1Πορεία προς μια προαιρετική ρύθμιση στον τομέα του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων
Δέσποινα Κλαβανίδου,
Καθηγήτρια Νομικής Α.Π.Θ.
Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στο πλαίσιο της ΕΕ οδήγησε από νωρίς τα κοινοτικά όργανα σε ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών για την εναρμόνιση των εθνικών δικαίων των κρατών-μελών, με στόχο την επίτευξη μιας σωστής ισορροπίας μεταξύ υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Η ιδέα της κοινής αγοράς φέρνει κατ’ ανάγκη στο προσκήνιο το δίκαιο των συμβάσεων. Με αφετηρία τη σκέψη ότι κάθε οικονομική συναλλαγή έχει ως βάση μία σύμβαση, γίνεται φανερό ότι το δίκαιο των συμβάσεων αποτελεί το εργαλείο που επιτρέπει την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών και κατ’ επέκταση τον κατεξοχήν χώρο όπου συναντώνται τα αντικρουόμενα συμφέροντα καταναλωτών και επιχειρήσεων.
Από την άλλη πλευρά, αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο στο πεδίο του δικαίου των συμβάσεων, όπως αυτό διαμορφώθηκε ιδίως με την έκδοση οδηγιών, αν και έκανε σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση της ενοποίησης της αγοράς, δεν φάνηκε μέχρι σήμερα ικανό να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην άρση των συνόρων. Και τούτο, για τους ακόλουθους κυρίως λόγους:
Το κοινοτικό κεκτημένο στο πεδίο του δικαίου των συμβάσεων χαρακτηρίζεται από την τεχνική του ψηφιδωτού. Ο ευρωπαίος νομοθέτης έχει ακολουθήσει τη μέθοδο της αποσπασματικής προσέγγισης επιμέρους τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται ασυνέπειες, ασάφειες, κενά ή ακόμη και αλληλοκαλύψεις κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.
Παράλληλα, ο ευρωπαίος νομοθέτης έχει υιοθετήσει ως επί το πλείστον την οδό της ελάχιστης εναρμόνισης, ώστε να επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν στην εσωτερική τους έννομη τάξη αυστηρότερους εθνικούς κανόνες προστασίας των καταναλωτών από εκείνους που προβλέπονται στις οδηγίες. Τα κράτη-μέλη έχουν κάνει εκτεταμένη χρήση αυτής της δυνατότητας, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του κοινοτικού κεκτημένου και τη δημιουργία άνισου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στις επί μέρους εθνικές νομοθεσίες. Οι κανόνες σύγκρουσης νόμων που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό Ρώμη Ι για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές δεν βοηθούν στην αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος. Και τούτο διότι, ακόμη και αν σε μία διασυνοριακή συναλλαγή επιλεγεί από τα μέρη ως εφαρμοστέο το δίκαιο του προμηθευτή, οι καταναλωτές δεν στερούνται την προστασία που απορρέει από τυχόν ευνοϊκότερους γι’ αυτούς κανόνες αναγκαστικού δικαίου της πατρίδας τους (άρθρ. 3 § 2).
Τα προβλήματα που απορρέουν από τις διαφορές στα εθνικά δίκαια των συμβάσεων απασχόλησαν έντονα την τελευταία δεκαετία τα όργανα της ΕΕ. Η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά και η μείωση της απροθυμίας των επιχειρήσεων για διασυνοριακές συναλλαγές αποτέλεσαν πρόκληση για επανατοποθέτηση της ΕΕ στον τομέα της εναρμόνισης του δικαίου των συμβάσεων.
Προς επίτευξη των παραπάνω στόχων τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κινήθηκαν προς δύο παράλληλες κατευθύνσεις. Από τη μια πλευρά επιχειρήθηκε με την Οδηγία 2011/83/ΕΕ η αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου για τα δικαιώματα των καταναλωτών. Παράλληλα, την τελευταία δεκαετία εντατικοποιήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο η συζήτηση γύρω από την ενοποίηση του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου και κυρίως του δικαίου των συμβάσεων. Καρπό της ερευνητικής προσπάθειας ενός Δικτύου Εμπειρογνωμόνων, στο οποίο συμμετείχαν ομάδες εργασίας από όλα τα κράτη-μέλη, αποτέλεσε η δημοσίευση το 2009 ενός Σχεδίου Κοινού Πλαισίου Αναφοράς (ΣΚΠΑ), το οποίο περιείχε αρχές, ορισμούς και πρότυπους κανόνες Αστικού Δικαίου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν κατά την εκπόνηση ή τροποποίηση της νομοθεσίας της ΕΕ.
2Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέδωσε την Πράσινη Βίβλο (2010), με την οποία τέθηκαν σε διαβούλευση επτά επιλογές αναφορικά με τη μορφή που θα μπορούσε να λάβει μία πράξη για το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων.
Οι εξελίξεις μετά την ολοκλήρωση της διαβούλευσης ήταν ραγδαίες. Στις 8 Ιουνίου 2011, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε στη Σύνοδο Ολομέλειας ψήφισμα, με το οποίο τάχθηκε υπέρ της καθιέρωσης βάσει Κανονισμού ενός προαιρετικού δικαίου των συμβάσεων, που θα ισχύει αρχικά μόνο για τις διασυνοριακές συναλλαγές και θα καλύπτει τόσο τις καταναλωτικές όσο και τις διεπιχειρηματικές. Στη συνέχεια, στις 11 Οκτωβρίου 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε την αναμενόμενη Πρόταση Κανονισμού για το προαιρετικό δίκαιο των συμβάσεων. Ωστόσο, η Πρόταση Κανονισμού δεν περιέχει κανόνες για όλους τους συμβατικούς τύπους, αλλά περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του προαιρετικού ευρωπαϊκού δικαίου μόνο στη σύμβαση της πώλησης. Συγκεκριμένα, καταλαμβάνει διασυνοριακές συναλλαγές που αφορούν την πώληση κινητών, τις συμβάσεις προμήθειας ψηφιακού περιεχομένου (π.χ. μουσική, ταινίες), καθώς και τις συνδεόμενες με αυτές υπηρεσίες (π.χ. τοποθέτηση, επιδιόρθωση κ.λπ.). Εξαιρούνται οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των on line τραπεζικών υπηρεσιών, καθώς και οι πωλήσεις με πίστωση του τιμήματος. Σύμφωνα με την πρόταση Κανονισμού, το προαιρετικό δίκαιο της πώλησης θα εφαρμόζεται αφενός στις καταναλωτικές συμβάσεις, αφετέρου στις διεπιχειρηματικές συμβάσεις, που τουλάχιστον το ένα μέρος είναι μικρομεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ). Παράλληλα, παρέχεται στα κράτη-μέλη η δυνατότητα να εφαρμόσουν το κοινό δίκαιο και στις αντίστοιχες εγχώριες συμβάσεις, καθώς και σε διεπιχειρηματικές συμβάσεις που κανένα μέρος δεν είναι ΜΜΕ.
Ο προτεινόμενος Κανονισμός εισάγει μία συνεκτική νομοθετική πράξη για τη σύμβαση της πώλησης που αποτελείται από 177 άρθρα. Η νομοθετική ύλη καταστρώνεται σε 8 κεφάλαια που περιέχουν αφενός τις γενικές αρχές που διέπουν τη σύμβαση της πώλησης, με έμφαση στις αρχές της ιδιωτικής αυτονομίας και της καλής πίστης, αφετέρου ένα πλέγμα διατάξεων που καλύπτουν ιδίως τις προσυμβατικές υποχρεώσεις ενημέρωσης, την κατάρτιση και ερμηνεία της σύμβασης, το δικαίωμα υπαναχώρησης στις συμβάσεις από απόσταση και εκτός εμπορικού καταστήματος, τους καταχρηστικούς ΓΟΣ, τις υποχρεώσεις των μερών και τις συνέπειες από την αθέτησή τους, την αποζημίωση για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης, τις αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού και την παραγραφή.
Ουσιαστικά, με την καθιέρωση του προαιρετικού δικαίου της πώλησης προσφέρεται μία ενιαία δέσμη κανόνων, κοινών και για τα 27 κράτη-μέλη, που δεν παραμερίζει τα εθνικά δίκαια, αλλά ισχύει παράλληλα με αυτά, προσφέροντας ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, κοινό για όλους τους συναλλασσομένους στην εσωτερική αγορά. Πρόκειται για μία καινοτόμο προσέγγιση που εγκαταλείπει την ιδέα της πλήρους εναρμόνισης με οδηγίες, σέβεται τις νομικές παραδόσεις των εθνικών νομικών συστημάτων και διαπνέεται από την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, στο βαθμό που εναπόκειται στη βούληση των συναλλασσομένων να επιλέξουν το κοινό ευρωπαϊκό, αντί για το εθνικό τους δίκαιο.
Είναι φανερό ότι η ευρωπαϊκή πορεία του δικαίου των συμβάσεων βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή. Επί του παρόντος φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί ο φιλόδοξος στόχος της ενοποίησης του δικαίου των συμβάσεων στο σύνολό του, στο βαθμό που ο προτεινόμενος Κανονισμός περιορίζεται στην ενοποίηση μόνο του δικαίου της πώλησης. Ωστόσο, αναμφίβολα η κίνηση αυτή αποτελεί τον προάγγελο μιας ευρύτερης ενοποίησης του δικαίου των συμβάσεων στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, σημαντικό βήμα της Πρότασης Κανονισμού είναι ότι διευρύνει τον προστατευτικό χαρακτήρα του προαιρετικού δικαίου, ώστε να καταλαμβάνει πέρα από τους καταναλωτές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μέσα από αυτή τη διεύρυνση διαφαίνεται μία μετατόπιση της πολιτικής του ευρωπαίου νομοθέτη από την προστασία του καταναλωτή προς την προστασία του ασθενέστερου συμβαλλομένου, ακόμη και όταν αυτός δεν είναι καταναλωτής.
Απομένει να δούμε ποια θα είναι τα επόμενα βήματα στην πορεία προς την καθιέρωση του κοινού ευρωπαϊκού δικαίου της πώλησης. Σε πολιτικό επίπεδο η πρόταση της Επιτροπής χρειάζεται την έγκριση των κρατών-μελών της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε ό,τι όμως αφορά την ουσιαστική χρηστικότητα του προτεινόμενου νομοθετικού εργαλείου, απαιτείται η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων στο νέο δίκαιο που τίθεται στη διάθεσή τους και η εξοικείωσή τους με αυτό, ώστε να μπορούν πράγματι να ασκήσουν τη δυνατότητα επιλογής που τους παρέχεται. Αυτό προϋποθέτει τη συνεργασία ποικίλων φορέων, ακαδημαϊκών, δικηγόρων, επαγγελματικών και εμπορικών επιμελητηρίων, συλλόγων καταναλωτών κ.ά. Αποτελεί κοινή συνείδηση ότι για την ολοκλήρωση της κοινής αγοράς δεν αρκεί μία νομοθετική πράξη. Πολύ περισσότερο χρειάζεται ενσωμάτωσή της στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, ο οποίος καλείται σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε, να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός νέου ρόλου της Ευρώπης στην υπηρεσία των πολιτών της.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα