Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
6
Έτος
2021
Περισσότερα

Παραπομπές


Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας, 6 (2021)


Ι. Δεληκωστόπουλος, Δικαστικό ένσημο: κριτήρια απαλλαγής νπιδ στα οποία συμμετέχει το Δημόσιο

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

638Δικαστικό ένσημο: κριτήρια απαλλαγής νπιδ στα οποία συμμετέχει το Δημόσιο[*]

Ιωάννη Στ. Δεληκωστόπουλου

Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρου στον Άρειο Πάγο

1. Το θέμα το έχω αντιμετωπίσει αρχικά στη δικηγορία στο πλαίσιο της νομικής εκπροσώπησης ΑΕ που «ανήκουν» στο Δημόσιο. Ενίοτε, όχι πάντα, κατά την υδραργυρική εξέλιξη της δίκης, ο εναγόμενος προβάλλει στις προτάσεις του, όπως και μπορεί, τον ισχυρισμό περί μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου από την ενάγουσα ΑΕ. Το ζήτημα έχει απασχολήσει βέβαια τη νομολογία στο παρελθόν, όπως και ένα μέρος της θεωρίας. Μάλιστα, σε πρόσφατη, πολύ καλή, διδακτορική διατριβή επισημαίνονται τα ακόλουθα: το Δημόσιο, τα νπδδ, οι Δήμοι, το ΙΚΑ, ο ΕΦΚΑ, το ΝΑΤ, οι Ιερές Μονές, ο ΟΔΔΕΠ και ο ΟΛΠ απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ενώπιων όλων των δικαστηρίων (άρθρο 28 § 4 του ν. 2759/1998). Αντίθετα, δεν απαλλάσσονται ο ΟΣΕ και η ΔΕΗ, «που μετά την μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρία και την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, έπαψε να απολαμβάνει το δικαστικό προνόμιο της μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου»[1]. Κατά τη γνώμη μας, με αφορμή την περίπτωση της ΟΣΕ ΑΕ[2] που ανήκει στο Δημόσιο, ισχύει το ακόλουθο κριτήριο: το τέλος δικαστικού ενσήμου είναι κατεξοχήν εισπρακτικό μέτρο, ήτοι μέτρο με δημοσιονομικό[3] φορολογικό[4] χαρακτήρα[5]. Κατά τούτο, επειδή ακριβώς αποτελεί πρωτίστως –αν όχι αποκλειστικά– φορολογική επιβάρυνση που εξυπηρετεί το ταμειακό συμφέρον του Ελληνικού Δημοσίου[6], διαφοροποιείται από τα άλλα διαδικαστικά προνόμια του Δημοσίου. Κριτήριο επομένως για το αν ένα νομικό πρόσωπο απαλλάσσεται από την καταβολή του δεν είναι μόνο αν πρόκειται για νπιδ ή για νπδδ. Κριτήριο απαλλαγής ειδικά για τα νπιδ αποτελεί, κυρίως, η μετοχική σύνθεση του νπιδ. Συμπληρωματικά εξετάζεται και το λειτουργικό κριτήριο (είναι το νπιδ πάροχος ή διαχειριστής;). Εφόσον σ’ ένα νπιδ μετέχει μειοψηφικά (π.χ. ΔΕΗ, ΔΕΔΔΗΕ) ή κατά 100% (π.χ. ΤΡΑΙΝΟΣΕ ΑΕ) ιδιώτης, το νπιδ δεν απαλλάσσεται της καταβολής δικαστικού ενσήμου. Αν το νπιδ ανήκει κατά 100% στο Δημόσιο, εξαιρείται από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου. Δηλαδή, για τις «υβριδικές» ΑΕ στις οποίες συμμετέχουν το Δημόσιο και ιδιώτες, ισχύει, κατά τη γνώμη μας, η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου ανεξαρτήτως του τυπολατρικού εν μέρει κριτηρίου περί ύπαρξης ΑΕ. Αντίθετα, για τις ΑΕ που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, η πληρωμή δικαστικού ενσήμου αποτελεί έμμεση ανακύκλωση δημοσίου χρήματος από τον εθνικό προϋπολογισμό. Με την έννοια ότι αν ο ΟΣΕ λ.χ. πληρώνει δικαστικό ένσημο, τα καθαρά διανεμητέα έσοδά του ως επιχείρησης μειώνονται αντίστοιχα, επομένως και το μέρισμα του Δημοσίου ως μοναδικού μετόχου μειώνεται αντίστοιχα.

2. Εξάλλου, το ΔΕΕ έχει κρίνει[7], μόνο όμως ομολογουμένως, για τα νπδδ, ότι η απαλλαγή από την καταβολή ορισμένων δικαστικών εξόδων (στο πλαίσιο διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν εισάγει, σ’ αυτή την κατηγορία περιπτώσεων, διάκριση, διότι δεν περιάγει τους αντιδίκους σε μειονεκτική θέση. Συνεπώς, δεν αναιρεί τον δίκαιο 639χαρακτήρα της συγκεκριμένης διαδικασίας. Αν ο αντίδικος «φορτωνόταν» με την πληρωμή π.χ. του συνόλου του δικαστικού ενσήμου ή των δικαστικών εξόδων, τότε αυτός θα ήταν πράγματι σε μειονεκτική θέση. Κατ’ επιτρεπτή απλούστευση, το Δημόσιο δεν χρειάζεται να πληρώνει εμμέσως μέσω παρένθετων νομικών προσώπων τον εαυτό του χάριν μίας ανεφάρμοστης εδώ αρχής της ισότητας των εισπρακτικών επιβαρύνσεων. Το δικαστικό ένσημο είναι μέτρο φορολογικού χαρακτήρα που δύναται να κατατείνει, ενδεχομένως, στη χρηματοδότηση των παρεχόμενων από τα δικαστήρια υπηρεσιών[8]. Και όχι άλλη μία αμφιλεγόμενης συνταγματικότητας (ως προς τις αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου)[9] προϋπόθεση του παραδεκτού δια της διείσδυσης, όπως επιλέγεται, της «φοροεισπρακτικής πολιτικής στο χώρο της πολιτικής δίκης»[10]. Διάκριση θα υπήρχε επίσης, κατά την εδώ υποστηριζόμενη γνώμη, ελλείψει διαχειριστών εθνικού δικτύου (π.χ. όχι για τους σιδηρόδρομους, αλλά για την ενέργεια). Τούτο διότι όταν σ’ έναν τομέα της αγοράς, λ.χ. ενέργεια, ο ένας πάροχος υπόκειται σε δικαστικό ένσημο και ο άλλος όχι, υφίσταται ανισότητα και έμμεση κρατική ενίσχυση. Όταν όμως πρόκειται περί διαχειριστών εθνικού δικτύου, στην πραγματικότητα υποκρύπτεται κρατικο-μονοπωλιακός χαρακτήρας άσκησης εμπορικής δραστηριότητας υπό το μανδύα ΑΕ. Δεν υπάρχουν ανταγωνιστές, ώστε να μπορεί να γίνει βάσιμα λόγος για ανισότητα μεταξύ τους. Εξω-δικονομικά δηλαδή, ο παραλληλισμός που γίνεται σε κάποιες αποφάσεις και στη βιβλιογραφία μεταξύ ΔΕΗ και ΟΣΕ είναι εξ ολοκλήρου εσφαλμένος· η ορθή σύγκριση που μπορεί ίσως να γίνει είναι μεταξύ ΟΣΕ και ΔΕΔΔΗΕ («Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας»). Εντούτοις, θεωρούμε ότι το κριτήριο της μετοχικής σύνθεσης σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το κριτήριο της λειτουργίας του νπιδ ως διαχειριστή, και όχι ως παρόχου υπηρεσιών, παραμένει το βασικό λυσιτελές κριτήριο απαλλαγής από την καταβολή δικαστικού ενσήμου. Διαφορετικά, το αντισταθμιστικό γίνεται «carousel», το λειτουργικό κριτήριο (διαχειριστής ή πάροχος υπηρεσιών) γίνεται τυπολατρικό. Το μόνο ασφαλές διαχρονικό κριτήριο είναι αυτό της μετοχικής σύνθεσης του νομικού προσώπου. Η δε μετοχική σύνθεση τελικά, ενίοτε, αλλά όχι πάντα, συμβαδίζει με τον εκάστοτε χαρακτήρα της λειτουργίας του νπιδ, δηλαδή το λειτουργικό κριτήριο.

3. Συγκεκριμένα, όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία του Αρείου Πάγου για τον ΟΣΕ[11], κατά τη διάταξη του άρθρου 2 § 3 του ν.δ. 4/4.9.1935 «Περί διοικήσεως των Σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους και συμπληρώσεως της περί σιδηροδρόμων νομοθεσίας», η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά τον α.ν. 392/1968, «οι Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους απολαμβάνουν πάντων των προνομίων, δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών ως και το Δημόσιον, ως προς τας αστικάς αυτού σχέσεις, εφόσον δια του παρόντος ή άλλων νόμων δεν ορίζεται άλλως». Επακολούθησε το ν.δ. 4246/1962 «Περί ενοποιήσεως των σιδηροδρομικών δικτύων του κράτους και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί διοικήσεως των ΣΕΚ νομοθεσίας», το οποίο όρισε, με το άρθρο 3 § 8, ότι «οι ΣΕΚ απολαμβάνουν πάντων των δικαστικών προνομίων του Δημοσίου [...]». Στο άρθρο 10 § 11 του ν.δ. 4246/1962 ορίζεται ότι «το νομικόν πρόσωπον των ενοποιουμένων σιδηροδρομικών δικτύων της χώρας διέπεται και υπό των διατάξεων του από 4.9.1935 ν.δ/τος περί διοικήσεως των ΣΕΚ και της λοιπής περί των ΣΕΚ νομοθεσίας, ως αύται ίσχυαν μέχρι τούδε, εφόσον δεν καταργούνται ή δεν τροποποιούνται δια του παρόντος». Η ανωτέρω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 § 3 του από 4.9.1935 ν.δ/τος για την ισχύ υπέρ των ΣΕΚ των εν λόγω προνομίων και ως προς τις αστικές σχέσεις των ΣΕΚ εξακολούθησε, επομένως, να ισχύει και μετά το ν.δ. 4246/1962, βάσει της διάταξης του άρθρου 10 § 11 αυτού. Με το άρθρο 21 § 2 του ν.δ. 674/1970 «Περί ιδρύσεως Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος» (ΦΕΚ Α΄ 192) διαλύθηκε το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου των ΣΕΚ, ενώ με τα άρθρο 1 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος ιδρύθηκε ο ΟΣΕ ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο λειτουργεί έκτοτε και μέχρι σήμερα με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας. Στο άρθρο 2 § 1 του ανωτέρω ν.δ/τος ορίζεται ότι ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος αποτελεί δημόσια επιχείρηση, που λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρίας, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο και τελεί υπό την εποπτεία και τον 640έλεγχο αυτού, ενώ στο άρθρο 4 § 1 του ν.δ. 674/1970, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1116/1972, ορίζεται ότι ο ΟΣΕ από της ιδρύσεώς του αναλαμβάνει κατά πλήρες και αποκλειστικό δικαίωμα την ευθύνη και αρμοδιότητα των συγκοινωνιακών και μεταφορικών υπηρεσιών που ήδη διεξάγονται και παρέχονται από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ)», οι υπηρεσίες δε αυτές «μεθ' όλων των συμπαρομαρτούντων δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, προνομίων και καθηκόντων των ΣΕΚ περιέρχονται αυτοδικαίως και άνευ οιασδήποτε μεταβολής εις το Ελληνικόν Δημόσιον, μεταβιβαζόμενα αυτοδικαίως δυνάμει του παρόντος εις τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος, όστις διαδέχεται ούτω τους ΣΕΚ ως καθολικός αυτών διάδοχος». Σύμφωνα δε με την υπ’ αριθ. 3/1992 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο ΟΣΕ, που είναι καθολικός διάδοχος των ΣΕΚ, αποτελεί δημόσια επιχείρηση, η οποία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και έχει όλα τα προνόμια δικαστικά, διοικητικά και οικονομικά του Δημοσίου ως προς τις αστικές αυτού σχέσεις. Απαλλάσσεται συνεπώς της καταβολής δικαστικού ενσήμου, ισχύουσας και ως προς αυτόν της σχετικής απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 18 ν.δ. 26.6/10.7.1944.

4. Η κατά τα ανωτέρω νομολογία ισχύει, επιβεβαιώνεται νομολογιακά από πληθώρα αποφάσεων των δικαστηρίων της ουσίας[12] και του Ακυρωτικού[13], αλλά και έχει εξελιχθεί ως προς τα διαδικαστικά προνόμια του ΟΣΕ. Αυτό, πάντως, που είναι σημαντικό να επισημανθεί, σ’ αυτό το στάδιο της ανάλυσης, είναι ότι η απαλλαγή από την καταβολή του δικαστικού ενσήμου «δεν μπορεί να θεωρηθεί διαδικαστικό προνόμιο»[14]. Τούτο διότι το τέλος δικαστικού ενσήμου είναι «φορολογικού χαρακτήρα μέτρο που συναρτάται προς την παροχή έννομης προστασίας από την πολιτεία»[15]. Η παραδοχή περί μέτρου φορολογικού χαρακτήρα είναι κρίσιμη διότι δημιουργεί αποδεκτό κριτήριο απαλλαγής του νπιδ που ανήκει κατά 100% στο Δημόσιο από το δικαστικό ένσημο, χωρίς η εν λόγω απαλλαγή να συγκρούεται με την εξελισσόμενη νομολογία ως προς τα διαδικαστικά προνόμια. Ειδικότερα, ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων[16], όπως και η έναρξη της οφειλής τόκων υπερημερίας[17], είναι θέματα που ορθά εντάσσονται στην κατηγορία των δικαστικών προνομίων (του Δημοσίου) ως προς τις αστικές σχέσεις, δημιουργούν ευνοϊκή μεταχείριση ως προς έναν διάδικο έναντι του άλλου και δεν δικαιολογούνται, σαφώς, από το γεγονός, ότι το Ελληνικό Δημόσιο κατέχει το σύνολο των μετοχών του ΟΣΕ. Ο ΟΣΕ είναι ΑΕ, επομένως, κατά ρητή συνταγματική επιταγή (άρθρο 4 του Συντάγματος), η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, εφαρμόζεται καθ’ ολοκληρίαν και εδώ[18]. Αντίθετα, η απαλλαγή από το δικαστικό ένσημο δεν συνιστά διαδικαστικό προνόμιο, πρόκειται για οικονομικό προνόμιο υπέρ νπιδ που λειτουργεί με τη μορφή της ΑΕ «χάριν του δημοσίου συμφέροντος, με φύση υπηρεσιών ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου»[19] και, εξίσου σημαντικό, δεν δημιουργεί ευνοϊκή μεταχείριση ενός διαδίκου έναντι του άλλου. Η κοινωφελής δημόσια επιχείρηση η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο παραμένει κοινωφελής, ακόμη και αν μετατράπηκε σε ΑΕ. Η απαλλαγή από το δικαστικό ένσημο για κοινωφελή ΑΕ που ανήκει κατά 100% στο Δημόσιο δεν δημιουργεί ευνοϊκή μεταχείριση ενός διαδίκου έναντι του άλλου. Αντίθετο επιχείρημα που εμφανίζεται μειοψηφικά στη νομολογία[20] δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τον αυτοτελώς εισπρακτικό χαρακτήρα του δικαστικού ενσήμου, όπως και το αληθές περιεχόμενο της έννοιας της ισότητας των όπλων των διαδίκων[21]. Άλλο ζήτημα είναι τα δικαστικά προνόμια του Δημοσίου και άλλο τα οικονομικά προνόμια του Δημοσίου[22].

6415. Προς επίρρωση της θέσης αυτής, δέον να λεχθούν και τα ακόλουθα: η επαναφορά του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που έγινε με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 δικαιολογήθηκε, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας, ότι έγινε για τους εξής λόγους: πρώτον, για την καταπολέμηση της δικομανίας και την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, δεύτερον για την ενίσχυση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης που είναι σημαντική για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, «ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλλει και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων». Από την οπτική γωνία ενός επιστήμονα που έχει κάποια σχέση με τη δικαστηριακή πρακτική, ισχύουν τα ακριβώς αντίθετα: κατ’ αρχάς, όπως εύστοχα επισημαίνεται[23], σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μόνο το 6% επί του συνόλου των υποθέσεων δικάζεται στην τακτική Πολυμελούς. Ως προς τη διαμεσολάβηση δε, όταν ο νομοθέτης επιβάλλει δικαστικό ένσημο επί του αιτηθέντος ποσού σε αναγνωριστική αγωγή, ο μεν εναγόμενος έχει κάθε λόγο να μην συμβιβαστεί, να προβάλει τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου και, σε κάθε περίπτωση, να περιμένει την εξέλιξη της μακρόσυρτης διαγνωστικής δίκης (και να ζητάει αναστολές στην αναγκαστική εκτέλεση ή ενώπιον του Αρείου Πάγου), ο δε ενάγων νομικό πρόσωπο που έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει αγόγγυστα το δικαστικό ένσημο, θα το πληρώσει. Εφόσον το πληρώσει, οι πιθανότητες επιτυχούς έκβασης οποιουδήποτε πρώιμου συμβιβασμού μειώνονται. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων (όχι σε όλες), καταλήγουμε σε μία μόνο ΥΑΣ και ουδέν άλλο. Στην πραγματικότητα, η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου δεν βοηθάει τη διαμεσολάβηση, η διαμεσολάβηση, για να πετύχει, προϋποθέτει τη συνύπαρξή της με ένα a priori γρήγορο και αποτελεσματικό («με δόντια») σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Η επαναφορά του τέλους του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς δεν οδηγεί στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, δημιουργεί άνιση μεταχείριση των διαδίκων ανάλογα με το οικονομικό τους μέγεθος και τις δυνατότητές τους. Στον βαθμό που αυτά ισχύουν (και, εξάλλου, έχουν ήδη εν μέρει επιβεβαιωθεί), μένει το μόνο κριτήριο-στόχος που είναι η «αύξηση των δημοσίων εσόδων». Τούτο είναι θεμιτό, αλλά παραμένει καινοφανές σε ό,τι αφορά κοινωφελή ΑΕ που ανήκει κατά 100% στο Δημόσιο.

6. Κατ’ αντιδιαστολή, υποστηρίζεται, ότι εφόσον σ’ ένα νπιδ μετέχει πλέον μειοψηφικά (π.χ. ΔΕΗ, ΔΕΔΔΗΕ) ή κατά 100% (π.χ. ΤΡΑΙΝΟΣΕ ΑΕ) ιδιώτης, το νπιδ δεν απαλλάσσεται της καταβολής δικαστικού ενσήμου. Διαφορετική θέση, που κρατεί σ’ ένα μέρος της νομολογίας[24], νομίζω ότι δεν δικαιολογείται, πλέον, εφόσον ανατρέξει κάποιος στις μετοχικές συνθέσεις των εν λόγω νομικών προσώπων, π.χ. ΔΕΗ, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί το 2022. Κρίσιμη παράμετρος είναι, το επαναλαμβάνουμε, σε ό,τι αφορά ειδικά στην επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, η μετοχική σύνθεση, όχι μόνο η μετατροπή της εκάστοτε κοινωφελούς επιχείρησης σε ΑΕ. Συμπληρωματικά, δύναται να ληφθεί υπ’ όψιν και το λειτουργικό κριτήριο. Στο μανιχαϊστικό τυπολατρικό «Δημόσιο ή ΑΕ», προτάσσεται το ουσιαστικό κριτήριο της διάτρησης –τρόπον τινά– του εταιρικού πέπλου. Το οποίο παραμένει το μόνο αξιόπιστο κριτήριο σε εισπρακτικού τύπου ρυθμίσεις. Ό,τι ισχύει δηλαδή ως προς τους «beneficial owners» σε φορολογικά θέματα και θέματα διαφάνειας των συναλλαγών.



[*] Προδημοσίευση από τον τιμητικό τόμο για τον Καθηγητή κ. Κώστα Παπαδημητρίου.

[1] Α. Δούκα, Οικονομικές παράμετροι της πολιτικής δίκης, 2021, σ. 161-162 (με παραπομπή στην ΠΠρΘεσ 2269/2017, ειδικά για τον ΟΣΕ).

[2] Για λόγους διαφάνειας, πρέπει να επισημανθεί, ότι έχω παρασταθεί ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ΟΣΕ, όπως και άλλων νπιδ με συμμετοχή του Δημοσίου.

[3] Βλ. Π. Γιαννόπουλο, Διαμεσολάβηση και πολιτική δίκη, 2020, σ. 100.

[4] ΑΠ 624/1972, ΝοΒ 1973. 21.

[5] Ά. Πλεύρη, Περί της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου σε χρηματικά αποτιμητές αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μετά το ν. 4640/2019, ΕπΑΚ 2022. 20επ.

[6] Πλεύρη, ό.π., 34.

[7] ΔΕΕ, 30.6.2016, Toma, C-205/15.

[8] Α. Βεζυρτζή, ΕφΑΔΠολΔ 2020. 212.

[9] Βλ. π.χ. ΠΠρΠατρ 94/2020, ΕΠολΔ 2020. 70επ, παρατηρήσεις Γιαννόπουλου, 74επ. Βλ. και Κ. Παπαχρήστου-Δημητρά, Η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές: νομοθετική διελκυστίνδα μεταξύ δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη και δημοσιονομικού οφέλους, ΕπΑκ 2020. 43επ, ιδίως 49-50. Από την προηγούμενη νομολογία, βλ. ιδίως ΑΠ 675/2010, ΝΟΜΟΣ.

[10] Α. Καστανίδης, Αρνητική αναγνωριστική αγωγή, 2019, σ. 252.

[11] ΑΠ 934/2019.

[12] Π.χ. ΜΠρΑθ 912/2011· ΜΠρΑθ 6258/2015.

[13] ΑΠ 1336/2001, ΕλλΔνη 2003. 776.

[15] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (- Γ. Ορφανίδης), Ερμηνεία Ι, 2000, άρθρο 173, αριθ. 5.

[16] Βλ. ΟλομΑΠ 11/2008.

[17] Βλ. ΟλομΑΠ 23/2004 και 24/2004. Όπως εκρίθη, η επέκταση της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου και στον ΟΣΕ αντίκειται στα άρθρα 4 § 1 και 20 § 1 του Συντάγματος, αφού με την επίμαχη διάταξη θεσπίζεται ευνοϊκότερη ρύθμιση για τον έναν διάδικο σε σχέση με τον αντίδικό του, ως προς την έναρξη της οφειλής τόκων υπερημερίας μόνο από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, χωρίς μάλιστα να επιβάλλεται η ρύθμιση αυτή από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος.

[18] ΟλομΑΠ 11/2008.

[19] ΑΠ 934/2019.

[20] ΠΠρΘεσ 2269/2017, Qualex.

[21] Βλ. σχετικά Guinchard/Chainais/Delicostopoulos/Delicostopoulos/Douchy-Oudot/Ferrand et al., Droit Processuel. Droit commun et droit comparé du procès équitable11, Dalloz 2021, σ. 1162επ.

[22] ΑΠ 934/2019.

[23] Γιαννόπουλος, Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, ό.π., σ. 114.

[24] Π.χ. ΕφΑιγ 4/2020, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΠατρ 129/2020, ΕλλΔνη 2021. 511επ, 512, κριτικές παρατηρήσεις Π. Αλικάκου, 512επ. Αντίθετα, ΠΠρΘεσ 3580/2018, ΕπΑκ 2019. 329επ.