ΠΠρΑθ 3173/2022
Πρόεδρος: Ε. Αθανασίου
Εισηγήτρια: Ε. Μωραΐτη
Δικηγόροι: Κ. Παπαδιαμάντης, Σ. Λάλας, Κ. Αλεξίου, Γ. Γεωργιάδης, Α. Τσουρούλα-Σωτηροπούλου
Ανώνυμη εταιρία. Ανυπόστατο, ακυρότητα και ακυρωσία αποφάσεων Γενικής Συνέλευσης. Δικαίωμα ενεχύρου επί μετοχών. Άσκηση δικαιώματος ψήφου.
Η διάταξη της παρ. 5 του άρ. 121 του Ν. 4548/2018, σύμφωνα με την οποία πρόσκληση για σύγκληση γενικής συνέλευσης δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία στη συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται μέτοχοι που εκπροσωπούν το σύνολο του κεφαλαίου και κανείς από αυτούς δεν αντιλέγει στην πραγματοποίησή της και στη λήψη αποφάσεων (καθολική γενική συνέλευση), θα πρέπει να ερμηνεύεται συνδυαστικά με τη διάταξη του άρ. 54 του ιδίου νόμου σύμφωνα με την οποία οι μετοχές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενεχύρου ή επικαρπίας (παρ. 1.), και αν δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο, σε περίπτωση επικαρπίας ή ενεχύρου επί μετοχών, το δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση ασκείται από τον επικαρπωτή ή τον ενεχυραστή. Το καταστατικό μπορεί να απαγορεύει αντίθετη συμφωνία (παρ. 2) και το πρόσωπο που, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 έχει το δικαίωμα ψήφου, δικαιούται να ασκεί και τα λοιπά μη περιουσιακά δικαιώματα του μετόχου (παρ. 3). Επομένως, επί ανώνυμης εταιρίας με μετοχές βαρυνόμενες με ενέχυρο ή επικαρπία πρόσκληση για σύγκληση γενικής συνέλευσης δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία στη συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται μετοχές έχουσες το δικαίωμα ψήφου που εκπροσωπούν το σύνολο του κεφαλαίου και κανείς εκ των νομιμοποιούμενων να ψηφίζει δεν αντιλέγει στην πραγματοποίησή της και στη λήψη αποφάσεων, ο δε ενεχυρούχος δανειστής, όταν διατηρεί το δικαίωμα ψήφου επί ενεχυριασμένης μετοχής και ψηφίζει στην Γενική Συνέλευση αυτή αντιπροσωπεύει τον ενεχυράσαντα μέτοχο. Εκ παραλλήλου, η παρεμπόδιση συμμετοχής και ψήφου ενεχυρούχου δανειστή στον οποίο μεταβιβάστηκε από τον ενεχυράσαντα οφειλέτη και μέτοχο η άσκηση του δικαιώματος ψήφου σε Γενική Συνέλευση, για την οποία έχει δημοσιευθεί πρόσκληση, ενδέχεται συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του άρ. 137 του Ν. 4548/2018, να συνιστά λόγο ακυρωσίας της απόφασης αυτής.
[…] Ι. Το δίκαιο των ανώνυμων εταιριών αναμορφώθηκε πρόσφατα με τον Ν. 4548/2018 («Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιριών», ΦΕΚ Α΄ 104/13.06.2018), ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα από τη θέση σε ισχύ του Κ.Ν. 2190/1920. Η επιλογή του νομοθέτη για σύνταξη ενός νέου νόμου αντί της τροποποίησης του προϋφιστάμενου, υποκινήθηκε κυρίως από την ευρεία έκταση των αλλαγών που επήλθαν, αλλά και από την αναγκαιότητα ρύθμισης μικρότερης εμβέλειας ζητημάτων, τα οποία όμως έχουν σημαντική επίδραση στον τρόπο λειτουργίας των ανώνυμων εταιριών. Σε σχέση με τις ελαττωματικές αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης (ΓΣ) ανώνυμης εταιρίας, οι διατάξεις του νέου νόμου επέφεραν ορισμένες τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις του προϊσχύοντος δικαίου (άρ. 35α, 35β και 35γ Κ.Ν. 2190/1920, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρ. 42-44 Ν. 3604/2007), χωρίς πάντως να υπάρξει ριζική αναμόρφωσή τους. Για τις έννομες συνέπειες της ελαττωματικότητας των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης, πρόβλεψη υπάρχει σήμερα για μεν τις περιπτώσεις της ακυρωσίας των αποφάσεων της, στο άρ. 137, για δε τις περιπτώσεις της ακυρότητάς τους, στο άρ. 138, τέλος, για τις περιπτώσεις ανυπόστατου των αποφάσεων αυτών, στο άρ. 139 Ν. 4548/2018. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρ. 137 του Ν. 4548/2018, οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης είναι ακυρώσιμες, πρώτον, όταν αυτές λήφθηκαν κατά τρόπο, που δεν είναι σύμφωνος με τον νόμο ή το καταστατικό της εταιρίας (άρ. 137 παρ. 1 εδ. α΄). Ο λόγος γίνεται για τις διαδικαστικές πλημμέλειες κατά τη λήψη αποφάσεων, που συνίστανται στην παράβαση οποιουδήποτε απαγορευτικού κανόνα δικαίου, είτε αυτός περιλαμβάνεται στον Ν. 4548/2018, είτε στον ΑΚ (άρ. 174), συμπεριλαμβανομένων των γενικών ρητρών της ΑΚ 178 (βλ. Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, γ΄ έκδ. 2019, σ. 358 επ., πρβλ. υπό το προϊσχύον δίκαιο ΠΠρΑθ 5182/2007 ΔΕΕ 2008, 323, Ρ. Γιοβαννόπουλο, Ακυρώσιμες αποφάσεις Γενικής Συνέλευσης, ΕπισκΕΔ 2008, 446). Ενδεικτικά, υπάγεται εν προκειμένω η περίπτωση λήψης απόφασης από τη Γενική Συνέλευση χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού περί απαρτίας και πλειοψηφίας (πρβλ. ΠΠρΚεφ 10/2017 ΔΕΕ 2017, 1045, ΠΠρΘεσ 9058/2014 ΕλλΔνη 2016, 545). Δεύτερον, είναι ακυρώσιμες οι αποφάσεις, που λήφθηκαν από Γενική Συνέλευση, η οποία δεν είχε συγκληθεί ή συγκροτηθεί κατά νόμιμο τρόπο (άρ. 137 παρ. 1 εδ. β΄). Θεωρείται ότι δεν υπήρξε νόμιμη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης, όταν π.χ. η σύγκληση έγινε από αναρμόδιο όργανο ή από ΔΣ που δεν ήταν νόμιμο, επίσης, όταν δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης, όταν η πρόσκληση δεν περιλάμβανε το ελάχιστο περιεχόμενο, που απαιτεί ο νόμος κ.ά. Θεωρείται ότι δεν υπήρξε νόμιμη συγκρότηση της Γενικής Συνέλευσης και συνεπώς πρόκειται για ακυρώσιμη απόφασή της, όταν επίσης μέτοχος αποκλείσθηκε παράνομα από αυτήν ή όταν στη Γενική Συνέλευση μετέχει πρόσωπο που δεν δικαιούται να συμμετέχει (πρβλ. ΠΠρΑθ 1074/2016, ΠΠρΘεσ 3294/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις λήψης απόφασης με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, καθώς και λήψης απόφασης από γενική συνέλευση που δεν έχει νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί περιλαμβάνονται όχι μόνο τα σχετικά με την κατεξοχήν διαδικασία λήψης της απόφασης (όπως η ψηφοφορία), αλλά και όλες οι διαδικαστικές παρανομίες της συνέλευσης, από τη λήψη της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου για τη σύγκλησή της έως και την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας και την τήρηση των πρακτικών. Έτσι, ως συγκρότηση της γενικής συνέλευσης νοείται υπό ευρεία έννοια το σύνολο των τηρητέων διαδικαστικών πράξεων, ώστε η γενική συνέλευση να συνεδριάζει ως εταιρικό όργανο κατά τους όρους του Ν. 4548/2018 (πρβλ. ΑΠ 476/2014
ΧρΙΔ 2014, 625, ΕφΚρ 23/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 40/2018 ΕπισκΕμπΔ 2018, 67, 40/2017 ΔΕΕ 2018, 68, ΕφΑνΚρ 43/2016 ΔΕΕ 2017, 653, ΠΠρΑθ 453/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ε. Περάκη, Το δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, γ΄ έκδ. 2013, άρ. 35α αρ. 17). Τρίτον, ακυρώσιμες είναι οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, που λήφθηκαν χωρίς να παρασχεθούν οι οφειλόμενες πληροφορίες, που ζητήθηκαν από μετόχους κατ’ εφαρμογή του άρ. 141 Ν. 4548/2018, το οποίο κατοχυρώνει τα δικαιώματα της μειοψηφίας (άρ. 137 παρ. 2 στ. α΄ Ν. 4548/2018). Ακυρώσιμη είναι, τέλος, μια απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, όταν η πλειοψηφία των μετόχων έλαβε την απόφαση κατά κατάχρηση της εξουσίας της, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 281 (άρ. 137 παρ. 2 στ. β΄ Ν. 4548/2018). Τούτο μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβαίνει, όταν π.χ. με την απόφαση θίγεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων ή προσβάλλονται νόμιμα δικαιώματα της μειοψηφίας των μετόχων (πρβλ. για τις ακυρώσιμες αποφάσεις υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ΑΠ 1015/2020
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 476/2014
ΧρΙΔ 2014, 625, ΑΠ 476/2012
Αρμ 2012, 1703
, ΕφΚρ 23/2021, ΕφΔωδ 213/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 281/2018 ΔΕΕ 2018, 487, ΕφΘεσ 40/2018 ΕπισκΕμπΔ 2018, 67, ΕφΘεσ 40/2017 ΔΕΕ 2018, 68, Ρ. Γιοβαννόπουλο, Ελαττωματικές αποφάσεις γενικής συνέλευσης ΑΕ, Ι, 2011, σ. 214 επ.). Πάντως, στην ίδια διάταξη o νόμος αναφέρεται σε ορισμένα γεγονότα, που ενώ συνδέονται με πλημμέλεια κατά τη σύγκληση, τη συγκρότηση και τη λειτουργία της Γενικής Συνέλευσης, δεν θεωρούνται ότι αποτελούν λόγους ακύρωσης της απόφασής της, παρά μόνον αν επιφέρουν συγκεκριμένα αρνητικά αποτελέσματα (άρ. 137 παρ. 5). Πρόκειται για τυποποίηση της προϋπόθεσης της αιτιώδους συνάφειας, η οποία πρέπει να υπάρχει μεταξύ των διαδικαστικών πλημμελειών και της λήψης της απόφασης, προϋπόθεση που γινόταν δεκτή ως απαραίτητη και υπό το προηγούμενο δίκαιο, αν και δεν υπήρχε ρητή πρόβλεψη (βλ. ΜΕφΑθ 3614/2018 ΔΕΕ 2019, 1121, Ρ. Γιοβαννόπουλο, Ελαττωματικές αποφάσεις γενικής συνέλευσης ΑΕ, Ι, 2011, σ. 268 επ., Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, γ΄ έκδ. 2019, σ. 358-9). Τέτοια γεγονότα είναι, πρώτον, όταν υπήρξε ελάττωμα της απόφασης του ΔΣ, με την οποία συγκλήθηκε η Γενική Συνέλευση. Το ελάττωμα αυτό δεν έχει ως συνέπεια την ακυρωσία της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης, παρά μόνον αν εξαιτίας του δεν υπήρξε έγκαιρη και επαρκής πληροφόρηση των μετόχων (άρ. 137 παρ. 5 στ. δ΄). Δεύτερον, δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης, η συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση προσώπων, που δεν είχαν το δικαίωμα αυτό, εκτός αν η συμμετοχή τους ήταν αποφασιστική για την επίτευξη της απαρτίας ή αν η ψήφος τους ήταν αποφασιστική για την επίτευξη της πλειοψηφίας (άρ. 137 παρ. 5 στ. α΄). Τρίτον, δεν επιφέρει ακυρωσία, η ακυρότητα ή η ακυρωσία των ψήφων μεμονωμένων μετόχων, εκτός αν οι ψήφοι αυτές ήταν αποφασιστικές για την επίτευξη πλειοψηφίας (άρ. 137 παρ. 5 στ. β΄). Τέταρτον, δεν επηρεάζει την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης η ανακρίβεια, η αοριστία ή η πλημμέλεια τήρησης του σχετικού πρακτικού, εκτός αν εξαιτίας τους δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί με σαφήνεια το περιεχόμενο της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης (άρ. 137 παρ. 5 στ. γ΄). Ομοίως, δεν επηρεάζει την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης η μη τήρηση ή πλημμελής τήρηση των άρ. 122 παρ. 4, 123 παρ. 3 και 4, 128 και 129 Ν. 4548/2018. Τα ελαττώματα, που αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτελούν από τη φύση τους παραβάσεις «τάξης» και αφορούν αποκλειστικά στις εσωτερικές σχέσεις της εταιρίας, με τη ρύθμιση δε του άρ. 137 επιδιώκεται η προστασία των συμφερόντων των μετόχων, οι οποίοι μπορούν να επικαλεσθούν την ακυρωσία των αποφάσεων, που λήφθηκαν στη Γενική Συνέλευση (Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, γ΄ έκδ. 2019, σ. 360). Ειδικότερα, την ακύρωση της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης νομιμοποιείται να ζητήσει με αγωγή κάθε μέτοχος, του οποίου οι μετοχές εκπροσωπούν το 2% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, αν αυτός δεν παρέστη στη συνέλευση ή αν αντιτάχθηκε στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης (άρ. 137 παρ. 3). Σημειώνεται ότι η διάταξη αναφέρεται σε μέτοχο, κάτοχο μετοχών, πλην όμως πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα άλλωστε και με την κρατούσα γνώμη υπό το προϊσχύον δίκαιο, ότι οι επικαρπωτές και ενεχυρούχοι δανειστές, στο μέτρο που αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου στη γενική συνέλευση, αποκτούν ιδίω ονόματι όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από το δικαίωμα συμμετοχής στη γενική συνέλευση, ως παρεπόμενα και βοηθητικά της συμμετοχής στη συνέλευση δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ακύρωσης (βλ. ΕφΘεσ 577/2010
ΕπισκΕΔ 2010, 870
, Ε. Περάκη, Δίκαιο ΑΕ, γ΄ έκδ. 2013, άρ. 30α αρ. 14-16, Β. Αντωνόπουλο, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ,
γ΄ έκδ., σ. 307, Ρ. Γιοβαννόπουλο, Ελαττωματικές αποφάσεις γενικής συνέλευσης ΑΕ, Ι, 2011, σ. 387-8). Όταν η ακύρωση ζητείται λόγω άρνησης του Διοικητικού Συμβουλίου να παράσχει τις οφειλόμενες πληροφορίες σύμφωνα με το άρ. 137 παρ. 2, την ακύρωση νομιμοποιούνται να ζητήσουν μόνον οι μέτοχοι, που είχαν υποβάλει αίτημα παροχής των πληροφοριών αυτών, εφόσον εκπροσωπούν το 1/20 τουλάχιστον του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου (άρ. 137 παρ. 3 τελευτ. εδ.). Οι ενάγοντες μέτοχοι οφείλουν να αποδείξουν ότι, τόσο κατά την άσκηση της αγωγής ακύρωσης, όσο και κατά τον χρόνο κατάθεσης των προτάσεων, κατέχουν τις μετοχές, που τους παρέχουν το δικαίωμα αυτό (άρ. 137 παρ. 9). Την ακύρωση της απόφασης μπορεί να ζητήσει και κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αγωγής ακύρωσης είναι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας (άρ. 137 παρ. 7). Η αγωγή στρέφεται κατά της εταιρίας και πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τεσσάρων μηνών από τη λήψη της απόφασης ή, αν η απόφαση υποβάλλεται σε δημοσιότητα, από την καταχώρισή της στο ΓΕΜΗ (άρ. 137 παρ. 8). Αν μέσα στην προθεσμία των τεσσάρων μηνών δεν ασκηθεί αγωγή ακύρωσης, η απόφαση καθίσταται οριστικά έγκυρη. Η δικαστική απόφαση, που κήρυξε την ακυρότητα της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης, ισχύει έναντι πάντων (άρ. 137 παρ. 10), μετά δε την τελεσιδικία της, η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης θεωρείται εξ υπαρχής άκυρη (πρβλ. ΕφΘεσ 199/2017 Αρμ 2017, 384
, ΕφΑνΚρ 43/2016 ΔΕΕ 2017, 653). Το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να λάβει τα μέτρα, που επιβάλλει η κατάσταση, η οποία προέκυψε από την παραπάνω δικαστική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, τα δικαιώματα των καλόπιστων τρίτων, που αποκτήθηκαν με βάση απόφαση που ακυρώθηκε, που αποκτήθηκαν δηλ. στο διάστημα μέχρι την τελεσίδικη ακύρωσή της, δεν θίγονται, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε το ελάττωμα της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης (άρ. 137 παρ. 10). Η δικαστική απόφαση, με την οποία κηρύσσεται η ακυρότητα απόφασης της Γενικής Συνέλευσης και η δικαστική απόφαση, με την οποία αναστέλλεται η ισχύς της, υποβάλλονται σε δημοσιότητα (άρ. 137 παρ. 12). Εξάλλου, σε αντίθεση με τους λόγους ακυρωσίας των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, που συνίστανται κατά βάση σε διαδικαστικά ελαττώματα (άρ. 137), οι λόγοι ακυρότητας των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης συνίστανται κυρίως σε παραβάσεις ουσίας (άρ. 138), δηλ. σε σοβαρότερες παραβάσεις. Πιο συγκεκριμένα, η ακυρότητα αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης, όπως προσδιορίζεται στο άρ. 138, μπορεί να οφείλεται, πρώτον, στο γεγονός ότι το περιεχόμενο της απόφασης αντιτίθεται στον νόμο ή στο καταστατικό της εταιρίας (άρ. 138 παρ. 1). Η αντίθεση αυτή νοείται με την έννοια παράβασης διατάξεων, όχι ενδοτικού, αλλά αναγκαστικού δικαίου, όπως π.χ. απόφαση για τροποποίηση του καταστατικού, όσον αφορά στη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας κάτω από το ελάχιστο επιτρεπόμενο από τον νόμο όριο. Εξαίρεση ισχύει, όταν πρόκειται για απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, της οποίας το περιεχόμενο αποτελεί παράβαση διατάξεων, που αποβλέπουν στην προστασία των μετόχων, όπως π.χ. όταν μια απόφαση της Γενικής Συνέλευσης παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων. Σε μια τέτοια περίπτωση, επειδή η λήψη της απόφασης από τη Γενική Συνέλευση θα οφείλεται κατά κανόνα σε κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, η παράβαση εμπίπτει στο άρ. 137 παρ. 2 στ. β΄ και η απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ακυρώσιμη και όχι άκυρη. Δεύτερον, άκυρη θεωρείται η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, όταν αυτή λήφθηκε χωρίς να έχει υπάρξει σύγκλησή της (άρ. 138 παρ. 1). Η παντελής έλλειψη σύγκλησης αποτελεί βέβαια διαδικαστικό ελάττωμα και συνεπώς θα έπρεπε να αποτελεί λόγο ακυρωσίας της απόφασης, επειδή όμως πρόκειται για ελάττωμα μείζονος σημασίας, ο νομοθέτης το κατέταξε στους λόγους, που επιφέρουν ακυρότητα της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης (πρβλ. για τις άκυρες αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ΑΠ 410/2016
, ΕφΘεσ 40/2018, ΠΠρΠειρ 5017/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Μπεχλιβάνη, Η ακυρότητα αποφάσεων γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρίας, ΕπισκΕΔ 2008, 459, Ε. Περάκη, Το δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, γ΄ έκδ. 2013, άρ. 35β αρ. 3 επ.). Σημειώνεται ότι τα θέματα ημερησίας διάταξης της πρόσκλησης δεν ενδιαφέρουν μόνο τους μετόχους αλλά και τους συμβαλλομένους με την εταιρία και τους ενδιαφερομένους να αποκτήσουν μετοχές της (Αντωνόπουλος, σε: Αντωνόπουλος/Μούζουλας, Ανώνυμες Εταιρίες
, ΙΙ, 2013, σ. 539). Από την άλλη πλευρά, ο νόμος προέβλεψε ότι αν υπήρξε πρόσκληση προερχόμενη από την εταιρία προς όλους τους μετόχους, στην οποία περιλαμβανόταν τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου συνεδρίασης της Γενικής Συνέλευσης, εφόσον η πρόσκληση αυτή έτυχε νόμιμης δημοσίευσης κατά τον νόμο (ήτοι κατά το άρ. 121) και το καταστατικό, θεωρείται ότι υπήρξε σύγκλησή της (άρ. 138 παρ. 2). Τούτο, γιατί στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι εξασφαλίζεται η στοιχειώδης τουλάχιστον πληροφόρηση των μετόχων, ώστε να μπορέσουν να ληφθούν έγκυρες αποφάσεις στη Γενική Συνέλευση. Επομένως, με την ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρ. 138 ο Ν. 4548/2018 (και προηγουμένως ο Ν. 3604/2007) καθόρισε αυθεντικά τις προϋποθέσεις της υποστατής σύγκλησης Γενικής Συνέλευσης. Έτσι, η Γενική Συνέλευση θεωρείται συγκληθείσα εφόσον: α) υπάρχει πρόσκληση κατά την έννοια του άρ. 121, β) η πρόσκληση περιέχει τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της συνεδρίασης, γ) η πρόσκληση προέρχεται από την εταιρία και δ) η πρόσκληση έχει δημοσιευθεί κατά το νόμο, δηλαδή κατά τους ορισμούς του άρ. 121. Οι προϋποθέσεις του άρ. 121 ως προς τον χρόνο και το μέσο της δημοσίευσης δεν είναι τυπικές διαδικαστικές προϋποθέσεις της σύγκλησης, αλλά αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις, που διασφαλίζουν ότι οι μέτοχοι έχουν πραγματική δυνατότητα και εύλογη πιθανότητα να πληροφορηθούν εγκαίρως την πραγματοποίηση της συνέλευσης, ώστε να συμμετάσχουν σε αυτή ή να ασκήσουν εμπρόθεσμα τα ένδικα βοηθήματα κατά της απόφασης. Η έλλειψη ενός από τα παραπάνω στοιχεία έχει ως συνέπεια τη μη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης και, κατ’ επέκταση, την ακυρότητα της απόφασης. Καθίσταται φανερό, επομένως, ότι η νόμιμη δημοσίευση από την εταιρία ανακοίνωσης που να περιέχει τουλάχιστον (αληθή) ένδειξη για την ημέρα και τον τόπο της Γενικής Συνέλευσης θεωρείται essentiale της διαδικασίας για τον σχηματισμό της συλλογικής εταιρικής βούλησης, δηλαδή ελάχιστη στοιχειώδης προϋπόθεση (διαδικαστικής φύσης) για τη λήψη καταρχήν έγκυρης απόφασης από τη Γενική Συνέλευση, έτσι ώστε απόφαση που λήφθηκε χωρίς τη διαδικασία αυτή να είναι άκυρη (πρβλ. υπό το προϊσχύσαν δίκαιο του Ν. 3604/2007, ΑΠ 1392/2014
ΧρΙΔ 2015, 98, ΕφΛαρ 25/2016 ΧρΙΔ 2017, 122, ΠΠρΘεσ 4935/2019 Αρμ 2019, 1176
, ΠΠρΑθ 1074/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 2809/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Αντωνόπουλος, Ανώνυμες Εταιρίες, ερμηνεία άρθρων του Κ.Ν. 2190/1920, έκδ. 2013, σ. 736). Κατά συνέπεια, η έλλειψη στοιχειώδους έστω δημοσιότητας της πρόσκλησης αναιρεί το στοιχείο της εξωτερίκευσης αυτής, ώστε να καταστεί απευθυντέα στους μετόχους και καθιστά την απόφαση της συνέλευσης άκυρη και όχι ακυρώσιμη (Σ. Μούζουλας, Ο Ν. 3604/2007 για την αναμόρφωση και τροποποίηση του Κ.Ν
. 2190/1920, σ. 469). Ωστόσο, παρά την έλλειψη σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης, κατά την έννοια του άρ. 138 παρ. 1 Ν. 4548/2018 η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης δεν είναι άκυρη (αλλά απολύτως έγκυρη), όταν στη Γενική Συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται όλοι οι μέτοχοι και δεν εναντιώνονται στη λήψη της απόφασης. Έτσι, σε περίπτωση που δεν υπήρξε καθόλου σύγκληση γενικής συνέλευσης (δηλ. όχι απλώς μη νόμιμη σύγκληση), αλλά ούτε καθολική Γενική Συνέλευση (διότι τότε οι ληφθείσες αποφάσεις θα ήταν, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρ. 121, έγκυρες), η απόφαση που λήφθηκε στη (ψευδο)συνέλευση αυτή είναι απλώς άκυρη (και όχι ανυπόστατη) (βλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες
, έκδ. 2012, σ. 276, πρβλ. και Κ. Παμπούκη, Καθολική Γενική Συνέλευση, ΕλλΔνη 1994, 516 επ., όπου, σύμφωνα με το προηγούμενο του Ν. 3604/2007 νομοθετικό καθεστώς, οι αποφάσεις της ψευδεπίγραφης καθολικής συνέλευσης θεωρούνταν ανύπαρκτες ή ανυπόστατες ή φαινομενικές και ΕφΑθ 4955/2011 ΕλλΔνη 2013, 763
). Επισημαίνεται ότι η διάταξη της παρ. 5 του άρ. 121 του Ν. 4548/2018, σύμφωνα με την οποία πρόσκληση για σύγκληση γενικής συνέλευσης δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία στη συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται μέτοχοι που εκπροσωπούν το σύνολο του κεφαλαίου και κανείς από αυτούς δεν αντιλέγει στην πραγματοποίησή της και στη λήψη αποφάσεων (καθολική γενική συνέλευση), θα πρέπει να ερμηνεύεται συνδυαστικά με τη διάταξη του άρ. 54 του ιδίου νόμου σύμφωνα με την οποία οι μετοχές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενεχύρου ή επικαρπίας (παρ. 1.), και αν δεν έχει συμφωνηθεί κάτι άλλο, σε περίπτωση επικαρπίας ή ενεχύρου επί μετοχών, το δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση ασκείται από τον επικαρπωτή ή τον ενεχυραστή. Το καταστατικό μπορεί να απαγορεύει αντίθετη συμφωνία (παρ. 2) και το πρόσωπο που, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 έχει το δικαίωμα ψήφου, δικαιούται να ασκεί και τα λοιπά μη περιουσιακά δικαιώματα του μετόχου (παρ. 3). Επομένως, επί ανώνυμης εταιρίας με μετοχές βαρυνόμενες με ενέχυρο ή επικαρπία πρόσκληση για σύγκληση γενικής συνέλευσης δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία στη συνέλευση παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται μετοχές έχουσες το δικαίωμα ψήφου που εκπροσωπούν το σύνολο του κεφαλαίου και κανείς εκ των νομιμοποιούμενων να ψηφίζει δεν αντιλέγει στην πραγματοποίησή της και στη λήψη αποφάσεων, ο δε ενεχυρούχος δανειστής, όταν διατηρεί το δικαίωμα ψήφου επί ενεχυριασμένης μετοχής και ψηφίζει στην Γενική Συνέλευση αυτή αντιπροσωπεύει τον ενεχυράσαντα μέτοχο [πρβλ. ΑΠ 1426/2013
ΤΝΠ Ισοκράτης, βλ. και αιτιολογική έκθεση του Ν. 4548/2018 σύμφωνα με την οποία διευκρινίζεται ότι το πρόσωπο που έχει το δικαίωμα ψήφου έχει και τα λοιπά μη περιουσιακά δικαιώματα (εννοείται το δικαίωμα παράστασης στη γενική συνέλευση, λήψης πληροφοριών, ακύρωσης απόφασης γενικής συνέλευσης, κ.λπ.)]. Δεν επιτρέπεται η από μέρους μετόχου προβολή της ακυρότητας της απόφασης για τον λόγο της έλλειψης σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης, αν αυτός μεταγενέστερα είχε αποδεχθεί εγγράφως ή με δήλωσή του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ότι η Γενική Συνέλευση συνεδρίασε νόμιμα (άρ. 138 παρ. 3). Περαιτέρω, η ακυρότητα των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης, όταν συντρέχει ένας από τους λόγους που αναφέρονται στο άρ. 138, επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς δηλαδή να χρειάζεται έκδοση δικαστικής απόφασης (πρβλ. υπό το προϊσχύον δίκαιο ΟλΑΠ 18/2001
ΕΕμπΔ 2002, 74, ΑΠ 1392/2014
ΧρΙΔ 2015, 98, ΕφΘεσ 199/2017 Αρμ 2017, 384
, ΠΠρΑθ 2809/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι η ακυρότητα, που προβλέπεται στο άρ. 138, αποτελεί ιδιόρρυθμη «ακυρότητα» και όχι αυτήν της ΑΚ 180 (βλ. Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, γ΄ έκδ. 2019, σ. 364). Μπορεί αυτή να προβληθεί (δικαστικά ή με ρητή έγγραφη εξώδικη δήλωση προς την εταιρία) από κάθε πρόσωπο, μέτοχο ή τρίτο, που έχει έννομο συμφέρον, μόνον όμως μέσα σε αποσβεστική προθεσμία ενός έτους από τη λήψη της απόφασης ή, αν αυτή υποβάλλεται σε δημοσιότητα, από την καταχώρισή της στο ΓΕΜΗ. Η προβολή της ακυρότητας πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένη απόφαση και να περιγράφει τον συγκεκριμένο λόγο, που, κατά το πρόσωπο αυτό, προκαλεί την ακυρότητα. Υπάρχουν πάντως και αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, των οποίων η ακυρότητα δεν μπορεί να θεραπευτεί. Πρόκειται για τις αποφάσεις εκείνες, οι οποίες αφορούν σε τροποποίηση του καταστατικού, με την οποία ο σκοπός της εταιρίας καθίσταται παράνομος ή αντίθετος στη δημόσια τάξη, καθώς και για αποφάσεις, από τις οποίες προκύπτει διαρκής παραβίαση νομοθετικών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου (άρ. 138 παρ. 4 τελευτ. εδ.). Η προβολή της ακυρότητας απόφασης της Γενικής Συνέλευσης έχει, ως συνέπεια, ότι αυτή θεωρείται εξ υπαρχής άκυρη. Αν παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική προθεσμία του έτους, η ακυρότητα αυτή θεραπεύεται και επέρχονται οι έννομες συνέπειές της. Η θεραπεία της άκυρης απόφασης έχει αναδρομική ισχύ, που σημαίνει ότι εξαφανίζονται τα ελαττώματά της από τον χρόνο λήψης της. Η θεραπεία της άκυρης απόφασης επέρχεται αυτοδίκαια και ισχύει έναντι πάντων. Μετά τη λήψη μιας άκυρης απόφασης και κατά τη διάρκεια του έτους, η Γενική Συνέλευση μπορεί να λάβει πάνω στο ίδιο θέμα νέα απόφαση, αποφεύγοντας τα ελαττώματα, που αποτελούν τον λόγο ακυρότητας της πρώτης. Η νέα απόφαση θα ισχύσει για το μέλλον (βλ. και ΑΚ 183 παρ. 1). Περαιτέρω, η ακυρότητα της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης μπορεί να προταθεί στο δικαστήριο με άσκηση αναγνωριστικής αγωγής (ένσταση, ανταγωγή κ.λπ.) από οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε είναι μέτοχος είτε τρίτος, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Τούτο πρέπει να γίνει μέσα στην οριζόμενη από τον νόμο ετήσια προθεσμία. Η ακυρότητα μπορεί να προταθεί και εξώδικα, αλλά και να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο μέσα στην ετήσια και πάλι προθεσμία της παρ. 4 (άρ. 138 παρ. 6). Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αγωγής είναι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας και η αγωγή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, όπως προκύπτει από το άρ. 3 παρ. 1 Ν. 4548/2018, όσο και από τη ρητή υπαγωγή της αγωγής ακύρωσης στο μονομελές πρωτοδικείο (άρθρ. 137 παρ. 7) (βλ. Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο ΑΕ, 2020, άρθρ. 138 αρ. 20). Η δικαστική απόφαση, που πιστοποιεί την ακυρότητα απόφασης της Γενικής Συνέλευσης, υποβάλλεται σε δημοσιότητα (άρθρ. 138 παρ. 8), όταν δε αυτή καταστεί τελεσίδικη, παράγει αποτελέσματα όχι μόνο για τις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων, αλλά έναντι πάντων και μάλιστα αναδρομικά, πράγμα που πρέπει να γίνει δεκτό κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρ. 137 παρ. 10. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρ. 139, μια απόφαση της Γενικής Συνέλευσης θεωρείται ανυπόστατη, πρώτον, όταν αυτή έχει ληφθεί με τις ψήφους προσώπων, τα οποία στο σύνολό τους ή στην συντριπτική πλειοψηφία τους (βλ. ΑΠ 1340/2017
ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1841/2021 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΠατρ 107/2019 ΕλλΔνη 2020, 157) δεν είχαν τη μετοχική ιδιότητα, δηλ. με τις ψήφους μη μετόχων και δεύτερον, όταν αυτή λήφθηκε με τις ψήφους προσώπων, τα οποία είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου, από πρόσωπα που δεν είχαν τη μετοχική ιδιότητα (άρ. 139 παρ. 2) (πρβλ. υπό το προϊσχύον δίκαιο, ΕφΠατρ 963/2001 Αρμ 2003, 348
, Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες
, 8η έκδ. 2018, σ. 287
). Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι έλλειψη της μετοχικής ιδιότητας υφίσταται κατά την έννοια του νόμου όχι μόνον όταν ο ψηφίζων ή κατά περίπτωση, το πρόσωπο από το οποίο ο ψηφίζων αρύεται το δικαίωμα ψήφου δεν είναι καν μέτοχος, αλλά και όταν είναι μεν μέτοχος με λιγότερα όμως δικαιώματα ψήφου από τα ασκηθέντα (πρβλ. Ρόκα, Ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρίες, ΝοΒ 2019, 256 επ., ιδίως 268, πρβλ. Μπεχλιβάνη, σε: Αντωνόπουλος/Μούζουλας, Ανώνυμες Εταιρίες
, ΙΙ, 2013, σ. 752, Γιοβαννόπουλος, σε: Ε. Περάκη, Το δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, γ΄ έκδ. 2013, άρ. 35α αρ. 7, σ. 1383). Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, η οποία είναι ανυπόστατη, δηλαδή νομικά ανύπαρκτη, δεν είναι δυνατόν να θεραπευτεί, θεραπεία δεν είναι δυνατόν να επέλθει ούτε με την πάροδο ορισμένου χρόνου, ούτε με άλλον τρόπο (πρβλ. Κ. Παμπούκη, Ανυπόστατες αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, ΕπισκΕΔ 2008, 473). Επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής μπορεί να συναχθεί και από το άρ. 139 παρ. 1, το οποίο ορίζει ότι στις ανυπόστατες αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης δεν βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρ. 137 και 138, δηλαδή οι διατάξεις, που προβλέπουν περιπτώσεις ίασης των ακυρώσιμων και άκυρων αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων (βλ. για τα ανωτέρω Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, γ΄ έκδ. 2019, σ. 358 επ., Γ. Σωτηρόπουλο, Δίκαιο ΑΕ, 2020, άρ. 137,138). Επισημαίνεται ότι στη μεταβατική διάταξη του άρ. 187 παρ. 8 του Ν. 4548/2018, ορίζεται ότι οι νέες ρυθμίσεις για τη Γενική Συνέλευση εφαρμόζονται σε συνελεύσεις που προσκαλούνται από την ημερομηνία του άρ. 190 του ίδιου νόμου, δηλαδή από 01.01.2019 και μετά. Συνεπώς, για τις γενικές συνελεύσεις μετόχων ανώνυμων εταιριών, που λαμβάνουν χώρα από 1 Ιανουαρίου 2019, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρ. 137, 138 και 139 Ν. 4548/2018. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 11 παρ. 1 και 2, 14 και 18 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι η υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, την οποία είχε κατά την άσκηση της αγωγής. Ο καθορισμός της αξίας γίνεται από το δικαστήριο με ελεύθερη κρίση, για τη διαμόρφωση της οποίας λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής. Περισσότερες απαιτήσεις, σωρευόμενες στο ίδιο αγωγικό δικόγραφο, συνυπολογίζονται, δηλ. όταν στο ίδιο δικόγραφο σωρεύονται περισσότερες απαιτήσεις, του ίδιου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγομένου σώρευση των οποίων αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, η υλική αρμοδιότητα, ανεξαρτήτως αν οι απαιτήσεις απορρέουν από την ίδια ιστορική και νομική αίτια ή όχι, προσδιορίζεται, από το σύνολο των απαιτήσεων, παρά την αυτοτέλεια κάθε σωρευόμενης απαίτησης έναντι των άλλων. Αν οι σωρευόμενες απαιτήσεις ή κάποια από αυτές δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα ή υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, συνυπολογισμός δεν χωρεί (βλ. ΕφΔυτΣτερΕλλ 17/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 922/2008 ΕφΑΔ 2009, 196). Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο θα ερευνήσει την αρμοδιότητα για κάθε απαίτηση ανάλογα με το ποσό, αν είναι αποτιμητή σε χρήμα, και ανάλογα με τη φύση της, αν δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα. Αν για κάθε μία είναι αρμόδιο το δικαστήριο θα εκδικαστούν από αυτό, αλλιώς το δικαστήριο θα κρατήσει εκείνη, για την οποία έχει αρμοδιότητα, και θα παραπέμψει την άλλη, για την οποία δεν έχει αρμοδιότητα, στο αρμόδιο δικαστήριο, εκτός αν έχουν συνάφεια μεταξύ τους. Κατά την έννοια δε της διάταξης του άρ. 31 παρ. 3 ΚΠολΔ, κύρια δίκη εισάγει κάθε αγωγή που έχει ως αντικείμενο τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας ενός ιδιωτικού δικαιώματος, συναφείς δε κύριες δίκες είναι εκείνες στις οποίες τα δικαιώματα, που αποτελούν το αντικείμενό τους, βρίσκονται σε εσωτερικό ουσιαστικό σύνδεσμο, ο οποίος απορρέει από την ίδια ουσιαστική έννομη σχέση ή το ένα από τα υπό διάγνωση δικαιώματα αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης του άλλου υπό διάγνωση δικαιώματος ή το ίδιο βιοτικό συμβάν (ή το ίδιο ουσιώδες πραγματικό γεγονός) αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης όλων των διαγνωστέων δικαιωμάτων, δηλαδή κοινή βάση περισσότερων αγωγών (βλ. ΕφΔωδ 188/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 24/2004 ΑρχΝ 2005, 48, ΕφΑθ 9630/2001 ΕλλΔνη 2003, 814
, ΕφΑθ 7013/1999 ΔΕΕ 2000, 45, ΕφΑθ 2442/1998 ΕλλΔνη 39, 891
, ΕφΑθ 8086/1997 ΕλλΔνη 40, 1112
, ΕφΘεσ 2272/1996 ΕπΣυγκΔ 1997, 462). Στην τελευταία δε περίπτωση της συνάφειας αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο και θα εφαρμοστεί αναλογικά η διάταξη της παρ. 2 του άρ. 31 ΚΠολΔ, από την οποία συνάγεται ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης υπάγονται και οι παρεπόμενες δίκες, που ανήκουν στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου, οπότε στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου υπάγεται και η σωρευόμενη συναφής απαίτηση, για την οποία καθ’ ύλη αρμόδιο είναι το μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο (βλ. ΕφΑθ 407/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 94/2020
ΕλλΔνη 2020, 218
, ΠΠρΛιβ 20/2019, ΠΠρΡοδ 43/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρ. 9, σ. 132, 133, άρ. 31 σ. 240 επ., Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρ. 31 αρ. 4-5 και τις εκεί παραπομπές σε νομολογία).
ΙΙ. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρ. 1236 ΑΚ, σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του ενεχύρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την προστασία της κυριότητας. Έτσι ο ενεχυρούχος δανειστής μπορεί να προστατευθεί, όταν προσβληθεί το εμπράγματο δικαίωμά του επί του ενεχύρου τόσο κατά του ενεχυράσαντος οφειλέτη, όσον κατ κατά των τρίτων, ασκών, όταν συντρέχει περίπτωση, και την αξίωσή του από αδικοπραξία. Ειδικότερα, ο κομιστής ενεχυρογράφου, μπορεί να ασκήσει την αξίωσή του προς αποζημίωση για βλάβη ή απώλεια του ενεχύρου, για τη θεμελίωση της οποίας οφείλει να εκθέσει στην αγωγή του τα κατά νόμο στοιχεία, μεταξύ των οποίων και την υπαιτιότητα των υπαλλήλων της εναγομένης, εκ της οποίας προέκυψε η βλάβη (απώλεια) στο ενεχυρασθέν πράγμα (βλ. ΑΠ 419/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 1796/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η σύσταση και στη συνέχεια η διατήρηση του ενεχύρου, μολονότι το ενέχυρο είναι δικαίωμα αξίας, συνδέεται για λόγους δημοσιότητας με τη φυσική εξουσία (οιονεί νομή) του δικαιούχου πάνω στο κινητό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μπορεί να προστατευθεί ο ενεχυρούχος δανειστής απέναντι στους τρίτους τόσο ως οιονεί νομέας με την αυτοδύναμη (ΑΚ 985) και την ένδικη προστασία του νομέα (ΑΚ 996 σε συνδ. με 987 επ.), όσο και ως εμπράγματος δικαιούχος σύμφωνα με την ΑΚ 1236 ΑΚ, η οποία παραπέμπει στις διατάξεις για την προστασία της κυριότητας και συγκεκριμένα, αφού αντικείμενο του ενεχύρου είναι κινητό, στις ΑΚ 1094 επ., 1108, 1109, 1110. Εναντίον κάθε νομέα του ενεχύρου, ακόμη και εναντίον του ενεχυράσαντα ή του κυρίου του πράγματος, αν προσβάλλει το δικαίωμα του ενεχύρου με αφαίρεση ή κατακράτηση του ενεχυρασμένου πράγματος, έχει ο ενεχυρούχος δανειστής την προστασία της ΑΚ 1094. Μπορεί δηλαδή στην περίπτωση αυτή να απαιτήσει την αναγνώριση του ενεχύρου και την απόδοση σε αυτόν του ενεχυρασμένου πράγματος. Ο εναγόμενος νομέας μπορεί και εδώ να προβάλει εναντίον της διεκδικητικής αγωγής τις ενστάσεις που προβλέπει o νόμος, όπως η ΑΚ 1095. Αξίωση για καρπούς και ωφελήματα (ΑΚ 1096, 1098 επ.) έχει ο ενάγων-ενεχυρούχος δανειστής μόνο εφόσον έχει και το δικαίωμα να λάβει τα ωφελήματα από το ενεχύρασμα, σύμφωνα με την ΑΚ 1221. Ο ενεχυρούχος δανειστής έχει ακόμη τις γενικές αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904) και αδικοπραξία (ΑΚ 914), όπως επίσης και ενοχικές αξιώσεις που απορρέουν είτε από τις διατάξεις για το ενέχυρο είτε από ανάλογη εφαρμογή ορισμών του ενοχικού δικαίου (βλ. Χριστακάκου, σε: Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τ. VI, Εμπράγματο Δίκαιο, άρ. 1236 αρ. 1, 2, 3, 9). Περαιτέρω, επί σύστασης ενεχύρου σε μετοχές ανώνυμης εταιρίας, ανεξάρτητα αν είναι ανώνυμες ή ονομαστικές, αν η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται «άνευ πληρωμής», είτε δια κεφαλαιοποίησης κερδών, κατά τη διάταξη του άρ. 45 παρ. 2 Κ. Ν. 2190/1920 ή αποθεματικών (τακτικών έκτακτων ή αφανών), είτε δια αναπροσαρμογής των παγίων στοιχείων της εταιρίας και κεφαλαιοποίησης της υπεραξίας τους, με βάση τις σχετικές διατάξεις αναπτυξιακών νόμων, το δικαίωμα ενεχύρου στις μετοχές επεκτείνεται αυτοδικαίως και στις νέες μετοχές που θα εκδοθούν. Η θεμελίωση της επέκτασης αυτής του ενεχύρου συνίσταται στο ότι η ονομαστική, αλλά και η εσωτερική αξία των νέων μετοχών αποτελεί εσωτερική αξία των παλαιών μετοχών, οι δε νέες μετοχές δεν αποτελούν καρπούς ή ωφελήματα των παλαιών μετοχών, με την έννοια των άρ. 1220 και 1221 ΑΚ. Τούτο, διότι το ενέχυρο, ανεξάρτητα από τον νομοτεχνικό τρόπο της έκδοσης των νέων μετοχών, καλύπτει έτσι και αλλιώς την εσωτερική αξία των παλαιών μετοχών σ’ όλη της την έκταση, στην οποία περιλαμβάνεται και η εσωτερική αξία των νέων μετοχών (βλ. ΑΠ 1188/2012
ΧρΙΔ 2013, 113, ΕΕμπΔ 2013, 614). Όμοια λύση προσήκει και στην περίπτωση τροποποίησης του καταστατικού ανωνύμου εταιρίας με την τροπή των ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές και /ή την μείωση της αξίας εκάστης μετοχής (split), σε ότι αφορά μετοχές που τελούν υπό ενέχυρο, καθώς η εν λόγω τροποποίηση των διατάξεων περί μετοχικού κεφαλαίου του καταστατικού έχουν ως προς το ενέχυρο χαρακτήρα καθαρώς τυπικό, καθόσον δεν μεταβάλλεται το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας. Η με τροποποίηση του καταστατικού ανωνύμου εταιρίας τροπή των ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές ή/ και η μείωση της αξίας εκάστης μετοχής οδηγούν στην έκδοση νέων μετοχών διανεμομένων κατ’ αναλογία, αλλά άνευ πρόσθετης καταβολής στους ήδη μετόχους. Με την ως άνω τροπή των ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το υφιστάμενο επί των μετοχών αυτών ενέχυρο δεν θίγεται δια της ονομαστικοποίησης αυτής και βαρύνει πλέον την ονομαστική μετοχή. Η αυτή λύση προσήκει και επί έκδοσης νέων μετοχών, αντιστοιχουσών στην κατά τα άνω μείωση της ονομαστικής αξίας μετοχής επί των διανεμομένων άνευ καταβολής (χωρίς αντάλλαγμα), κατ’ αναλογία των μετοχών τους, στους παλαιούς μετόχους. Το ενέχυρο επί των παλαιών μετοχών εκτείνεται αυτοδικαίως και επί των νέων μετοχών. Τούτο συμβαίνει διότι η νέα αυτή μετοχή δεν αποτελεί καρπό ή ωφέλημα της παλαιάς μετοχής, με την έννοια των άρ. 1220, 1221 ΑΚ, αλλά αποτελεί οικονομικώς τμήμα της παλαιάς μετοχής, αποκοπτόμενο κατά κάποιον τρόπο από αυτήν. Πρόκειται με άλλα λόγια περί διαίρεσης του παλαιού μετοχικού δικαιώματος, του ενσωματωμένου στην παλαιά ανώνυμη μετοχή σε δύο ή περισσότερα, κατά περίπτωση, μετοχικά δικαιώματα ενσωματούμενα στις αντίστοιχες παλαιά ή παλαιές και νέα μετοχή, η δε θέση του ενεχυρούχου δανειστή δεν δύναται να είναι άλλη, και δη χειρότερη εκείνης του έχοντος ενέχυρο επί κινητού πράγματος τεμαχισθέντος σε δύο. Εν προκειμένω, τυγχάνει εφαρμογής το άρ. 1223 ΑΚ που εκφράζει γενική αρχή και το οποίο ορίζει ότι «το ενέχυρο εκτείνεται και στο οφειλόμενο για το πράγμα αντάλλαγμα ή ποσόν αποζημιώσεως ιδίως σε περίπτωση καταστροφής ή ασφαλιστικής σύμβασης ή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης». Στο άρθρο αυτό ενδεικτικώς μόνο αναφέρονται οι συνηθέστερες περιπτώσεις καταστροφής, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κ.λπ. του ενεχύρου, δηλαδή περιπτώσεις που για πραγματικούς ή νομικούς λόγους το αντικείμενο του ενεχύρου παύει να υφίσταται. Κατά το γράμμα του νόμου φαίνεται η διάταξη του άρ. 1223 ΑΚ να εφαρμόζεται μόνον επί ολικής ανταλλαγής του ενεχυρασθέντος πράγματος με άλλο, αλλά ο νομοθέτης εκφράστηκε στενότερα του δέοντος. Κατά μείζονα λόγο το ενέχυρο εκτείνεται «επί των τεμαχίων» του αρχικού πράγματος (της παλαιάς δηλ. μετοχής) ή επί του δοθέντος ή «οφειλόμενου» (άρ. 1223 ΑΚ) σε αντάλλαγμα μέρους του υποκειμένου στο ενέχυρο πράγματος. Εάν οι νέες μετοχές δίδονται κατ’ αναλογίαν μιας νέας μετοχής προς περισσότερες παλαιές, από τις οποίες ορισμένες μόνο είναι ενεχυρασμένες, το επ’ αυτών ενέχυρο εκτείνεται επί αντιστοίχου ιδανικού μέρους της νέας μετοχής (άρ. 1216, 1244 ΑΚ). Επομένως, τελολογικώς προκριτέα είναι η λύση ότι η με τροποποίηση του καταστατικού ανωνύμου εταιρίας τροπή των ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές και/ή μείωση της αξίας εκάστης μετοχής (split) το επί των παλαιών μετοχών ενέχυρο εκτείνεται αυτοδικαίως και επί των νέων μετοχών. Περαιτέρω δε πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ενέχυρο επί των νέων μετοχών αποκτάται με βάση την παλαιά περί ενεχύρου συμφωνία (άρ. 1211 εδ. α΄ ΑΚ) από το χρονικό σημείο της παράδοσης των νέων μετοχών στο δανειστή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρ. 1252 εδ. β΄ ΑΚ. Προ του κρίσιμου χρονικού αυτού σημείου υφίσταται ενέχυρο απαίτησης και επομένως υποχρέωση (άρ. 1252 εδ. α΄ ΑΚ) του ενεχυράσαντος οφειλέτη να παραδώσει στο δανειστή τις δοθείσες σ’ αυτόν από τη διοίκηση της ανώνυμης εταιρίας δοθείσες, αλλά κατά τα ανωτέρω υποκείμενες στο ενέχυρο νέες μετοχές, ή ενδεχομένως συμβατική καλόπιστη (άρ. 173, 200 ΑΚ) υποχρέωση ανάλογης περίπτωσης του ενεχυρούχου δανειστή να προσκομίσει στην αυξήσασα το κεφάλαιο αυτής ανώνυμη εταιρία το καθορισθέν μερισματόγραφο και να παραλάβει σε ενέχυρο τις νέες μετοχές (πρβλ. ΑΠ 1188/2012
όπ.π., ΠΠρΘεσ 1796/2013 όπ.π., Γνωμοδότηση Άλκη Α. Αργυριάδη, Ενέχυρο επί μετοχών ανωνύμου εταιρίας, ΝοΒ 1975, 1224 επ., Λιακόπουλου, σε: Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, ΑΚ, τ. VI, άρ. 1223). Ακολούθως, εφόσον στη διάταξη του άρ. 1236 ΑΚ προβλέπεται, ότι σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του ενεχύρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την προστασία της κυριότητας, συνάγεται ότι ο ενεχυρούχος δανειστής μπορεί να προστατευθεί όταν προσβληθεί το εμπράγματο δικαίωμα του επί του ενεχύρου τόσο κατά του ενεχυράσαντος οφειλέτη, όσον και κατά των τρίτων, ακόμα και κατά νομικών προσώπων, ασκώντας, όταν συντρέχει περίπτωση, είτε τη διεκδικητική αγωγή η οποία προβλέπεται στο άρ. 1094 ΑΚ είτε την αρνητική αγωγή, η οποία προβλέπεται στο άρ. 1108 ΑΚ. Στη διάταξη αυτή ορίζεται ότι «Αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον». Επομένως, για την άσκηση της αρνητικής αγωγής προϋποτίθεται παράνομη διατάραξη του δικαιώματος. Διατάραξη συνιστά κάθε παρεμπόδιση του κυρίου ή του φορέα άλλου εμπράγματου δικαιώματος, όπως του ενεχυρούχου δανειστή, να ασκήσει την εξουσία πάνω στο πράγμα. Η παρεμπόδιση πρέπει να είναι έμπρακτη, χωρίς, όμως, να φτάνει μέχρι την αφαίρεση της νομής (βλ. ΑΠ 419/2013
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παρεμπόδιση της άσκησης του δικαιώματος ενεχύρου επί ονομαστικών μετοχών και άρα διατάραξη, συνιστά και ο παράνομος αποκλεισμός του ενεχυρούχου δανειστή από τη γενική συνέλευση της ανώνυμης εταιρίας, στον οποίο (ενεχυρούχο δανειστή) μεταβιβάστηκε από τον ενεχυράσαντα οφειλέτη και μέτοχο η άσκηση του δικαιώματος ψήφου, καθώς και η εξ αυτού του λόγου μη άσκηση των λοιπών διοικητικών δικαιωμάτων (πληροφόρησης, λήψης αντιγράφων), τα οποία τελούν σε σχέση εξάρτησης από το δικαίωμα ψήφου, ώστε τούτο να καταστεί λειτουργικό. Εκ παραλλήλου, η παρεμπόδιση συμμετοχής και ψήφου ενεχυρούχου δανειστή στον οποίο μεταβιβάστηκε από τον ενεχυράσαντα οφειλέτη και μέτοχο η άσκηση του δικαιώματος ψήφου σε Γενική Συνέλευση, για την οποία έχει δημοσιευθεί πρόσκληση, ενδέχεται συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του άρ. 137 του Ν. 4548/2018, να συνιστά λόγο ακυρωσίας της απόφασης αυτής (πρβλ. ΕφΑθ 1841/2021 ΤΝΠ Ισοκράτης βλ και Ρόκα, Ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρίες, ΝοΒ 2019, 256 επ., ιδίως 273).
[…] Αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη συνεστήθη με την υπ’ αρ. … πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών …, η οποία εγκρίθηκε με την υπ’ αρ. … απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, καταχωρήθηκε στο Μητρώο ΑΕ με αρ. ΜΑΕ …, έλαβε άδεια σύστασης, η δε ανακοίνωση καταχώρισης με περίληψη του καταστατικού της, δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. φύλλο … ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ. Αυτή έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την τουριστική αξιοποίηση, μακροχρόνια μίσθωση και εκμετάλλευση του ξενοδοχειακού συγκροτήματος … στο Λαγονήσι Αττικής σε έκταση του πρώην Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και ήδη Εταιρίας Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ (ΕΤΑΔ ΑΕ). Μέτοχος της εναγομένης είναι και η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… A.E.» και διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.» (εφεξής καλούμενη και ως «…»). Η «…» με την από 20.03.2007 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης αυτής σε συνδυασμό με την από 22.03.2007 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ιδίας εξέδωσε, εμπραγμάτως εξασφαλισμένο, κοινό έντοκο ομολογιακό δάνειο, κατά τον Κ.Ν. 2190/1920 και Ν. 3156/2003 τριακοσίων εκατομμυρίων (300.000.000) ευρώ (εφεξής καλούμενο ως το «αρχικό Δάνειο») διαιρούμενο σε τριακόσια εκατομμύρια ονομαστικές ομολογίες («Ομολογίες»), ονομαστικής αξίας ευρώ ενός (1,00) η κάθε μία, σύμφωνα με το από 22.03.2007 αρχικό πρόγραμμα δανείου, που περιείχε και τους ειδικότερους όρους αυτού, το οποίο έκτοτε τροποποιήθηκε την 23.12.2013 και την 27.07.2016, κατά τα κάτωθι ειδικότερα αναφερόμενα. Στη συνέχεια, με την από 22.03.2007 σύμβαση κάλυψης κοινού ομολογιακού δανείου και διορισμού πληρεξουσίου καταβολών και εκπροσώπου των ομολογιούχων (εφεξής καλούμενη και ως «σύμβαση κάλυψης») μεταξύ αφενός της εναγομένης ως εκδότριας, αφετέρου των κατά τον χρόνο εκείνο ομολογιούχων δανειστών τραπεζών «ΤΡΑΠΕΖΑ …» (υπό την τότε επωνυμία της «ΤΡΑΠΕΖΑ …») και «… ΤΡΑΠΕΖΑ …» και παράλληλα της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ …» ως πληρεξουσίου καταβολών και ως εκπροσώπου των ομολογιούχων, συμφωνήθηκε η κάλυψη των ομολογιών του αρχικού δανείου από τους ως άνω ομολογιούχους δανειστές με ποσοστό συμμετοχής 50% έκαστος και ορίστηκε η πρώτη ενάγουσα πληρεξούσιος καταβολών και εκπρόσωπος των ομολογιούχων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη σύμβαση κάλυψης και τους όρους του δανείου. Περαιτέρω, η πρώτη ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία είναι καθολική διάδοχος της ανωτέρω ομολογιούχου και πληρεξούσιος καταβολών και εκπρόσωπος των ομολογιούχων ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα … Α.Ε.» (ΑΦΜ …), λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρίας (άρ. 16 Ν. 2515/1997 και άρ. 57 παρ. 3 και 59-74 του Ν. 4601/2019 βλ. ανακοινώσεις για καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. με αρ. … και …). Κατόπιν μεταβολών στα πρόσωπα των ομολογιούχων και καταβολών της εναγομένης ύψους συνολικού ύψους 1.000.000 ευρώ, όπως ειδικότερα ιστορείται στην αγωγή, και δεν αρνείται ειδικότερα η εναγομένη, συναγόμενης προς τούτο ομολογίας (352, 261 ΚΠολΔ), κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, ομολογιούχοι του δανείου («Ομολογιούχοι Δανειστές») είναι οι εταιρίες: «…», ειδική διάδοχος της «… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», κατά ποσοστό 40%, κατέχουσα συνολικά 119.600.000 ονομαστικές ομολογίες, ονομαστικής αξίας ευρώ 1,00 εκάστη, η εταιρία με την επωνυμία «…», ειδική διάδοχος της «Τράπεζα … Α.Ε.», κατά ποσοστό 33,33%, κατέχουσα 99.666.667 ονομαστικές ομολογίες, ονομαστικής αξίας ευρώ 1,00 εκάστη, «…», ειδική διάδοχος της «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΕ», κατά ποσοστό 23,34%, κατέχουσα 69.766.666 ονομαστικές ομολογίες, ονομαστικής αξίας ευρώ 1,00 εκάστης, και «…», κατά ποσοστό 3,33%, κατέχουσα 9.966.667 ονομαστικές ομολογίες ονομαστικής αξίας ευρώ 1,00 εκάστης. Περαιτέρω, η «…» με την από 23.02.2011 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης αυτής σε συνδυασμό με την από 23.02.2011 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ιδίας εξέδωσε, εμπραγμάτως εξασφαλισμένο, κοινό έντοκο ομολογιακό δάνειο, κατά τον Κ.Ν. 2190/1920 και Ν. 3156/2003 έως έντεκα εκατομμυρίων (11.000.000) ευρώ (εφεξής καλούμενο ως το «δεύτερο Δάνειο»), διαιρούμενο σε έντεκα εκατομμύρια ονομαστικές ομολογίες («Ομολογίες»), ονομαστικής αξίας ευρώ ενός (1,00) η κάθε μία, σύμφωνα με το από 23.02.2011 πρόγραμμα δανείου, το οποίο περιείχε και τους ειδικότερους όρους αυτού, με σκοπό αποπληρωμή των τόκων από το προηγηθέν αρχικό ομολογιακό δάνειο. Το εν λόγω δάνειο τελικώς καλύφθηκε μόνο κατά το ποσό των 9.226.357 ευρώ και εκδόθηκαν εντέλει 9.226.357 ομολογίες ονομαστικής αξίας ευρώ ενός (€ 1,00) η κάθε μία. Δυνάμει του από 23.12.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ της εταιρίας «…», της πρώτης ενάγουσας ως πληρεξουσίου καταβολών και εκπροσώπου των ομολογιούχων και παράλληλα ως ομολογιούχου, της δεύτερης ενάγουσας, της «… ΤΡΑΙΙΕΖΑ ΑΕ» ως ομολογιούχων, καθώς και της εναγομένης ως εγγυήτριας και λοιπών τρίτων εγγυητών, συμφωνήθηκε ότι η οφειλή από το δεύτερο δάνειο ρυθμίστηκε να καταβληθεί έως την 28.08.2017. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 28.06.2013 συμφωνίας βασικών όρων αναδιάρθρωσης οφειλών μεταξύ της εταιρίας «…», της πρώτης ενάγουσας, της δεύτερης ενάγουσας, της τράπεζας «… ΑΕ», της «…ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» και της υπό ειδικής εκκαθάρισης τελούσης τραπεζικής εταιρίας «… Α.Τ.Ε.» ως ομολογιούχων, καθώς και της εναγομένης ως εγγυήτριας και λοιπών τρίτων εγγυητών, αναγνωρίστηκε η μέχρι τότε οφειλή από το αρχικό δάνειο και συμφωνήθηκαν οι βασικοί όροι της εκ νέου ρύθμισης των εν λόγω δανείων, η οποία συμφωνήθηκε ότι θα έπρεπε να ολοκληρωθεί έως την 15.10.2013, οι δε ομολογιούχοι συμφώνησαν να μην προχωρήσουν σε δικαστικές ενέργειες αναζήτησης των οφειλομένων μέχρι την ως άνω ημερομηνία. Ακολούθως, με την από 23.12.2013 τροποποίηση του προγράμματος του αρχικού δανείου στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυήτρια και η εναγομένη, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρία «…» θα καταβάλλει στους ομολογιούχους οφειλή κεφαλαίου εκ του αρχικού δανείου ποσού 17.500.000 ευρώ σε 8 εξαμηνιαίες δόσεις, η πρώτη δόση είτε από την ημερομηνία τροποποίησης του δανείου είτε από την 31.12.2013 (την νεότερη εκ των δύο) και στη συνέχεια στη λήξη κάθε ημερολογιακού εξαμήνου και έως την 30.06.2017, επιπλέον δε ρυθμίστηκε η οφειλή της εταιρίας «…» από συμβατικούς τόκους. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 31.03.2016 συμφωνίας βασικών όρων αναδιάρθρωσης οφειλών μεταξύ της εταιρίας «…», της πρώτης ενάγουσας, της δεύτερης ενάγουσας και της «… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», ως ομολογιούχων, καθώς και της εναγομένης ως εγγυήτριας και λοιπών τρίτων εγγυητών, αναγνωρίστηκε η μέχρι τότε οφειλή από το αρχικό δάνειο, επιπρόσθετα δε συμφωνήθηκαν οι βασικοί όροι της εκ νέου ρύθμισης των εν λόγω δανείων, η οποία (ρύθμιση) συμφωνήθηκε ότι θα έπρεπε να ολοκληρωθεί έως την 30.05.2016, οι δε ομολογιούχοι συμφώνησαν να μην προχωρήσουν σε δικαστικές ενέργειες αναζήτησης των οφειλομένων μέχρι την ως άνω ημερομηνία. Ακολούθως, δυνάμει της από 26.07.2016 τροποποίησης συμφωνίας βασικών όρων αναδιάρθρωσης οφειλών μεταξύ της εταιρίας «…», της πρώτης ενάγουσας, της δεύτερης ενάγουσας και της «… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», ως ομολογιούχων, καθώς και της εναγομένης ως εγγυήτριας και λοιπών τρίτων εγγυητών, παρατάθηκε η ισχύς του προηγηθέντος από 31.03.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού έως την 29.07.2016, αναγνωρίστηκε δε η μέχρι τότε οφειλή από το αρχικό δάνειο και συμφωνήθηκαν οι όροι της εκ νέου ρύθμισης των εν λόγω δανείων, η οποία (ρύθμιση) συμφωνήθηκε ότι θα έπρεπε να ολοκληρωθεί έως την 29.07.2016, οι δε ομολογιούχοι συμφώνησαν να μην προχωρήσουν σε δικαστικές ενέργειες αναζήτησης των οφειλομένων μέχρι την ως άνω ημερομηνία. Με βάση την ως άνω συμφωνία βασικών όρων αναδιάρθρωσης οφειλών, όπως τροποποιήθηκε, η εταιρία «…» υπό όρους και προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων, ανέλαβε τις υποχρεώσεις να εξοφλήσει την οφειλή της από το αρχικό δάνειο κατά το κεφάλαιο σε έντεκα δόσεις έως την 27.04.2022, να εξοφλήσει την οφειλή της από το δεύτερο δάνειο, κατά το κεφάλαιο σε τρείς δόσεις έως την 29.12.2017, επιπλέον δε συμφωνήθηκε το επιτόκιο της ρύθμισης και ο τρόπος εξόφλησης των τόκων σε δόσεις. Ακολούθως, σε συνέχεια της συμφωνίας βασικών όρων αναδιάρθρωσης οφειλών με την από 27.07.2016 τρίτη τροποποίηση του προγράμματος του αρχικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυήτρια και η εναγομένη, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρία «…» θα εξοφλήσει την οφειλή της από το αρχικό δάνειο, κατά το κεφάλαιο, σε δέκα δόσεις, ήτοι …, επιπλέον δε αναγνώρισε και ρύθμισε την οφειλή της από τους τόκους του αρχικού δανείου. Περαιτέρω, με τον όρο 11 της εν λόγω τροποποίησης συμφωνήθηκε ότι εάν επέλθει οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα ως «Γεγονός Καταγγελίας», όπως ορίστηκε στην ως άνω τροποποίηση, οποιοσδήποτε και αν είναι ο γενεσιουργός λόγος κάθε τέτοιου γεγονότος και ανεξάρτητα αν οφείλεται σε τυχερά γεγονότα ή σε ανωτέρα βία, ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων μετά από απόφαση της συνέλευσης των ομολογιούχων θα καταγγείλει για λογαριασμό όλων των ομολογιούχων εγγράφως το δάνειο στο σύνολό του. Στην περίπτωση αυτή το σύνολο της οφειλής, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των μέχρι την καταγγελία δεδουλευμένων συμβατικών τόκων καθίσταται κατά το χρόνο εκείνο αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και θα είναι τοκοφόρο, μέχρι την ημέρα της πραγματικής αποπληρωμής του, με το επιτόκιο υπερημερίας που προβλέπεται στον όρο 7 αυτής. Ως γεγονός καταγγελίας, μεταξύ άλλων, ορίστηκαν τα ακόλουθα γεγονότα: εάν οποιοδήποτε ποσό της οφειλής δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα σύμφωνα με τους όρους που συμφωνήθηκαν (περίπτωση α), καθώς και εάν οι μετοχές έκδοσης της «… Α.Ε.», οι οποίες είναι ενεχυρασμένες σε ασφάλεια του δανείου, αντιστοιχούν σε οποιαδήποτε στιγμή της διάρκειας του δανείου σε ποσοστό μικρότερο του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της «… Α.Ε.» κατά τη στιγμή αυτή (περίπτωση θ) και σε περίπτωση παραβίασης οποιασδήποτε υποχρέωσης απορρέει από τα εξασφαλιστικά έγγραφα, από τον εκδότη και/ή τις εγγυήτριες εταιρίες και/ή τους εγγυητές μετόχους, καθώς και σε περίπτωση που δεν χορηγηθούν νομότυπα υπέρ του εκπροσώπου των ομολογιούχων για λογαριασμό των ομολογιούχων οι εξασφαλίσεις που αναφέρονται στις επιμέρους παραγράφους του όρου 18 εντός των αναφερομένων σε αυτές προθεσμιών και με την οριζόμενη εκεί τάξη προτεραιότητας (περίπτωση ιθ). Σε ότι αφορά τις εμπράγματες εξασφαλίσεις του δανείου με τον όρο 18.05.02 «ενέχυρο μετοχών έκδοσης της …», μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε ότι έχει εγκύρως συσταθεί ενέχυρο Α τάξης από τον εκδότη, την «… Α.Ε.», τον Π. Μ., την Ά. Μ. και τον Κ. Μ., επ’ ονόματι του εκπροσώπου των ομολογιούχων, για λογαριασμό των ομολογιούχων, δυνάμει της από 03.04.2007 σύμβασης ενεχύρασης μετοχών σε συνδυασμό με την από 23.12.2013 σύμβαση ενεχύρασης μετοχών επί των ακόλουθων μετοχών έκδοσης της εναγομένης «… Α.Ε.», κυριότητας των ανωτέρω μετόχων, και συγκεκριμένα επί (i) 10.820.034 ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας 3 ευρώ έκαστη, κυριότητας του εκδότη, (ii) 5.030.317 ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας 3 ευρώ έκαστη, κυριότητας της «… Α.Ε.», (iii) 190.272 ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας 3 ευρώ έκαστη, κυριότητας του Π. Μ. και (iv) 190.272 ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας 3 ευρώ έκαστη, κυριότητας της Ά. Μ., και (v) 6.105 ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας 3 ευρώ έκαστη, κυριότητας του Κ. Μ. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι οι μετοχές έκδοσης της εναγομένης, οι οποίες είναι ενεχυρασμένες σε ασφάλεια του δανείου θα πρέπει να αντιστοιχούν σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια του δάνειου σε ποσοστό ίσο με το 100% του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης. Επιπρόσθετα, στον προαναφερόμενο όρο αναγράφεται ότι η εναγομένη δηλώνει ότι (α) με την από 31.12.2014 απόφαση της έκτακτης και αυτόκλητης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης κατά ποσό ευρώ 11.870.214.00 με έκδοση 3.956.738 νέων ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας ευρώ 3,00 έκαστη, με κεφαλαιοποίηση οφειλών της εναγομένης προς τον εκδότη και (β) με την από 28.12.2015 απόφαση της έκτακτης και αυτόκλητης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της αποφασίσθηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης κατά ποσό ευρώ 5.445.367,49 με έκδοση 1.815.121 νέων ανώνυμων μετοχών, ονομαστικής αξίας ευρώ 3,00 εκάστη, με κεφαλαιοποίηση οφειλών της εναγομένης, προς τον εκδότη και την «… Α.Ε». Επιπλέον, συμφωνήθηκε η «…», o εκδότης και η «… Α.Ε.» ρητά αναγνωρίζουν ότι με βάση τους ήδη συμφωνηθέντες όρους, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στις ανωτέρω από 03.04.2007 και 23.12.2013 συμβάσεις ενεχύρου μετοχών, το ήδη υφιστάμενο ενέχυρο εκτείνεται αυτοδίκαια και στις ανωτέρω 5.771.859 νέες μετοχές. Για τον σκοπό αυτό, συμφωνήθηκε ότι o εκδότης και η «… Α.Ε. » υποχρεούνται το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την καταχώριση στο ΓΕΜΗ των σχετικών ανακοινώσεων περί έγκρισης των αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης – από τις οποίες αυξήσεις προέκυψαν οι 5.771.859 νέες μετοχές – να παραδώσουν στην οιονεί νομή του εκπροσώπου των ομολογιούχων ως ενεχυρούχου δανειστή για λογαριασμό των ομολογιούχων τις κατά τα ανωτέρω νέες μετοχές στις οποίες εκτείνεται το υφιστάμενο σήμερα ενέχυρο. Σημειώνεται ότι, επιπρόσθετα, συμφωνήθηκε ότι το ενέχυρο επί των 109.080 ανωνύμων μετοχών έκδοσης της «…» και κυριότητας του εγγυητή Π. Μ. θα είναι Β΄ τάξης λόγω του υφιστάμενου ήδη ενεχύρου Α΄ τάξης υπέρ της τράπεζας «… .Ε.» και ήδη «ΤΡΑΠΕΖΑΣ … Α.Ε». Περαιτέρω, ρητά συμφωνήθηκε ότι το ανωτέρω ενέχυρο θα εκτείνεται επί των μερισμάτων και εν γένει ωφελημάτων των μετοχών. Τα εν λόγω μερίσματα και εν γένει ωφελήματα θα άγονται στο σύνολό τους στους αναφερόμενους στον όρο 18.07 ενεχυρασμένους λογαριασμούς υπέρ του εκπροσώπου των ομολογιούχων για λογαριασμό των ομολογιούχων προς προπληρωμή του δανείου. Το δικαίωμα ψήφου εκ των ενεχυρασμένων μετοχών συμφωνήθηκε ότι θα ασκείται από τους μετόχους της εναγομένης. Ωστόσο, συμφωνήθηκε ότι εξαιρετικά το δικαίωμα ψήφου εκ των ενεχυρασμένων μετοχών θα ασκείται από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων για λογαριασμό των ομολογιούχων, μετά από έγγραφη ειδοποίηση που θα αποστέλλεται από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων προς την εναγομένη και τους ενεχυράζοντες μετόχους της στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) σε περίπτωση καθυστέρησης στην εξόφληση οποιουδήποτε ποσού του χρέους του παρόντος δανείου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών και/ή σε περίπτωση οποιοσδήποτε οφειλής από το με ημερομηνία 23.12.2013 συμφωνητικό ρύθμισης οφειλών του ομολογιακού δανείου ποσού ευρώ 9.226.357 που εξέδωσε ο εκδότης την 25.02.2011, όπως το συμφωνητικό αυτό ρύθμισης οφειλών τροποποιήθηκε την 27.07.2016 και ισχύει σήμερα και/ή (β) σε περίπτωση καταγγελίας ή ακύρωσης της σύμβασης παραχώρησης και εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσμία θεραπείας των εννέα (9) μηνών κατά τα οριζόμενα στην ως άνω τροποποίηση. Στην υπό (α) περίπτωση ανωτέρω και εφόσον ο εκδότης, βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με υποψήφιο επενδυτή και/ή σε διαδικασία άσκησης των αποζημιωτικών δικαιωμάτων του κατά της «… ΑΕ» με βάση τους όρους της σύμβασης παραχώρησης και/ή σε δικαστική διαδικασία για την άρση της αμφισβήτησης του κύρους της σύμβασης παραχώρησης, συμφωνήθηκε ότι οι ενεχυράζοντες μέτοχοι της εναγομένης και η εναγομένη διατηρούν το δικαίωμα να ζητήσουν τη συναίνεση της πλειοψηφίας των ομολογιούχων προκειμένου το δικαίωμα ψήφου να ασκείται από τους ενεχυράζοντες μετόχους. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου η εναγομένη και οι μέτοχοι αυτής αναλαμβάνουν την υποχρέωση, σε κάθε περίπτωση που πρόκειται να συνεδριάσει η Γενική Συνέλευση των μετόχων της εναγομένης να γνωστοποιούν στον εκπρόσωπο των ομολογιούχων τα σχετικά θέματα ημερήσιας διάταξης είκοσι (20) ημέρες πριν την ημέρα κατά την οποία πρόκειται να συνεδριάσει η Γενική Συνέλευση των μετόχων. Σε περίπτωση που η λήψη απόφασης επί των θεμάτων αυτών συνιστά γεγονός καταγγελίας του όρου 11 του δανείου, κατά την κρίση των ομολογιούχων, το δικαίωμα ψήφου θα το ασκούν οι ομολογιούχοι διά του εκπροσώπου των ομολογιούχων, μετά από σχετική έγγραφη ενημέρωση που θα αποστέλλει ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων στους ενεχυράζοντες μετόχους και στην εναγομένη πέντε (5) ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων. Μάλιστα, προς εξασφάλιση των πάσης φύσης απαιτήσεων των ομολογιούχων δανειστών από το δάνειο και σύμφωνα με τον όρο 18 του αρχικού δανείου, οι μέτοχοι της εναγομένης, δυνάμει της από 03.04.2007 σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών, συνέστησαν υπέρ της πρώτης ενάγουσας ενέχυρο πρώτης τάξης επί συνολικά 10.735.023 ανώνυμων μετοχών της εναγομένης, ειδικότερα δε με την από 03.04.2007 σύμβαση ενεχυρίασης μετοχών η εταιρία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» συνέστησε ενέχυρο επί 4.687.000 ανωνύμων μετοχών της εναγομένης, ονομαστικής αξίας 3 ευρώ εκάστη και η «…» συνέστησε ενέχυρο επί 2.394.683 και 3.653.340 ανωνύμων μετοχών της εναγομένης, ονομαστικής αξίας 3 ευρώ εκάστη. Το δικαίωμα ψήφου παρέμεινε στους ανωτέρω μετόχους με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία το αρχικό δάνειο καταγγελλόταν, οπότε και το δικαίωμα ψήφου συμφωνήθηκε ότι θα ανήκει στον εκπρόσωπο των ομολογιούχων. Κατόπιν των ανωτέρω, συνεστήθη ενέχυρο επί συνόλου μετοχών 11.300.000 ονομαστικής αξίας 3 ευρώ εκάστη, ήτοι συνεστήθη ενέχυρο επί του 95% του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης. Η ως άνω σύμβαση ενεχύρασης επιδόθηκε νομίμως την 05.04.2007 στην εναγομένη (βλ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …). Ακολούθως παραδόθηκαν στην πρώτη ενάγουσα, εκπρόσωπο των ομολογιούχων, οι τίτλοι των μετοχών, που ενσωμάτωναν τις ως άνω ενεχυρασθείσες με ενέχυρο πρώτης τάξης 10.735.023 ανώνυμες μετοχές. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι ήδη από την 05.04.2007 οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγομένης είχαν ενημερωθεί για τη σύναψη της ενεχυρικής σύμβασης και επίσης είχε τεθεί υπόψιν τους και το έγγραφο κείμενο με τους ειδικότερους όρους, που συμφωνήθηκαν μεταξύ των μερών που προαναφέρθηκαν. Ωστόσο, κατόπιν αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης το μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης αυξήθηκε, με καταβολή μετρητών, σε ποσό 48.711.000 ευρώ ολοσχερώς καταβεβλημένο, διαιρούμενο σε 16.237.000 ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας ευρώ 3,00 εκάστη. Λόγω της ανωτέρω μεταβολής και σε εκτέλεση των όρων του άρ. 18.05.02 της από 23.12.2013 τροποποίησης του προγράμματος του αρχικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυήτρια και η εναγομένη, όλοι οι μέτοχοι της εναγομένης, δυνάμει της από 23.12.2013 σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών, στην οποία συμβλήθηκε εκ τρίτου και η εναγόμενη, συνέστησαν υπέρ της πρώτης ενάγουσας πρόσθετο ενέχυρο επί συνολικά 5.501.977 ανωνύμων μετοχών της εναγομένης, ονομαστικής αξίας 3 ευρώ εκάστη. Ειδικότερα, συνέστησαν ενέχυρο επί 190.272 μετοχών, κυριότητας του Π. Μ., εκ των οποίων επί 109.080 ανωνύμων μετοχών το ενέχυρο ήταν δεύτερης τάξης και επί 81.192 μετοχών πρώτης τάξης, 190.272 μετοχών, κυριότητας Ά. Μ., 6.105 ανωνύμων μετοχών κυριότητας του Κ. Μ., 343.317 ανωνύμων μετοχών κυριότητας της … Α.Ε., και 4.772.011 μετοχών, κυριότητας της «…». Κατόπιν της σύστασης του πρόσθετου αυτού ενεχύρου συνεστήθη ενέχυρο επί του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης μαζί με τις ήδη ενεχυρασθείσες μετοχές. Το δικαίωμα ψήφου επί όλων των 16.237.000 ενεχυριασμένων μετοχών παρέμεινε στους ανωτέρω μετόχους. Ωστόσο, επιπρόσθετα, συμφωνήθηκε ότι εξαιρετικά το δικαίωμα ψήφου εκ των ενεχυρασμένων μετοχών θα ασκείται από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων για λογαριασμό των ομολογιούχων μετά από έγγραφη ειδοποίηση, που θα αποστέλλεται από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων προς την εναγομένη και τους ενεχυράζοντες μετόχους της στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) σε περίπτωση καθυστέρησης στην εξόφληση οποιασδήποτε από τις ασφαλιζόμενες απαιτήσεις, με βάση τους όρους του δανείου, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών και/ή σε περίπτωση οποιοσδήποτε οφειλής από το με ημερομηνία 23.12.2013 συμφωνητικό ρύθμισης οφειλών του ομολογιακού δανείου ποσού ευρώ 11.000.000 της «…» και/ή (β) σε περίπτωση καταγγελίας ή ακύρωσης ή παύσης ισχύος της σύμβασης παραχώρησης κατ εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσμία θεραπείας των εννέα (09) μηνών κατά τα οριζόμενα στην ως άνω σύμβαση. Μάλιστα, στην υπό (α) περίπτωση ανωτέρω και εφόσον ο εκδότης, βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με υποψήφιο επενδυτή και/ή σε διαδικασία άσκησης των αποζημιωτικών δικαιωμάτων του κατά της «… Α.Ε.» με βάση τους όρους της σύμβασης παραχώρησης και/ή σε δικαστική διαδικασία για την άρση της αμφισβήτησης του κύρους της σύμβασης παραχώρησης, τόσο οι ενεχυράζοντες μέτοχοι της εναγομένης όσο και η εναγομένη διατηρούν το δικαίωμα να ζητήσουν τη συναίνεση της πλειοψηφίας των ομολογιούχων προκειμένου το δικαίωμα ψήφου να ασκείται από τους ενεχυράζοντες μετόχους. Η ως άνω σύμβαση ενεχύρασης επιδόθηκε νομίμως την 24.12.2013 στην εναγομένη (βλ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …). Περαιτέρω, σε εκτέλεση των όρων του άρθρου 18.05.02 της από 27.07.2016 τρίτης τροποποίησης του προγράμματος του αρχικού δανείου με την από 27.07.2016 τροποποίηση της από 23.12.2013 σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών, μεταξύ των ίδιων ως άνω συμβαλλομένων, συμφωνήθηκε εκ νέου ότι το δικαίωμα ψήφου επί όλων των 16.237.000 ενεχυριασμένων μετοχών παρέμεινε στους ανωτέρω μετόχους. Ωστόσο, επιπρόσθετα, συμφωνήθηκε ότι εξαιρετικά το δικαίωμα ψήφου εκ των ενεχυρασμένων μετοχών θα ασκείται από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων για λογαριασμό των ομολογιούχων, μετά από έγγραφη ειδοποίηση που θα αποστέλλεται από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων προς την εναγομένη και τους ενεχυράζοντες μετόχους της στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) σε περίπτωση καθυστέρησης στην εξόφληση οποιασδήποτε από τις ασφαλιζόμενες απαιτήσεις, με βάση τους όρους του δανείου, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών και/ή σε περίπτωση οποιοσδήποτε οφειλής από το με ημερομηνία 23.12.2013 συμφωνητικό ρύθμισης οφειλών του ομολογιακού δανείου ποσού ευρώ 11.000.000 της «…» και/ή (β) σε περίπτωση καταγγελίας ή ακύρωσης ή παύσης ισχύος της σύμβασης παραχώρησης και εφόσον παρέλθει άπρακτη η προθεσμία θεραπείας των εννέα (9) μηνών κατά τα οριζόμενα στην ως άνω σύμβαση. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι στην υπό (α) περίπτωση ανωτέρω και εφόσον ο εκδότης βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με υποψήφιο επενδυτή και/ή σε διαδικασία άσκησης των αποζημιωτικών δικαιωμάτων του κατά της «… ΑΕ» με βάση τους όρους της σύμβασης παραχώρησης και/ή σε δικαστική διαδικασία για την άρση της αμφισβήτησης του κύρους της σύμβασης παραχώρησης, τόσο οι ενεχυράζοντες μέτοχοι της εναγομένης όσο και η εναγομένη διατηρούν το δικαίωμα να ζητήσουν τη συναίνεση της πλειοψηφίας των ομολογιούχων προκειμένου το δικαίωμα ψήφου να ασκείται από τους ενεχυράζοντες μετόχους. Μάλιστα, καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου η εναγομένη και οι μέτοχοι αυτής αναλαμβάνουν την υποχρέωση σε κάθε περίπτωση που πρόκειται να συνεδριάσει η Γενική Συνέλευση των μετόχων της εναγομένης να γνωστοποιούν στον εκπρόσωπο των ομολογιούχων τα σχετικά θέματα ημερήσιας διάταξης είκοσι (20) ημέρες πριν την ημέρα κατά την οποία πρόκειται να συνεδριάσει η Γενική Συνέλευση των μετόχων. Σε περίπτωση δε που η λήψη απόφασης επί των θεμάτων αυτών συνιστά γεγονός καταγγελίας του όρου 11 του δανείου, κατά την κρίση των ομολογιούχων, το δικαίωμα ψήφου θα το ασκούν οι ομολογιούχοι διά του εκπροσώπου των ομολογιούχων, μετά από σχετική έγγραφη ενημέρωση που θα αποστέλλει ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων στους ενεχυράζοντες μετόχους και στην εναγομένη πέντε (5) ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων. Περαιτέρω, στο άρ. 3 της εν λόγω τροποποίησης ρητώς συμφωνήθηκε ότι αυτή αποτελεί ένα ενιαίο όλο και αναπόσπαστο μέρος των από 03.04.2007 και 23.12.2013 συμβάσεων ενεχύρασης μετοχών, οι όροι των οποίων εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον δεν τροποποιούνται με την εν λόγω τροποποίηση. Τέλος, με το άρ. 7 της εν λόγω τροποποίησης δηλώθηκε ότι η εκ τρίτου συμβαλλόμενη εναγομένη έλαβε γνώση όλων των όρων της εν λόγω τροποποίησης, συναίνεσε στην κατάρτισή της και ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί στα όσα απαιτούνταν κατά το – τότε ισχύον – άρ. 8β Κ.Ν. 2190/1920, ήτοι της εγγραφής του ενεχύρου στα βιβλία μετόχων της. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι ήδη από τις 23.12.2013 και 27.07.2016 οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγομένης είχαν ενημερωθεί για τη σύναψη της ενεχυρικής σύμβασης και την τροποποίηση αυτής, είχε δε τεθεί υπόψη τους και το έγγραφο κείμενο με τους ειδικότερους όρους, που συμφωνήθηκαν μεταξύ των μερών και προαναφέρθηκαν, ώστε να ακολουθήσει η επισημείωση η καταχώριση στο βιβλίο μετόχων της εναγομένης. Σημειώνεται ότι, όπως αποδεικνύεται και από το κείμενο της από 23.12.2013 σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών, επί των ως άνω 109.080 ανωνύμων μετοχών, κυριότητας του Π. Μ., η δεύτερη ενάγουσα διατηρούσε πρώτης τάξης ενέχυρο σε εξασφάλιση της κατωτέρω αναφερόμενης με αρ. … σύμβασης προσωπικού καταναλωτικού δανείου. Περαιτέρω, με τις από 03.04.2007 και 23.12.2013 συμβάσεις ενεχύρασης μετοχών συμφωνήθηκε ότι το ενέχυρο εκτείνεται αυτοδικαίως και επί κάθε ωφελήματος των ενεχυριαζόμενων μετοχών, ιδιαιτέρως δε επί νέων μετοχών που τυχόν θα εκδοθούν λόγω αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης δι’ αναπροσαρμογής της αξίας πάγιων στοιχείων του ενεργητικού της ή δια κεφαλαιοποίησης αποθεματικών αυτής ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο, χωρίς πάντως αντάλλαγμα. Κατόπιν αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης με τις από 31.12.2014 και 28.12.2015 αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της εναγομένης, που καταχωρήθηκαν νομίμως στο ΓΕΜΗ (βλ. ανακοινώσεις ΓΕΜΗ … και … αντιστοίχως), με τις οποίες αποφασίστηκε αντιστοίχως η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης με κεφαλαιοποίηση από οφειλόμενους τόκους του αρχικού ομολογιακού δανείου κατά ποσό 11.870.214 ευρώ, με έκδοση 3.956.738 νέων ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας ευρώ 3,00 εκάστης, καθώς και εν συνεχεία κατά ποσό 5.445.363 ευρώ, με έκδοση 1.815.121 νέων ανωνύμων μετοχών, ονομαστικής αξίας ευρώ 3,00 εκάστης, το μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης αυξήθηκε, σε συνολικό ποσό 66.026.577 ευρώ ολοσχερώς καταβεβλημένο, διαιρούμενο σε 22.008.859 ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας ευρώ 3,00 εκάστης. Επομένως, δυνάμει των από 03.04.2007 και 23.12.2013 συμβάσεων ενεχύρασης μετοχών, το μέχρι τότε υφιστάμενο ενέχυρο επί του συνόλου των μετοχών της εναγομένης επεκτάθηκε αυτοδίκαια δυνάμει των ως άνω όρων στις νέες 5.771.859 ανώνυμες μετοχές που εκδόθηκαν λόγω των προαναφερθεισών αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου. Κατόπιν των ανωτέρω η πρώτη ενάγουσα, υπό την προδιαληφθείσα ιδιότητα του εκπροσώπου του ομολογιούχων του αρχικού δανείου, έχει ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων, επί του συνόλου 22.008.859 ανωνύμων μετοχών, έκδοσης της εναγομένης, όπως συνομολογεί και η πρώτη εναγομένη (βλ. σελ. 27 των προτάσεων της), ονομαστικής αξίας ευρώ 3,00 εκάστης, ως ακολούθως: 1. επί 190.272 ανωνύμων μετοχών κυριότητας του Π. Μ., (και ειδικότερα ενέχυρο α΄ τάξης επί 81.192 ανωνύμων μετοχών και ενέχυρο β΄ τάξης επί 109.080 ανωνύμων μετοχών), 2. επί 190.272 ανωνύμων μετοχών κυριότητας της Ά. Μ., 3. επί 6.105 ανωνύμων μετοχών κυριότητας του Κ. Μ., 4. επί 5.041.022 ανωνύμων μετοχών κυριότητας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», και 5. επί 16.581.188 ανωνύμων μετοχών κυριότητας της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ … A.E.». Ως προς το δικαίωμα ψήφου των ως άνω ενεχυριασμένων μετοχών συμφωνήθηκε με το από 23.12.2013 συμφωνητικό ενεχυρίασης μετοχών, όπως τροποποιήθηκε με την προαναφερθείσα από 27.07.2016 τροποποίηση, ότι ασκείται από τους ενεχυράζοντες μετόχους, και κατ’ εξαίρεση, το δικαίωμα ψήφου εκ των ως άνω μετοχών ασκείται από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων για λογαριασμό των ομολογιούχων, σε περίπτωση δε καθυστέρησης στην εξόφληση οποιοσδήποτε από τις ασφαλιζόμενες απαιτήσεις για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών και/ή σε περίπτωση οποιοσδήποτε οφειλής από το με ημερομηνία 23.12.2013 συμφωνητικό ρύθμισης οφειλών μεταξύ της … και του εκπροσώπου των ομολογιούχων αναφορικά με τη ρύθμιση των οφειλών της … από το δάνειο των 11.000.000 ευρώ. Κατ’ εξαίρεση της προηγούμενης περίπτωσης εφόσον η εναγομένη βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με υποψήφιο επενδυτή κατ/ή σε διαδικασία άσκησης των αποζημιωτικών δικαιωμάτων της κατά της «… ΑΕ» με βάση τους όρους της σύμβασης παραχώρησης ή/και σε δικαστική διαδικασία για την άρση αμφισβήτησης του κύρους των συμβάσεων με την «…» οι ενεχυράζοντες μέτοχοι και η εναγομένη διατηρούν το δικαίωμα να ζητήσουν τη συναίνεση της πλειοψηφίας των ομολογιούχων, προκειμένου το δικαίωμα ψήφου να ασκείται από τους ενεχυράζοντες μετόχους. Με το ίδιο συμφωνητικό από 23.12.2013, όπως τροποποιήθηκε με την προαναφερθείσα από 27.07.2016 τροποποίηση, συμφωνήθηκε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου ο εκδότης (εναγομένη) και οι ενεχυράζοντες μέτοχοι σε κάθε περίπτωση που πρόκειται να συνεδριάσει η Γενική Συνέλευση των μετόχων του εκδότη (εναγομένης), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν στον εκπρόσωπο των ομολογιούχων τα σχετικά θέματα ημερήσιας διάταξης είκοσι (20) ημέρες πριν την Γενική Συνέλευση των μετόχων. Σε περίπτωση που η λήψη απόφασης επί των θεμάτων αυτών συνίσταται σε γεγονός καταγγελίας του δανείου σύμφωνα με τον όρο 11 αυτού, κατά την κρίση των ομολογιούχων, το δικαίωμα ψήφου θα το ασκούν οι ομολογιούχοι δια του εκπροσώπου των ομολογιούχων, μετά από σχετική έγγραφη ενημέρωση που θα αποστέλλει o εκπρόσωπος των ομολογιούχων στους ενεχυράζοντες μετόχους και στον εκδότη πέντε (5) ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης. Περαιτέρω, δυνάμει της υπ’ αρ. … σύμβασης προσωπικού-καταναλωτικού δανείου (εφεξής «Προσωπικό Δάνειο»), η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … Α.Ε.», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η δεύτερη ενάγουσα, χορήγησε δάνειο ύψους δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ στον Π. Μ., με τους όρους και τις συμφωνίες, που περιέχονται στην εν λόγω σύμβαση. Ήδη με τη σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε (βλ. όρο 10.4) ότι ο ανωτέρω θα συστήσει προς εξασφάλιση όλων των απαιτήσεων της τράπεζας που απορρέουν από το προσωπικό δάνειο, ενέχυρο επί ανωτέρω 109.080 ανωνύμων μετοχών, κυριότητάς του, έκδοσης της εναγομένης. Σε εξασφάλιση του προσωπικού δανείου, δυνάμει της από 22.02.2008 σύμβασης σύστασης ενεχύρου, ο Π. Μ. συνέστησε ενέχυρο πρώτης τάξης υπέρ της «Τράπεζας …» και ήδη υπέρ δεύτερης ενάγουσας επί των προαναφερθεισών ανωτέρω 109.080 ανωνύμων μετοχών, κυριότητάς του, έκδοσης της εναγομένης, ονομαστικής αξίας 3,00 ευρώ εκάστης, τις οι οποίες παρέδωσε στην «Τράπεζα …» και ήδη στη δεύτερη ενάγουσα, όπως αναφέρεται στη σύμβαση. Με τη σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε (βλ. όρο 2.1 αυτής) ότι το ενέχυρο θα εκτείνεται επί των νέων μετοχών που τυχόν θα εκδοθούν και θα διανεμηθούν από την εναγομένη, λόγω κεφαλαιοποίησης αποθεματικών της ή της υπεραξίας των παγίων στοιχείων τον ενεργητικού της ή αντί πρόσθετου μερίσματος, οι οποίες θα αναλογούν στις ενεχυραζόμενες μετοχές, καθώς και επί των μετοχών που θα δικαιούται ο ενεχυράζων Π. Μ. λόγω μετατροπής για οποιονδήποτε λόγο των ενεχυραζομένων μετοχών επί των νέων μετοχών που θα δικαιούται σε αντικατάσταση των ενεχυραζομένων μετοχών (π.χ. μεταβολών ονομαστικής αξίας, split, τροποποίηση των ενσωματωμένων σε αυτές δικαιωμάτων, συγχώνευση ή διάσπαση της εταιρίας κ.λπ.) και εφ’ όλων των λοιπών νέων μετοχών της εταιρίας, τις οποίες δικαιούται να αποκτήσει ο ενεχυράζων για οποιονδήποτε άλλο λόγο και θα αναλογούν στις ενεχυραζόμενες μετοχές. Με την ίδια σύμβαση συμφωνήθηκε ότι το δικαίωμα ψήφου και συμμετοχής στις γενικές ή ειδικές συνελεύσεις (τακτικές ή έκτακτες) των μετόχων της εναγομένης, που απορρέει από τις ενεχυραζόμενες μετοχές, θα ανήκει στη δεύτερη ενάγουσα καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του ενεχύρου (βλ. όρο 3.2 αυτής), επιπλέον δε συμφωνήθηκε ότι η τράπεζα θα αποφασίζει κατά την κρίση της εάν και πότε θα ασκήσει τα πάσης φύσης εκ της σύμβασης ενεχύρου δικαιώματα, χωρίς να ευθύνεται σε καμία περίπτωση για τυχόν παράλειψή της στην άσκηση αυτών. Η παράλειψη ή η καθυστέρηση της τράπεζας να ασκήσει νόμιμα ή συμβατικά δικαιώματα της δε θα μπορεί σε καμία περίπτωση να ερμηνευθεί ως παραίτηση από τα δικαιώματα αυτά (όρος 4.1). Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι η τράπεζα δικαιούται να ασκεί όλα τα παρεχόμενα σε αυτή με την παρούσα σύμβαση δικαιώματα, χωρίς τη σύμπραξη του ενεχυράζοντος Π. Μ., ανεξαρτήτως από το ληξιπρόθεσμο ή μη της ασφαλιζόμενης απαίτησης (όρος 4.2. αυτής). Σημειώνεται, ότι την 09.12.2013 η «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΒΑΝΚ Α.Ε.» απορροφήθηκε λόγω συγχώνευσης από τη δεύτερη ενάγουσα, δυνάμει της υπ’ αρ. … πράξης του συμβολαιογράφου Πειραιά …, η συγχώνευση δε αυτή εγκρίθηκε με τη με αρ. … απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης (Γενική Γραμματεία Εμπορίου), η οποία καταχωρίστηκε την 09.12.2013 στο ΓΕΜΗ (αρ. πρωτοκόλλου …) και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ & ΓΕΜΗ) στο φύλλο …. Έτσι, σύμφωνα με το άρ. 75 του Ν. 2190/1920, η δεύτερη ενάγουσα υπεισήλθε από την παραπάνω ημερομηνία ως καθολική διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της «…», μεταξύ των οποίων, τα δικαιώματα και παρεπόμενα, αξιώσεις και υποχρεώσεις από την έννομη σχέση, που απορρέει από την προπεριγραφείσα σύμβαση δανείου. Ακολούθως, το ως άνω δάνειο και ειδικότεροι όροι αυτού τροποποιήθηκαν με τις από 26.02.2009, 26.11.2009, 25.02.2011, 30.06.2011, 21.12.2011, 30.08.2012 πρόσθετες πράξεις, στις οποίες αναφέρεται στερεότυπα ότι «κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν όλοι οι όροι της σύμβασης, όπως σήμερα ισχύουν», ενώ με την από 25.04.2013 πρόσθετη πράξη συμφωνήθηκε επιπρόσθετα ότι οι παραχωρηθείσες εξασφαλίσεις του δανείου θα εξακολουθούν να ασφαλίζουν και τις με την παρούσα αναληφθείσες υποχρεώσεις του οφειλέτη και τις αντίστοιχες απαιτήσεις της τράπεζας έναντί αυτού. Περαιτέρω, με τον όρο 4.1 της από 29.03.2017 πρόσθετης πράξης του προσωπικού δανείου, με την οποία η δεύτερη ενάγουσα και o Π. Μ. ρύθμισαν τις μέχρι τότε οφειλές του τελευταίου από τη σύμβαση δανείου, συμφωνήθηκε ότι το ανωτέρω ενέχυρο επί των ως άνω μετοχών αλλά και όλες οι πάσης φύσης ενοχικές και εμπράγματες εξασφαλίσεις, που έχουν χορηγηθεί προς εξασφάλιση της οφειλής, ακόμα και αν δεν αναφέρονται στην ως άνω πράξη, εξακολουθούν να ισχύουν και να εξασφαλίζουν την οφειλή, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την εν λόγω πρόσθετη πράξη. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι ήδη από την 23.12.2013 και δυνάμει της από 23.12.2013 σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών μεταξύ της πρώτης ενάγουσας, και των μετόχων της εναγομένης, η οποία και συμβλήθηκε ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη, οι νόμιμοι εκπρόσωποι της τελευταίας (εναγομένης) είχαν ενημερωθεί για τη σύναψη της ως άνω ενεχυρικής σύμβασης επί της οφειλής του προσωπικού δανείου. Άλλωστε, την από 23.12.2013 τροποποίηση του προγράμματος του αρχικού δανείου, την από 31.03.2016 συμφωνία βασικών όρων αναδιάρθρωσης οφειλών, την από 26.07.2016 τροποποίηση συμφωνίας βασικών όρων αναδιάρθρωσης οφειλών, την από 27.07.2016 τροποποίηση του προγράμματος του αρχικού δανείου, την από 23.12.2013 σύμβαση ενεχυρίασης μετοχών, καθώς και την από 27.07.2016 τροποποίηση της από 23.12.2013 σύμβασης ενεχυρίασης μετοχών έχει υπογράψει για λογαριασμό της εναγομένης o ίδιος ανωτέρω ενεχυράζων Π. Μ. Ωστόσο, η πρώτη ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η … δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα στους ομολογιούχους δανειστές τις καταβλητέες δόσεις του αρχικού δανείου των ημερομηνιών 29.12.2017, 29.6.2018 και 31.12.2018, συνολικού ποσού 75.000.000 ευρώ, συμβατικούς τόκους του αρχικού δανείου εκτοκισμού 29.06.2018 και 31.12.2018 συνολικού ποσού 13.303.229,57 ευρώ, δόσεις ρυθμίσεων ληξιπρόθεσμων συμβατικών τόκων συνολικού ποσού 5.845.930,38 ευρώ, οι οποίες ήταν καταβλητέες την 29.12.2017 καθώς και τόκους υπερημερίας ποσού 6.987.161,77 ευρώ, ήτοι δεν κατέβαλε εμπροθέσμως συνολικό ληξιπρόθεσμο ποσό 101.136.321,72 ευρώ, κατά παράβαση των όρων του δανείου. Κατά τους ισχυρισμούς της πρώτης ενάγουσας, λόγω της επικαλούμενης οφειλής αυτής επήλθε, μεταξύ άλλων, το γεγονός καταγγελίας του όρου 11.01.α του δανείου και κατόπιν της από 28.03.2019 ομόφωνης απόφασης των ομολογιούχων, η πρώτη ενάγουσα κατήγγειλε εγγράφως την 28η.03.2019 το δάνειο στο σύνολό του σύμφωνα με τον όρο 11.02 του δανείου (εφεξής καλούμενη «η καταγγελία») με δήλωση που κοινοποιήθηκε την 28.03.2019 στην εναγομένη (βλ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …), καθώς και στους εγγυητές του δανείου, συμπεριλαμβανομένης της εδώ εναγομένης (βλ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …), και τους ενεχυράζοντες μετόχους της, Π. Μ. (βλ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …), Κ. Μ. (βλ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …), Ά. Μ. (βλ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …), … ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (βλ. την υπ’ αρ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …). Κατόπιν της καταγγελίας αυτής και δυνάμει του όρου 11.01. του δανείου, κατά τους ισχυρισμούς της πρώτης ενάγουσας, κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, πλέον των οφειλόμενων τόκων, εξόδων, φόρων, καθώς και οποιοδήποτε άλλο ποσό ήταν πληρωτέο προς τους ομολογιούχους σύμφωνα με τους όρους του δανείου, ήτοι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό επιπλέον το ποσό των 264.224.233,79 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω, η πρώτη ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η «…» και η εναγομένη ως εγγυήτρια αυτής όφειλαν να καταβάλουν στους ομολογιούχους δανειστές το συνολικό ποσό των 365.360.555,51 ευρώ (δηλαδή 101.136.321,72 + 264.224.233,79), μετά τόκων και εξόδων. Εξ ετέρου, η εναγομένη, η «…» και οι λοιποί εγγυητές έχουν ασκήσει κατά των ομολογιούχων την από 22.07.2019 αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με ΓΑΚ/ΕΑΚ … αγωγή, με την οποία ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας των καταγγελιών των δανείων καθώς και την από 11.03.2020 με αρ. ΓΑΚ/ΕΑΚ … συμπληρωματική αγωγή, οι οποίες εκκρεμούν. Ωστόσο με την με ημερομηνία 28.03.2019 απόφαση της έκτακτης, καθολικής και αυτόκλητης Γενικής Συνέλευσης όλων των μετόχων αυτής («Πρώτη Γενική Συνέλευση»), που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ την 10.05.2019 (βλ. την υπ’ αρ. … ανακοίνωση), αποφασίστηκε η μετατροπή των 22.008.859 μετοχών της εναγομένης από ανώνυμες σε ονομαστικές και η τροποποίηση του άρ. 6 του καταστατικού της εταιρίας. Στην εν λόγω Γενική Συνέλευση παρέστησαν και ψήφισαν οι ακόλουθοι μέτοχοι: η «… ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» με 5.041.022 μετοχές, η «…» με 16.581.188 μετοχές, ο Κ. Μ. με 6.105 μετοχές, ο Π. Μ. με 190.272 μετοχές και η Ά. Μ. με 190.272 μετοχές. Ακολούθως, με το από 29.03.2019 πρακτικό Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης και σε συνέχεια της προηγηθείσας απόφασης της Γενικής Συνέλευσης της εταιρίας αποφασίστηκε ομόφωνα να εκδοθούν νέοι οριστικοί τίτλοι μετοχών για τις «44.017.718» μετοχές της εταιρίας, οι οποίοι αναφέρεται στο πρακτικό ότι εξεδόθησαν και παραδόθηκαν στους μετόχους της εναγόμενης. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης αυτή είχε εκδώσει 22.008.859 μετοχές και όχι «44.017.718», όπως αναφέρει ανακριβώς το εν λόγω πρακτικό. Οι μετοχές της εναγομένης πράγματι αυξήθηκαν από 22.008.859 σε 44.017.718 μετοχές με την αμέσως επόμενη με ημερομηνία 05.09.2019 απόφαση της έκτακτης, καθολικής και αυτόκλητης Γενικής Συνέλευσης όλων των μετόχων αυτής («Δεύτερη Γενική Συνέλευση»), που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ την 02.10.2019 (βλ. την υπ’ αρ. … ανακοίνωση), με την οποία αποφασίστηκε η μείωση της ονομαστικής αξίας της μετοχής κατά 1,50 ευρώ, η τροποποίηση του άρ. 5 του καταστατικού, καθώς και ότι παλαιές μετοχές ακυρώνονται και δεν εκπροσωπούν πλέον κανένα δικαίωμα, με αποτέλεσμα το μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης να ανέρχεται σε 66.026.577 ευρώ και διαιρείται σε 44.017.718 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 1,50 ευρώ η καθεμία. Στην εν λόγω Γενική Συνέλευση παρέστησαν και ψήφισαν οι ακόλουθοι μέτοχοι: η «… ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» με 5.041.022 μετοχές, η «…» με 16.581.188 μετοχές, ο Κ. Μ. με 6.105 μετοχές, ο Π. Μ. με 190.272 μετοχές και η Ά. Μ. με 190.272 μετοχές. Ακολούθως με το από 06.09.2019 πρακτικό ΔΣ της εναγομένης και σε συνέχεια της προηγηθείσας απόφασης της Γενικής Συνέλευσης της εταιρίας αποφασίστηκε να εκδοθούν νέοι οριστικοί τίτλοι μετοχών για τις 44.017.718 ονομαστικές μετοχές, οι οποίοι σύμφωνα με το πρακτικό, εξεδόθησαν και παραδόθηκαν στους μετόχους της εναγόμενης. Στη συνέχεια, με την με ημερομηνία 10.12.2019 απόφαση της έκτακτης, καθολικής και αυτόκλητης Γενικής Συνέλευσης όλων των μετόχων της εναγομένης («Τρίτη Γενική Συνέλευση»), που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ την 28.01.2020 (βλ. την υπ’ αρ. … ανακοίνωση) αποφασίστηκε η μείωση της ονομαστικής αξίας της μετοχής κατά 0,75 λεπτά και η τροποποίηση του άρ. 5 του καταστατικού, καθώς και ότι παλαιές μετοχές ακυρώνονται και δεν εκπροσωπούν πλέον κανένα δικαίωμα, με αποτέλεσμα το μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης να ανέρχεται 66.026.577 ευρώ και διαιρείται σε 88.035.436 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 0,75 λεπτά η καθεμία. Στην εν λόγω Γενική Συνέλευση παρέστησαν και ψήφισαν οι ακόλουθοι μέτοχοι: η «… ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» με 10.082.044 μετοχές, η «…» με 33.162.376 μετοχές, ο Κ. Μ. με 12.210 μετοχές, o Π. Μ. με 380.544 μετοχές και η Ά. Μ. με 380.544 μετοχές.
Ωστόσο, οι ως άνω από 28.03.2019, 05.09.2019 και 10.12.2019 αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης είναι άκυρες, διότι αφενός μεν δεν προηγήθηκε δημοσίευση πρόσκλησης στο ΓΕΜΗ κατά τις διατάξεις του άρ. 121 του Ν. 4548/2018, και αφετέρου σε αυτήν δεν παρέστη το σύνολο των εχόντων δικαιωμάτων ψήφου μετοχών, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν αυτόκλητες και καθολικές κατά την έννοια της παρ. 5 του άρ. 121 του Ν. 4548/2018, καθόσον η δεύτερη ενάγουσα ως ενεχυρούχος δανείστρια α΄ τάξης αναφορικά με 109.080 μετοχές έκδοσης της εναγόμενης, κυριότητας Π. Μ., διατηρούσε το δικαίωμα ψήφου ήδη από την ενεχυρίασή τους και επομένως οι μέτοχοι που παρέστησαν σε αυτές δεν εκπροσωπούσαν το 100% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο (Ι) μείζονα σκέψη της παρούσας. Οι εν λόγω Γενικές Συνελεύσεις είναι υποστατές, καθόσον παρέστησαν σε αυτήν και ψήφισαν οι μέτοχοι, καθόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην υπό στ. (Ι) μείζονα σκέψη της παρούσας, για να είναι ανυπόστατη η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης θα πρέπει στη ψηφοφορία να συμμετέχουν πρόσωπα, τα οποία στο σύνολό τους ή στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, ή είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, προϋπόθεση, η οποία εν προκειμένω δεν συντρέχει, καθόσον στις εν λόγω Συνελεύσεις παρέστησαν και ψήφισαν μέτοχοι. Κατά μείζονα λόγο, οι εν λόγω Γενικές Συνελεύσεις είναι υποστατές καθόσον οι λοιποί μέτοχοι, πλην 109.080 μετοχών κυριότητας Π. Μ., διέθεταν και δικαίωμα ψήφου στις εν λόγω Γενικές Συνελεύσεις καθόσον η πρώτη ενάγουσα δεν ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή ότι, σύμφωνα με τους όρους των προαναφερθεισών συμβάσεων σύστασης ενεχύρου, συνέτρεξε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιασδήποτε από τις ασφαλιζόμενες απαιτήσεις, με βάση τους όρους του αρχικού δανείου, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών και/ή συνέτρεξε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιασδήποτε οφειλής από το με ημερομηνία 23.12.2013 συμφωνητικό ρύθμισης οφειλών του ομολογιακού δανείου ποσού 11.000.000 ευρώ της «…», ώστε εκ του λόγου αυτού να στερούνται και οι λοιποί παριστάμενοι μέτοχοι του δικαιώματος ψήφου των μετοχών τους. Υπογραμμίζεται η Γενική Συνέλευση της 28.03.2019 της εναγομένης είναι υποστατή, παρά το γεγονός ότι με αυτήν αποφασίζεται η τροπή των ανωνύμων μετοχών της εναγομένης σε ονομαστικές, κατ’ απόκλιση της διαδικασίας που προβλέπει το άρ. 184 του Ν. 4548/2018. Κι αυτό γιατί, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, για την αντικατάσταση των ανωνύμων τίτλων με ονομαστικούς ακολουθούνται οι διατάξεις του καταστατικού, που αφορούν τη διαδικασία μετατροπής ανωνύμων μετοχών σε ονομαστικές. Αν, όμως, το καταστατικό δεν προβλέπει με πληρότητα τη διαδικασία αυτή τότε ακολουθείται η διαδικασία των παρ. 3, 4, 5, 6 και 7 του ιδίου άρθρου. Επομένως, οι διατάξεις του άρ. 184 του Ν. 4548/2018 δεν εμποδίζουν την αντικατάσταση των ανωνύμων μετοχών με ονομαστικές δια της τροποποίησης του καταστατικού όπως, άλλωστε, συνέβαινε και πριν την ισχύ του Ν. 4548/2018. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι έχουν προφορικά και άτυπα καταργηθεί οι όροι 3.2 και 4.2 της από 22.02.2008 σύμβασης σύστασης ενεχύρου και ότι, επομένως, η δεύτερη ενάγουσα δεν διατηρούσε το δικαίωμα ψήφου δεν αποδεικνύεται από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα, με όσα ισχυρίζεται η εναγομένη, η ισχύς της εν λόγω εξασφάλισης και όλων των όρων αυτής έχει εγγράφως επιβεβαιωθεί από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης και ενεχυριάζοντα μέτοχο με τις από 26.02.2009, 26.11.2009, 25.02.2011, 30.06.2011, 21.12.2011, 30.08.2012 πρόσθετες πράξεις του προσωπικού του δανείου και, ιδιαίτερα ως προς τις δοθείσες εξασφαλίσεις, τόσο με την από 25.04.2013 πρόσθετη πράξη του δανείου όσο και ρητά πλέον για την εν λόγω εξασφάλιση ενεχύρου με την από 29.03.2017 πρόσθετη πράξη του προσωπικού δανείου. Επιπλέον, κρίνεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η δεύτερη ενάγουσα ουδέποτε άσκησε κατά το παρελθόν το δικαίωμα ψήφου και ότι δεν επέκτεινε το ενέχυρό της και στις 81.192 μετοχές που ο Π. Μ. έλαβε από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου της εναγομένης (επιπλέον των 109.080 που ενεχυρίασε στην … και ήδη δεύτερη ενάγουσα), καθόσον η μη άσκηση του δικαιώματος δεν επιφέρει την κατάργηση αυτού. Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον όρο της σύμβασης σύστασης ενεχύρου προβλέφθηκε ότι η μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος εκ του ενεχύρου, επομένως και του δικαιώματος ψήφου, καθώς και του δικαιώματος επέκτασης του ενεχύρου σε νέες μετοχές σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως παραίτηση από αυτό. Στη συνέχεια, με την από 30.11.2019 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση της πρώτης ενάγουσας προς την «…», την εναγομένη και τους μετόχους αυτής (προσκομιζόμενη από όλους τους διαδίκους) η ίδια (πρώτη ενάγουσα), με την ιδιότητα του εκπροσώπου των ομολογιούχων του αρχικού δανείου, αξίωσε από την εναγομένη και τους μετόχους αυτής να της παραδοθούν στην οιονεί νομή της οι τίτλοι που εκδόθηκαν σε συνέχεια των από 28.03.2019 και 05.09.2019 αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης την 4η Δεκεμβρίου 2019 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, πλην όμως, η εναγομένη και οι μέτοχοί της ουδέν έπραξαν (βλ. την υπ’ αρ. … πράξη μη εμφάνισης της συμβολαιογράφου Αθηνών …). Ακολούθως, με την από 24.12.2019 εξώδικη δήλωση της πρώτης ενάγουσας προς την «…», την εναγομένη και τους μετόχους αυτής (προσκομιζόμενη από όλους τους διαδίκους) η πρώτη ενάγουσα, με την ιδιότητα του εκπροσώπου των ομολογιούχων του αρχικού δανείου, ανήγγειλε προς την εναγομένη το δικαίωμα ενεχύρου επί των τίτλων που διέθετε, ισχυρίστηκε δε περαιτέρω ότι λόγω της ύπαρξης ληξιπροθέσμων οφειλών της «…» και σε κάθε περίπτωση λόγω της επελθούσας καταγγελίας του αρχικού δανείου, το δικαίωμα ψήφου των μετοχών ανήκει στην πρώτη ενάγουσα και προσκάλεσε, μεταξύ άλλων, την εναγομένη να καταχωρίσει στα βιβλία μετόχων αυτής το δικαίωμα ενεχύρου που ανήγγειλε. Επιπλέον, κάλεσε την εναγομένη και τους μετόχους αυτής να της παραδώσουν τους πρωτότυπους τίτλους των ονομαστικών μετοχών που εξέδωσε, προκειμένου να ασκήσει ακώλυτα τα ενεχυρικά της δικαιώματα, και επιπρόσθετα ζήτησε να καλείται εφεξής στις Γενικές Συνελεύσεις των εναγόμενων. Ακολούθως, η εναγομένη, η «…» και οι μέτοχοι αυτής, με την από 24.12.2019 εξώδική τους προς τις ενάγουσες και τους λοιπούς ομολογιούχους, μεταξύ άλλων, αρνήθηκαν τον ισχυρισμό της πρώτης ενάγουσας περί ύπαρξης ληξιπροθέσμων οφειλών από το αρχικό δάνειο, ισχυρίστηκαν δε ότι η καταγγελία του δανείου είναι άκυρη, άλλως καταχρηστική, και ότι το δικαίωμα ψήφου επί των ενεχυριασμένων μετοχών παραμένει στους μετόχους της εναγομένης. Στη συνέχεια, με την από 27.1.2020 (με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …) αίτηση-αγωγή κατά το άρ. 184 παρ. 5 του Ν. 4548/2018 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απευθυνόμενη κατά της εναγομένης, Π. Μ., Ά. Μ., Κ. Μ. και Σ. Μ., ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, η νυν πρώτη ενάγουσα με την ιδιότητα του εκπροσώπου των ομολογιούχων του αρχικού δανείου, ζήτησε για τους αναφερόμενους σε αυτή (αίτησή της) λόγους, να υποχρεωθεί η εναγομένη αναφορικά με τις ονομαστικές μετοχές που εκδόθηκαν με τις από 28.03.2019 και 05.09.2019 αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης, με ρητή επιφύλαξη ως προς το κύρος αυτών, να εγγράψει το ενέχυρο στο βιβλίο μετόχων αυτής επί 44.017.718 ονομαστικών μετοχών, ονομαστικής αξίας 1,50 ευρώ η καθεμία, να εκδώσει και να παραδώσει στην αιτούσα-ενάγουσα υπό την ιδιότητά της ως εκπροσώπου των ομολογιούχων 44.017.718 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 1,50 ευρώ η καθεμία, άλλως να απειληθεί χρηματική ποινή σε βάρος της εναγομένης και προσωπική κράτηση σε βάρος των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, ζήτησε δε και προσωρινή διαταγή προσωρινής απαγόρευσης οιασδήποτε πράξης μεταβίβασης ή επιβάρυνσης των μετοχών της, καθώς και να παραμείνουν προσωρινά αυτές εις χείρας της νυν εναγομένης. Η τελευταία (εναγομένη) ισχυρίζεται ότι με την προαναφερθείσα από 30.11.2019 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση της πρώτης ενάγουσας προς την «…», την εναγομένη και τους μετόχους αυτής, καθώς και την προαναφερόμενη από 27.01.2020 αίτηση-αγωγή αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η πρώτη ενάγουσα, αναγνώρισε το κύρος των προσβαλλομένων από 28.03.2019 και 05.09.2019 αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης της εναγομένης, διότι τόσο με την ανωτέρω δήλωση όσο και με την ως άνω αίτηση-αγωγή αξίωσε να της παραδοθούν οι 44.014.728 μετοχές που εκδόθηκαν σε εκτέλεση των προσβαλλομένων αποφάσεων. Ο εν λόγω ισχυρισμός αποδεικνύεται αβάσιμος, καθόσον τόσο από το περιεχόμενο της ανωτέρω εξώδικης όσο και από το περιεχόμενο της ως άνω αίτησης αποδεικνύεται ότι η πρώτη ενάγουσα αμφισβήτησε και δη ευθέως το κύρος των ανωτέρω προσβαλλόμενων αποφάσεων και χαρακτήρισε τη διαδικασία των εν λόγω Γενικών Συνελεύσεων ως άκυρη, παράνομη και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Εξάλλου, με την προαναφερθείσα από 24.12.2019 εξώδικη δήλωσή της η πρώτη ενάγουσα υπενθύμισε προς την εναγομένη ότι λόγω του προϋφισταμένου ενεχύρου υπέρ της πρώτης ενάγουσας, υπό την ιδιότητά της ως εκπροσώπου των ομολογιούχων, και υπέρ της δεύτερης ενάγουσας, δεν είναι υποστατή ή /και νόμιμη ή /και έγκυρη η σύγκληση από την εναγομένη αυτόκλητων Γενικών Συνελεύσεων, για τις οποίες η πρώτη ενάγουσα δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται. Επίσης, με την ανωτέρω από 27.01.2020 (με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …) αίτηση-αγωγή αυτής, η πρώτη ενάγουσα επιφυλάχθηκε ρητά ως προς το κύρος των από 28.03.2019 και 05.09.2019 αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης. Με τα ως άνω έγγραφα και δικόγραφα η πρώτη ενάγουσα, κάνοντας χρήση των πολλαπλών δυνατοτήτων που της παρέχει ο νόμος, αποπειράθηκε να προστατεύσει το ενεχυρικό της δικαίωμα, καλώντας την εναγομένη και τους μετόχους της να της αποδώσουν τους νέους τίτλους μετοχών, χωρίς, κατά την εκτέλεση των ως άνω πράξεων, να απεμπολεί το εκ παραλλήλου δικαίωμά της περί προσβολής ως άκυρων των ως άνω Γενικών Συνελεύσεων της εναγομένης. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός προβάλλεται και αλυσιτελώς, καθόσον καταλαμβάνει μόνο την πρώτη ενάγουσα και όχι τη δεύτερη ενάγουσα, η οποία έχει αυτοτελές δικαίωμα να ζητήσει να αναγνωριστεί η ακυρότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων, η δε εναγομένη δεν προβάλλει ως προς αυτήν σχετικό ισχυρισμό. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή κατά της εναγομένης, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη κατά την πρώτη επικουρική βάση της, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα των ακόλουθων αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης που συνήλθαν α) την 28.03.2019, που αφορά στην τροποποίηση του άρ. 6 του καταστατικού της εναγομένης και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ την 10.05.2019 με την υπ’ αρ. … ανακοίνωση του ΓΕΜΗ, β) την 05.09.2019, που αφορά στην μείωση της ονομαστικής αξίας της μετοχής και τροποποίηση του άρ. 5 του καταστατικού της εναγομένης και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ την 2.10.2019 με την υπ’ αρ. … ανακοίνωση του ΓΕΜΗ και γ) την 10.12.2019, που αφορά στη μείωση της ονομαστικής αξίας της μετοχής και τροποποίηση του άρ. 5 του καταστατικού της εναγομένης και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ την 28.01.2020 με την υπ’ αρ. … ανακοίνωση του ΓΕΜΗ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, παρελκούσης της έρευνας της δεύτερης επικουρικής βάσης αυτής ως προς την ενδεχόμενη ακυρωσία της από 10.12.2019 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης. Επίσης, πρέπει διαταχθεί η καταχώριση της παρούσας στο ΓΕΜΗ κατά τα οριζόμενα στα άρ. 137 παρ. 8 και 13 Ν. 4548/2018. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 ΚΠολΔ). […]
Παρατηρήσεις
Ελαττώματα απόφασης ΓΣ λόγω μη συμμετοχής σ΄αυτή δικαιούμενου ψήφου ενεχυρούχου δανειστή
Ι. Πραγματολογικό και διαδικαστικό ιστορικό
Η σχολιαζόμενη απόφαση πραγματεύεται σημαντικότατα ζητήματα ελαττωματικών αποφάσεων Γ.Σ. και δη υπό την ισχύ του νέου Ν. 4548/2018, ζητήματα δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου, συνδυασμένα με τα δυσχερή ζητήματα της έκτασης των εξουσιών που παρέχει το ενέχυρο επί μετοχών και της προστασίας αυτών. Ο σχολιασμός κινείται αποκλειστικά στο επίπεδο μείζονος πρότασης.
Το πραγματολογικό ιστορικό είναι εν πάση συντομία το εξής: Οι μέτοχοι της εταιρίας A.H. («εταιρία») πραγματοποίησαν τρεις φερόμενες ως έκτακτες, αυτόκλητες και καθολικές Γενικές Συνελεύσεις («επίμαχες Γ.Σ.»). Στην πρώτη, η οποία φέρεται να πραγματοποιήθηκε την 28.03.2019 και της οποίας οι αποφάσεις καταχωρίστηκαν στο ΓΕΜΗ την 10.05.2019 αποφασίστηκε η μετατροπή των μετοχών της εταιρίας από ανώνυμες σε ονομαστικές και η συναφής τροποποίηση του καταστατικού της, απόφαση που φέρεται να υλοποιήθηκε με την έκδοση νέων οριστικών μετοχικών τίτλων της εταιρίας. Στη δεύτερη από τις επίμαχες Γ.Σ., η οποία φέρεται να πραγματοποιήθηκε την 05.09.2019 και της οποίας οι αποφάσεις καταχωρίστηκαν στο ΓΕΜΗ την 02.10.2019 αποφασίστηκε η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου με μείωση της ονομαστικής αξίας κάθε μετοχής κατά 1,50€ έκαστη και η συναφής τροποποίηση του ά. 5 του καταστατικού καθώς και η αύξηση του αριθμού των μετοχών, απόφαση που φέρεται να υλοποιήθηκε με την έκδοση νέων οριστικών μετοχικών τίτλων της εταιρίας. Στην τρίτη από τις επίμαχες Γ.Σ., η οποία φέρεται να πραγματοποιήθηκε την 10.12.2019 και της οποίας οι αποφάσεις καταχωρίστηκαν στο ΓΕΜΗ την 28.01.2020, αποφασίστηκε η περαιτέρω μείωση του μετοχικού κεφαλαίου με μείωση της ονομαστικής αξίας κάθε μετοχής κατά 0,75€ έκαστη και η συναφής τροποποίηση του ά. 5 του καταστατικού καθώς και η αύξηση του αριθμού των μετοχών, απόφαση που φέρεται να υλοποιήθηκε με την έκδοση νέων οριστικών μετοχικών τίτλων της εταιρίας.
Κατά το χρόνο των επίμαχων Γ.Σ., οι μετοχές στην εναγόμενη εταιρία ήταν, ωστόσο, προ πολλού ενεχυρασμένες με πολλαπλές συμβάσεις ενεχύρασης και επανειλημμένες τροποποιήσεις τους (δια των οποίων το δικαίωμα ενεχύρου επεκτάθηκε στο σύνολο των μετοχών εκδόσεως της εναγόμενης εταιρίας) και με παραχώρηση ενεχύρου περισσοτέρων τάξεων προς εξασφάλιση εγγυητικής οφειλής των μετόχων (στους οποίους περιλαμβανόταν και η ίδια η εναγόμενη εταιρία ως κάτοχος ιδίων μετοχών) έναντι ομολογιούχων δανειστών της εταιρίας (συνεκδοχικά καλούμενων των δικαιωμάτων ενεχύρου δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων- «1ο ενέχυρο»). Στους ομολογιούχους δανειστές της εταιρίας καταλέγονταν, μεταξύ άλλων, και η 1η ενάγουσα, η οποία τυγχάνει και εκπρόσωπος των ομολογιούχων. Επιπροσθέτως, η οιονεί καθολική δικαιοπάροχος της 2ης ενάγουσας είχε αποκτήσει, δικαίωμα ενεχύρου πρώτης τάξεως επί μέρους των μετοχών εκδόσεως της εταιρίας προς διασφάλιση προσωπικού καταναλωτικού δανείου μετόχου της τελευταίας (εφεξής καλουμένου του δικαιώματος ενεχύρου δυνάμει της εν λόγω συμβάσεως- «2ο ενέχυρο»). Στο πλαίσιο του 1ου ενεχύρου το δικαίωμα ψήφου διατηρήθηκε στους ενεχυραστές μετόχους με κατ’ εξαίρεση παραχώρηση της άσκησής του στους ενεχυρούχους δανειστές (ασκουμένου δια της εκπροσώπου των ομολογιούχων) υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με βάση συγκεκριμένες διατυπώσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν η έγγραφη ενημέρωση των ενεχυρασάντων μετόχων και της εταιρίας εκ μέρους των ομολογιούχων δανειστών. Ωστόσο, οι ενεχυράσαντες μέτοχοι είχαν αναλάβει την υποχρέωση να γνωστοποιούν στην εκπρόσωπο των ομολογιούχων τα θέματα ημερήσιας διάταξης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας πριν από έκαστη Γ.Σ. Αντιθέτως, στο πλαίσιο του 2ου ενεχύρου η άσκηση του δικαιώματος ψήφου παραχωρήθηκε στην ενεχυρούχο δανείστρια, 2η ενάγουσα, ανεξαρτήτως ύπαρξης ληξιπροθέσμων οφειλών ή επέλευσης καταγγελίας, με τη ρητή συμφωνία ότι η έλλειψη άσκησης του δικαιώματος δεν θα μπορεί να ερμηνευθεί ως παραίτηση δικαιώματος. Η εταιρία έλαβε γνώση των συγκεκριμένων συμβάσεων, χωρίς, όμως, αυτές να καταχωριστούν, στο βιβλίο μετόχων, πράγμα που ζητήθηκε εκ των υστέρων, δηλαδή, μετά από τις επίμαχες Γ.Σ., από την 1η ενάγουσα, ως προς τις μετοχές που καλύπτονταν από το 1ο ενέχυρο, καταρχάς με εξώδικη δήλωση και στη συνέχεια με «αίτηση-αγωγή» του ά. 184 παρ. 5 Ν. 4548/2018. Μάλιστα, το ασφαλιζόμενο με το 1ο ενέχυρο ομολογιακό δάνειο καταγγέλθηκε από τις ομολογιούχους δανείστριες, με παράλληλη αμφισβήτηση του κύρους της καταγγελίας εκ μέρους της εταιρίας και των ενεχυραστών μετόχων της.
Η εκπρόσωπος των ομολογιούχων-ενεχυρούχων δανειστών του 1ου ενεχύρου και η οιονεί καθολική διάδοχος-ενεχυρούχος δανείστρια τράπεζα του 2ου ενεχύρου άσκησαν αγωγή θεωρώντας τις επίμαχες αποφάσεις Γ.Σ., καταρχάς ανυπόστατες, επικουρικώς άκυρες και επικουρικότερα ακυρώσιμες, για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρονται στην αγωγή, υποβάλλοντας στις δύο πρώτες περιπτώσεις τα αντίστοιχα αναγνωριστικά αιτήματα, στη δε τρίτη περίπτωση το αντίστοιχο διαπλαστικό αίτημα.
ΙΙ. Βασικές αποφάνσεις της σχολιαζόμενης απόφασης
Καταρχάς, το Δικαστήριο, έχοντας να αντιμετωπίσει ζητήματα διαχρονικού δικαίου, εφάρμοσε ως προς τις επίμαχες Γ.Σ. τη μεταβατική διάταξη του ά. 187 παρ. 8 Ν. 4548/2018. Εφόσον αυτές συγκλήθηκαν μετά από την 01.01.2019 (ημερομηνία του ά. 190 Ν. 4548/2018), εφαρμόζεται επ’ αυτών, άρα και επί των ελαττωμάτων τους, το νέο δίκαιο του Ν. 4548/2018.
Αντιθέτως, η σχολιαζόμενη απόφαση δεν προβληματίστηκε ως προς το εφαρμοστέο διαχρονικό δίκαιο επί των δικαιωμάτων ενεχύρου και ιδίως επί της κατανομής του δικαιώματος άσκησης του μετοχικού δικαιώματος ψήφου μεταξύ των ενεχυρασάντων μετόχων και των ενεχυρούχων δανειστών. Η σχολιαζόμενη απόφαση εφάρμοσε αναιτιολόγητα το ά. 54 Ν. 4548/2018, μολονότι όλες οι νομικές πράξεις περί σύστασης του ενεχύρου και περί κατανομής των δικαιωμάτων ψήφου που απέρρεαν από τις ενεχυρασθείσες μετοχές είχαν συντελεστεί προ της έναρξης ισχύος του Ν. 4548/2018. Εν προκειμένω χωρεί, κατά την άποψή μας, αναλογική εφαρμογή του ά. 51 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε, όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους». Αντίθετα, ως προς την κατανομή της άσκησης του δικαιώματος ψήφου, η οποία αποτελεί, όπως κατωτέρω εκτίθεται, αντικείμενο ενοχικής συμφωνίας, οφείλει να εφαρμοστεί αναλογικά το ά. 24 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «ενοχές από οποιοδήποτε λόγο, που τα παραγωγικά τους αίτια συντελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, διέπονται και μετά την εισαγωγή του από το έως τώρα δίκαιο, ιδίως ως προς τη γέννηση, το περιεχόμενο, την έκταση, την ενέργεια και τα αποτελέσματα…». Τα προαναφερόμενα ζητήματα όφειλαν να εξεταστούν υπό το πρίσμα του προϊσχύσαντος δικαίου, μολονότι η πλημμέλεια αυτή δεν επέδρασε ουσιωδώς στο διατακτικό της απόφασης, καθώς το προϊσχύσαν δίκαιο δεν αποκλίνει ουσιωδώς από το ισχύον.
Συναφές με το προηγούμενο ζήτημα είναι και το ζήτημα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας που απασχόλησε το εκδόσαν τη σχολιαζόμενη απόφαση δικαστήριο. Ως γνωστόν, η παρ. 7 (όχι 8, όπως από παραδρομή αναγράφει η σχολιαζομένη) του ισχύοντος ά. 137 μετήγαγε την καθ’ύλην αρμοδιότητα για την εκδίκαση των αγωγών ακύρωσης ακυρωσίμων αποφάσεων Γ.Σ. από το Πολυμελές στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Παρά την εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου, το δικάζον Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχτηκε την αρμοδιότητά του κατ’ ευθεία εφαρμογή της παρ. 3 του ά. 31 ΚΠολΔ και κατ’ αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 αυτού, επειδή στην ένδικη αγωγή σωρεύθηκαν πρόσθετα κύρια αιτήματα, τα οποία είχαν συνάφεια μεταξύ τους, το δε δικάσαν δικαστήριο επιλήφθηκε πρώτο και ήταν ανώτερο. Συναφώς, το δικαστήριο προβληματίστηκε και για την εφαρμογή της εφαρμοστέας –ενόψει της μεταβατικής διάταξης του ά. 187 παρ. 17 Ν. 4548/2018– διάταξης της παρ. 1 του ά. 3 του ιδίου νόμου, ως προς την οποία το δικαστήριο έκρινε ότι δεν καταλαμβάνει, ενόψει και της διατύπωσης της παρ. 2, όλες τις διαφορές που ανακύπτουν από την εταιρική σχέση μεταξύ μετόχων ή μεταξύ αυτών και της εταιρείας, πολλώ δε μάλλον, τις διαφορές, όπως η επίδικη, μεταξύ μη μετόχων (ενεχυρούχων δανειστών) και μετόχων και/ή της εταιρίας.
Επί της νομικής βασικότητας της αγωγής, η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε την αγωγή ως προς τα επικουρικότερα αιτήματα ακύρωσης κατά το ά. 137 Ν. 4548/2017 νόμω αβάσιμη ως εκπρόθεσμη όσον αφορά στις αποφάσεις της 1ης και 2ης από τις επίμαχες Γ.Σ., καθόσον η ένδικη αγωγή επιδόθηκε την 21.07.2020, ήτοι μετά από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας του ά. 137 παρ. 8 Ν. 4548/2018. Η αυτή επίδοση, αντιθέτως, κρίθηκε εμπρόθεσμη ως προς τις αποφάσεις της 3ης από τις επίμαχες Γ.Σ. παρά την συντέλεσή της μετά από την παρέλευση της 4μηνης προθεσμίας από την επομένη της καταχώρισής τους στο Γ.Ε.ΜΗ. την 28.01.2020. Τούτο διότι το δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η 4μηνη προθεσμία του ά. 137 παρ. 8 Ν. 4548/2018, την οποία παρεμπιπτόντως χαρακτήρισε, ως νόμιμη προθεσμία προς άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος και όχι ως δικαστική προθεσμία (οπότε και εφάρμοσε τις διατάξεις των ά. 241 επ. ΑΚ, ιδίως των ά. 241, 242, 243 ΑΚ, αντί των ά. 144 επ. ΚΠολΔ) ανεστάλη δυνάμει του ά. 74 Ν. 4690/2020 κατά το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας (13.03.2020-31.05.2020), οπότε και η υπολειπόμενη προθεσμία επανεκκινεί σύμφωνα με το εδ. β΄ της προαναφερόμενης διάταξης του Ν. 4690/2020 από 01.06.2020 για το υπολειπόμενο διάστημα μέχρι τη συμπλήρωσή της. Η απόφαση, ανάγοντας τους μήνες σε ημέρες, ορθά υπολόγισε την υπολειπόμενη προθεσμία σε 78 ημέρες και θεώρησε ότι αυτή εκπνέει την 17.08.2020. Ενόψει αυτών των χρονικών πλαισίων, η ένδικη αγωγή κρίθηκε εμπρόθεσμη ως προς το αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητάς των επίμαχων αποφάσεων Γ.Σ., καθ’όσον ασκήθηκε εντός της ενιαύσιας προθεσμίας του ά. 138 παρ. 4 Ν. 4548/2018. Δεν τέθηκε, αυτονόητα, ζήτημα προθεσμίας ως προς την επικαλούμενη πλημμέλεια του ανυποστάτου, ως προς την οποία δεν προβλέπεται προθεσμία προβολής της.
Κατά την ουσιαστική κρίση της, η σχολιαζόμενη απόφαση έλεγξε τις πλημμέλειες της ακυρότητας και του ανυποστάτου. Ως προς το ανυπόστατο έκρινε ότι οι αποφάσεις των επίμαχων Γ.Σ. δεν ήταν ανυπόστατες, καθόσον δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση της παρ. 2 του ά. 139, ήτοι στις επίμαχες ψηφοφορίες, δεν συμμετείχαν πρόσωπα, τα οποία στο σύνολό τους, να μην είχαν τη μετοχική ιδιότητα ή να μην είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, όπως επιτάσσει πλέον το νέο ά. 139 παρ. 2 Ν. 4548/2018 προκειμένου να θεμελιωθεί το ανυπόστατο απόφασης Γ.Σ. Σημειώνεται ότι η απόφαση υπορρήτως ερμηνεύει ορθά ως καθοριστικό στοιχείο για την θεμελίωση του ανυποστάτου όχι την απλή μετοχική ιδιότητα των ψηφιζόντων, αλλά τη μετοχική ιδιότητα που συνοδεύεται από δικαίωμα ψήφου των ψηφιζόντων ή δικαίωμα άσκησης του δικαιώματος ψήφου εκ μέρους τους. Αν τούτο, δεν συμβαίνει, όπως στις περιπτώσεις επιτρεπτής παραχώρησης της άσκησης τού δικαιώματος ψήφου σε τρίτους (ενεχυρούχους δανειστές, όπως εν προκειμένω, ή επικαρπωτές) ή στις περιπτώσεις που το δικαίωμα ψήφου δεν συμβαδίζει χρονικά με τη μετοχική ιδιότητα κατά το χρόνο της ψηφοφορίας (όπως συμβαίνει με τις εισηγμένες εταιρίες, όπου το δικαίωμα ψήφου αναδρομεί στην ημερομηνία καταγραφής, παρά την ενδεχόμενη μεταβίβαση των μετοχών στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μέχρι τη Γ.Σ.) κρίσιμο είναι η απόφαση της Γ.Σ. να λήφθηκε με τις ψήφους όσων είχαν δικαίωμα ψήφου ή το δικαίωμα άσκησης του δικαιώματος ψήφου, ακόμη και αν δεν είχαν τη μετοχική ιδιότητα. Αν μετείχαν πρόσωπα που είχαν μεν τη μετοχική ιδιότητα, αλλά δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ή το δικαίωμα άσκησης του δικαιώματος ψήφου (λ.χ. κάτοχοι μετοχών χωρίς δικαίωμα ψήφου, ενεχυραστές ή ψιλοί κύριοι παραχωρήσαντες το δικαίωμα ψήφου, κτλ.), η απόφαση της Γ.Σ. θα είναι ανυπόστατη (βλ. και κατωτέρω υπό ΙΙΙ). Στην προκειμένη περίπτωση, η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε ότι από το (μη επισκοπούμενο από το σχολιαστή της απόφασης) δικόγραφο της αγωγής δεν προκύπτει ότι το δικαίωμα άσκησης του δικαιώματος ψήφου ως προς τις καταλαμβανόμενες από το 1ο ενέχυρο μετοχές (οι οποίες σημειωτέον ήταν το σύνολο των μετοχών εκδόσεως της εταιρίας) είχε παραχωρηθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο της ψηφοφορίας στις επίμαχες Γ.Σ. στους ενεχυρούχους δανειστές στη Γ.Σ. παρά την ύπαρξη του 1ου ενεχύρου και την καταγγελία των διασφαλιζόμενων από το 1ο ενέχυρο συμβάσεων ομολογιακού δανείου.
Επί του ζητήματος της ακυρότητας, η σχολιαζόμενη απόφαση αποφάνθηκε ότι οι επίμαχες αποφάσεις Γ.Σ. είναι άκυρες ελλείψει υποστατής σύγκλησης κατά το ά. 138 παρ. 2 Ν. 4548/2018 λαμβανομένου υπόψη ότι αυτές δεν συγκλήθηκαν διόλου με δημοσιευμένη πρόσκληση, παρά συγκροτήθηκαν, ψευδεπίγραφα, κατά τη σχολιαζόμενη απόφαση, ως (αυτόκλητες) καθολικές Γ.Σ. Τούτο διότι πραγματοποιήθηκαν με πραγματική μεν συνάθροιση των μετόχων, χωρίς, όμως, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ά. 121 παρ. 5, ήτοι χωρίς να «παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται μέτοχοι που εκπροσωπούν το σύνολο του κεφαλαίου και κανείς από αυτούς [να μην] αντιλέγει στην πραγματοποίησή της και στη λήψη αποφάσεων». Τούτο, διότι σε αυτές δεν παρέστη η δικαιούχος άσκησης του δικαιώματος ψήφου ενεχυρούχος δανείστρια του 2ου ενεχύρου. Και σε αυτό το πλαίσιο, το δικαστήριο εξάρτησε ορθά την έννοια της καθολικής Γ.Σ. από την παρουσία (αυτοπρόσωπη ή δι’ αντιπροσώπου/ων) και συναίνεση προς λήψη απόφασης του συνόλου των δικαιούχων ψήφου ή δικαιούχχων άσκησης του δικαιώματος ψήφου και όχι απλώς των μετόχων, όπως θα μπορούσε να παρανοηθεί η γραμματική διατύπωση της εν λόγω διάταξης της παρ. 5 του ά. 121 Ν. 4548/2018 (βλ. και κατωτέρω υπό ΙΙΙ).
ΙΙΙ. Αποτίμηση της σχολιαζόμενης απόφασης
Επί των ζητημάτων του δικαιώματος ενεχύρου επί μετοχών και της κατανομής των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από ενεχυρασμένες μετοχές το εφαρμοστέο στην επίδικη περίπτωση, ratione temporis, προϊσχύσαν δίκαιο προέβλεπε τα εξής[1]: Σύμφωνα με το ά. 1245 ΑΚ «επί ενεχύρου μετοχών εταιρίας ο ενεχυράσας, εφ’ όσον δεν ωρίσθη άλλως, δικαιούται και διαρκούντος του ενεχύρου να μετέχη εις τας συνελεύσεις των μετόχων». Η εν λόγω διάταξη προσανατολίστηκε στο ά. 905 ελβΑΚ (ΖGB), υιοθετώντας ταυτόχρονα την κρατούσα άποψη στην ελληνική θεωρία και νομολογία πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία δικαίωμα συμμετοχής στη Γ.Σ. των μετόχων είχε μόνον ο ενεχυράσας[2]. Η προαναφερόμενη διάταξη του ΑΚ συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με το ά. 30α ΚΝ 2190/1920, όπως εισήχθη με το ά. 14 Ν.Δ. 4237/1962. Τούτο προκρίθηκε, προκειμένου να ανατραπεί η παγιωθείσα ερμηνεία του ά. 1245 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία θεωρείτο ότι μπορούσε να «οριστεί άλλως» μόνο προς την κατεύθυνση της απαγόρευσης σε ενεχυραστή να συμμετέχει σε Γ.Σ., όχι όμως και στην κατεύθυνση της παροχής δικαιώματος σε ενεχυρούχο δανειστή να συμμετέχει αυτός σε Γ.Σ. αντί του ενεχυραστή[3]. Η διάταξη του ά. 30α ΚΝ 2190/1920 (η οποία πλέον έχει αντικατασταθεί από εκείνη του ά. 54 Ν. 4548/2018[4], παραμένει, ωστόσο, εφαρμοστέα στην επίδικη περίπτωση για λόγους διαχρονικού δικαίου, όπως προαναφέρθηκε) επέτρεπε – είτε την ταυτόχρονη με την κατάρτιση της ενεχυρικής σύμβασης είτε τη μεταγενέστερη- συμφωνία ότι το δικαίωμα ψήφου ασκείται από ενεχυρούχο δανειστή, αρκεί μια τέτοια συμφωνία να μην απαγορευόταν από το αρχικό ή το τροποποιηθέν κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης καταστατικό της εταιρίας, εκδότριας των ενεχυρασμένων μετοχών. Οι συγκεκριμένες διατάξεις εφαρμόζονταν ανεξαρτήτως της ειδολογικής κατάταξης του ενεχύρου με κριτήριο τη νομική βάση σύστασής του, αν πρόκειτο, δηλαδή, για το κοινό ενέχυρο των ά. 1244 επ. ΑΚ, το ειδικό τραπεζικό ενέχυρο του ν.δ. 17.7.-13.8.1923 ή την χρηματοοικονομική ασφάλεια του Ν. 3301/2004.
Η νομική φύση της συμφωνίας του ά. 30α ΚΝ 2190/1920 αμφισβητείτο. Κατά μία άποψη επρόκειτο για εμπράγματη σύμβαση που καθόριζε την έκταση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων εκάστου των μερών, οπότε θεωρείτο ότι δυνάμει μιας τέτοιας συμφωνίας ο ενεχυρούχος δανειστής αποκτούσε, υπό προϋποθέσεις, ίδιο δικαίωμα ψήφου ως περιορισμένος εμπράγματος δικαιούχος[5]. Υπό αυτήν την εκδοχή, η συμφωνία περί άσκησης δικαιώματος ψήφου από τον ενεχυραστή εμφανιζόταν ως σύμβαση ανάλογη με τις συμφωνίες περί λήψεως των καρπών και των ωφελημάτων πράγματος των ά. 1220 και 1221 ΑΚ, οι οποίες, επίσης, χαρακτηρίζονταν ως εμπράγματες συμβάσεις που καθορίζουν το περιεχόμενο του ενεχύρου[6]. Θεωρείτο, επίσης, ότι το επιτρεπτό της εν λόγω συμφωνίας εδραζόταν σε εξαίρεση από την αρχή του αδιαιρέτου της μετοχής. Κατ’ άλλη άποψη, η οποία κρατούσε τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία, επρόκειτο για ενοχική σύμβαση με αντικείμενο την παραχώρηση -όχι ίδιου δικαιώματος ψήφου- αλλά εξουσίας άσκησης του δικαιώματος ψήφου, το οποίο ως ύπατο διοικητικό δικαίωμα παρέμενε ενταγμένο στη μετοχή και στη σφαίρα εξουσίας του μετόχου. Πρόκειτο ουσιαστικά για ανέκκλητη και μη εκτοπιζόμενη από την αυτοπρόσωπη παρουσία του μετόχου πληρεξουσιοδότηση εκ μέρους του μετόχου ως κυρίου της μετοχής προς τον περιορισμένο εμπράγματο δικαιούχο να ασκεί το δικαίωμα ψήφου στο όνομά του (του ενεχυρούχου δανειστή) μεν αλλά για λογαριασμό του μετόχου στο πλαίσιο (μη ανακλητής ως προς τον αντιπροσωπευόμενο) εκούσιας έμμεσης αντιπροσώπευσης[7]. Η άποψη αυτή παρίστατο συνεπέστερη αφενός με την αρχή του κλειστού αριθμού των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και αφετέρου με την αρχή του αδιαιρέτου ή, κατ’ άλλη ορολογία, της ενότητας του μετοχικού δικαιώματος[8]. Συνεπές προς την άποψη αυτή ήταν και η πάγια και πανταχόθεν υποστηριζόμενη θέση ότι ο ενεχυρούχος δανειστής, στον οποίο είχε παραχωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ψήφου, όφειλε να τηρεί τις διατυπώσεις των ά. 28 και 28α ΚΝ 2190/1920, όσον αφορά στην άσκηση του δικαιώματός του, οπότε στο πλαίσιο αυτό, υπό τις προβλεπόμενες στο προϊσχύσαν δίκαιο καθολικά εφαρμοζόμενες διατυπώσεις, όφειλε να καταθέτει στην εταιρία το έγγραφο της συμφωνίας περί παραχώρησης του δικαιώματος ψήφου ως οιονεί έγγραφο αντιπροσωπείας (ά. 28 και 28α ΚΝ 2190/1920. Πρβλ. ά. 124 παρ. 2 και 3 Ν. 4548/2018)[9]. Εννοείται ότι υποχρεούτο να τηρεί και τις λοιπές διατυπώσεις του νόμου και του καταστατικού ως προς την εμπρόθεσμη και νομότυπη κατάθεση τυχόν εκδοθεισών μετοχών και/ή εγγράφων αντιπροσωπείας (ουσιαστικά: μεταπληρεξουσιότητας) προς συμμετοχή σε Γ.Σ. Σε περίπτωση παραλείψεως οποιασδήποτε από τις ανωτέρω διατυπώσεις, ο περιορισμένος εμπράγματος δικαιούχος, όπως και ο μέτοχος, μπορούσε να συμμετέχει στη Γ.Σ κατόπιν αδείας της τελευταίας [10]. Η άδεια, βέβαια, αυτή κάλυπτε μόνο τις παραλείψεις και πλημμέλειες της προδικασίας της Γ.Σ. και ιδίως της προαναγγελίας, εφόσον αυτές τυχόν δεν είχαν γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού. Δεν δημιουργούσε ουσιαστικό δικαίωμα συμμετοχής σε εκείνους που δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα[11]. Αντίστροφα, αν δεν είχε συμφωνηθεί η παραχώρηση άσκησης του δικαιώματος ψήφου στον ενεχυρούχο δανειστή ή για οποιονδήποτε λόγο η σχετική σύμβαση δεν ήταν έγκυρη και ενεργή, ο ενεχυραστής μέτοχος δεν συμμετείχε στη Γ.Σ. ως αντιπρόσωπος ή κατόπιν άδειας του ενεχυρούχου δανειστή, αλλά ως ex lege φορέας του δικαιώματος ψήφου[12]. Πέραν όμως του συμβατικού χαρακτήρα της, η συμφωνία του ά. 30α παρ. 1 ΚΝ 2190/1920, είχε αναμφίβολα και μια εταιρικού δικαίου πτυχή, όπως άλλωστε, και η ίδια η ενεχυρική σύμβαση, όταν αφορούσε σε μετοχές ή άλλες εταιρικές συμμετοχές. Υπό την έποψη αυτή, μολονότι, δεν ορίζεται ρητά στον ΑΚ ή στην ειδική νομοθεσία, όπως στα ά. 35 επ. Ν.Δ. 17.7.-13.8.1923, η ενεχύραση μετοχών, συναρτάτο με τους περιορισμούς και τις διατυπώσεις που έθετε ο ΚΝ 2190/1920 για τη μεταβίβαση μετοχών, όπως την τήρηση των διατυπώσεων για τη μεταβίβαση δεσμευμένων μετοχών, ή, επί ονομαστικών μετοχών, την εγγραφή της ενεχυρικής σύμβασης στο βιβλίο μετόχων του ά. 8β ΚΝ 2190/1920 (πρβλ. ά. 40 Ν. 4548/2018)[13]. Χωρίς αυτήν την καταχώριση στο βιβλίο του ά. 8β ΚΝ 2190/1920 ο ενεχυρούχος δανειστής ονομαστικών μετοχών, αποκτούσε μεν ενέχυρο, αδυνατούσε, ωστόσο, να ασκήσει τα μετοχικά δικαιώματα ως ενεχυρούχος δανειστής έναντι της εταιρίας. Συνεπώς, κατά τον ίδιο τρόπο που, επί ονομαστικών μετοχών, μέτοχος έναντι της εταιρίας θεωρείτο ο εγγεγραμμένος στο βιβλίο μετόχων (ά. 8β παρ. 6 εδ. τελευταίο ΚΝ 2190/1920, έτσι και ά. 40 παρ. 2 εδ. τελευταίο Ν. 4548/2018), με αποτέλεσμα ο αποκτών κατά το ουσιαστικό δίκαιο ονομαστικές μετοχές, χωρίς να τηρήσει τη διατύπωση της εγγραφής, να αποκτά μεν τις μετοχές ως έννομες σχέσεις του μεταβιβάσαντος μετόχου προς την εταιρία, αλλά να μην νομιμοποιείται να ασκήσει έναντι της εταιρίας τα απορρέοντα από τις μετοχές αυτές δικαιώματα (καθώς έναντι αυτής θεωρείται μέτοχος μόνο ο εγγεγραμμένος στο ειδικό βιβλίο)[14], έτσι και επί ενεχύρου ονομαστικών μετοχών, ο ενεχυρούχος δανειστής θεωρείται έναντι της εταιρίας δικαιούχος άσκησης των δικαιωμάτων που απέρρεαν από τις ενεχυρασθείσες μετοχές, μόνον εφόσον η σύσταση του ενεχύρου και οι σχετικοί όροι αυτού είχαν καταχωριστεί στο βιβλίο μετόχων του ά. 8β ΚΝ 2190/1920 και πλέον του ά. 40 Ν. 4548/2018. Την εν λόγω πτυχή δεν αξιολόγησε η σχολιαζόμενη απόφαση, οπότε και δεν θα αναπτυχθεί περαιτέρω σε αυτό το πλαίσιο.
Αυτό που είναι ουσιώδες στην κρίση της σχολιαζόμενης απόφασης, είναι ότι -παρά την αναφορά του νόμου στην ιδιότητα του μετόχου ή προσώπου που αρύεται το δικαίωμα ψήφου από μέτοχο- το δικαστήριο, προβαίνοντας σε ορθή κατ’ αποτέλεσμα ερμηνεία του άρθρου 139 Ν. 4548/2018, όπως και του ά. 121 παρ. 5 Ν. 4548/2018, θεώρησε κρίσιμη την ιδιότητα του ψηφίσαντος -όχι ως μετόχου- αλλά ως φορέα άσκησης του δικαιώματος ψήφου κατά το χρόνο της ψηφοφορίας. Διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε άτοπα αποτελέσματα. Πράγματι, κρίσιμο για το ανυπόστατο ή για την ύπαρξη καθολικής Γ.Σ. δεν είναι αν ο ψηφίσας στη συνέλευση είχε ή όχι τη μετοχική ιδιότητα, αλλά αν είχε δικαίωμα να ασκεί το δικαίωμα ψήφου, το οποίο πηγάζει από την μετοχική σχέση που ενσωματώνεται σε κάθε μετοχή με δικαίωμα ψήφου, είτε άμεσα εκ του άρθρου 37 παρ. 3 εδ. β΄ Ν. 4548/2018 είτε έμμεσα δυνάμει του νόμου ή ιδιαίτερης συμφωνίας μεταξύ μετόχου και ασκούντος το δικαίωμα ψήφου, όπως συμβαίνει με τους επικαρπωτές, τους ενεχυρούχους δανειστές και τους αντιπροσώπους μετόχων.
Αν απέβλεπε κάποιος μόνο στη μετοχική ιδιότητα, το άρθρο 139 Ν. 4548/2018 δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σε περιπτώσεις που η άσκηση του δικαιώματος ψήφου δεν συμβαδίζει με τη μετοχική ιδιότητα, όπως συμβαίνει (όπως προεκτέθηκε) στην περίπτωση μεταβίβασης των μετοχών μετά από την ημερομηνία καταγραφής ή στην περίπτωση που το δικαίωμα ψήφου ανήκει σε περιορισμένο εμπράγματο δικαιούχο. Ο μεταβιβάσας τις μετοχές μετά από το χρονικό σημείο καθορισμού των δικαιούχων συμμετοχής στη γ.σ. κατά το άρθρο 124 παρ. 6 Ν. 4548/2018, ψηφίζει στη συνέλευση ως δικαιούχος του δικαιώματος ψήφου, χωρίς να έχει τη μετοχική ιδιότητα και χωρίς να αρύεται το δικαίωμα ψήφου από μέτοχο (αν δεν θέλει να καταφύγει κάποιος σε θεωρητικές κατασκευές περί μετενέργειας των μετοχικών δικαιωμάτων ή περί σιωπηρής πληρεξουσιότητας του αποκτώντος προς τον μεταβιβάζοντα). Παρ’ όλα αυτά, η απόφαση μιας τέτοιας Γ.Σ. δεν μπορεί να κριθεί ανυπόστατη, ακόμη και αν λαμβάνεται εξ ολοκλήρου από τέτοιους δικαιούχους ψήφου-πρώην μετόχους, γιατί ακριβώς λαμβάνεται από φορείς του δικαιώματος ψήφου. Αντίστροφα, αν συμμετάσχει και ψηφίσει στη συνέλευση μέτοχος, ο οποίος δεν δικαιούται να ασκεί δικαίωμα ψήφου, επειδή παραχώρησε περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα (επικαρπία ή ενέχυρο, συνοδευόμενα από παραχώρηση δικαιώματος ψήφου) το άρθρο 139 παρ. 2 δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί, αν προσκολλάτο κάποιος στο γράμμα της διάταξης και προσανατολιζόταν αποκλειστικά στην ιδιότητα του ψηφίσαντος ως μετόχου. Τούτο, διότι ο ψηφίσας θα είχε τη μετοχική ιδιότητα κατά την έννοια του άρθρου 139 παρ. 2, έστω και αν το δικαίωμα ψήφου στη συγκεκριμένη περίπτωση ασκείτο από περιορισμένο εμπράγματο δικαιούχο. Το ίδιο θα συνέβαινε και αν προσμετρώντο ως αναγκαίες για το σχηματισμό πλειοψηφίας, οι ψήφοι μετόχων-κυρίων προνομιούχων μετοχών χωρίς δικαίωμα ψήφου. Αν για την εφαρμογή του άρθρου 139, απέβλεπε κάποιος στην ιδιότητα του μετόχου και όχι στην ιδιότητα του φορέα (άσκησης) του δικαιώματος ψήφου, η εν λόγω απόφαση δεν θα ήταν ανυπόστατη, αφού θα είχε ληφθεί με ψήφο προσώπου, «που έχει τη μετοχική ιδιότητα». Το ίδιο θα ίσχυε, σε περίπτωση συγκυριότητας μετοχών, αν με βάση τη συμφωνία των συγκυρίων ή με δικαστική απόφαση είχε οριστεί διαχειριστής του κοινού πράγματος, ο οποίος είχε εξουσία, μεταξύ άλλων, να ασκεί το δικαίωμα ψήφου. Αν ένας εκ των συγκυρίων παρέκαμπτε τον εγκύρως ορισθέντα διαχειριστή και ψήφιζε αυτός στη γ.σ., η απόφαση δεν θα ήταν ανυπόστατη, αν κάποιος προσανατολιζόταν αποκλειστικά στην ιδιότητα του ψηφίσαντος ως μετόχου και όχι στο φορέα του δικαιώματος ψήφου. Αυτές οι ερμηνευτικές εκδοχές που αποβλέπουν στην ιδιότητα του μετόχου και όχι στο φορέα (άσκησης) του δικαιώματος ψήφου οδηγούν σε άτοπα αποτελέσματα.
Αντίστοιχα, ισχύουν στο πλαίσιο της ερμηνείας του ά. 121 παρ. 5 Ν. 4548/2018 ως προς τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού μιας συνέλευσης ως καθολικής. Μια συνέλευση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια, ακόμη και αν συμμετέχουν με τις προϋποθέσεις του ά. 121 παρ. 5 Ν. 4548/2018 όλοι οι μέτοχοι, εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ή δικαίωμα άσκησης του δικαιώματος ψήφου, καθόσον δεν συμμετέχουν με τις αυτές προϋποθέσεις τα πρόσωπα, στην προστασία των οποίων αποβλέπουν οι διατυπώσεις σύγκλησης. Τούτο, διότι οι διατυπώσεις σύγκλησης αποβλέπουν ακριβώς στην αποτελεσματική ενημέρωση και προετοιμασία όποιου ψηφίζει στη συνέλευση, οπότε και η παράλειψή των εδράζεται ακριβώς στη συναίνεση του τελευταίου και στην παραίτησή του από τις εν λόγω διατυπώσεις. Η εν λόγω συναίνεση και παραίτηση πρέπει να προέρχονται από το φορέα (άσκησης) του δικαιώματος ψήφου και όχι από το μέτοχο, που δεν ασκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, το σχετικό δικαίωμα αφού οι εγγυήσεις αποτελεσματικής συμμετοχής και ψήφου στη συνέλευση αποβλέπουν στον πρώτο και όχι στον δεύτερο. Η σχολιαζόμενη απόφαση, έστω και με εν μέρει αποκλίνουσα αιτιολογία αντιμετώπισε ορθά το εν θέματι ερμηνευτικό ζήτημα.
Ρήγας Γ. Γιοβαννόπουλος,
Αναπλ. καθηγητής εμπορικού δικαίου ΑΠΘ, Δικηγόρος, Διαπιστευμένος διαμεσολαβητής
[1] Οι κατωτέρω αναπτύξεις προέρχονται εν πολλοίς από αδημοσίευτη γνμδ. του γράφοντος.
[2] Σκούρας, σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, ά. 1245, αρ. 1, ΕφΑθ 2819/1957, ΕΕμπΔ 1958, 269, Κ. Ρόκας, ΕΕμπΔ 1958, 271. Στην αρχική, μάλιστα, μορφή της νομοπαρασκευαστικής κατεργασίας της, είχε υιοθετηθεί σχεδόν verbatim η διατύπωση του ελβετικού κώδικα, η οποία δεν διαλαμβάνει καν επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας (Βλ. ισχύουσα διάταξη ά. 1245 ΑΚ: «εφ’ όσον δεν ωρίσθη άλλως») [Προσχέδιο Εισηγητού ά. 286 και Σχέδιο Συντ. Επιτροπής ά. 265: «Όταν αντικείμενον του ενεχύρου είνε μετοχαί εταιριών, το δικαίωμα της συμμετοχής εις τα συνελεύσεις παραμένει παρά τω ενεχυράσαντι αυτάς μετόχω». Πρβλ. 905 ελβΑΚ: “Verpfändete Aktien werden in der Generalversammlung durch die Aktionäre und nicht durch die Pfandgläubiger vertreten” (=Ενεχυρασθείσες μετοχές εκπροσωπούνται στη γενική συνέλευση από τους μετόχους και όχι από τους ενεχυριαστές)]. Η προσθήκη αυτή τέθηκε υπό την πίεση των πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να αποκτούν τη δυνατότητα να ελέγχουν τις εταιρίες, επί των μετοχών των οποίων συστηνόταν ενέχυρο υπέρ των δανειστών [βλ. Πασσιά, Το Δίκαιον της Ανωνύμου Εταιρείας, τ. I, σ. 195, σημ. 1].
[3] Σκούρας, σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, ά. 1245, αρ. 3 με περ. παρ. Η ερμηνεία αυτή είχε επικρατήσει, μολονότι το αλλοδαπό πρότυπο της ρύθμισης του ΑΚ, το ά. 905 ελβΑΚ θεωρείται ανέκαθεν ως διάταξη ενδοτικού δικαίου, η οποία επιτρέπει την εξουσιοδότηση προς ενεχυρούχο δανειστή εκ μέρους του ενεχυράσαντος μετόχου να συμμετέχει αντ’ αυτού σε Γ.Σ. [Bauer, Honsell/Vogt/Geiser (επιμ.), ΖGB-Komm, 3η εκδ., 2007, ά. 905, αρ. 5, σελ. 2030, Οftinger/Bär, KommZGB, 1981, Art. 905, αρ. 9 επ.].
[4] Βλ. για την ερμηνεία της, Χασάπη, σε: Σωτηρόπουλο (επιμ.), ΔΑΕ 2020, passim, Σπυρίδωνος, Συγκρούσεις συμφερόντων και δικαιώματα μετόχου ενεχυριασμένης μετοχής ΑΕ, σε: Αθανασίου/Μικρουλέα κτλ, Συνομιλώντας με τον καθηγητή Γεώργιο Μιχαλόπουλο για το Δίκαιο της Επιχείρησης, 2023, 895 επ.
[5] Περάκης, Ενοχικαί δεσμεύσεις του δικαιώματος ψήφου του μετόχου, 1976, αρ. 8, σελ. 10 με παραπομπή σε Cottino, Le convenzioni di voto nelle società commerciali, 1958, σελ. 152 επ. και αρ. 155, σελ. 133, Σωτηρόπουλος, Η ημερομηνία καταγραφής ως παράδειγμα αποδογματοποίησης του εταιρικού δικαίου, ΤιμΤομ Ν. Ρόκα, 2012, 1015, 1016/7, Μάρκου, Η Γενική Συνέλευση των Μετόχων της ΑΕ, 2016, σελ. 251, σημ. 18, Θεοχαρίδης, Προσωρινή προστασία μετόχου και ενεχυρούχου δανειστή μετοχών ανώνυμης εταιρίας κατά τη δημόσια πρόταση αγοράς, ΔΕΕ 2005, 549, σημ. 15, Κοντογεωργίου, Η αποσύνδεση του οικονομικού συμφέροντος από το μετοχικό δικαίωμα ψήφου, 2013, σελ. 36/7, Παναγιώτου, Το δικαίωμα ψήφου στις κεφαλαιουχικές εταιρείες, 2015, σελ. 75, 78 επ.
[6] Παπαδημητρόπουλο, σε: Γεωργιάδη (επιμ.), ΣΕΑΚ ΙΙ, ά. 1220, αρ. 5 και 1221-2, αρ. 4.
[7] Σκούρας, σε: Περάκη (επιμ.), ΔικΑΕ2, ά. 30α, αρ. 16 επ., 19 επ., Αντωνόπουλος, σε: Αντωνόπουλο/Μούζουλα, Το Δίκαιο της ΑΕ, τ. ΙΙ, ά. 30α, αρ. 5, Ρούσσης, Καθήκον πίστης και αστική ευθύνη δανειστή στο ενέχυρο τίτλων, ΧρΙΔ 2015, 730. Έτσι και η πάγια νομολογία που θεωρεί το δικαίωμα ψήφου αμεταβίβαστο και επιτρεπτή μόνο τη μεταβίβαση της άσκησής του ή την άσκησή του επ’ονόματι του μετόχου: ΕφΠειρ 131/2010, ΔΕΕ 2010, 684=ΕΕμπΔ 2010, 894, ΠΠρΠειρ 1720/2007, ΔΕΕ 2010, 56, ΜΠρΗρακλ 805/2015. Πρβλ. ΑΠ 1808/2007, ΕΕμπΔ 2008, 313 όσον αφορά στο δικαίωμα προτίμησης.
[8] Σκούρας, σε: Περάκη (επιμ.), ΔικΑΕ2, ά. 30α, αρ. 17, 18 επ., Κουλορίδας, σε: Περάκη (επιμ.), ΔικΑΕ3, ά. 30α, αρ. 6.
[9] Σκούρας, σε: Περάκη (επιμ.), ΔικΑΕ2, ά. 30α, αρ. 41, Αντωνόπουλος, σε: Αντωνόπουλο/Μούζουλα, Το Δίκαιο της ΑΕ, τ. ΙΙ, ά. 30α, αρ. 9, Κουλορίδας, σε: Περάκη (επιμ.), ΔικΑΕ3, ά. 30α, αρ. 14, Μάρκου, Η Γενική Συνέλευση, σελ. 250-252.
[10] Σκούρας, όπ.π.
[11] ΠΠρΘεσ 10626/2015, ΕπισκΕΔ 2016, 452 με παρ. σε: Γεωργακόπουλο, Το Δίκαιον, τ. Β΄, σελ. 291, ΕφΘεσ 249/1991 Αρμ 1992, 805, ΠΠρΘεσ 866/1990 ΕΕμπΔ 1991, 453.
[12] Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο κρινόταν ότι ο ενεχυραστής όφειλε και ο ίδιος να τηρεί τις διατυπώσεις των ά. 28 ή 28α ΚΝ 2190/1920 όσον αφορά την κατάθεση μετοχών και τίτλων αντιπροσωπείας, οπότε γινόταν δεκτό ότι ο ενεχυρούχος δανειστής οφείλει να παρέχει τη συνδρομή του, ώστε να νομιμοποιηθεί σχετικά ο ενεχυραστής [βλ. Πασσιά, Το Δίκαιον της Ανωνύμου Εταιρείας, τόμος I, σελ. 469, Σκούρα, όπ.π., αρ. 42 με αναφορές και στο ζήτημα του κινδύνου απόσβεσης του ενεχύρου κατά το ά. 1243 αρ. 2 ΑΚ].
[13] Βερβεσός, σε: Περάκη (επιμ.), ΔικΑΕ3, ά. 8β, αρ. 77, Αντωνόπουλος, σε: Αντωνόπουλο/Μούζουλα, Το Δίκαιο της ΑΕ, τ. ΙΙ, ά. 30α, αρ. 2, ο αυτός, Δίκαιο ΑΕ & ΕΠΕ, 4η εκδ., 2012, σελ. 330, Κουλορίδας, σε: Περάκη (επιμ.), ΔικΑΕ3, ά. 30α, αρ. 10. Μάρκου, Η Γενική Συνέλευση, σελ. 249, σημ. 12, σελ. 250, ο ίδιος, Βασικές αρχές και γενικές διατάξεις της ΑΕ, 2017, σελ. 683 επ. Η εν λόγω εγγραφή στο βιβλίο μετόχων του ά. 8β ΚΝ 2190/1920 αποτελεί πρόσθετη διατύπωση συνιστώσα νομικό γεγονός, το οποίο, μάλιστα, χαρακτηρίζεται ως οιονεί δικαιοπραξία [ΟλΑΠ 62/1981, ΕΕμπΔ 1981, 251, ΑΠ 59/1978, ΕΕμπΔ 1979, 70] με ίδιες έννομες συνέπειες [Πρβλ., επί μεταβίβασης κυριότητας, ΕφΝαυπλ 190/1999, ΔελτΑΕ&ΕΠΕ 1.10.2002, σελ. 231, Μάρκου, Βασικές, σελ. 685]. Δεν έχει μεν συστατικό χαρακτήρα για τη σύσταση ενεχύρου επί της μετοχής [έτσι, ωστόσο, Παναγιώτου, Η μεταβίβαση της επιχείρησης και η ευθύνη για τα χρέη της, 2011, σελ. 313. Πρβλ. Χριστακάκου-Φωτιάδη, Η επικαρπία σε επιχείρηση, 1994, σελ. 211/2 όσον αφορά στην επικαρπία], αλλά έχει νομιμοποιητικό χαρακτήρα με την έννοια ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση του ενεχυρούχου δανειστή έναντι της εταιρίας να ασκεί τα μετοχικά δικαιώματα που δικαιούται να ασκεί [Βερβεσός, όπ.π., Αντωνόπουλος, όπ.π, Κουλορίδας, όπ.π. Αμφότερες τις συνέπειες υποστηρίζει η ΠΠρΘεσ 10626/2015, ΕπισκΕΔ 2016, 452].
[14] Πρβλ., επί μεταβίβασης κυριότητας μετοχών, ΟλΑΠ 62/1981, ΕΕμπΔ 1981, 251, ΑΠ 1261/2003, ΕΕμπΔ 2004, 68, ΕφΑθ 2583/2012, ΔΕΕ 2013, 54, ΕφΘεσ 490/2010, Αρμ. 2011, 1988, ΕφΑθ 2807/2005, ΔΕΕ 2005, 968, ΕφΑθ 5952/2004, ΔΕΕ 2005, 172, ΜΠρΑθ 2802/2007, ΔΕΕ 2008, 1261, ΠρΑθ 3021/2007, ΕΕμπΔ 2008, 568, ΕιρΒάμου 1/2017, ΔΕΕ 2017, 368. Μάρκου, Βασικές, σελ. 686 επ.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα