Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΟλΣτΕ 1682/2022 - Πλήρες κείμενο

   Εκτύπωση   

ΟλΣτΕ 1682/2022 - Πλήρες κείμενο

Πρόεδρος: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Πρόεδρος του ΣτΕ
Εισηγήτρια: Ά. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος
Δικηγόροι: Αναστασία Καρανίσα, Βασίλειος Κοντός, Αναστασία Ζαφειριάδου (Σύμβουλος ΝΣΚ), Αντώνιος Παπαγεωργίου (Σύμβουλος ΝΣΚ)

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε, καθ’ ερμηνείαν του δικογράφου, η ακύρωση της Φ.11321/37311/1610/13.10.2020 κοινής αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «Επιστροφή ποσών μειώσεων συντάξεων δημοσίου τομέα», (α) καθ’ ο μέρος προβλέπεται και ρυθμίζεται με αυτήν η επιστροφή ποσών που αντιστοιχούν σε μειώσεις μόνον των προβλεπομένων στην παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 κύριων συντάξεων, οι οποίες (μειώσεις) επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και αφορούν το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως την δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12.5.2016), και (β) καθ’ ο μέρος με την προβλεπόμενη στην εν λόγω απόφαση καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν στις ως άνω περικοπές κύριων συντάξεων αποσβέννυνται, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 4 του ν. 4734/2020, επιπλέον αξιώσεις των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα, εφόσον, ως προς τις αξιώσεις αυτές, δεν υπήρχε εκκρεμής δίκη κατά την δημοσίευση του εν λόγω ν. 4734/2020 (8.10.2020). Ο θεσμικός σεβασμός της διοικήσεως και του νομοθέτη προς τη νομολογία των δικαστηρίων, και δη των ανωτάτων, με την έννοια της εφαρμογής της σχετικής αποφάσεως ως νομολογιακού προηγούμενου και στους τελούντες σε όμοιες συνθήκες, αποτελεί, κατ’ αρχήν, ουσιώδη προϋπόθεση για την εμπέδωση του κράτους δικαίου. Όμως, η, υπ’ αυτή την έννοια, «συμμόρφωση» δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου με βάση την κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία αφορά μόνον εκείνους που διετέλεσαν διάδικοι στη σχετική δίκη και νομιμοποιούνται να προβάλλουν παράλειψη, άρνηση ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την δικαστική αυτή απόφαση όχι όμως και τρίτους οι οποίοι δεν υπήρξαν διάδικοι στην οικεία δίκη και οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται σχετικώς. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 108Α του π.δ/τος 1225/1981 που προστέθηκε με το άρθρο 69 του ν. 4055/2012, Α΄ 51 [ήδη δε κατ’ άρθρο 163 του ν. 4700/2020 - Α΄ 127/29.6.2020] «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Διότι, και στην περίπτωση αυτή, κατά το γράμμα και τον σκοπό των σχετικών ρυθμίσεων, η απόφαση επί της εν λόγω δίκης δεσμεύει, όπως ρητώς ορίζεται στον νόμο, μόνον τους διαδίκους της συγκεκριμένης δίκης - τους αρχικούς και τους παρεμβάντες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου - κατά τα λοιπά δε, η σχετική απόφαση, έχοντας εκδοθεί με τον τρόπο και στον χρόνο που προβλέπεται, συμβάλλει στην επιδιωκόμενη ασφάλεια δικαίου, όχι επεκτείνοντας τη δικονομική της δεσμευτικότητα στις όμοιες εν γένει περιπτώσεις, αλλά συνιστώντας γι’ αυτές, ως προς το γενικότερο ζήτημα που επιλύθηκε, επίκαιρη νομολογία του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, η οποία έχει, μάλιστα, εκδοθεί με ειδική προς τούτο διαδικασία και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκδίκαση ομοίων υποθέσεων, αλλά και από την Διοίκηση κατά την αντιμετώπιση ομοίων υποθέσεων. Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος, αν έχει την έννοια ότι ο νομοθέτης ήταν υποχρεωμένος, μετά την δημοσίευση της 1277/2018 αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία εκδόθηκε σε δίκη, στην οποία δεν ήταν διάδικοι οι αιτούσες ενώσεις, να θεσπίσει ρύθμιση, με την οποία να προβλέπει την χορήγηση σε όλα τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, των οποίων οι συντάξεις είχαν υποστεί τις κριθείσες με την απόφαση αυτή ως αντισυνταγματικές περικοπές, ποσά αντίστοιχα με το σύνολο των εν λόγω περικοπών, δηλαδή αντίστοιχα με τις περικοπές που επήλθαν από τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του ν. 4093/2012, με τις οποίες οι περικοπές αυτές επιβλήθηκαν, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα ή είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής των σχετικών (όλων ή ορισμένων) αξιώσεων. Άλλωστε, πέραν του ότι τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, μετά την δημοσίευση της ανωτέρω 1277/2018 αποφάσεως της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορούσαν, επικαλούμενα ως νομολογιακό προηγούμενο την εν λόγω απόφαση, να διεκδικήσουν δικαστικώς ποσά που αντιστοιχούσαν στις ως άνω περικοπές για χρονικά διαστήματα πριν από την 11.6.2015, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή, από την επιλογή του νομοθέτη να προβλέψει με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020, την καταβολή ποσών, που αντιστοιχούν σε περικοπές που επιβλήθηκαν στις κύριες μόνον συντάξεις για συγκεκριμένο ενδεκάμηνο χρονικό διάστημα, και την απόσβεση περικοπών, μειώσεων και καταργήσεων άλλων συνταξιοδοτικών παροχών δυνάμει του ν. 4093/2012 κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, δεν θίγονται, εν πάση περιπτώσει, τυχόν αξιώσεις των συνταξιούχων στρατιωτικών για άλλα χρονικά διαστήματα, εφόσον δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή.

Νομικές διατάξεις: Άρθρα 5 § 1, 95 § 1 Συντ., 1 ΠΠΠΕΣΔΑ, 33 §§ 1, 4 Ν. 4734/2020, 108Α Π.Δ. 1225/1981

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Αντωνόπουλος, Ά. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Π. Μπραΐμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Μ. Σωτηροπούλου, Π. Τσούκας, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Ιφ. Αργυράκη, Β. Ανδρουλάκης, Κ. Μαρίνου, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Μ. Σταματοπούλου, Στ. Λαμπροπούλου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Μ. Σωτηροπούλου και Ιφ. Αργυράκη, καθώς και η Πάρεδρος Στ. Λαμπροπούλου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 7 Δεκεμβρίου 2020 αίτηση:

των: 1. Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «ΕΝΩΣΙΣ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΟΥ» (Ε.Α.Α.Σ.), που εδρεύει στην Αθήνα (...), 2. Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «ΕΝΩΣΙΣ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΝΑΥΤΙΚΟΥ (Ε.Α.Α.Ν.), που εδρεύει στην Αθήνα (...) και 3. Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «ΕΝΩΣΙΣ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ» (Ε.Α.Α.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (...), τα οποία παρέστησαν με τους δικηγόρους: α) Αναστασία Καρανίσα (Α.Μ. ...) και β) Βασίλειο Κοντό (Α.Μ. ...), που τους διόρισαν με πληρεξούσιο και οι οποίοι κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς τους,

κατά των Υπουργών: 1. Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Παρασκευά Χρυσοστομίδη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2. Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ο οποίος παρέστη με τον Χαράλαμπο Μπρισκόλα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,

και κατά του παρεμβαίνοντος Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (...), ο οποίος παρέστη με τους: α. Αναστασία Ζαφειριάδου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους και β. Αντώνιο Παπαγεωργίου, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω της σπουδαιότητάς της κατόπιν της από 8ης Δεκεμβρίου 2020 πράξεως της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδ. α΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή τα αιτούντα νομικά πρόσωπα επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Φ.11321/37311/1610/2020 (ΦΕΚ 4536/Β΄/ 14.10.2020) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ά. Καλογεροπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους αντιπροσώπους του παρεμβαίνοντος Φορέα και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διασκέψεις εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως από τα αιτούντα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, Α΄ 31).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, καθ’ ερμηνείαν του δικογράφου, η ακύρωση της Φ.11321/37311/1610/13.10.2020 κοινής αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «Επιστροφή ποσών μειώσεων συντάξεων δημοσίου τομέα» (Β΄ 4536/14.10.2020), (α) καθ’ ο μέρος προβλέπεται και ρυθμίζεται με αυτήν η επιστροφή ποσών που αντιστοιχούν σε μειώσεις μόνον των προβλεπομένων στην παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 κύριων συντάξεων, οι οποίες (μειώσεις) επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και αφορούν το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως την δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12.5.2016), και (β) καθ’ ο μέρος με την προβλεπόμενη στην εν λόγω απόφαση καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν στις ως άνω περικοπές κύριων συντάξεων αποσβέννυνται, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 4 του ν. 4734/2020, επιπλέον αξιώσεις των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα, εφόσον, ως προς τις αξιώσεις αυτές, δεν υπήρχε εκκρεμής δίκη κατά την δημοσίευση του εν λόγω ν. 4734/2020 (8.10.2020).

3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω σπουδαιότητας, με την από 8.12.2020 πράξη της Προέδρου του.

4. Επειδή, με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν, σε «πρότυπες δίκες» επί αγωγών αποζημιώσεως συνταξιούχων οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, αντισυνταγματικές και αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. οι περικοπές των συντάξεων που επήλθαν με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40), με τις οποίες μειώθηκαν οι κύριες συντάξεις των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως που υπερέβαιναν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν τα 250 ευρώ. Με τις ίδιες αποφάσεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές και οι περικοπές που επήλθαν με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), με τις οποίες αφ’ ενός μεν προβλέφθηκαν περαιτέρω μειώσεις σε ποσοστά από 5% έως και 20%, για τις από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις των ως άνω φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, που υπερέβαιναν είτε αυτοτελώς είτε αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, για το πέραν των 1000 ευρώ ποσό, αφ’ ετέρου δε καταργήθηκαν για όλους τους συνταξιούχους των ανωτέρω οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως τα επιδόματα εορτών και αδείας. Ειδικότερα, οι ως άνω περικοπές των συντάξεων κρίθηκαν αντισυνταγματικές για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε των εν λόγω περικοπών, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε συνέχεια προηγούμενων περικοπών των συντάξεων –οι οποίες κρίθηκαν συνταγματικές– και ενώ είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως, η ειδική μελέτη που περιγράφεται στις προαναφερθείσες αποφάσεις. Συγκεκριμένα, με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι οι διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, που θέσπισαν τις προσβληθείσες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας περικοπές στις συντάξεις, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ότι είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό, με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, χωρίς να έχει προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την υποχρέωση προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Με τις ίδιες αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομελείας, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 10.6.2015, το Δικαστήριο όρισε, ύστερα από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του Ελληνικού Κράτους, ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση των αποφάσεων αυτών και ότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνον για τους ενάγοντες και όσους άλλους είχαν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως των αποφάσεων. Κατά συνέπεια, όπως ρητώς ορίζεται στις αποφάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως των αποφάσεων αυτών (10.6.2015).

5. Επειδή, ακολούθως, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε η 26083/887/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων – Προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων» (Β΄ 1605), κρίθηκε συνταγματικά θεμιτή η επιλογή του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 και της ιδρύσεως ενιαίου φορέα απονομής των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών (Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, Ε.Φ.Κ.Α.), ο οποίος εφαρμόζει ενιαίους κανόνες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των απονεμόμενων στο σύνολο του πληθυσμού συντάξεων, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 κύριων συντάξεων. Με την ίδια απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα και αιτιολογημένη η επιλογή του νομοθέτη, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες, από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/ 2016, στους ήδη κατά την δημοσίευσή του συνταξιούχους, κύριες συντάξεις, στο πλαίσιο του επανυπολογισμού τους, να ορίσει ότι το ύψος των συντάξεων αυτών θα ανέρχεται στο ύψος στο οποίο οι εν λόγω συντάξεις είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές των ανωτέρω διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις 2287 και 2288/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και τούτο, αφενός μεν λόγω της ουσιαστικής συνεισφοράς της εν λόγω νομοθετικής επιλογής στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της διατηρήσεως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου δε ώστε να επωμισθούν και οι παλαιοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με την θεσπιζόμενη με τον ίδιο νόμο αύξηση των εισφορών και τη μείωση των μελλοντικών συντάξεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρυθμίσεως, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξ ίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Κρίθηκε, δηλαδή, συμβατή με το Σύνταγμα η ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με την οποία οι κύριες συντάξεις που καταβάλλονταν κατά τη δημοσίευση του νόμου (παλαιές συντάξεις) θα ανέρχονται στο ύψος, στο οποίο αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (με τις ανωτέρω, δηλαδή, περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012). Ειδικότερα, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω ρύθμιση, η οποία, κατ’ ουσίαν, ισοδυναμούσε με εκ νέου υιοθέτηση με τον ν. 4387/2016 των ανωτέρω περικοπών για τους ήδη κατά τη δημοσίευσή του συνταξιούχους (παλαιούς συνταξιούχους), οι οποίες είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ήταν συνταγματικώς θεμιτή και η θέσπισή της ήταν δικαιολογημένη στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, όχι, δηλαδή, ως μεμονωμένη, αυτοτελής ρύθμιση, επιφέρουσα οριζόντιες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τη θέσπιση των περικοπών αυτών με τις σχετικές διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά ως ρύθμιση εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 και ως τμήμα της εισαχθείσας με αυτόν ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να λαμβάνουν, κατά κανόνα, μικρότερες, σε σχέση με τους παλαιούς συνταξιούχους, συνταξιοδοτικές παροχές. Ομοίως, με την 1890/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψη 20), κρίθηκε κατ' αρχήν συνταγματικώς θεμιτή η εκ νέου κατ' ουσίαν θέσπιση των ως άνω περικοπών στο πλαίσιο επανυπολογισμού και των επικουρικών συντάξεων.

6. Επειδή, στη συνέχεια, με την 1439/2020 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δίκασε σε «πρότυπη» δίκη αγωγή αποζημιώσεως συνταξιούχων (του ιδιωτικού τομέα) του Ε.Φ.Κ.Α. και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) με αίτημα την επιδίκαση σε αυτούς αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στις ανωτέρω περικοπές στις κύριες και στις επικουρικές τους συντάξεις, καθώς και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας, έγινε δεκτό (σκέψη 17) ότι η θεσπισθείσα με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ρύθμιση της συνεχίσεως καταβολής των (κύριων) συντάξεων όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που επήλθαν με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012, για το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και εφεξής είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., όπως κρίθηκε με την 1891/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, και ότι από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και εφεξής οι ως άνω περικοπές έχουν ως νόμιμο έρεισμα τις οικείες διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, από το χρονικό δε αυτό σημείο (12.5.2016) και εφεξής οι περικοπές αυτές είναι νόμιμες. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι (σκέψη 18) η θεσπισθείσα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ρύθμιση της συνεχίσεως καταβολής των συντάξεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που επήλθαν με τις αναφερόμενες στην σκέψη 4 διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, η οποία είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., δεν θεράπευσε την διαγνωσθείσα με τις ανωτέρω 2287 και 2288/2015 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αντισυνταγματικότητα, αλλά ισχύει από την δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από 12.5.2016 και εφεξής και όχι αναδρομικώς∙ δεν ανατρέχει, συνεπώς, στο χρόνο θεσπίσεως των εν λόγω περικοπών και, επομένως, δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το προγενέστερο χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 11.5.2016 υπό την έννοια της αναδρομικής ισχυροποιήσεως των επιβληθεισών με τους ανωτέρω νόμους περικοπών. Κατά συνέπεια, όπως κρίθηκε με την ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου (σκέψη 18), για το ως άνω χρονικό διάστημα ισχύουν τα κριθέντα με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα προσέκρουε, άλλωστε, ευθέως, κατά τα κριθέντα με την ως άνω 1439/2020 απόφαση της Ολομελείας, στις κρίσεις των ανωτέρω 2287 και 2288/2015 αποφάσεων της Ολομελείας περί αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 και θα συνέτρεχε, για τους συνταξιούχους που είχαν ασκήσει σχετικές αγωγές και προσφυγές ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων πριν από τη δημοσίευση των εν λόγω 2287 και 2288/2015 αποφάσεων, περίπτωση απαγορευμένης από το Σύνταγμα επεμβάσεως σε εκκρεμείς δίκες με στόχο την έκβασή τους υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. ή και σε εκδοθείσες ήδη αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων οι οποίες έχουν ακολουθήσει τα κριθέντα με τις ως άνω 2287 και 2288/2015 αποφάσεις προκειμένου για περικοπές, επιβληθείσες με βάση τους ανωτέρω νόμους, για χρονικά διαστήματα πριν από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016. Στις σκέψεις αυτές της ως άνω αποφάσεως στηρίχθηκαν και οι 1440, 1441, 1442 και 1443 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αιτήσεων αναιρέσεως του Ε.Φ.Κ.Α. κατά αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων οι τρεις πρώτες και επί προδικαστικού ερωτήματος η τελευταία που αφορούσαν τις ίδιες ως άνω περικοπές.

7. Επειδή, σε αντίθεση με όσα έγιναν δεκτά για τις περικοπές του ν. 4051/2012 ως προς τις συντάξεις του ιδιωτικού τομέα (ΣτΕ 2287-2288/2015 Ολομ.), οι (όμοιες) περικοπές στις συντάξεις του δημοσίου τομέα του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 4051/2012 (περικοπή από 1.1.2012 του άνω των 1.300 ευρώ ποσού της κύριας συντάξεως κατά ποσοστό 12%) κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα και με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. Πρακτικά της 5ης Γενικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 29ης Μαρτίου 2017). Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020, το οποίο παρατίθεται κατωτέρω στη σκέψη 14, δεν προβλέπεται επιστροφή ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές των συντάξεων του δημόσιου τομέα με βάση τις διατάξεις του ν. 4051/2012, αλλά μόνον αυτών που έγιναν με βάση το ν. 4093/2012. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τις περικοπές και μειώσεις του ν. 4093/2012, οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι υπέστησαν στις καταβαλλόμενες σε αυτούς συντάξεις αφενός μεν τις μειώσεις που επήλθαν στις συντάξεις όλων των συνταξιούχων του Δημοσίου (αντίστοιχες με τις μειώσεις στις συντάξεις του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή περικοπή από 1.1.2013 του άνω των 1.000 ευρώ ποσού της μηνιαίας συντάξεως ή του αθροίσματος των μηνιαίων συντάξεων και μερισμάτων κατά ποσοστό από 5% έως 20%) (άρθρο πρώτο παρ. Β υποπαρ. Β.3) και την κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας (άρθρο πρώτο παρ. Β υποπαρ. Β.4), αφετέρου δε τις μειώσεις που επήλθαν στις συντάξεις τους συνεπεία (ως παρακολούθημα) των μειώσεων των αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών [τούτο δε ίσχυε και για άλλα ειδικά μισθολόγια], οι οποίες (μειώσεις των αποδοχών) θεσπίσθηκαν με τις μισθολογικές διατάξεις του ν. 4093/2012 (άρθρο πρώτο παρ. Γ. υποπαρ. Γ.1 περ. 31-33 και παρ. 37). Οι τελευταίες αυτές μειώσεις επιβλήθηκαν στις συντάξεις των στρατιωτικών συνταξιούχων λόγω του ισχύοντος τότε κανόνα της ευθείας συνδέσεως των συντάξεών τους με τις αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών και της αυτόματης αναπροσαρμογής του ύψους των συντάξεων σε περίπτωση αναπροσαρμογής των αποδοχών ενεργείας, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007, Α΄ 210, ρήτρα αναπροσαρμογής).

8. Επειδή, με την 1277/2018 απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία εκδόθηκε σε πρότυπη δίκη επί αγωγής συνταξιούχου του Δημοσίου, ο οποίος είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να του καταβάλει, εντόκως, το ποσό κατά το οποίο είχε περιορισθεί, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18), η σύνταξή του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2015, κρίθηκε ότι η διάταξη αυτή, με την οποία μειώθηκαν, για πέμπτη φορά, από 1.1.2013, οι μηνιαίες συντάξεις του Δημοσίου ή το άθροισμα μηνιαίων συντάξεων και μερισμάτων που υπερέβαιναν τα 1.000 ευρώ, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, αναλόγως του ύψους της συντάξεως, με κατοχύρωση κατώτατου ορίου εναπομείνασας συντάξεως μετά την εφαρμογή εκάστου ποσοστού μειώσεως, αντίκειται προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και προς τις από αυτά απορρέουσες αρχές της ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας καθώς και προς την συνταγματική αρχή της αναλογίας συντάξεως και αποδοχών ενεργείας, όπως αυτή ισχύει για τους συνταξιούχους του Δημοσίου. Περί της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου πρώτου παρ. Β υποπαρ. Β.4 του ως άνω ν. 4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου κατ’ αντιστοιχία με τα κριθέντα με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα επιδόματα εορτών και αδείας των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα.

9. Επειδή, εξάλλου, με τις 2192-2196/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τις οποίες η απόφαση 2192/2014 εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως των ήδη αιτουσών ενώσεων αποστράτων των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, κρίθηκε ότι οι διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν, αναδρομικώς από 1.8.2012, οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, τις οποίες ελάμβαναν δυνάμει των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/ 2003 (Α΄ 297), καθώς και της απολύτως συναφούς προς αυτές διατάξεως της περιπτώσεως 37 της αυτής υποπαραγράφου, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η εκεί προσβληθείσα υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (3017 Β΄/14.11.2012), ήταν αντίθετες τόσο προς την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών, η οποία απορρέει εμμέσως από τα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος, όσο και προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό ακυρώθηκε η ανωτέρω προσβληθείσα υπουργική απόφαση, που αφορούσε την επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων των απόστρατων αξιωματικών και ανθυπασπιστών των ενόπλων δυνάμεων λόγω της αναδρομικής από 1.8.2012 έως την εφαρμογή του ως άνω νόμου μειώσεως των αποδοχών των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, κατά το μέρος που στηριζόταν στις ανωτέρω αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες διατάξεις του ν. 4093/2012. Στη συνέχεια, με το άρθρο 86 του ν. 4307/2014 (Α΄ 246/15.11.2014) αναπροσαρμόστηκαν από 1.8.2012 οι αποδοχές των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας σε επίπεδα ανώτερα μεν εκείνων που ελάμβαναν υπό την ισχύ του αντισυνταγματικού ν. 4093/2012, κατώτερα όμως εκείνων που είχαν διαμορφωθεί πριν την 1.8.2012 δυνάμει των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003. Με τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι ρυθμίσεις αυτές μισθολογικής αποκαταστάσεως των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατά το αναδρομικό τους κεφάλαιο, συνιστούσαν πλημμελή συμμόρφωση προς τις προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου και επομένως ήταν αντίθετες προς το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, ενώ κατά το μέρος που αναπροσάρμοζαν τις τρέχουσες αποδοχές για το μέλλον ήταν αντίθετες προς την απορρέουσα εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 9 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών. Με την αιτιολογία αυτή ακυρώθηκε με τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου η εκεί προσβληθείσα υπ’ αριθμ. οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17.11.2014 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 3093), που είχε εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 86 παρ. 3 του ν. 4307/2014 και με την οποία είχε καθοριστεί ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής στα εν ενεργεία στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και στους απόστρατους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές των ενόπλων δυνάμεων και συνταξιούχους των σωμάτων ασφαλείας των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών διαφορών που προέκυπταν από την αναδρομική από 1.8.2012 αναπροσαρμογή των αποδοχών ενεργείας με τις διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014. [Λόγω δε της ακυρώσεως της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως με τις ως άνω 1125 και 1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την 258/2018 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου καταργήθηκε δίκη που αφορούσε την ακύρωση της ίδιας ως άνω υπουργικής αποφάσεως].

10. Επειδή, πριν την δημοσίευση των αναφερομένων στην προηγούμενη σκέψη ακυρωτικών αποφάσεων, από τις οποίες η απόφαση 1128/2016 εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως των ήδη αιτουσών τριών ενώσεων αποστράτων αξιωματικών, δημοσιεύθηκε ο προαναφερθείς (σκέψεις 5 και 6) ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος» (Α΄ 85/12.5.2016), με τις διατάξεις του οποίου αναμορφώθηκε ριζικά το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, δημιουργήθηκε ενιαίος φορέας για την απονομή της κύριας συντάξεως, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), εντάχθηκαν σ’ αυτόν όλοι οι φορείς ασφαλίσεως και θεσπίσθηκαν ενιαίοι κανόνες για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, προβλέφθηκε δε ανακαθορισμός των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων, μεταξύ των οποίων και των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Ειδικότερα, με το άρθρο 4 του ως άνω νόμου ρυθμίσθηκαν τα ζητήματα υπαγωγής στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, καθώς και των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, ως εξής: «1.α. Από 1.1.2017 οι τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου …, καθώς και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπάγονται για κύρια σύνταξη στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α) … και οι συντάξεις τους κανονίζονται και καταβάλλονται με βάση τις ρυθμίσεις του παρόντος. β. Για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, καθώς και για τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. 2. …». Περαιτέρω, με το άρθρο 6 παρ. 4 του ως άνω νόμου ορίσθηκε ότι: «Ειδικά, για τα στελέχη των ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος, οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4, τίθενται σε ισχύ από 1.7.2016…» και με το άρθρο 14 αυτού, το οποίο έχει τον τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», ορίσθηκε ότι: «1.α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. β. … 2.α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις. ... β. Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3. … 3.α… β. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στην περίπτωση α΄ ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται. 4. …».

11. Επειδή, ακολούθως, δημοσιεύθηκε ο ν. 4575/2018 (Α΄ 192/ 14.11.2018). Στο άρθρο 10 του νόμου αυτού, με τίτλο «Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στα στελέχη Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας», ορίζεται ότι: «1. Στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής και για όσο χρόνο αυτά ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και 31.12.2016, καταβάλλεται εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31.7.2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν με βάση το άρθρο 86 του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Το χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και 31.12.2016. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζεται ο χρόνος, η διαδικασία, οι προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις κρατήσεις και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα σχετικά με την καταβολή του ποσού της προηγούμενης παραγράφου. 3. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν τις αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, οι οποίες έχουν ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 155 του ν. 4472/ 2017 (Α΄ 74)». Περαιτέρω, στο άρθρο 15 του ίδιου ως άνω νόμου, με τίτλο «Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού σε συνταξιούχους», ορίζεται ότι: «1. Στους συνταξιούχους των κατηγοριών προσωπικού των άρθρων 10 έως 14 καταβάλλεται εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της μηνιαίας σύνταξης που θα δικαιούνταν να λάβουν, εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι μισθολογικές διατάξεις του ν. 4093/2012 και αυτής που πράγματι τους κατεβλήθη κατ’ εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο π.δ. 169/2007 (Α΄ 210). Το χρηματικό αυτό ποσό υπολογίζεται με αναφορά στα αντίστοιχα για κάθε κατηγορία συνταξιούχων χρονικά διαστήματα, που προβλέπονται στα άρθρα 10 έως 14 και μέχρι το χρονικό σημείο υπαγωγής τους στις διατάξεις του ν. 4387/2016. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται ο χρόνος, η διαδικασία, οι προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις κρατήσεις και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα, σχετικά με την καταβολή του χρηματικού ποσού της προηγούμενης παραγράφου. 3. Η καταβολή του ποσού της προηγούμενης παραγράφου δεν επηρεάζει, το ύψος της καταβαλλόμενης σύνταξης που έχει ληφθεί υπόψη για τον επανυπολογισμό και την αναπροσαρμογή που προβλέπεται στο άρθρο 14 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85)». Κατ’ εξουσιοδότηση της παρατεθείσης ανωτέρω παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 4575/2018 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 170285/0092/2018 απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών με τίτλο: «Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στα πρόσωπα του άρθρου 15 του ν. 4575/2018» (Β΄ 5503/7.12.2018), η οποία θεσπίζει τις λεπτομέρειες καταβολής των προβλεπομένων στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου 15 χρηματικών ποσών, μεταξύ άλλων, στους συνταξιούχους πρώην στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.

12. Επειδή, μετά την δημοσίευση των 1125-1128/2016 αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ορισμένοι διάδικοι των σχετικών δικών άσκησαν, κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και του π.δ/τος 61/2004 (Α΄ 54), αιτήσεις για την διαπίστωση της μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις εν λόγω ακυρωτικές αποφάσεις. Επιλαμβανόμενο της αιτήσεως των ήδη αιτουσών ενώσεων αποστράτων αξιωματικών το Τριμελές Συμβούλιο Συμμορφώσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε την 21/2019 απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η Διοίκηση συμμορφώθηκε προς την 1128/2016 ακυρωτική απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι από την ακυρωτική απόφαση απέρρεε η υποχρέωση καταβολής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούσαν στη διαφορά μεταξύ των συντάξεων που οι απόστρατοι των ενόπλων δυνάμεων ελάμβαναν πριν την 1.8.2012 και των συντάξεων που πράγματι τους καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της ακυρωθείσης με την ανωτέρω απόφαση κοινής υπουργικής αποφάσεως, η υποχρέωση δε αυτή οριοθετείται από την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 4387/2016 και την υπαγωγή των στρατιωτικών συνταξιούχων στις συνταξιοδοτικές διατάξεις του Ε.Φ.Κ.Α., χωρίς να είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο διαγνώσεως, στο πλαίσιο της διαδικασίας συμμορφώσεως, ζητήματα ερμηνείας, εφαρμογής ή συνταγματικότητας των διατάξεων του νεότερου συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Ενόψει τούτων, κρίθηκε ότι, εφόσον, κατόπιν των προεκτεθεισών διατάξεων του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 4575/2018, με την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα κοινή υπουργική απόφαση προβλέφθηκε η καταβολή στους απόστρατους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων για το ανωτέρω χρονικό διάστημα (από 1.8.2012 έως 31.12.2016) εφ’ άπαξ χρηματικού ποσού, που αντιστοιχεί στις διαφορές συντάξεων μεταξύ της μηνιαίας συντάξεως που θα δικαιούνταν να λάβουν εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι μισθολογικές διατάξεις του ν. 4093/2012 και αυτής που πράγματι τους καταβλήθηκε, η Διοίκηση συμμορφώθηκε προς την 1128/2016 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

13. Επειδή, ακολούθως, με την 668/2021 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως των ήδη αιτουσών ενώσεων, κρίθηκαν τα εξής (σκέψη 12): «[Μ]ε την … διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 4387/2016 καταργούνται οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, με τις οποίες προβλεπόταν αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων, που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στο άρθρο 14 του ν. 4387/2016 ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις. Συνεπώς, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του ν. 4387/2016 η ρήτρα αναπροσαρμογής των συντάξεων, μεταξύ άλλων, των αποστράτων στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων λόγω τροποποιήσεως των μισθολογικών διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για τους εν ενεργεία στρατιωτικούς, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 34 παρ. 3 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007, Α΄ 210), καταργείται. Εξάλλου, εκ της συμμορφώσεως προς την 1128/2016 ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις μισθολογικής αποκαταστάσεως των εν ενεργεία στρατιωτικών του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, ναι μεν απορρέουν συνταξιοδοτικής φύσεως συνέπειες με βάση την ρήτρα αναπροσαρμογής των συντάξεων από τις οποίες επωφελούνται οι απόστρατοι, στην ανωτέρω, όμως, ακυρωτική απόφαση δεν διατυπώνεται κρίση σχετικά με τη συνταγματική κατοχύρωση της συνδέσεως των συντάξιμων αποδοχών των απόστρατων με τον αντίστοιχο μισθό ενεργείας, η οποία είχε θεσπιστεί νομοθετικά και, συνεπώς, από το δεδικασμένο της ως άνω αποφάσεως δεν προκύπτει υποχρέωση διατηρήσεως της ανωτέρω ρήτρας αναπροσαρμογής. Άλλωστε, η ως άνω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 4387/2016, θεσπισθείσα πριν από τη δημοσίευση της 1128/2016 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνιστά αφηρημένη ρύθμιση με πάγιο χαρακτήρα εντασσόμενη στο πλέγμα των ρυθμίσεων του ν. 4387/2016 και, πάντως, δεν προκύπτει ότι εισήχθη για να καταστήσει εν μέρει ανενεργή την υποχρέωση συμμορφώσεως προς την ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, οι προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 4387/2016 οριοθετούν την εκ της 1128/2016 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας υποχρέωση συμμορφώσεως, περιορίζοντας νομίμως την υποχρέωση αυτή έως το χρόνο κατάργησης της ρήτρας αναπροσαρμογής των συντάξεων των αποστράτων με βάση τις αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών και υπαγωγής τους στις συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016. Ενόψει των ανωτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 4575/2018, με τις οποίες προβλέφθηκε ότι το καταβαλλόμενο βάσει του άρθρου αυτού ποσό υπολογίζεται μέχρι το χρονικό σημείο υπαγωγής των συνταξιούχων στις διατάξεις του ν. 4387/2016 δεν αντίκεινται στην υποχρέωση συμμορφώσεως προς την ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εφόσον δε με την προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. [170285/0092/5.12.2018 απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών], η οποία έχει έρεισμα τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 15 του ν. 4575/2018, εξειδικεύονται ζητήματα που αφορούν την καταβολή του εφάπαξ χρηματικού ποσού της παρ. 1, προβλέπεται, δηλαδή, η καταβολή στους απόστρατους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές των ενόπλων δυνάμεων εφάπαξ χρηματικού ποσού, το οποίο καλύπτει τη διαφορά μεταξύ των συντάξεων, που οι απόστρατοι δικαιούνταν να λάβουν βάσει των ειδικών μισθολογικών διατάξεων των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, και των συντάξεων, που έλαβαν κατ’ εφαρμογή των αντισυνταγματικών μισθολογικών διατάξεων του νεότερου ν. 4307/2014, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 30.6.2016 [δεδομένου ότι από 1.7.2016 οι ανωτέρω υπήχθησαν στις διατάξεις του ν. 4387/2016 (βλ. άρθρα 6 παρ. 4 και 4 παρ. 1 και 2 του ν. 4387/2016 ...], η Διοίκηση συμμορφώθηκε πλήρως προς την 1128/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου ...». Κατόπιν τούτου δε, με την ανωτέρω απόφαση 668/2021 του Δικαστηρίου απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως, που είχαν ασκήσει οι και ήδη αιτούσες ενώσεις κατά της προαναφερθείσης υπ’ αριθμ. 170285/0092/5.12.2018 κοινής υπουργικής αποφάσεως.

14. Επειδή, με το άρθρο 33, με τίτλο «Καταβολή ποσών μειώσεων συντάξεων Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ.», του ν. 4734/2020 (Α΄ 196/8.10.2020) ορίζονται τα εξής: «1. Ποσά τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων συντάξεων συνταξιούχων του Δημοσίου, οι οποίες επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και αφορούν το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), καταβάλλονται άτοκα στους δικαιούχους. 2. Τα καταβαλλόμενα ποσά της παρ. 1 είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη προς τη Φορολογική Διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τα Ασφαλιστικά Ταμεία ή τα Πιστωτικά Ιδρύματα. Κατά την καταβολή των ποσών της παρ. 1 δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), ούτε παρακράτηση ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ρυθμίζονται ο τρόπος, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες καταβολής των προς επιστροφή ποσών, η οποία ολοκληρώνεται έως την 31η Δεκεμβρίου 2020. 4. Με την καταβολή των ποσών της παρ. 1 οι αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις κύριων, επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, για το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, δυνάμει του ν. 4093/2012, αποσβένονται. 5. Η παρ. 4 δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων δίκες κατά τον χρόνο της δημοσίευσης του παρόντος, ως προς τις αξιώσεις που υπερβαίνουν το καταβαλλόμενο ποσό της παρ. 1. 6. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, ...». Είχε προηγηθεί ρύθμιση αντίστοιχου περιεχομένου για τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα και συγκεκριμένα το άρθρο 114 («Καταβολή ποσών μειώσεων συντάξεων ιδιωτικού τομέα») του ν. 4714/2020 (Α΄ 148/31.7.2020), το οποίο αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το παρομοίου περιεχομένου άρθρο 34 του ίδιου ως άνω ν. 4734/2020.

15. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν οι διατάξεις του μετέπειτα άρθρου 114 του ν. 4714/2020, οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, ήταν παρόμοιες με τις διατάξεις του άρθρου 34 του μετεγενέστερου ν. 4734/2020, αναφέρονται τα εξής: «Με τις υπ’ αρ. 1439/2020, 1440/2020, 1441/2020 και 1443/2020 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και με τις προγενέστερες υπ’ αρ. 2287/2015 και 2288/2015 αποφάσεις του ως άνω Δικαστηρίου, κρίθηκε η συνταγματικότητα διατάξεων των νόμων 4051/2012 ... και 4093/2012 ... Με την παρούσα ρύθμιση, συμφώνως με τα κριθέντα με τις προαναφερόμενες αποφάσεις ... καταβάλλονται ποσά στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, προς αποκατάσταση των μειώσεων που επιβλήθηκαν με τους παραπάνω νόμους και αίρεται με τον τρόπο αυτό το σωρευτικό αποτέλεσμα των ανωτέρω μειώσεων και περικοπών στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων. Με την καταβολή των άνω σημαντικών ποσών, η οποία αφορά το σύνολο των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι αξιώσεις των συνταξιούχων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις κυρίων και επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 ... αποσβέννυνται. ... Η ανωτέρω ρύθμιση εμφορείται από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας και εξυπηρετεί τη δίκαιη εξισορρόπηση τόσο των συμφερόντων της παραπάνω κατηγορίας πολιτών, όσο και του συνόλου του πληθυσμού της Χώρας, το οποίο υφίσταται ήδη τις συνέπειες της απρόβλεπτης πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19. Αποτελεί κοινό τόπο ότι για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας έχουν ληφθεί και συνεχίζουν να λαμβάνονται πρωτόγνωρα σε ύψος οικονομικά μέτρα στήριξης της κοινωνίας, της δημόσιας υγείας και της οικονομίας, με αβέβαιο, μάλιστα, χρονικό ορίζοντα, που επιβαρύνουν σημαντικά τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας. Ειδικότερα, στον Προϋπολογισμό του 2020 προβλεπόταν ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας κατά 2,8% για το τρέχον έτος, πρωτογενές πλεόνασμα σύμφωνα με τους στόχους της ενισχυμένης εποπτείας 3,58% και χρέος γενικής κυβέρνησης 167% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις θερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπεται ύφεση 9% για την Ελληνική Οικονομία κατά το τρέχον έτος. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Μαΐου 2020, προβλέπεται πρωτογενές έλλειμμα 3,5% του ΑΕΠ, ενώ σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπεται το χρέος να ανέλθει σε 196,4% του ΑΕΠ. Στα ανωτέρω δεν έχουν ληφθεί υπόψη επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας που ελήφθησαν εκ των υστέρων, ούτε το δημοσιονομικό κόστος της παρούσας ρύθμισης. Τέλος, επισημαίνεται, ότι εν όψει της γενικότερης υποχρεώσεως του νομοθέτη για "προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης" (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), η Πολιτεία στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της, πέραν της παρούσας αποκαταστατικής ρυθμίσεως για την ευάλωτη κατηγορία των συνταξιούχων της χώρας, λαμβάνει υποστηρικτικά μέτρα τόσο για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς πανδημίας, όσο και για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών και αμυντικών αναγκών». Με την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν οι διατάξεις τόσο του άρθρου 34 του ν. 4734/2020, με το οποίο αντικαταστάθηκε, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, από τότε που ίσχυσε το αφορών τους συνταξιούχους του ιδιωτικού δικαίου άρθρο 114 του ν. 4714/2020, όσο και του διέποντος την ήδη κρινόμενη υπόθεση άρθρου 33 του ίδιου νόμου, που αφορά συνταξιούχους του Δημοσίου (και τους διεπόμενους από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς), αναφέρονται τα εξής ως προς τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 33: «Με το άρθρο 114 του ν. 4714/2020 … θεσπίστηκε η καταβολή ποσών στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα για το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 … Με την προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπεται η καταβολή ποσών και στους συνταξιούχους του Δημοσίου κατ’ αντιστοιχία με τη νομοθετική πρόβλεψη για τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, προς αποκατάσταση των μειώσεων που επιβλήθηκαν στις κύριες συντάξεις τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου πρώτου υποπαρ. Β3 του ν. 4093/3012 …, λαμβανομένων παράλληλα υπόψιν των Πρακτικών της 5ης Γενικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 29ης.03.2017, σύμφωνα με τα οποία οι μειώσεις των κύριων συντάξεων δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 4051/2012 … κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα. Ειδικότερα, στην παρ. 1 της παρούσας ρύθμισης ορίζεται ότι τα ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων συντάξεων συνταξιούχων του Δημοσίου δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. Β υποπαρ. Β3 του ν. 4093/2012 και αφορούν το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 …, θα καταβληθούν άτοκα στους δικαιούχους, έτσι ώστε να αρθεί το σωρευτικό αποτέλεσμα των ανωτέρω μειώσεων και περικοπών στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων και για τους συνταξιούχους του Δημοσίου. Η ανωτέρω ρύθμιση εμφορείται από τις αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), αλλά και της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας. Προσέτι, η παρούσα ρύθμιση εξυπηρετεί τη δίκαιη εξισορρόπηση τόσο των συμφερόντων των θιγόμενων συνταξιούχων, όσο και του συνόλου του πληθυσμού της Χώρας, το οποίο υφίσταται τις δυσμενείς συνέπειες της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης εξαιτίας της απρόβλεπτης διασποράς του κoρωνοϊού COVID-19 στη Χώρα. … Στην παρ. 2 του προτεινόμενου άρθρου ορίζεται ότι τα καταβαλλόμενα ποσά είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη, προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους δήμους, τις περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα. Το ανεκχώρητο και ακατάσχετο των ποσών αυτών θεσπίζεται, προκειμένου να προστατευθεί περαιτέρω το εισόδημα των συνταξιούχων ...». Στη συνέχεια στην αιτιολογική έκθεση παρατίθενται οι ρυθμίσεις των λοιπών παραγράφων του μετέπειτα άρθρου 33, αναφέρεται ότι «Το ανωτέρω πλέγμα ρυθμίσεων κρίνεται αναγκαίο εν όψει των σημερινών δημοσιονομικών δυνατοτήτων», επαναλαμβάνονται τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν οι διατάξεις του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, προστίθεται δε ότι: «... η Πολιτεία, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της, πέραν της παρούσας αποκαταστατικής ρυθμίσεως για την ευάλωτη κατηγορία των συνταξιούχων της χώρας, υποχρεούται να λαμβάνει υποστηρικτικά μέτρα, σημαντικού δημοσιονομικού κόστους, τόσο για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς πανδημίας, όσο και για τη διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. Παράλληλα, καθίσταται αδήριτη η ανάγκη για ενίσχυση των αμυντικών συστημάτων της χώρας μας ... Επομένως, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι εναρμονισμένες τόσο με τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα της εθνικής μας οικονομίας, όσο και με τις επιτακτικές εθνικές αναγκαιότητες της χώρας».

16. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση των προπαρατεθείσης διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση (Κ.Υ.Α.) για την επιστροφή ποσών μειώσεων συντάξεων του δημοσίου τομέα. Με την απόφαση αυτή ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1 («Πεδίο Εφαρμογής»): «Επιστρέφονται αναδρομικά ποσά συντάξεων που αντιστοιχούν στις πραγματοποιηθείσες μειώσεις των κύριων συντάξεων για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως και 12.05.2016, οι οποίες θεσπίστηκαν με τις διατάξεις της υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222)». Άρθρο 2 («Δικαιούχοι»): «1. Δικαιούχοι επιστροφής αναδρομικών ποσών είναι οι κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 1 της παρούσας συνταξιούχοι του Δημοσίου και οι συνταξιούχοι υπάλληλοι των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο, είτε τους οικείους φορείς, καθώς και οι συνταξιούχοι υπάλληλοι του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276) και οι οποίοι εντάχθηκαν στον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), καθώς και οι συνταξιούχοι της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4387/2016. 2. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου της παραγράφου 1, δικαιούχοι καθίστανται οι νόμιμοι κληρονόμοι κατά το ποσοστό του κληρονομικού τους δικαιώματος, με υποβολή αίτησης και των απαραίτητων δικαιολογητικών σε ηλεκτρονική πλατφόρμα του e-ΕΦΚΑ. 3. Για τους δικαιούχους της προηγούμενης παραγράφου πραγματοποιείται απολογιστικός δειγματοληπτικός έλεγχος. ...». Άρθρο 3 («Ειδικότερες περιπτώσεις»): «1. Σε περίπτωση λήψης μίας κύριας και μίας επικουρικής σύνταξης, επιστρέφεται στο δικαιούχο μόνο το ποσό που αφορά στην περικοπή που έχει διενεργηθεί βάσει των ανωτέρω διατάξεων στην κύρια σύνταξη. 2. Σε περίπτωση λήψης δύο κύριων συντάξεων, μία εκ των οποίων από μη αναγραφόμενο στο άρθρο 2 της παρούσας φορέα, επιστρέφονται στον δικαιούχο τα ποσά που αφορούν στην μείωση που έχει διενεργηθεί βάσει των ανωτέρω διατάξεων στην κύρια σύνταξη που εμπίπτει στις διατάξεις της παρούσας». Άρθρο 4 («Φορέας καταβολής»): «1. Ο e-ΕΦΚΑ, στον οποίο περιήλθαν σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 οι εν γένει αρμοδιότητες που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου διενεργεί επιστροφές στους συνταξιούχους που υπάγονται σε αυτόν, καθώς και στους συνταξιούχους της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4387/2016». Άρθρο 5 («Τρόπος και χρόνος καταβολής»): «1. Η καταβολή των επιστρεπτέων από τον e-ΕΦΚΑ ποσών γίνεται με εφάπαξ καταβολή μέχρι την 31η.12.2020. 2. Το μικτό ποσό που προκύπτει μετά τον υπολογισμό των επιστρεπτέων ποσών, υπόκειται σε κράτηση για υγειονομική περίθαλψη ... 3. Τα ανωτέρω ποσά καταβάλλονται άτοκα στους δικαιούχους. 4. Τα ανωτέρω ποσά είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων. Δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα Πιστωτικά Ιδρύματα. 5. Κατά την καταβολή των ποσών δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167). 6. Κατά την καταβολή των ποσών δεν διενεργείται παρακράτηση ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, ...».

17. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει ο Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.). Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του ν. 4670/ 2020 (Α΄ 43/28.2.2020) προστέθηκε στον ν. 4387/2016 άρθρο 51Α, η παρ. 1 του οποίου ορίζει τα εξής: «Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)” μετονομάζεται από την 1.3.2020 σε “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης”, αποκαλούμενος στο εξής “e-Ε.Φ.Κ.Α.”. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)”, νοείται ο “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α)”». Εξ άλλου, στο προεκτεθέν άρθρο 4 παρ. 1 της προσβαλλομένης Κ.Υ.Α., υπό τον τίτλο «Φορέας καταβολής», ορίζεται ότι ο e-ΕΦΚΑ, στον οποίο περιήλθαν, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016, οι εν γένει αρμοδιότητες που αφορούν στις συντάξεις του Δημοσίου διενεργεί επιστροφές στους συνταξιούχους που υπάγονται σε αυτόν. Προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του, ο παρεμβαίνων e-Ε.Φ.Κ.Α. προβάλλει ότι η τυχόν αποδοχή της κρινομένης αιτήσεως θα έχει τεράστιες οικονομικές συνέπειες για τον προϋπολογισμό και τη βιωσιμότητα του ισχύοντος κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Τούτο δε διότι, κατά τα προβαλλόμενα, η τυχόν καταβολή ποσών πέραν εκείνων που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 θα έχει ως συνέπεια η καθαρή θέση του κλάδου κύριας ασφαλίσεως και λοιπών παροχών του φορέα να υποστεί σοβαρότατη μείωση, δοθέντος ότι στον εγκεκριμένο προϋπολογισμό έτους 2021 από το εποπτεύον Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δεν έχει εγγραφεί σχετική κρατική επιχορήγηση ούτε αντίστοιχη πρόβλεψη δαπάνης, ενώ οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του covid-19 περιορίζουν τις δυνατότητες κρατικής συμμετοχής στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Με τα δεδομένα αυτά, παραδεκτώς παρεμβαίνει, ζητώντας την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως, ο e-Ε.Φ.Κ.Α.

18. Επειδή, οι αιτούσες ενώσεις αποστράτων αξιωματικών των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων (Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας), που αποτελούν, κατά το άρθρο 1 του ν. 1171/1972 «Περί Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων» (Α΄ 82), νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και έχουν, μεταξύ άλλων, ως καταστατικό σκοπό «[την] επιμέλεια των συμφερόντων και [την] παρακολούθηση και διεκπεραίωση των γενικών ζητημάτων των μελών αυτών» (βλ. άρθρο 2 εδ. γ του ν. 1171/1972), με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, προβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ρυθμίζει την μερική μόνον καταβολή διαφορών συντάξεων στους στρατιωτικούς συνταξιούχους που αποτελούν μέλη τους (πρβ. ΣτΕ Ολομ. 668/2021, 1128/2016, 2192/2014). Τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα από τον καθ’ ου Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και τον παρεμβαίνοντα e-E.Φ.K.A. και ειδικότερα ότι το έννομο συμφέρον των αιτουσών ενώσεων θα έπρεπε να είναι εξατομικευμένο, υπό την έννοια ότι για την παραδεκτή άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν αρκεί η απλή αναφορά στους καταστατικούς τους σκοπούς, ούτε το γεγονός ότι ενεργούν αδιακρίτως για λογαριασμό όλων των μελών τους, είτε αυτά έχουν σχετική εκκρεμή δίκη κατά την δημοσίευση του ν. 4734/2020 είτε όχι, αλλά απαιτείτο να γίνει ειδική αναφορά των συγκεκριμένων μελών τα οποία δεν έχουν ασκήσει αγωγές, προκειμένου να διαπιστωθεί το έννομο συμφέρον των αιτουσών ενώσεων να ασκήσουν την κρινόμενη αίτηση προς προάσπιση των συμφερόντων των εν λόγω μελών, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ενόψει, μάλιστα, του ότι οι αιτούσες ενώσεις επιδιώκουν, καθ’ ερμηνείαν του δικογράφου, την ακύρωση της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως και κατά το μέρος που με αυτήν δεν προβλέπεται και δεν ρυθμίζεται η επιστροφή ποσών που αντιστοιχούν σε άλλες, πλην τις αφορώσες σε περικοπές, κατ’ εφαρμογή της υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, κύριων συντάξεων για το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 12.5.2016, αξιώσεις σε όλους τους συνταξιούχους, ανεξαρτήτως αν είχαν ασκήσει ή όχι έως την δημοσίευση του ν. 4734/2020 σχετικά ένδικα βοηθήματα.

19. Επειδή, η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α., εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 33 του ν. 4734/2020, δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, αλλά, προς συμπλήρωση των περιεχομένων σε αυτό βασικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, περιέχει και νέες ρυθμίσεις, λεπτομερειακού χαρακτήρα, οι οποίες αφορούν στον καθορισμό του τρόπου και της διαδικασίας καταβολής των προς επιστροφή ποσών κύριων συντάξεων στους συνταξιούχους του δημοσίου τομέα. Ως εκ τούτου, είναι πράξη κανονιστικού περιεχομένου, η οποία έχει εκτελεστό χαρακτήρα και προσβάλλεται παραδεκτώς, από την άποψη αυτή, με την κρινόμενη αίτηση κατά το μέρος που περιορίζεται, ενόψει αντίστοιχης ρυθμίσεως του εξουσιοδοτικού νόμου, στην καταβολή ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές κύριων συντάξεων, που επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της υποπαρ. Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και αφορούν το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 12.5.2016.

20. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι ο χρονικός περιορισμός (από 11.6.2015 και 12.5.2016) που τίθεται με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νόμιμος, διότι, ειδικά για τους στρατιωτικούς συνταξιούχους, ο ν. 4387/2016 εφαρμόζεται σε όσους συνταξιοδοτούνται από 1.1.2017 και εφεξής, ενώ για τους ήδη συνταξιούχους ο χρόνος υπαγωγής στο νόμο αυτό είναι η 1.1.2019, ενόψει του ότι κατά το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α του ως άνω νόμου μέχρι την 31.12.2018 οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις. Ως εκ τούτου, κατά τις αιτούσες, απώτερο χρονικό σημείο, μέχρι το οποίο θα πρέπει να επιστραφούν τα ποσά των μειώσεων των κύριων συντάξεων, που επιβλήθηκαν με την υποπαράγραφο Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, έπρεπε να οριστεί όχι η 12.5.2016 αλλά η 31.12.2018. Εξάλλου, κατά τις αιτούσες, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί της ενδεχόμενης επιρροής των μεταγενέστερων διατάξεων του ν. 4387/2016 επί των περικοπών του ν. 4093/2012, ενώ με την 2020/2020 απόφαση της Ολομελείας του, η οποία εξέτασε ζητήματα συνταγματικότητας του ν. 4670/2020 σε συνδυασμό με το ν. 4387/2016, αναγνώρισε το ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των στρατιωτικών, οι οποίοι συνδέονται με ειδική έννομη σχέση με το Κράτος, που προβλέπεται στα άρθρα 73 παρ. 2 και 3, 80 και 98 παρ. 1 περ. δ΄ και στ΄ του Συντάγματος, και, εξ αυτού του λόγου, η σύνταξή τους δεν υπόκειται στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώ επιβάλλεται η ρύθμιση τους ύψους της με βάση εύλογη αναλογία μεταξύ συντάξεως και μισθού. Για την εξέταση του λόγου αυτού, όπως προβάλλεται, απαιτείται ερμηνεία διατάξεων του ν. 4387/2016 και ειδικότερα ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 14 του εν λόγω νόμου, οι οποίες αφορούν στον επανυπολογισμό και στην αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων κατά την δημοσίευσή του κύριων συντάξεων, μεταξύ άλλων κατηγοριών συνταξιούχων και των συνταξιούχων στρατιωτικών, και στη συνέχεια, ενδεχομένως, έλεγχος συνταγματικότητας αυτών. Ενόψει, όμως, του ότι οι διατάξεις αυτές δεν εξειδικεύονται με την προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α., η οποία ρυθμίζει, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 33 παρ. 3 του ν. 4734/2020, μόνον την καταβολή ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεων, μεταξύ άλλων, και των συνταξιούχων στρατιωτικών, τις οποίες αυτοί υπέστησαν κατ’ εφαρμογή της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (πρβ. ΣτΕ 372/2005 7μ., 668/2012 Ολ., 1283/2012 Ολ., 668/2021 Ολ. κ.ά.).

21. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση ότι η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. δεν είναι νόμιμη, διότι με αυτήν γίνεται μερική μόνον συμμόρφωση σε σχέση με τα κριθέντα με την 1277/2018 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις της υποπαραγράφου Β.3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, χωρίς όμως να περιοριστούν χρονικώς οι συνέπειες της διαγνώσεως της αντισυνταγματικότητας, όπως, αντιθέτως, συνέβη με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ως εκ τούτου, κατά τις αιτούσες ενώσεις, η επιστροφή των ποσών, τα οποία αντιστοιχούν στις μειώσεις που επήλθαν στις συντάξεις των συνταξιούχων του Δημοσίου με βάση τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4093/2012, δεν μπορεί να περιοριστεί μόνον στο χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 12.5.2016, οι σχετικές δε αξιώσεις τους δεν υπόκεινται σε άλλο χρονικό περιορισμό πλην της παραγραφής.

22. Επειδή, ο θεσμικός σεβασμός της διοικήσεως και του νομοθέτη προς τη νομολογία των δικαστηρίων, και δη των ανωτάτων, με την έννοια της εφαρμογής της σχετικής αποφάσεως ως νομολογιακού προηγούμενου και στους τελούντες σε όμοιες συνθήκες, αποτελεί, κατ’ αρχήν, ουσιώδη προϋπόθεση για την εμπέδωση του κράτους δικαίου. Όμως, η, υπ’ αυτή την έννοια, «συμμόρφωση» δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου με βάση την κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία αφορά μόνον εκείνους που διετέλεσαν διάδικοι στη σχετική δίκη και νομιμοποιούνται να προβάλλουν παράλειψη, άρνηση ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την δικαστική αυτή απόφαση όχι όμως και τρίτους οι οποίοι δεν υπήρξαν διάδικοι στην οικεία δίκη και οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται σχετικώς. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 108Α του π.δ/τος 1225/1981 (Α΄ 304) που προστέθηκε με το άρθρο 69 του ν. 4055/2012, Α΄ 51 [ήδη δε κατ’ άρθρο 163 του ν. 4700/2020 - Α΄ 127/29.6.2020] «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Διότι, και στην περίπτωση αυτή, κατά το γράμμα και τον σκοπό των σχετικών ρυθμίσεων, η απόφαση επί της εν λόγω δίκης δεσμεύει, όπως ρητώς ορίζεται στον νόμο, μόνον τους διαδίκους της συγκεκριμένης δίκης - τους αρχικούς και τους παρεμβάντες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1 του ως άνω άρθρου 108Α του π.δ/τος 1225/1981, ήδη δε παρ. 8 του άρθρου 163 του ν. 4700/2020) - κατά τα λοιπά δε, η σχετική απόφαση, έχοντας εκδοθεί με τον τρόπο και στον χρόνο που προβλέπεται, συμβάλλει στην επιδιωκόμενη ασφάλεια δικαίου, όχι επεκτείνοντας τη δικονομική της δεσμευτικότητα στις όμοιες εν γένει περιπτώσεις, αλλά συνιστώντας γι’ αυτές, ως προς το γενικότερο ζήτημα που επιλύθηκε, επίκαιρη νομολογία του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, η οποία έχει, μάλιστα, εκδοθεί με ειδική προς τούτο διαδικασία και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκδίκαση ομοίων υποθέσεων, αλλά και από την Διοίκηση κατά την αντιμετώπιση ομοίων υποθέσεων (πρβ. 15/2019 απόφαση Τριμελούς Συμβουλίου Συμμορφώσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας). Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο παρατιθέμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος, αν έχει την έννοια ότι ο νομοθέτης ήταν υποχρεωμένος, μετά την δημοσίευση της 1277/2018 αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία εκδόθηκε σε δίκη, στην οποία δεν ήταν διάδικοι οι αιτούσες ενώσεις, να θεσπίσει ρύθμιση, με την οποία να προβλέπει την χορήγηση σε όλα τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, των οποίων οι συντάξεις είχαν υποστεί τις κριθείσες με την απόφαση αυτή ως αντισυνταγματικές περικοπές, ποσά αντίστοιχα με το σύνολο των εν λόγω περικοπών, δηλαδή αντίστοιχα με τις περικοπές που επήλθαν από τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του ν. 4093/2012, με τις οποίες οι περικοπές αυτές επιβλήθηκαν, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα ή είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής των σχετικών (όλων ή ορισμένων) αξιώσεων. Άλλωστε, πέραν του ότι τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, μετά την δημοσίευση της ανωτέρω 1277/2018 αποφάσεως της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορούσαν, επικαλούμενα ως νομολογιακό προηγούμενο την εν λόγω απόφαση, να διεκδικήσουν δικαστικώς ποσά που αντιστοιχούσαν στις ως άνω περικοπές για χρονικά διαστήματα πριν από την 11.6.2015, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή, από την επιλογή του νομοθέτη να προβλέψει με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020, την καταβολή ποσών, που αντιστοιχούν σε περικοπές που επιβλήθηκαν στις κύριες μόνον συντάξεις για συγκεκριμένο ενδεκάμηνο χρονικό διάστημα (παρ. 1), και την απόσβεση (με την παρ. 4) περικοπών, μειώσεων και καταργήσεων άλλων συνταξιοδοτικών παροχών δυνάμει του ν. 4093/2012 κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, δεν θίγονται, εν πάση περιπτώσει, τυχόν αξιώσεις των συνταξιούχων στρατιωτικών για άλλα χρονικά διαστήματα, εφόσον δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή.

23. Επειδή, προβάλλεται στη συνέχεια ότι με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020 και με την κατ' επίκληση αυτού εκδοθείσα και προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. το Ελληνικό Δημόσιο προέβη «σε αυθαίρετη μερική – μονομερώς επιλεκτική εφαρμογή» των υπ' αριθμ. 2192/2014, 1128/2016 και 258/2018 αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές στις αποδοχές και τις συντάξεις των στρατιωτικών, ενόψει της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής τους μεταχειρίσεως, και ότι ο νομοθέτης όφειλε να επαναφέρει τους μισθούς και τις συντάξεις τους στο προ της 1.8.2012 ύψος, αφού, μετά την κήρυξη της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012, αναβίωσαν οι πριν από αυτόν διατάξεις του ν. 3205/2003. Συνεπώς, κατά τα προβαλλόμενα, παραβιάζονται ευθέως οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, με τις οποίες καθιερώνεται, αντιστοίχως, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών και από τις οποίες προκύπτει ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να καταργεί και να αναιρεί τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν ισχύ δεδικασμένου ή να προβαίνει κατά βούληση στη μερική συμμόρφωση προς αυτές. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως κρίθηκε και με την 668/2021 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου (βλ. ανωτέρω σκέψη 13), ο νομοθέτης συμμορφώθηκε προς την 1128/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία είχε ακυρωθεί η εκδοθείσα προς συμμόρφωση με την 2192/2014 απόφαση του Δικαστηρίου υπ’ αριθ. οικ.2/88371/ ΔΕΠ/14/17.11.2014 κοινή υπουργική απόφαση, με το άρθρο 15 του προαναφερθέντος ν. 4575/2018 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα υπ’ αριθ. 170285/0092/5.12.2018 κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών Κ.Υ.Α. Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. 258/2018 απόφαση του Δικαστηρίου δεν δημιουργήθηκε ιδιαίτερη υποχρέωση συμμορφώσεως του Δημοσίου, που να αφορά τις αιτούσες ενώσεις, διότι αφενός αυτή εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως άλλων διαδίκων και αφετέρου με αυτήν καταργήθηκε η σχετική δίκη. Ενόψει δε του ότι με το άρθρο 15 του ανωτέρω ν. 4575/2018 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα Κ.Υ.Α. έχουν ικανοποιηθεί οι αξιώσεις των μελών των αιτουσών ενώσεων που αφορούν τις μειώσεις των συντάξεων που επήλθαν λόγω μειώσεως των αποδοχών ενεργείας με βάση τις διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος και ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι με το άρθρο 33 παρ. 4 του ν. 4734/2020 αποσβέννυνται όχι μόνον οι αξιώσεις από τις περικοπές και μειώσεις της υποπαρ. Β.3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 αλλά και από όλες ανεξαιρέτως τις περικοπές και μειώσεις των συντάξεων των συνταξιούχων του Δημοσίου που προέβλεπε ο ν. 4093/2012, ήτοι και εκείνες από τις ωσαύτως κριθείσες ως αντισυνταγματικές μειώσεις που επήλθαν ως παρακολούθημα των μειώσεων των αποδοχών ενεργείας των αμειβόμενων με ειδικά μισθολόγια δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων (βλ. υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012), οι οποίες δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή και παραμένουν ενεργές, και ότι με την απόσβεση αυτή αφαιρούνται γεγενημένα περιουσιακά δικαιώματα κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και παραβιάζεται το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα περί ελεύθερης αναπτύξεως της οικονομικής δραστηριότητας των συνταξιούχων (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), καθώς ανατρέπονται τα δεδομένα, υπό τα οποία σχεδίαζαν οικονομικώς τις μελλοντικές τους δραστηριότητες. Και τούτο ανεξαρτήτως της εννοίας της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 33 παρ. 4 του ν. 4734/2020, αν δηλαδή αφορά, εκτός από τις περικοπές των υποπαραγράφων Β.3 και Β.4 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, και τις περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιούχων του Δημοσίου που επήλθαν από τις ωσαύτως κριθείσες ως αντισυνταγματικές μειωτικές αναπροσαρμογές των συντάξεων των αμειβόμενων με ειδικά μισθολόγια δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων συνεπεία της μειώσεως των αποδοχών ενεργείας (με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012). Εξάλλου, οι αιτούσες ενώσεις, οι οποίες εκπροσωπούν συνταξιούχους στρατιωτικούς, δεν αναφέρουν άλλες συγκεκριμένες αξιώσεις της κατηγορίας αυτής των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα αφορώσες το ανωτέρω ενδεκάμηνο χρονικό διάστημα, οι οποίες, κατ’ αυτούς, αποσβέννυνται με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 33 παρ. 4 του ν. 4374/2020.

24. Επειδή, προβάλλεται στη συνέχεια ότι η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. είναι ακυρωτέα, εκτός των άλλων, και λόγω του τρόπου υπολογισμού του ύψους των αναδρομικών που δικαιούνται τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, αφού παρακρατήθηκε η εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, αν και με την υπ’ αριθ. 244/2017 απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι διατάξεις, με τις οποίες επιβλήθηκε και αυξήθηκε η εισφορά αυτή (άρθρα 38 του ν. 3863/2010, 11 του ν. 3865/2010, 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011 και 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011), έχουν κριθεί ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες ως αντίθετες προς συνταγματικές διατάξεις. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος, διότι ούτε το άρθρο 33 του ν. 4734/2020 ούτε η κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα προσβαλλόμενη απόφαση περιέχουν ρυθμίσεις σχετικές με την εν λόγω εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, στην οποία αφορά η ως άνω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και η οποία δεν έχει επιβληθεί με διατάξεις του ν. 4093/2012. Εξάλλου, τα προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση ότι τα ποσά, που αντιστοιχούν στην παρακρατηθείσα ως άνω εισφορά, και μάλιστα όχι μόνον για το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α., αλλά μέχρι και τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως, έπρεπε να συμπεριληφθούν στην εν λόγω Κ.Υ.Α., είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Και τούτο προεχόντως διότι, ενόψει των εκτεθέντων στη σκέψη 22, ο νομοθέτης δεν ήταν υποχρεωμένος, μετά την δημοσίευση της 244/2017 αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου – η οποία εκδόθηκε σε «πιλοτική» δίκη, στην οποία δεν προκύπτει ούτε ισχυρίζονται ότι ήταν διάδικοι οι αιτούσες ενώσεις – να θεσπίσει ρύθμιση, με την οποία να προβλέπει την χορήγηση σε όλα τα μέλη τους ποσών αντίστοιχων με την παρακρατηθείσα επί των συντάξεών τους εισφορά αλληλεγγύης, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα ή είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής των σχετικών αξιώσεων. Άλλωστε, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, ούτε το άρθρο 33 του ν. 4734/2020 ούτε η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. περιέχουν ρύθμιση σχετικά με την εν λόγω εισφορά αλληλεγγύης, δεν ασκούν καμία επιρροή σε τυχόν αξιώσεις των μελών των αιτουσών ενώσεων που αφορούν την εισφορά αυτή.

25. Επειδή, από το περιεχόμενο των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 33 του ν. 4734/2020, προκύπτει ότι με αυτές δεν θεσπίζεται πάγια συνταξιοδοτική ρύθμιση, η οποία επιφέρει μείωση των συντάξεων, που καταβάλλονταν κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του εν λόγω νόμου, αλλά προβλέπεται καταβολή, σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς αναμονή εκδικάσεως τυχόν εκκρεμών ενδίκων βοηθημάτων και δημοσιεύσεως των σχετικών αποφάσεων, σε όλους τους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα ποσών που αντιστοιχούν στις αφορώσες το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 12.5.2016 περικοπές των κύριων συντάξεων, οι οποίες είχαν γίνει με βάση την υποπαράγραφο Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με την 1277/2018 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω διατάξεις, κατά το μέρος που με αυτές προβλέπεται καταβολή ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές μόνον των κύριων συντάξεων και αφορούν ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα (ενδεκάμηνο) αναγόμενο στο παρελθόν, δεν θέτουν σε διακινδύνευση το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων και δεν παραβιάζουν το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4734/2020 και της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν διασφαλίζουν το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως και παραβιάζουν την αποτυπωμένη στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εφόσον δε με τις επίμαχες διατάξεις δεν θεσπίζεται πάγια συνταξιοδοτική ρύθμιση επιφέρουσα μείωση χορηγουμένων κατά την δημοσίευση του ν. 4734/2020 συνταξιοδοτικών παροχών, και μάλιστα σε συνέχεια μειώσεων που είχαν επιβληθεί με προηγούμενους νόμους, είναι απορριπτέος και ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της αρχής της ισότητας και της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και επέμβαση στο ατομικό δικαίωμα στην περιουσία, ως εκ του ότι «πρόκειται για μια ακόμη ρύθμιση σε μια σειρά αλλεπαλλήλων ομοίων, που έχουν λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια» και με τις οποίες μειώνεται αφενός η οικονομική δυνατότητα – ρευστότητα των συνταξιούχων λόγω της διαρκούς μειώσεως του ποσού της συντάξεώς τους και αυξάνεται αφετέρου η φορολογική πίεση προς αυτούς.

26. Επειδή, ενόψει της φύσεως της θεσπιζομένης με το άρθρο 33 του ν. 4734/2020 ρυθμίσεως, που, κατά τα προεκτεθέντα, δεν επιφέρει μεταβολές στο ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα, αρκεί η ρύθμιση αυτή να συνοδεύεται από σχετική αιτιολογική έκθεση, στην οποία να εκτίθενται οι ειδικότεροι λόγοι που οδήγησαν στην θέσπισή της (πρβ. ΣτΕ 1285/2012 Ολομ. σκέψεις 12-13). Όπως προκύπτει δε από τα εκτεθέντα στην σκέψη 15, οι λόγοι αυτοί προκύπτουν από την οικεία αιτιολογική έκθεση και συνίστανται στην διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας, ώστε να είναι δυνατή η κάλυψη οικονομικών αναγκών της χώρας και σε άλλους τομείς, όπως η υγεία, η άμυνα, η διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, αποτελούν δε, ως σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, επαρκές, κατ’ αρχήν, αιτιολογικό έρεισμα για την θέσπιση της επίμαχης ρυθμίσεως. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι από την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 33 του ν. 4734/2020 απουσιάζει οιαδήποτε αιτιολογία για την «παράνομη αυτή απομείωση του δικαιούμενου ποσού αναδρομικών».

27. Επειδή, αν ήθελε θεωρηθεί ότι με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούσες ενώσεις παραπονούνται και για την μη επιστροφή στα μέλη τους ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές των κύριων συντάξεων, που επιβλήθηκαν με προγενέστερους του ν. 4093/2012 νόμους, και ειδικότερα με τους ν. 4024/2011 (Α΄ 226) και 4051/2012, το σχετικό αίτημα είναι απορριπτέο. Και τούτο διότι με τα πρακτικά της 10ης Γενικής Συνεδριάσεως της 3.6.2015 και της 5ης Γενικής Συνεδριάσεως της 29.3.2017 της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίθηκε, αντίστοιχα, ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 10 του ν. 4024/2011 και του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 4051/2012 είναι συμβατές με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Άλλωστε, και οι μειώσεις των συντάξεων που θεσπίσθηκαν με τον ν. 4024/2011 για τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα κρίθηκαν ως σύμφωνες με το Σύνταγμα με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 2287 και 2288/2015.

28. Επειδή, το ύψος των συντάξεων, μεταξύ άλλων, των συνταξιούχων στρατιωτικών διέπεται ήδη, κατά τα προεκτεθέντα, από τον ν. 4387/2016 – με τον οποίο, εκτός των άλλων, καταργήθηκε η ρήτρα αναπροσαρμογής των συντάξεων σε περίπτωση τροποποιήσεως των μισθολογικών διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για τους εν ενεργεία στρατιωτικούς (ΣτΕ 668/2021 Ολομ.) – το δε μισθολογικό καθεστώς των εν ενεργεία στρατιωτικών ρυθμίζεται πλέον από τα άρθρα 124-127 του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 (Α΄ 74/19.5.2017, τα οποία ισχύουν, κατά το άρθρο 162 του νόμου αυτού, από 1.1.2017). Εφόσον δε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση δεν έχει εκδοθεί σε εφαρμογή διατάξεων των νόμων αυτών, αλλά κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 33 παρ. 3 του ν. 4734/2020, και ρυθμίζει την χορήγηση ποσών αντίστοιχων με περικοπές των κύριων συντάξεων, μεταξύ άλλων των στρατιωτικών, που είχαν επιβληθεί με την υποπαράγραφο Β3 της παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και αφορούν ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα έντεκα μηνών αναγόμενο στο παρελθόν, απαραδέκτως παραπονούνται οι αιτούσες ενώσεις στο πλαίσιο της παρούσης δίκης για παράλειψη της Πολιτείας να επαναφέρει τους μισθούς και τις συντάξεις των στρατιωτικών στο ύψος που είχαν πριν από τον ν. 4093/2012.

29. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Δέχεται την παρέμβαση του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-E.Φ.Κ.Α.).

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στις αιτούσες ενώσεις, συμμέτρως, την δικαστική δαπάνη του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ, και του παρεμβαίνοντος Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α), η οποία ανέρχεται στο ποσό των εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στις 12 και 21 Απριλίου και στις 14 Μαΐου 2021

Η Πρόεδρος

Ε. Σάρπ

Η Γραμματέας

Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ής Αυγούστου 2022.

Η Πρόεδρος

Ευαγ. Νίκα

Η Γραμματέας

Ελ. Γκίκα