Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
3
Έτος
2022
Περισσότερα

Παραπομπές


Lex&Forum, 3 (2022)


ΑΠ 1181/2022 Τμ.Α2 - σχόλιο: Π. Αρβανιτάκης

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΑΠ 1181/2022 Τμ.Α2

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος
Εισηγητής: Π. Βενιζελέας
Δικηγόροι: Γ. Μπαζίνας - Ι. Δεληκωστόπουλος, Γ. Κοπακάκης

Νομοθετικές διατάξεις: άρθρα 20 Συντ., 6 § 1 ΕΣΔΑ, 9 Καν. 1393/2007, 15 ΣυμΧαγ, 215 § 2, 237 § 1 ΚΠολΔ

Διασυνοριακή επίδοση· στην τακτική διαδικασία, η αγωγή θεωρείται «ασκηθείσα» από τον χρόνο επίδοσής της στον αρμόδιο Εισαγγελέα· αυτό ισχύει όχι μόνον στο πλαίσιο του Καν. 1393/2007, αλλά και υπό την ισχύ της Σύμβασης της Χάγης για τις επιδόσεις στην αλλοδαπή· ανάγκη προστασίας του εναγομένου όταν η αγωγή του επιδίδεται μετά την έναρξη της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεών του, με επιστράτευση του άρθ. 241 ΚΠολΔ.

[…]

Σύμφωνα με το άρθρο 134 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ «αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση…», ενώ κατά το άρθρο 136 § 1 εδ. α΄ του ιδίου κώδικα «η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε για τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 131 έως 134, μόλις παραδοθεί το έγγραφο στις αρχές ή τα πρόσωπα που αναφέρονται εκεί, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και παραλαβής του…». Οι ανωτέρω διατάξεις, περί πλασματικής επίδοσης δικογράφων σε πρόσωπα διαμένοντα στην αλλοδαπή, συνεχίζουν να εφαρμόζονται, στο βαθμό που δεν ορίζεται διαφορετικά, στην κρινόμενη κάθε φορά περίπτωση, από διεθνείς συμβάσεις, που έχει συνάψει και επικυρώσει με νόμο η Ελλάδα (ΑΠ 153/2019), οι οποίες έχουν την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος και υπερισχύουν έτσι των κοινών νόμων. Με το ν. 1354/1983 κυρώθηκε η από 15.11.1965 Σύμβαση της Χάγης «για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις». Η διεθνής αυτή σύμβαση, που αποτελεί συγκερασμό των αντιλήψεων για την προτίμηση της πραγματικής ή της πλασματικής επίδοσης, δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε το δικόγραφο από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή τρόπο, ώστε να θεμελιώνεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως (ΑΠ 922/2020, ΑΠ 105/2014). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18.9.1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 5 και 6 της εν λόγω Συμβάσεως, την οποία έχει κυρώσει και το Πριγκιπάτο του Μονακό, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος, η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται, είτε σύμφωνα με τους οριζόμενους από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση τύπους, είτε σύμφωνα με τον ειδικό τύπο που ζητεί ο αιτών, υπό την προϋπόθεση να μην είναι ασυμβίβαστος με τη νομοθεσία του κράτους τούτου και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτελέσεως της επιδό­σεως και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως, κατά τις διατάξεις της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν (ΑΠ 501/2014). Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα και εμπρόθεσμα, γεγονός το οποίο, προκειμένου επί επιδόσεως σύμφωνα με την ανωτέρω σύμβαση, προκύπτει από την προσκομιδή της ως είρηται βεβαιώσεως της αρμόδιας αρχής, το αρμόδιο κάθε φορά δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, ενώ για τον υπολογισμό της ισχύουσας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση προπαρασκευαστικής προθεσμίας για τους διαμένοντες στο εξωτερικό λαμβάνεται υπ’ όψιν ο χρόνος της πραγματικής περιελεύσεως του δικογράφου σε εκείνον που αφορά η επίδοση και δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο κατά το οποίο επιδίδεται το έγγραφο αυτό στον αρμόδιο Εισαγγελέα (ΟλΑΠ 22-26/2009, ΑΠ 922/2020). Εξάλλου, ως προς τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, στα οποία περιλαμβάνεται και η Κύπρος, σχετικά με τις επιδόσεις δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εφαρμόζεται από 13.11.2008 ο Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου Υπουργών, με τον οποίο καταργήθηκε ο αντιστοίχου περιεχομένου Κανονισμός (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου Υπουργών. Κατά τις σχετικές διατάξεις του νέου ως άνω 1393/2007 Κανονισμού, τα προς επίδοση έγγραφα σε γνωστής διαμονής σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραλήπτες διαβιβάζονται απευθείας μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών των ενδιαφερόμενων κρατών και επιδίδονται προς αυτόν προς τον οποίον απευθύνονται, κατά κανόνα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, το οποίο αποστέλλει στο κράτος αποστολής σχετική βεβαίωση περί τούτου. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 10, αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις επιδόσεως ή κοινοποιήσεως εκδίδεται σχετική βεβαίωση, βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα I, η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης. Κατά το άρθρο 15 του ίδιου Κανονισμού, αν το κράτος μέλος δεν έχει δηλώσει το αντίθετο, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ενεργήσουν τις επιδόσεις μέσω δικαστικών επιμελητών, υπαλλήλων ή άλλων αρμόδιων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 20 του Κανονισμού αυτού, οι διατάξεις του υπερισχύουν των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς Συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάπτονται από τα κράτη μέλη και κυρίως του άρθρου IV του Πρωτοκόλλου της Σύμβασης των Βρυξελλών του έτους 1968 και της Σύμβασης της Χάγης της 5ης.11.1965. Κατά τη διάταξη του άρθρου 19, όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση, βάσει του παρόντος Κανονισμού, και ο εναγόμενος ερημοδικεί, ο δικαστής οφείλει να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως μέχρις ότου διαπιστωθεί: α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους παραλαβής..., ή β) ότι η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλον τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα Κανονισμό, καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί. Κατά δε το άρθρο 23 § 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του παρά την § 1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάστηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον παρόντα Κανονισμό, β) από τη διαβίβαση της πράξεως έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι μήνες και γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμοδίων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους παραλαβής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 9 §§ 1 και 2 του ίδιου ως άνω Κανονισμού, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 8, η ημερομηνία της επίδοσης ή της κοινοποίησης μιας πράξης, βάσει του άρθρου 7, είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής (§ 1). Όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον αιτούντα η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού (§ 2). Σκοπός των άνω διατάξεων (§§ 1 και 2) του άρθρου 9, είναι να καθορισθούν κριτήρια ως προς την ημερομηνία που λαμβάνεται υπ’ όψιν σχετικά με την επίδοση ή κοινοποίηση μιας πράξης, η οποία έχει νομικές συνέπειες (εκκρεμοδικία, έναρξη ή διακοπή παραγραφής), γι’ αυτό είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται σε ποια στιγμή παρήχθησαν. Έτσι, η παράγραφος 1 θεσπίζει την αρχή ότι η ημερομηνία της επίδοσης ή της κοινοποίησης είναι εκείνη κατά την οποία πράγματι αυτή έγινε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους παραλαβής και σκοπός της είναι να προστατευθούν τα δικαιώματα του παραλήπτη. Η παράγραφος 2 αντίθετα επιδιώκει την προστασία των δικαιωμάτων του αιτούντος (ενάγοντος), ο οποίος μπορεί να έχει συμφέρον να ενεργήσει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας ή σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Γι’ αυτό κρίθηκε σκόπιμο, στην περίπτωση αυτή, να του επιτραπεί να υποστηρίζει τα δικαιώματά του στηριζόμενος σε μια ημερομηνία που ο ίδιος μπορεί να προσδιορίσει, αντί να εξαρτάται από ένα γεγονός (όπως είναι η επίδοση ή κοινοποίηση μιας πράξης σε άλλο κράτος μέλος), για το οποίο δεν έχει άμεση επιρροή, αφού αυτό μπορεί να λάβει χώρα μετά την καθορισμένη ημερομηνία λήξης. Έτσι, για τη συντέλεση της επιχειρούμενης επίδοσης, επί προπαρασκευαστικής προθεσμίας απαιτείται πραγματική περιέλευση του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη, ενώ, αντίθετα, επί προθεσμίας ενέργειας αρκεί η πλασματική επίδοσή του στον Εισαγγελέα. Άλλωστε, και η διατύπωση «επίδοση ή κοινοποίηση εντός τακτής προθεσμίας» παραπέμπει ευθέως στην έννοια των προθεσμιών ενέργειας (ΑΠ 1405/2019). Εξάλλου, με το ν. 4335/2015 τροποποιήθηκαν (μεταξύ άλλων) και διατάξεις του ΚΠολΔ που αναφέρονται στην τακτική διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη με σκοπό, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, να επιταχυνθεί η διαδικασία έκδοσης της πρωτοβάθμιας απόφασης με αντικατάσταση της μέχρι την εισαγωγή του νόμου αυτού εν μέρει προφορικής τακτικής διαδικασίας με μια κατ’ αρχήν έγγραφη διαδικασία, η οποία εξελίσσεται με βάση τις έγγραφες προτάσεις και τους περιεχομένους σ’ αυτές ισχυρισμούς των διαδίκων και τυπική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου, ενώ μόνο αν το δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση δεν έχει διασαφηνιστεί αρκετά, ώστε να εκδοθεί επί της ουσίας απόφαση και υφίσταται λόγος εξέτασης μαρτύρων, τότε με απλή πράξη του προέδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσης επί μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδικείου διατάσσεται επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο για την εξέταση μαρτύρων. Έτσι, κατά τις τροποποιηθείσες με τον ανωτέρω νόμο διατάξεις των άρθρων 237, 238 ΚΠολΔ που ορίζουν το πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, συνδυαζόμενες με τις διατάξεις των άρθρων 215, 254, 260, 271 επ. ΚΠολΔ, που τροποποιήθηκαν ώστε να εναρμονιστούν με τη νέα διαδικασία, όλες δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου § 1 του ν. 4335/2015, εφαρμόζονται για τις κατατιθέμενες μετά την 1η.1.2016 αγωγές, διαμορφώνεται η εξέλιξη της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης στη βάση συγκεκριμένων κάθε φορά προθεσμιών, που δημιουργούν επί μέρους στάδια προόδου της δίκης, ενώ εισάγεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και η ανάκληση της αγωγής, εάν αυτή δεν προωθείται. Ειδικότερα στο άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι στην περίπτωση του άρθρου 237 η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομόδικους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία 60 ημερών, αν δε η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα, στο άρθρο 237 ΚΠολΔ ορίζεται ότι μέσα σε προθεσμία 100 ημερών ή 130 ημερών αν κάποιος από τους διαδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία αρχίζει από την επίδοση της αγωγής, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα, που επικαλούνται σ’ αυτές (§ 1), ότι οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, που κατατίθεται μέσα στις επόμενες 15 ημέρες από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας της § 1, οπότε κλείνει και ο φάκελος της δικογραφίας (§ 2), ότι μέσα σε 15 ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου ορίζεται ο δικαστής, και για τις υποθέσεις του πολυμελούς πρωτοδικείου η σύνθεση του δικαστηρίου και ο εισηγητής, καθώς και η ημέρα και ώρα συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου, σε δικάσιμο που ορίζεται σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από 30 ημέρες από την παρέλευση της ανωτέρω δεκαπενθήμερης προθεσμίας, κατά την οποία δικάσιμο η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (§ 3), ενώ τέλος στο άρθρο 238 ΚΠολΔ ορίζεται ότι οι παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις, ανακοινώσεις δίκης και ανταγωγές στην περίπτωση του άρθρου 237 κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε 60 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, η δε προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά 30 ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομόδικούς του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζονται σύντομες σχετικά προθεσμίες ενέργειας τόσο των διαδίκων όσο και του δικαστηρίου, ειδικά δε για την παράλειψη του ενάγοντος να επιδώσει την αγωγή στον εναγόμενο εντός των προθεσμιών του άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ επιβάλλεται ως κύρωση να θεωρηθεί η αγωγή ως μη ασκηθείσα. Η σοβαρή αυτή κύρωση, η οποία επιβλήθηκε για την επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, όταν εφαρμόζεται η τακτική διαδικασία δημιουργεί ερμηνευτικό πρόβλημα για το ποίος είναι ο κρίσιμος χρόνος της επίδοσης της αγωγής για την εμπρόθεσμη ολοκλήρωση της άσκησής της, ιδίως όταν ο προς ον η επίδοση είναι κάτοικος χώρας είτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε εφαρμόζεται ο ανωτέρω 1393/2007 Κανονισμός, είτε άλλης χώρας που έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Χάγης, οπότε εφαρμόζεται η σύμβαση αυτή και ειδικότερα εάν κρίσιμος είναι ο χρόνος της πλασματικής επίδοσης της αγωγής στον Εισαγγελέα κατά το άρθρο 134 § 1 ΚΠολΔ ή ο χρόνος της πραγματικής επίδοσης στον παραλήπτη εναγόμενο, αφού το άρθρο 215 § 2 δεν αναφέρει αν η επίδοση σε χώρα της αλλοδαπής πρέπει να είναι πραγματική ή αρκεί η πλασματική επίδοση των άρθρων 134 και 136 ΚΠολΔ. Ο νομοθέτης με το άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ θέλησε να υποχρεώσει τον ενάγοντα να ενεργήσει την επίδοση της αγωγής σε πολύ σύντομη προθεσμία μετά την κατάθεσή της, προκειμένου, αφ’ ενός μεν να τηρηθούν οι ανωτέρω προθεσμίες που θεσπίζει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, αφ’ ετέρου δε να δοθεί επαρκής χρόνος στον εναγόμενο να απαντήσει. Ο ενάγων τηρεί την οριζόμενη στο άρθρο 215 § 2 προθεσμία ενέργειας για εναγόμενο κάτοικο αλλοδαπής με την επίδοση της αγωγής στον αρμόδιο Εισαγγελέα και εκπληρώνει τη σχετική υποχρέωσή του, αφού ο χρόνος της πραγματικής επίδοσης στον εναγόμενο εκφεύγει απολύτως από τη σφαίρα επιρροής του, γιατί εξαρτάται από σειρά ενεργειών άλλων αρμοδίων προσώπων για την έγκυρη διαβίβαση της αγωγής στη χώρα κατοικίας του εναγομένου και την έγκαιρη επίδοση σ’ αυτόν εντός της σύντομης προθεσμίας του άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ, ενέργειες τις οποίες δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να επηρεάσει. Με την επίδοση της αγωγής στον αρμόδιο Εισαγγελέα ολοκληρώνεται η σύνθετη διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής, με την ενέργεια και των δύο επιμέρους διαδικαστικών πράξεων της καταθέσεως και της επιδόσεως αυτής και οριοθετείται κατά τρόπο οριστικό και επίσημο το αντικείμενο της δίκης. Η αντίθετη εκδοχή ότι εντός της προθεσμίας των 60 ημερών πρέπει να γίνει και η πραγματική επίδοση της αγωγής στον κάτοικο αλλοδαπής εναγόμενο, ως προς μεν τον κάτοικο χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίκειται στο προαναφερθέν αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρο 9 § 2 του Κανονισμού, το οποίο δεν μπορεί να καταργηθεί με κοινό νόμο και επιβάλλει να ληφθεί υπ’ όψιν η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο της Ελλάδας όπου πρέπει να διενεργηθεί η επίδοση εντός της τακτής προθεσμίας των 60 ημερών του άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ, ως προς δε τον κάτοικο χώρας που έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Χάγης, στην οποία δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 9 § 2 του Κανονισμού, έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα του επίσης αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρου 15 της Σύμβασης, που επιβάλλει, κατά κανόνα, ως κύρωση την αναβολή της υπόθεσης σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, όταν δεν προκύπτει η εμπρόθεσμη πραγματική επίδοση της αγωγής σ’ αυτόν. Σε κάθε δε περίπτωση, η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή αντίκειται στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος και στο δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης του άρθρου 6 § 1 της έχουσας επίσης την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αφού κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων του ενάγοντος και του εναγομένου επιβάλλει στον ενάγοντα, ο οποίος δεν έχει απολύτως κανέναν έλεγχο της διαδικασίας ολοκλήρωσης της επίδοσης μετά την επίδοση της αγωγής στον Εισαγγελέα, την υπέρμετρα επαχθή και συνεπώς δυσανάλογη κύρωση για σφάλματα ή ολιγωρίες της αλλοδαπής αρχής, να θεωρηθεί η αγωγή του ως μη ασκηθείσα εάν δεν γίνει και η πραγματική επίδοση στην αλλοδαπή χώρα εντός της συντομότατης και συνήθως μη επαρκούς προθεσμίας των 60 ημερών από την κατάθεση της αγωγής, εμποδίζοντας έτσι την πρόσβασή του στο δικαστήριο, ενώ η προστασία του εναγομένου από την καθυστερημένη πραγματική επίδοση της αγωγής και την αδυναμία να καταθέσει εμπρόθεσμα προτάσεις μπορεί να επιτευχθεί με την αναβολή της υπόθεσης για σπουδαίο λόγο κατά το άρθρο 241 ΚΠολΔ. Επομένως, αφού η διάταξη του άρθρου 134 § 1 ΚΠολΔ δεν έχει καταργηθεί και το άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ, όπως και το συναφές άρθρο 238 § 1 ΚΠολΔ που αφορά στην προθεσμία επίδοσης των εκεί αναφερομένων εισαγωγικών δίκης δικογράφων (χωρίς όμως εκεί να προβλέπεται ως κύρωση της εμπρόθεσμης επίδοσης αυτών ότι θεωρούνται ως μη ασκηθέντα), δεν προσδιορίζουν ρητά το απαιτούμενο είδος επίδοσης αυτών στον γνωστής διαμονής κάτοικο αλλοδαπής εναγόμενο κατά τελολογική ερμηνεία των διατάξεων αυτών που αποβλέπουν στην άμεση επίδοση των εισαγωγικών δίκης δικογράφων, ώστε να επιτευχθεί η έναρξη των προθεσμιών συζήτησης της νέας τακτικής διαδικασίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ και η αποφυγή καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων και προκειμένου να αποφευχθεί η πρόσκρουση των διατάξεων αυτών στα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος, 9 § 2 του 1393/2007 Κανονισμού, 15 της Σύμβασης της Χάγης και 6 § 1 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ως επίδοση της αγωγής στο άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ και ως επίδοση των εκεί αναφερομένων εισαγωγικών της δίκης δικογράφων στο άρθρο 238 § 1 ΚΠολΔ στον γνωστής διαμονής κάτοικο χώρας του εξωτερικού εναγόμενο, για την εφαρμογή των προθεσμιών ενέργειας του ενάγοντος των 60 και 90 ημερών αντιστοίχως, νοείται η πλασματική επίδοση στον αρμόδιο Εισαγγελέα κατά το άρθρο 134 § 1 ΚΠολΔ και όχι η πραγματική επίδοση στην κατοικία του εναγομένου στη χώρα διαμονής του. Τέλος, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λπ.) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (ΟλΑΠ 1/2019, ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1383/2021). Με την ως άνω διάταξη εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσης (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 933/2019). Ειδικότερα, με τον όρο «απαράδεκτο» νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση-παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 480/2020, ΑΠ 175/2019, ΑΠ 1496/2017). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το απαράδεκτο αφορά μόνο στις «επιτευκτικές» διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ’ αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής (ΑΠ 927/2019, ΑΠ 357/2018). Έτσι, με τον ανωτέρω από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της ασκήσεως της αγωγής, των ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων εφέσεως, της αντεφέσεως, των ανακοπών (άρθρα 583 επ., 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών, καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (ΑΠ 1206/2019, ΑΠ 2081/2018). Αντιθέτως, το απαράδεκτο της ως άνω διάταξης δεν αφορά αρνητικούς της αγωγής ή της ένστασης ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: «…». Ακολούθως με τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε, αφού τις θεώρησε ως μη ασκηθείσες, την πρώτη αγωγή ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη και τη δεύτερη (παρεμπίπτουσα) αγωγή ως προς την πρώτη και τον τρίτο των αναιρεσιβλήτων.

Έτσι που έκρινε το Πρωτοδικείο, δεχόμενο ότι ως επίδοση της αγωγής κατά το άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ στην πρώτη αναιρεσίβλητη και ως επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής κατά το άρθρο 238 § 1 στην πρώτη και τον τρίτο των αναιρεσιβλήτων νοείται όχι η πλασματική επίδοση της αγωγής στον αρμόδιο Εισαγγελέα κατά το άρθρο 134 § 1 ΚΠολΔ, αλλά η πραγματική επίδοση στον τόπο κατοικίας τους στο Πριγκιπάτο του Μονακό για την πρώτη αναιρεσίβλητη και στην Κύπρο για τον τρίτο αναιρεσίβλητο, εσφαλμένα ερμήνευσε και ακολούθως εφάρμοσε τις δικονομικές αυτές διατάξεις και έτσι απέρριψε τόσο την αγωγή ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, όσο και την παρεμπίπτουσα αγωγή ως προς την πρώτη και τον τρίτο των αναιρεσιβλήτων, τις οποίες θεώρησε ως μη ασκηθείσες, ενώ εάν σωστά ερμήνευε και εφάρμοζε τις διατάξεις αυτές και έκρινε ότι ως επίδοση νοείται η πλασματική επίδοση κατά το άρθρο 134 § 1 ΚΠολΔ δεν θα απέρριπτε αυτές, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, τόσο η επίδοση της αγωγής όσο και η επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής στον αρμόδιο Εισαγγελέα για λογαριασμό των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων έγιναν με επιμέλεια του αναιρεσείοντος αντιστοίχως εντός της προθεσμίας των 60 ημερών του άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ από την κατάθεση της αγωγής και εντός της προθεσμίας των 90 ημερών του άρθρου 238 § 1 ΚΠολΔ επίσης από την κατάθεση της αγωγής. Επομένως, το Πρωτοδικείο, παρά το νόμο, κήρυξε άκυρες τις ανωτέρω επιδόσεις των δύο αγωγών, κρίνοντας ότι δεν παρήχθησαν έννομες συνέπειες από αυτές, και, ως εκ τούτου, ο τα ανωτέρω υποστηρίζων σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠοΛΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις δικονομικές διατάξεις των άρθρων 215 § 2, 238, 134 § 1 και 136 § 1 ΚΠολΔ κρίνοντας άκυρες τις επίμαχες επιδόσεις και έτσι απέρριψε τις αγωγές θεωρήσαν αυτές ως μη ασκηθείσες, είναι βάσιμος.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

“But the King is naked” ή Η αντίθεση του συστήματος των προθεσμιών ενέργειας της νέας τακτικής διαδικασίας προς υπερνομοθετικές διατάξεις του Συντ., της ΕΣΔΑ και της ΕΕ, με την αυθεντία του ΑΠ

Ι. Η εδώ δημοσιευόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, την πλέον σημαντική απόφαση που εκδόθηκε μετά τον ν. 4335/2015 σε σχέση με την προδικασία της νέας τακτικής διαδικασίας. Η απόφαση αυτή, συγχρόνως, μπορεί να καταταγεί κάλλιστα από απόψεως σπουδαιότητας ως προς τα ζητήματα των διασυνοριακών επιδόσεων πλάι στη θεμελιώδη ΟλομΑΠ 22/2009.

Με τον ν. 4335/2015 υιοθετήθηκε για την τακτική διαδικασία ένα σύστημα συλλογής του πραγματικού υλικού της δίκης εντός ορισμένης προθεσμίας ενέργειας, το κέντρο βάρος της οποίας τοποθετήθηκε στον χρόνο καταθέσεως της αγωγής, ανεξαρτήτως του χρόνου γνώσεως του εναγομένου για τη διεξαγόμενη διαδικασία. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, με τις προθεσμίες που ισχύουν ήδη μετά τον ν. 4842/2021 για τις επιδόσεις στην αλλοδαπή, ορίζεται καταρχήν προθεσμία ενέργειας εξήντα ημερών, εντός της οποίας οφείλει ο ενάγων να επιδώσει την αγωγή του προς τον εναγόμενο, διαφορετικά η αγωγή θεωρείται ως «μη ασκηθείσα» (άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ). Σε αμέσως δε διαδοχική προσμέτρηση καθιερώνεται νέα προθεσμία ενέργειας εκατόν είκοσι ημερών (άρθ. 237 § 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ), εντός της οποίας αμφότεροι οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους, επί ποινή πλέον ερημοδικίας τους. H επιλογή αυτή του ν. 4335/2015 να συνδέσει μεταξύ τους διαδοχικά και άμεσα δύο προθεσμίες ενέργειας, την προθεσμία επιδόσεως της αγωγής, η οποία μπορεί να γίνει νομίμως και την τελευταία ημέρα της, και την προθεσμία καταθέσεως των προτάσεων, που μπορεί να ξεκινά και την αμέσως επομένη της επιδόσεως, προϋποθέτει κοινοποιήσεις που ολοκληρώνονται αυθημερόν, με μια ενέργεια. Όταν, όμως, πρόκειται για διασυνοριακή επίδοση, είναι δεδομένο ότι, σε αντίθεση με τις επιδόσεις στην ημεδαπή, μεσολαβεί εξ ορισμού ένα χρονικό διάστημα από την έναρξη της διαδικασίας επιδόσεως, με τον τρόπο που προβλέπει το εκάστοτε εθνικό δίκαιο, έως την πραγματική εγχείριση της πράξεως στον παραλήπτη της στην αλλοδαπή. Αυτό ακριβώς το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα παρέλειψε παντελώς να συνεκτιμήσει εξ αρχής ο νομοθέτης της νέας τακτικής διαδικασίας του ν. 4335/2015. Η έναρξη της προθεσμίας καταθέσεως των προτάσεων αμέσως την επομένη της τελευταίας ημέρας νόμιμης επιδόσεως σημαίνει ότι η διάταξη ενέχει το ενδεχόμενο, αν όχι τη βεβαιότητα, να μην έχει ολοκληρωθεί η επίδοση με την εγχείριση αντιγράφου της αγωγής στον εναγόμενο, και επομένως να αρχίσει να τρέχει και γι’ αυτόν η προθεσμία καταθέσεως των προτάσεων πριν καν ο ίδιος λάβει γνώση για την εις βάρος του αγωγή. Με τον τρόπο αυτόν, όπως γίνεται αμέσως κατανοητό, δημιουργείται ζήτημα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του εναγομένου, του οποίου το δικαίωμα άμυνας θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατοχυρωθεί απόλυτα με την απρόσκοπτη εκμετάλλευση εκ μέρους του όλου του χρόνου προετοιμασίας που προβλέπει ο νόμος για τη σύνταξη των προτάσεών του. Η κατάσταση, όμως, που δημιουργείται σε μια τέτοια επίδοση προσβάλλει εξίσου το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και του ίδιου του ενάγοντος. Και τούτο, όχι μόνον επειδή η χρονική αυτή απόκλιση μεταξύ ενάρξεως της διαδικασίας επιδόσεως και παραλαβής του επιδοτέου εγγράφου από τον εναγόμενο κατά πάσα βεβαιότητα δεν θα μπορεί να ολοκληρωθεί εντός της προθεσμίας ενέργειας του άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ με συνέπεια να κινδυνεύει να δει την αγωγή του να απορρίπτεται ως «μη ασκηθείσα», αλλά και επειδή αν δεν υπάρξει επίδοση που θα κατοχυρώσει απόλυτα το δικαίωμα άμυνας του εναγομένου θα αποκλεισθεί και ο ίδιος –παρά τον δικαστικό αγώνα που διεξήγαγε– από τη δυνατότητα να επιτύχει την αναγνώριση ή την εκτέλεση της αποφάσεώς του στην αλλοδαπή λόγω του κωλύματος του άρθ. 45 § 1 β΄ Καν. 1215/2012, στερούμενος με τον τρόπο αυτόν και ο ίδιος το δικαίωμά του σε αποτελεσματική δικαστική προστασία με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως (Γέσιου-Φαλτσή, Ο ν. 4335/2015 απέναντι στους Καν. 1393/2007 και 1215/2012, ΕΠολΔ 2019. 1601 επ.). Έτσι, η διαδικασία που επέλεξε ο ν. 4335/2015 έχει το μοναδικό χαρακτηριστικό να προσβάλλει συγχρόνως το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας όλων των υποκειμένων της δίκης, του ενάγοντος, του εναγομένου, αλλά και όλων των τρίτων που επιθυμούν να παρέμβουν στη δίκη.

Τα προβλήματα αυτά, όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο, δεν άργησαν να εμφανισθούν στην πράξη. Έτσι, η νομολογία των δικαστηρίων μας κλήθηκε εξ αρχής να αντιμετωπίσει τόσο το ζήτημα του χρόνου ολοκληρώσεως της επιδόσεως στην αλλοδαπή, ώστε να θεωρηθεί η αγωγή «ασκηθείσα» κατά το άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ, όσο και το ζήτημα του χρόνου καταθέσεως των προτάσεων του κατοίκου της αλλοδαπής εναγομένου στο πλαίσιο του άρθ. 237 § 1 εδ. α΄ και στ΄ ΚΠολΔ, ώστε να μην κινδυνεύσει να δικασθεί ερήμην με όλες τις δυσμενείς εις βάρος του σχετικές συνέπειες. Και δυστυχώς σε αμφότερα η νομολογία μας εμφανίσθηκε εντόνως διχασμένη, μένοντας συχνά, απολύτως αδικαιολόγητα, προσκολλημένη στις ευθέως αντίθετες προς υπερνομοθετικές διατάξεις επιλογές του Έλληνα δικονομικού νομοθέτη, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτόν στην πράξη ένα κλίμα αφόρητης ανασφάλειας και διακινδυνεύσεως της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των εμπλεκόμενων διαδίκων. Τα ζητήματα ακριβώς αυτά ανέδειξε με υποδειγματικό τρόπο η δημοσιευόμενη εδώ απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίνοντας επί του μεν πρώτου ευθέως, επί του δε δεύτερου καταρχήν ως obiter dictum, ζήτημα όμως το οποίο απολύτως δικαιολογημένα την απασχόλησε, καθώς συνδέεται ευθέως με το πρόβλημα του χρόνου ολοκληρώσεως της επιδόσεως στην αλλοδαπή.

ΙΙ. Το κύριο αντικείμενο της δημοσιευόμενης εδώ αποφάσεως του Ακυρωτικού αποτέλεσε ο χρόνος συντελέσεως μιας διασυνοριακής επιδόσεως, ώστε η υπαγόμενη στην τακτική διαδικασία αγωγή να θεωρηθεί ως «ασκηθείσα» (άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ), δεδομένης της χρονικής διαφοροποιήσεως μεταξύ της ενάρξεως της διαδικασίας επιδόσεως και της ολοκληρώσεώς της, ένα πρόβλημα που απασχολεί αδικαιολόγητα τη νομολογία μας επί επτά ολόκληρα έτη, από την ισχύ του ν. 4335/2015 έως και σήμερα. Και τούτο διότι, ένα μεγάλο τμήμα των δικαστηρίων της ουσίας, προσκολλημένο στη ρύθμιση των άρθ. 215 § 2 και 237 § 1 ΚΠολΔ, χωρίς να συνεκτιμήσει, όπως επιβάλλεται, τις υπερκείμενες νομοθετικές διατάξεις, απαιτεί εντός των εξήντα ημερών του άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ να έχει ολοκληρωθεί η επίδοση, να έχει δηλαδή όχι μόνον ξεκινήσει η διαδικασία επιδόσεως μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα στην αλλοδαπή, αλλά και να έχει περιέλθει στα χέρια του παραλήπτη η επιδοτέα πράξη (έτσι λ.χ. ΜΠρΚατ 303/2019, ΕλλΔνη 2019. 1691· ΜΠρΘεσ 335/2019, Αρμ 2021. 826· ΜΠρΘεσ 1852/2018, ΕΠολΔ 2018. 87· για περαιτέρω παραπομπές, βλ. Καλαντζή, Παρατηρήσεις στην ΜΠρΑθ 924/2021, που ακολουθεί αμέσως κατωτέρω).

Η χρονική, όμως, διαφοροποίηση μεταξύ χρόνου ενάρξεως της διαδικασίας της επιδόσεως και ολοκληρώσεώς της με την πραγματική παραλαβή από τον εναγόμενο, ως αποτέλεσμα της ανάγκης κατοχυρώσεως του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής του προστασίας, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των ισχυόντων και στη χώρα μας υπερθενικών επιλογών περί διασυνοριακής επιδόσεως. Σύμφωνα με τη θεμελιώδη διάταξη του άρθ. 13 του ισχύοντος από 1.7.2022 Κανονισμού 2020/1784 (που αντικατέστησε τον Καν. 1393/2007) για την επίδοση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων στην αλλοδαπή, ο χρόνος επιδόσεως προσδιορίζεται καταρχήν από την ημερομηνία πραγματικής κοινοποιήσεως της πράξεως στον παραλήπτη (άρθ. 13 § 1 Καν. 2020/1784, πρώην άρθ. 9 § 1 Καν. 1393/2007). Συγχρόνως, όμως, εισάγεται και η ευνοϊκή για τον ενάγοντα εξαίρεση ότι, όταν κατά το δίκαιο του κράτους προελεύσεως (όπως ιδίως το ελληνικό) η πράξη πρέπει να επιδοθεί εντός τακτής προθεσμίας, τότε ειδικά γι’ αυτόν η ημερομηνία επιδόσεως καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους προελεύσεως (άρθ. 13 § 2 Καν. 2020/1784, πρώην άρθ. 9 § 2 Καν. 1393/2007), στο δικό μας επομένως δίκαιο κατά τον χρόνο επιδόσεως της αγωγής προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου να αποσταλεί υπηρεσιακά στην αντίστοιχη υπηρεσία παραλαβής στο κράτος μέλος προορισμού. Εισάγεται, έτσι, μια διπλή και εξ ορισμού χρονικά διαφοροποιημένη ημερομηνία επιδόσεως, άλλη για τον ενάγοντα και άλλη για τον εναγόμενο, η επιλογή της οποίας κάθε φορά εξαρτάται από το είδος της θεσπιζόμενης κατά το εθνικό δίκαιο προθεσμίας, αναλόγως δηλαδή αν πρόκειται για προθεσμία ενέργειας ή για προπαρασκευαστική προθεσμία [Γέσιου-Φαλτσή, Συντέλεση της επιδόσεως στην αλλοδαπή των εγγράφων της διαγνωστικής και της εκτελεστικής διαδικασίας. Ερμηνευτική προσπάθεια για ενιαία θεώρηση με αφορμή την ΟλομΑΠ 22/2009, ΕΠολΔ 2010. 620 επ., 626-627· η ίδια, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙΙ. Η διεθνής εκτέλεση, 2006, § 91 αριθ. 14, σ. 843-845· Τσικρικάς, Ζητήματα από την επίδοση πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως, 2002, σ. 111 επ.· Παπαγιάννη, Το δίκαιο των επιδόσεων στην πολιτική δίκη, 2008, σ. 317· Αρβανιτάκης, Διασυνοριακές επιδόσεις στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) 1348/2000, Αρμ 2001. 1729, 1749 επ.· Αρβανιτάκης/Βασιλακάκης (-Αρβανιτάκης), ΕρμΕΚ 4-ΚανΕπιδ., 2018, άρθ. 9 αριθ. 5· βλ. και ΜΠρΘεσ 302/2005, Αρμ 2005. 1435, 1436, με παρατ. Αρβανιτάκη]. Όπου ο νόμος εισάγει για τη διενέργεια ορισμένης διαδικαστικής πράξεως προθεσμία ενέργειας, τότε αποκλειστικά για τον ενάγοντα ως χρόνος επιδόσεως λογίζεται ο χρόνος που επιδόθηκε η αγωγή στον Εισαγγελέα προκειμένου να διαβιβαστεί στην αλλοδαπή, για τον εναγόμενο όμως δεν ξεκινά ποτέ η προθεσμία αυτή πριν από την πραγματική επίδοση της αγωγής προς αυτόν. Η πρακτική αυτή σημασία της διπλής ημερομηνίας επιδόσεως κατά το άρθ. 13 Καν. 2020/1784 (πρώην άρθ. 9 Καν. 1393/2007) έχει αποκτήσει στη χώρα μας ιδιαίτερη «οικουμενική» σημασία, καθώς με τη θεμελιώδη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 22/2009 (ΕΠολΔ 2009. 776, με παρατ. Καλαβρού, Άνθιμου = ΝοΒ 2010. 108 = ΕλλΔνη 2010. 363), έχει επεκταθεί η εφαρμογή της και σε κάθε άλλο νομοθετικό κείμενο επιδόσεως στην αλλοδαπή, λ.χ. τα άρθ. 134, 136 ΚΠολΔ ή τη Σύμβαση της Χάγης του 1965, ακόμη και αν αυτές ακολουθούν διαφορετική λύση στο ζήτημα του χρόνου συντελέσεως της επιδόσεως, προκειμένου να υιοθετηθούν ενιαίες λύσεις για όλους τους διάσπαρτους κανόνες περί διασυνοριακής επιδό­σεως που ισχύουν στη χώρα μας (Γέσιου-Φαλτσή, ΕΠολΔ 2010. 620 επ., 621· Καλαβρός, Παρατηρήσεις στην ΟλομΑΠ 22/2009, ΕΠολΔ 2009. 779 επ.· Άνθιμος, Παρατηρήσεις στην ΟλομΑΠ 22/2009, ΕΠολΔ 2009. 785 επ.).

Το άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ, εισάγοντας μια προθεσμία ενέργειας, επιβάλλει καταρχήν εφόσον πρόκειται για ημεδαπή επίδοση να λάβει χώρα εντός αυτής όχι μόνον η κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου στη γραμματεία του δικάζοντος δικαστηρίου, αλλά και η επίδοσή του στον εναγόμενο, ώστε να θεωρηθεί αυτή ως «ασκηθείσα». Αντίθετα όμως όταν πρόκειται για διασυνοριακή επίδοση, η ιεραρχικά υπέρτερη διάταξη του άρθ. 13 § 2 Καν. 2020/1784 επιβάλλει στον ενάγοντα να έχει εντός της προθεσμίας ενέργειας των εξήντα ημερών του άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ ξεκινήσει απλώς τη διαδικασία επιδόσεως στην αλλοδαπή με την επίδοσή της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξαρτήτως αν αυτή έχει παραδοθεί πραγματικά εντός του ίδιου διαστήματος στον εναγόμενο· για τον τελευταίο όμως, η ημερομηνία αυτή είναι παντελώς αδιάφορη, καθώς για να ξεκινήσει οποιαδήποτε εις βάρος του προθεσμία επιβάλλεται η πραγματική επίδοση της πράξεως προς αυτόν. Με την έννοια αυτή τα άρθ. 215 § 2 και 237 § 1 ΚΠολΔ, επιβάλλοντας την ολοκλήρωση της επιδόσεως εντός της τακτής προθεσμίας των εξήντα ημερών ώστε να εκκινήσει την αμέσως επομένη η προθεσμία καταθέσεως των προτάσεων, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την υπέρτερη ενωσιακή διάταξη περί επιδόσεως, και ειδικότερα το άρθ. 13 § 2 Κανονισμού 2020/1784 (πρώην άρθ. 9 § 2 Καν. 1393/2007), και προσβάλλει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ενάγοντος, αντίθετα προς τις επιταγές των άρθ. 20 Συντ., 6 § 1 ΕΣΔΑ και 47 ΧΘΔΕΕ, καθώς του επιβάλλει μια εξαιρετικά αυστηρή συνέπεια για ένα γεγονός, για το οποίο ο ίδιος δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη.

Την αντίθεση αυτή αναδεικνύει με απόλυτη ενάργεια και αφοπλιστική καθαρότητα η δημοσιευόμενη εδώ απόφαση του Αρείου Πάγου. Όπως τονίζει το Ακυρωτικό, «ως προς μεν τον κάτοικο χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίκειται στο προαναφερθέν αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρο 9 § 2 του Κανονισμού, το οποίο δεν μπορεί να καταργηθεί με κοινό νόμο και επιβάλλει να ληφθεί υπ’ όψιν η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο της Ελλάδας όπου πρέπει να διενεργηθεί η επίδοση εντός της τακτής προθεσμίας των 60 ημερών του άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ, ως προς δε τον κάτοικο χώρας που έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Χάγης, στην οποία δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 9 § 2 του Κανονισμού, έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα του επίσης αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρου 15 της Σύμβασης… Σε κάθε δε περίπτωση, η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή αντίκειται στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος και στο δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης του άρθρου 6 § 1 της έχουσας επίσης την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αφού κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων του ενάγοντος και του εναγομένου επιβάλλει στον ενάγοντα, ο οποίος δεν έχει απολύτως κανέναν έλεγχο της διαδικασίας ολοκλήρωσης της επίδοσης μετά την επίδοση της αγωγής στον Εισαγγελέα, την υπέρμετρα επαχθή και συνεπώς δυσανάλογη κύρωση για σφάλματα ή ολιγωρίες της αλλοδαπής αρχής, να θεωρηθεί η αγωγή του ως μη ασκηθείσα εάν δεν γίνει και η πραγματική επίδοση στην αλλοδαπή χώρα εντός της συντομότατης και συνήθως μη επαρκούς προθεσμίας των 60 ημερών από την κατάθεση της αγωγής, εμποδίζοντας έτσι την πρόσβασή του στο δικαστήριο… [Π]ροκειμένου να αποφευχθεί η πρόσκρουση των διατάξεων αυτών στα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος, 9 § 2 του 1393/2007 Κανονισμού, 15 της Σύμβασης της Χάγης και 6 § 1 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ως επίδοση της αγωγής στο άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ και ως επίδοση των εκεί αναφερομένων εισαγωγικών της δίκης δικογράφων στο άρθρο 238 § 1 ΚΠολΔ στον γνωστής διαμονής κάτοικο χώρας του εξωτερικού εναγόμενο, για την εφαρμογή των προθεσμιών ενέργειας του ενάγοντος των 60 και 90 ημερών αντιστοίχως, νοείται η πλασματική επίδοση στον αρμόδιο Εισαγγελέα». Η εν λόγω απόφαση με την αιχμηρή αιτιολογία της, πέρα από το γεγονός ότι διακηρύσσει με τον πλέον αυθεντικό τρόπο την αντίθεση της νομοθετικής επιλογής να συνδυάσει την άσκηση της αγωγής με ορισμένη προθεσμία ενέργειας που δεν συνυπολογίζει τον απαιτούμενο για την ολοκλήρωση της διασυνοριακής επιδόσεως χρόνο προς υπερκείμενους νομοθετικούς κανόνες, αφήνει έκθετη και τη μεγάλη εκείνη μερίδα της νομολογίας των δικαστηρίων της ουσίας, που επί τόσα έτη θυσιάζουν θεμελιώδεις για το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ενάγοντος υπερνομοθετικές διατάξεις στο βωμό προσηλώσεως σε μια εθνική διαδικασία ευθέως αντίθετη προς αυτές. Η σημασία της εν λόγω αποφάσεως, εξάλλου, έγκειται και στο γεγονός ότι επεκτείνει και πάλι, ακριβώς όπως και η ΟλομΑΠ 22/2009, τη διπλή ημερομηνία επιδόσεως και στις υπαγόμενες στην ευρέως διαδεδομένη παγκοσμίως Σύμβαση της Χάγης για τις επιδόσεις στην αλλοδαπή, όπου δεν υπάρχει ρητή αντίστοιχη του άρθ. 13 Καν. 2020/1784 διάταξη, προκειμένου να κατοχυρωθεί αποτελεσματικά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κάθε ενάγοντος.

Κατά συνέπεια, αν το δικόγραφο επιδόθηκε νομότυπα προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα ως το αρμόδιο για τις διασυνοριακές επιδόσεις στην αλλοδαπή όργανο της χώρας μας εντός των εξήντα ημερών του άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ, ακόμη και την τελευταία ημέρα της προθεσμίας αυτής, τότε η αγωγή θεωρείται πάντοτε ως νομίμως και εμπροθέσμως «ασκηθείσα» (Γέσιου-Φαλτσή, ΕΠολΔ 2019. 1604 επ.· Νίκας, ΠολΔ ΙΙ2, § 60 αριθ. 5, σ. 162: «…ολοκληρώνει την άσκηση…»· βλ. και ΜΠρΘεσ 14755/2017, ΕΠολΔ 2018. 171· ΜΠρΘεσ 1855/2018, ΕΠολΔ 2018. 168), ανεξάρτητα αν η πραγματική επίδοση προς τον εναγόμενο έγινε εντός των 60 ημερών ή και μεταγενέστερα (έτσι, σωστά, λ.χ. ΠΠρΑθ 2565/2020, Αρμ 2021. 624· ΠΠρΘεσ 2162/2021, Αρμ 2021. 629). Η λύση αυτή, δυνάμει της ΟλομΑΠ 22/2009, ισχύει για κάθε επίδοση στην αλλοδαπή, ανεξαρτήτως της εκάστοτε εφαρμοζόμενης ειδικότερα νομοθετικής διατάξεως.

ΙΙΙ. Με δεδομένη τη θέση αυτή, αυτόματα παρακάμπτεται, όταν πρόκειται για επίδοση στην αλλοδαπή, και η διάταξη του άρθ. 237 § 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ ως μη συμβατή προς τις υπερνομοθετικές διατάξεις των άρθ. 13 § 2 Καν. 2020/1784, 15 ΣυμΧαγ, αλλά και τις επιταγές των άρθ. 20 Συντ., 6 § 1 ΕΣΔΑ και 47 ΧΘΔΕΕ. Αφ’ ης στιγμής η νομοθετική ρύθμιση του εθνικού δικαίου επιλέγει την άμεση, διαδοχική προσμέτρηση των δύο προθεσμιών ενέργειας, αυτής της επιδόσεως της αγωγής και αυτής της καταθέσεως των προτάσεων, η δε πραγματική επίδοση στον εναγόμενο ολοκληρώνεται μετά την παρέλευση της πρώτης προθεσμίας, σημαίνει αυτόματα ότι ο εναγόμενος δεν είναι σε θέση να αμυνθεί αποτελεσματικά στο σύνολο του χρόνου που του παρέχει ο νομοθέτης για την κατάθεση των προτάσεών του κατά της εις βάρος του αγωγής, δηλαδή τις εκατόν είκοσι ημέρες του άρθ. 237 § 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ. Το γεγονός αυτό, όπως είναι απολύτως φυσικό, προβλημάτισε αμέσως μετά την κρίση του για τον χρόνο ολοκληρώσεως της επιδόσεως το Ακυρωτικό, μολονότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν ήταν ευθέως κρίσιμο στη συγκεκριμένη διαφορά. Έτσι, θεώρησε σκόπιμο, πολύ λογικά, όχι μόνον να εντοπίσει και να θέσει το αμέσως συνδεόμενο με την προηγούμενη κρίση του ζήτημα, ολοκληρώνοντας τη σκέψη του για το ασυμβίβαστο των άρθ. 215 § 2 και 237 § 1 ΚΠολΔ προς τις υπερνομοθετικές διατάξεις των άρθ. 6 ΕΣΔΑ και 13 §§ 1 και 2 Καν. 2020/1784 (πρώην άρθ. 9 §§ 1 και 2 Καν. 1393/2007), αλλά και να επιχειρήσει να το προσεγγίσει με βάση τις συγκεκριμένες επιταγές. Έτσι, όπως διαπίστωσε, «…η προστασία του εναγομένου από την καθυστερημένη πραγματική επίδοση της αγωγής και την αδυναμία να καταθέσει εμπρόθεσμα προτάσεις μπορεί να επιτευχθεί με την αναβολή της υπόθεσης για σπουδαίο λόγο κατά το άρθρο 241 ΚΠολΔ».

H επίκληση της περί αναβολής της συζητήσεως διατάξεως του άρθ. 241 ΚΠολΔ, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να ξενίζει και δη σε μια διαδικασία όπου ρητά αποκλείεται η αναβολή (άρθ. 237 § 6 εδ. η΄ ΚΠολΔ), παρόλα αυτά είναι απολύτως δικαιολογημένη. Η ερημοδικία του κατοίκου της αλλοδαπής εναγομένου, λόγω της δεδομένης αδυναμίας του να έχει στη διάθεσή του όλη τη νομοθετικά προβλεπόμενη διάρκεια προετοιμασίας της άμυνάς του, ενεργοποιεί αυτόματα τις διατάξεις των άρθ. 23 § 1 Καν. 2020/1784 (πρώην άρθ. 19 § 1 Καν. 1393/2007) ή, αναλόγως, για επιδόσεις εκτός ΕΕ του άρθ. 15 § 1 ΣυμΧαγ. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν σε μια τέτοια περίπτωση την αποχή του δικαστηρίου από την έκδοση αποφάσεως, έως ότου διαπιστωθεί με βεβαιότητα το εμπρόθεσμο ή μη της (αρχικής) επιδόσεως της αγωγής προς τον εναγόμενο. Οι υπερεθνικές αυτές διατάξεις, κατά την απόδοση του κειμένου τους στη γλώσσα μας, προβλέπουν είτε την «αναστολή» (ο Καν. 1393/2007) είτε την «αναβολή» (η ΣυμΧαγ) εκδόσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου, η ορολογία όμως αυτή δεν παραπέμπει ευθέως σε κάποια συγκεκριμένη εθνική διάταξη, αλλά ερμηνεύεται αυτόνομα με την έννοια της εκμεταλλεύσεως από το δικαστήριο κάθε δυνατότητας που του παρέχει του εθνικό δίκαιο να απόσχει από την έκδοση της αποφάσεώς του με ορισμένο αποδεκτό από το δίκαιό του τρόπο, έως ότου είναι σε θέση να διαπιστώσει το εμπρόθεσμο ή μη της επιδόσεως. Η τελολογία αυτή των ως άνω υπερεθνικών κανόνων καθίσταται απολύτως εναργής υπό τη διατύπωση του νυν ισχύοντος άρθ. 23 § 1 Καν. 2020/1784, όπου γίνεται λόγος για μη έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας μέχρι να διαπιστωθεί αν η επίδοση έγινε έγκαιρα. Η αναφορά, επομένως, του άρθ. 241 ΚΠολΔ στην απόφαση του Αρείου Πάγου επιτελεί προεχόντως τη λειτουργία αυτή του άρθ. 19 § 1 Καν. 1393/2007 (νυν άρθ. 23 § 1 Καν. 2020/1784), χωρίς να αποκλείεται και η απλή αναβολή κατόπιν σχετικού αιτήματος για τον ίδιο λόγο, που θα παρακάμπτει την αντίστοιχη απαγόρευση του άρθ. 237 ΚΠολΔ. Η αναβολή αυτή έχει την έννοια ότι κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση το δικαστήριο απλώς θα ελέγξει τη βεβαίωση περί πραγματικής επιδόσεως της αγωγής και αναλόγως είτε θα κηρύξει τη συζήτηση ως απαράδεκτη επί εκπρόθεσμης επιδόσεως, είτε θα εκδώσει απόφαση ερήμην του εναγομένου αν διαπιστώσει ότι η επίδοση ήταν εμπρόθεσμη. Κατά τη συγκεκριμένη «συζήτηση» δεν είναι επιβεβλημένη η παρουσία του εναγομένου, αφού αυτή έχει απλώς διαδικαστικό χαρακτήρα, επομένως για την μετ’ αναβολή «συζήτηση» δεν επιβάλλεται ξανά η κλήτευσή του. Καθώς, όμως, κατ’ εφαρμογή του άρθ. 237 § 1 ΚΠολΔ, θα είναι μάλλον απίθανο να έχει προλάβει να γίνει η πραγματική επίδοση εντός του εξηκονθημέρου που επιβάλλει ο νόμος, οπότε και μόνον θα έχει ο εναγόμενος όλον τον προβλεπόμενο χρόνο (120 ημέρες) για την άμυνά του, η αναβολή κατά το άρθ. 241 ΚΠολΔ σπάνια θα επιτελεί κάποιον αποφασιστικό ρόλο. Αν, όπως είναι το πιθανότερο, η πραγματική επίδοση έγινε μετά τις εξήντα ημέρες, τότε η απαίτηση για κατάθεση των προτάσεων του εναγομένου εντός εκατόν είκοσι ημερών από το πέρας της εξηκονθήμερης προθεσμίας του άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ θα προσβάλει εξ ορισμού το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του εναγομένου. Υπό την έννοια αυτή, η νομολογία των δικαστηρίων μας που απαιτεί σε κάθε περίπτωση την κατάθεση προτάσεων από τον κάτοικο της αλλοδαπής εναγόμενο εντός των εκατόν είκοσι ημερών του άρθ. 237 § 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ επί ποινή ερημοδικίας του, ακόμη και υπό τη διαπίστωση ότι κατά την κρίση του δικαστηρίου ο χρόνος που είχε στη διάθεσή του επαρκούσε για την κατάλληλη άμυνά του (βλ. λ.χ. ΜΠρΘεσ 844/2019, Αρμ 2021. 832: ο ελαττωμένος χρόνος προετοιμασίας «κρίνεται επαρκής», αν και η εν τέλει κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο κάλυψε την αμφίβολη αυτή αιτιολογία του δικαστηρίου), έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με το άρθ. 13 § 1 Καν. 2020/1784 (πρώην άρθ. 9 § 1 Καν. 1393/2007) και κατ’ αναλογία με τη ΣυμΧαγ, όσο και με τα άρθ. 20 Συντ., 6 § 1 ΕΣΔΑ, αλλά και 47 ΧΘΔΕΕ.

Η επίκληση, όμως, του άρθ. 241 ΚΠολΔ κατοχυρώνει μεν τον εναγόμενο, αφού αποκλείει την έκδοση ερήμην αποφάσεως εις βάρος του, πλην όμως οδηγεί στο ίδιο αδιέξοδο τον ενάγοντα, αφού η βέβαιη λόγω της εκπρόθεσμης επιδόσεως κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση κήρυξη της (αρχικής) συζητήσεως ως απαράδεκτης θα επιβάλει την εκ νέου επίδοση της κλήσεως προς περαιτέρω συζήτηση στην αλλοδαπή, με την ίδια προβληματική και αδιέξοδη διαδικασία των άρθ. 215 § 2 και 237 § 1 ΚΠολΔ (πρβλ. και άρθ. 260 § 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ), με συνέπεια τη διαιώνιση συνεχών απαραδέκτων κατ’ απόλυτη προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του ενάγοντος. Επομένως, η (εκ των άρθ. 23 § 1 Καν. 2020/1784 ή 15 § 1 ΣυμΧαγ) λύση του άρθ. 241 ΚΠολΔ, που διαβλέπει η δημοσιευόμενη εδώ απόφαση, αν και απόλυτα δικαιολογημένη, είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να προσαρμόσει κατάλληλα τη νέα τακτική διαδικασία προς τις υπερνομοθετικές επιταγές για αποτελεσματική δικαστική προστασία των δύο διαδίκων. Η λύση του άρθ. 241 ΚΠολΔ θεραπεύει προσωρινά, αλλά δεν μπορεί από μόνη της να παρακάμψει όλα τα αδιέξοδα στα οποία καταλήγει το άρθ. 237 § 1 α΄ και στ΄ ΚΠολΔ. Η μόνη πραγματικά αποτελεσματική λύση είναι η νομοθετική επαναφορά σε προδικασία υπό το καθεστώτος των προπαρασκευαστικών προθεσμιών για το παραδεκτό της συζητήσεως που ισχύει σε όλες τις άλλες, πλην της τακτικής, διαδικασίες στον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό, όπου ουδέποτε παρατηρήθηκε κάποιο ανάλογο ζήτημα προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των διαδίκων.

Αυτό, πάντως, που προκύπτει ευθέως από την εδώ δημοσιευόμενη εξαιρετικά σημαντική απόφαση του Αρείου Πάγου είναι η υποχρέωση παρακάμψεως κάθε αντίθετης προς υπερνομοθετικές διατάξεις της ΕΣΔΑ ή της ΕΕ εθνικής διατάξεως, όπως έχει άλλωστε τονίσει και το ίδιο του Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (έτσι ρητά, λ.χ., ΔΕΚ, 20.10.1998, INCOGE ’90, C-10/97, ΣυλλΝομολ 1998.Ι-6307, σκ. 27). Επομένως, και οι διατάξεις των άρθ. 215 § 2 και 237 § 1 ΚΠολΔ οφείλουν να υποχωρήσουν, προκειμένου να κατοχυρωθεί η απρόσκοπτη εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 13 § 2 Καν. 2020/1784 και 6 § 1 ΕΣΔΑ και, μέσω αυτών, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του εναγομένου. Η υποχρέωση αυτή, αντίθετα προς ενίοτε αποκλίνουσες νομολογιακές παραδοχές, επιβάλλει (βλ. αναλυτικά Αρβανιτάκη, Εθνικοί δικονομικοί κανόνες μη συμβατοί με τις ευρωπαϊκές νομοθετικές επιλογές, στον τ. Εθνικός και υπερεθνικός δικαιικός χώρος – Η συμβολή του Καθηγητή Κ. Κεραμέως στο δικονομικό διεθνές δίκαιο, 2022, σ. 35 επ.):

(α) Την εκδίκαση της διαφοράς κατ’ αντιμωλία, αν ο κάτοικος της αλλοδαπής εναγόμενος καταθέσει προτάσεις εντός των 120 ημερών του άρθ. 237 § 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ, μολονότι η πραγματική επίδοση έλαβε χώρα μετά τις εξήντα ημέρες του άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ, ακόμη και αν δεν προσκομίζεται καθόλου στο δικαστήριο η βεβαίωση περί πραγματικής επιδόσεως.

(β) Την εκδίκαση της διαφοράς κατ’ αντιμωλία, αν ο κάτοικος της αλλοδαπής εναγόμενος κατέθεσε τις προτάσεις του μέσα σε εκατόν είκοσι ημέρες μετά την πραγματική προς αυτόν επίδοση της αγωγής, μολονότι η προθεσμία αυτή εκφεύγει των χρονικών ορίων του άρθ. 237 § 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ (κατ’ εφαρμογή του άρθ. 13 § 1 Καν. 2020/1784). Για την εκτίμηση των προτάσεων αυτών θα μπορούσε ο ημεδαπός δικαστής να επικαλεσθεί το άρθ. 148 εδ. α΄ ΚΠολΔ, στο μέτρο που ο νόμος επιτρέπει και στον ίδιο να παρατείνει ορισμένη προθεσμία, αφού σταθμίσει τις εδώ ούτως ή άλλως συντρέχουσες «ειδικές περιστάσεις» (βλ. ΜΠρΣπαρτ 191/2018, ΕΠολΔ 2018. 578, σύμφ. παρατ. Γιαννόπουλου· ΜΠρΑθ 2210/2016, ΕφΑΔ 2018. 1100, 1104). Και τούτο, μάλιστα, χωρίς να απαιτείται η τήρηση των προϋποθέσεων του άρθ. 155 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά τον ν. 4842/2021. Η διάταξη αυτή εισάγει πρόσθετες προϋποθέσεις που αφορούν αποκλειστικά στον κάτοικο της αλλοδαπής εναγόμενο, επομένως έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις υπέρτερες ευρωπαϊκές αρχές της ισονομίας και της αποτελεσματικότητας της άμυνας του συγκεκριμένου διαδίκου, με συνέπεια να επιβάλλεται άνευ ετέρου να παραμείνει ανεφάρμοστη από τον Έλληνα δικαστή.

(γ) Την κήρυξη της συζητήσεως ως απαράδεκτης επί ερημοδικίας του εναγομένου, αν η πραγματική επίδοση προς τον εναγόμενο έγινε μετά την εξηκοστή ημέρα του άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ και προσκομίζεται βεβαίωση περί πραγματικής επιδό­σεως στον χρόνο αυτόν.

(δ) Την εφαρμογή του άρθ. 241 ΚΠολΔ, αν ο εναγόμενος ερημοδικεί και δεν προσκομίζεται βεβαίωση περί πραγματικής επιδόσεως, περίπτωση που συνέτρεξε στη διαφορά επί της οποίας εκδόθηκε η δημοσιευόμενη εδώ απόφαση.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, με την ευθέως αντίθετη προς τις υπερνομοθετικές επιταγές της ΕΣΔΑ και της ΕΕ κατάστρωση της νέας τακτικής διαδικασίας, η επιλογή του εναγομένου να μην παρασταθεί αν η πραγματική επίδοση προς αυτόν έγινε μετά την εξηκοστή ημέρα, δεν μπορεί να επιφέρει στην ουσία δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες, καθώς δεν θα πληρούται εξ ορισμού η προϋπόθεση της αποτελεσματικής άμυνάς του στον χρόνο που ο εθνικός νομοθέτης προβλέπει γι’ αυτήν. Το γεγονός αυτό, όπως σημειώθηκε ήδη, εν τέλει λειτουργεί και εις βάρος του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του κατοίκου της ημεδαπής ενάγοντος, ο οποίος, ακόμη και αν επιτύχει την έκδοση αποφάσεως υπέρ του, δεν θα μπορεί να την αναγνωρίσει ή να την εκτελέσει στην αλλοδαπή, λόγω το κωλύματος του άρθ. 45 § 1 β΄ Καν. 1215/2012. Ο Έλληνας νομοθέτης με τις επιλογές του τον αφήνει εντελώς απροστάτευτο. Για να είναι σε θέση ο ενάγων να επιτύχει την αναγνώριση ή την εκτέλεση της υπέρ του αποφάσεως στην αλλοδαπή θα πρέπει να τονισθεί στον εναγόμενο με καθαρό και αναμφισβήτητο τρόπο η υποχρέωσή του να αμυνθεί εντός του προβλεπόμενου από τον εθνικό νομοθέτη χρόνου, δηλαδή να του δοθεί η δυνατότητα να αμυνθεί σε όλο το χρονικό διάστημα των εκατόν είκοσι ημερών που θεσπίζεται νομοθετικά για κάθε αλλοδαπό εναγόμενο. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι όσο ο νομοθέτης επιμένει στην αδιέξοδη επιλογή της διαδοχικής καταστρώσεως των προθεσμιών ενέργειας των άρθ. 215 § 2 και 237 § 1 ΚΠολΔ η αποτελεσματική προστασία του ενάγοντος δεν είναι εξασφαλισμένη, θα πρέπει, αν είναι δυνατόν, η δικαστηριακή πράξη να αναζητήσει μια υποκατάστατη λύση που θα μπορεί να τον καλύψει επαρκέστερα. Μια τέτοια, απλώς υποκατάστατη και βέβαια όχι οριστική λύση, θα μπορούσε να είναι η πρόβλεψη με πράξη του δικαστηρίου (και παρά την αντίθετη εθνική διάταξη) της υποχρεώσεως καταθέσεως των προτάσεων του κατοίκου της αλλοδαπής εναγομένου εντός εκατόν είκοσι ημερών από την πραγματική προς αυτόν επίδοση της αγωγής. Μια τέτοια πράξη, θα μπορούσε, λ.χ., να έχει το εξής, ή κάποιο ανάλογο, περιεχόμενο:

«Οι προτάσεις κατατίθενται εντός 120 ημερών από την πραγματική επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο (άρθ. 237 § 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθ. 13 § 1 Καν. 2020/1784)».

Η λύση αυτή είναι προφανώς αντίθετη προς την εθνική διάταξη, η οποία, όμως, λόγω της ασυμβατότητάς της προς υπερνομοθετικούς κανόνες οφείλει να παρακαμφθεί, προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική δικαστική προστασία για αμφοτέρους τους διαδίκους. Υπό ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο μεν ενάγων θα μπορεί να προβεί ξένοιαστος σε όλες τις νόμιμες ενέργειες που ορίζει ο Καν. 2020/1784 (αλλά, μετά την ΟλομΑΠ 22/2009 και ήδη και τη δημοσιευόμενη εδώ απόφαση, και η ΣυμΧαγ ή το εθνικό δίκαιο), ο δε εναγόμενος δεν θα μπορεί να επικαλεσθεί προσβολή της αρχής της ισότητας ή αδυναμία αποτελεσματικής άμυνάς του, καθώς σε κάθε περίπτωση του έχει παρασχεθεί, σύμφωνα με το άρθ. 13 § 1 Καν. 2020/1784, όλη η προθεσμία αντικρούσεως της αγωγής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο (προθεσμία η οποία, βέβαια, θα ισχύει ομοίως για λόγους ισονομίας και για τον ενάγοντα).

IV. Η αντίθεση της θεμελιωμένης σε προθεσμίες ενέργειας προδικασίας της νέας τακτικής διαδικασίας του ν. 4335/2015 προς υπερκείμενες νομοθετικές διατάξεις της ΕΣΔΑ και της ΕΕ, όταν πρόκειται για επίδοση στην αλλοδαπή, έγινε αντιληπτή αμέσως από το σύνολο της επιστήμης και καταδείχθηκαν οι κίνδυνοι που αναδύονται σχετικά (βλ. πλέον χαρακτηριστικά Γέσιου-Φαλτσή, ΕΠολΔ 2019. 1601 επ.: το άρθ. 237 Ι α΄ διακυβεύει το δικαίωμα άμυνας του εναγομένου, «αλλά και την ποιότητα και ακεραιότητα του δικονομικού μας συστήματος»· Νίκα, ΠολΔ ΙΙ2, 2021, § 60 αριθ. 5, σ. 162: «… στην πράξη ο χρόνος αυτός της πραγματικής επιδόσεως της αγωγής θα αποδεικνύεται ανεπαρκής με όλα τα συμπαρομαρτούντα»· Αρβανιτάκη, Η νέα τακτική διαδικασία στον πρώτο βαθμό στις δίκες με στοιχεία αλλοδαπότητας: δίκαιο χωρίς σύνορο ή δίκαιο με κλειστά σύνορα;, στον τόμο Δίκαιο χωρίς σύνορα, Επιστημονικό συνέδριο προς τιμήν Α. Καΐση, 2018, σ. 125, 129 επ.· Γιαννόπουλο, Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1393/2007, 2018, σ. 49-50). Μάλιστα, κατά την πρόσφατη προσπάθεια μεταρρυθμίσεως του ν. 4335/2015, η αρχική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή που συστάθηκε υπερψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία Σχέδιο τροποποιήσεως των εν λόγω διατά­ξεων των άρθ. 215 § 2 και 237 § 1 ΚΠολΔ, με την επάνοδο στην ανέφελη διαδικασία της προπαρασκευαστικής προθεσμίας πριν από τη συζήτηση για τη συλλογή του νομικού και πραγματικού υλικού της δίκης (βλ. αναλυτικά Αρβανιτάκη/Μακρίδου, Η ημιτελής τροποποίηση ως προς την τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, Αρμ 2020. 225 επ.), λύση όμως την οποία απέρριψε τελικά ο νομοθέτης με τον ν. 4842/2021. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη να διαιωνίσει χωρίς κανένα πραγματικό όφελος τα ανεπίλυτα ζητήματα που συνδέονται με ένα προβληματικό διαδικαστικό σύστημα, όπως αποδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο η δημοσιευόμενη εδώ απόφαση και μάλιστα με ασυνήθιστα υποτιμητικές για ένα νομοθετικό κείμενο αναφορές για τις διατυπωθείσες επιφυλάξεις (ΑιτΕκθ ν. 4842/2021: «υπερεκτιμημένες») και με την ανάδειξη πρόχειρων ή και νομοθετικά ανακριβών (όπως η αναφορά στο εξάμηνο του άρθ. 19 § 1 Καν. 1393/2007, ήδη άρθ. 23 § 1 Καν. 2020/1784, και του άρθ. 15 ΣυμΧαγ) ή πρακτικά αλυσιτελών υποκατάστατων λύσεων (όπως η ευθέως αντίθετη προς την αρχή της ισότητας και αποτελεσματικότητας προσθήκη του άρθ. 155 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ), παρουσιάζεται πραγματικά ακατανόητη (βλ. αναλυτικά για τις υποκατάστατες αυτές λύσεις Αρβανιτάκη, στον τ. Εθνικός και υπερεθνικός δικαιικός χώρος, ό.π., σ. 47 επ.). Αν δε συνεκτιμήσει κανείς και τις τρανταχτές αρρυθμίες που προκαλούνται στο ίδιο αυτό διαδικαστικό σύστημα από την αναστολή για εκ των προτέρων άγνωστο χρονικό διάστημα των προθεσμιών ενέργειας των άρθ. 215 § 2 και 237 § 1 ΚΠολΔ από την υποχρεωτική διαδικασία της διαμεσολαβήσεως (άρθ. 237 ν. 4990/2022 για το άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ και άρθ. 9 § 1 ν. 4640/2019 για το άρθ. 237 § 1 ΚΠολΔ), αλλά και τα αντίστοιχα δυσεπίλυτα προβλήματα που δημιουργούνται και κατ’ αυτήν σε σχέση με τις προθεσμίες του νόμου (ΠΠρΑθ 850/2022, ΕΠολΔ 2022. 98, με παρατ. Γιαννόπουλου = www.­SakkoulasOnline: χωριστή προσμέτρηση του χρόνου αναστολής για κάθε ομόδικο), τότε μόνον ως νομοθετική ιδιοτροπία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η εμμονή του νομοθέτη σε μια διαδικασία απολύτως διάτρητη, αναποτελεσματική και ατελέσφορη. Σήμερα, οι διαδοχικές προθεσμίες ενέργειας των εξήντα (άρθ. 215 § 2 ΚΠολΔ) και των ενενήντα ή, αναλόγως, των εκατόν είκοσι ημερών (άρθ. 237 § 1 ΚΠολΔ), ιδίως, αλλά όχι μόνον, όταν πρόκειται για επίδοση στην αλλοδαπή, απλώς δεν μπορούν ποτέ, κυριολεκτικά, να τηρηθούν. Στη θέση αυτών, αντίθετα, επικρατεί μια απόλυτη σύγχυση και αβεβαιότητα τόσο για τους διαδίκους όσο και για το δικαστήριο για το ποια είναι η τελευταία ημερομηνία καταθέσεως των προτάσεων ή για το ποιες συνέπειες θα επιφέρει η ενδεχόμενη απουσία του εναγομένου. Για την απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιβάλλονται σύνθετες, περίπλοκες, αβέβαιες και εξόχως αμφισβητούμενες εκτιμήσεις, οι οποίες καθιστούν την τακτική διαδικασία έναν πραγματικό Γολγοθά για τα υποκείμενα της δίκης, που δεν τιμά καθόλου το δικαιικό μας σύστημα. Και δυστυχώς, τα προβλήματα αυτά επιτείνονται από τη διστακτική στάση ενός σημαντικού τμήματος της νομολογίας μας, να τοποθετήσει το ζήτημα στη σωστή του διάσταση, θέτοντας απλώς τις υπερνομοθετικές διατάξεις του Συντ., της ΕΣΔΑ και της ΕΕ στη θέση που ο συνταγματικός μας νομοθέτης (28 Συντ.), αλλά και οι διεθνείς μας υποχρεώσεις τις κατατάσσουν έναντι των εθνικών κανόνων.

Σε ένα τέτοιο δυστοπικό νομοθετικό και νομολογιακό περιβάλλον, που δημιουργείται ειδικά στην τακτική διαδικασία, η δημοσιευόμενη εδώ απόφαση του ­Αρείου Πάγου αποτελεί μια λυτρωτική εξέλιξη, που προσδίδει στη νομολογία μας την απολύτως απαραίτητη εξωστρέφειά της. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά, αφού και δικαστές των δικαστηρίων της ουσίας κινήθηκαν με συνέπεια προς την ίδια κατεύθυνση, είναι όμως η σημαντικότερη φορά, καθώς συνοδεύεται από την ερμηνευτική αυθεντία του Ακυρωτικού μας, που γίνεται πράξη αυτό το οποίο παραστατικά διαπιστώνει με την πείρα του ο τ. Έλληνας Δικαστής της χώρας μας στο ΔΕΕ, κ. Μιχαήλ Βηλαράς: «Ο καίριος ρόλος του εθνικού δικαστή στο δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης αναδεικνύεται από την αποστολή του ως εγγυητή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης και ευρύτερα της διαφύλαξης του κράτους δικαίου» (Βηλαράς, Η προώθηση και εμπέδωση του δικαστικού διαλόγου στην ΕΕ, Lex&Forum 2021. 6). Όπως ο ίδιος τονίζει εκεί, «[η] πρόοδος της ευρωπαϊκής ενοποίησης συμβαδίζει με την εμπέδωση του ρόλου του εθνικού δικαστή ως ‘κοινού’ δικαστή της Ένωσης». Τον ρόλο αυτό του «Ευρωπαίου Δικαστή» επιτελεί με τον καλύτερο και πειστικότερο τρόπο η δημοσιευόμενη εδώ απόφαση του Αρείου Πάγου. Με ευθύ και απόλυτα τεκμηριωμένο λόγο αφενός μεν αποδοκιμάζει τις προσκολλημένες στις ιδιοτροπίες του εθνικού νομοθέτη νομολογιακές τάσεις, αφετέρου όμως διαπιστώνει αυθεντικά την αντίθεση των νομοθετικών αυτών επιλογών σε θεμελιώδεις για την κατοχύρωση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αμφοτέρων των διαδίκων υπερνομοθετικές διατάξεις, αναδεικνύοντας την αστήρικτη κομπορρημοσύνη του ημεδαπού νομοθέτη να επιμείνει αδικαιολόγητα στην αναζήτηση ατελέσφορων διεξόδων σε διατάξεις, οι οποίες μόνον δομικά προβλήματα έχουν δημιουργήσει στην πράξη. Με τον τρόπο αυτόν, η σπουδαία αυτή απόφαση του Ακυρωτικού μας καταδεικνύει αλληγορικά, σε σχέση με τη συγκεκριμένη εμμονή του νομοθέτη, αυτό που αντιλήφθηκε το νεαρό αγόρι για τα καινούργια ρούχα του βασιλιά στο γνωστό, ομότιτλο παραμύθι του Hans Christian Andersen.

Πάρις Αρβανιτάκης