. Κουσούλης, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, (2003), σελ. 171-174∙ Κ. Μακρίδου, Πραγματικοί ισχυρισμοί και θεμελιώδη δικονομικά ζητήματα, in: Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, Πρακτικά 32ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, (2007), σελ. 45-48∙ ενδεικτ. από τη νομολογία, ΑΠ 1795/2008, ΕΠολΔ 3/2009.342επ. (με παρατ. Κ. Καλαβρού)∙ ΑΠ 462/2008, ΕΠολΔ 5/2008.715επ. (με παρατ. Π. Γιαννόπουλου).

[15] Γ. Μητσόπουλος, Διαδικαστικαί πράξεις, Τιμ. Τομ. Γ. Ράμμου, 2ος Τομ. (1979), σελ. 641∙ Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, (1987), σελ. 125∙ Κ. Μακρίδου, ό.π. (σημ. 14), σελ. 177-182, όπου και πλούσιες νομολογιακές εφαρμογές της αρνήσεως.

[16] Π. Χριστοδούλου, Η άμυνα του εναγομένου κατά κτηματολογικής αγωγής in: Από το γαιοκτητικό καθεστώς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους σε αυτό του εθνικού κτηματολογίου, 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΚΕΚΤΗΜΕ, (2022), σελ. 127επ. (135-145).

[17] Δ. Μανιώτης, Αστικό αδίκημα με μεγάλο αριθμό ζημιωθέντων. Μερικά δικονομικά ζητήματα. ΕΠολΔ 3/2008.312 επ..

[18] Δ. Μανιώτης, Αρχές του δικαίου αποδείξεως στην πολιτική δίκη, (2013), σελ. 138-140 με τις εκεί παραπομπές.

[19] Γ. Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, 2η Έκδ. (2011), σελ. 243 · Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Τομ. ΙΙΙ, 2η Έκδ. (2022), σελ. 531∙ ΟλΑΠ 1328/1977, ΝοΒ 1978.1048.

[20] Π. Χριστοδούλου, Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Απόδειξη και αλήθεια στην πολιτική δίκη, (2017), σελ. 209-211∙ ΠΠρΘεσ 1610/2017 in: Γ. Διαμαντόπουλος, Αστικό Δικονομικό και Νομολογιακό Γίγνεσθαι, (2019), σελ. 112-133.

[21] Κ. Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες, (2017), σελ. 108-109, υποσ. 120∙ ΑΠ 894/2021 ΝΟΜΟΣ: […] Το Δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Η απόκλιση, όμως, αυτή δεν εκτείνεται τόσο, ώστε να παρέχεται η εξουσία στο Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη του κατά τη διαδικασία αυτήν και ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, η από το Δικαστήριο λήψη υπόψη αυτών θεμελιώνει τον από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ προβλεπόμενο αναιρετικό λόγο, άσχετα από το αν είχε προηγουμένως προβληθεί ή όχι σχετική εναντίωση του αντιδίκου αυτού που τα προσκομίζει, αφού πρόκειται για ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα […]».

[22] Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, 4η Έκδ. (2016), σελ. 390-394∙ ΑΠ 745/2007, ΕΠολΔ 2008.390 με σημείωμα Δ. Μπαμπινιώτη.

[23] Περί της διακρίσεως της έννοιας του «τρίτου» από εκείνης του διαδίκου, βλ. Αν. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, (2014), σελ. 11 επ.

[24] Πάγια νομολογία: ΑΠ 397/2016· ΑΠ 108/2015∙ ΑΠ 420/2013∙ ΑΠ 1143/2011· ΑΠ 1143/2011∙ ΑΠ 329/2008· ΑΠ 615/2008· ΑΠ 1335/2008, όλες δημοσ. σε ΤΝΠ Νόμος.

[25] Γ. Διαμαντόπουλος, Ο κομβικός ρόλος του συμβολαιογράφου στο δίκαιο - Ο συμβολαιογράφος ως το κατεξοχήν εξωδικαστικό όργανο της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ειδικώς, η ενώπιον συμβολαιογράφου λήψη ένορκων βεβαιώσεων πολιτικής δίκης, (2017), σελ. 9επ. (25).

[26] Πάγια νομολογία: ΑΠ 1389/2021∙ ΑΠ 908/2017∙ ΑΠ 397/2016∙ ΑΠ 1080/2015, όλες δημοσ. σε ΤΝΠ Νόμος.

[27] ΑΠ 717/2020∙ ΑΠ 1353/2019∙ ΑΠ 2076/2017, δημοσ. σε ΤΝΠ Νόμος.