Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Επιθεώρηση Ακινήτων, 3 (2022)


ΜΠρΒολ 45/2022 (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) - σχόλιο: Π. Χριστοδούλου

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΜΠρΒολ 45/2022 (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

Δικαστής: Χρ. Ανυφαντής, Πάρεδρος Πρωτοδικείου
Δικηγόροι: Μ. Μαθηνού, Α. Τζούμας, Α. Χόντος

Νομικές διατάξεις: άρθρα 281, 288, 388 ΑΚ, 591, 614 § 1 ΚΠολΔ

Επίδραση της πανδημίας εκ της νόσου covid-19 στο πεδίο των συμβάσεων. Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών. Αξίωση αναπροσαρμογής μισθώματος με βάση τα άρθρα 388 και 288 ΑΚ. Το άρθρο 288 ΑΚ παρέχει τη δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να επεκταθεί (ή να περιοριστεί) η ειδική προστασία με βάση τα επικρατούντα στις συναλλαγές αντικειμενικά κριτήρια. Δεν είναι καταχρηστικό το αίτημα για περαιτέρω μείωση του μισθώματος πέραν της νομοθετικά θεσπιζόμενης ειδικής αναπροσαρμογής, όταν ακόμη και μετά την νόμιμη αναπροσαρμογή εξακολουθεί η παροχή να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Προϋποθέσεις ορισμένου της αγωγής.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 388 ΑΚ, «[α]ν τα περιστατικά, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, μεταβλήθηκαν ύστερα από λόγους, που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το Δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο, που αρμόζει και να αποφασίσει την λύση της συμβάσεως εξ ολοκλήρου ή κατά το μέρος, που δεν εκτελέσθηκε ακόμη. Αν αποφασιστεί η λύση της σύμβασης, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν απ’ αυτήν και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό». Κατά τη σαφή έννοια της συγκεκριμένης διάταξης, που καταλαμβάνει κάθε αμφοτεροβαρή σύμβαση (βλ. Ι. Κατράς, Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις (2020) σ. 218] και άρα είναι εφαρμοστέα και στις μισθώσεις που συνάπτονται ύστερα από πλειοδοτικό διαγωνισμό (ΑΠ 983/2018· ΑΠ 762/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος), οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο αναγωγή της οφειλομένης παροχής στο μέτρο που αρμόζει είναι: α) η μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που είναι έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Κατά συνέπεια, για το ορισμένο της αγωγής αναπροσαρμογής του μισθώματος με βάση το άρθρο 388 ΑΚ, πρέπει να αναφέρονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες στήριξαν οι συμβαλλόμενοι τη σύναψη της σύμβασης μισθώσεως, από λόγους απρόβλεπτους από την οποία μεταβολή επήλθε αύξηση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, αν την αναπροσαρμογή ζητεί ο εκμισθωτής σε τέτοιο ποσόν, ώστε η εμμονή του μισθωτή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών (βλ. ΑΠ 893/2010, ΤΝΠ Νόμος).

[…] Περαιτέρω, η διάταξη του άρθ. 288 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στον δικαστή τη δυνατότητα, όταν λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή περιορίσει με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως. Επομένως, με βάση την διάταξη αυτή, η οποία είναι εφαρμοστέα και στις μισθώσεις που συνάπτονται ύστερα από πλειοδοτικό διαγωνισμό (ΑΠ 983/2018, ΑΠ 762/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος), ο μισθωτής δεν αποκλείεται να ζητήσει κατά το άρθρο 288 ΑΚ αναπροσαρμογή του οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική) μισθώματος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απροβλέπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη -παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται- η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη (ΟλΑΠ 3/2014· ΟλΑΠ 9/1997· ΑΠ 762/2015, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Μεταβολή των συνθηκών, με την έννοια του άρθρου 288 ΑΚ, μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου και άλλων όμορων και ομοειδών ακινήτων, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διαφόρους λόγους αυξομείωση της ζητήσεως των ακινήτων και άλλοι λόγοι (ΑΠ 867/2013, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικές διατάξεις, με τις οποίες προβλέφθηκε η αναπροσαρμογή (μείωση) μισθωμάτων για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, λόγω της πανδημίας, που προκάλεσε ο ιός SARS-COV2, και των συνεπειών της στις μισθώσεις ακινήτων και εν γένει στην οικονομική δραστηριότητα (βλ. ενδεικτικά άρθ. δεύτερο της από 20.3.2020 ΠΝΠ, η οποία κυρώθηκε με το άρθ. 1 ν. 4683/2020, άρθ. 17 εδ. β΄ της ΥΑ 47458 ΕΞ ΦΕΚ Β΄ 1864/2020), δε στερούν το δικαίωμα από τον μισθωτή να διεκδικήσει την περαιτέρω μείωση του μισθώματος κατ’ άρθ. 288 ΑΚ, αν, παρά την ήδη επελθούσα νομοθετική αναπροσαρμογή, το νέο μίσθωμα εξακολουθεί λόγω της μεταβολής των συνθηκών να μην ανταποκρίνεται στη μείωση της μισθωτικής αξίας του ακινήτου, και άρα εξακολουθεί να συντρέχει κατάφορη συμβατική αδικία σε βάρος του μισθωτή, η οποία έρχεται σε προφανή αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη [πρβλ. Βαλτούδης, ΕλλΔνη 2/2020 (61), 361 (368)]. Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού (288 ΑΚ), ο μισθωτής μπορεί να ζητήσει με αγωγή την αναπροσαρμογή του καταβαλλομένου μισθώματος, η δε διάπλαση δεν έχει αναδρομική δύναμη και ισχύει μόνο από τον χρόνο επίδοσης της αγωγής (βλ. ΑΠ 66/2008, ΑΠ 1035/2001, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος) ή της ανταγωγής και όχι από άλλο προγενέστερο σημείο, εκτός αν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο από τους συμβαλλομένους (βλ. ΑΠ 2045/2006, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα δε το έργο του δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή, συνίσταται στην σύγκριση δύο ποσών, δηλαδή του καταβαλλομένου μισθώματος και του «ελευθέρου» -για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας- το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσεως του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση (βλ. ΟλΑΠ 3/2014). Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει περαιτέρω το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε κατά τις αρχές της καλής πίστης να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη δε αναπροσαρμογής κατά τις αρχές της καλής πίστης υπάρχει όταν λόγω ουσιώδους μείωσης της μισθωτικής αξίας του μισθίου επέρχεται ζημιά στον μισθωτή, η οποία υπερβαίνει κατά τα συναλλακτικά ήθη τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημιά του με την μείωση του μισθώματος, επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση ζημιάς στον εκμισθωτή η οποία περιορίζεται με την ανάλογη αύξηση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής κατά την προεκτεθείσα έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η προκύπτουσα διαφορά, αλλά θα οριστεί (αναπροσαρμοστεί) το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη (βλ. ΟλΑΠ 3/2014). Κατά συνέπεια, για την αναπροσαρμογή του μισθώματος κατ’ άρθρο 288 ΑΚ απαιτείται και, συνακόλουθα, αρκεί: α) Μόνιμη μεταβολή των συνθηκών κατά το διάστημα από τη σύναψη της μίσθωσης και τον αρχικό συμβατικό προσδιορισμό του μισθώματος και της αναπροσαρμογής του ή από το χρόνο της μεταγενέστερης (συμβατικής ή νόμιμης) αναπροσαρμογής μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανεξάρτητα από το υπαίτιο, το έκτακτο και το απρόβλεπτο των λόγων που προξένησαν την εν λόγω μεταβολή, β) ουσιώδης απόκλιση (αύξηση ή μείωση) κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ανάμεσα στο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενο αφενός και στο αρχικά συνομολογημένο ή το μετ’ αναπροσαρμογή καταβαλλόμενο μίσθωμα αφετέρου, σε τρόπο ώστε η διατήρηση τούτου να επιφέρει ζημία στον ενάγοντα, η οποία υπερβαίνει τον αναλαμβανόμενο, με τον αρχικό ή μετ’ αναπροσαρμογή ορισμό του μισθώματος κίνδυνο και γ) αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) ανάμεσα στη μεταβολή των συνθηκών και την ουσιώδη απόκλιση του μισθώματος, ώστε η αναπροσαρμογή να αποκλείεται, αν η απόκλιση θα επερχόταν και χωρίς μεταβολή των συνθηκών (βλ. ΑΠ 203/2017· ΑΠ 320/2016· ΑΠ 867/2013, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Αντίθετα, η υπερημερία του μισθωτή, κατά την ορθότερη άποψη, την οποία ασπάζεται και το παρόν Δικαστήριο, δεν αποτελεί αρνητική προϋπόθεση, που πρέπει να μη συντρέχει, ώστε ο μισθωτής να έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος (βλ. ΑΠ 670/2019· ΑΠ 1177/2019· ΑΠ 844/2018, άπασες σε www.areiospagos.gr). Αν, τελικώς, πραγματοποιηθεί η αναπροσαρμογή του μισθώματος με δικαστική απόφαση, λόγω ακριβώς του διαπλαστικού της χαρακτήρα, του λοιπού η συμφωνία για σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος καταλύεται και δεν ισχύει για το μέλλον, αφού κρίνεται ότι είναι απρόσφορη πλέον να ρυθμίσει το ζήτημα του ύψους του μισθώματος (βλ. ΟλΑΠ 3/2014· ΑΠ 938/2018, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Για το ορισμένο δε της αγωγής αναπροσαρμογής, με βάση το άρθρο 288 ΑΚ πρέπει να προσδιορίζεται το καταβαλλόμενο μίσθωμα και να αναφέρεται ότι αυτό είναι ανώτερο από εκείνο που μπορεί να επιτευχθεί με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της εν λόγω διάταξης, οπότε και έχει συμφέρον ο ενάγων-μισθωτής στη μείωση του καταβαλλομένου μισθώματος ή του ποσοστού της συγκεκριμένης αναπροσαρμογής. Επίσης οφείλει ο ενάγων να εκθέσει στο δικόγραφο της αγωγής ποιες οι συγκεκριμένες συνθήκες (οικονομικές, νομισματικές κ.λπ.), οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και δικαιολογούν με αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές τη μείωση του μισθώματος ή του ποσοστού της συμφωνημένης αναπροσαρμογής (βλ. ΑΠ 983/2018· ΑΠ 893/2010, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος).

[…] Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή τους συμβάσεων, που καταρτίστηκαν μεταξύ του εναγομένου και του δικαιοπαρόχου του πρώτου ενάγοντος, στη θέση του οποίου υπεισήλθε ο τελευταίος, δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή σύμβασης μεταβίβασης μισθωτικής σχέσης, του δεύτερου και τρίτης των εναγόντων, κατόπιν δημοπρασίας, στην οποία πλειοδότησαν, το εναγόμενο ν.π.δ.δ τους παραχώρησε για πέντε έτη (2017-2021) και, συγκεκριμένα, έως την 31.10.2021, την απλή χρήση των αναφερομένων στην αγωγή διαφορετικών τμημάτων του αιγιαλού στις «Κουκουναριές» Σκιάθου, προκειμένου σε αυτές να λειτουργήσουν επιχειρήσεις αναψυκτηρίου – περιπτέρου, έναντι του αναφερομένου στην αγωγή συμφωνημένου ετήσιου ανταλλάγματος, το οποίο οι ενάγοντες όφειλαν να το καταβάλλουν σε τρεις δόσεις, όπως αναλυτικά εκτίθενται στην υπό κρίση αγωγή. Τις εν λόγω, δε, εκτάσεις του αιγιαλού το εναγόμενο τις είχε προηγουμένως μισθώσει από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπέρ αυτού ανώνυμη εταιρία. Ακολούθως, ισχυρίζονται ότι λόγω του όλως έκτακτου και απρόβλεπτου γεγονότος της πανδημίας του ιού SARS COV 2, που ανέκυψε μετά την κατάρτιση των επίδικων μισθώσεων η καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος για τα έτη 2020 και 2021 κατέστη υπέρμετρα επαχθής, ενόψει κυρίως της μεγάλης μείωσης της τουριστικής κίνησης στο νησί της Σκιάθου, η οποία ευθύνεται αποκλειστικά για την απώλεια εσόδων κατά ποσοστό 80% στις επιχειρήσεις τους. Με βάση αυτά ζητούν την περαιτέρω αναπροσαρμογή και μείωση του μισθώματος για το έτος 2020 επιπλέον και πέραν της μείωσης βάσει του άρθρου 17 περ. β΄, γ της υπ’ αριθ. 47458 ΕΞ 2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β΄1864/15.5.2020) καθώς και της όμοιας διάταξης του άρθ. 20 § 3 ν. 4690/2020.

[…] Το εναγόμενο και η υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβαίνουσα με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις τους αρνούνται στο σύνολο της την υπό κρίση αγωγή και προβάλλουν τις ακόλουθες ενστάσεις. Το μεν εναγόμενο προβάλλει την ένσταση αντισυμβατικής συμπεριφοράς των εναγόντων κατ’ άρθ. 288 ΑΚ και την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’ άρθ. 281 ΑΚ. Ειδικότερα, το εναγόμενο ισχυρίζεται με την πρώτη κατά σειρά ένσταση του ότι οι ενάγοντες, δυνάμει του άρθ. 7 των επίδικων όμοιων συμβάσεων, σύμφωνα με το οποίο «Ο Δήμος δεν ευθύνεται έναντι του χρήστη, ούτε υποχρεούται σε επιστροφή ή μείωση του αντιτίμου χρήσεως ή και πρόωρη λήξη της χρήσης άνευ αποχρώντος λόγου», καθώς και δυνάμει του άρθ. 38, σύμφωνα με το οποίο «Ο Δήμος Σκιάθου δεν υπέχει ευθύνη έναντι του χρήστη για τυχόν ελαττώματα, πραγματικά ή νομικά, του μισθίου καθώς και για τυχόν νομική απαγόρευση ή περιορισμό της χρήσης ή εν γένει εκμετάλλευσης του μισθίου για οποιονδήποτε λόγο», ανέλαβαν με συμβατικό όρο τον κίνδυνο της μεταβολής των συνθηκών και άρα με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη δεν μπορούν να επικαλεστούν την απρόοπτη μεταβολή τους, διότι το γεγονός που επήλθε, ακόμη και αν ήταν έκτακτο, δεν ήταν, πάντως, απρόβλεπτο. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η εν λόγω ένσταση, που αξιολογείται, ορθότερα, ως ένσταση ανάληψης του κινδύνου μεταβολής των συνθηκών από τους ενάγοντες και όχι ως ένσταση αντισυμβατικής συμπεριφοράς των εναγόντων με βάση το άρθρ. 288 ΑΚ, προβάλλεται παραδεκτά, είναι ορισμένη και νόμιμη και άρα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Περαιτέρω, το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά των εναγόντων προσκρούει στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος κατ’ άρθ. 281 ΑΚ για τους εξής λόγους: α) διότι ενώ οι ενάγοντες συναποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα τους όρους των επίδικων συμβάσεων, εντούτοις, τα έτη 2020 και 2021, αν και είχαν κάθε ευκαιρία να καταγγείλουν τις συμβάσεις για σπουδαίο λόγο, ασκώντας όλα τα νόμιμα μέσα, έκαναν ακώλυτη χρήση των παραχωρούμενων τμημάτων του αιγιαλού στην παραλία των Κουκουναριών μέχρι και την τελευταία μέρα της συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης, τηρώντας στο ακέραιο τους όρους αυτής, γεγονός που αποδεικνύει ότι ουδόλως υφίστατο από μέρους του αντιδίκου οιαδήποτε πρόθεση εναντίωση στους όρους της σύμβασης και β) διότι οι ενάγοντες αφενός αιτούνται την αναπροσαρμογή (μείωση) του μισθώματος για τα έτη 2020 και 2021 κατά ποσοστό 80%, αν και ήδη έχουν λάβει μείωση 40% από το εναγόμενο και διαγράφηκαν το ποσό των 41.660,57€ για τον πρώτο αντίδικο, το ποσό των 23.134.32 για τον δεύτερο αντίδικο και το ποσό των 44.570,74 για την τρίτη αντίδικο και αφετέρου ενόψει της ανεπιφύλακτης αποδοχής των όρων της σύμβασης. Η εν λόγω ένσταση με βάση το άρθ. 281 ΑΚ προβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, πλην, όμως, είναι μη νόμιμη, καθώς και αληθή υποτιθέμενα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν καταχρηστική τη συμπεριφορά των εναγόντων, ενόψει του ότι ο μισθωτής που αξιώνει με αγωγή την αναπροσαρμογή του μισθώματος είτε με βάση τη διάταξη του άρθ. 388 ΑΚ είτε με βάση τη γενική διάταξη του άρθ. 288 ΑΚ δεν ενεργεί αντίθετα στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αν, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας και μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, συνεχίζει να χρησιμοποιεί το μίσθιο, αντί να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης για σπουδαίο λόγο. Ούτε είναι καταχρηστική η συμπεριφορά του μισθωτή, ο οποίος ζητά την περαιτέρω μείωση του μισθώματος, εφόσον η παροχή του εξακολουθεί και μετά τη συμβατική ή νόμιμη αναπροσαρμογή του μισθώματος να παραμένει υπέρμετρα επαχθής, διότι δεν ανταποκρίνεται στη μισθωτική αξία του μισθίου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μετά την μεταβολή των συνθηκών, προκαλώντας, έτσι, σε αυτόν υπέρμετρη ζημία, η οποία είναι αντίθετη με την καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη κατ’ άρθ. 288 ΑΚ, όπως εν προκειμένω ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Περαιτέρω, η προσθέτως παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά των εναγόντων προσκρούει στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος κατ’ άρθ. 281 ΑΚ για τους εξής λόγους: α) διότι αν και το ποσοστό μείωσης που ζήτησαν αρχικά οι ενάγοντες από τον Δήμο Σκιάθου ήταν 60% και ενώ ήδη έχουν λάβει μείωση που ανέρχεται για το έτος 2020 στο 40%, εντούτοις, με την υπό κρίση αγωγή ζητούν μείωση του μισθώματος σε ποσοστό 80%, β) διότι οι ενάγοντες ζητούν μείωση μισθώματος κατά ποσοστό 80% για το έτος 2021, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 44 ν. 4797/2021, 110 ν. 4799/2021, 151 ν. 4808/2021 και 45 ν. 4818/2021 προβλέφθηκε πλήρης (100%) απαλλαγή από την καταβολή μισθώματος για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2021 και γ) διότι οι ενάγοντες το έτος 2021 δεν προέβησαν σε καμία καταβολή προς το εναγόμενο και, συνεπώς, έχουν καταστεί υπερήμεροι. Η εν λόγω ένσταση με βάση το άρθ. 281 ΑΚ προβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, πλην, όμως, είναι μη νόμιμη, καθώς και αληθή υποτιθέμενα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν καταχρηστική τη συμπεριφορά των εναγόντων. Συγκεκριμένα, η άσκηση της αξίωσης για περαιτέρω αναπροσαρμογή του μισθώματος δεν αντίκειται στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και των κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος κατ’ άρθ. 281 ΑΚ, εφόσον η παροχή εξακολουθεί και μετά τη συμβατική ή νόμιμη αναπροσαρμογή να παραμένει υπέρμετρα επαχθής, διότι δεν ανταποκρίνεται στη μισθωτική αξία του μισθίου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μετά την μεταβολή των συνθηκών, προκαλώντας υπέρμετρη ζημία στον μισθωτή, η οποία είναι αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατ’ άρθ. 288 ΑΚ, όπως εν προκειμένω ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Ούτε ασκείται καταχρηστικά η αξίωση αναπροσαρμογής όταν ο μισθωτής είχε ζητήσει στα πλαίσια διαπραγματεύσεων με τον εκμισθωτή και προτού την άσκηση της αγωγής μικρότερο ποσό αναπροσαρμογής, κατ’ εφαρμογή ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, σε σχέση με το αιτούμενο στην αγωγή.

[…] Περαιτέρω, ουδόλως αποδεικνύεται από την επισκόπηση των επίδικων συμβάσεων ότι οι ενάγοντες ανέλαβαν έναντι του εναγομένου τον κίνδυνο μελλοντικής μεταβολής των συνθηκών, αποδεχόμενοι ότι οποιαδήποτε μεταβολή, και ειδικά τόσο μεγάλη σε ένταση, όπως η μεταβολή που επέφερε η πανδημία του ιού SARS – COV2 παγκοσμίως, δεν θα είναι απρόβλεπτη, και ως εκ τούτου η σχετική ένσταση του εναγομένου περί αποδοχής του κινδύνου μεταβολή των συνθηκών, την οποία το εναγόμενο στηρίζει στη διάταξη του άρθ. 288 ΑΚ, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Ενόψει όλων των παραπάνω σε συνδυασμό με την ειδικότερη διάταξη του άρθ. 17 εδ. β΄ της ΥΑ 47458 ΕΞ ΦΕΚ Β΄ 1864/2020 και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη, δηλαδή του γεγονότος ότι η τουριστική κίνηση τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό προϋποθέτει συνθήκες υγειονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ομαλότητας, προκύπτει ότι μεταξύ των οφειλόμενων σήμερα για τα έτη 2020 και 2021 μισθωμάτων για την απλή παραχώρηση αιγιαλού στην παραλία Κουκουναριών Σκιάθου και εκείνων που θα μπορούσαν υπό τις ανωτέρω συνθήκες να επιτευχθούν υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης υπάρχει ουσιώδης διαφορά, γι’ αυτό και επιβάλλεται κατά τις αρχές της καλής πίστης, λαμβανομένων, επίσης, υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, τα κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής καταβλητέα από τους ενάγοντες μισθώματα να μειωθούν για το έτος 2020 περαιτέρω κατά ποσοστό 20% με βάση το αρχικώς συμφωνηθέν μίσθωμα, ούτως ώστε, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης 40% που έλαβαν οι ενάγοντες από το εναγόμενο για το έτος 2020, το τελικό ποσοστό της μείωσης να φθάσει στο 60%.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Την υπό σχολιασμό δικαστική απόφαση απασχόλησε το ζήτημα των επιπτώσεων της πανδημίας εκ της νόσου covid-19 στο πεδίο των συμβάσεων, ειδικότερα δε η αξιολόγηση της ενσκύψασας πανδημίας ως γεγονότος ανωτέρας βίας που ασφαλώς επηρεάζει το σύνολο της κοινωνικο-οικονομικής συναλλακτικής ζωής σε δημόσιο επίπεδο και συναφώς συχνά συνιστά αιτία μεταβολής ειδικότερων όρων του περιεχομένου των μισθωτικών – εν προκειμένω – συμβάσεων στο πεδίο των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων, ιδίως ως προς την (ανα)προσαρμογή του ύψους του καταβαλλόμενου εκ του υποχρέου μισθώματος[1]. Η παρούσα δικαστική κρίση εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς επιδιώκει να οριοθετήσει αποτελεσματικά τις προϋποθέσεις εφαρμογής των σχετικών αξιώσεων που πηγάζουν από τις διατάξεις των άρθρ. 288 και 388 ΑΚ σε σχέση με τις ρυθμίσεις ειδικών νόμων που ίσχυσαν (και εν μέρει εξακολουθούν να ισχύουν) κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσεως υπό το πρίσμα της ασφάλειας του δικαίου, με στόχο την διατήρηση της συναλλακτικής ισορροπίας στο πλαίσιο μιας έκτακτης καταστάσεως, όπως χαρακτηρίζεται η επικρατούσα πανδημία και εξ’ αυτού του λόγου αναγκαίο είναι να λεχθούν τα ακόλουθα.

Όπως είναι γνωστό, ο ιός SARS-COV2 αποτέλεσε την αιτία επικράτησης μιας πανδημικής καταστάσεως απρόβλεπτης διάρκειας και συνεπειών σε παγκόσμιο επίπεδο, ενός, δηλαδή, «επείγοντος γεγονότος δημοσίας υγείας διεθνούς εμβέλειας»[2]. Από νομικής απόψεως η έκτακτη αυτή συνθήκη, πέραν της αναμφίβολης επιδράσεώς της σε επίπεδο δημοσίου δικαίου κατά τα προλεχθέντα, επενέβη δραστικά και στο επίπεδο των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων, υπό την έννοια της δυνατότητας αξιολογήσεώς της ως γεγονότος ανωτέρας βίας που επηρεάζει εν πολλοίς τις ενοχικές σχέσεις, ιδίως δε τις μισθωτικές, περίπτωση με την οποία ασχολήθηκε και η υπό σχολιασμό δικαστική απόφαση[3].

Ειδικότερα, το δικαστήριο, αξιολογώντας αίτημα αναπροσαρμογής μισθώματος στην περίπτωση συμβάσεως συναφθείσας κατόπιν πλειοδοτικού διαγωνισμού που αφορούσε στην παραχώρηση απλής χρήσεως του αιγιαλού σε γνωστό τουριστικό προορισμό με σκοπό τη λειτουργία επιχειρήσεως αναψυκτηρίου έναντι ετήσιου ανταλλάγματος, δέχθηκε ότι, εξαιτίας των επιπτώσεων στη συναλλακτική δραστηριότητα από το έκτακτο και απρόβλεπτο γεγονός της πανδημίας που προκαλεί τη νόσο Covid-19, δύναται να προβεί σε περαιτέρω αναπροσαρμογή (μείωση) του μισθώματος χάριν του πληττόμενου από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας ενάγοντος, ακόμη και όταν έχει ήδη επέλθει νόμιμη αναπροσαρμογή αυτού (του μισθώματος) δυνάμει ειδικών διατάξεων που αποσκοπούσαν στην διατήρηση της συναλλακτικής ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων[4]. Το Δικαστήριο, δηλαδή, έκρινε ότι δεν υφίσταται σχέση εντάσεως μεταξύ της γενικής διατάξεως του άρθρ. 288 ΑΚ και των ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων περί μετριασμού των επιπτώσεων της πανδημίας, ώστε η εφαρμογή των τελευταίων να αποκλείει την παρεχόμενη εκ των γενικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα προστασία. Προς τούτο δέχθηκε ότι η αξίωση για περαιτέρω – πέραν της νόμιμης – αναπροσαρμογή του μισθώματος, εφόσον θεμελιωθούν με επάρκεια οι προϋποθέσεις του άρθρ. 288 ΑΚ[5], δεν αντίκειται στην καλή πίστη, στα χρηστά ήθη και στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος κατ’ άρθρ. 281 ΑΚ, εφόσον η παροχή εξακολουθεί και μετά την συντελεσθείσα αναπροσαρμογή να παραμένει υπέρμετρα επαχθής προκαλώντας δυσανάλογη ζημία στον πληττόμενο από τις επιπτώσεις της πανδημίας μισθωτή, ενώ, λόγω συνδρομής των ως άνω ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές.

Η αξιολόγηση της πανδημικής καταστάσεως ως γεγονότος ανωτέρας βίας που επεμβαίνει δραστικά στη ομαλή εξέλιξη των ενοχικών σχέσεων δεν αμφισβητείται, αν και παρουσιάζει ορισμένες δυσχέρειες[6]. Για την αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως, που προκαλεί ανώμαλη εξέλιξη των ενοχικών σχέσεων, απαιτείται προσφυγή στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί ανυπαίτιας αδυναμίας εκπληρώσεως της παροχής (άρθρ. 336 εδ. 1 ΑΚ) ή απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών (άρθρ. 388 ΑΚ)[7]. Η έννοια της ανώτερης βίας δεν ορίζεται ρητά στον Αστικό Κώδικα, ο οποίος προβλέπει, όχι ανεξαίρετα πάντως[8], την αρχή της υπαιτιότητας, σύμφωνα με την οποία ευθύνη υπάρχει μόνο για πράξεις ή για παραλείψεις που οφείλονται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) του προσώπου (άρθρ. 330, 198, 914 ΑΚ)[9]. Στην οριοθέτηση της έννοιας της ανώτερης βίας ως λόγου απαλλαγής από την ευθύνη συμβάλλουν οι διατυπωθείσες από την θεωρία θέσεις, οι οποίες αναλόγως διευρύνουν ή περιορίζουν το εύρος των αξιολογούμενων ως απρόοπτων πραγματικών περιστατικών[10]. Η νομολογία πάντως προσδιορίζει την ανώτερη βία ως ένα γεγονός τυχαίο και απρόβλεπτο, το οποίο δεν δύναται να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης[11], χωρίς βέβαια να αρνείται να επιλέξει την όλο και συχνότερη αντικειμενικοποίηση των κριτηρίων αξιολογήσεως των γεγονότων ως απρόβλεπτων[12]. Βέβαια, παρά την αναμφίβολη επίδραση του ιού SARS-COV2 στο σύνολο της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής και τη συνακόλουθη κήρυξη της έκτακτης καταστάσεως ως πανδημίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας[13], a priori αξιολόγηση της covid-19 ως γεγονότος ανώτερης βίας στο σύνολο των συναλλακτικών σχέσεων δεν χωρεί, εξ’ αιτίας της ανομοιογένειας του πραγματικού των ενοχικών σχέσεων, τόσο ως προς το περιεχόμενό τους, όσο και ως προς τη διάρκειά τους. Τούτο σημαίνει ότι το αν και κατά πόσο τα επιμέρους πραγματικά περιστατικά κάθε περιπτώσεως δικαιολογούν την αξιολόγηση της covid-19 ως λόγου (ανυπαίτιας) αδυναμίας εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων θα κρίνεται κάθε φορά in concreto και το βάρος αποδείξεως των περιστατικών που θεμελιώνουν τον σχετικό λόγο απαλλαγής θα φέρει ο οφειλέτης[14], όπως ορθά εκτίμησε και η παρούσα δικαστική κρίση.

Ακόμη, την υπό κρίση δικαστική απόφαση απασχόλησε το ζήτημα του εύρους της διαπλαστικής επεμβάσεως του δικαστηρίου ως προς τον ανα-καθορισμό του συμφωνημένου, προς της ενάρξεως της πανδημίας, μισθώματος μεταξύ των συμβαλλομένων. Προς τούτο το δικαστήριο, δεχόμενο ουσιαστικά ότι η εμμονή στην εκπλήρωση συμβατικών όρων που ουδόλως εξυπηρετούν τους συμβαλλομένους και την συναλλακτική ισορροπία κλονίζει την ασφάλεια των συναλλαγών, δύναται, αξιοποιώντας τη γενική διάταξη του άρθρ. 288 ΑΚ[15], να προβεί, στην περαιτέρω αναπροσαρμογή του συμφωνημένου μισθώματος, πέραν εκείνης που επιβλήθηκε από την Πολιτεία δυνάμει ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων, προς ανόρθωση του πληττόμενου από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας συμβαλλομένου, αξιοποιώντας παραλλήλως για την θεμελίωση της κρίσεώς του στην προκειμένη περίπτωση και το δίδαγμα της κοινής πείρας[16], ότι δηλαδή τα οικονομικά μεγέθη του αριθμού των αφίξεων των τουριστών σε έναν αμιγώς παραθεριστικό προορισμό αφενός και ο τζίρος της πληττόμενης από την πανδημία επιχείρησης αφετέρου, ασφαλώς τελούν σε σχέση αλληλεξαρτήσεως και δικαιολογούν την περαιτέρω διορθωτική επέμβαση του δικαστηρίου στην περίπτωση που κρίνεται ότι παρά την ήδη επελθούσα νομοθετική αναπροσαρμογή, το νέο μίσθωμα εξακολουθεί, λόγω της μεταβολής των συνθηκών, να μην ανταποκρίνεται στη μείωση της μισθωτικής αξίας του ακινήτου και ως εκ τούτου εξακολουθεί να συντρέχει σημαντική συμβατική αδικία εις βάρος του μισθωτή, η οποία έρχεται σε προφανή αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη[17]. Προς επίλυση αυτής της καταστάσεως έχουν υποστηριχθεί δύο θέσεις. Η μεν πρώτη, δέχεται ότι η νομοθετική επέμβαση στο περιεχόμενο κάποιου όρου της συμβάσεως, όπως εν προκειμένω στην αναπροσαρμογή του μισθώματος, δεν στερεί από το δικαστήριο την δυνατότητα περαιτέρω διαπλαστικής επεμβάσεώς του στον αυτό συμβατικό όρο, όταν ο τελευταίος εξακολουθεί να συνεπάγεται σημαντική συμβατική (δυσανάλογα μεγάλη) αδικία εις βάρος του μισθωτή, καθόσον τίποτε στο γράμμα και στο πνεύμα των ειδικών νόμων προστασίας από τις επιπτώσεις της πανδημίας δεν αποκλείει την περαιτέρω έννομη προστασία του μισθωτή, με βάση τις ρυθμίσεις των άρθρ. 288 και 388 ΑΚ[18]. Η δε δεύτερη, με αφετηρία την αξιολόγηση των πρόσφατων νόμων περί προστασίας της συναλλακτικής ισορροπίας κατά την διάρκεια της πανδημίας ως ειδικότερων έναντι των γενικών διατάξεων (άρθρ. 288 και 388 ΑΚ), εκτιμά ότι δικαιολογείται παραμερισμός των τελευταίων, καθόσον οι ίδιες οι ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις εμπεριέχουν ήδη μια στάθμιση της εύλογης κατανομής του κινδύνου εξ’ αιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας, συνεπώς περαιτέρω δικαστική στάθμιση δε χωρεί[19].

Ως προς τα ανωτέρω λεχθέντα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η ρυθμιστική εμβέλεια των άρθρ. 288 και 388 ΑΚ δεν είναι μονοσήμαντη. Η αυτόνομη καθιέρωση της διατάξεως του άρθρ. 388 ΑΚ ως μοναδικής ουσιαστικά δυνατότητας επεμβατικής διαπλάσεως του δικαστηρίου στο πεδίο των συμβάσεων, αποτελεί δείγμα επιτυχούς συγκερασμού της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας και της αρχής της επιείκειας, υπό τον όρο ότι δεν παραγνωρίζεται ο εξαιρετικός χαρακτήρας της ρυθμίσεως του άρθρ. 388 ΑΚ[20]. Και βέβαια, η ακριβής τήρηση των προϋποθέσεων θεμελιώσεως των σχετικών αξιώσεων που παρέχουν, δηλαδή είτε απαλλαγή του οφειλέτη από την υποχρέωση καταβολής της παροχής είτε αναπροσαρμογή του συμβατικού περιεχομένου είτε του τρόπου εκπληρώσεώς του, διαγράφουν ουσιαστικά και τα όρια του αναιρετικού ελέγχου ως προς το εύρος της επεμβατικής δικαστικής διαπλάσεως[21]. Και βέβαια δεν πρέπει να παροράται το πνεύμα και ο σκοπός της διατάξεως του άρθρ. 288 ΑΚ. Η γενική ρήτρα περί εφαρμογής των αρχών της καλής πίστεως έχει διορθωτικό χαρακτήρα όταν οι ρυθμίσεις διατάξεων ειδικών νόμων δεν παρέχουν ικανοποιητικές λύσεις[22]. Η αμφισβήτηση της δυνατότητας εφαρμογής μιας ευρύτερης διαπλαστικής δυνατότητας με βάση τη ρύθμιση του άρθρ. 288 ΑΚ ουσιαστικά θα σήμαινε ότι το πεδίο εφαρμογής της είναι τόσο στενό που περιορίζεται μονάχα στην συμπλήρωση κενών, πράγμα που θα παραγνώριζε τη λειτουργία της καλής πίστεως, με ανεπιεική για την ασφάλεια των συναλλαγών αποτελέσματα[23]. Ως εκ τούτου, όταν ειδικές συνθήκες το επιβάλλουν, όταν δηλαδή η προκύπτουσα εξ’ αυτών λύση δεν είναι ανεκτή από την συναλλακτική καλή πίστη, η ρυθμιστική εμβέλεια της γενικής ρήτρας του άρθρ. 288 ΑΚ, η οποία ασφαλώς συνιστά επιεική νομοθετική επιλογή, δεν τελεί σε σχέση εντάσεως με διατάξεις ειδικών νόμων που προβλέπουν επέμβαση στο περιεχόμενο των συμβάσεων, καθόσον η διάταξη του άρθρ. 288 ΑΚ μπορεί να προσφέρει ακόμη και αυτοτελή νομική και πραγματική θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος[24]. Ιδίως δε στην υπό κρίση περίπτωση, ο πρωτόγνωρος χαρακτήρας της πανδημικής καταστάσεως πρέπει να δικαιολογεί την αποδοχή μιας ελαστικότερης και επιεικέστερης διαπλαστικής επεμβάσεως στο περιεχόμενο της συμβάσεως με βάση την ρύθμιση του άρθρ. 288 ΑΚ, πρωτίστως όταν οι ρυθμίσεις ειδικών νόμων δεν μπορούν αποτελεσματικά να ανταποκριθούν στον δυναμικό και απρόβλεπτο χαρακτήρα του φαινομένου της πανδημίας, όπως ορθά δέχθηκε και η παρούσα δικαστική κρίση. Βέβαια, η συγκεκριμένη διαπλαστική δυνατότητα δεν πρέπει να κλονίζει την ασφάλεια του δικαίου, υπερακοντίζοντας το θετικό δίκαιο[25]. Εναπόκειται στο δικαστήριο να προσδιορίσει με μέτρο και σύνεση το όριο της διαπλαστικής επεμβάσεώς του, ώστε η επίκληση της γενικής ρήτρας του άρθρ. 288 ΑΚ να μην καταλήγει σε δικαστική αυθαιρεσία, όταν ο προστατευτικός σκοπός των διατάξεων ειδικών νόμων συντελείται πράγματι αποτελεσματικά.

Παναγής Α. Χριστοδούλου

Λέκτορας Τμήματος Νομικής Philips University, Δ.Ν., Δικηγόρος



[1] Βέβαια, η ενσκύψασα πανδημία αποτελεί αιτία κλονισμού των συναλλακτικών σχέσεων πρωτίστως σε επίπεδο δημοσίου δικαίου, δοθέντος ότι επηρεάζει δραστικά την ίδια την λειτουργία των θεσμών του κράτους δικαίου, δευτερευόντως δε σε επίπεδο ιδιωτικού δικαίου, καθόσον αναμφίβολα επιδρά στο σύνολο των ενοχικών σχέσεων· για τον σχετικό προβληματισμό βλ. Α. Μανιτάκη, Η προστασία της ζωής ως συνταγματικής αξίας, ΕφημΔΔ 2020.250, Ξ. Κοντιάδη, Δικαιώματα και Πανδημία, ΔτΑ 2020.315 επ.· αλλά και Μαντζούφα/Παυλόπουλο, Κορωνοϊός και ελευθερία κίνησης: Διατηρώντας Το Σύνταγμα «ζωντανό» εν μέσω πανδημίας, σε https://www.constitutionalism.gr/2020-05-02-mantzoufas-pavlopoulos-eleftheria-kinisis.

[2] Ν. Αλιβιζάτος, Covid-19. Διαβάσματα και παρεμβάσεις ημερών εγκλεισμού, ΔτΑ 2020.305 επ.· Α. Στεργίου, Ο παγκόσμιος υγειονομικός συναγερμός για την πανδημία Covid-19, ΔτΚΑ 2/2020.374 επ.· Α. Μπερεδήμας, Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η καταπολέμηση των επιδημιών/πανδημιών, (2020), σ. 16-19· Ε. Κινινή, Οι επιπτώσεις της πανδημίας covid-19 στην εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, ΕΕμπΔ 4/2020.723 επ.

[3] Βλ. αντιστοίχως ΜΠρΚοζ 248/2020, ΝοΒ 2020.1461, η οποία δεν εξέτασε την ουσιαστική βασιμότητα του αιτήματος, καθόσον απέρριψε για τυπικούς λόγους την αγωγή· ΕιρΑθ 433/2020, ΕφΑΔ 8-9/2020, σ. 865 επ. (παρατ. Ε. Μαργαρίτη).

[4] Για την εξέλιξη των οικείων νομοθετικών παρεμβάσεων βλ. αναλυτικά Χ. Χρυσανθάκη, Πανδημία και θεμελιώδη δικαιώματα: πτυχές ενός κρίσιμου προβλήματος, in: Covid-19. Πρακτικά ζητήματα έννομης προστασίας, (2021), σ. 2-4· Ε. Ρίζο, Η (ολική ή μερική) απαλλαγή του μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος και η αναπροσαρμογή του μισθώματος λόγω πανδημίας, in: Μισθώσεις, ιδίως υπό το πρίσμα της υγειονομικής κρίσης, (2021), σ. 105 επ. (105-108)· Χ. Τσιλιώτη, Τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19 στο σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ΔτΑ 2020.431 επ.

[6] Κ. Παντελίδου, Αναπροσαρμογή μισθώματος και νέες μισθώσεις, in: Το Αστικό Δίκαιο και οι σύγχρονες οικονομικές εξελίξεις, (2016), σ. 187-189.

[7] Π. Παπανικολάου, Το μέτρο της επάχθειας της παροχής και η έκταση της διορθωτικής επεμβάσεως του δικαστή στη σύμβαση κατ’ άρθρ. 388 ΑΚ, ΝοΒ 1985.940 επ.· Απ. Χελιδόνης, Το πλέγμα θεσμών και συνεπειών στην παθολογία της ενοχής, Digesta 2008.123 επ.

[8] Λ.χ. άρθρ. 71, 330, 334, 834 επ., 839, 922, 924§1, 925 ΑΚ κ.α.

[9] Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Τομ. 1 (2007), σ. 59-61· Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, (2002) § 80, σ. 468 επ.· Δ. Παπαστεργίου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, (2009), σ. 437· Ι. Κατράς, Αστικές και νέες εμπορικές μισθώσεις, (2020), σ. 332-336· ΑΠ 837/2019, ΕλλΔνη 2020.98· ΑΠ 513/2016, ΕλλΔνη 2017.420· ΑΠ 729/2015, ΕλλΔνη 2015.1701.

[10] Βλ. αναλυτ. Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, (2018), σ. 371-373· Γ. Διαμαντόπουλο, Η ανωτέρα βία ως λόγος ανακοπής ερημοδικίας, (1997) passim με πλούσια νομολογία· Ε. Αλεξανδροπούλου, Το απρόβλεπτο και το ακαταμάχητο ως θεμελιώδη στοιχεία της ανώτερης βίας στις δικαιοπρακτικές ενοχές, Αρμ 1985.263 επ.

[11] Βλ. ενδεικτ. ΟλΑΠ 29/1992, ΕλλΔνη 1992.1445· ΑΠ 289/2020, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1540/2017, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 153/2015, ΕΠολΔ 2015.245· ΑΠ 546/2011.

[12] Βλ. ενδεικτ. ΑΠ 1301/2013, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 868/2010, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 677/1974, ΝοΒ 1975.286· ΕφΑθ 1500/1998, ΕλλΔνη 2002.1435.

[13] https://www.who.int/emergencies/diseases/novel-
coronavirus-2019.

[14] Ι. Παπαδημόπουλος/Δ. Δεβετζής, Οι επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στις συμβάσεις, ΕφΑΔ 6/2020.553 επ. (555), με εκτενή ανάλυση.

[15] Ειδικότερη εκδήλωση της οποίας συνιστά η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρ. 388 ΑΚ, επιτελώντας προς τη γενική διάταξη του άρθρ. 288 ΑΚ συμπληρωματική λειτουργία, έτσι Μ. Σταθόπουλος, ό.π. (σημ. 10), σ. 373· ΟλΑΠ 9/1997, ΝοΒ 1983.214 επ.· ΟλΑΠ 927/1982, ΝοΒ 1983.214 επ.

[16] Δ. Μανιώτης, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, (2019), σ. 103-106· Π. Χριστοδούλου, Η συμβολή των διδαγμάτων της εμπειρίας στη θεμελίωση των όρων της αστικής ευθύνης, ΕΣυγκΔ 2017.418 επ.

[17] Βλ. Ν. Παπαντωνίου, Η καλή πίστις, (1997), σ. 172 επ.

[18] Α. Βαλτούδης, Κορωνοϊός (Covid-19) και ειδικές συμβατικές σχέσεις, ΕλλΔνη 2020.361 επ.

[19] Ζ. Τσολακίδης, Πανδημία και ιδιωτικό δίκαιο: η νομοθετική παρέμβαση σε εκκρεμείς έννομες σχέσεις, ΧρΙΔ 2020.397· Ε. Ρίζος, ό.π. (σημ. 4), σ. 133 επ.

[20] Γ. Μητσόπουλος, Αι αόριστοι έννοιαι εν τη αναιρετική διαδικασία, Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου, (1983), σ. 3 επ.· Α. Γαζής, Παραίτησις από του άρθρου 388 ΑΚ, ΝοΒ 1975.705 επ.· Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Η κοινωνική λειτουργία των συμβάσεων στο σύγχρονο δίκαιο, Τιμ. Τομ. Ι. Δεληγιάννη, (1991), σ. 3 επ.

[21] Ι. Παπαδημόπουλος/Δ. Δεβετζής, ό.π. (σημ. 14), σ. 564· Στ. Σταμόπουλος, Νέες εργασίες και απρόβλεπτες συνθήκες στις εργολαβικές συμβάσεις με κατ’ αποκοπή τίμημα, ΔΕΕ 2003.1318 επ.

[22] Μ. Σταθόπουλος, ό.π. (σημ. 10), σ. 239 επ.

[23] Π. Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, (2011) § 15 Δ1· Ι Σπυριδάκης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, (2018), αρ. 33.8, σ. 132· πρβλ. και ΑΠ 304/2014, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 806/2012, ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 195/2010, ΕλλΔνη 2011.1409.

[24] ΑΠ 63/2000, ΕλλΔνη 2000.759 επ.· ΑΠ 902/1995, ΝοΒ 1997.983 επ. (με σχόλιο Φ. Δωρή).

[25] Δ. Μανιώτης, ό.π. (σημ. 5), σ. 62.