Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΣτΕ 472/2025 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΣτΕ 472/2025 Τμ.Β - Πλήρες κείμενο

Πρόεδρος: Δημήτριος Εμμανουηλίδης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Πρόεδρου του Τμήματος
Εισηγητής: Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Γεώργιος Καφίρης (πάρεδρος ΝΣΚ)

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 1939/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου, εξαφανίστηκε η 3391/2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και, στη συνέχεια, έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου και ακυρώθηκε το …/29.8.2012 φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α΄ Αθηνών, με το οποίο είχε προσδιοριστεί το φορολογητέο εισόδημά του, για το οικονομικό έτος 2006, στο ποσό των 223.543,96 ευρώ, αντί του δηλωθέντος ποσού των 59.754,06 ευρώ, και είχε επιβληθεί σε βάρος του διαφορά κυρίου φόρου, ποσού 62.050,45 ευρώ, και πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας, ποσού 74.460,54 ευρώ. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί η ανωτέρω προσφυγή του αναιρεσίβλητου κατά του εν λόγω φύλλου ελέγχου. Με την 1738/2017 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 11 του Ν. 3513/2006, 29 του Ν. 3697/2008, 10 του Ν. 3790/2009 και 82 του Ν. 3842/2010 αντίκεινται στις εξειδικεύουσες την –απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου– αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των §§ 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων έτους. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγιναν δεκτά τα εξής: Εκδήλωση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ειδικώς στο φορολογικό δίκαιο, αποτελούν οι θεσπιζόμενες με το άρθρο 78 του Συντάγματος ρυθμίσεις, κατά την έννοια των οποίων, η πρόβλεψη στον νόμο ότι με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος παραγράφεται η αξίωση του Δημοσίου για τη βεβαίωση και επιβολή συγκεκριμένου φόρου συνιστά ουσιαστικό στοιχείο της οικείας φορολογικής ενοχής κατά την § 1 του ως άνω άρθρου 78. Ως ουσιαστικό δε στοιχείο της φορολογικής ενοχής, η διάρκεια της παραγραφής πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων, ενώ μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της § 2 του ανωτέρω άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζομένη το αργότερο το έτος που έπεται εκείνου, στο οποίο ανάγεται η φορολογική υποχρέωση. Κατά συνέπεια, διάταξη νόμου περί παρατάσεως χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, οι οποίες ανάγονται σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγούμενου της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις εξειδικεύουσες αυτήν ειδικώς στο φορολογικό δίκαιο ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, για τον λόγο ότι θα τροποποιούσε, κατά τον τρόπο αυτόν, αναδρομικά σε βάρος των φορολογουμένων το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται οι φορολογικές τους υποχρεώσεις, όσον αφορά ουσιαστικό στοιχείο των εν λόγω υποχρεώσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσίβλητος είχε, πάντως, τη δικονομική δυνατότητα να προβάλει παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου λόγο περί παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου, ερειδόμενο στην αντισυνταγματικότητα της κατά τα ανωτέρω επιμήκυνσης της οικείας προθεσμίας παραγραφής. Εξάλλου, η μακροχρόνια επικράτηση, ως προς τη συμβατότητα με το Σύνταγμα διάταξης νόμου, ορισμένης νομολογιακής άποψης, ενόψει της οποίας η άσκηση δικονομικού δικαιώματος, όπως η προβολή λόγου προσφυγής περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή φόρου, εμφανίζεται ως στερούμενη επαρκών πιθανοτήτων επίτευξης ευνοϊκού για τον προτιθέμενο να το ασκήσει δικονομικού αποτελέσματος, δεν αποτελεί ανυπέρβλητο κώλυμα άσκησης του δικαιώματος, ως μέσου επίτευξης του δικονομικού σκοπού του, αφού η νομολογιακή μεταβολή επί νομικού ζητήματος του οποίου η λύση προϋποθέτει την ερμηνεία κανόνα δικαίου, είναι αντικειμενικά πάντοτε ενδεχόμενη, ανεξαρτήτως φαινομένης παγιώσεως συγκεκριμένης ερμηνευτικής γνώμης. Κατόπιν τούτων, το ΣτΕ δέχτηκε την κρινόμενη αίτηση, η δε υπόθεση παραπέμφθηκε στο δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση.

Νομικές Διατάξεις: Άρθρα 53 §§ 3, 4 Π.Δ. 18/1989, 15 Ν. 3888/2010, 96 ΚΔιοικΔ, 62 § 1, 84 § 1 Ν. 2238/1994

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2024, με την εξής σύνθεση: Δημήτριος Εμμανουηλίδης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Πρόεδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Αγορίτσα Σδράκα, Βασιλική Μόσχου, Σύμβουλοι, Χρήστος Νέγρης, Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ευθυμία Ψωίνου.

Για να δικάσει την από 2 Οκτωβρίου 2019 αίτηση:

της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με τον Γεώργιο Καφίρη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά του … … του …, κατοίκου Αθηνών (…), ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1939/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Κωνσταντίνου Χριστόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο της αναιρεσείουσας Αρχής, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά τον νόμο, η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1939/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου, εξαφανίστηκε η 3391/2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και, στη συνέχεια, έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου και ακυρώθηκε το …/29.8.2012 φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α΄ Αθηνών, με το οποίο είχε προσδιοριστεί το φορολογητέο εισόδημά του, για το οικονομικό έτος 2006, στο ποσό των 223.543,96 ευρώ, αντί του δηλωθέντος ποσού των 59.754,06 ευρώ, και είχε επιβληθεί σε βάρος του διαφορά κυρίου φόρου, ποσού 62.050,45 ευρώ, και πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας, ποσού 74.460,54 ευρώ. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί η ανωτέρω προσφυγή του αναιρεσίβλητου κατά του εν λόγω φύλλου ελέγχου.

2. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, παρά την απουσία του αναιρεσίβλητου, διότι, όπως προκύπτει από την …/21.7.2021 έκθεση του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών … …, αντίγραφα της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και της από 20.5.2021 πράξης του Προέδρου του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή επιδόθηκαν εμπροθέσμως και νομοτύπως στον δικηγόρο Αθηνών, Σ. Φ., ο οποίος εκπροσώπησε τον αναιρεσίβλητο κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (άρθρο 21 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, Α΄ 8).

3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (17.10.2019), υπάγεται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/ 2010 (Α΄ 213), η δε παράγραφος 3 περαιτέρω και με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240). Όπως προκύπτει δε από το …/19.9.2019 σημείωμα προσδιορισμού φορολογικής διαφοράς του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α΄ Αθηνών και την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ποσό της ένδικης διαφοράς υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ.

4. Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσίβλητος είναι ιατρός, Διευθυντής της Β΄ Θωρακοχειρουργικής κλινικής του κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ.. Υπάλληλοι του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) διενήργησαν έλεγχο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3888/2010 (Α΄ 175) σε συνδυασμό με την ΠΟΛ 1095/2011, που αφορούσε σε επαλήθευση και διασταύρωση στοιχείων μεταξύ των τραπεζικών λογαριασμών (πρωτογενείς καταθέσεις μετρητών - επιταγών) και των δηλωθέντων εισοδημάτων του αναιρεσίβλητου, για το χρονικό διάστημα 1.1.2003-31.12.2010, προκειμένου να διερευνηθεί εάν τα δηλωθέντα εισοδήματα ανταποκρίνονται στα κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς ποσά. Ως προς τη χρήση του έτους 2005, ο έλεγχος θεώρησε ότι δεν δικαιολογήθηκε από τα εισοδήματα της αντίστοιχης περιόδου ποσό 163.789,90 ευρώ και ότι, επομένως, επρόκειτο για προσαύξηση περιουσίας, η οποία έπρεπε να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα και να επιβληθεί πρόσθετος φόρος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26 του ν. 3943/2011 (Α΄ 66). Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, εκδόθηκε το …/29.8.2012 φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α΄ Αθηνών, με το οποίο επιβλήθηκαν σε βάρος του αναιρεσίβλητου τα αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη ποσά κυρίου και προσθέτου φόρου. Κατά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης ο αναιρεσίβλητος άσκησε αρχικά, σύμφωνα με το άρθρο 70Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, Α΄ 151), την από 21.9.2012 αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, η οποία δεν εξετάστηκε μέχρι τις 31.12.2013 και, στη συνέχεια, την από 20.1.2014 προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε με την 3391/2017 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθως, κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 1.6.2017 έφεση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 30.3.2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων, με την οποία προέβαλε, μεταξύ άλλων, το πρώτον ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή φόρου εισοδήματος, για το ένδικο οικονομικό έτος 2006, είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 84 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε., που ξεκίνησε στις 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2011, οι δε μεταγενέστεροι νόμοι, μεταξύ αυτών και το εφαρμοστέο εν προκειμένω άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), που παρέτειναν την προθεσμία παραγραφής, ήταν αντίθετοι στο Σύνταγμα. Ειδικότερα, ο αναιρεσίβλητος επικαλέστηκε την 1738/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ως αντισυνταγματική σειρά διατάξεων περί παρατάσεως της προθεσμίας παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να εκδώσει και κοινοποιήσει καταλογιστικές πράξεις επί υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος, ισχυρίστηκε δε ότι παραδεκτώς προέβαλε λόγο περί παραγραφής το πρώτον κατ’ έφεση. Και τούτο διότι, πριν από τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, πάγια ήταν στη νομολογία η άποψη περί της συνταγματικότητας των νομοθετικών παρατάσεων της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να εκδώσει και κοινοποιήσει καταλογιστικές πράξεις επιβολής φόρων, ώστε να δικαιολογείται η μη προβολή με την προσφυγή λόγου περί παραγραφής.

5. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτός ο ως άνω πρόσθετος λόγος έφεσης. Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε τα εξής: «9. Επειδή, με την 1738/27.6.2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που δημοσιεύθηκε στις 27.6.2017 κατόπιν της 675/2017 παραπεμπτικής απόφασης της 7μελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του ΣτΕ, που δημοσιεύθηκε στις 8.3.2017, μεταβλήθηκε η πάγια νομολογία που είχε μέχρι τότε διαμορφωθεί (ΣτΕ 2962-2013, 691/2001, 1143-45/1998, 5460/1996, 2866/1985 επταμελ.), σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης δύναται να παρατείνει το χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς βεβαίωση φόρου εισοδήματος στην περίπτωση που ο αρχικά προβλεπόμενος χρόνος, εντός του οποίου μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό, δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου που προέβλεπε την παράταση του χρόνου αυτού. Ενόψει της νομολογίας αυτής που ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης της ένδικης προσφυγής (20.1.2014) αλλά και της συζήτησης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (27.9.2016), δικαιολογημένα ο εκκαλών δεν προέβαλε πρωτοδίκως (ούτε με πρόσθετους λόγους) ως λόγο, την συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής. Επομένως, παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 96 παρ. 2 του ΚΔΔ, προβάλλει τέτοιο λόγο πρώτη φορά με την κρινόμενη έφεση. 10. Επειδή, η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρο εισοδήματος για την ένδικη χρήση 2005, άρχισε στις 31.12.2006 (τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης) και έληξε, σύμφωνα με την πάγια διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα στις 31.12.2011. Εξάλλου, η εν λόγω προθεσμία δεν παρατάθηκε με τους αντισυνταγματικούς και επομένως ανίσχυρους νόμους που αναφέρονται στην 4η σκέψη, αφού η ένδικη φορολογική αξίωση ανάγεται στην χρήση 2005 που είναι προγενέστερη του προηγουμένου της δημοσίευσης των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους. Επομένως το .../29.8.2012 ένδικο φύλλο ελέγχου, εφόσον εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε στον εκκαλούντα το έτος 2012, δηλαδή μετά τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου, είναι μη νόμιμο και εκ του λόγου τούτου ακυρωτέο».

6. Επειδή, στο άρθρο 96 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97) προβλέπονται τα εξής: «1. Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς στο δεύτερο βαθμό. Επιτρέπεται όμως να προβληθεί, το πρώτο, αίτημα για παρεπόμενες απαιτήσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση ύστερα από την οποία και εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. 2. Επιτρέπεται η προβολή, στην κατ` έφεση δίκη, νέων πραγματικών ισχυρισμών, εφόσον αφορούν κεφάλαια τα οποία είχαν αμφισβητηθεί στην πρωτόδικη δίκη και η μη προβολή τους κατ` αυτήν κρίνεται δικαιολογημένη. 3. Για τα αιτήματα και τους πραγματικούς ισχυρισμούς οι οποίοι προβάλλονται παραδεκτώς σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, μπορούν οι διάδικοι να προσκομίσουν και να επικαλεστούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και το δικαστήριο να διατάξει συμπληρωματική απόδειξη».

7. Επειδή, με την 1738/2017 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 11 του ν. 3513/2006, 29 του ν. 3697/2008, 10 του ν. 3790/2009 και 82 του ν. 3842/2010 αντίκεινται στις εξειδικεύουσες την –απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου– αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων έτους. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγιναν δεκτά τα εξής: Εκδήλωση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ειδικώς στο φορολογικό δίκαιο, αποτελούν οι θεσπιζόμενες με το άρθρο 78 του Συντάγματος ρυθμίσεις, σύμφωνα με το οποίο «1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος. 2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η πρόβλεψη στον νόμο ότι με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος παραγράφεται η αξίωση του Δημοσίου για τη βεβαίωση και επιβολή συγκεκριμένου φόρου συνιστά ουσιαστικό στοιχείο της οικείας φορολογικής ενοχής κατά την παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 78. Ως ουσιαστικό δε στοιχείο της φορολογικής ενοχής, η διάρκεια της παραγραφής πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων, ενώ μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζομένη το αργότερο το έτος που έπεται εκείνου, στο οποίο ανάγεται η φορολογική υποχρέωση. Κατά συνέπεια, διάταξη νόμου περί παρατάσεως χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, οι οποίες ανάγονται σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγούμενου της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις εξειδικεύουσες αυτήν ειδικώς στο φορολογικό δίκαιο ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, για τον λόγο ότι θα τροποποιούσε, κατά τον τρόπο αυτόν, αναδρομικά σε βάρος των φορολογουμένων το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται οι φορολογικές τους υποχρεώσεις, όσον αφορά ουσιαστικό στοιχείο των εν λόγω υποχρεώσεων.

8. Επειδή, προβάλλεται ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 96 παρ. 2 του ΚΔΔ, έκανε δεκτό λόγο περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση της επίδικης καταλογιστικής πράξης, ο οποίος προβλήθηκε το πρώτον κατ’ έφεση. Κατά το αναιρεσείον Δημόσιο, είναι μη νόμιμη η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία παρίσταται δικαιολογημένη η μη προβολή λόγου περί παραγραφής στην πρωτόδικη δίκη ενόψει του ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της ένδικης προσφυγής και της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, υπήρχε αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας νομοθετικών διατάξεων που προβλέπουν την παράταση της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι, ως προς το τιθέμενο με αυτόν νομικό ζήτημα, δεν υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός είναι βάσιμος και ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως είναι και βάσιμος. Τούτο διότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσίβλητος είχε, πάντως, τη δικονομική δυνατότητα να προβάλει παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου λόγο περί παραγραφής της σχετικής φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου, ερειδόμενο στην αντισυνταγματικότητα της κατά τα ανωτέρω επιμήκυνσης της οικείας προθεσμίας παραγραφής. Εξάλλου, η μακροχρόνια επικράτηση, ως προς τη συμβατότητα με το Σύνταγμα διάταξης νόμου, ορισμένης νομολογιακής άποψης, ενόψει της οποίας η άσκηση δικονομικού δικαιώματος, όπως η προβολή λόγου προσφυγής περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή φόρου, εμφανίζεται ως στερούμενη επαρκών πιθανοτήτων επίτευξης ευνοϊκού για τον προτιθέμενο να το ασκήσει δικονομικού αποτελέσματος, δεν αποτελεί ανυπέρβλητο κώλυμα άσκησης του δικαιώματος, ως μέσου επίτευξης του δικονομικού σκοπού του, αφού η νομολογιακή μεταβολή επί νομικού ζητήματος του οποίου η λύση προϋποθέτει την ερμηνεία κανόνα δικαίου, είναι αντικειμενικά πάντοτε ενδεχόμενη, ανεξαρτήτως φαινομένης παγιώσεως συγκεκριμένης ερμηνευτικής γνώμης (πρβλ. ΣτΕ 334/2025 Ολομ., 1327/2009, ΑΠ 730/2021, 114/1989, ΑΕΔ 11/1983, ΕΔΔΑ, 21.7.2016, 63066/14, Μαματάς κ.λπ. κατά Ελλάδας, σκ. 62).

9. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Περαιτέρω, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την 1939/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2024 και στις 4 Μαρτίου 2025

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

Δημήτριος Εμμανουηλίδης

Η Γραμματέας

Ευθυμία Ψωίνου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 2025.

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

Δημήτριος Εμμανουηλίδης

Η Γραμματέας

Ελένη Τουρόγιαννη