Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΣτΕ 39/2022 Τμ.Ε - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΣτΕ 39/2022 Τμ.Ε - Πλήρες κείμενο

Πρόεδρος: Π. Καρλή, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα
Εισηγήτρια: Μ. Μπαμπίλη, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Γεωργία Λογοθέτη, Παναγιώτης Δούκας (Πάρεδρος ΝΣΚ), Εμμανουήλ Δρυλεράκης

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 18136/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η από 8.10.2007 προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά του .../13.9.2007 πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης (Π.Ε.Ε.Α.) του Δασάρχη Λαυρίου. Με το πρωτόκολλο αυτό επιβλήθηκε σε βάρος της εταιρείας η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 ειδική αποζημίωση, ποσού 704.613,55 ευρώ, λόγω διατήρησης αυθαίρετης κατασκευής εντός δημόσιας δασικής εκτάσεως, στη θέση “Σύρι-Βελατούρι” της περιφέρειας Κερατέας Αττικής για το χρονικό διάστημα από 27.8.2006 έως 26.8.2007. Όπως έχει κριθεί, τόσο με την επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα 705/2016 απόφαση του Δικαστηρίου όσο και με την μεταγενέστερη 1167/2020 απόφαση αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 σε συνδυασμό προς τις λοιπές διατάξεις του άρθρου αυτού και εκείνες του άρθρου 71 του ν. 998/1979, η υποχρέωση καταβολής ειδικής αποζημίωσης για τη διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών εντός δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων συντρέχει εις ολόκληρον για καθέναν από τους υπόχρεους κύριο, νομέα ή κάτοχο των κατασκευών αυτών, ως κατόχου νοουμένου οποιουδήποτε προβαίνει σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει επίσης τον εργολάβο που ανήγειρε τις κατασκευές αυτές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι κατά το χρονικό διάστημα, στο οποίο ανάγεται η υποχρέωση καταβολής της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης, αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος, νομέας ή κάτοχος των ως άνω αυθαιρέτων κατασκευών. Ειδικότερα, δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση σε βάρος του εργολάβου πρωτοκόλλου ειδικής αποζημίωσης, η οποία ανάγεται σε χρόνο που ο εργολάβος έχει παραδώσει το έργο στον κύριο ή νομέα του και έχει, με τον τρόπο αυτό, αποξενωθεί από τη φυσική εξουσία επί των κατασκευών που το απαρτίζουν, αποβάλλοντας, έτσι, την ιδιότητα του κατόχου, η οποία θα τού επέτρεπε να παραδώσει οικειοθελώς προς κατεδάφιση τις κατασκευές ή να τις κατεδαφίσει ο ίδιος, οπότε και θα απαλλασσόταν, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 114 του ν. 1892/1990, από την υποχρέωση καταβολής της ειδικής αποζημίωσης. Όταν, συνεπώς, εκδίδεται πρωτόκολλο επιβολής της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης σε βάρος εργολάβου, η μη συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής (δηλαδή να διατηρεί ο εργολάβος μία από τις ιδιότητες του κυρίου, νομέα ή κατόχου κατά το χρόνο στον οποίο ανάγεται η επιβαλλόμενη ειδική αποζημίωση), συνιστώσα αυτοτελή πλημμέλεια του εν λόγω πρωτοκόλλου, νομίμως ελέγχεται κατά την εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως κατά του πρωτοκόλλου αυτού, χωρίς το δικαστήριο να δεσμεύεται κατά τούτο από τα κριθέντα επί της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της προηγηθείσης πράξεως κατεδαφίσεως, διότι η κρίση αυτή αφορά χρονικό διάστημα διαφορετικό από εκείνο για το οποίο εκδόθηκε το επίμαχο πρωτόκολλο. Ωστόσο, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν εξετάσθηκε εάν, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, στο οποίο αφορά το επιβληθέν πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου, η εταιρεία εξακολουθούσε να είναι κυρία ή νομέας ή κάτοχος των εν λόγω κατασκευών. Βάσει των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), με την οποίαν αντικαταστάθηκε η περίπτωση η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, οι διαφορές οι οποίες γεννώνται από την προσβολή των εκδιδομένων δυνάμει του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 πρωτοκόλλων επιβολής ειδικής αποζημιώσεως για την διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών εντός εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα, υπάγονται ήδη στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 57 του π.δ. 18/1989, η αναίρεση αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου επαναφέρει τους διαδίκους στην θέση στην οποίαν ευρίσκοντο προ της εκδόσεως της αναιρεθείσης αποφάσεως, η δε ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής συζήτηση της υποθέσεως δεν είναι νέα, η παρούσα υπόθεση, θα έπρεπε, καταρχήν, ήτοι εφόσον έχρηζε διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί προς νέα νόμιμη κρίση στο δικαστήριο το οποίο είχε αρμοδίως εκδικάσει την προσφυγή, κατ’ εφαρμογή του τότε ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Εν προκειμένω, μετά την έκδοση της αποφάσεως ΣτΕ 1167/2020, αποτελεί γεγονός γνωστό στο Δικαστήριο ότι έχει πλέον καταστεί αμετάκλητη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (απόφαση 2738/2013), σύμφωνα με την οποία η ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία είχε παραδώσει το έργο κατασκευασμένο στον κύριό του Δήμο Λαυρεωτικής ήδη από το έτος 1997, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει στο πρόσωπό της καμία από τις ιδιότητες του κυρίου, νομέα ή κατόχου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (27.8.2006 έως 26.8.2007). Συνεπώς, εφόσον η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη ως προς το πραγματικό, το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, κρατεί την υπόθεση, δικάζει την προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκαν τα σχετικά παράβολα, την κάνει δεκτή και ακυρώνει το .../13.9.2007 πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης του Δασάρχη Λαυρίου.

Νομικές διατάξεις: Άρθρα 114 §§ 1, 2, 3, 5, 6 Ν. 1892/1990, 12 § 1 Ν. 3900/2010, 53 §§ 3, 4, 57 Π.Δ. 18/1989, 71 § 1 Ν. 998/1979

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Ιουνίου 2020, με την εξής σύνθεση: Π. Καρλή, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος και σε αναπλήρωση του Αντιπροέδρου του Τμήματος και των αρχαιοτέρων της Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Χ. Ντουχάνης, Α. Μίντζια, Σύμβουλοι, Μ. Μπαμπίλη, Ζ. Θεοδωρικάκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σιμάτη.

Για να δικάσει την από 3 Ιανουαρίου 2017 αίτηση:

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “... Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα (...), η οποία παρέστη με την δικηγόρο Γεωργία Λογοθέτη (Α.Μ. ...), που την διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά των: 1) Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη Δούκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4609/2017, περί μη εμφανίσεώς του, και 2) Δήμου Πειραιά, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Εμμανουήλ Δρυλεράκη (Α.Μ. ... Δ.Σ. Πειραιά), που τον διόρισε με απόφαση του Δημάρχου.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 18136/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας εταιρείας και του Δήμου Πειραιά δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Μπαμπίλη.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα παραβόλου υπ’ αριθμ. ..., ... και .../2017, σειρά Α).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της 18136/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η από 8.10.2007 προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά του .../13.9.2007 πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης (Π.Ε.Ε.Α.) του Δασάρχη Λαυρίου. Με το πρωτόκολλο αυτό επιβλήθηκε σε βάρος της εταιρείας η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) ειδική αποζημίωση, ποσού 704.613,55 ευρώ, λόγω διατήρησης αυθαίρετης κατασκευής εντός δημόσιας δασικής εκτάσεως, στη θέση “Σύρι-Βελατούρι” της περιφέρειας Κερατέας Αττικής για το χρονικό διάστημα από 27.8.2006 έως 26.8.2007.

3. Επειδή, ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, “με την 3131/4.12.2001 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής (Γ.Γ.Π.Α.) διατάχθηκε η κατεδάφιση αυθαιρέτων κτιριακών εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού, συνολικού εμβαδού 3.289 τ.μ., καθώς και περίφραξης με δικτυωτό συρματόπλεγμα και σιδηροπασσάλους, μήκους 667 μ., σιδερένιας πόρτας, πλάτους 8,5 μ και έργων διαμόρφωσης (παρτέρια, κηπευτικά), που ανήγειρε η προσφεύγουσα” [ήδη αναιρεσείουσα] “εντός δημόσιας δασικής εκτάσεως, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την 4429/00/21.12.2001 απόφαση του Γ.Γ.Π.Α., στη θέση «Σύρι - Βελατούρι» της περιφέρειας Κερατέας Αττικής (βλ. σχ. την 1773/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας). Η ανωτέρω απόφαση περί κατεδάφισης εκδόθηκε αφού είχε προηγηθεί νόμιμη κλήτευση της εταιρείας «... Α.Τ.Ε.», η οποία απορροφήθηκε από την προσφεύγουσα,” [ήδη αναιρεσείουσα] “να προβεί στην άμεση κατεδάφιση της εν λόγω κατασκευής, με την 4390/1.11.2000 πρόσκληση του Δασάρχη Λαυρίου (βλ. το από 12.12.2000 αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής πρόσκλησης δασικού υπαλλήλου). Κατά της αποφάσεως αυτής, η ήδη αναιρεσείουσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως, η οποία απορρίφθηκε με την 1753/2005 απόφαση της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και, ως εκ τούτου, η ως άνω απόφαση περί κατεδαφίσεως οριστικοποιήθηκε. Κατόπιν αυτών, με το με αριθμό .../13.9.2007 πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημιώσεως του Δασάρχη Λαυρίου, καταλογίστηκε στην εταιρεία ποσό 704.613,55 ευρώ, ως ειδική αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 45 παρ. 2 του Ν.2145/1993, για τη διατήρηση του ανωτέρω κτίσματος κατά το χρονικό διάστημα από 27.8.2006 έως 26.8.2007 ( 365 ημερών)”.

4. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και στη συνέχεια, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του εν λόγω άρθρου 53 ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγουμένου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη με την προσβαλλομένη απόφαση. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς και των αναφερομένων στην παρ. 3 προϋποθέσεων (βλ. ΣτΕ 349/2017, 1183, 1415/2016, 94, 543-544, 2039, 2553-2559, 4486, 4541/2015, 4581/2014, 1873/2012 7μ. κ.ά.). Επομένως, επί διαφοράς, της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλομένους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων (βλ. Σ.τ.Ε. 389, 598, 3768/2014, 797/2013 7μ., 4163/2012 7μ. κ.ά.).

5. Επειδή, με το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως - η οποία, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (12.1.2017) και του ποσού της διαφοράς (704.613,55 ευρώ), καταλαμβάνεται από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν - προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, διότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, άλλως με πλημμελή και εσφαλμένη αιτιολογία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη ο προβληθείς με την προσφυγή της εταιρείας λόγος, σύμφωνα με τον οποίο μη νομίμως εκδόθηκε σε βάρος της το επίμαχο Π.Ε.Ε.Α., λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου, δεδομένου ότι η εταιρεία κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε εξουσία διαθέσεως των επίμαχων κατασκευών. Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Δικαστηρίου (ad hoc 705/2016).

6. Επειδή, κατά το άρθρο 71 παρ. 1 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 1 του ν. 2145/1993 (Α΄ 88), «1. Εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ... την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος ... ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση ... και με χρηματική ποινή ...», κατά δε την παρ. 2 του αυτού άρθρου 71 του ν. 998/1979 «... Η δασική αρχή διατάσσει και, εν αρνήσει του υποχρέου, εκτελεί άνευ ετέρας διατυπώσεως την κατεδάφισιν των κτισμάτων». Εξάλλου, κατά το άρθρο 114 παρ. 1 του ν. 1892/1990 «Απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων εντός δημόσιων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαϊά ...» και, κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 5 του ν. 2880/2001 (Α΄ 9), «Ανεγερθείσες ή ανεγειρόμενες οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως εγκαταστάσεις στις ανωτέρω εκτάσεις κατεδαφίζονται υποχρεωτικά κατόπιν αποφάσεως του οικείου Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας με τεχνική υποστήριξη που διατίθεται και από τεχνική υπηρεσία νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και με τη συνδρομή της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας». Περαιτέρω, κατά την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 2145/1993, «Η απόφαση περί κατεδαφίσεως εκδίδεται μετά από κλήτευση προ δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμων ημερών, του φερόμενου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής, του κτίσματος ή της εγκαταστάσεως. Η κλήτευση αυτή ενεργείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Αν τα παραπάνω πρόσωπα είναι άγνωστα ή άγνωστης διαμονής, η κλήση τοιχοκολλάται στην είσοδο του κτίσματος …», κατά δε την παρ. 6 του αυτού άρθρου 114 του ν. 1892/1990, «Οι προηγούμενες παράγραφοι 2 έως και 5 εφαρμόζονται αναλόγως και για τις περιπτώσεις κατεδάφισης κτιρίων ή εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 71 του ν. 998/1979». Τέλος, στην παράγραφο 5 του τελευταίου αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 2145/1993, ορίζεται ότι «Από της κλητεύσεως και μέχρι την κατεδάφιση ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστος, στην καταβολή ειδικής αποζημιώσεως που επιβάλλεται με πρωτόκολλα του οικείου δασάρχη, από τα οποία το πρώτο εκδίδεται και κοινοποιείται εφαρμοζομένης αναλόγως και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση στο δασάρχη της δικαστικής αποφάσεως της παραγράφου 3. Της υποχρεώσεως αυτής απαλλάσσονται οι παραπάνω, προκειμένου περί οικοδομών, κτισμάτων ή εγκαταστάσεων εντός των δημόσιων δασών ή εκτάσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον αυτά παραδοθούν οικειοθελώς στο Δημόσιο προς κατεδάφιση με τη σύνταξη από το δασάρχη πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής …».

7. Επειδή, όπως έχει κριθεί, τόσο με την επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα 705/2016 απόφαση του Δικαστηρίου όσο και με την μεταγενέστερη 1167/2020 απόφαση αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 σε συνδυασμό προς τις λοιπές διατάξεις του άρθρου αυτού και εκείνες του άρθρου 71 του ν. 998/1979, η υποχρέωση καταβολής ειδικής αποζημίωσης για τη διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών εντός δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων συντρέχει εις ολόκληρον για καθέναν από τους υπόχρεους κύριο, νομέα ή κάτοχο των κατασκευών αυτών, ως κατόχου νοουμένου οποιουδήποτε προβαίνει σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει επίσης τον εργολάβο που ανήγειρε τις κατασκευές αυτές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι κατά το χρονικό διάστημα, στο οποίο ανάγεται η υποχρέωση καταβολής της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης, αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος, νομέας ή κάτοχος των ως άνω αυθαιρέτων κατασκευών. Ειδικότερα, δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση σε βάρος του εργολάβου πρωτοκόλλου ειδικής αποζημίωσης, η οποία ανάγεται σε χρόνο που ο εργολάβος έχει παραδώσει το έργο στον κύριο ή νομέα του και έχει, με τον τρόπο αυτό, αποξενωθεί από τη φυσική εξουσία επί των κατασκευών που το απαρτίζουν, αποβάλλοντας, έτσι, την ιδιότητα του κατόχου, η οποία θα τού επέτρεπε να παραδώσει οικειοθελώς προς κατεδάφιση τις κατασκευές ή να τις κατεδαφίσει ο ίδιος, οπότε και θα απαλλασσόταν, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 114 του ν. 1892/1990, από την υποχρέωση καταβολής της ειδικής αποζημίωσης (βλ. ΣτΕ 705/2016, 188/2012, 4668/2011, 4587/2009 7μ.). Όταν, συνεπώς, εκδίδεται πρωτόκολλο επιβολής της εν λόγω ειδικής αποζημίωσης σε βάρος εργολάβου, η μη συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής (δηλαδή να διατηρεί ο εργολάβος μία από τις ιδιότητες του κυρίου, νομέα ή κατόχου κατά το χρόνο στον οποίο ανάγεται η επιβαλλόμενη ειδική αποζημίωση), συνιστώσα αυτοτελή πλημμέλεια του εν λόγω πρωτοκόλλου, νομίμως ελέγχεται κατά την εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως κατά του πρωτοκόλλου αυτού, χωρίς το δικαστήριο να δεσμεύεται κατά τούτο από τα κριθέντα επί της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της προηγηθείσης πράξεως κατεδαφίσεως, διότι η κρίση αυτή αφορά χρονικό διάστημα διαφορετικό από εκείνο για το οποίο εκδόθηκε το επίμαχο πρωτόκολλο.

8. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με το δικόγραφο της προσφυγής της η ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία προέβαλε ότι το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης μη νομίμως εκδόθηκε σε βάρος της, καθόσον αυτή δεν συνδέεται με οποιαδήποτε έννομη σχέση με την επίδικη έκταση και τις εν λόγω κατασκευές, επί των οποίων, ως μη νομέας, κυρία ή κάτοχος, δεν έχει εξουσία διαθέσεως, όπως άλλωστε κρίθηκε, για μεταγενέστερο του κρινόμενου χρονικού διαστήματος, με την 1465/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ενώ, κύριος του επίμαχου ακινήτου είναι ο Δήμος Λαυρίου, στον οποίο έπρεπε να επιβληθεί η ειδική αποζημίωση. Κατά την κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης “..ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον το ένδικο πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης, ως πράξη πραγματοπαγής, αφορά όχι μόνο τον ιδιοκτήτη, νομέα ή κάτοχο αυθαίρετου κτίσματος ή εγκαταστάσεως σε δασική έκταση αλλά και τον κατασκευαστή αυτών κατ’ εφαρμογή των συνδυαζόμενων διατάξεων των άρθρων 71 του ν. 998/1979 και 114 παρ. 5 και 6 του ν. 1892/1990 και, επομένως, ο τελευταίος υπέχει αφενός μεν υποχρέωση για την κατεδάφιση του κτίσματος αφετέρου δε, σε περίπτωση που δεν προβεί στην κατεδάφιση αυτή, ευθύνη για την καταβολή της προβλεπόμενης στο ανωτέρω άρθρο 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 ειδικής αποζημίωσης (πρβλ. ΣτΕ 271/2014, σκ.5). Εξάλλου, η 1465/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που έκρινε επί αιτήσεως ακυρώσεως της προσφεύγουσας κατά του μεταγενεστέρως εκδοθέντος σε βάρος της 3947/27.8.2008 πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης χρονικού διαστήματος 27.8.2007 - 26.8.2008, δεν αποτελεί δεδικασμένο κατ’ άρθρο 197 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και δεν δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο, προεχόντως, διότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η συγκεκριμένη απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη”.

9. Επειδή, ωστόσο, εν όψει των αναφερομένων στη σκέψη 7, η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν εξετάσθηκε εάν, κατά το κρίσιμο, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, χρονικό διάστημα, στο οποίο αφορά το επιβληθέν πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου, η εταιρεία εξακολουθούσε να είναι κυρία ή νομέας ή κάτοχος των εν λόγω κατασκευών. Συνεπώς, για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

10. Επειδή, βάσει των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), με την οποίαν αντικαταστάθηκε η περίπτωση η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), οι διαφορές οι οποίες γεννώνται από την προσβολή των εκδιδομένων δυνάμει του άρθρου 114 παρ. 5 του ν. 1892/1990 πρωτοκόλλων επιβολής ειδικής αποζημιώσεως για την διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών εντός εκτάσεων με δασικό χαρακτήρα, υπάγονται ήδη στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 57 του π.δ. 18/1989, η αναίρεση αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου επαναφέρει τους διαδίκους στην θέση στην οποίαν ευρίσκοντο προ της εκδόσεως της αναιρεθείσης αποφάσεως, η δε ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής συζήτηση της υποθέσεως δεν είναι νέα, η παρούσα υπόθεση, θα έπρεπε, καταρχήν, ήτοι εφόσον έχρηζε διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί προς νέα νόμιμη κρίση στο δικαστήριο το οποίο είχε αρμοδίως εκδικάσει την προσφυγή, κατ’ εφαρμογή του τότε ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (βλ. ΣτΕ 705/2016 σκ. 12 και 4804/2013 σκ. 9).

11. Επειδή, ωστόσο, εν προκειμένω, μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως ΣτΕ 1167/2020, αποτελεί γεγονός γνωστό στο Δικαστήριο ότι έχει πλέον καταστεί αμετάκλητη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (απόφαση 2738/2013), σύμφωνα με την οποία η ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία είχε παραδώσει το έργο κατασκευασμένο στον κύριό του Δήμο Λαυρεωτικής ήδη από το έτος 1997 (βλ. σκέψη 6 στην ΣτΕ 1167/2020), με αποτέλεσμα να μην συντρέχει στο πρόσωπό της καμία από τις ιδιότητες του κυρίου, νομέα ή κατόχου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (27.8.2006 έως 26.8.2007). Συνεπώς, εφόσον η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη ως προς το πραγματικό, το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, κρατεί την υπόθεση, δικάζει την προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκαν τα υπ’ αριθμ. ..., .../2007, ..., ..., ... και .../2014 ειδικά έντυπα παραβόλου (σειρά Α), την κάνει δεκτή για τον εκτεθέντα στη σκέψη 9 λόγο και ακυρώνει το .../13.9.2007 πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης του Δασάρχη Λαυρίου (βλ. ΣτΕ 1692/2017, 593/2016, 652, 3379/2015).

12. Επειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει να αποδοθεί στην αναιρεσείουσα το καταβληθέν τόσο για την αίτηση αναιρέσεως όσο και για την προσφυγή παράβολο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, και του άρθρου 277 παρ. 9 και 10 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) [ν. 2717/1999 (Α΄ 97)], αντιστοίχως, και να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη τόσο για την κατ’ αναίρεση δίκη (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989) όσο και για την επί της προσφυγής δίκη (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση αναιρέσεως.

Εξαφανίζει, κατά το σκεπτικό, την 18136/2015 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου για την επί της αιτήσεως αναιρέσεως δίκη.

Δικάζει την προσφυγή και την κάνει δεκτή.

Ακυρώνει, κατά το σκεπτικό, το .../13.9.2007 πρωτόκολλο επιβολής ειδικής αποζημίωσης του Δασάρχη Λαυρίου.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου για την επί της προσφυγής δίκη.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη τόσο για την κατ’ αναίρεση όσο και για την επί της προσφυγής δίκη.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 Ιουλίου 2020

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος

Π. Καρλή

Η Γραμματέας

Γ. Σιμάτη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 2022.

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος

Π. Καρλή

Η Γραμματέας

Μ. Μάσσια