Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
5
Έτος
2022
Περισσότερα

Συγγραφέας


Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 5 (2022)


Η. Heller, Κράτος Δικαίου ή Δικτατορία;

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

699Κράτος Δικαίου ή Δικτατορία;[*]

Ηermann Heller

(1891-1933)

Μετάφραση: Δήμητρα Μαρέτα

Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών

Μέχρι τον Παγκόσμιο Πόλεμο το Κράτος Δικαίου ανήκε στην κοινή κληρονομιά της Ευρώπης. Ως αναγνώριση, δεν συζητιόταν ούτε εκεί όπου, ήδη εν μέρει, δεν είχε αναγνωριστεί ή φτάσει σε εφαρμογή. Μέχρι τη Μπολσεβίκικη Επανάσταση, ακόμα και τα μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα ερμήνευαν τη μαρξική δικτατορία του προλεταριάτου με μια έννοια περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατική και δικαιοκρατική. Εκείνη την εποχή μόνο μπορούσαν να θεωρούν ως διακηρυγμένους εχθρούς, αν και για μεγαλύτερη σύγχυση, του κράτους δικαίου τις ομάδες, μικρές και χωρίς επιρροή, των Γάλλων και Ιταλών συνδικαλιστών. Αυτή η κατάσταση έχει υποστεί βαθιές τροποποιήσεις κατά τα δέκα τελευταία χρόνια. Το θέμα «Κράτος Δικαίου ή Δικτατορία» έχει μετατραπεί σε μια διαμάχη που δεν μπορούμε παρά να πάρουμε στα σοβαρά. Και, ακόμα κι όταν δεν οφείλουμε να αποδώσουμε υπερβολική σημασία σε αυτό που ένας γνωστός Γερμανός δάσκαλος της θεωρίας του Κράτους έχει περιγράψει ως σύγχρονη μορφή του κράτους για τη δικτατορία και ως παρωχημένο συνταγματικό κλισέ το Κράτος Δικαίου, η απλή πιθανότητα μιας τέτοιας δήλωσης είναι συμπτωματική.

Τι σημαίνει αυτή η ξαφνική και ριζοσπαστική αλλαγή; Μπορεί να βρίσκεται στους πολιτικούς μετασχηματισμούς που έχουν συμβεί στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γιουγκοσλαβία και σε χώρες μικρότερων διαστάσεων, για τις απόπειρες δικτατορίας μεταξύ μας, στην Αυστρία και σε άλλα κράτη ένας κοινός παρονομαστής; Σημαίνει η επέκταση των δικτατοριών στην Ευρώπη ότι έχει φτάσει στο τέλος του το κράτος δικαίου και ότι πρόκειται να αντικατασταθεί από μια μορφή κράτους που προσαρμόζεται καλύτερα στο δικό μας σημερινό είναι; Ποια ολίσθηση στην κοινωνική πραγματικότητα βρίσκει έκφραση στους πολιτικούς μετασχηματισμούς και σε αυτές τις ιστορικές και πνευματικές αλλαγές;

Θα περιορίσουμε την προσέγγισή μας αποκλειστικά στη μορφή της δικτατορίας που είναι γνωστή στη δυτική Ευρώπη υπό τη φασιστική σημαία και που εδώ είναι επίσης η μοναδική πραγματική (δικτατορία). Η μπολσεβίκικη δικτατορία που συνολικά δεν έχει παρά επιβεβαιώσει τη μορφή διακυβέρνησης του Μεγάλου Πέτρου, δεν έχει γνωρίσει ποτέ την εναλλακτική «κράτος δικαίου ή δικτατορία» και μπορεί να μείνει εκτός της θεώρησής μας.

Μια απάντηση στις ερωτήσεις που έχουν τεθεί απαιτεί ως συνθήκη να θέσουμε τις σαφείς ιδέες σχετικά με τις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές βάσεις του κράτους δικαίου έχοντας υπ’ όψιν ότι, αν υπάρχει ένα κοινό αναμφισβήτητο χαρακτηριστικό σε όλες αυτές τις ευρωπαϊκές δικτατορίες και τις ιδεολογίες τους, αυτό είναι η άρνηση του κράτους δικαίου. Οι κοινωνικές της βάσεις μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο όταν γίνει αντιληπτό πως η αύξηση της κουλτούρας συνίσταται στο γεγονός ότι αυξάνεται η διαίρεση της εργασίας και μαζί της, σε κοινωνικές ομάδες διακριτές χωρικά μεταξύ τους, αναγκασμένες να εισέλθουν σε σχέσεις ανταλλαγής, καταλήγουν να είναι αμοιβαία αλληλοεξαρτώμενες. Όσο αυξάνεται η διαίρεση της εργασίας και αυξάνονται οι ανταλλαγές, γίνεται απαραίτητη σε μεγαλύτερο βαθμό μια ασφάλεια του εμπορίου σύμφωνα με αυτή την αύξηση, μια ασφάλεια ταυτόσημη γενικά 700με αυτό που οι θεωρητικοί του δικαίου ονομάζουν δικαστική ασφάλεια. Η ασφάλεια του εμπορίου ή η δικαστική ασφάλεια είναι δυνατές χάρη σε μια εντατικοποίηση στην υπολογισιμότητα και στη διευθέτηση που έχει επιτευχθεί στις κοινωνικές σχέσεις. Διότι αυτή η υπολογισιμότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οι κοινωνικές σχέσεις και κυρίως οι οικονομικές σχέσεις υποτάσσονται σε αυξανόμενο βαθμό σε μια ενοποιητική τάξη, δηλαδή, σε έναν κανονισμό λειτουργίας από ένα κεντρικό σημείο της επικράτειας. Το προσωρινό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας κοινωνικού εξορθολογισμού είναι το σύγχρονο Κράτος Δικαίου, που αναδύθηκε ουσιαστικά από μια ογκώδη βιβλιογραφία, αξίζει να πούμε, του κατεστημένου που είχε επίγνωση των κανόνων για την κοινωνική πράξη, κανόνων που σε σχέση με ένα περιβάλλον προσώπων και πραγμάτων που είχαν προοδευτικά αποκλείσει, προς όφελος της δημιουργίας και της εκτέλεσης κανόνων από έναν κεντρικό θεσμικό πυρήνα, από την αυτοάμυνα.

Καταλαβαίνει κανείς ξαφνικά την κοινωνιολογική, πολιτική και νομική σημασία που έχει το σύγχρονο Κράτος Δικαίου, όταν την αντιλαμβάνεται ως «το βασίλειο του νόμου» υπό την έννοια που έχει στους δημιουργούς του. Η ίδρυση του Δικαστηρίου της Αυτοκρατορικής Κυβέρνησης, τρία χρόνια έπειτα από την ανακάλυψη της Αμερικής, στο παλαιό γερμανικό Ράιχ, έβαλε ένα οριστικό τέλος στην ιστορία των εγγυήσεων της εδαφικής ειρήνης. Αυτό το δικαστήριο όφειλε με έναν φιλόδικο τρόπο να διευθετήσει συγκρούσεις ανάμεσα στους εδαφικούς ιδιοκτήτες και τους πολίτες και, πράττοντας με αυτόν τον τρόπο, να εξορκίσει τη χρήση βίας και της αυτοδικίας. Με το απολυταρχικό κράτος η οικονομία του πρώιμου καπιταλισμού κατέστησε αναγκαία μια σχετική ανεξαρτησία του αστικού και ποινικού δικαίου, συνέπεια που ο μύθος του μύλου της Sanssousi[1] είχε βοηθήσει σημαντικά να διαχυθεί. Η εξουσία των απολυταρχικών ηγεμόνων εδραζόταν στην υπολογισιμότητα της οικονομίας που έχει ήδη αναφερθεί. Μόνο δημιουργώντας έναν στρατό εμπόρων και έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό, ανεξάρτητοι και οι δύο από τους Junker και χρηματοοικονομικά εξαρτώμενοι από τους ηγεμόνες, μπόρεσαν οι απολυταρχικοί ηγεμόνες να απαλλαγούν από τα απρόβλεπτα ενδεχόμενα του στρατιωτικού φεουδαρχικού καθεστώτος, να εξοντώσουν τους απρόθυμους λόρδους και τα αναρίθμητα δικαιώματά τους και να τους υποτάξουν στην ενοποιητική τάξη της δικής τους κυριαρχίας. Για αυτό χρειαζόταν η υπολογισιμότητα που επέβαλλε μια μονεταριστική οικονομία και μια διοίκηση διαμορφωμένη επί ενός ένα ενοποιητικού ρωμαϊκού Δικαίου με τη βοήθεια του οποίου θα ήταν δυνατό να ξεπεραστεί η ετερογενής ποικιλομορφία των γερμανικών εκδοχών του δικαίου που ήταν ακατόρθωτο να υπόκεινται σε υπολογισμό. Με τη βοήθεια των στρατευμάτων και του διοικητικού μηχανισμού μπόρεσαν σιγά-σιγά οι απολυταρχικοί ηγεμόνες να συγκεντρώσουν τη στρατιωτική εξουσία, τη νομοθεσία, τη δικαιοσύνη και τη διοίκηση, πεδία τα οποία μέχρι τότε χειρίζονταν αυτόνομα οι φεουδάρχες ηγεμόνες.

Όταν στο τέλος του 18ου αιώνα έγιναν δημοφιλείς οι θεωρίες του Κράτους Δικαίου και της κυριαρχίας του νόμου, θεωρήθηκε ιδανικό Δίκαιο εκείνη η θεωρία που διακήρυττε ο ηγεμόνας και εφαρμοζόταν από τα δικαστήρια της επικράτειας «με μια επαγγελματική υπολογισιμότητα» –σύμφωνα με τα λόγια του επιφανούς θεωρητικού του διοικητικού δικαίου Otto Meyer[2].

Αυτός ο απαραβίαστος νόμος, δοσμένος με δεσμευτική αμφίπλευρη ισχύ, όφειλε έτσι να κυριαρχήσει σε όλη τη δραστηριότητα του Κράτους, όχι μόνο στη δικαιοσύνη αλλά επίσης στη διοίκηση· και από κει και πέρα, δεν ήταν δυνατή η «κληρονομικότητα της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας των πολιτών» εκτός κι αν εδράζονται σε έναν νόμο. Αλλά η ορθολογικότητα και η υπολογισιμότητα της κρατικής τάξης έπρεπε επίσης να πραγματωθούν προσεκτικά και σε άλλα πεδία.

Είναι γνωστό ότι το δόγμα της διάκρισης και της εξισορρόπησης των εξουσιών που διατύπωσε ο Μοντεσκιέ αποτελεί το οργανικό θεμέλιο του Κράτους Δικαίου. Ο Μοντεσκιέ βλέπει στην πολιτική ελευθερία του πολίτη «αυτή την ψυχική ηρεμία, που γεννιέται από την εμπιστοσύνη που έχει ο καθένας στην ασφάλειά του»[3]. Αυτή η ελευθερία θα χανόταν 701οριστικά, αν ο ίδιος άνθρωπος ή η ίδια συνέλευση εξασκούσε την ίδια στιγμή τη νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία. Η αιτιολόγηση αυτού του δόγματος, χαρακτηριστική ενός βαθέος γνώστη των ανθρώπων, θα μπορούσε να λάβει τη μορφή κοινωνιολογικής θέσης γενικής ισχύος: κάθε ανθρώπινη εξουσία που δεν εποπτεύεται εκτίθεται, νωρίτερα ή αργότερα, στον κίνδυνο της μη υπολογίσιμης αυθαιρεσίας. Γι’ αυτό θα όφειλε η νομοθετική εξουσία να είναι η ανώτερη εξουσία και η εξουσία που καθορίζει όλη τη δραστηριότητα του κράτους και, οργανικά διαχωρισμένη από μια ανεξάρτητη δικαστική και εκτελεστική εξουσία –που θα συνέχιζε να βρίσκεται στα χέρια του βασιλιά– θα έπρεπε να εδράζεται στον λαό. Όσο ο βασιλιάς θα θέσμιζε και θα καταργούσε τους νόμους, θα μπορούσε να τους προετοιμάζει σε ένα ιδιωτικό συμβούλιο και, ακόμα κι αν δεν δημοσιεύονταν ποτέ, θα παρέμενε αυτό ένας παράγοντας προσωπικής ανασφάλειας και μη υπολογισιμότητας που θα εξαφανιζόταν αμέσως όταν ο λαός μέσω των αντιπροσώπων του σε δημόσιες κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις θα όριζε νόμους που θα τον κυβερνούσαν μετατρεπόμενος ο ίδιος σε εγγυητή της ελευθερίας του.

Παράλληλα με αυτή την κοινωνικο-πολιτική εξέλιξη συμβαίνει εκείνη της ιστορίας των ιδεών. Οι ρίζες της βυθίζονται ακριβώς στην εποχή της Αναγέννησης. Είναι η αποπροσωποποιημένη πίστη στον νόμο η ιδιαίτερη συνάντηση τόσο στον Kepler, στον Γαλιλαίο, στον Gassendi και τον Γκρότιους όσο και στον Βολταίρο, τον Saint-Somin, τον Καντ και τον Μαρξ. Στο ηθικο-πολιτικό διατυπώνεται η κεντρική ιδέα: ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, όταν δεν χρειάζεται πλέον να υπακούει σε ανθρώπους αλλά στους νόμους. Αλλά κάθε φορά νοείται όλο και λιγότερο ως νόμος η βούληση ενός προσωπικού Θεού ή ενός ελέω Θεού μονάρχη όσο ο κανόνας εξυψώνεται πάνω από κάθε βούληση και από κάθε αυθαιρεσία. Κάθε φορά το περιεχόμενο αυτών των νόμων οφείλει να ανταποκρίνεται περισσότερο στο να αντιλαμβάνεται εγγενώς και ορθολογικά τη φύση και την κοινωνία.

Αυτή η «βεβαιότητα της ελευθερίας σύμφωνα με τον νόμο», όπως την ονόμαζε ο Wilhelm Von Humboldt, ο κλασικός μεταξύ αυτών που σφυρηλάτησαν το ιδανικό του Κράτους Δικαίου, ήταν στο τέλος του 18ου αιώνα η υπεράσπιση μιας πνευματικά και οικονομικά δυναμωμένης αστικής τάξης. Η πολιτική και οικονομική της ασφάλεια απαιτούσε, στους κόλπους του Κράτους Δικαίου με τη διάκριση των εξουσιών, μια επιρροή στη νομοθεσία· το ιδανικό της ελευθερίας και της πολιτικής ισότητας ήταν σε αρμονία με την ηθική της προσωπικής αυτονομίας. Το ότι η δημοκρατία θα περιοριζόταν στα κοινωνικά στρώματα της «μόρφωσης και της ιδιοκτησίας»[4] μπορούσε να έχει κάποια αιτιολόγηση σε μια εποχή κατά την οποία η διάθεση της κληρονομιάς σχετιζόταν με την εκπαίδευση και στην οποία αυτή ήταν διαθέσιμη ανάλογα με την εκπαίδευση.

Αλλά αυτό επρόκειτο να αλλάξει με θεμελιώδη τρόπο την εποχή του ανεπτυγμένου και οργανωμένου καπιταλισμού. Η ίδια η συνείδηση ξυπνά σε ένα προλεταριάτο που διαρκώς αυξάνεται, κάτι που το οδηγεί στο να κάνει δική του με τη μορφή της κοινωνικής δημοκρατίας τα αιτήματα της αστικής δημοκρατίας. Οργανωμένο αυτόνομα σε κόμματα και συνδικάτα καταφέρνει να επιβάλλει στη νομοθετική εξουσία του Κράτους Δικαίου τη συμμετοχή του. Αυτή η νομοθετική εξουσία του λαού εμφανίζεται έτσι ως εάν το πνεύμα της αστικής τάξης να την είχε καλέσει ή να μη μπορούσε να την αποβάλλει, αν δεν ήθελε να την αρνηθεί στα ίδια της τα θεμέλια και να την εξορκίσει με τον Βελζεβούλ της δικτατορίας.

Αυτό το ροντέο της πολιτικής κάνει πιο επικίνδυνο –επίσης με οικονομικούς όρους– για την αστική τάξη ένα προλεταριάτο που από δω και πέρα πρόκειται να είναι νομικο-πολιτικά ανταγωνιστικό ως προς εκείνη. Ο οικονομικά αδύναμος προσπαθεί μέσω της νομοθεσίας να προσδεθεί στον πιο δυνατό οικονομικά, που δεσμεύεται σε μεγαλύτερα κοινωνικά επιδόματα και μέχρι να παραιτηθεί από την ιδιοκτησία του. Με αυτόν τον τρόπο, η επίκληση της δημοκρατικής αρχής από τον καπιταλισμό έχει δώσει βήμα σε μια κατάσταση που απειλεί μέσα στην επικράτειά του την αστική τάξη που τον δημιούργησε. Η πιθανότητα, μέσω του Κράτους Δικαίου, το προλεταριάτο να εξαιρεθεί από τη νομοθετική εξουσία έχει αποκλειστεί· θα ήταν υπερβολική απαίτηση για τη σύγχρονη συνείδηση και δύσκολα μπορεί να χωρέσει πλέον ο περιορισμός της εκπαίδευσης και της κατοχής πολιτικών δικαιωμάτων, επειδή σε μια εποχή που με ιλιγγιώδη ταχύτητα παράγονται 702μετατοπίσεις στη δομή της ιδιοκτησίας ούτε μέσω της εκπαίδευσης ούτε μέσω της παράδοσης πετυχαίνει η κατοχή περιουσίας να εμπνεύσει σεβασμό. Η αστική τάξη έχει ήδη αρχίσει να απελπίζεται από το ιδανικό του Κράτους Δικαίου και να αρνείται το ίδιο της το πολιτισμικό σύμπαν.

Αυτή η άρνηση και αυτό το άδειασμα της ιδέας του Κράτους Δικαίου γνωρίζει με την αποτυχία της Γαλλικής Επανάστασης του 1848 τις απαρχές της στη Γερμανία. Ήδη, το 1859 ο Robert van Mohl αντιλαμβάνεται ως Κράτος Δικαίου ένα έθνος στο οποίο όσοι σχετίζονται με αυτό το κράτος έχουν δικαίωμα «πρώτα απ’ όλα (α) στην ισότητα έναντι του νόμου, ή πράγμα που είναι το ίδιο (β) στο να έχουν πρόσβαση στους σκοπούς ύπαρξης για όλους χωρίς διάκριση προσωπικών συνθηκών και με μια αντικειμενική εφαρμογή του γενικού κανόνα χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η θέση, το στάτους κ.λπ. του ατόμου»[5]. Λίγα χρόνια αργότερα, αυτή η υλική ιδέα του Κράτους Δικαίου έχει αδειάσει και αδυνατίσει και έχει μεταμορφωθεί σε μια τεχνικη-φορμαλιστική έννοια. Από τότε έως μετά από την Επανάσταση του 1918 είναι αναμφισβήτητο δόγμα ότι, για παράδειγμα, η ισότητα μπροστά στον νόμο που εγγυάται το άρθρο 4 του Πρωσικού Συντάγματος του 1850 δεν σημαίνει κάτι, όπως η απαγόρευση της αυθαιρεσίας για τον νομοθέτη, αλλά ότι αναφέρεται μόνο στον υπάλληλο τη στιγμή της εφαρμογής ενός ήδη τέλειου νόμου. Έτσι, το ιδανικό της δικαιοσύνης έχει χάσει για τον νομοθέτη την ισχύ του και έμεινε υποβαθμισμένο στη συνθήκη του απλού ρητού της τυπικής διοίκησης που, χωρίς να δίνει σημασία αν το περιεχόμενο του νόμου είναι δίκαιο ή άδικο, επέβαλλε την εφαρμογή του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το πρωταρχικό ερώτημα δεν εδραζόταν στην ορθότητα αλλά στην υπολογισιμότητα και στην αστική ασφάλεια του νόμου.

Είναι αποκαλυπτικό ότι, ακριβώς όταν μετά από την επανάσταση του 1918 μπορεί να εμφανιστεί να απειλείται, μέσω της αρχής της ισότητας που διασφαλίζεται στο άρθρο 109 του Συντάγματος της Βαϊμάρης, η κυριαρχία της αστικής τάξης, υπάρχουν συντηρητικοί νομικοί που τείνουν να βλέπουν σε αυτή την αρχή της ισότητας μια απαγόρευση της αυθαιρεσίας που απευθύνεται στον νομοθέτη και που μπροστά τους ακριβώς δημοκρατικοί-αστοί νομικοί πιάνονται από την παλιά ερμηνεία. Η περίφημη πολιτική σημασία, στη συντηρητική νομική επιστήμη, αυτής της αλλαγής προοπτικής μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σε σχέση με την τρομερή αύξηση της πολιτικής εξουσίας που απέκτησε από τη δικαστική εξουσία στη Γερμανία χάρη σε μια απόφαση, χωρίς αμφιβολία δικαστικά λανθασμένη, του Δικαστηρίου του Ράιχ. Στην πραγματικότητα, στην απόφασή του της 4ης Νοεμβρίου του 1925, η διοικητική δικαιοσύνη έχει διεκδικήσει με επιτυχία για τον εαυτό της το δικαίωμα να εξετάζει σε όλους τους νόμους την υλική τους συμφωνία με το Σύνταγμα του Ράιχ και έχει θεμελιώσει με την ανακριβή και εντυπωσιακή διαβεβαίωση του ότι πάντοτε κατείχε αυτό το δικαίωμα αυτή τη φιλοδοξία[6]. Ωστόσο, οι δικαστές, προερχόμενοι κατά συντριπτική πλειοψηφία από τις κυρίαρχες τάξεις, κρίνουν τη συμφωνία των νόμων με την αρχή της ισότητας και η αστική τάξη έχει επιτύχει προς ώρας να διασφαλιστεί αποτελεσματικά ενάντια στον κίνδυνο η νομοθετική λαϊκή εξουσία να μετασχηματίσει σε κοινωνικό το φιλελεύθερο Κράτος Δικαίου. Άρα, αυτό που αξιολογείται ως ίσο ή άνισο ορίζεται ουσιαστικά σύμφωνα με τις αξιολογικές έννοιες που προκύπτουν όχι μόνο από τις ιστορικές ή εθνικές προοπτικές αλλά επίσης από τις κοινωνικές, από εκείνες που καλούνται να κρίνουν· συνεπώς, αυτό πάντοτε είναι προτιμότερο για τη δικαιοσύνη από την κατηγορία ότι ο δικαστής δεν δεσμεύεται από την απόλυτη αντικειμενικότητά του, επειδή μόνο σε αυτή την περίπτωση θα συνεχίσει να ακολουθεί την αυτοκριτική που έχει ανάγκη.

Με αυτήν τη δικαστική επαγρύπνηση της νομοθετικής εξουσίας δεν έχει απομακρυνθεί οριστικά η απειλή του κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Συνεχίζει να είναι ένα απλό ζήτημα χρόνου η λαϊκή νομοθετική εξουσία να μπορεί, μέσω μια κυβέρνησης εξαρτώμενης από αυτή, να ορίσει άλλους δικαστές ή, μέσω μιας συνταγματικής μεταρρύθμισης, να αποστερήσει από αυτούς τους δικαστές την κηδεμονία που εξασκούν πάνω της. Κατά κάποιον τρόπο, ταιριάζει να παρακολουθούμε σε αυτή την μεταβίβαση –που πολιτικά είναι κατά τ’ άλλα αμφισβητήσιμη– της εξουσίας του νομοθέτη προς τον δικαστή μια αναβίωση της ιδέας του υλικού Κράτους Δικαίου. Χωρίς να λαμβάνουμε 703υπ’ όψιν το ότι μια δικαιοδοσία που ορθώνεται σε νομοθετική παραβιάζει την αρχή της διαχωρισμού μεταξύ της δικαστικής και της νομοθετικής εξουσίας, μια διαδικασία αδειάσματος που έχει υποστεί αυτή η ιδέα εδώ και καιρό, το βλέπει κανείς στην αρχική ερμηνεία ότι η πιο αποδεκτή θεωρία, και αυτή που συχνά αλλάζει την πρακτική, δίνει σήμερα την ερμηνεία στην προσταγή της ισότητας, δηλαδή, στην ερμηνεία ως «θεώρηση των υπαρξιακών μέσων για όλους» σε σχέση, για παράδειγμα, με το άρθρο 156 του Συντάγματος του Reich (απαλλοτρίωση).

Χάρη σε αυτήν την παρακμή της ιδέας του Κράτους Δικαίου, έχει τροποποιηθεί θεμελιωδώς η σημασία που αποκτά η «κυριαρχία του νόμου». Ένας ορθολογικός-ηθικός νόμος κυριαρχούσε για όσο άνθρωποι με σάρκα και οστά τον εφάρμοζαν στον εαυτό τους και στους υπόλοιπους. Η ηθική αναγκαιότητα επιβεβαιωνόταν σε μια ελευθερία που καθοριζόταν αφ’ εαυτή. Αλλά μια νομική ρύθμιση της ύπαρξης, θεσμισμένη αποκλειστικά ως εγγύηση της οικονομικής ασφάλειας, δεν ζητούσε να είναι παρά μόνο μια τεχνική εκδοχή ως δώρο μιας αποπροσωποποιημένης μηχανοποίησης. Ανεξάρτητα από τη θετική-κρατική του ισχύ, αυτός ο νόμος, ηθικά αντιληπτός, διατηρούσε την αναφορά του στο Απολυταρχικό ως θεμέλιο και άβυσσο της ύπαρξης. Πάντοτε απαιτούσε την υποκειμενική απόφαση μιας ατομικής και συγκεκριμένης βούλησης. Αντίθετα, ο νόμος που γίνεται αντιληπτός μόνο τεχνικά είχε αντισταθμίσει την υποκειμενική απόφαση· στη λογική-μαθηματική του αντικειμενικότητα βασίλευε πάνω στους ανθρώπους, που κινούμενοι από μια αισιοδοξία χωρίς όρια, από την πρώτη στιγμή, υπόσχονταν μια οριστική ρύθμιση μέσω νόμων της εγκόσμιας ανταμοιβής για όλα τα εγγενή δεινά της ατομικής απόφασης.

Αυτή η πίστη σε μια κενή νομοκρατία, σε μια ουτοπία αιώνιας ειρήνης, από μια ολοκληρωμένη ρύθμιση κάθε ατομικότητας μέσω νόμων, έχει σήμερα λίγους θιασώτες. Ως καθαρή κουλτούρα συγκροτεί το μετά βίας αναγνωρίσιμο υπέδαφος της καθαρής θεωρίας του Δικαίου, που επαγγέλλεται ο Kelsen και η σχολή του, οι οποίοι θεωρούν ότι κάθε Κράτος είναι Κράτος Δικαίου και θεωρούν την «απουσία αφεντικών» ως ιδανικό της Δημοκρατίας[7]. Ακριβώς ανάμεσα σε μια ανυπόμονη για ηθικά θεμέλια και πεινασμένη για πραγματικότητα νεότητα δεν είναι μικρή η ενίσχυση, μέσω των άδειων αφαιρέσεων αυτής της νομοκρατικής σκέψης, της ιδέας της Δικτατορίας.

Αλλά η πραγματική κοινωνιολογική της κατάσταση δεν φαίνεται να επιτρέπει στην αστική τάξη παρά μια πεσιμιστική ερμηνεία αυτής της διαδικασίας κανονικοποίησης. Η διεκδίκηση από το προλεταριάτο μιας κοινωνικής δημοκρατίας δεν σημαίνει άλλο πράγμα παρά την επέκταση της ιδέας του υλικού Κράτους Δικαίου στην τάξη της εργασίας και των αγαθών. Εντός της αστικής τάξης έχει χαθεί η ενέργεια για την εκ νέου ολοκλήρωση της ιστορικής της εντολής. Η αστική τάξη αρνείται τη δική της πνευματική ουσία και αγκαλιάζεται με μια νέα ανορθολογική φεουδαρχία. Ο Νίτσε, για τον οποίο ο νόμος δεν έχει νόημα παρά μόνο ως τεχνική του υπερανθρώπου για να τιθασεύσει το κοπάδι –επιβάλλοντας την αυθαιρεσία του κυρίου έξω από κάθε νόμο– έχει μετατραπεί σε προάγγελό της. Η υποταγή στον νόμο ήταν για εκείνον υποταγή στο κοπάδι· και θα κατέληγε να είναι ανυπόφορο βάρος κάθε τάξη κοινωνικού καταναγκασμού και ακόμα και της ίδιας της κουλτούρας, που ξύνει τα «αριστοκρατικά ένστικτα». Οι υπεράνθρωποι του Νίτσε χρειάζεται, από καιρό εις καιρό, να συμπεριφέρονται ως «ξαμολημένα αρπακτικά ζώα. Τότε απολαμβάνουν πλήρως την ελευθερία πέρα από κάθε κοινωνικό καταναγκασμό, αποζημιώνονται με την αγριότητα για την ένταση που τους προκάλεσε ο μακρόχρονος εγκλεισμός και περίφραξη από την ειρήνη της κοινότητας, ξαναγυρίζουν στην αθωότητα της συνείδησης του αρπακτικού ζώου, ξαναγίνονται θριαμβεύοντα τέρατα, που βγαίνουν ίσως από μια αποτρόπαια σειρά φόνων, εμπρησμών, βιασμών, βασανισμών με αλαζονεία και ψυχική ισορροπία, σαν να επρόκειτο για μαθητική φάρσα, και πεπεισμένοι ότι εφοδίασαν τους ποιητές με άφθονο υλικό για τραγούδια και εγκώμια»[8]. Αυτή η απερισκεψία του Νίτσε σε σχέση με το «ξανθό κτήνος», που κρίνει θεμελιώδες σε κάθε «αριστοκρατία», έγκειται σε έναν συλλογισμό σχετικά με την πικρία· δεν είναι 704δύσκολο, χρησιμοποιώντας τη δική σου ψυχολογική μέθοδο, να βάζεις σε αυτόν τον συλλογισμό γυμνή την πίκρα της αστικής τάξης, κόντρα στον ίδιο της τον εαυτό.

Αυτό το αντι-αστικό μίσος για τον νόμο, χαρακτηριστικό των αστών, έχει παρατηρηθεί ήδη στην πιο ανεπτυγμένη καπιταλιστικά Γαλλία. Η υποτιμητική σημασία ενός όρου, κάποτε άξιου τιμής, προέρχεται από τη βιβλιογραφία της Παλινόρθωσης και προορίζεται να χαρακτηρίσει την ευτέλεια του πολίτη, που δεν ζητά τίποτα περισσότερο από την οικονομική του ασφάλεια, φοβάται και απεχθάνεται κάθε πνεύμα ως κίνδυνο για αυτή την ασφάλεια. Επίσης αναδύθηκε τότε, ως λογοτεχνικό αντιστάθμισμα των αστών, ο σπουδαίος εγκληματίας, που περιφρονούσε όλους τους νόμους και ενσαρκώθηκε με εντυπωσιακό τρόπο στον Jean Vautrin, του Balzac[9]. Αυτό το μίσος για τον νόμο, εκείνη την εποχή αδυναμία των ιδιοφυών ανθρώπων και ορισμένων ρομαντικών λογοτεχνών, έχει γίνει σήμερα κοινή κληρονομιά των μικροαστών και σπουδαία κοινή κληρονομιά της μορφωμένης τάξης. Πάνω απ’ όλα έπειτα από τον Παγκόσμιο Πόλεμο[10], κάθε μέλος μιας ένωσης παλαιών μαχητών αισθάνεται υποχρεωμένη να βασίζεται στα διατάγματα, να εξασκεί μια θρησκεία του πνεύματος και να ξεδιπλώνει ένα ηρωικό αντι-αστικό ταλέντο για καλό και για κακό. Οποιοσδήποτε επικεφαλής συνδικαλιστικής ένωσης χειροτεχνών είναι ενδόμυχα πεπεισμένος για την αποπροσωποποιημένη αρετή που λανθάνει σε συνεργατικά μαγαζιά και σε μεγάλες αποθήκες.

Αυτή η νεο-φεουδαρχία πυροδοτεί μια νέα μυθολογία, που είναι σαν το δικό της arcanum imperii. Στην εγκόσμια ορθολογική σωτηρία που είναι στο έλεος της κανονικοποίησης της ζωής, στον νόμο χωρίς ατομικότητα, αντιτάσσει τη θρησκεία του πνεύματος, χαρακτηριστικό μιας ατομικότητας χωρίς νόμο· στη θέση της ασφάλειας και της αναγκαιότητας εξυμνεί την περιπέτεια και τον κίνδυνο, την ελευθερία χωρίς καθορισμό και την περιπλάνηση. Για να πολεμήσει το ορθολογικό εφευρίσκει το ανορθολογικό και είναι διατεθειμένη να θαυμάζει όλο αυτό που πληγώνει τον λόγο, όχι παρά το ότι είναι παράλογο αλλά ακριβώς επειδή είναι. Ανίκανη να κυριαρχήσει πνευματικά και πολιτικό-ηθικά στην κοινωνιολογική κατάσταση, η βία για τη βία αποτελεί το ύψιστο αντικείμενο λατρείας. Με τη φιλοσοφία της για την ατομική δράση στο όνομα της ίδιας της δράσης, με τον «ιδεαλισμό της πράξης», αντιφάσκει με τον εαυτό της.

Μόνο η ψυχή που αναγκάζεται από τον υπεράνθρωπο μπορεί να αντέξει την αισθητικοποιημένη θρησκεία. Η δειλία του κοπαδιού χρειάζεται μια ιδιαίτερη μυθολογία, που οφείλει να καλύπτει το νυσταγμένο χασμουρητό μιας τέτοιας θρησκείας. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί κυρίως ο εθνικισμός. «Έχουμε επιβάλει τον δικό μας μύθο. Ο μύθος είναι πίστη, πάθος. Δεν είναι απαραίτητο να είναι πραγματικότητα (.) … Ο δικός μας μύθος είναι το έθνος», έλεγε ο Μουσολίνι λίγες ημέρες πριν από την πορεία προς τη Ρώμη[11]. Αυτός ο εθνικισμός που επιλύει την ένταση ανάμεσα στο άτομο και την κοινότητα ασκώντας πάνω στο πρώτο μια συντριπτική καταπίεση, αποκαλύπτεται σήμερα ως θρησκεία πιο κατάλληλη για να τιθασσευθεί το κοπάδι. Στο όνομα του έθνους και του ιερού εγωισμού του, του οποίου η ομοιότητα με εκείνον της κυρίαρχης τάξης με μεγάλη συχνότητα αγγίζει τα όρια της σύγχυσης, καταλήγει να σωπαίνει κάθε εσωτερική φωνή και να δηλητηριάζει την ψυχή με τη φρασεολογία μιας κοινότητας εκ φύσεως καθαρά ηθικής. Το επίπεδο είναι τόσο θλιβερό που δεν κρύβουν το ότι υπηρετεί ο ίδιος ο χριστιανισμός υπέρ του (υποτιθέμενου) απόλυτου δικαιώματος του αντικειμενικού πνεύματος αυτής της κοινότητας. Η εθνική συνείδηση, που κάποτε ήταν γνώση σχετικά με την αξία που οδηγούσε στη λαϊκή ατομικότητα, γίνεται τώρα μια «νοοτροπία», ένας ηθικός κώδικας, που σημαίνει κάθε νοητό έθιμο, καλό ή κακό, και που, ως τεχνική κυριαρχίας, επιτελεί τη λειτουργία του να ξεχωρίζει τα μαύρα κατσικάκια από το μόνο αυθεντικά «εθνικό» κοπάδι των άσπρων προβάτων. Αν σε αυτό προστεθεί ότι ο εθνικισμός αντιστοιχίζει γενικά την εθνική κοινότητα με το Κράτος ως καθεστώς κυριαρχίας, αλλά από την άλλη πλευρά ταυτίζει το Κράτος με τον κυρίαρχο, αποκαλύπτει την ειδωλολατρία του Κράτους στην οποία λαμβάνει χώρα η αρχική αναρχική θρησκεία του πνεύματος. Στην πολιτική πρακτική είναι αυτή η εξιδανίκευση της αυθαιρεσίας του υπερανθρώπου 705και η εξιδανίκευση του νόμου ως προορισμού της αγέλης.

Στις παραδοσιακές θρησκείες που είναι οργανωμένες ως εκκλησίες ο υπεράνθρωπος βλέπει επίσης ένα κενό ελεεινό μύθο κυριαρχίας. Είναι αλήθεια ότι είναι πολύ ντροπιαστικό το χριστιανικό περιεχόμενο που περικλείεται σε αυτές. Αλλά μόνο ένας καθολικισμός που είναι χριστιανισμός όχι για τους πολλούς πληροί αυτό το περιεχόμενο, ως μηχανισμός κυριαρχίας, χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η αγιοποίηση της κυριαρχίας του δεν μπορεί να ισχύσει χωρίς τις εκκλησίες. «Είμαι καθολικός αλλά είμαι άθεος» λέει η αιχμηρή πρόταση του Charles Maurras, ενός καθολικού της Action Francaise[12], μια πρόταση που είχε εξίσου επινοήσει και ο Μουσολίνι.

Ανάμεσα στις απάτες της δικτατορίας πρέπει να αναφερθεί ακριβώς εκείνο το έμβλημα που είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο και έχει εγερθεί από την ίδια, εκείνο δηλαδή του ότι πρέπει να τελειώνουμε με την κοινοβουλευτική-δημοκρατική διαφθορά. Η δημοκρατία έχει πράγματι όλες τις ευκαιρίες, όχι μόνο να εγκαταλείψει χωρίς καθυστέρηση στην τύχη τους εκείνους από τους διευθύνοντες συμβούλους που δεν έχουν καθαρά χέρια χωρίς σκέψη. Είναι αναμφίβολο ότι σε μια δημοκρατική τάξη ένας πολιτικός ή ένας υπάλληλος που αφήνεται να εμπλακεί σε ύποπτες σχέσεις με παράνομους εμπόρους κατά την εφαρμογή των νόμων ή φτάνει ακόμα και στο να συμμετέχει στο εμπόριό τους, ένας ανεύθυνος μάνατζερ δημοσίων σχέσεων που αναδύεται σε υπερασπιστή της δημοκρατίας, θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά από ό,τι εκατοντάδες κλέφτες της ριζοσπαστικής δεξιάς ή αριστεράς σε αυτή τη μορφή του κράτους. Είναι επίσης πολύ βέβαιο ότι ακούγεται να μιλάμε για τη διαφθορά πολύ περισσότερο στο δημοκρατικό Κράτος Δικαίου από ό,τι στη δικτατορία· αναντίρρητα πρέπει κανείς να κοιτάζει μαζί με τη διαφθορά και τη μορφή της κυβέρνησης. Θα ήταν, ωστόσο, ειρωνικό να πιστεύουμε ότι η δικτατορία θα ήταν περισσότερο μειωμένη στη δικτατορία από ό,τι στη δημοκρατία, όταν συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Επίσης, σε αυτό το σημείο είναι το δημοκρατικό Κράτος Δικαίου καλύτερο από ό,τι φαίνεται και η Δικτατορία –τουλάχιστον από μακριά– φαίνεται καλύτερη από ό,τι είναι. Προκειμένου να το αποδείξουμε, δεν χρειάζεται καθόλου να καταφύγουμε στην ιταλική πραγματικότητα της φασιστικής δικτατορίας και να προσθέσουμε σε αυτό ότι εκεί είναι γενικός κανόνας ο πιο ανέντιμος πλουτισμός των ανώτερων και ανώτατων αρχών του Κράτους και εξαίρεση τα καθαρά χέρια: αχρείαστο είναι να αναφέρουμε ότι όλος ο ιταλικός λαός, των φασιστών συμπεριλαμβανομένων, κάνει με αυτό το φαγοπότι, αυτή την πάχυνση, τις επιφανείς προσωπικότητες του φασιστικού κόμματος αντικείμενο των πιο δηκτικών του αστείων και ανελέητα μεταφράζει έτσι τα αρχικά του Φασιστικού Εθνικού Κόμματος, Φ.Ε.Κ.: για την οικογενειακή ανάγκη[13]. Όπως μόλις είπαμε, δεν είναι ακριβές με κανένα τρόπο να κάνουμε νύξη σε κανένα τέτοιο αναμφισβήτητο γεγονός. Παρ’ όλ’ αυτά, για όποιον γνωρίζει την ανθρώπινη κατάσταση, γίνεται εμφανές ότι η εξουσία των εντολών της δικτατορίας, χωρίς κανέναν λογιστικό έλεγχο, θα καταλήγει πάντοτε σε αυτά τα αποτελέσματα. Στο δημοκρατικό Κράτος Δικαίου, κάθε ένα από τα αντίπαλα κόμματα έχει το μεγαλύτερο συμφέρον να αποκαλύπτει τη διαφθορά των υπόλοιπων. Και όλοι ενθαρρύνονται να αποδίδουν αξία στο να μπορούν να παρουσιάζονται ενώπιον της κοινής γνώμης αμόλυντοι. Για τον ίδιο λόγο, δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται να βγαίνουν τα άπλυτα στη φόρα του μοναδικού κόμματος της δικτατορίας. Εν τέλει, η καταστολή όλων των υπόλοιπων κομμάτων και το αποκλειστικό της μονοπώλιο της εξουσίας προέρχονται από τη συνθήκη της «ελίτ» και μιας καινούργιας αριστοκρατίας του λαού την οποία αναζητούν τα μέλη τους. Συνεπώς, είναι υποχρεωτικό να διατηρείται, με όλα τα μέσα, αυτός ο μύθος και να εμποδίζεται, όσο είναι δυνατό, η διάδοση κάθε είδηση σχετικά με περιπτώσεις διαφθοράς. Δεδομένου ότι κανένας αστυνομικός υπάλληλος δεν διενεργεί οικονομικούς ελέγχους στο δικτατορικό κόμμα, εφόσον έχουν κατασταλεί τόσο η διάκριση των εξουσιών όσο και τα θεμελιώδη δικαιώματα, στερείται σε μια Δικτατορία όποιος είναι έντιμος κάθε ευκαιρίας να απαιτήσει στον τύπο, ενώπιον του κοινοβουλίου ή ακόμα και σε ένα δικαστήριο ευθύνες από τους τοκογλύφους. 706Για αυτόν τον λόγο, είναι εγγενές στη δομή σχετικά με το δημοκρατικό Κράτος Δικαίου και με το κράτος της Δικτατορίας οι δημόσιες κατηγορίες περί διαφθοράς να είναι κατ’ αρχάς πιο συνηθισμένες· και στη συνέχεια, πιο ανήκουστες. Αλλά επίσης βασίζεται απαραίτητα ο πραγματικός όγκος της διαφθοράς στη δομή και της μίας και της άλλης πολιτικής μορφής στην οποία είναι με αντίστροφο λόγο ο αριθμός των δημόσιων καταγγελιών.

Ωστόσο, ανήκει στην ιδιαίτερη ανατομία μιας δυτικοευρωπαϊκής δικτατορίας μια μορφή διαφθοράς που μπορεί να είναι πολύ πιο επικίνδυνη μακροπρόθεσμα για την εθνική υγεία από τον απλό πλουτισμό μέσω της πολιτικής. Αναφέρομαι σε εκείνη τη διαφθορά του πολιτικού πνεύματος και της πολιτικής βούλησης, που γεννιέται από το ότι όλες οι σύγχρονες δικτατορίες της δυτικής Ευρώπης χτίζονται στο ψέμα βάσει του οποίου οι λαϊκές αποφάσεις συμπίπτουν απλώς, σε όλες τις περιπτώσεις κάποιας σημασίας, με τη βούληση ενός μόνο ανθρώπου, με τη βούληση του Δικτάτορα. Μια δικτατορία της καπιταλιστικής Ευρώπης, που θα πρέπει πάντοτε να μετέρχεται καταναγκαστικών πολεμικών, πολιτικών και οικονομικών μέσων, είναι ικανή να εξαναγκάζει μέσω αυτών των μέσων αλλά, πάνω απ’ όλα, σκέφτεται με την πολυπλοκότητα των ορέξεων την πολιτική υποκρισία και τα πολιτικά ψέματα στην πολιτική πρακτική του πληθυσμού. Είναι αυτή η διαφθορά που τα καλύτερα πνεύματα του ιταλικού λαού θεωρούν ανάμεσα στα επακόλουθα της δικτατορίας του ως εκείνη με τα τις πιο διαλυτικές συνέπειες. Σε κάθε βήμα συναντά κανείς στην Ιταλία με κόσμο που φέρει το έμβλημα του κόμματος ή που δημόσια μιλά ή γράφει υπέρ του φασισμού για έναν και μόνο λόγο: γιατί διαφορετικά αυτός και η οικογένειά του θα κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και στη δημοκρατία επίσης υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς χωρίς χαρακτήρα· και στο δικό μας Κράτος Δικαίου επίσης ο τύπος βρωμάει φρικτά διαφθορά. Αλλά είναι στη δικτατορία που όχι μόνο οι δημοσιογράφοι αλλά όλοι οι άνθρωποι που σκέφτονται καθαρά εξαιτίας του Κράτους είναι, με όλα τα μέσα πολιτικό-οικονομικής πίεσης, εκπαιδευμένοι σε αυτή τη διαφθορά. Μπορεί να ειπωθεί για αυτό ότι κανένας μύθος δεν είναι τόσο ανέντιμος όσο εκείνος ότι η Δικτατορία εξαλείφει τη διαφθορά.

Αυτές οι φανταστικές μορφές συγκάλυψης των δικτατοριών, που έχουν αναφερθεί μέχρι εδώ, παρατηρούνται μόνο με όλη τους την καθαρότητα σε ομογενοποιημένα εθνικά κράτη όσον αφορά την εξομολογητική παρουσία, και σε αυτά που κυβερνά, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, ή έχει κυβερνήσει η αριστερά. Και αντίθετα, η σύγχρονη Αυστρία δείχνει, χωρίς κανέναν από αυτούς τους καλυμμένους τρόπους, το θέαμα ενός ίδιου κινήματος με ουσιαστικούς κοινωνιολογικά όρους. Στην Αυστρία είναι μάταιος ο μύθος ενός δικτάτορα που καθαρίζει αυτούς τους στάβλους του Αυγεία από τη διαφθορά. Κατ’ αρχάς, επειδή η αυστριακή αριστερά δεν επιδεικνύει κανένα αξιόλογο φαινόμενο διαφθοράς. Δεύτερον, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, επειδή εκεί ήδη εδώ και χρόνια έχουν συνωστιστεί γύρω από ένα παχνί που γενναιόδωρα έχει αδειάσει όλες τις ομάδες που φλερτάρουν με τη δικτατορία. Ούτε έχουν στην Αυστρία ορατότητα οι άλλοι μύθοι της σειράς. Η ειδωλολατρία του Κράτους πρέπει να κατεδαφιστεί απαραίτητα, αν και ασυνείδητα, σε αυτό το Κράτος· ο εθνικισμός δεν εξυπηρετεί ως συνένοχη ιδεολογία, επειδή έχει ως συνέπεια την προσάρτηση στο γερμανικό Reich, πράγμα που –στην πραγματική εσωτερική του πολιτική– θα απείχαν πολύ από το να το θέλουν οι «Heimwehren»[14] του κοινωνικo-χριστιανικού κόμματος. Από την άλλη πλευρά, ούτε ο καθολικισμός αποδεικνύεται ευχάριστος στην αντικληρική αστική τάξη των πόλεων. Συνεπώς, δεν τους απομένει άλλο δαιμόνιο που να αξίζει για να προκαλέσουν τις επιθέσεις τους από το σύστημα των φόρων που έχει καθιερωθεί από την πόλη της Βιέννης από τους σοσιαλιστές (μύθος της αποφορολόγησης).

Μεγαλύτερη σημασία έχει να αναγνωρίσουμε στη νεοφεουδαρχική επίδειξη δύναμης και στην επίκληση του δυνατού ανθρώπου την έκφραση ενός αισθήματος αποτυχίας του πολίτη. Τρομοκρατημένος από την προέλαση των εργατικών μαζών, όχι μόνο απειλούνται οι φιλοδοξίες του για πολιτική και οικονομική κυριαρχία αλλά την ίδια στιγμή μπερδεύεται έτσι η τάξη με μια μάζα και φυλή ξένη ως προς την κουλτούρα. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει αυτός που ταυτίζει χωρίς άλλο την πραγματική εργατική τάξη με την πνευματικά μη δημιουργική μάζα που είναι παρούσα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις χαρακτηρίζοντας 707το προλεταριάτο συχνά φυλετικά κατώτερο, ενώ για τον ίδιο διεκδικεί τη συνθήκη του να είναι μέλος μιας πολιτιστικής ελίτ. Αυτό εξηγεί εύκολα γιατί δυσφημείται το κοινωνικό Κράτος Δικαίου, ακόμα και στα πρώτα του ίχνη, ως κυριαρχία κατώτερων όντων. Συνεπάγεται ότι είναι ένας και ο ίδιος, ο συγγραφέας της Παρακμής της Δύσης, και ο πιο αυθεντικός υπερασπιστής που στη Γερμανία έχουν τη θρησκεία της βίας και το πνεύμα και την ιδέα της Δικτατορίας. Για τον Oswald Spengler δεν υπάρχουν στην πράξη παρά «Κράτη τάξεων, Κράτη στα οποία κυβερνά μια μόνο τάξη»[15]. Αλλά η τάξη «που ονομάζεται κατάλληλα», «σύνοψη του αίματος και της φυλής»[16] είναι μόνο η αριστοκρατία. Αν ο άνθρωπος της πόλης και της υπαίθρου είναι «μια μη-τάξη»[17] η τέταρτη τάξη, η «μάζα» είναι «το τέλος, το ριζοσπαστικό τίποτα»[18]. Έτσι, δεν είναι να απορεί κανείς που αυτού του απελπισμένου πολίτη του απομένει μόνο η ελπίδα του δυνατού ανθρώπου «της Καισαρικής καταγωγής», που με την «καθαρά προσωπική εξουσία του»[19] τον καταπραΰνει με όλες τις αποφάσεις του. Έτσι, αυτή είναι η σειρά όλων των «παρηκμασμένων πολιτισμών». Γι’ αυτό ο υπεράνθρωπος δεν βρίσκει καταφύγιο σε καμία αυταπάτη σχετικά με το νόημα που έχει η Δικτατορία· γνωρίζει ότι αυτή σημαίνει την παραμόρφωση κάθε πολιτικής μορφής, ότι είναι μόνο η πολιτική μορφή στην οποία εκδηλώνεται η κοινωνική αναρχία[20].

Αλλά τόση γνώση σχετικά με την κυριαρχία θα ήταν επικίνδυνη για το κοπάδι. Είναι ανάγκη το κοπάδι να διατηρήσει εκείνα τα χιμαιρικά πέπλα, μια μεταμφίεση των πολιτικών μετώπων. Γι’ αυτό συνηθίζεται να προπαγανδίζεται ότι ο στόχος των επιθέσεων είναι το κοινοβούλιο και ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν είναι η Δικτατορία αλλά το κορπορατικό ή ταξικό κράτος. Και οι δύο διαβεβαιώσεις είναι λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές αναλήθειες.

Ήδη το να διατηρηθεί ένα Κράτος Δικαίου με διάκριση των εξουσιών –ακολουθώντας, για παράδειγμα, το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής– θα περιελάμβανε την επιτάχυνση των δημοκρατικών νόμων, δηλαδή, της βούλησης των μαζών, των κυβερνώντων, όπως και του λογιστικού ελέγχου μέσω συνταγματικών και διοικητικών δικαστηρίων. Αλλά ένα τέτοιο μη κοινοβουλευτικό Κράτος Δικαίου δεν θα ταίριαζε με τη λεγόμενη θρησκεία της βίας και του πνεύματος ούτε –αυτό που είναι πιο σημαντικό– θα απέφευγε τις πολιτικές και οικονομικές δυσκολίες της κυρίαρχης τάξης που έχουν ήδη περιγραφεί. Τώρα, δεν είναι δυνατό να επιτεθεί κανείς ανοικτά στη λαϊκή νομοθετική εξουσία του Κράτους Δικαίου. Διότι η αναμφισβήτητη άρνηση της δημοκρατίας θα προϋπέθετε να κατέχει κάτι περισσότερο από μια πικρία, να διαθέτει μια γόνιμη ιδέα του Κράτους και του Δικαίου που να ήταν ικανή να αντικαταστήσει τη δημοκρατία. Όσο ανίσχυρο είναι αυτό το πνεύμα της αντίφασης, όσο ισχνή η αξία που οφείλει να αποδώσει στη δημιουργική πολιτική της ικανότητα, υπάρχει κάτι που σε κανένα μέρος δεν φαίνεται τόσο καθαρά όσο σε αυτά που είναι υποχρεωμένα για πολύ καιρό να σκύβουν ευλαβώς ενώπιον του πραγματικού τους εχθρού, της δημοκρατίας.

Όλοι οι σημερινοί δικτάτορες και όσοι θα ήθελαν να εφαρμόσουν μια δικτατορία μάς διαβεβαιώνουν ότι αυτοί δεν έχουν πραγματώσει ή δεν θέλουν να πραγματώσουν άλλο πράγμα από την «αυθεντική» δημοκρατία. Τι άλλο θα έπρεπε να πουν! Επίσης, οι «μικροαστοί» καταλαβαίνουν σιγά-σιγά ότι για λόγους τόσο κοινωνικούς όσο και θρησκευτικούς έχει παρέλθει η εποχή της ελέω Θεού μοναρχίας ως της μοναδικής νόμιμης. Κανένας δεν θα ήταν διατεθειμένος να πιστεύει, την εποχή της κινητής ιδιοκτησίας, ότι μπορεί το καθεστώς της κληρονομικής αριστοκρατίας να είναι διακριτό από μια νόμιμα αναγνωρισμένη από την καπιταλιστική τάξη κυριαρχία. Δεν τους απομένει, λοιπόν, άλλο μέσο από το να υπερβούν τη δημοκρατία με τη δημοκρατία, επιβεβαιώνοντας τη λέξη ξανά και ξανά, ώστε να ακυρώσουν το αληθινό της περιεχόμενο.

Για αυτό τον σκοπό πρέπει η Δικτατορία να παρουσιάζεται επίσης ως δημοκρατία και ακόμα πιο δημοκρατική, αν γίνεται, από οποιοδήποτε άλλο πολιτικό καθεστώς και να νομιμοποιείται μέσω της εξουσίας της λαϊκής βούλησης. Πολύ ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η μέθοδος μέσω της οποίας μπορεί ένα ειδικά δημοκρατικό θεμέλιο να υποχωρήσει στα σχέδια μιας αυτοκρατορικής δικτατορίας. Για να το επιτύχει, και ως πρώτο βήμα, δυσφημούνται και 708στιγματίζονται ως «αστικές» οι ίδιες οι θεμελιώδεις ελευθερίες του δημοκρατικού Κράτους Δικαίου –«βοηθώντας έτσι σε αυτή την τόσο δημοφιλή σήμερα πρόκληση στα αντιφιλελεύθερα αισθήματα». Αν επιτευχθεί να υπάρξει δυσπιστία για την αστική ελευθερία της γνώμης, τις ελευθερίες του συνέρχεσθαι, της θρησκείας και του τύπου, θα έχουν εξαλειφθεί την ίδια στιγμή οι εγγυήσεις της μοναδικής δημοκρατικής οδού για να ενσωματωθεί η βούληση του λαού. Έτσι, από αυτή τη στιγμή δεν θα είναι δυνατό να υπάρχουν ταραχές, ψηφοφορία που να μην υπόκειται σε επιρροή ή μια εκλογική διαδικασία που να εποπτεύεται. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο δικτάτορας θα μπορεί να κάνει τη λαϊκή βούληση να λειτουργεί με βάση το καπρίτσιο του και ακόμα και τα δημοψηφίσματα του Ναπολέοντος Γ΄ και του Μουσολίνι παρουσιάζονται ως δημοκρατικές «επευφημίες». [Είναι] ένα παιχνίδι όχι χωρίς κινδύνους στην εξωτερική πολιτική, όταν γίνει αντιληπτό ότι, επικαλούμενοι τη διδασκαλία του Carl Schmitt –αν και σίγουρα ενάντια στις προθέσεις του στην εξωτερική πολιτική– μπόρεσαν οι Γάλλοι να δοκιμάσουν το 1925 αντί ενός ελεύθερου, μυστικού και χωρίς κίβδηλες πιέσεις δημοψηφίσματος όπως προβλέπεται στο άρθρο 34 του Παραρτήματος στο Τμήμα IV του Τμήματος III της Συμφωνίας των Βερσαλλιών[21], ένα παρόμοιο δημοψήφισμα στην επικράτεια του Sarre. Τώρα, είναι ακριβώς στην αδυναμία του να προκηρυχθούν τέτοια δημοψηφίσματα, ούτε καν από τη φασιστική Ιταλία, στην οποία γίνεται εμφανής η στείρα πικρία που συνοδεύει την ιδέα της δικτατορίας.

Άλλη μια δημοκρατική κάλυψη που προορίζεται να βοηθήσει τη δικτατορία είναι η ιδεολογία του κορπορατικού κράτους ή των επαγγελματικών συνδικάτων. Οφείλει αυτή του τη δύναμη στη συγκυρία του ότι συντονίζεται με αυθεντικές πολιτικές ανάγκες της παρούσας στιγμής. Αναμφίβολα, ορισμένοι έχουν ζητήσει πολλά από το πραγματικό Κράτος· αυτό έχει επεκταθεί, αν όχι στη νομοθεσία, σίγουρα στη διοίκηση. Και όσο περισσότερο εισβάλλει η τάξη της εργασίας και του εμπορίου στο Κράτος Δικαίου, τόσο πιο ακριβές γίνεται ότι μια αυτόνομη διοίκηση αντικαθιστά την κρατική. Ως εδώ η κορπορατική ιδέα θα ανταποκρινόταν πλήρως σε μια δημοκρατική απαίτηση, ως εδώ θα ήταν, ωστόσο, το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν χρησιμοποιώντας τους εχθρούς του Κράτους Δικαίου. Στην πραγματικότητα, δεν ενδυναμώνεται η επίθεσή του να επεκταθεί η διοίκηση του Κράτους παρά ενάντια στην επέκταση στην κοινωνικό-οικονομική σφαίρα της κρατικής νομοθεσίας. Επιπλέον, ως κορπορατικό Κράτος οι παρόμοιοι επικριτές αντιλαμβάνονται εκείνο που έχει ως πρωταγωνιστή όχι τα κόμματα, με άλλα λόγια, μια μάζα που τη θέλουν ανίκανη να έχει πολιτική βούληση, αλλά τις «επαγγελματικές τάξεις». Οι ηγεσίες ξέρουν πολύ καλά ότι μέσω δημοκρατικών οδών δεν είναι δυνατό να κατασκευαστεί τέτοιο Κράτος και ότι ο σκοπός της πραγματοποίησής του θα σήμαινε το τέλος του ίδιου του Κράτους. Ευδιάκριτοι φασίστες έχουν αποδείξει στην Ιταλία με όλες τις λεπτομέρειες και με όλα τα μέσα –της βιβλιογραφίας συμπεριλαμβανομένης– αυτή την απιθανότητα. Η ουσία του πολιτικού έγκειται ακριβώς στην ενοποίηση της βούλησης σε μια κοινωνία που αποτελείται από πολλά άτομα και βρίσκεται εντός μιας επικράτειας. Αλλά οι «ταξικές» ενώσεις –που έχουν αυτόν τον χαρακτηρισμό προφανώς ειρωνικά αυτή τη στιγμή– θα ήταν σήμερα περισσότερο από ποτέ οικονομικές οργανώσεις, που θα απαιτούσαν, προκειμένου να συγκροτηθούν σε πολιτικές ενώσεις, πρώτα απ’ όλα πολιτικές εκ φύσεως διαδικασίες. Με αυτόν τον τρόπο, θα μετατρέπονταν απαραιτήτως σε κόμματα. Αλλά το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα είναι, και συνεχίζει να είναι, ο σχηματισμός της ενότητας στην κορυφή, η εμφάνιση των ανώτερων αντιπροσώπων και με αυτούς η εμφάνιση του ίδιου του Κράτους. Πώς πρέπει να συμβεί αυτό; Οι οπαδοί της κορπορατικής ιδεολογίας γνωρίζουν πολύ καλά ότι από τις ενώσεις οικονομικού ενδιαφέροντος δεν μπορεί να αναδειχθεί με δημοκρατικό τρόπο καμία πολιτική ενότητα παρά μόνο διαρκής αγώνας των τάξεων. Είναι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο που παραμένουν σιωπηλοί σχετικά με τον τρόπο σχηματισμού της πολιτικής ενότητας στο κορπορατικό κράτος. Το πιο γνωστό γερμανικό προγραμματικό σενάριο του Othmar Spann, Το αληθινό Κράτος, μόλις που ξέρει να πει σχετικά με αυτό ότι η κεντρική εξουσία δεν «θα αναδυθεί από όλα τα συστατικά στον ίδιο βαθμό· με τον ίδιο τρόπο και με μεγαλύτερη ακρίβεια (!), δεν θα κατασκευασθεί από κάτω προς τα πάνω». Και έτσι μόνη και αποκλειστικά η δικτατορία μπορεί να ικανοποιήσει την πραγματικά καθόλου νέα απαίτηση: «Ο καλύτερος 709οφείλει να κυριαρχεί –για να το πούμε έτσι– από πάνω προς τα κάτω»[22].

Αλλά η Δικτατορία εμφανίζει πάντοτε μια συγκέντρωση των δυνάμεων στα χέρια του δικτάτορα, δηλαδή, το αντίθετο του κορπορατισμού. Έτσι, στο εσωτερικό της καπιταλιστικής δικτατορίας έχει αυτός τελευταίος το ένα και μοναδικό καθήκον να καλύπτει ιδεολογικά τις οργανώσεις που προορίζονται να κυριαρχούν οικονομικά στις μάζες από τις οποίες δεν μπορεί να απαλλαγεί μια σύγχρονη δικτατορία. Μέσω των οργανώσεων οι μάζες οφείλουν να γίνουν οικονομικά εξαρτημένες από τον Δικτάτορα και πολιτικά αρεστές στους μισθωτούς. Γι’ αυτό, υπάρχει στην Ιταλία ένα μονοπώλιο των φασιστών συνδικαλιστών οι οποίοι, στερούμενοι της παραμικρής αυτονομίας, περιορίζονται στη συνθήκη του αδρανούς μηχανισμού της Δικτατορίας. Γι’ αυτό, λέγεται στο άρθρο 23 της Κάρτας Εργασίας[23], που επαινείται ως το πιο σύγχρονο σύνταγμα της εργασίας, ότι οι υπηρεσίες της ρύθμισης θα καθιερωθούν πάνω σε μια βάση ίσης αντιπροσώπευσης και λογιστικού ελέγχου στην κορπορατική σφαίρα από τα επαρκή όργανα του Κράτους, και ότι οι επιχειρηματίες είναι υποχρεωμένοι να φροντίζουν τους εργάτες μέσω της δικής τους μεσολάβησης. Οι εργοδότες έχουν το δικαίωμα –και από τη διάταξη της 6ης Δεκεμβρίου επίσης την υποχρέωση– να διαλέξουν μεταξύ αυτών που έχουν εγγραφεί και, με αυτόν τον τρόπο, δείχνουν προτίμηση σε όσους έχουν σχέση με το φασιστικό κόμμα και συνδικάτο μέσω της εγγραφής. Είναι μέσα σε αυτό το πνεύμα που πρέπει να κατανοήσουμε την αιτιολόγηση του φασίστα υπουργού της Δικαιοσύνης, Rocco, στον λόγο του ενώπιον της κυβέρνησης στις 9 Μαρτίου 1928: «Είναι σωστό όταν μιλάμε για συνδικαλιστικό ή κορπορατικό Κράτος, υπό τον όρο ότι εξηγούμε το περιεχόμενο του όρου. Το κορπορατικό Κράτος δεν είναι το Κράτος στα χέρια των οργανώσεων αλλά οι οργανώσεις στα χέρια του Κράτους»[24].

Συνοψίζοντας όσα έχουμε πει, οφείλουμε να καταλήξουμε ότι, μπροστά στο Κράτος Δικαίου, που καταλήγει να υποτάσσει την εξουσία του στην οικονομία, η Δικτατορία δεν διαθέτει άλλο μέσο από τη βία αδέξια μασκαρεμένη ως ιδεολογία. Το επιβεβαιώνει αυτό ένας από τους ήρωες του φασισμού, ο εθνικιστής Enrico Corradini, στο έργο του υπό τον τίτλο Il regime della borghesia produttiva[25], στο οποίο πραγματεύεται το ακόλουθο ερώτημα: «Πώς θα είναι δυνατό ένα καθεστώς της παραγωγικής αστικής τάξης στο εσωτερικό της σύγχρονης πολιτικής κοινότητας, του καθολικού δικαιώματος ψήφου, της σοσιαλιστικής πάλης των τάξεων; Η δική μας απάντηση λέει το εξής: η παραγωγική αστική τάξη θα αναλάβει θαρραλέα την πάλη των τάξεων και θα πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατό για να χαλιναγωγήσει το καθολικό δικαίωμα ψήφου διατηρώντας την ελπίδα ότι, με τη δύναμη της λογικής των πραγμάτων, νωρίτερα ή αργότερα το σύστημα θα αλλάξει, ότι ευτυχώς επίσης τα συμβατικά ψέματα είναι αναγκαία και το κοινοβούλιο δεν είναι, εν τέλει, παρά ένα συμβατικό ψέμα»[26].

Αποκαλώντας συμβατικά ψέματα το Κράτος Δικαίου, τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, η αστική τάξη γίνεται θύμα των δικών της απατών: πλήρης από νεοφεουδαρχικό μίσος προς τον νόμο όχι μόνο έρχεται σε αντίφαση με τις πιο αυθεντικές πνευματικές της ουσίες αλλά αρνείται επίσης τις συνθήκες της κοινωνικής της ζωής. Χωρίς τη βεβαιότητα της ελευθερίας που συμμορφώνεται με τον νόμο, στην έκφραση της σκέψης, της ομολογητικής ελευθερίας, της επιστήμης, της τέχνης και του τύπου, χωρίς τις ίδιες τις βεβαιότητες του Κράτους Δικαίου ενάντια σε αυθαίρετες κρατήσεις και καταδίκες από τη μεριά ανεξάρτητων από έναν Δικτάτορα δικαστών, χωρίς την αρχή της νομιμότητας της διοίκησης, η αστική τάξη δεν μπορεί ούτε πνευματικά ούτε 710οικονομικά να ζήσει. Μια αστική τάξη, που έχει ανοίξει το μονοπάτι μέσω της Αναγέννησης, δεν μπορεί χωρίς να αυτοκτονήσει να επιτρέψει ένας Δικτάτορας να της υπαγορεύει τι να αισθάνεται, να θέλει και να σκέφτεται ή να της απαγορεύει, για να παραθέσω μόνο ένα από τα παραδείγματά μου, το μάθημα του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι, όπως τον Σεπτέμβριο του 1929 συνέβη στην Ιταλία.

Αν χρειάζεται να διατηρηθεί, πολύ περισσότερο αν πρέπει να ανανεωθεί η πραγματική κουλτούρα και πολιτισμός, σφυρηλατημένες κυρίως από την αστική τάξη, απαιτείται σε οποιαδήποτε συνθήκη όχι να διατηρηθούν αλλά επίσης να ανυψωθούν, σε αυτό που αφορά την υπολογισιμότητα των κοινωνικών σχέσεων, σε επίπεδο επιτυχίας. Η αστική τάξη πολέμησε τον απόλυτο βασιλιά επειδή της ήταν απαραίτητη η βεβαιότητα σχετικά με την ελευθερία της σύμφωνα με τον νόμο. Σήμερα δεν μπορεί να φωνάζει την ίδια στιγμή υπέρ του «εξορθολογισμού της οικονομίας» και υπέρ μιας Δικτατορίας, της οποίας η αυθαιρεσία πρέπει να είναι πολύ πιο δυσανάλογη από εκείνη ενός απόλυτου ηγεμόνα. Ο μεγάλος βαθμός εξορθολογισμού της αμερικάνικης οικονομίας εξηγείται επειδή το περιβάλλον της εγκυρότητας αυτού του εξορθολογισμού είναι μια γιγαντιαία ήπειρος, ενώ η ευρωπαϊκή οικονομία είναι ένα συνονθύλευμα μικρών γεωγραφικών σχηματισμών. Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να έχει έναν ειδωλολατρικό εθνικισμό του Κράτους και, την ίδια στιγμή, να αποδέχεται ότι στη βάση αυτού μπορούν οι βορειοαμερικανοί να μετατρέπουν σιγά σιγά τα ευρωπαϊκά εθνικά Κράτη σε αποικίες λευκών σκλάβων, εκμεταλλευόμενοι το ότι οι ευρωπαϊκές εθνικές οικονομίες περιορίζονται αμοιβαία στο εμπόριο και ανταγωνίζονται μέχρι θανάτου μεταξύ τους και ότι αυτός ο ειδωλολατρικός εθνικισμός του Κράτους θα τις αποτρέπει έτσι από το να αναγνωρίζουν ότι τα τελωνεία, οι βιομηχανίες όπλων, τα εργοστάσια κατασκευής αυτοκινήτων εθνικού χαρακτήρα, που συχνά μόνο ανταποκρίνονται στο ενδιαφέρον κάποιων καπιταλιστικών ομάδων, προκαλώντας την καταστροφή των εθνικών πολιτιστικών κοινοτήτων, απαιτούν κάθε ημέρα και περισσότερο μια λογική παραγωγή των εθνικών κοινοτήτων. Στη Γερμανία μπόρεσαν να πάρουν στα σοβαρά την εθνικιστική κραυγή: Αγόρασε γερμανικά αυτοκίνητα!, και να τα πληρώνουν δυσανάλογα ακριβά και έτσι δεν έπεσε στα χέρια των Αμερικανών το μεγαλύτερο εργοστάσιο γερμανικών αυτοκινήτων. Άπαξ και συνέβη αυτό, κάθε Γερμανός έπρεπε να αναρωτηθεί ουσιαστικά σε ποιον πλήρωνε πραγματικά αυτές τις εξωφρενικές τιμές, στο έθνος ή στην οικογένεια της Opel ή σε εκείνη της αμερικανικής General Motor. Το ότι μια εθνικιστική Δικτατορία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει, χωρίς ζημία στην εθνική οικονομία, αυτές τις εξωφρενικές συνθήκες της παγκόσμιας οικονομίας είναι κάτι αυταπόδεικτο.

Οι εθνικιστές δημοσιογράφοι και καθηγητές θα μπορούν να στιγματίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «μια προδοσία του πνεύματος της Δύσης» και να αφαιρούν από τα περιγραφόμενα γεγονότα τη συνέπεια ότι η Δύση και τα ευρωπαϊκά έθνη δεν έχουν άλλη αποστολή να εκπληρώσουν παρά εκείνη του να αφανιστούν με τιμή. Θα μου φαινόταν όχι μόνο πιο αυθεντικά εθνικό αλλά επίσης πιο τιμητικό και συνεπές με το δυτικό πνεύμα, έτσι όπως αυτό γινόταν αντιληπτό δύο γενιές πριν, αν οι πνευματικές δυνάμεις του έθνους άρχιζαν μια και καλή να αισθάνονται ντροπή που έχουν εγκαταλείψει το πνεύμα και στην πραγματική κατάσταση να εξετάζουν εξονυχιστικά σε εκείνους τους νόμους, τους μόνους που μας διαμορφώνουν ως άτομα, τα απαραίτητα περιεχόμενα για τους καιρούς αυτούς. Με αυτόν τον τρόπο, θα όφειλαν οι λεγόμενοι εθνικιστές να καταλήγουν να γνωρίζουν ότι η υποταγή της οικονομίας στους νόμους υπό το Κράτος Δικαίου δεν είναι άλλο πράγμα παρά η καθυπόταξη των μέσων στους σκοπούς της ζωής και, με αυτό, η αρχική συνθήκη για μια αναζωογόνηση της δικής μας κουλτούρας. Θα όφειλαν να επανορθώσουν στο ότι το μέλλον της δυτικής κουλτούρας δεν απειλείται από τον νόμο και από την επέκτασή του στην οικονομία αλλά ακριβώς από την αναρχία και τη μορφή με την οποία αυτή εμφανίζεται στην πολιτική, από τη Δικτατορία, έτσι όπως από την αναρχική φρενίτιδα αυτής της καπιταλιστικής παραγωγής από την οποία υποφέρουμε που δεν αφήνει ούτε στους χειρώνακτες ούτε στους πνευματικούς εργάτες τον ελεύθερο χρόνο και την ευκαιρία να διεκδικήσουν μια δημιουργική πολιτιστική δραστηριότητα. Συνειδητοποιώντας όλο αυτό και μπροστά στις ανεύθυνες συζητήσεις των ορθολογιστών που δεν τρέχει αίμα στις φλέβες τους και των ανορθολογιστών που είναι διψασμένοι για αίμα, θα έπρεπε να τους καταλάβει μια ίδια ακατανίκητη ναυτία και τότε θα βρισκόταν τελικά η απάντηση στο δίλημμα ανάμεσα στη φασιστική Δικτατορία και το κοινωνικό Κράτος Δικαίου.



[*] Η μελέτη αυτή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη Die Neue Rundschau, Βερολίνο 1929, έτος XI της Freie Bühnc, σ. 731 - 735. Για την απόδοση στα ελληνικά χρησιμοποιήθηκε η ισπανική μετάφραση του κειμένου από το βιβλίο Hermann Heller, Europa y el Fascismo, εκδόσεις Comares, Albolote, Γρανάδα 2006, μετάφραση Francisco J. Conde.

Το κείμενο περιλαμβάνει δύο είδη υποσημειώσεων: του συγγραφέα και της μεταφράστριας. Για όλες τις υποσημειώσεις έχει υιοθετηθεί ενιαίο σύστημα αρίθμησης με τη διαφορά ότι όσες είναι της μεταφράστριας συνοδεύονται από τη διευκρίνιση «[ΣτΜ]».Οι υποσημειώσεις του συγγραφέα παρατίθενται με τον τρόπο με τον οποίο είναι στο πρωτότυπο.

[1] Το Sanssousi είναι το θερινό ανάκτορο του Φρειδερίκου του Μεγάλου και παρέμεινε στην αυτοκρατορική οικογένεια μέχρι το 1918. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μετατράπηκε σε τουριστικό αξιοθέατο και από το 1990 έχει ενταχθεί στον κατάλογο της UNESCO με τα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ το 1991 ο Φρειδερίκος ο Μέγας επανετάφη εκεί [ΣτΜ].

[2] Otto Mayer, Deutsches Verwaltungsrecht, Y. 1, 2η έκδοση, Μόναχο 1914.

[3] Montesquieu, De l’esprit de lois, 1748, liv. XI, ch. 2.

[4] Wilheim v. Humboldt, Ideen zu einem Versuch die Gränzen der Wirksamkeit des Staats zu bestimmen, 1792, en Gesammelte Schriften, T. I, Βερολίνο 1903, σ. 179.

[5] Robert v. Mohl, Enzyklopädie der Staatswissenschaften, Tübingen 1859, σ. 329.

[6] Απόφαση του Δικαστηρίου του για πολιτικά ζητήματα της 4ης Νοεμβρίου 1925, Τ. 112, σ. 67 επ. (71).

[7] Hans Kelsen, Von Wesen und Wert der Demokratie, 2a ed., Tübingen 1929, σ. 79.

[8] Friedrich Nietzsche, Zur Genealogie der Moral, en Werke, T. VII, Leipzig 1899, σ. 321 επ. Η ελληνική μετάφραση είναι από το Φ. Νίτσε, Γενεαλογία της Ηθικής, Ζ. Σαρίκας (μτφρ.-επιμ.), εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2005, σ. 50.

[9] Εδώ ο Heller αναφέρεται στο έργο Η ανθρώπινη κωμωδία του Honore de Balzac. Στα ελληνικά η σειρά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη [ΣτΜ].

[10] Ο Heller και πάλι εδώ εννοεί τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο [ΣτΜ].

[11] Cfr. Hermann Heller, Europa und der Fascismus, n. 119.

[12] Cfr. Loc. Cit., n. 59. (Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο [ΣτΜ]).

[13] Το λογοπαίγνιο του Heller δεν μπορεί να αποδοθεί ακριβώς στα ελληνικά. Ο Heller αναφέρεται στα αρχικά του φασιστικού ιταλικού κόμματος Partito Nazionale Fascista (PNF) τα οποία οι Ιταλοί σατιρίζουν με βάση τη διαφθορά του ως per necessita famigliare (PNF), που σημαίνει στα ιταλικά για την οικογενειακή ανάγκη, και δημιουργούν το ίδιο αρκτικόλεξο [ΣτΜ].

[14] Οι οικιακοί φύλακες. Σε εισαγωγικά στο πρωτότυπο [ΣτΜ].

[15] Oswald Spengler, Der Untergang des Abendlandes. Umrisse einer Morphologie der Weltgeschichte, T. II, München 1922, σ. 457.

[16] Op. cit., T. II, σ. 414.

[17] Op. cit., T. II, σ. 412.

[18] Op. cit., T. II, σ. 445.

[19] Op. cit., T. II, σ. 541.

[20] Η έμφαση στο πρωτότυπο [ΣτΜ].

[21] Reichsgesetzblatt, 1919, σ. 687 επ. (797).

[22] Othmar Spann, Der wahre Staat, Leipzig 1921, σ. 274.

[23] Της 21ης Απριλίου 1927.

Η «Κάρτα Εργασίας» στη φασιστική Ιταλία δημοσιεύθηκε την 21η Απριλίου 1927 και περιγράφει τις βασικές αρχές του κορπορατικού κράτους και την οργάνωσή του, όπως ότι το ιταλικό κράτος είναι ένας οργανισμός του οποίου οι σκοποί και η ζωή είναι ανώτεροι από εκείνους του ατόμου, ότι κάθε μορφή εργασίας υπάγεται στο κράτος, ότι η συνδικαλιστική οργάνωση είναι ελεύθερη αλλά μόνο στα συνδικάτα που είναι αναγνωρισμένα από τον νόμο και υπόκεινται στον έλεγχο του κράτους ή ότι το κορπορατικό κράτος θεωρεί την ιδιωτική πρωτοβουλία στην παραγωγή ως το πιο αποτελεσματικό και χρήσιμο εργαλείο για τα συμφέροντα του κράτους και ότι το κράτος παρεμβαίνει στην παραγωγή μόνο σε περίπτωση που η ιδιωτική πρωτοβουλία απουσιάζει ή είναι ανεπαρκής. Περιγράφει, επιπλέον, το συλλογικό συμβόλαιο εργασίας και τις εγγυήσεις του, τη λειτουργία των γραφείων ευρέσεως εργασίας υπό τον έλεγχο των οργάνων του κράτους και τις διαδικασίες πρόνοιας και εκπαίδευσης στην εργασία ως μορφών εκδήλωσης της συνεργασίας μεταξύ εργοδοτών και εργατών, Apéndice, La Carta del Trabajo en Italia Fascista, παράρτημα στο Heller, Europa y el Fascismo, ό.π., σ. 137 - 142 [ΣτΜ].

[24] Heller, Fascismus, n. 312.

[25] Το καθεστώς της παραγωγικής αστικής τάξης. Ιταλικά στο πρωτότυπο [ΣτΜ].

[26] Loc. Cit., n. 276.