Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
2
Έτος
2023
Περισσότερα

Παραπομπές


Διοικητική Δίκη, 2 (2023)


ΔΠρΘεσ ΑΔ 394/2022 - σχόλιο: Β. Τσιγαρίδας/Ε. Πρεβεδούρου

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΔΠρΘεσ ΑΔ 394/2022

Πρόεδρος: Ιωάννης-Δημήτριος Βάντσης.
Εισηγήτρια: Κασσιανή Μανωλάκογλου, Πρωτοδίκης.
Δικηγόρος: Δήμ. Λάτσιου.

Έννοια πρόσφυγα. Θεμελιώδη κανόνα της προστασίας των προσφύγων, κατά τη Σύμβαση της Γενεύης, αποτελεί η αρχή της μη επαναπροώθησης.
Η αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή απλώς και μόνον επειδή ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης· τέτοιες απειλές όμως σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτών αντιμετωπίζει ο ίδιος, λόγω του οικογενειακού δεσμού με το απειλούμενο πρόσωπο, απειλή δίωξης ή σοβαρής βλάβης.
Από τις απαιτήσεις για εξατομικευμένη αξιολόγηση και για πλήρη εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, προκύπτει ότι μπορεί να προβλέπονται μέτρα για την εξέταση αιτήσεων που έχουν υποβληθεί χωριστά από μέλη της ίδιας οικογένειας και παρουσιάζουν ενδεχομένως συνάφεια μεταξύ τους, υπό την προϋπόθεση ότι εξετάζεται η κατάσταση εκάστου ενδιαφερομένου, όμως, οι εν λόγω αιτήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινής αξιολόγησης.
Ο δικαστής υποχρεούται, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής. Ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της αρχής αυτής. Από το άρθ. 46 § 3 της Οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διαμορφώνουν τη νομοθεσία τους κατά τέτοιον τρόπο ώστε η εξέταση των προσφυγών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων βάσει των οποίων δύναται ο δικαστής να προβεί σε επικαιροποιημένη εξέταση της υπόθεσης. Οδηγίες προς τη Διοοίκηση για την επανεξέταση αιτήματος ανήλικης για προστασία.

2. Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται παραδεκτώς η ακύρωση της 28408/19/17.6.2020 απόφασης της 4ης Επιτροπής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, με την οποία απορρίφθηκε η ενδικοφανής προσφυγή που ασκήθηκε κατά της 33183/16.9.2019 απόφασης του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θεσσαλονίκης, και τελικώς, το αίτημα χορήγησης διεθνούς προστασίας στην ανήλικη J.Am., το οποίο υποβλήθηκε από τους γονείς της, Muhammad Am. και Khadija Am. Με την απόφαση της Επιτροπής επιβλήθηκε επίσης σε βάρος του τέκνου το μέτρο της επιστροφής και τάχθηκε προθεσμία 10 ημερών για την οικειοθελή του αναχώρηση από την Ελλάδα.

3. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1Α της από 28.7.1951 Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης (ν.δ. 3989/1959, Α΄ 201), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 § 2 του από 31.1.1967 Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης (α.ν. 389/1968, Α΄ 125), νοείται ως πρόσφυγας κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης…». Εξάλλου, θεμελιώδη κανόνα της προστασίας των προσφύγων κατά την Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί η αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία θεσπίζεται με το άρθρο 33 αυτής («Απαγόρευσις απελάσεως ή επαναπροωθήσεως»), που ορίζει τα ακόλουθα «1. Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγα, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων. Περαιτέρω, με το άρθρο 78 (πρώην άρθρα 63, σημεία 1 και 2, και 64 § 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [ΣΕΚ]) του Κεφαλαίου 2 “Πολιτικές σχετικά με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση”, του Τίτλου V “Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης” της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ, βλ. ενοποιημένη απόδοση: EE C 202 της 7ης Ιουνίου 2016, σ. 47 επ.) ορίζεται ότι: «1. Η Ένωση αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας με στόχο να παρέχεται το κατάλληλο καθεστώς σε οποιονδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας χρήζει διεθνούς προστασίας και να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η πολιτική αυτή πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και με το πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων, καθώς και με άλλες συναφείς συμβάσεις. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα όσον αφορά κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, στο οποίο περιλαμβάνονται: α) ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο ισχύει σε όλη την Ένωση, β) ενιαίο καθεστώς επικουρικής προστασίας για τους υπηκόους τρίτων χωρών που χρήζουν διεθνούς προστασίας, χωρίς να τους χορηγείται ευρωπαϊκό άσυλο, γ) ... δ) κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του ενιαίου καθεστώτος ασύλου ή επικουρικής προστασίας, ε) ...».

4. Με βάση ιδίως το άρθρο 78 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) της ΣΛΕΕ εκδόθηκε η Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας. Στο πρώτο μέρος του ν. 4636/2019 «Περί Διεθνούς Προστασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 169 Διόρθωση σφαλμάτων Α΄ 173), με το οποίο προσαρμόστηκε η εθνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της ανωτέρω Οδηγίας, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησαν οι αιτούντες για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους (βλ. την περ. β της § 6 του άρθρου 117, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε στο ανωτέρω άρθρο με το άρθρο 29 του ν. 4686/2020 - Α΄ 96/12.2.2020), προβλέπεται: στο άρθρο 2 ότι «Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου οι παρακάτω όροι έχουν την εξής έννοια: α)… β)… γ)… δ)… ε) «πρόσφυγας» είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, βρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν μπορεί ή λόγω του φόβου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, βρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν μπορεί ή λόγω του φόβου αυτού δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12, στ)… ζ) «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» είναι, με την επιφύλαξη του άρθρου 17, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας αλλά στο πρόσωπο του συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι αν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15 και που δεν μπορεί ή λόγω του κινδύνου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας … η) …», στο άρθρο 4 ότι: «1. … 2. … 3. Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση: α) των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής, κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας της χώρας αυτής και του τρόπου εφαρμογής της, β) των συναφών δηλώσεων και των εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που επικαλείται σχετικά με το αν έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη, γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ώστε να εκτιμηθεί αν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη εκτεθεί ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη, δ) του ενδεχόμενου οι δραστηριότητες του αιτούντος από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του να ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ώστε να εκτιμηθεί αν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα ε)… 4. Το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης, αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η προηγούμενη δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί. 5. Όταν στοιχεία των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, τα στοιχεία αυτά δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: α) ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του, β) ο αιτών έχει υποβάλει όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία διαθέτει και έχει δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων, γ) οι δηλώσεις του θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του, δ) αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το ταχύτερο δυνατόν, εκτός αν προβάλει βάσιμο λόγο που τον εμπόδισε να το πράξει, ε)η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι θεμελιωμένη. Σε κάθε περίπτωση ισχύει το ευεργέτημα της αμφιβολίας.6.Η αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή απλώς και μόνον επειδή ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Εντούτοις, στο πλαίσιο της εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας του αιτούντος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απειλές δίωξης και σοβαρών βλαβών σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτών αντιμετωπίζει ο ίδιος ατομικά τέτοιες απειλές, λόγω του οικογενειακού δεσμού με το απειλούμενο πρόσωπο.», στο άρθρο 5 ότι: «1. Ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης μπορεί να στηρίζεται σε: α) γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτούντος από τη χώρα καταγωγής του…»,στο άρθρο 9 ότι: «1. Μία πράξη για να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης πρέπει: α) να είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), ή β) να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται το άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο α΄. 2. Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη μορφή: α) πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας … 3. Σύμφωνα με το άρθρο 2 (ε) πρέπει να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 10 και των ως άνω πράξεων δίωξης ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών», στο άρθρο 1. Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, οι αρμόδιες αρχές εξέτασης και απόφασης, λαμβάνουν υπόψη ότι: α) η έννοια της φυλής περιλαμβάνει ιδίως το στοιχείο του χρώματος, της καταγωγής ή του γεγονότος ότι το άτομο ανήκει σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα, … γ) η έννοια της εθνικότητας δεν περιορίζεται μόνο στην ιθαγένεια ή την έλλειψή της, αλλά περιλαμβάνει ιδίως την ιδιότητα του μέλους της ομάδας, η οποία προσδιορίζεται από την πολιτιστική, εθνοτική ή γλωσσική της ταυτότητα, τις κοινές γεωγραφικές ή πολιτικές καταβολές ή τη σχέση της με τον πληθυσμό της χώρας, δ) η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν μεταξύ άλλων: i) τα μέλη της ομάδας της έχουν κοινό εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκαστεί να τις αποκηρύξει και ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του φύλου … Κατά τον καθορισμό της συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού της ομάδας λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας φύλου, … 2. Κατά την αξιολόγηση για το βάσιμο του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό τού αποδίδεται από τον φορέα της δίωξης.», στο άρθρο 8 ότι: «1. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, οι αρμόδιες αρχές απόφασης αποφασίζουν ότι ο αιτών δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, αν σε τμήμα της χώρας καταγωγής: α) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή δεν διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή β) ο αιτών έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 7, και μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί λογικά να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί. 2. Εξετάζοντας εάν ο αιτών έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης σε τμήμα της χώρας καταγωγής σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές απόφασης, κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης, λαμβάνουν υπόψη της γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος σύμφωνα με το άρθρο 4. Για τον σκοπό αυτόν οι αρμόδιες αρχές απόφασης μεριμνούν για τη λήψη ακριβών και επικαιροποιημένων πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, από σχετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, καθώς και τα κράτη - μέλη», στο άρθρο 15 ότι: «Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε: α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του, ή γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης», στο άρθρο 20 ότι: «… 3. Κατά την εφαρμογή του παρόντος Κεφαλαίου λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, ασυνόδευτοι ή μη … οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά … 4. Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν ανηλίκους…» και στο άρθρο 23 ότι: «1. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα που διασφαλίζουν τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας. 2. Στα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου καθεστώτος διεθνούς προστασίας, εφόσον δεν πληρούν ατομικά τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, μετά από αίτησή τους και με τις ίδιες διαδικασίες, χορηγούνται τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 24 έως και 36, εφόσον αυτό είναι συμβατό με άλλο καθεστώς που τα μέλη αυτά τυχόν απολαμβάνουν…».

5. Περαιτέρω, με το Γ΄ Μέρος του ν. 4375/2016 (Α΄ 51/3.4.2016, διόρθωση σφαλμάτων Α΄ 57/6.4.2016) μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (L 180). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο καταγραφής της αίτησης διεθνούς προστασίας και την διεξαγωγή της προφορικής συνέντευξης των αιτούντων προβλεπόταν ότι: «Κάθε αλλοδαπός ή ανιθαγενής έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας. Η αίτηση υποβάλλεται ενώπιον των Αρχών Παραλαβής, οι οποίες διενεργούν αμέσως πλήρη καταγραφή της. Η πλήρης καταγραφή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία ταυτότητας, τη χώρα καταγωγής του αιτούντος, το όνομα του πατέρα, της μητέρας, του/της συζύγου και των τέκνων του, βιομετρικά στοιχεία αναγνώρισης, καθώς και σύντομη αναφορά των λόγων για τους οποίους ο αιτών ζητά διεθνή προστασία… 6. Ο αιτών μπορεί να υποβάλει αίτηση εξ ονόματος και των μελών της οικογένειάς του … 7. Αιτών που αποκτά τέκνο μετά την είσοδό του στη χώρα δύναται να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας εξ ονόματος του τέκνου, η κατάθεση της οποίας συνοδεύεται από τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου. Η αίτηση αυτή συνενώνεται με την αίτηση διεθνούς προστασίας του αιτούντος γονέα σε όποιο στάδιο και βαθμό της διαδικασίας βρίσκεται αυτή….» (άρθρο 36 §§ 1, 6 και 7), «1. Οι αιτούντες, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των Κεφαλαίων Γ και Δ έχουν τα ακόλουθα δικαιώματα: α. Ενημερώνονται, σε γλώσσα την οποία κατανοούν, για τη διαδικασία που ακολουθείται, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, για το καθήκον εχεμύθειας των αρχών και το γεγονός ότι οι πληροφορίες που παρέχουν στις αρχές κατά τη διάρκεια της εξέτασης της αίτησής τους δεν θα αποκαλυφθούν στους φερόμενους ως φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης, για τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις τους και της μη συνεργασίας με τις αρχές, καθώς και για τις συνέπειες της ρητής ή σιωπηρής ανάκλησης της αίτησής τους. Επίσης, ενημερώνονται για τις προθεσμίες και τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, ώστε να συμμορφωθούν με την υποχρέωση υποβολής των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους. Οι πληροφορίες τους παρέχονται εγκαίρως ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 42. Οι πληροφορίες αυτές δύναται να παρέχονται και τηλεφωνικά ή με αυτοματοποιημένο τρόπο. β. Τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα για να υποβάλουν την αίτησή τους και να εκθέσουν την υπόθεσή τους στις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής, για τη διεξαγωγή συνέντευξης ή προφορικής ακρόασης, καθώς και σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σε Α και Β βαθμό, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η αναγκαία επικοινωνία χωρίς αυτόν. Η δαπάνη της διερμηνείας βαρύνει το Δημόσιο. Η παροχή υπηρεσιών διερμηνείας, όπου αυτή απαιτείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας δύναται να παρέχεται και εξ αποστάσεως με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων επικοινωνίας, σε περίπτωση που η φυσική παρουσία διερμηνέα δεν είναι πρόσφορη. Οι αρμόδιες αρχές απόφασης μεριμνούν ώστε να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου ξενόγλωσσων εγγράφων που τυχόν κατατίθενται ενώπιόν τους, ακόμη και αν αυτά δεν προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση. γ. Μπορούν να επικοινωνούν με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ή με κάθε άλλη οργάνωση που παρέχει νομική, ιατρική και ψυχολογική συνδρομή…» (άρθρο 41 § 1), «1. Οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να συμβουλεύονται με δαπάνη τους δικηγόρο ή άλλο σύμβουλο σε θέματα σχετικά με την αίτησή τους … 2. Στους αιτούντες παρέχονται, στο πλαίσιο των διαδικασιών του Κεφαλαίου Γ, δωρεάν νομικές πληροφορίες και πληροφορίες για τη διαδικασία, σχετικά με την υπόθεσή τους. Πέραν της παροχής πληροφόρησης του προηγούμενου εδαφίου, σε περίπτωση απόφασης με την οποία δεν χορηγείται προσφυγικό καθεστώς σε πρώτο βαθμό, στους αιτούντες παρέχεται, κατόπιν αιτήματος, εξειδικευμένη ενημέρωση σχετικά με το σκεπτικό της απόφασης και τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατ αυτής. Η πληροφόρηση και ενημέρωση των προηγούμενων εδαφίων μπορεί να παρέχονται από φορείς της κοινωνίας των πολιτών. 3. Στους αιτούντες παρέχεται δωρεάν νομική συνδρομή στις διαδικασίες ενώπιον της Αρχής Προσφυγών με τους όρους και τις προϋποθέσεις της υπουργικής απόφασης του άρθρου 7 παράγραφος 8 του παρόντος … 4. Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν αιτούντες έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες του φακέλου τους, βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί η απόφαση, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 41 παράγραφος 1(ε) εδάφιο τρίτο του παρόντος … 5. … 6. Δικηγόροι ή άλλοι σύμβουλοι δικαιούνται να παρέχουν κάθε νόμιμη συνδρομή στον αιτούντα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Οι αιτούντες δικαιούνται να παρίστανται στην προσωπική συνέντευξη με τον δικηγόρο που τους εκπροσωπεί ή τον σύμβουλο που τους παρέχει συνδρομή …» (άρθρο 44), «1.Πριν τη λήψη απόφασης, η Αποφαινόμενη Αρχή διενεργεί προσωπική συνέντευξη του αιτούντος, ο οποίος καλείται σε αυτήν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 40 … Σε περίπτωση που, μετά την πραγματοποίηση της συνέντευξης, η Αποφαινόμενη Αρχή κρίνει απαραίτητη τη διερεύνηση της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας, πραγματοποιείται σχετική συμπληρωματική συνέντευξη. 2. Η συνέντευξη διενεργείται από αρμόδιο υπάλληλο της Αρχής Παραλαβής (χειριστή), ο οποίος διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και ο οποίος λαμβάνει και εκδίδει την απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας. Ο εσωτερικός κανονισμός της Υπηρεσίας Ασύλου ορίζει τη διαδικασία ορισμού του αρμόδιου υπαλλήλου (χειριστή) από τον Προϊστάμενο του κάθε Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου και Αυτοτελούς Κλιμακίου Ασύλου. 3. Η συνέντευξη διενεργείται με τη συνδρομή διερμηνέα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 41 παράγραφος 1β, ικανού να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να επιβεβαιώσει όσα αναφέρει στην αίτησή του και να μπορέσει να εκθέσει με πληρότητα τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ή προηγούμενης συνήθους διαμονής του, όταν πρόκειται για ανιθαγενή, ζητώντας προστασία, καθώς και τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και προκειμένου να δώσει εξηγήσεις, ιδίως σε ό, τι αφορά, το προσωπικό του ιστορικό, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ηλικία του, την ιθαγένεια, τη χώρα και τον τόπο προηγούμενης διαμονής του, τυχόν προηγούμενες αιτήσεις διεθνούς προστασίας, τα δρομολόγια που ακολούθησε για να εισέλθει στο ελληνικό έδαφος και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα. 4. Κατά τη διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης η Αποφαινόμενη Αρχή παραχωρεί στον αιτούντα κατάλληλη ευκαιρία για να παρουσιάσει τα στοιχεία που απαιτούνται για την κατά το δυνατόν πλήρη τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Στον αιτούντα δίνεται η ευκαιρία να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τα στοιχεία που ενδεχομένως λείπουν και/ή σχετικά με τυχόν ασυνέπειες ή αντιφάσεις στο πλαίσιο των δηλώσεών του. 5. Πριν από τη συνέντευξη χορηγείται στον αιτούντα, εφόσον το επιθυμεί, εύλογος χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί κατάλληλα και να συμβουλευθεί νομικό ή άλλο σύμβουλο για να τον επικουρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο εύλογος χρόνος καθορίζεται από την αρμόδια Αρχή Παραλαβής και δεν δύναται να υπερβεί τις επτά (7) ημέρες ή τις τρεις (3) ημέρες όταν πραγματοποιείται συνέντευξη βάσει των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 60 ή όταν αφορά αιτούντα που βρίσκεται σε διαδικασία Υποδοχής και Ταυτοποίησης. 6. … 7. Για κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας διεξάγεται ξεχωριστή προσωπική συνέντευξη. Για τους ανήλικους, διεξάγεται προσωπική συνέντευξη λαμβανομένης υπόψη της ωριμότητάς τους και των ψυχολογικών συνεπειών των τραυματικών βιωμάτων τους. 8. Η προσωπική συνέντευξη μπορεί να παραλειφθεί όταν η Αποφαινόμενη Αρχή κρίνει ότι, με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, δύναται να αναγνωρίσει τον αιτούντα ως πρόσφυγα ή όταν δεν είναι αντικειμενικά δυνατή, ιδίως όταν ο αιτών δεν είναι σε θέση λόγω της μικρής του ηλικίας … 9. Όταν στον αιτούντα ή στο μέλος της οικογένειάς του δεν παρέχεται η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης, η Αποφαινόμενη Αρχή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες, ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα να υποβάλουν συμπληρωματικά στοιχεία. … 10. … 11. … 12. Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν την απαιτούμενη εμπιστευτικότητα. 13. Κατά την προσωπική συνέντευξη λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν τη διεξαγωγή της σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτούντα να παρουσιάσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό: α. O κάθε χειριστής διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που αφορούν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των πολιτισμικών καταβολών του αιτούντος. Ειδικότερα, οι χειριστές επιμορφώνονται, ιδίως για τις ειδικές ανάγκες των γυναικών, των παιδιών και των θυμάτων βίας και βασανιστηρίων. β. Ο διερμηνέας που επιλέγεται είναι ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών. 14. Η συνέντευξη ηχογραφείται, ενώ για κάθε συνέντευξη συντάσσεται έκθεση στην οποία περιλαμβάνονται οι βασικοί ισχυρισμοί του αιτούντος διεθνή προστασία και όλα τα ουσιώδη στοιχεία της. Εάν δεν είναι δυνατή η απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης, τηρείται πλήρες πρακτικό. Ο αιτών καλείται στο τέλος της συνέντευξης να επιβεβαιώσει ότι δεν επιθυμεί να προσθέσει οτιδήποτε άλλο, ενώ δεν υπογράφει την έκθεση ή το πρακτικό. Η ηχητική καταγραφή συνοδεύει την έκθεση ή το πρακτικό και αποθηκεύεται με μέριμνα της Αποφαινόμενης Αρχής. Συνεντεύξεις που πραγματοποιούνται με τηλεδιάσκεψη καταγράφονται ηχητικά υποχρεωτικά. 15. Εφόσον δεν είναι δυνατή η ηχητική καταγραφή, τηρείται πλήρες πρακτικό της συνέντευξης. Ο αιτών καλείται να βεβαιώσει την ακρίβεια του περιεχομένου του πρακτικού, υπογράφοντας με τη συνδρομή διερμηνέα, εφόσον παρίσταται, που επίσης υπογράφει. Σε περίπτωση που ο αιτών αρνείται να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού, οι λόγοι άρνησης καταχωρίζονται σε αυτό. Η άρνηση του αιτούντος να βεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού δεν εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λάβει απόφαση επί της αίτησής του. 16. Ο αιτών δικαιούται να λαμβάνει οποτεδήποτε αντίγραφο του πρακτικού ή της έκθεσης και της ηχητικής καταγραφής. 17. …Οι προαναφερόμενες εγγυήσεις τηρούνται και κατά τη διαδικασία συζήτησης των προσφυγών ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, καθώς και σε κάθε συμπληρωματική συνέντευξη ή ακρόαση.» (άρθρο 52, όπως η § 17 αντικαταστάθηκε από την §12 του άρθρου 86 του ν. 4399/2016 - Α΄ 117/22.6.2016). Εξάλλου, κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση σε πρώτο βαθμό ο αιτών δικαιούνταν, κατά τις διατάξεις του τότε εφαρμοστέου ν. 4375/2016, να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή, που εξετάζεται από Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών (άρθρο 61).

6. Το τρίτο μέρος του ν. 46362019, με το οποίο προσαρμόσθηκε εκ νέου η ελληνική νομοθεσία στην ανωτέρω Οδηγία 2013/32/ΕΕ, ήταν πλέον εφαρμοστέο κατά τον χρόνο της εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής της αιτούσας, σύμφωνα με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 117 § 6 του ανωτέρω νόμου, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε στο άρθρο 117 με το άρθρο 29 του ν. 4686/2020 και έχει ως εξής: «6. Οι ρυθμίσεις του παρόντος νόμου καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του: … β) όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 και μετά…». Περαιτέρω, στο νόμο αυτό προβλέπεται: στο άρθρο 63 ότι «…δ. «Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής», «Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης» ή «Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής και Εξέτασης» είναι τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου, τα Αυτοτελή Κλιμάκια της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και τα Κινητά Κλιμάκια Ασύλου σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στον ν. 4375/2016 … στ. «Αποφαινόμενη Αρχή» είναι o υπάλληλος της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής, ο οποίος ορίζεται ως χειριστής για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του παρόντος… ζ. «Αρμόδιες Αρχές Απόφασης» είναι η Αποφαινόμενη Αρχή και οι Επιτροπές Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών…», στο άρθρο 88 ότι: «1.Η αρμόδια Αρχή Απόφασης απορρίπτει ως αβάσιμη την αίτηση, εφόσον θεμελιώσει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας, κατά τις κείμενες διατάξεις…», στο άρθρο 92 ότι: «1. Ο αιτών δικαιούται να ασκήσει την προβλεπόμενη προσφυγή της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών του άρθρου 4 του ν. 4375/2016 (Α΄ 51): α. Κατά της απόφασης, που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας ως αβάσιμη με την κανονική διαδικασία, καθώς και κατά της απόφασης, με την οποία χορηγείται καθεστώς επικουρικής προστασίας, κατά το μέρος που αφορά τη μη αναγνώριση του προσφεύγοντος ως πρόσφυγα, εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης ή από τότε που τεκμαίρεται ότι ο προσφεύγων έλαβε γνώση, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 82…», στο άρθρο 97 ότι «1. Η διαδικασία ενώπιον της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, είναι κατά κανόνα έγγραφη και η συζήτηση των προσφυγών διενεργείται με βάση τα στοιχεία του φακέλου. 2. Κατά τη διαδικασία ενώπιον των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών παρίσταται υποχρεωτικά ο προσφεύγων αυτοπροσώπως ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 78… 3. Η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών καλεί υποχρεωτικά τον προσφεύγοντα σε προφορική ακρόαση όταν: α. με την προσφυγή προσβάλλεται απόφαση ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, β. ανακύπτουν ζητήματα ή αμφιβολίες ως προς την πληρότητα της συνέντευξης, που πραγματοποιήθηκε κατά τον πρώτο βαθμό εξέτασης, γ. ο προσφεύγων επικαλείται σοβαρά νέα στοιχεία, που αφορούν σε ουσιώδεις οψιγενείς ισχυρισμούς… 4. … 5. Η συζήτηση στις Επιτροπές είναι δημόσιες, πλην αν αντιλέγει ο προσφεύγων, γνωστοποιώντας τη βούλησή του είτε προφορικά ο ίδιος ενώπιον της Επιτροπής, είτε με έγγραφη δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου ή του εκπροσώπου του είτε δια του υπομνήματος 6… 10. Κατά τη συζήτηση της προσφυγής, η Επιτροπή εξετάζει την υπόθεση εξ υπαρχής κατά τον νόμο και την ουσία και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του προσφεύγοντος.», και στο άρθρο 99 ότι: «Ο προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα για την ανάπτυξη των προβαλλόμενων με την προσφυγή ισχυρισμών το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση της προσφυγής. Με το ίδιο υπόμνημα μπορεί να προβάλει και οψιφανείς και οψιγενείς ισχυρισμούς. Στην ίδια προθεσμία οφείλει και να προσκομίσει τα αποδεικτικά των ισχυρισμών του στοιχεία…». Τέλος στην § 6 του άρθρου 1 του ν. 4375/2016 (Α΄ 51), όπως προστέθηκε με το άρθρο 116 § 1 του ν. 4636/2019 ορίζεται ότι: «6. Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας λαμβάνονται σε ατομική βάση, μετά από εμπεριστατωμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση. Για τον σκοπό αυτόν η Κεντρική Υπηρεσία Ασύλου: α. Αναζητεί, συλλέγει, αξιολογεί και τηρεί συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, καθώς και τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες προέλευσης των αιτούντων (χώρες καταγωγής, χώρες προηγούμενης συνήθους διαμονής, χώρες μέσω των οποίων διήλθαν κ.λπ.) σε συνεργασία με άλλες συναρμόδιες αρχές ή αντίστοιχες αρχές κρατών-μελών ΕΕ, στο πλαίσιο σχετικών συμφωνιών ή από αξιόπιστες πηγές, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στις Αρμόδιες Αρχές Απόφασης. β. Μεριμνά, ώστε το προσωπικό που εξετάζει και αποφασίζει για τις αιτήσεις ή εισηγείται για τη λήψη αποφάσεων, να γνωρίζει την εθνική και διεθνή νομοθεσία και τη νομολογία περί διεθνούς προστασίας. Προς τούτο, οργανώνει την εκπαίδευση και φροντίζει για τη συνεχή επιμόρφωση του προσωπικού. Επίσης μεριμνά, ώστε το προσωπικό να μπορεί να συμβουλεύεται, όταν είναι αναγκαίο, εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων όπως ιατρικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών, γλωσσολογικών ή ζητημάτων που άπτονται ιδίως των ανηλίκων ή του φύλου. γ. Κοινοποιεί στις Αρμόδιες Αρχές Απόφασης τις διαθέσιμες από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες οδηγίες και ενημερωτικά δελτία σε θέματα διεθνούς προστασίας…».

7. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 139/25.8.1975 «Περί κυρώσεως της εν Νέα Υόρκη την 28 Σεπτεμβρίου 1954 υπογραφείσης Διεθνούς Συμβάσεως και του συνοδεύοντος ταύτην παραρτήματος περί του καθεστώτος των ανιθαγενών (Α΄ 176) «1. Διά τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως, ο όρος ανιθαγενής υποδηλοί πρόσωπον το οποίον ουδέν Κράτος θεωρεί ως υπήκοόν του κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας του».

8. Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, μεταξύ των οποίων και η Α137/27.2.2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά καθώς και η 17971/31.10.2017 απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ανήλικη αιτούσα Jannat Am., τέκνο των Muhammad Am. και Khadija Am., πολιτών της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Πακιστάν, γεννήθηκε στις 25.1.2018 στη Θεσσαλονίκη (σχετ. η από 13.11.2018 πράξη της Ληξιάρχου Θεσσαλονίκης). Ήδη προ της γέννησής της και συγκεκριμένα την 1.12.2016, οι γονείς της, ενεργώντας και για λογαριασμό του έτερου ανήλικου τέκνου τους Muhammad Hadi, είχαν υποβάλει στο Αυτοτελές Κλιμάκιο Ασύλου Κω, αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε σε δεύτερο βαθμό με την 17971/31.10.2017 απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, επικυρωθείσα με την Α137/27.2.2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, με την οποία έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Η μητέρα της αιτούσας, γεννηθείσα στο χωριό Gorsiyan, στο Κασμίρ του Πακιστάν, είναι σουνίτισσα μουσουλμάνα, εθνοτικής καταγωγής Kashmiri. Εγκατέλειψε μαζί με τον σύζυγό της την χώρα καταγωγής της, όπου διαμένουν οι γονείς, τρεις αδελφές και δύο αδελφοί της, στις 8 ή 9.8.2016, ενώ διένυε τον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης της, για να γλυτώσει από τον ξάδελφό της, με τον οποίο την είχε αρραβωνιάσει, παρά τη θέλησή της, ο πατέρας της και τον οποίο εγκατέλειψε για να παντρευτεί τον πατέρα της ανήλικης αιτούσας. Ειδικότερα, αρχικά η μητέρα της ανήλικης προέβη, μέσω skype, στις 28.6.2015 σε σύμφωνο γάμου με το σύζυγό της, παρουσία της μητέρας και της αδελφής της και στις 12.10.2015 σε σύναψη γάμου, παρουσία και των 2 γονέων της. Ένα μήνα μετά το γάμο τους και ενώ ο σύζυγός της επέβαινε στη μηχανή του, τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο από την πίσω πλευρά. Ως αποτέλεσμα, ο τελευταίος νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο για 1 ή 2 ημέρες. Λόγω της επίθεσης αυτής, ο σύζυγός της απευθύνθηκε στο συμβούλιο των γερόντων, χωρίς όμως η παραπάνω ενέργεια να συμβάλλει στην επίλυση της διαφοράς. Δεν απευθύνθηκαν στην αστυνομία, επειδή ο ξάδελφός της τους είχε απειλήσει ότι στην περίπτωση αυτή θα τους σκοτώσει και με δεδομένο ότι ήδη είχαν δεχθεί αρκετές απειλές, φοβήθηκαν να το αναφέρουν. Στη συνέχεια μετεγκαταστάθηκαν στο Kotli για 2,5 μήνες και στη Rawalakot για 5-6 μήνες, πόλεις τις οποίες εγκατέλειπαν για λόγους ασφαλείας, καθώς πληροφορούνταν από την μητέρα της τον εντοπισμό τους από τον ξάδελφό της. Έτσι έλαβαν την απόφαση να αποχωρήσουν από το Πακιστάν. Έφτασαν στην Ελλάδα στις 9.9.2016. Ο πατέρας της ανήλικης γεννήθηκε στο χωριό Suhava, στο Κασμίρ του Πακιστάν, είναι σουνίτης μουσουλμάνος, εθνοτικής καταγωγής kashmiri. Οι γονείς του, ο αδελφός του και οι 3 αδελφές του διαμένουν στο Κασμίρ. Έχει εργαστεί στο παρελθόν ως μάγειρας. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς της συζύγου του σχετικά με τους λόγους, για τους οποίους αναχώρησαν από τη χώρα τους και δεν επιθυμούν να επιστρέψουν. Αναφέρθηκε, επίσης, στο συμβάν με το τροχαίο ατύχημα, αλλά σε αντίθεση με τη σύζυγό του, η οποία δήλωσε ότι δεν ανέφεραν το περιστατικό στην αστυνομία, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι απευθύνθηκε σε αυτήν, αλλά εκεί του είπαν ότι «αφού ενέργησα με την θέληση μου τότε θα υποστώ τις συνέπειες δεν μπορούν να κάνουν κάτι». Με την 17971/31.10.2017 απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών οι ανωτέρω ισχυρισμοί έγιναν δεκτοί, ωστόσο κρίθηκε ότι στη χώρα καταγωγής των γονέων της ανήλικης αιτούσας υφίσταται ένα οργανωμένο σύστημα καταγραφής και δίωξης της εγκληματικότητας καθώς και διαδικασίες ελέγχου και λογοδοσίας των αστυνομικών οργάνων που αρνούνται να ερευνήσουν τις καταγγελίες, συνεπώς αυτοί δύνανται να λάβουν κρατική προστασία σε περίπτωση που δεχτούν απειλές από τον ξάδελφο της μητέρας της αιτούσας και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστούν δίωξη για κάποιους από τους λόγους που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης, ώστε ο φόβος τους να αξιολογείται ως βάσιμος και δικαιολογημένος. Κρίθηκε επίσης, ότι στην περιοχή που διέμεναν δεν διέτρεχαν κίνδυνο σοβαρής προσωπικής απειλής κατά της ζωής τους ή της σωματικής τους ακεραιότητας, λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Επιλαμβανόμενο της αίτησης ακύρωσης που άσκησαν οι γονείς της ανήλικης αιτούσας και για λογαριασμό του έτερου τέκνου τους κατά της ανωτέρω απόφασης της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά απεφάνθη, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: 1. ότι η Επιτροπή αιτιολογημένως κατέληξε στην κρίση της αναφορικά με την χορήγηση κύριας διεθνούς προστασίας, καθώς από τις αντιφάσεις στις καταθέσεις των γονέων της ανήλικης αιτούσας όσον αφορά στην καταγγελία του τροχαίου ατυχήματος στην αστυνομία αναδεικνύεται ότι αυτοί ουδέποτε προέβησαν σε οποιαδήποτε αναφορά στις αρχές για απειλές που δέχτηκαν για λόγους τιμής ή για το ανωτέρω περιγραφόμενο τροχαίο ατύχημα, μη αξιολογώντας ούτε οι ίδιοι τον κίνδυνο δίωξης ως σοβαρό και 2.ότι επίσης αιτιολογημένως κρίθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παροχής επικουρικής προστασίας, διότι η διαμάχη μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν για τον έλεγχο του Κασμίρ και οι τρεις πόλεμοι που προέκυψαν από αυτήν, δεν αποτέλεσαν την αιτία που οι γονείς της αιτούσας εγκατέλειψαν την χώρα τους, ούτε εμπόδιζαν την ζωή τους στην περιοχή αυτή πριν αναχωρήσουν από το Πακιστάν. Με αυτά τα δεδομένα το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας. Εν τω μεταξύ, μετά την γέννηση της ανήλικης αιτούσας και την έκδοση της 17971/31.10.2017 απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών και συγκεκριμένα στις 26.9.2018, στο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Θεσσαλονίκης, υποβλήθηκε για λογαριασμό της από τους γονείς της αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας. Κατά την καταγραφή της αίτησης αυτής οι γονείς της αιτούσας δήλωσαν ότι η οικογένεια της μητέρας της θέλει να τους σκοτώσει και στην προσπάθειά της αυτή μπορεί να σκοτώσει και την ίδια την ανήλικη και ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα στην περιοχή του Κασμίρ, όπου κατοικούν. Στις 6.12.2018, οι γονείς της αιτούσας παρέστησαν σε προφορική συνέντευξη, κατά την οποία εξετάστηκε κυρίως ο πατέρας της, ενώ έγινε μία σύντομη παρέμβαση από την μητέρα της. Κατά την συνέντευξη αυτή επιβεβαίωσαν τα προσωπικά τους στοιχεία και αναφέρθηκαν εκ νέου στη διαμάχη με την οικογένεια της μητέρας της αιτούσας, τις απειλές και την επίθεση (τροχαίο ατύχημα) που προκάλεσε σε βάρος του πατέρα της αιτούσας ο ξάδελφός της μητέρας της, λόγω της άρνησης της τελευταίας να τον παντρευτεί, σύμφωνα με την βούληση του πατέρα της και την προσωρινή μετεγκατάστασή τους στο Kotli και το Rawalakot. Διευκρίνισαν δε περαιτέρω, ότι κατά τον χρόνο της σύναψης του συμβολαίου γάμου (nikaha) μέσω Skype ο πατέρας της ανήλικης βρισκόταν στην Ιταλία, την οποία εγκατέλειψε και γύρισε εσπευσμένα στο Πακιστάν, προκειμένου να συνάψει και τυπικώς γάμο με την μητέρα της, ενόψει του ενδεχόμενου να αναγκαστεί η τελευταία να παντρευτεί παρά τη θέλησή της τον ξάδελφό της, σύμφωνα με τις επιταγές του πατέρα της. Όπως υποστήριξαν, μετά το γάμο η οικογένεια της μητέρας της αιτούσας θύμωσε με την απόφασή της και την αποκλήρωσε. Προσέθεσαν δε ότι μετά το τροχαίο ατύχημα ο πατέρας της ανήλικης αιτούσας, μαζί με τους γέροντες του χωριού ως συμβούλους, επισκέφθηκε την οικογένεια της συζύγου του, αλλά το ζήτημα δεν επιλύθηκε, διότι οι σύμβουλοι έκριναν ότι ο γάμος του με τη μητέρα της αιτούσας, η οποία είχε ήδη δώσει λόγο στον ξάδελφό της, ήταν αμαρτία. Η μητέρα της αιτούσας κατέθεσε επίσης «με έχουν χτυπήσει πολύ, χάσαμε το σεβασμό μας στην κοινωνία εξαιτίας σου, ο ξάδελφος προσπάθησε μία φορά να με βιάσει όταν είχε γίνει το συμβόλαιο γάμου». Ειδικά, ως προς τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει η ανήλικη αιτούσα σε περίπτωση επιστροφής της στο Πακιστάν, οι γονείς της υποστήριξαν ότι τα τέκνα τους που αμφότερα γεννήθηκαν στην Ελλάδα δεν θα μπορέσουν να πάρουν την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ενώ επιπλέον οι διώκτες τους για να τους τιμωρήσουν μπορεί να απαγάγουν την ανήλικη. Επίσης ανέφεραν ότι η μητέρα της ανήλικης είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει κατά τους τελευταίους έξι μήνες και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο. Σε ερωτήσεις της δικηγόρου τους, παρούσας κατά την συνέντευξη αυτή, ο πατέρας της αιτούσας απάντησε ότι όταν απευθύνθηκε στην αστυνομία, του δήλωσαν ότι αδυνατούν να επέμβουν καθώς πρόκειται για οικογενειακή υπόθεση, ότι το πρόβλημα με την ιθαγένεια της ανήλικης οφείλεται στο γεγονός ότι κατάγονται από το Κασμίρ και η ανήλικη γεννήθηκε εκτός της χώρας, ότι ο ίδιος είναι καταζητούμενος από τις αρχές του Πακιστάν, ως μέλος της οργάνωσης JKLF, η οποία συγκεντρώνει χρήματα και μάχεται για το Κασμίρ και ότι στην περιοχή αυτή σημειώνονται ανθρώπινες απώλειες εξαιτίας των βομβαρδισμών που επιχειρούν η Ινδία και το Πακιστάν. Μετά την συνέντευξή τους οι γονείς της ανήλικης αιτούσας υπέβαλαν, δια της εξουσιοδοτημένης δικηγόρου τους, το 37082/10.12.2018 υπόμνημα προς την Υπηρεσία Ασύλου, με το οποίο εξέθεσαν αναλυτικότερα τους ισχυρισμούς τους και υποστήριξαν ότι η ανήλικη αιτούσα: 1. κινδυνεύει να υποστεί δίωξη από τον ξάδελφο της μητέρας της και κοινωνικό αποκλεισμό, σωρευτικές διακρίσεις και βίαιη συμπεριφορά ως θήλυ τέκνο ενός «ανήθικου» γάμου και ειδικότερα κινδυνεύει να απαχθεί, να υποστεί βιασμό ή άλλες μορφές σεξουαλικής βίας, ακρωτηριασμό και επίθεση με καυστικό υγρό, 2.ότι κινδυνεύει να στερηθεί την πακιστανική ιθαγένεια και κατ’ επέκταση να αποκλεισθεί από την απόλαυση θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων, λόγω της εθνοτικής της καταγωγής (Kashmiri) σε συνδυασμό με το γεγονός της γέννησής της στην Ελλάδα και της συμμετοχής του πατέρα της σε οργάνωση για την απελευθέρωση του Αζάντ Κασμίρ. Στο υπόμνημα αυτό συμπεριλήφθηκαν χωρία από διεθνείς πηγές σχετικά με τις διακρίσεις και τη βία κατά των γυναικών στο Πακιστάν, την αναποτελεσματικότητα του συστήματος αστυνομικής και δικαστικής προστασίας για τα εγκλήματα τιμής σε βάρος των γυναικών και τη διάδοση της πρακτικής αυτής, παρά την τροποποίηση της ποινικής νομοθεσίας, την διαφθορά των αστυνομικών αρχών, την λειτουργία άτυπων νομικών συστημάτων, την κατάσταση ασφαλείας στο Κασμίρ και την μεταχείριση των Kashmiri από το Πακιστανικό κράτος. Με την 33183/16.9.2019 απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θεσσαλονίκης η επίμαχη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της ανήλικης οι κατά νόμο προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό της ως πρόσφυγα ή ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας. Κατά της απόφασης αυτής, οι γονείς της αιτούσας άσκησαν, για λογαριασμό της ανήλικης κόρης τους, ενδικοφανή προσφυγή, και με το επ’ αυτής υπόμνημα επανέλαβαν όσα είχαν εκθέσει και με το 37082/10.12.2018 υπόμνημα και ζήτησαν να ακουστούν κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, κατ’ επίκληση του άρθρου 97 § 3 του ν. 4636/2019, διότι, κατά την άποψή τους, είχαν προκύψει σοβαρά νέα στοιχεία και ειδικότερα: 1. η κατάσταση ασφαλείας στο Αζάντ Κασμίρ έχει επιδεινωθεί λόγω της δραματικής αύξησης των πολεμικών συρράξεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν και 2. η ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή είχε οξυνθεί, λόγω και της πανδημίας του Covid-19, σε τέτοιο βαθμό που η επιστροφή της ανήλικης στην χώρα καταγωγής της να την εκθέτει σε κίνδυνο απάνθρωπων και εξευτελιστικών συνθηκών ζωής. Προς τεκμηρίωση του σχετικού ισχυρισμού τους επικαλέστηκαν, μεταξύ άλλων, πληροφορίες από διεθνή πηγή (Assessment Capabilities Project, Pakistan, Politics and Securit, 7 February 2018, Relations with India διαθέσιμο σε .www.acaps.org), σύμφωνα με τις οποίες οι σχέσεις του Πακιστάν με την Ινδία περνούν από την χειρότερη φάση τους τα τελευταία πέντε χρόνια, με το διασυνοριακό βομβαρδισμό να συμβαίνει σε τακτική βάση και να επηρεάζει και τους πολίτες. Επίσης, προέβαλαν ότι όλοι οι ισχυρισμοί τους σχετικά με τους λόγους που η θυγατέρα τους αδυνατεί να επιστρέψει στο Κασμίρ (αδυναμία κτήσης της πακιστανικής ιθαγένειας, ανυπαρξία κρατικής προστασίας για τα εγκλήματα «τιμής», παραβιάσεις των δικαιωμάτων των γυναικών, κατάσταση ασφαλείας στο Κασμίρ) επιβεβαιώνονται από τις διεθνείς πηγές. Ειδικά ως προς το ζήτημα της ιθαγένειας εξέθεσαν ότι το Πακιστάν επιτρέπει στους Κασμίριους να επιλέγουν την ινδική ή πακιστανική ιθαγένεια, εφόσον το επιθυμούν, ωστόσο στο Πακιστάν δεν ισχύει ειδικό πλαίσιο για την απόδοση ιθαγένειας στους Κασμίριους που επιθυμούν να αποκτήσουν την ιθαγένεια της χώρας αυτής. Συγκεκριμένα, όπως υποστήριξαν, η πακιστανική ιθαγένεια δεν αποδίδεται αυτόματα με την γέννηση ενός προσώπου στο Κασμίρ και οι αιτούντες την ιθαγένεια αυτή Κασμίριοι αντιμετωπίζονται όπως οι λοιποί αιτούντες. Σχετικώς επικαλέστηκαν την ακόλουθη πηγή ttps://www.refworld.org/cgibin/texis/vtx/rwmain?page=search&docid=4fba0d042&skip=0&query=Pakistan%20Kashmir. Τέλος προέβαλαν ότι η υπόθεση της θυγατέρας τους δεν εξετάστηκε με τη δέουσα επιμέλεια καθώς: 1. δεν συνεκτιμήθηκε η εθνοτική της καταγωγή (Kashmiri) και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Kashmiri στο Πακιστάν, 2. ο ισχυρισμός για την ανιθαγένειά της απορρίφθηκε: 2α. με την παράθεση ενός άρθρου από τον Κώδικα περί ιθαγένειας του Πακιστάν, σύμφωνα με το οποίο ένα πρόσωπο είναι πολίτης Πακιστάν από καταγωγή εάν ένας γονέας του είναι πολίτης της ίδιας χώρας κατά τον χρόνο της γέννησής του, αν και για την κτήση της ιθαγένειας απαιτείται η συνδρομή και λοιπών θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων, που δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση της ανήλικης και 2β. χωρίς να γίνει εξατομικευμένη αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης, ιδίως την εθνοτική καταγωγή της οικογένειας, 3. ο ισχυρισμός για τη συμμετοχή του πατέρα της ανήλικης αιτούσας στην οργάνωση JKLF απορρίφθηκε ως όψιμα προβαλλόμενος, χωρίς καμία περαιτέρω διερεύνηση, 4.κρίθηκε ότι η ανήλικη έχει πρόσβαση σε αποτελεσματική κρατική προστασία, χωρίς να συνεκτιμηθεί το είδος και ο χαρακτήρας του κινδύνου ήτοι ο κίνδυνος διάπραξης σε βάρος της εγκλημάτων τιμής, ο τρόπος αντιμετώπισης των οποίων από το κράτος και την κοινωνία του Πακιστάν επηρεάζει αδιαμφισβήτητα τη δυνατότητα αναζήτησης προστασίας, 5. δεν συνεκτιμήθηκε το φύλο της και η πατριαρχική οργάνωση του κράτους και της κοινωνίας του Πακιστάν, εξαιτίας των οποίων ο κίνδυνος στην επίμαχη περίπτωση είναι αυξημένος, 6. δεν έγινε ουδεμία αξιολόγηση της κατάστασης ασφαλείας στο Αζάντ Κασμίρ. Με την ενδικοφανή προσφυγή προσκομίσθηκαν, μεταξύ άλλων: 1. φερόμενη ταυτότητα μέλους στην οργάνωση Jammu Kashmir Liberation Front (JKLF) του πατέρα της ανήλικης, 2. επιστολή συντεταγμένη στην αγγλική γλώσσα φερόμενη ως εκδοθείσα από τον Abdul Hammed Butt στις 10.11.2016, επικεφαλής της οργάνωσης JKLF (senior vice chairman), σύμφωνα με την οποία ο πατέρας της αιτούσας υπηρέτησε στην οργάνωση από τις 14.7.2014 για τρία χρόνια ως γραμματέας οικονομικών στην περιοχή Mirpur AK, εξαιτίας δε της δράσης του αυτής και των πολιτικών του απόψεων διώκεται από τις αρχές και 3. η από 14.5.2020 συνταγογράφηση ΕΟΠΥΥ της ψυχιάτρου Ν.Π. για την μητέρα της ανήλικης αιτούσας με διάγνωση «μη καθορισμένη μη οργανική ψύχωση» και 4. τη από 17.5.2019 έκθεση ψυχολογικής εκτίμησης ψυχολόγου της «Solidarity Now», το από 4.5.2018 ενημερωτικό σημείωμα ψυχιάτρου των γιατρών του κόσμου και το από 3.5.2018 ενημερωτικό σημείωμα της Παθολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Άγιος Παύλος», σύμφωνα με τα οποία η μητέρα της ανήλικης εμφάνιζε ψυχωσική κατάθλιψη με αυτοκτονικό ιδεασμό, ότι στις 3.5.2018 εισήχθη στο Νοσοκομείο «Άγιος Παύλος» κατόπιν δηλητηρίασης προκληθείσας από σκόπιμη λήψη φαρμακευτικών ουσιών και ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Ειδικότερα, στην έκθεση ψυχολογικής εκτίμησης αναφέρεται ότι η μητέρα της ανήλικης αυτοτραυματιζόταν, είχε προβεί σε απόπειρα κατάποσης σαμπουάν, είχε επισκεφθεί συνοδεία της ψυχολόγου δημόσιο ψυχιατρικό νοσοκομείο και της συστάθηκε η εθελούσια νοσηλεία, είχε προβεί σε απόπειρα αυτοκτονίας με υπερβολική δόση της φαρμακευτικής της αγωγής, μεταφέρθηκε στα επείγοντα και με εισαγγελική παραγγελία σε ψυχιατρική κλινική για νοσηλεία και είχε πέσει θύμα βιασμού στην Τουρκία, ενώ διένυε την πρώτη κύησή της. Η ενδικοφανής προσφυγή και το αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση της 4ης Επιτροπής Προσφυγών, με την οποία επιβλήθηκε επίσης σε βάρος της ανήλικης το μέτρο της επιστροφής, τάχθηκε δε προθεσμία 10 ημερών για την οικειοθελή της αναχώρηση από την Ελλάδα. Ειδικότερα, στην απόφαση αυτή αναφέρεται ότι οι γονείς της αιτούσας κατά την από 6.12.2018 προφορική τους συνέντευξη εξέθεσαν εκ νέου όλους τους ισχυρισμούς που είχαν εκθέσει και κατά την από 4.12.2016 συνέντευξη που διενεργήθηκε κατά την εξέταση της δικής τους αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, της οποίας (συνέντευξης) το περιεχόμενο αποδίδεται στην απόφαση της Επιτροπής, όπως αυτό περιλαμβάνεται στην Α137/27.2.2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά και παρατέθηκε ανωτέρω. Επιπροσθέτως, αναφέρεται ότι οι γονείς της ανήλικης αιτούσας προέβαλαν τους ισχυρισμούς ότι η θυγατέρα τους δεν θα λάβει την ιθαγένεια του Πακιστάν, ότι ενδεχομένως θα αναγκαστούν να την παραδώσουν «στην αντίπαλη οικογένεια ως αντιστάθμισμα του ζητήματος τιμής» και ότι ο πατέρας της είναι καταζητούμενος από τις αρχές της χώρας του ως μέλος της οργάνωσης JKLF. Με αυτά τα δεδομένα η Επιτροπή Προσφυγών: 1. έκανε δεκτό τον ισχυρισμό ότι οι γονείς της ανήλικης αιτούσας εγκατέλειψαν την χώρα τους λόγω των απειλών που δέχτηκαν από τον ξάδελφο της μητέρας της, μετά την σύναψη του γάμου της τελευταίας με τον πατέρα της και για την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος, 2. απέρριψε τον ισχυρισμό περί ανιθαγένειας της ανήλικης αιτούσας, κατ’ επίκληση της διάταξης του Κώδικα Ιθαγένειας του Πακιστάν που μνημονεύεται στην απόφαση α΄ βαθμού του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία η ανήλικη θα λάβει την ιθάγενεια λόγω καταγωγής εφόσον αμφότεροι οι γονείς της είναι πολίτες του συγκεκριμένου κράτους, 3. απέρριψε τον ισχυρισμό για την συμμετοχή του πατέρα της στην οργάνωση JKLF ως όψιμα προβαλλόμενο, με το σκεπτικό ότι προβλήθηκε το πρώτον κατά την από 6.12.2018 συνέντευξη των γονέων της και μόνο κατόπιν ερώτησης της δικηγόρου της οικογένειας, ενώ ανάλογη αναφορά δεν είχε γίνει στην από 14.12.2016 συνέντευξη που δόθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν τα λοιπά μέλη της οικογένειας και 4.έκανε δεκτό τον ισχυρισμό για την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στο Αζάντ Κασμίρ. Ως προς την υπαγωγή της ανήλικης αιτούσας στο καθεστώς του πρόσφυγα η Επιτροπή έκρινε: 1. κατόπιν αναφοράς στα σχετικά άρθρα της νομοθεσίας της χώρας, ότι στο Πακιστάν, παρά τα προβλήματα διαφθοράς που παρατηρούνται, υφίσταται ένα αποτελεσματικό σύστημα κρατικής προστασίας στο οποίο δύναται να καταφύγουν οι γονείς της αιτούσας σε περίπτωση απειλής από τον ξάδελφο της μητέρας της τελευταίας, συνεπώς ο σχετικός φόβος που εξέφρασαν δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμος και δικαιολογημένος, 2. ότι ο φόβος που εκφράστηκε να υποστεί η ανήλικη αιτούσα δίωξη από την κοινωνία ως τέκνο ενός ανήθικου γάμου είναι αβάσιμος, καθώς η μητέρα της σε κανένα σημείο της αφήγησής της δεν ανέφερε ότι έγινε προσωπικά αποδέκτρια απειλών ή βίαιων πράξεων, όπως θα ήταν αναμενόμενο καθώς η ίδια ήταν «μέλος ενός ανήθικου γάμου», 3. ότι, παρότι σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από τις διεθνείς πηγές παρατηρείται η μεγαλύτερη κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν, δεν προκύπτει ότι υπάρχει προσωπική δίωξη προς την ίδια την ανήλικη αιτούσα ή την οικογένειά της, καθώς από τις επιθέσεις πλήττονται στρατιωτικοί και όχι πολιτικοί στόχοι, ενώ σε περίπτωση βομβαρδισμού μεταξύ των δύο χωρών ο ντόπιος πληθυσμός μπορεί να μετακινηθεί με ασφάλεια σε άλλη περιοχή της χώρας, ενδεχόμενο για το οποίο δεν εξέφρασαν απροθυμία οι γονείς της αιτούσας, συνεπώς ο σχετικός φόβος που εκφράστηκε από τους τελευταίους δεν είναι βάσιμος. Τέλος ως προς το ζήτημα της επικουρικής προστασίας, κρίθηκε ότι με δεδομένη την ανάλυση που προηγήθηκε η ανήλικη αιτούσα δεν διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης που συνίσταται σε θανατική ποινή εκτέλεση η βασανιστήρια, ενώ τα επεισόδια που σημειώνονται στην περιοχή του Αζάντ Κασμίρ δεν είναι τέτοιας έντασης, ώστε η κατάσταση να χαρακτηριστεί ως διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, που ipso facto θέτει τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα της ανήλικης ως αμάχου.

9. Με την κρινόμενη αίτηση, επαναλαμβάνονται όσα εκτέθηκαν και με την ασκηθείσα ενδικοφανή προσφυγή ως προς τους κινδύνους που η ανήλικη θα αντιμετωπίσει στην χώρα καταγωγής της (ανιθαγένεια/στέρηση βασικών δικαιωμάτων, κοινωνικός αποκλεισμός, απαγωγή, σεξουαλική βία, ακρωτηριασμός, επίθεση με καυστικό υγρό), λόγω των ειδικών περιστάσεων της προσωπικής και οικογενειακής της κατάστασης (θήλυ τέκνο «ανήθικου γάμου», εθνοτική καταγωγή, γέννηση στην Ελλάδα από καταζητούμενο γονέα) και προβάλλεται 1. ότι προ της διεξαγωγής της προφορικής τους συνέντευξης οι γονείς της ανήλικης αιτούσας, ως εκπρόσωποι αυτής, δεν ενημερώθηκαν προσηκόντως για την ακολουθούμενη διαδικασία και τα έγγραφα που όφειλαν να προσκομίσουν, 2. ότι η συνέντευξη διεξήχθη πλημμελώς και με ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο, 3. ότι παρά το γεγονός ότι κατά τη διαδικασία ενώπιον του χειριστή του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θεσσαλονίκης δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικαστικές εγγυήσεις και παρά το γεγονός ότι προ της συζήτησης της ενδικοφανούς προσφυγής υποβλήθηκε υπόμνημα με νέους κρίσιμους ισχυρισμούς και στοιχεία, οι γονείς της ανήλικης αιτούσας δεν κλήθηκαν να ακουστούν ενώπιον της 4ης Επιτροπής Προσφυγών, κατά παράβαση του άρθρου 97 § 3 του ν. 4636/2019, 4. ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι εκδόθηκε μόνο με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και δεν ερευνήθηκαν οι κρίσιμοι ισχυρισμοί της αιτούσας και ειδικότερα : 4.1.δεν συνεκτιμήθηκε η εθνοτική της καταγωγή (Kashmiri) και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Kashmiri στο Πακιστάν, 4.2. ο ισχυρισμός για την ανιθαγένειά της απορρίφθηκε: 4.2.α. με την αποσπασματική παράθεση ενός άρθρου από τον Κώδικα περί ιθαγένειας του Πακιστάν, σύμφωνα με το οποίο ένα πρόσωπο είναι πολίτης Πακιστάν από καταγωγή εάν ένας γονέας του είναι πολίτης της ίδιας χώρας κατά τον χρόνο της γέννησής του, αν και για την κτήση της ιθαγένειας απαιτείται η συνδρομή και λοιπών θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων, που δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση της ανήλικης και 4.2.β. χωρίς να γίνει εξατομικευμένη αξιολόγηση του νομοθετικού πλασίου σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης, ιδίως την εθνοτική καταγωγή της οικογένειας και το γεγονός ότι η αιτούσα γεννήθηκε στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην αποκτά την πακιστανική ιθαγένεια αυτοδικαίως με την γέννησή της αλλά να απαιτείται η υποβολή αίτησης, 4.3. ο ισχυρισμός για τη συμμετοχή του πατέρα της ανήλικης αιτούσας στην οργάνωση JKLF απορρίφθηκε ως όψιμα προβαλλόμενος, χωρίς καμία περαιτέρω διερεύνηση, παρά το γεγονός ότι ουδεμία διάταξη προβλέπει την απόρριψη ισχυρισμών που προβάλλονται όψιμα, αντίθετα από την διάταξη του άρθρου 97 § 3, συνάγεται ότι κρίσιμοι νέοι ισχυρισμοί και συμπληρωματικά στοιχεία που προβάλλονται καθιστούν επιβεβλημένη την κλήση των αιτούντων ενώπιον των Επιτροπών Προσφυγών, 4.4. κρίθηκε ότι η ανήλικη έχει πρόσβαση σε αποτελεσματική κρατική προστασία, χωρίς να συνεκτιμηθεί το είδος και ο χαρακτήρας του κινδύνου ήτοι ο κίνδυνος διάπραξης σε βάρος της εγκλημάτων τιμής, ο τρόπος αντιμετώπισης των οποίων από το κράτος και την κοινωνία του Πακιστάν επηρεάζει αδιαμφισβήτητα τη δυνατότητα αναζήτησης προστασίας 4.5. κρίθηκε χωρίς επαρκή αιτιολογία ότι ο φόβος για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα της αιτούσας, λόγω της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στο Αζάντ Κασμίρ δεν είναι βάσιμος και δικαιολογημένος, παρά τις αντίθετες πληροφορίες που προέκυπταν από τις διεθνείς πηγές, ιδίως δε αναφορικά με την παροχή επικουρικής προστασίας όπου αυθαιρέτως η Επιτροπή δέχτηκε ότι τα επεισόδια που σημειώνονται μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας στην διαφιλονικούμενη περιοχή του Κασμίρ, αν και γνωρίζουν τη μεγαλύτερη κλιμάκωση, δεν συνιστούν ipso facto ένοπλή σύρραξη.

10. Καταρχάς, όπως έχει κριθεί (ΔΕΕ απόφαση της 4.10.2018 Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, Rauf Emin Ogla Ahmedbekov κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite, c-652/16), η αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή απλώς και μόνον επειδή ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εντούτοις, τέτοιες απειλές σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτών αντιμετωπίζει ο ίδιος, λόγω του οικογενειακού δεσμού με το απειλούμενο πρόσωπο, απειλή δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Συναφώς, όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2011/95, τα μέλη της οικογένειας ενός απειλούμενου προσώπου κατά κανόνα κινδυνεύουν επίσης να βρεθούν σε ευάλωτη θέση. Επίσης με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι η νομοθεσία της Ένωσης δεν απαγορεύει να υποβάλουν πλείονα μέλη μιας οικογένειας χωριστές αιτήσεις διεθνούς προστασίας, ενώ εφόσον οι οδηγίες 2011/95 και 2013/32 δεν διευκρινίζουν τι πρέπει να συμβαίνει σε περίπτωση ενδεχόμενης συνάφειας τέτοιων αιτήσεων διεθνούς προστασίας, οι οποίες μπορεί να αφορούν εν μέρει τα ίδια περιστατικά ή περιστάσεις, τα κράτη μέλη διαθέτουν συναφώς περιθώριο εκτίμησης. Ωστόσο, από τις απαιτήσεις για εξατομικευμένη αξιολόγηση και για πλήρη εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας προκύπτει ότι μπορεί να προβλέπονται μέτρα για την εξέταση αιτήσεων που έχουν υποβληθεί χωριστά από μέλη της ίδιας οικογένειας και παρουσιάζουν ενδεχομένως συνάφεια μεταξύ τους, υπό την προϋπόθεση ότι εξετάζεται η κατάσταση εκάστου ενδιαφερομένου. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω αιτήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινής αξιολόγησης. Εξάλλου, το άρθρο 46 § 3 της οδηγίας 2013/32 ορίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που πρέπει, κατά το άρθρο 46 § 1 της οδηγίας αυτής, να αναγνωρίζεται στους αιτούντες διεθνή προστασία έναντι των αποφάσεων επί της αιτήσεώς τους (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16, σκέψη 105). Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την εν λόγω οδηγία μεριμνούν ώστε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας να προβαίνει, σε πρώτο τουλάχιστον βαθμό, σε «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, [σε] εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95. Στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση «ex nunc» καταδεικνύει ότι ο δικαστής υποχρεούται, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής. Όσον αφορά το επίθετο «πλήρης», η χρήση του επιθέτου αυτού επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της αρχής αυτής (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16, σκέψεις 111 και 113). Από το άρθρο 46 § 3 της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διαμορφώνουν τη νομοθεσία τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εξέταση των προσφυγών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων βάσει των οποίων δύναται ο δικαστής να προβεί σε επικαιροποιημένη εξέταση της υπόθεσης (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16, σκέψη 110). Η δε προβολή για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής ενός εκ των λόγων χορήγησης διεθνούς προστασίας, σχετιζόμενου με γεγονότα ή απειλές που συνέβησαν πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «νέο διάβημα» κατά την έννοια του άρθρου 40 § 1 της οδηγίας 2013/32. Όπως δε προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, συνέπεια του χαρακτηρισμού αυτού είναι ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της προσφυγής υποχρεούται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο στο πλαίσιο της εξέτασης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι «αρμόδιες αρχές», στις οποίες περιλαμβάνεται όχι μόνον το δικαστήριο, αλλά και η αποφαινόμενη αρχή, είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν το νέο διάβημα στο προαναφερθέν πλαίσιο. Για να διαπιστωθεί εάν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το νέο διάβημα στο πλαίσιο της προσφυγής, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής και διατυπώθηκε κατά τρόπον αρκούντως σαφή ώστε να μπορεί να εξεταστεί, ενώ εφόσον από την εξακρίβωση αυτή διαπιστωθεί ότι ο δικαστής δύναται να λάβει υπόψη του τον συγκεκριμένο λόγο κατά την εξέταση της προσφυγής, οφείλει να ζητήσει από την αποφαινόμενη αρχή να προβεί, εντός προθεσμίας σύμφωνης με τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 2013/32 σκοπό της ταχείας διεκπεραίωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 109), στην εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, εξέταση της οποίας το αποτέλεσμα και το σκεπτικό στο οποίο αυτό στηρίχθηκε πρέπει να γνωστοποιηθούν στον αιτούντα και στον δικαστή πριν αυτός προβεί στην ακρόαση του αιτούντος και στην αξιολόγηση της συγκεκριμένης περίπτωσης. Εν προκειμένω, όμως, από την αρμόδια Επιτροπή Ασύλου δεν ερευνήθηκε ούτε αξιολογήθηκε επί της ουσίας ο ισχυρισμός που προβλήθηκε κατά την συνέντευξη των γονέων της αιτούσας και επαναλήφθηκε με την ασκηθείσα από αυτούς ενδικοφανή προσφυγή, περί συμμετοχής του πατέρα της στην οργάνωση JKLF και στοχοποίησης της οικογένειάς του για τον λόγο αυτό, ούτε τα σχετικά έγγραφα που προσκομίσθηκαν για την τεκμηρίωσή του. Η απόρριψη του ισχυρισμού αυτού έγινε με το σκεπτικό ότι είναι οψίμως προβαλλόμενος, διότι εκτέθηκε το πρώτον κατά την από 6.12.2018 συνέντευξη που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας της ανήλικης αιτούσας και όχι κατά τη διαδικασία της εξέτασης του αιτήματος που υπέβαλαν τα λοιπά μέλη της οικογένειάς της. Ωστόσο, αφενός το γεγονός ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν προτάθηκε κατά την συνέντευξη που διενεργήθηκε στις 14.12.2016, κατά την εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν οι γονείς της αιτούσας δεν τον καθιστά όψιμα προβαλλόμενο, αφού για την επίμαχη αίτηση διεθνούς προστασίας της ανήλικης κινήθηκε διακριτή διαδικασία, διενεργήθηκε νέα συνέντευξη, ενώ σε κάθε περίπτωση η αποφαινόμενη αρχή είχε την υποχρέωση να εκφέρει εξατομικευμένη και ουσιαστική κρίση για το σύνολο των ισχυρισμών που προβλήθηκαν κατά την διαδικασία αυτή. Σε κάθε περίπτωση, από την νομολογία του ΔΕΕ που παρατέθηκε αμέσως ανωτέρω προκύπτει ότι η 4η Επιτροπή Προσφυγών, ως το «δικαστήριο» που επιλήφθηκε, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ελληνική νομοθεσία, της ενδικοφανούς προσφυγής των αιτούντων, όφειλε να προβεί σε πλήρη και επικαιροποιημένη εξέταση της υπόθεσης, στο πλαίσιο της οποίας είχε την υποχρέωση να ερευνήσει και τον ισχυρισμό περί συμμετοχής του πατέρα της αιτούσας στην οργάνωση JKLF και το ενδεχόμενο δίωξης της ανήλικης για τον λόγο αυτό, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε εγκαίρως και σαφώς με την ενδικοφανή προσφυγή που ασκήθηκε και όχι να απορρίψει αυτόν ως οψίμως προβαλλόμενο. Σε περίπτωση δε που η Επιτροπή αυτή έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έτυχε της δέουσας εκτίμησης από τον αρμόδιο χειριστή, όφειλε να ζητήσει από τον τελευταίο να προβεί, εντός προθεσμίας σύμφωνης με τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 2013/32 σκοπό της ταχείας διεκπεραίωσης στην εξέτασή του. Τούτο δε διότι ούτε από το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32, ούτε από τις διατάξεις του ν. 4636/2019 ιδίως αυτές των άρθρων 97 § 10 και 99 προκύπτει, άνευ ετέρου, ότι κωλύονται οι αιτούντες διεθνή προστασία να προβάλλουν νέους ισχυρισμούς με την ενδικοφανή προσφυγή που ασκούν κατά απορριπτικής απόφασης της αποφαινόμενης αρχής και είναι διάφορο το ζήτημα εάν η καθυστερημένη προβολή ισχυρισμών μπορεί να δικαιολογήσει κρίση των αρμόδιων αρχών απόφασης ως προς την έλλειψη της αξιοπιστίας του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου.

11. Περαιτέρω με την ανωτέρω απόφαση απορρίφθηκε ο ισχυρισμός της ανήλικης αιτούσας ότι μπορεί να στοχοποιηθεί στην χώρα καταγωγής της ως τέκνο «ενός ανήθικου γάμου», με το σκεπτικό ότι η μητέρα της σε κανένα σημείο της αφήγησής της δεν ανέφερε ότι έγινε προσωπικά αποδέκτρια απειλών ή βίαιων πράξεων, όπως θα ήταν αναμενόμενο καθώς η ίδια ήταν «μέλος ενός ανήθικου γάμου». Ωστόσο, σύμφωνα με το περιεχόμενο της συνέντευξης που διενεργήθηκε στις 6.12.2018 στο πλαίσιο της εξέτασης του επίμαχου αιτήματος διεθνούς προστασίας η μητέρα της ανήλικης ανέφερε ότι «με έχουν χτυπήσει πολύ, χάσαμε το σεβασμό μας στην κοινωνία εξαιτίας σου, ο ξάδελφος προσπάθησε μία φορά να με βιάσει όταν είχε γίνει το συμβόλαιο γάμου» (βλ. σ. 4, § 31 του οικείου πρακτικού συνέντευξης. Συνεπώς, η κρίση της Επιτροπής και κατά το μέρος αυτό είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτοί ως αξιόπιστοι οι ισχυρισμοί των γονέων της ανήλικης σχετικά με την διένεξη που δημιουργήθηκε με την οικογένεια της μητέρας της και τον ξάδελφό της, λόγω του γάμου της με τον πατέρα της ανήλικης αιτούσας καθώς και σχετικά με το τροχαίο ατύχημα του τελευταίου και την εμπλοκή του ξαδέλφου στην πρόκλησή του. Ωστόσο ο φόβος σχετικά με το ενδεχόμενο να κινδυνέψει η ανήλικη αιτούσα από τον ξάδελφο της μητέρας της σε περίπτωση επιστροφής της στο Πακιστάν δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος, με το σκεπτικό ότι η οικογένειά της μπορεί να λάβει αποτελεσματική κρατική προστασία. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε η Επιτροπή, αφού παρέθεσε πληροφορίες που αντλήθηκαν από διεθνείς πηγές σχετικά με τη διαδικασία που προβλέπεται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του Πακιστάν για τον εντοπισμό, την διερεύνηση και τη δίωξη της εγκληματικότητας εν γένει καθώς και τις πειθαρχικές διαδικασίες που προβλέπονται σε βάρος των αστυνομικών οργάνων για παράβαση καθήκοντος. Ωστόσο, με την απόφαση δεν απαντήθηκαν ούτε αξιολογήθηκαν ειδικώς και αιτιολογημένως οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από την ανήλικη αιτούσα σχετικά με την απροθυμία των αστυνομικών αρχών να εμπλακούν στην επίλυση ζητημάτων τιμής και την αναποτελεσματικότητα του συστήματος κρατικής προστασίας όσον αφορά στα συγκεκριμένα εγκλήματα καθώς και σχετικά με το ζήτημα των εγκλημάτων τιμής ιδίως σε βάρος ατόμων του γυναικείου φύλου. Τούτο δε παρά το γεγονός ότι τόσο με το υπόμνημα που κατέθεσαν οι γονείς της ανήλικης αιτούσας, όσο και με την ενδικοφανή τους προσφυγή, οι τελευταίοι παρέθεσαν στοιχεία από διεθνείς πηγές σχετικά με τα ανωτέρω ζητήματα. Συνεπώς, η κρίση της Επιτροπής παρίσταται και κατά το μέρος αυτό πλημμελώς αιτιολογημένη.

12. Με αυτά τα δεδομένα η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προς νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση ήτοι προκειμένου καταρχάς να εξεταστεί η αξιοπιστία του ισχυρισμού της για την συμμετοχή του πατέρα της ανήλικης αιτούσας στην οργάνωση JKLF. Περαιτέρω, σε περίπτωση που ο ισχυρισμός αυτός κριθεί αξιόπιστος πρέπει να διερευνηθεί αν εξαιτίας των ειδικών περιστάσεων που συντρέχουν στην συγκεκριμένη περίπτωση ήτοι της εθνοτικής καταγωγής της αιτούσας, του φύλου της, της ενδεχόμενης συμμετοχής του πατέρα της στην ανωτέρω οργάνωση, της εμπλοκής της οικογένειάς της σε διένεξη με τον ξάδελφο της μητέρας της, για τον λόγο ότι η τελευταία δεν συμμορφώθηκε με τη βούληση του πατέρα της να νυμφευθεί τον ξάδελφο αυτό και της επιλογής της μητέρας της να συνάψει γάμο με τον πατέρα της υφίσταται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής της στην χώρα καταγωγής της ή πραγματικός κίνδυνος να υποστεί βλάβη, κατά την περ. α ή β του άρθρου 15 του ν. 4636/2019. Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής πρέπει να αξιολογηθεί δεόντως αν το τροχαίο ατύχημα που έγινε δεκτό ότι υπέστη ο πατέρας της και οι απειλές που ισχυρίσθηκαν ότι δέχθηκαν οι γονείς της συνιστούν λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζει απειλή δίωξης ή κίνδυνο βλάβης η ίδια η ανήλικη αιτούσα και να ερευνηθεί ειδικώς αν στην περίπτωσή της και λόγω των ειδικών περιστάσεων που συντρέχουν μπορεί να παρασχεθεί αποτελεσματική προστασία από τις αρχές της χώρας της, αφού αντληθούν πληροφορίες από τις διεθνείς πηγές ειδικώς ως προς τις διενέξεις που ανακύπτουν για λόγους «τιμής» με εμπλεκόμενα άτομα γυναικείου φύλου. Τέλος, για να καθορισθεί κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος για την ανήλικη αιτούσα, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου που περιγράφεται στην περ. γ του άρθρου 15 του ν.4636/2019 πρέπει να εξετασθούν οι προβλέψιμες συνέπειες της αποστολής της στην χώρα καταγωγής της λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές της περιστάσεις και τη γενική κατάσταση που επικρατεί εκεί, ιδίως δε στην περιοχή του Αζαντ Κασμίρ και λόγω των πληροφοριών για την κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν στη συγκεκριμένη περιοχή (πρβλ ΕΔΔΑ αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, Saadi κατά Ιταλίας, προσφυγή αριθ. 37201/06, σκ. 130 και της 11ης Οκτωβρίου 2011, Auad κατά Βουλγαρίας, προσφυγή αριθ. 46390/10, σκέψη 99γ).

13. Με αυτά τα δεδομένα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προς νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στην προηγούμενη σκέψη.

Παρατηρήσεις

Προσδιορισμός του περιεχομένου των διοικητικών ενεργειών συμμόρφωσης

1. Παρά την «οιονεί» δέσμευση των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (ΤΔΔ) από τις νομολογικές λύσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία φαίνεται να επιτείνουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 53 § 3 π.δ. 18/1989) για τις διαφορές ουσίας και της ακυρωτικής έφεσης (άρθρο 58 § 1 του π.δ. 18/1989) για τις ακυρωτικές διαφορές, η νομολογία τους κρύβει πολλά «διαμάντια»[1]. Ένα από αυτά είναι, κατά τη γνώμη μας, η απόφαση ΔΠρΘεσ 394/2022 που ακύρωσε απόφαση Επιτροπής Προσφύγων του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, με την οποία, αφενός, απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή κατά απόφασης του αρμόδιου Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου και, τελικώς, το αίτημα χορήγησης διεθνούς προστασίας σε ανήλικη αλλοδαπή και, αφετέρου, επιβλήθηκε σε βάρος της το μέτρο της επιστροφής και τάχθηκε προθεσμία για την οικειοθελή της αναχώρηση από την Ελλάδα. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση συνοδεύοντάς την με πλήρη υπόδειξη του περιεχομένου της νέας απόφασης που αυτή οφείλει να εκδώσει, προς διευκόλυνση της συμμόρφωσής της. Πρόκειται για «διαταγή» (injonction) του δικαστή στη Διοίκηση, αφού η απόφασή του διαλαμβάνει διεξοδική και επακριβή περιγραφή των ενεργειών της Διοίκησης, ειδικότερα δε τα ζητήματα που θα πρέπει να διερευνηθούν και τα στοιχεία που θα πρέπει να αξιοποιηθούν. Η απόφαση αποτελεί, λοιπόν, εξαιρετική αφορμή για προβληματισμό ως προς την έννοια της αρχής της διάκρισης των εξουσιών στην ελληνική έννομη τάξη.

2. Η σχέση της δικαστικής εξουσίας με τη νομοθετική έχει απασχολήσει εκτεταμένα την ελληνική θεωρία και νομολογία, ιδίως υπό την εκδοχή της παρέμβασης της δεύτερης στα έργα της πρώτης. Τούτο διότι η ελληνική νομοθετική πρακτική έχει προσφέρει, διαχρονικά, πολλές αφορμές για την μελέτη και κατηγοριοποίηση της συγκεκριμένης μορφής παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών[2].

3. Τα τελευταία χρόνια –ιδίως από τη λεγόμενη «εποχή των Μνημονίων» και έπειτα– επανήλθε στο προσκήνιο το παλαιό θέμα της έντασης και της έκτασης του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας. Ο ακυρωτικός δικαστής κλήθηκε να αξιολογήσει τη συμβατότητα διάφορων νομοθετικών μέτρων με τον θεμελιώδη νόμο του κράτους με φόντο τις αλλεπάλληλες κρίσεις που ταλάνισαν την χώρα. Κατ’ ουσίαν, η διεύρυνση των ορίων του ελέγχου δεν αποτελεί παρά μία μορφή παραβίασης της αρχής διάκρισης των εξουσιών από την αντίστροφη οπτική γωνία: Όταν ο δικαστής ασκεί εντατικό έλεγχο συνταγματικότητας είναι πιθανό να υπεισέλθει σε κρίσεις που ανήκουν κυριαρχικά στον εκλεγμένο νομοθέτη. Τα όρια είναι, φυσικά, δυσδιάκριτα αλλά είναι γεγονός ότι το ζήτημα απασχολεί κάθε σχολιαστή που μελετά αποφάσεις της επικαιρότητας με ευρύτερο πολιτικό ενδιαφέρον[3].

4. Από την άλλη πλευρά, μικρότερο ενδιαφέρον φαίνεται να συγκεντρώνει, τα τελευταία χρόνια, η θεματική της σχέσης της δικαστικής με την εκτελεστική εξουσία. Σε αυτό το πεδίο αναδεικνύονται κάποια κλασικά ζητήματα του διοικητικού και διοικητικού δικονομικού δικαίου, τόσο υπό το πρίσμα των σύγχρονων εξελίξεων όσο και υπό το φως της παραδοσιακής διδασκαλίας. Είναι, δε, γνωστό ότι η αλληλεπίδραση των δύο αυτών κρατικών εξουσιών είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την καθημερινή πρακτική, αφού τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα των ενδιαφερομένων καταλήγουν να εξαρτώνται από την εγρήγορση της διοίκησης.

5. Είναι δεδομένο ότι στις περιπτώσεις που η εκτελεστική εξουσία αρνείται να εφαρμόσει ή αποτυγχάνει να εφαρμόσει ορθά τις ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις έρχεται σε τριβή με το άρθ. 95 Συντ. Η έννομη τάξη έχει απαντήσει σε αυτό το φαινόμενο με θεσμούς όπως η αίτηση συμμόρφωσης του άρθ. 3 ν. 3068/2002[4]. Η συγκεκριμένη οδός, όμως, έχει «κατασταλτικό» χαρακτήρα, αφού ενεργοποιείται μετά την εκδήλωση της αδράνειας ή της αδυναμίας της διοίκησης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δικαιοδοτικής κρίσης. Μάλιστα, η διοικητική απραγία δεν οφείλεται απαραίτητα σε «δυστροπία» του αρμόδιου οργάνου: Η συμμόρφωση, συχνά, προϋποθέτει την σε βάθος κατανόηση της διαφοράς και των νομικών ζητημάτων που έχουν ανακύψει, τα οποία, προφανώς, μπορεί να είναι εξόχως περίπλοκα[5].

6. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς: Θα μπορούσε ο ακυρωτικός δικαστής να προσδιορίσει, σε πρώτο χρόνο, το περιεχόμενο της διοικητικής ενέργειας που θα ακολουθήσει την κρίση του; Θα μπορούσε, δηλαδή, να «υποδείξει» στην διοίκηση τις ενδεδειγμένες ενέργειες για την εφαρμογή της απόφασής του[6]; Ή, μήπως, ακολουθώντας μία τέτοια πρακτική, θα υπεισερχόταν ανεπίτρεπτα στα έργα της διοίκησης, όπως υποστηρίζεται ευρύτατα ότι συμβαίνει, π.χ., όταν ελέγχονται ευθέως τεχνικές κρίσεις, όταν αξιολογείται πραγματολογικά η ελάσσων πρόταση του διοικητικού νομικού συλλογισμού (στις ακυρωτικές διαφορές) ή όταν αναστέλλεται αρνητική διοικητική πράξη; Προφανώς, η απάντηση δεν μπορεί είναι ενιαία, αφού εξαρτάται από την παρακολούθηση μίας εκτενούς περιπτωσιολογίας, για την οποία ο τόπος δεν είναι κατάλληλος.

7. Όπως και να έχει, όμως, η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης 394/2022 (σε ακυρωτικό σχηματισμό) αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα μελέτης· εγγράφεται, δε, στη σύγχρονη τάση της νομολογίας που δεν διστάζει να απευθύνει «οδηγίες» στην διοίκηση[7] με απώτερο στόχο την εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας, την ορθή αντιμετώπιση της κρινόμενης υπόθεσης στο στάδιο της αναπομπής και την αποφυγή επανάκαμψης της διαφοράς σε μεταγενέστερο χρόνο.

8. Η σκέψη 12 της απόφασης είναι αποκαλυπτική[8]: Ο ακυρωτικός δικαστής θα μπορούσε να αρκεστεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης και την αναπομπή της υπόθεσης στη διοίκηση για νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση. Η διοίκηση, στη συνέχεια, θα έπρεπε να υιοθετήσει εκείνα τα μέτρα που συμφωνούν όχι μόνον με το διατακτικό αλλά και με την αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. Πλην όμως, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης “walked the extra mile»: Συνόψισε αποτελεσματικά την μείζονα και την ελάσσονα πρόταση των σκέψεών του προκειμένου να διαγράψει το πλαίσιο της αιτιολογίας της προς έκδοση διοικητικής πράξης. Με αυτόν τον τρόπο διευκόλυνε τη διοίκηση αφού, πρακτικά, ο δικαστής έκανε τον κόπο να καταγράψει, εν είδει ερωτηματολογίου, τα ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε διοικητικό επίπεδο προκειμένου να εκδοθεί μία νόμιμη διοικητική πράξη. Έχοντας αυτά κατά νου, καθίσταται, μάλλον, σαφές ότι το δικαστήριο σεβάστηκε τα όρια της δικαιοδοσίας του ενώ κατάφερε να επιτύχει ένα τριπλό αποτέλεσμα: (1) Αύξησε τις πιθανότητες να εκδοθεί μία ορθή διοικητική πράξη, (2) αύξησε τις πιθανότητες να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων στο ευαίσθητο πεδίο του προσφυγικού δικαίου και (3) εξοικονόμησε χρόνο τόσο από την πιθανή ανάκαμψη της υπόθεσης ενώπιόν του όσο και από μία πιθανή αίτηση συμμόρφωσης του ενδιαφερομένου. Σε περιπτώσεις, λοιπόν, όπως η επίμαχη, δύσκολα μπορεί να διατυπωθούν προβληματισμοί σχετικά με τη νομιμότητα της χορήγησης «οδηγιών» στην διοίκηση· μία τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να επικριθεί ακόμη και ως «τυπολατρική»[9].

9. Ταυτόχρονα, ο προσεκτικός μελετητής της απόφασης θα κατανοήσει ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης κατευθύνει τη διοίκηση προς την ορθή λύση, τόσο σε νομικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο, ακόμη και αν δεν μπορεί να την απευθύνει ευθέως λόγω των στενών ορίων του ακυρωτικού ελέγχου. Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθούν δύο συμπεράσματα: (1) Ότι ο ακυρωτικός δικαστής –ακόμη και αν δεν μπορεί να υπεισέλθει στις πραγματικές κρίσεις της διοίκησης και να τις επανεκτιμήσει– δεν είναι «δεμένος» στις πραγματικές της διαπιστώσεις σε βαθμό που να αδυνατεί να διανοηθεί οιαδήποτε άλλη ελάσσονα πρόταση από την επιλεγείσα σε διοικητικό επίπεδο για τη ρύθμιση της έννομης σχέσης[10]. (2) Η διαφαινόμενη ένταση του ακυρωτικού ελέγχου της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων –που εκδηλώνεται συχνά στο πεδίο του ελέγχου της πλάνης περί τα πράγματα– οδηγεί σε μία σύγκλιση ακυρωτικού και ουσιαστικού ελέγχου διά της άμβλυνσης των διαφορών τους. Πιθανώς, αυτό το προοδευτικό μοντέλο να καθιστά, προϊόντος του χρόνου, παρωχημένο το παραδοσιακό, αυστηρό, στενό πρότυπο του ακυρωτικού ελέγχου[11].

10. Η μέριμνα του διοικητικού δικαστή να κατευθύνει, με την απόφασή του, τη συμμόρφωση της διοίκησης, διαγράφοντας σχολαστικά, στο σκεπτικό, την αιτιολογία της απόφασης που αυτή οφείλει να εκδώσει, προκειμένου να προλάβει τυχόν παράνομη κρίση της, δεν μπορεί παρά να αποτιμηθεί λίαν θετικά και για έναν πρόσθετο λόγο. Αυτός έγκειται στην πρόσφατη αντίδραση του νομοθέτη στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 190 και 191/2022 με τις οποίες η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ακύρωσε, ως αντίθετη προς το Σύνταγμα, τη μεταβίβαση προς την ΕΕΣΥΠ του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου, με το σκεπτικό ότι το Σύνταγμα απαιτεί να τελούν οι ως άνω κοινωφελείς Εταιρείες όχι απλώς υπό την εποπτεία, αλλά υπό τον ουσιαστικό έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που προϋποθέτει την κατοχή από το Δημόσιο της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών αυτών. Κατά συνέπεια, συνιστά παράβαση του Συντάγματος η μεταβίβαση, δυνάμει του ν. 4389/2016, του ανωτέρω μετοχικού κεφαλαίου στην ΕΕΣΥΠ, διότι η ανώνυμη αυτή εταιρία, σύμφωνα με τον ιδρυτικό της νόμο, αποτελεί αμιγώς κερδοσκοπικό ιδιωτικό φορέα επιφορτισμένο με την οικονομική εκμετάλλευση της περιουσίας του Δημοσίου για την εξυπηρέτηση ιδίως των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Επομένως, οι σκοποί της ΕΕΣΥΠ, είναι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, εγγενώς ασύμβατοι προς τον κοινωφελή προορισμό της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ και την υδροδότηση ως δημόσια υπηρεσία. Ανεξαρτήτως του αν συμφωνεί κανείς ή όχι με την προσέγγιση του Δικαστηρίου, η κρίση του είναι απόλυτα σαφής και ανεπίδεκτη αμφιβολιών ή παρερμηνείας. Επομένως, οι αποφάσεις ΣτΕ Ολ 190 και 191/2022 δημιουργούν, κατ’ αρχάς, υποχρέωση συμμόρφωσης της διαδίκου Διοίκησης (άρθρο 95 § 5 του Συντάγματος, άρθρο 50 § 5 του π.δ. 18/1989), της οποίας οι πράξεις ακυρώθηκαν. Η συμμόρφωση, όμως, της Διοίκησης προϋποθέτει ενέργειες του νομοθέτη προς κάλυψη του νομικού κενού που δημιούργησε η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης κάλυψε το κενό που επέφεραν η ακύρωση των πράξεων μεταβίβασης των μετοχών και η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας της νομοθετικής διάταξης, αποδυναμώνοντας πλήρως τις ουσιαστικές κρίσεις του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, τα άρθρα 114 και 115 του ν. 4964/2022, Διατάξεις για την απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, θέσπιση πλαισίου για την ανάπτυξη των Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων, την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, την προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ. (ΦΕΚ Α΄ 150/30.7.2022), ισχυροποίησαν την, κριθείσα από το ΣτΕ ως αντισυνταγματική, μεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ. Κατά τις νέες διατάξεις, «η μεταβίβαση προς την ΕΕΣΥΠ των μετοχών των εταιρειών ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, κυριότητας του ελληνικού δημοσίου, σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 197 του ν. 4389/2016, θεωρείται από της ισχύος του παρόντος σύννομη και ισχυρή ως προς όλες τις συνέπειες». Περαιτέρω, ορίζεται ότι δεν απαιτείται επανάληψη των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία ενεργειών και διαδικασιών που προηγούνται ή έπονται της μεταβίβασης των ανωτέρω μετοχών στην ΕΕΣΥΠ, πρόνοια που αποκλείει την έκδοση διοικητικών πράξεων και, συνακολούθως, την επαναφορά της υπόθεσης ενώπιον του ΣτΕ. Τέλος, αναγνωρίζονται ως έγκυρες και σύννομες όλες οι πράξεις και αποφάσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα μετά τη μεταβίβαση προς την ΕΕΣΥΠ των μετοχών των εταιρειών ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ κυριότητας του ελληνικού δημοσίου, βάσει του άρθ. 197 § 1 του ν. 4389/2016. Ο νομοθέτης εμμένει στην αρχική επιλογή της μεταβίβασης των μετοχών στο Υπερταμείο και διασφαλίζει την αδιάλειπτη και συνεχή παροχή υπηρεσιών ύδρευσης, αποδυναμώνοντας, ωστόσο, την πάγια σχετική νομολογία του Ανώτατου Διοικητικού και Δικαστηρίου. Ο νέος νόμος αγνοεί παντελώς τον «θεσμικό σεβασμό» που οφείλει ο νομοθέτης στη νομολογία των δικαστηρίων και δη των ανωτάτων, ματαιώνει τα κριθέντα και επαναφέρει σε ισχύ αυτό ακριβώς που κρίθηκε αντισυνταγματικό! Επομένως, παρά την όλως διαφορετική εμβέλεια και σημασία, η σχολιαζόμενη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με τη διεξοδική κατάστρωση των ενεργειών συμμόρφωσης της Διοίκησης, συμβάλλει στην εμπέδωση του κράτους δικαίου.

Βασίλης Π. Τσιγαρίδας

Δ.Ν., Δικηγόρος

Ευγενία Β. Πρεβεδούρου

Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ



[1] Ε. Πρεβεδούρου, Η σχέση των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΔιΔικ 4/2022, σ. 547. ΔΠρΚαλ 355/2018, με παρατηρήσεις Π. Λαζαράτου, Κύρωση για κακοποίηση ζώου – Ερμηνεία διατάξεως σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ΘΠΔΔ 6/2018, σ. 543. Επίσης ΔΠρΡοδ 12, 532/2019, ΔΠρΠειρ 5559/2019, ΔΕφΤριπ 176/2021 σε σχέση με τις νομολογιακές παραδοχές της απόφασης ΣτΕ 2151/2017 όσον αφορά τα επιβαλλόμενα πρόστιμα για τη μη αναγραφή εργαζομένων στον πίνακα προσωπικού και την ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δέσμιας αρμοδιότητας. Βλ. και ΔΠρΘεσ 3037/2018 με παρατηρήσεις Κ. Βατάλη, Ο συγκεκριμένος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και της συμβατότητάς τους με την ΕΣΔΑ ως έλεγχος της εφαρμογής του νόμου. Σκέψεις με αφορμή την ΔΠρΘεσ 3037/2018 ΕφημΔΔ 3/2019, σ. 372· Δ. Πατσίκα. Η εμβέλεια της ΣτΕ Ολ 2287/2015 και η αποφυγή της ΜΔΠρΘεσ 3037/2018, ΕφημΔΔ 3/2018, 403· Στ. Πετροπουλάκου, Η αντίθεση στην ΕΣΔΑ ως βάση αναδρομικής επιστροφής συνταξιοδοτικών παροχών που περικόπηκαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012. Το αιτιολογικό της ΣτΕ Ολ. 2287/2015 και η δέσμευση των δικαστηρίων της ουσίας, ΕφημΔΔ 3/2018, σ. 403· Β. Φαϊτά, Με αφορμή την 3037/2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ΔιΔικ 6/2018, σ. 952.

[2] Οι παρεμβάσεις της νομοθετικής εξουσίας στην απονομή της δικαιοσύνης καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων και αναφέρονται ιδίως στην αναδρομική, ως επί το πλείστον, θέσπιση κανόνων δικαίου με τη βούληση αυτοί να καταλάβουν δικαιώματα, σχέσεις ή καταστάσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων ή έχουν ήδη κριθεί από αυτά. Η εν λόγω νομοθετική πρακτική θέτει θεμελιώδη ζητήματα συνταγματικής τάξης αναγόμενα ιδίως στη διάκριση των πολιτειακών λειτουργιών και εξουσιών, συχνά δε και το θέμα της συνέχισης ή της κατάργησης της ακυρωτικής δίκης κατά διοικητικής πράξης που καθίσταται, μετά τη δικαστική προσβολή, αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης. Από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που εμπλουτίσθηκε ουσιωδώς από την επίδραση και της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μπορούν να εντοπισθούν τρεις περιπτώσεις νομοθετικής παρέμβασης. Η πρώτη αφορά την αναδρομική κύρωση με νόμο κανονιστικής πράξης που εκδόθηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση ή κατά παράβαση αυτής, η δεύτερη την αναδρομική εφαρμογή νόμου σε εκκρεμείς υποθέσεις και η τρίτη τη θέσπιση ατομικής διοικητικής πράξης με νόμο. Βλ., ενδεικτικά, Α. Τσεβά, Θέσπιση διοικητικής πράξης με νόμο, Τιμ. Τόμος ΣτΕ, 75 χρόνια, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 463• Β. Χρήστου, Από την κύρωση στη θέσπιση διοικητικών πράξεων δια τυπικού νόμου, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2010, Α. Τσεβά, Θέσπιση διοικητικής πράξης με νόμο, Τιμ. Τόμος ΣτΕ, 75 χρόνια, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 463• Β. Χρήστου, Από την κύρωση στη θέσπιση διοικητικών πράξεων δια τυπικού νόμου, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2010.

[4] Ενδιαφέρον παρουσιάζει συναφώς η πρόσφατη απόφαση ΣτΕ Ολ 1403/2022, η οποία εντάσσεται στη σχετική με τα «αναδρομικά» των συνταξιούχων νομολογία. Στη σκέψη 14 της απόφασής του, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η «κατά το άρθρο 95 § 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, αφορά μόνον εκείνους που διετέλεσαν διάδικοι στη σχετική δίκη και νομιμοποιούνται να προβάλλουν παράλειψη, άρνηση ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την δικαστική αυτή απόφαση όχι όμως και τρίτους οι οποίοι δεν υπήρξαν διάδικοι στην οικεία δίκη και οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται σχετικώς». Προς τη συμμόρφωση αυτή το Δικαστήριο αντιδιαστέλλει την εν ευρεία εννοία «συμμόρφωση», δηλαδή τον «θεσμικό σεβασμό της διοικήσεως και του νομοθέτη προς τη νομολογία των δικαστηρίων, και δη των ανωτάτων, με την έννοια της εφαρμογής της σχετικής αποφάσεως ως νομολογιακού προηγούμενου και στους τελούντες σε όμοιες συνθήκες». Ο ως άνω θεσμικός σεβασμός προς τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων αποτελεί, κατ’ αρχήν, «ουσιώδη προϋπόθεση για την εμπέδωση του κράτους δικαίου», δεν παρέχει, όμως τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 95 § 5 του Συντάγματος και από τον εκτελεστικό νόμο 3068/2002.

[5] Βλ., ενδεικτικά, Ε. Πρεβεδουρου, Προβλήματα συμμόρφωσης της Διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις: διοικητική δυστροπία ή δικαστικός μαξιμαλισμός;, Εταιρεία Διοικητικών Μελετών, Τόμος εις μνήμην Καθηγήτριας Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020, σ. 123.

[6] Βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα, Ε. Πρεβεδούρου, Διαταγές του διοικητικού δικαστή προς τη Διοίκηση, ΘΠΔΔ 11/2019, σ. 1065, όπου και εκτενής δογματική και συγκριτική ανάλυση. Βλ., επίσης, Η. Κουβαρά, Η Διοικητική Δικαιοσύνη ως δικαιοτελεστική λειτουργία, Συμβολή στην αποτελεσματικότητα της Διοικητικής Δικαιοσύνης, 2015, σ. 402 επ, σ. 418 επ.

[7] Ό.π.

[8] «…η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προς νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση ήτοι προκειμένου καταρχάς να εξεταστεί η αξιοπιστία του ισχυρισμού της για την συμμετοχή του πατέρα της ανήλικης αιτούσας στην οργάνωση JKLF. Περαιτέρω, σε περίπτωση που ο ισχυρισμός αυτός κριθεί αξιόπιστος πρέπει να διερευνηθεί αν εξαιτίας των ειδικών περιστάσεων που συντρέχουν στην συγκεκριμένη περίπτωση ήτοι της εθνοτικής καταγωγής της αιτούσας, του φύλου της, της ενδεχόμενης συμμετοχής του πατέρα της στην ανωτέρω οργάνωση, της εμπλοκής της οικογένειάς της σε διένεξη με τον ξάδελφο της μητέρας της, για τον λόγο ότι η τελευταία δεν συμμορφώθηκε με τη βούληση του πατέρα της να νυμφευθεί τον ξάδελφο αυτό και της επιλογής της μητέρας της να συνάψει γάμο με τον πατέρα της υφίσταται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής της στην χώρα καταγωγής της ή πραγματικός κίνδυνος να υποστεί βλάβη, κατά την περ. α ή β του άρθρου 15 του ν.4636/2019. Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής πρέπει να αξιολογηθεί δεόντως αν το τροχαίο ατύχημα που έγινε δεκτό ότι υπέστη ο πατέρας της και οι απειλές που ισχυρίσθηκαν ότι δέχθηκαν οι γονείς της συνιστούν λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζει απειλή δίωξης ή κίνδυνο βλάβης η ίδια η ανήλικη αιτούσα και να ερευνηθεί ειδικώς αν στην περίπτωσή της και λόγω των ειδικών περιστάσεων που συντρέχουν μπορεί να παρασχεθεί αποτελεσματική προστασία από τις αρχές της χώρας της, αφού αντληθούν πληροφορίες από τις διεθνείς πηγές ειδικώς ως προς τις διενέξεις που ανακύπτουν για λόγους «τιμής» με εμπλεκόμενα άτομα γυναικείου φύλου. Τέλος, για να καθορισθεί κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος για την ανήλικη αιτούσα, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου που περιγράφεται στην περ. γ του άρθρου 15 του ν.4636/2019 πρέπει να εξετασθούν οι προβλέψιμες συνέπειες της αποστολής της στην χώρα καταγωγής της λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές της περιστάσεις και τη γενική κατάσταση που επικρατεί εκεί, ιδίως δε στην περιοχή του Αζαντ Κασμίρ και λόγω των πληροφοριών για την κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν στη συγκεκριμένη περιοχή…».

[9] Όπως σημείωνε πολλά χρόνια πριν ο Φ. Βεγλερής, Η συμμόρφωσις της διοικήσεως εις τας αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1934, σ. 88-89.

[10] Πρβλ. Χ. Χρυσανθάκη, Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, 2014, σ. 133. Βλ. και την διατύπωση του Κ. Γώγου, Η δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης, 2005, σ. 65, ο οποίος σημειώνει ότι ο διοικητικός δικαστής «είναι υποχρεωμένος να προβεί σε πλήρεις νομικούς συλλογισμούς, να υπαγάγει δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης στις έννοιες των κανόνων δικαίου».

[11] Βλ. σχετικά με το ζήτημα, Α. Γέροντα, Επιτομή Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, 2014, σ. 31, Κ. Γώγο, Διαδικαστικά σφάλματα και ακύρωση των διοικητικών πράξεων, 2017, σ. 320-322, Ι. Συμεωνίδη, Η αναβάθμιση του διοικητικού δικαστή στη μεταμοντέρνα εποχή, η αδυναμία ανταπόκρισης της διοίκησης και η ανάγκη ενός άλλου διαλόγου με τον νομοθέτη, ΕφημΔΔ 2010, σ. 393. Σημειώνεται ότι στη γαλλική έννομη τάξη, η εξουσία του ακυρωτικού δικαστή να απευθύνει συγκεκριμένες διαταγές (injonctions) στη διοίκηση προς διασφάλιση της συμμόρφωσής της στην απόφασή του προβλέπεται ρητά και ρυθμίζεται διεξοδικά στον Code de justice administrative ήδη από το 1995, τροποποιήθηκε δε και ενισχύθηκε το 2019 (άρθρα L 911-1 και L 911-2 του CJA). Η εξουσία αυτή αμβλύνει ουσιωδώς τη διάκριση μεταξύ ακυρωτικών διαφορών και διαφορών πλήρους δικαιοδοσίας.