Top

Αναζήτηση


Αρμενόπουλος
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
2
Έτος
2023
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Αρμενόπουλος, 2 (2023)


ΜΠρΧαν 295/2022 - σχόλιο: Χ. Σκαλίδη

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΧαν 295/2022

Προέδρος: Α. Πετροπούλου
Δικηγόροι: Ε. Αρετάκης – Α. Κατσανεβάκη

(298 ΑΚ)

Απώλεια κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα. Διαφυγόντα κέρδη ατομικής επιχείρησης λόγω τραυματισμού του εμπόρου.
Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αναγκαστικής απουσίας του εμπόρου ενόψει του τραυματισμού του και της φθίνουσας πορείας της επιχείρησης: η επιχειρηματική δραστηριότητα στηριζόταν στην προσωπική εργασία του εμπόρου, η οποία δεν μπορούσε να υποκατασταθεί από τρίτο πρόσωπο ούτε να εκτελεστεί εξ αποστάσεως.
Ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής: η απώλεια των κερδών αποδεικνύεται από συγκριτικά στοιχεία ύψους πωλήσεων, αγορών και καθαρών κερδών προηγούμενων ετών σύμφωνα με την προσκομιζόμενη οικονομική έκθεση που συντάχθηκε βάσει των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης. Λήψη υπόψη του περιορισμού του κύκλου εργασιών από την επίπτωση των μέτρων πρόληψης για την αντιμετώπιση της διάδοσης του covid 19, όπως αυτός προκύπτει από τα δελτία της ΕΛΣΤΑΤ για τον συγκεκριμένο κλάδο του εμπορίου.

[…] Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 297 εδ. α ΑΚ“Ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα”, κατά δε το άρθρο 298 του ίδιου κώδικα “Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. […] Ως διαφυγόντα κέρδη, άλλωστε, θεωρούνται και τα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή κατά τις (συντρέχουσες) ειδικές περιστάσεις μετά πιθανότητας προσδοκώμενα έσοδα, τα οποία ο δικαιούχος (ζημιωθείς), αν δεν μεσολαβούσε το αδικοπρακτικό γεγονός, θα προσποριζόταν (ΕφΠειρ 183/2016, Νόμος, ΕφΔωδ 114/2012, Νόμος) και τα οποία συνήθως προέρχονται από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας ή την παροχή μισθωτής εργασίας. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 929 ΑΚ επελθούσα ζημία αποτελεί δηλαδή και η αναφερόμενη στο χρονικό διάστημα μεταξύ της βλάβης του σώματος ή της υγείας και της άσκησης της αγωγής (Βλ. Κρητικό, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, 2008, παρ. 17/34, σ. 256) μη είσπραξη των εισοδημάτων του παθόντος, τα οποία άλλως θα αποκόμιζε. Επομένως, η επελθούσα ζημία του στην περίπτωση αυτή συνίσταται επί μεν μισθωτού στην διακοπή του μισθού από τον εργοδότη λόγω ανικανότητας προσφοράς εργασίας (ΕφΠειρ 183/2016, Νόμος, ΕφΔωδ 166/2012, Νόμος), όπως και στην απώλεια διαφόρων επιδομάτων άδειας, δώρων κλπ (ΕφΠειρ 183/2016, Νόμος, ΕφΠατρ 319/2009, ΑχΝομ. 2010, σ. 591, ΕφΠατρ 707/2007, ΑχΝομ 2008, σ. 100, ΕφΠατρ 28/2005, ΑχΝομ. 2906, σ. 53, ΕφΑθ 4607/2003, ΕλλΔνη 2006, σ. 1449), επί δε ελεύθερου επαγγελματία στη ματαίωση του καθαρού κέρδους που θα αποκόμιζε αφαιρουμένων των εξόδων από τη λειτουργία της επιχείρησής του (ΑΠ 1305/2014, ΧρΙΔ 2015, σ. 107). Για να δικαιούται αποζημίωσης ο τελευταίος πρέπει να αποδείξει αφενός ότι δεν μπόρεσε στο κρίσιμο χρονικό διάστημα να ασκήσει την επαγγελματική δραστηριότητα που προηγουμένως ασκούσε και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εξακολουθούσε να ασκεί, αν δεν μεσολαβούσε η βλάβη του σώματος ή της υγείας του και αφετέρου ότι με τον τρόπο αυτά ζημιώθηκε τουλάχιστον τα ποσά που κέρδιζε προηγουμένως από την ίδια απασχόληση. Ο υπολογισμός των διαφυγόντων κερδών του γίνεται στην περίπτωση αυτή με βάση τα δεδομένα του αμέσως προγενέστερου του τραυματισμού χρόνου, δεδομένου ότι η ζημία από την πιο πάνω αιτία υπολογίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο και όχι αφηρημένο. Πάντως, το χρονικό διάστημα, στο οποίο θα αναφέρεται η αποζημίωση, θα πρέπει να ταυτίζεται με τον χρόνο διάρκειας της ανικανότητας προς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας (ΑΠ 1305/2014, ΧρΙΔ 2015, σ. 107). Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 298 εδ. β’ και 929 του ΑΚ προκύπτει ότι το διαφυγόν κέρδος, όπως είναι και η αποζημίωση για τη στέρηση στο μέλλον των προσδοκώμενων εισοδημάτων, αποτελεί ζημία, η οποία θα επέλθει στο μέλλον και κατ’ ανάγκη συνδέεται με την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν εμφανίζει τη βεβαιότητα της θετικής ζημίας. Για την απόδειξή της, που είναι δύσκολη για τον ζημιωθέντα συγκριτικά με τη θετική ζημία, ο νόμος αρκείται σε απλή πιθανολόγηση. Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ ΑΚ έχει ουσιαστικό μεν χαρακτήρα, εφόσον καθορίζει τα στοιχεία της αξίωσης αποζημίωσης, έχει όμως και δικονομικό χαρακτήρα εφόσον επιτρέπει στον Δικαστή να αρκεσθεί σε απλή πιθανολόγηση (Βλ. ΑΠ 325/2015, Νόμος, ΑΠ 1105/2015, Νόμος). […]

Περαιτέρω, αποδείχθηκε όχι ο ενάγων διατηρεί από το έτος 1998 ατομική επιχείρηση με τον διακριτικό τίτλο “C.C.”, με αντικείμενο την εμπορία καινούριων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, με έμφαση στην πώληση των μεταχειρισμένων. Η επιχείρηση απασχολεί δύο (2) εργαζόμενους, ήτοι μία γραμματέα και έναν πλύστη αυτοκινήτων. Στηρίζεται, συνεπώς, κυρίως στην προσωπική εργασία του ενάγοντος, ο οποίος, έμπειρος ων στο αντικείμενό του, επιλέγει τα προς πώληση μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, μεταβαίνοντας κυρίως στην Αθήνα, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, για να τα ελέγξει τεχνικά και να τα εγκρίνει, και ο οποίος, ακολούθως, τα προωθεί προς πώληση στο κατάστημά του στα Χανιά, στηριζόμενος επίσης στην πολύχρονη εμπειρία του, ως πωλητής πια, αλλά και στις προσωπικές σχέσεις που έχει αναπτύξει κατά την πολυετή δραστηριοποίησή του στο αντικείμενο. Εξαιτίας, ωστόσο, του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, αναγκάστηκε να παραμείνει εκτός εργασίας μέχρι και τον Ιανουάριο του έτους 2021, όπως, άλλωστε, είχε βεβαιωθεί ιατρικά ότι θα απαιτηθεί από τον ορθοπαιδικό ιατρό που τον χειρούργησε, I.Σ., ο οποίος στην προαναφερθείσα από 01.09.2020 ιατρική του βεβαίωση κρίνει τον ενάγοντα ανίκανο προς εργασία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών, όπως και πράγματι ήταν, σύμφωνο με τις ένορκες βεβαιώσεις και την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων απόδειξης, αλλά και σύμφωνα με την κοινή πείρα. […] Καθ’ όλο το παραπάνω χρονικό διάστημά ήταν αδύνατο να μεταβαίνει τόσο στο κατάστημα όπου στεγάζει την επιχείρησή του, στη … αριθμ. …, όσο και, πολύ περισσότερο, εκτός Χανίων, προς τεχνικό έλεγχο για αγορά προς μεταπώληση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Αντικατάστασή του, εξάλλου, από τρίτο πρόσωπο δεν ήταν εφικτή, καθόσον δεν διέθετε ήδη εκπαιδευμένο προσωπικό ή, έστω, εξωτερικό συνεργάτη, ο οποίος θα μπορούσε να αναλάβει εξ ολοκλήρου τη διεκπεραίωση των εργασιών που διευθετούσε ο ενάγων, ενώ και η εκπαίδευση τρίτου προσώπου προς τον σκοπό αυτόν ήταν ανέφικτη, δεδομένης της κατάστασης του ενάγοντος. Η κατ’ οίκον, δε, εργασία του τελευταίου, η οποία ήταν εφικτή, δεδομένης της μετεγχειρητικής του κατάστασης, από τον Οκτώβριο του έτους 2020 και έπειτα, δεν ήταν δυνατόν να αναπληρώσει παρά σε πολύ μικρό ποσοστό τη δια ζώσης παρουσία του ενάγοντος στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Ήτοι, ήταν σε θέση να ενημερώνεται ηλεκτρονικά για διαθέσιμα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και να αγοράζει κατ’ εξαίρεση κάποια, από πωλητές με τους οποίους είχε σταθερή συνεργασία και τους εμπιστευόταν, ή, ακόμα, να επικοινωνεί τηλεφωνικά ή ηλεκτρονικά με υποψήφιους αγοραστές αυτοκινήτων που ήδη διέθετε ως εμπόρευμα στην επιχείρησή του και οι οποίοι ήταν γνωστοί πελάτες του και θα μπορούσαν να αρκεστούν σε τηλεφωνική ή ηλεκτρονική μόνο επικοινωνία μαζί του. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η ανωτέρω δυνατότητα εξ αποστάσεως απασχόλησής του μόνο κατ’ εξαίρεση και μεμονωμένα θα μπορούσε να έχει αποτελέσματα. Έτσι, η συνθήκη αναγκαστικής απουσίας του ενάγοντος είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργία της επιχείρησής του, η οποία σημείωσε σημαντική πτώση στις πωλήσεις της κατά το διάστημα της εξάμηνης ανάρρωσής του. Ειδικότερα, από την οικονομική έκθεση που επιμελήθηκε ο οικονομολόγος Σ.Π., που παρακολουθεί λογιστικά την επιχείρηση του ενάγοντος και βεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενό της στην προαναφερθείσα από 23.03.2022 ένορκη βεβαίωσή του, βάσει των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης, ο αριθμός των πωληθέντων αυτοκινήτων αυτής ανήλθε το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2019 σε 64, ενώ το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2020 (οπότε, εξαιρουμένου του διαστήματος από 1ης έως 8ης Ιουλίου, απουσίαζε ο ενάγων), ανήλθε σε 42, παρουσιάζοντας πτώση πωλήσεων κατά 34,4%. Η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζεται και στον συνολικό κύκλο εργασιών της επιχείρησης, ο οποίος το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2019 ανήλθε σε 612.232 ευρώ, ενώ το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2020 ανήλθε σε 388.323, παρουσιάζοντας πτώση 36,6%. Συνολικά, δε, ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης το έτος 2020 ανήλθε σε 583.991 ευρώ, ενώ το έτος 2019 σε 935.729 ευρώ και το έτος 2018 σε 614.338 ευρώ, με αποτέλεσμα, ενώ το έτος 2018 έκλεισε με καθαρά κέρδη ύφους 38.572 ευρώ και το έτος 2019 με καθαρά κέρδη ύψους 34.093 ευρώ, το έτος 2020 να κλείσει με ζημία ύψους (-) 1.650 ευρώ Οι αγορές δε αυτοκινήτων το έτος 2020 περιορίστηκαν σε 402.585 €, ενώ το έτος 2019 ανήλθαν σε 805.783 ευρώ. Ομοίως, τον Ιανουάριο του 2021, οπότε επίσης απουσίαζε ο ενάγων, ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης ανήλθε σε 46.858 ευρώ, ενώ τον Ιανουάριο του 2020 είχε ανέλθει σε 97.858 ευρώ. Η πτώση αυτή, ωστόσο, στα οικονομικά αποτελέσματα της επιχείρησης του ενάγοντος δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της απουσίας του τελευταίου. Παράμετρος αυτής είναι και οι επιπτώσεις των μέτρων πρόληψης για την αντιμετώπιση της διάδοσης του κορωνοϊού Covid-19, που ίσχυαν κατά διαστήματα της ένδικης περιόδου και τα οποία επηρέασαν δυσμενώς τους περισσότερους κλάδους του εμπορίου, περιορίζοντας τους κύκλους εργασιών τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οικεία δελτία της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης κύκλου εργασιών στον κλάδο 45 (χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών) το τρίτο τρίμηνο του έτους 2020, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του τρίτου τριμήνου του έτους 2019, παρουσίασε μείωση κατά 0,7% (αλλά σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του δεύτερου τριμήνου του έτους 2020, αύξηση κατά 33,3%) και ο δείκτης κύκλου εργασιών στην ομάδα 451 (πώληση μηχανοκίνητων οχημάτων) το τρίτο τρίμηνο του έτους 2020, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του τρίτου τριμήνου του έτους 2019, παρουσίασε μείωση κατά 0,5% (αλλά σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του δεύτερου τριμήνου του έτους 2020, αύξηση κατά 40,00%). Επίσης, ο δείκτης κύκλου εργασιών στον κλάδο 45 (χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών) το τέταρτο τρίμηνο του έτους 2020, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του τέταρτου τριμήνου του έτους 2019, παρουσίασε μείωση κατά 5,7% (και σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του τρίτου τριμήνου του έτους 2020, μείωση κατά 1,1%) και ο δείκτης κύκλου εργασιών στην ομάδα 451 (πώληση μηχανοκίνητων οχημάτων) το τέταρτο τρίμηνο του έτους 2020, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του τέταρτου τριμήνου του έτους 2019, παρουσίασε μείωση κατά 6,1% (και σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του τρίτου τριμήνου του έτους 2020, μείωση κατά 0,10%). Κατά μέσο, συνεπώς, όρο, το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2020 παρουσίασε μείωση κατά 3,4% σε σχέση με το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2019. Η πτώση των πωλήσεων της επιχείρησης του ενάγοντος, ωστόσο, ανήλθε το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2020 σε ποσοστό 34,4%, όπως προαναφέρθηκε. Τον δε Ιανουάριο του έτους 2021 ανήλθε σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο, φτάνοντας το 47,95%. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των ανωτέρω τιμών δεν μπορεί να αποδοθεί σε άλλη αιτία, πλην της απουσίας του ενάγοντος από την επιχείρησή του λόγω του ένδικου τροχαίου ατυχήματος κατά το εξεταζόμενο εξάμηνο διάστημα, δεδομένου ότι δεν υφίστανται στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πριν από αυτό η δραστηριοποίησή της έβαινε καθοδικά. Αντιθέτως, την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου του έτους 2020, πριν, δηλαδή, το ατύχημα, πωλήθηκαν από την επιχείρηση επτά (7) αυτοκίνητα. Σύμφωνα με τα ανώτερο) στοιχεία, τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης το έτος 2018 (38.572 ευρώ), ανήλθαν στο 6,27% του ακαθάριστου αποτελέσματος της για το έτος αυτό (614.338 ευρώ) και τα καθαρά κέρδη το έτος 2019 (34.093 ευρώ), ανήλθαν στο 3,64% του ακαθάριστου αποτελέσματος της για το έτος αυτό (935.729 ευρώ), ήτοι, κατά μέσο όρο τη διετία αυτή ανήλθαν στο 4,95% του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχείρησης. Το έτος 2020 το ακαθάριστο αποτέλεσμα ισούτο με 583.991 ευρώ, ενώ κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, μη μεσολαβήσαντος, δηλαδή, του ενδίκου ατυχήματος, θα ισούτο με 31% παραπάνω (34,40% η πτώση που κατέγραψε η επιχείρηση 3,40% της γενικής πτώσης που καταγράφηκε το ένδικο εξάμηνο διάστημα), και, ήτοι, με 765.028,21 ευρώ. Το ποσό αυτό θα αποτελούσε τον ετήσιο κύκλο εργασιών του ενάγοντος κατά το έτος 2020, σύμφωνα με την αναμενόμενη πορεία των πραγμάτων, λαμβάνοντας υπόψιν τα αντίστοιχα στοιχεία των δύο (2) προηγουμένων ετών. Από το ακαθάριστο αυτό αποτέλεσμα, ποσοστό 4,95%, σύμφωνα επίσης με τα προαναφερθέντα στοιχεία των δύο προηγουμένων ετών, και ήτοι 37.686,89 ευρώ, θα συνιστούσε τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το μεγαλύτερο μέρος της κερδοφορίας αυτής θα σημειωνόταν, κατά την αναμενόμενη πορεία των πραγμάτων, το δεύτερο εξάμηνο του έτους, το οποίο είχε αυξητικές τάσεις σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο αυτού, δεδομένου ότι στον κλάδο 45 (χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών) και στην ομάδα 451 (πώληση μηχανοκίνητων οχημάτων) ο εποχικά διορθωμένος δείκτης κύκλου εργασιών το τρίτο τρίμηνο του έτους 2020 παρουσίασε αύξηση κατά 44,8 % και κατά 55,5%, αντιστοίχως, σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο αυτού και κατόπιν, το τέταρτο τρίμηνο σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο μείωση κατά 1,9% και κατά 2,3%, αντιστοίχως, δηλαδή καθ’ όλο το εξάμηνο παρουσίασε αύξηση σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο κατά 96,1% συνολικά. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι η επιχείρηση του ενάγοντος κατέγραψε το έτος 2020 ζημία ίση με 1.650 ευρώ και ήτοι υπέστη ζημία ίση με (37.686,89 + 1.650) 39.518,89 ευρώ. Κατά συνέπεια, το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2020 ο ενάγων υπέστη ζημία ίση με (39.518,89/12) 3.293,24 ευρώ ανά μήνα, εξαιρουμένου του μηνός Ιουλίου, κατά τις πρώτες οκτώ (8) ημέρες του οποίου εργάστηκε, και υπέστη, συνεπώς, ζημία ίση με (3.293,24/30 × 22) 2.415,05 ευρώ. Δηλαδή συνολικά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2020 η ατομική επιχείρηση του ενάγοντος υπέστη, εξαιτίας της απουσίας του συνεπεία αποκλειστικά του ένδικου ατυχήματος, απώλεια εσόδων ίσων προς {(3.293,24 X 5 + 2.415,05)} 18.881,25 ευρώ. Όσον αφορά στον Ιανουάριο του έτους 2021, οπότε η πτώση των πωλήσεων της επιχείρησης ανήλθε στο 47,95% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του έτους 2020, λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν εισφέρονται περαιτέρω στοιχεία (καθαρά έσοδα Ιανουάριου ετών 2021, 2020, 2019, συγκριτικοί δείκτες τιμών με βάση επίσημα στοιχεία) αλλά και ότι οι συνθήκες σε σχέση με την προαναφερθείσα παράμετρο των μέτρων πρόληψης διασποράς του κορωνοϊού covid19 παρέμεναν, ήδη από τα μέσα Νοεμβρίου 2020, οι ίδιες, κρίνεται (αρκούσης και της πιθανολόγησης κατά τα στη μείζονα σκέψη της παρούσης αναφερόμενα) ότι η ζημία του ενάγοντος κυμαίνεται στο ίδιο με τους προηγούμενους μήνες επίπεδο και, ήτοι, στο ποσό των 3.293,24 ευρώ. Ως εκ των ανωτέρω, τα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα διαφυγόντα κέρδη του ενάγονται, εκείνα δηλαδή που προσδοκούσε με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ανέρχονται στο ποσό των (18.881,25 + 3.293,24) 22.174,49 ευρώ, μέχρι του οποίου κρίνεται ουσιαστικά βάσιμη η αξίωση του ενάγοντος έναντι της δεύτερης εναγομένης, απορριπτομένης αυτής ως αβάσιμης κατά το υπερβάλλον αυτού αιτούμενο ποσό.

[…]

[Η δημοσιευόμενη απόφαση ασχολήθηκε με αγωγή αποζημίωσης από αυτοκινητικό ατύχημα με την οποία ζητήθηκαν μεταξύ άλλων, διαφυγόντα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα λόγω αναγκαστικής απουσίας του εμπόρου-ενάγοντα από την ατομική του επιχείρηση. Σαφώς, η απόφαση κινείται στο δίκαιο της αδικοπραξίας. Ωστόσο, παρακάτω σημειώνονται δύο ζητήματα, κατά το μέρος που ανήκουν στην προβληματική του εμπορικού δίκαιου μέσα τα πλαίσια της δράσης του εμπόρου (βλ. τον όρο σε Περάκη Ε. Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, 2011, σελ. 15 επ.), δράση η οποία αναδεικνύεται στην ανωτέρω απόφαση του ΜονΠρΧαν:

1. Σύμφωνα με τις ΑΚ 297, 298, 914 και 929 για την επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η φθίνουσα πορεία της επιχείρησης του παθόντος οφείλεται στην βλάβη του σώματος ή της υγείας, η οποία είχε ως συνέπεια είτε την διακοπή λειτουργίας είτε την υπολειτουργία της επιχείρησης του, οπότε ο έμπορος – παθών ζημιώθηκε τουλάχιστον τα ποσά που κέρδιζε προηγουμένως από την ίδια δραστηριότητα.

Η δημοσιευόμενη απόφαση αποδέχθηκε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας υπό τον εξής βηματισμό: Κατ’ αρχήν, λήφθηκε υπόψη το αντικείμενο δραστηριότητας της επιχείρησης (πώληση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων) και το αντικείμενο εργασίας των δύο εργαζόμενων σε αυτήν (γραμματέας και πλύστης αυτοκινήτων). Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα στηρίζονταν στην προσωπική εργασία του εμπόρου-ενάγοντα και ειδικότερα, στην εμπειρία του, στην τεχνογνωσία του και στις προσωπικές σχέσεις που είχε αναπτύξει με τους προμηθευτές και πελάτες του (Πρβλ. για τραυματισμό μετόχου ανώνυμης εταιρίας, ο οποίος λόγω του κεφαλαιουχικού χαρακτήρα της εταιρίας, δεν έχει υποχρέωση σε παροχή προσωπικής εργασίας και ως εκ τούτου ο τραυματισμός του δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την μείωση των κερδών της ανώνυμης εταιρίας, ΕφΠειρ 874/2014 ΔΕΕ 2015 411. Επίσης, πρβλ. για εταίρο προσωπικής εταιρίας, ο τραυματισμός του οποίου έχει ως συνέπεια την μείωση των κερδών της εταιρίας, στο μέτρο που οφείλεται στην ανικανότητα παροχής της προσωπικής του εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, τα διαφυγόντα κέρδη θα μπορούσαν να αφορούν στη μείωση των (προσωπικών) κερδών του από τη συμμετοχή του στην εταιρία, Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, τόμ. 1, 5η έκδ., 2019, σελ. 398. Βλ. και ΜονΕφΚρητ 85/2019 ΤΝΠ QUALEX, η οποία απέρριψε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της απουσίας του εμπόρου από την επιχείρηση του και του τραυματισμού, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι για τη λειτουργία της επιχείρησης απαιτούνταν εξειδικευμένες γνώσεις).

Σε ένα δεύτερο βηματισμό, η δημοσιευόμενη απόφαση ήλεγξε κατά πόσο η επιχείρηση του ενάγοντα μπορούσε να λειτουργήσει με υποκατάστατη δύναμη, μέσα στα πλαίσια του καθήκοντος περιορισμού της ζημίας (βλ. ενδεικτικά για το καθήκον αυτό, ΜονΕφΑνατΚρητ 156/2020, ΤΝΠ QUALEX, ΜονΕφΑθ 228/2017 ΤΝΠ QUALEX ). Ωστόσο, κατά την δικαστική κρίση, ο ενάγων δεν διέθετε ήδη εκπαιδευμένο προσωπικό ούτε μπορούσε να προσλάβει υποκατάστατο υπάλληλο λόγω της αδυναμίας του (από τον τραυματισμό) να τον εκπαιδεύσει. Σε έναν τρίτο βηματισμό, ελέγχθηκε η δυνατότητα λειτουργίας της επιχείρησης κατά το κρίσιμο διάστημα με εξ αποστάσεως απασχόληση του εμπόρου. Κατά την δικαστική κρίση, τούτο ήταν δυνατό μόνο κατά το μέρος που αφορούσε το ενημερωτικό και επικοινωνιακό κομμάτι του αντικειμένου της επιχειρηματικής δραστηριότητας, το οποίο δεν αρκούσε για να έχει αποτελέσματα (Πρβλ. ΜονΕφΚρητ 85/2019 ΤΝΠ QUALEX, η οποία έκρινε δυνατότητα εργασίας από το σπίτι για το δημιουργικό σκέλος της δραστηριότητας διαφημιστικών υπηρεσιών μέσω εφαρμογών ηλεκτρονικού υπολογιστή και πρόσληψης υπαλλήλου για το υπόλοιπο σκέλος της δραστηριότητας, όπως το εκτυπωτικό).

Υπό τους τρεις παραπάνω βηματισμούς, η δημοσιευόμενη απόφαση ανίχνευσε την κατάφαση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αναγκαστικής απουσίας του ενάγοντος από την επιχείρησή του και της σημαντικής πτώσης των πωλήσεων κατά το διάστημα απουσίας. Γίνεται δεκτό ότι για την επίτευξη του διαφυγόντος κέρδους δεν πρέπει να υπάρχουν εμπόδια από άλλη αίτια (όπως για π.χ σε περίπτωση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας του εμπόρου, βλ. σχετικά Κρητικό, ο.π. σελ. 400 ή της οικονομικής κρίσης και ύφεσης που έπληξε τη χώρα και συνακόλουθα τις επιχειρήσεις, ΜονΕφΑνατΚρητ 156/2020, ΤΝΠ QUALEX). Στην επίδικη περίπτωση, εμπόδιο από άλλη αιτία ήταν η πανδημία covid, την οποία το δικαστήριο ήλεγξε μέσα στα πλαίσια της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής.

2. Ως προς το ζήτημα της ουσιαστικής βασιμότητας, η δημοσιευόμενη απόφαση στηρίχθηκε στην προσκομιζόμενη οικονομική έκθεση, η οποία συντάχθηκε βάσει των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης. Ειδικότερα, για την κατάφαση της ουσιαστικής βασιμότητας λήφθηκαν υπόψη τα εξής: πρώτον συγκριτικά στοιχεία δύο προηγούμενων ετών ως προς τον αριθμό των πωληθέντων αυτοκινήτων, το ύψος των αγορών και των καθαρών κερδών και την αντίστοιχη πτώση των πωλήσεων και των αγορών, καθώς και τη ζημία που εμφάνισε η επιχείρηση κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Δεύτερον, λήφθηκε υπόψη ο περιορισμός του κύκλου εργασιών από την επίπτωση των μέτρων πρόληψης για την αντιμετώπιση της διάδοσης του κορωνοϊού – covid 19, όπως αυτός προκύπτει από τα δελτία της ΕΛΣΤΑΤ για τον συγκεκριμένο κλάδο του εμπορίου.

Σε παρόμοια περίπτωση, η νομολογία μας για την κατάφαση της ουσιαστικής βασιμότητας του κονδυλίου των διαφυγόντων κερδών στηρίχθηκε στα ακαθάριστα έσοδα προηγούμενων ετών και στις ζημίες της κρίσιμης περιόδου, όπως αυτά προέκυψαν από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και των εκκαθαριστικών της εφορίας (ΜονΕφΑνατΚρητ 156/2020, ΤΝΠ QUALEX), ενώ σε άλλη περίπτωση αφαιρέθηκαν τα έξοδα-δαπάνες, που εξοικονόμησε ο έμπορος, όπως αμοιβές προσωπικού, δαπάνες αγοράς υλικών, δαπάνες παροχής κοινής ωφέλειας, φόρο εισοδήματος και ΦΠΑ, καθώς και ασφαλιστικές εισφορές (ΕφΚρητ 9/2016 ΤΝΠ QUALEX. Για το ζήτημα του ορισμένου του κονδυλίου των διαφυγόντων κερδών, βλ. ενδεικτικά, Λιόντα, σχολ. σε ΜΠρΘεσ 7415/2017 Αρμ 2017 1149, ΕφΑθ 2166/2021, ΤΝΠ QUALEX, ΜονΕφΑθ 2026/2021 ΤΝΠ QUALEX, ΜονΕφΘεσ 1740/2021 ΤΝΠ QUALEX).]

Χ.Σ.