Top

Αναζήτηση


Παραπομπές


Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΟλΣτΕ 1639/2024 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΟλΣτΕ 1639/2024 - Πλήρες κείμενο

Πρόεδρος: Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος του ΣτΕ
Εισηγήτρια: Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου, Σύμβουλος
Δικηγόροι: Νικόλαος-Μιχαήλ Αλιβιζάτος, Σταύρος Σπυρόπουλος (σύμβουλος ΝΣΚ), Αλεξάνδρα Δημητρακοπούλου (σύμβουλος ΝΣΚ)

Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση των …/28.9.2023 και …/28.9.2023 αποφάσεων του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό (τ. Υ.Ο.Δ.Δ. …/2023 και …/2023, αντιστοίχως) περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και έξι (6) μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) για θητεία έξι ετών κατόπιν της επιλογής αυτών από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής κατά τη συνεδρίασή της στις 28 Σεπτεμβρίου 2023. Το Δικαστήριο έκρινε τα εξής: Ο αιτών Δικηγορικός Σύλλογος, ο οποίος έπληξε τις προσβαλλόμενες πράξεις διορισμού του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και έξι (6) μελών του ΕΣΡ, προβάλλοντας παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 101Α του Συντάγματος κατά τη διαδικασία επιλογής των ανωτέρω, επικαλέστηκε, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του προς άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, τις διατάξεις του άρθρου 90 περ. α΄ και ζ΄ του Κώδικα Δικηγόρων και υποστήριξε ότι, καθ’ ο μέτρο με τις προσβαλλόμενες επιχειρείται ο διορισμός του συνόλου των μελών του ΕΣΡ, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου του [οκτώ (8) των εννέα (9) συνολικά τακτικών μελών της Αρχής], όφειλε να παρέμβει για τον σεβασμό της συνταγματικής νομιμότητας, δεδομένου ότι το ΕΣΡ αποτελεί βασικό πυλώνα για τον σεβασμό του κράτους δικαίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η προστασία της οποίας αποτελεί θεμελιώδη επιδίωξη του δικηγορικού λειτουργήματος κατά το άρθρο 38 του Κώδικα Δικηγόρων, είναι δε η αρμόδια αρχή κατά το άρθρο 15 § 2 του Συντάγματος για τη διασφάλιση της ποιότητας, της αντικειμενικότητας και της ισομέρειας των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και έχει επιπλέον ως αποστολή την προστασία της τιμής και της υπόληψης των πολιτών, όταν αυτοί θίγονται από ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, και το δικηγορικό σώμα ενδιαφέρεται άμεσα για τη νόμιμη λειτουργία του. Όμως, η ως άνω διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία νομιμοποιεί τους εκπροσωπούντες τους Δικηγορικούς Συλλόγους στην ανάληψη δράσεων αναγομένων σε ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και δικαστικών ενεργειών, δεν αρκεί μόνη αυτή για τη νομιμοποίηση των Δικηγορικών Συλλόγων ως διαδίκων σε δίκες αφορώσες τέτοια ζητήματα ενώπιον όλων των δικαστηρίων που αναφέρονται σ’ αυτή και, ειδικότερα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και δη αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, όπως και στην προκειμένη περίπτωση επιλογής τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση, καθ’ όσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, όπως δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία. (Μειοψ.). Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση.

Νομικές διατάξεις: Άρθρα 47 § 1 Π.Δ. 18/1989, 38, 90 ΚωδΔικ, 15 § 2 Συντ.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2024, με την εξής σύνθεση: Ευαγγελία Νίκα, Πρόεδρος, Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Χρήστος Ντουχάνης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Βασίλειος Αραβαντινός, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Παρασκευή Μπραΐμη, Βασιλική Κίντζιου, Βικτωρία Πλαπούτα, Δημήτριος Εμμανουηλίδης, Μαρία Σωτηροπούλου, Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου, Χριστίνα Σιταρά, Φραντζέσκα Γιαννακού, Δημήτριος Βασιλειάδης, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Γεωργία Ανδριοπούλου, Βασιλική Μόσχου, Σύμβουλοι, Ευαγγελία Τζιράκη, Ελένη Κουλεντιανού, Αικατερίνη Σούκη, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη και Γεωργία Ανδριοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Ελένη Κουλεντιανού, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.

Για να δικάσει την από 23 Νοεμβρίου 2023 αίτηση:

του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ» (Δ.Σ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (…), το οποίο παρέστη με τον Πρόεδρό του Δ. Β., ως δικηγόρο (Α.Μ. …), ο οποίος διόρισε με πληρεξούσιο τον δικηγόρο Νικόλαο-Μιχαήλ Αλιβιζάτο (Α.Μ. …),

κατά του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό, ο οποίος παρέστη με τους: α. Σταύρο Σπυρόπουλο και β. Αλεξάνδρα Δημητρακοπούλου, Νομικούς Συμβούλους του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 14 Φεβρουαρίου 2024 πράξεως της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄ (όπως ισχύει), 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή το αιτούν νομικό πρόσωπο επιδιώκει να ακυρωθούν: 1. η υπ’ αριθ. …/28.9.2023 (Φ.Ε.Κ. Υ.Ο.Δ.Δ. …/ 28.9.2023) απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό, 2. η υπ’ αριθ. …/28.9.2023 (Φ.Ε.Κ. Υ.Ο.Δ.Δ. …/28.9.2023) απόφαση του ιδίου ως άνω Υφυπουργού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Κωνσταντίνας Κονιδιτσιώτου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους του αιτούντος νομικού προσώπου, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 25.4.2024 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση των …/28.9.2023 και …/28.9.2023 αποφάσεων του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό (τ. Υ.Ο.Δ.Δ. …/2023 και …/2023, αντιστοίχως) περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και έξι (6) μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.) για θητεία έξι ετών κατόπιν της επιλογής αυτών από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής κατά τη συνεδρίασή της στις 28 Σεπτεμβρίου 2023.

2. Επειδή, η υπόθεση έχει εισαχθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την από 14.2.2024 πράξη της Προέδρου του, λόγω σπουδαιότητας.

3. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι «Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το κοινό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για τα γενικότερα θέματα της Χώρας και για τη σύννομη άσκηση δημόσιας εξουσίας, αλλά απαιτείται η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του αιτούντος προσώπου ή φορέα συλλογικής δραστηριότητας με την προσβαλλόμενη πράξη, η ύπαρξη του οποίου στο πρόσωπο του αιτούντος κρίνεται, όταν η πράξη δεν απευθύνεται προς τον ίδιο προσωπικά δημιουργώντας ευθέως γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των αποτελεσμάτων, των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη στην έννομη τάξη, και της συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως ή ιδιότητας, στην οποία ευρίσκεται ή την οποία έχει και επικαλείται ο αιτών. Όσον δε αφορά τα νομικά πρόσωπα, αναγνωρίζεται μεν σε αυτά έννομο συμφέρον για την προσβολή, μεταξύ άλλων, πράξεων, που σχετίζονται με τους επιδιωκόμενους από αυτά συγκεκριμένους σκοπούς πλην, εφ’ όσον με την αίτηση που ασκούν τα νομικά πρόσωπα προσβάλλονται ατομικές διοικητικές πράξεις, θα πρέπει να γίνεται επίκληση της ιδιαίτερης βλάβης που υφίστανται τα πρόσωπα αυτά από τις πράξεις αυτές, μη αρκούσης της γενικής αναφοράς στους επιδιωκόμενους από αυτά θεμιτούς σκοπούς, έστω και ηθικής φύσεως, για την πραγμάτωση των οποίων έχουν συσταθεί (Σ.τ.Ε. 2114/2021 Ολομ., 813-4/2019, 3353/2013 κ.ά., πρβ. και Σ.τ.Ε. 4255/2013 Ολομ. σκ. 12, 1283/2012 σκ. 22 στο τέλος, Σ.τ.Ε. 1094/2008 κ.ά.). Εφ’ όσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται παραδεκτώς από την άποψη του εννόμου συμφέροντος και δεν αποτελεί λαϊκή αγωγή, η οποία διαφέρει ριζικά από την αίτηση ακυρώσεως, διότι με αυτήν δεν επιδιώκεται η αποκατάσταση της πραγμάτωσης των ελευθεριών ή δικαιωμάτων του αιτούντος, αλλά εκδηλώνεται απλώς το ενδιαφέρον του για την αποκατάσταση της νομιμότητας (Σ.τ.Ε. 1283/2012 Ολομ. σκ. 22 στο τέλος, 668/2012 σκ. 26 στο τέλος, 1051/1959).

4. Επειδή, στο άρθρο 90 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), με τίτλο «Σκοποί και αρμοδιότητες των Δικηγορικών Συλλόγων», προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει: α) Η υπεράσπιση των αρχών και κανόνων του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική πολιτεία. β) ... ζ) Η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κυρία ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιονδήποτε διεθνές δικαστήριο. Επίσης για τα πιο πάνω ζητήματα μπορούν να παρεμβαίνουν, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, σε κάθε αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιανδήποτε άλλη υπηρεσία ή αρχή του διεθνούς δικαίου».

5. Επειδή, ο αιτών Δικηγορικός Σύλλογος, ο οποίος πλήττει τις προσβαλλόμενες πράξεις διορισμού του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και έξι (6) μελών του Ε.Σ.Ρ. προβάλλοντας παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 101Α του Συντάγματος κατά τη διαδικασία επιλογής των ανωτέρω, επικαλείται, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του προς άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 90 περ. α΄ και ζ΄ του Κώδικα Δικηγόρων και υποστηρίζει ότι, καθ’ ο μέτρο με τις προσβαλλόμενες επιχειρείται ο διορισμός του συνόλου των μελών του Ε.Σ.Ρ., συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου του [οκτώ (8) των εννέα (9) συνολικά τακτικών μελών της Αρχής], όφειλε να παρέμβει για τον σεβασμό της συνταγματικής νομιμότητας, δεδομένου ότι το Ε.Σ.Ρ. αποτελεί βασικό πυλώνα για τον σεβασμό του κράτους δικαίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η προστασία της οποίας αποτελεί θεμελιώδη επιδίωξη του δικηγορικού λειτουργήματος κατά το άρθρο 38 του Κώδικα Δικηγόρων, είναι δε η αρμόδια αρχή κατά το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος για τη διασφάλιση της ποιότητας, της αντικειμενικότητας και της ισομέρειας των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και έχει επιπλέον ως αποστολή την προστασία της τιμής και της υπόληψης των πολιτών, όταν αυτοί θίγονται από ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, και το δικηγορικό σώμα ενδιαφέρεται άμεσα για τη νόμιμη λειτουργία του. Όμως, η ως άνω διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία νομιμοποιεί τους εκπροσωπούντες τους Δικηγορικούς Συλλόγους στην ανάληψη δράσεων αναγομένων σε ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και δικαστικών ενεργειών, δεν αρκεί μόνη αυτή για τη νομιμοποίηση των Δικηγορικών Συλλόγων ως διαδίκων σε δίκες αφορώσες τέτοια ζητήματα ενώπιον όλων των δικαστηρίων που αναφέρονται σ’ αυτή και, ειδικότερα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και δη αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα (Σ.τ.Ε. 1283/2012 Ολομ. σκ. 22, 668/2012 σκ. 26, πρβ. Σ.τ.Ε. 1694/2018 Ολομ.), όπως και στην προκειμένη περίπτωση επιλογής τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση (πρβ. Σ.τ.Ε. 5038/1997), καθ’ όσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, όπως δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία (Σ.τ.Ε. 1906/2014 Ολομ., 3343-5/2013, 3920/2010, 3608, 2638/1980, 1051/1959 κ.ά.). Συνεπώς, εν όψει των ανωτέρω δεν ασκείται παραδεκτώς η κρινόμενη αίτηση εξ επόψεως εννόμου συμφέροντος και πρέπει να απορριφθεί.

6. Επειδή, μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Μ. Παπαδοπούλου και οι Σύμβουλοι Β. Ραφτοπούλου, Π. Μπραΐμη, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Φρ. Γιαννακού, Β. Μόσχου, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκαν και οι Πάρεδροι Ε. Τζιράκη και Αικ. Σούκη. Σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα των πράξεων συγκρότησης του Ε.Σ.Ρ., εν όψει της σημασίας της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής αυτής για τη διασφάλιση κατά το άρθρο 15 του Συντάγματος της πολυφωνίας και της αντικειμενικής και με ίσους όρους μεταδόσεως πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, αποτελούν, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 90 περ. ζ΄ του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, ζήτημα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος και περιλαμβάνονται μεταξύ των ζητημάτων, για τα οποία αναγνωρίζεται στους Δικηγορικούς Συλλόγους το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων (πρβ. Σ.τ.Ε. 806/2018 επταμ. σκ. 5, 1094/2020 επταμ. σκ. 7, 428/2042 επταμ. σκ. 2, 4576/1977 Ολομ. σκ. 2, πρβ. και Α.Π. 3/2019 σκ. 2, βλ. και Σ.τ.Ε. 1605/1960 σκ. 3). Οι προσβαλλόμενες δε πράξεις, με τις οποίες επελέγη το σύνολο σχεδόν των μελών του Ε.Σ.Ρ. (ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και έξι μέλη του για θητεία έξι ετών επί συνόλου εννέα μελών της αρχής), το οποίο κατά το Σύνταγμα έχει περιβληθεί ως ανεξάρτητη αρχή με ανάλογες εγγυήσεις -μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες που αφορούν τη διαδικασία επιλογής των μελών του-, ώστε να αποτρέπονται κατά τη λειτουργία του κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές (Σ.τ.Ε. 95/2017 Ολομ. σκ. 19), αποτελούν το έρεισμα της έκδοσης του συνόλου των ατομικών και κανονιστικών διοικητικών πράξεών του και επιδρούν στην εν γένει δράση του. Λόγω δε της κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερης φύσεως των πράξεων αυτών, όπου η κρίσιμη για την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου βλάβη από την τυχόν παρανομία τους πλήττει, κατ’ ουσίαν, ένα ιδιαίτερα ευρύ κύκλο προσώπων, η αποδοχή στην κρινόμενη υπόθεση της συνδρομής της προϋποθέσεως του εννόμου συμφέροντος, δικαιολογούμενη και λόγω της προβεβλημένης θέσης των Δικηγορικών Συλλόγων στην κοινωνία (πρβ. Σ.τ.Ε. 4576/1977 Ολομ. σκ. 2), συμβάλλει στην έγκαιρη και αποτελεσματική παροχή έννομης προστασίας (βλ. και C.d.E. 4.10.2017, σκ. 3, nο 403537). Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, υφίσταται ο απαιτούμενος από τη νομοθεσία ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος Συλλόγου με τις προσβαλλόμενες πράξεις και δεν πρόκειται για εκδήλωση απλού ενδιαφέροντος για την αποκατάσταση της νομιμότητας. Κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων Κ. Κονιδιτσιώτου και Φρ. Γιαννακού, τα ανωτέρω ισχύουν για τον επιπλέον λόγο ότι, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 90 «οι αρμοδιότητες των Δικηγορικών Συλλόγων εμπλουτίζονται με τη δυνατότητα που παρέχεται σε αυτούς για την άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων … όχι μόνο για θέματα που ενδιαφέρουν άμεσα τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα, αλλά και για κάθε θέμα εθνικού, κοινωνικού ή πολιτισμικού περιεχόμενου», με την ως άνω διάταξη σκοπήθηκε η διεύρυνση του δικαιώματος ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων από τους Δικηγορικούς Συλλόγους σε υποθέσεις, όπου τίθενται σημαντικά ζητήματα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Με τα δεδομένα αυτή, κατά τη γνώμη που μειοψήφησε η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον.

7. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

Επιβάλει σε βάρος του αιτούντος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 2024

Η Πρόεδρος

Ευαγγελία Νίκα

Η Γραμματέας

Ελένη Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου 2024.

Ο Πρόεδρος

Μιχαήλ Πικραμένος

Η Γραμματέας

Σταυρούλα Χάρου