ΜΠρΘεσ 10661/2024
Δικαστής: Β. Κοντομαθιού, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Α. Αποστόλου - Φ. Παπαχρήστου
Νομικές Διατάξεις: άρθρα 5, 6 περ. β΄ καν. 2016/1103, 40, 592 αριθ. 3, 601 § 3 ΚΠολΔ, 1400 ΑΚ
Αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα· εφαρμόζεται ο καν. 2016/1103, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα στοιχεία αλλοδαπότητας εντοπίζονται σε κράτος (Ελβετία) που δεν είναι δεσμευόμενο από τον κανονισμό· και τούτο, διότι στην ελληνική επικράτεια είχαν την τελευταία συνήθη διαμονή τους οι διάδικοι και η ενάγουσα εξακολουθεί να διαμένει μάλιστα στην Ελλάδα κατά τον χρόνο υποβολής της υπό κρίση αγωγής στο δικαστήριο.
I. Από τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή, καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών, με την αυτονόητη, όμως, λόγω της συνταγματικής πρόβλεψης (άρθρο 28 Σ), επιφύλαξη υπέρ των διεθνών διμερών ή πολυμερών συμβάσεων, αλλά και των ρυθμίσεων του ενωσιακού δικαίου κατ’ άρθρο 288 ΣΛΕΕ (ΑΠ 613/2017, ΑΠ 1529/2017
, ιστοσελίδα ΑΠ). Επιπλέον, για τις διαφορές από περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων που παρουσιάζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, στις οποίες εντάσσεται και η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα [βλ. Δεληκωστόπουλο, Ευρωπαϊκό Δικονομικό Οικογενειακό Δίκαιο, Μέρος Δεύτερο: Περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Συναινετικά Διαζύγια (κανονισμοί 2016/1103, 650/2012, 2019/1111), ΕλλΔνη 5/2021. 1286επ], εφαρμοστέος είναι ως προς τα κράτη μέλη της ΕΕ που μετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών, προκειμένου περί αγωγών που ασκούνται ενώπιον των δικαστηρίων τους μετά την 29η.1.2019 ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1103 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, ο οποίος ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών ορίζει τα εξής: (άρθρο 5) «1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, όταν δικαστήριο ενός κράτους μέλους επιλαμβάνεται αίτησης διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003, τα δικαστήρια αυτού του κράτους έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφαίνονται επί ζητημάτων των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων που έχουν σχέση με την αίτηση. 2. Η διεθνής δικαιοδοσία στον τομέα των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων δυνάμει της παραγράφου 1 υπόκειται στη συμφωνία των συζύγων, στην περίπτωση που το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου: α) είναι το δικαστήριο κράτους μέλους στο οποίο ο αιτών έχει τη συνήθη διαμονή του και έχει διαμείνει εκεί για τουλάχιστον ένα έτος αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α΄ πέμπτη περίπτωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003, β) είναι το δικαστήριο κράτους μέλους της ιθαγένειας του αιτούντος και ο αιτών έχει τη συνήθη διαμονή του εκεί και έχει διαμείνει εκεί για τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α΄ έκτη περίπτωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003, γ) επιλαμβάνεται της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 σε περιπτώσεις μετατροπής του δικαστικού χωρισμού σε διαζύγιο ή δ) επιλαμβάνεται της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 σε περιπτώσεις επικουρικής βάσης δικαιοδοσίας. 3. Εάν η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου συμφωνία συνάπτεται πριν το δικαστήριο κληθεί να αποφανθεί επί θεμάτων περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, η συμφωνία πρέπει να συμμορφώνεται με το άρθρο 7 παράγραφος 2». Περαιτέρω, δε, στη διάταξη του άρθρου 6 του κανονισμού που καλείται σε εφαρμογή σε περίπτωση μη συνδρομής κληρονομικής διαδοχής συζύγων ή διαζυγίου τους, του οποίου να έχει επιληφθεί κατά τα ανωτέρω δικαστήριο κράτους μέλους, καθιερώνεται κλίμακα διαδοχικών συνδετικών στοιχείων προσδιορισμού διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και ειδικότερα ορίζεται: «Όταν κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 4 ή 5 ή σε άλλες περιπτώσεις πλην αυτών που ορίζονται στα εν λόγω άρθρα, διεθνή δικαιοδοσία να αποφαίνονται επί των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ασκούν τα δικαστήρια του κράτους μέλους: α) στην επικράτεια του οποίου έχουν τη συνήθη διαμονή τους οι σύζυγοι κατά τον χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, β) στην επικράτεια του οποίου είχαν την τελευταία συνήθη διαμονή τους οι σύζυγοι, εφόσον ένας εξ αυτών εξακολουθεί να διαμένει εκεί κατά τον χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, γ) στην επικράτεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του ο εναγόμενος κατά τον χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, δ) της κοινής ιθαγένειας των συζύγων κατά τον χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο. Ειδικά, δε, ως προς την έννοια της συνήθους διαμονής, το περιεχόμενο της οποίας δεν ορίζεται ρητά στον ανωτέρω κανονισμό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ –στο πλαίσιο του κανονισμού 2201/2003– χαρακτηρίζεται κατ’ αρχήν από δύο στοιχεία, ήτοι, αφενός από τη βούληση του ενδιαφερομένου να εγκαταστήσει το σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του σε συγκεκριμένο τόπο και, αφετέρου από μια αρκούντως σταθερή παρουσία στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, C-289/20, σκέψη 57, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Μ., C-497/10 PPU, EU:C:2010:829, σκέψεις 44 και 51). Για τον προσδιορισμό του τόπου αυτού πρέπει να συνεκτιμώνται όλα τα πραγματικά στοιχεία που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση και μπορούν να θεωρηθούν ως συστατικά της δημιουργίας συνήθους διαμονής [βλ. Αλεγκρία Μπόρρας, εισηγητική έκθεση της «Σύμβασης που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές», αριθ. 32, στην επισ. εφημ.Ευρ.Κοιν. της 16.7.1998, C 221/27επ και C 221/38, X. Ταγαρά, Η συμβολή της κοινοτικής έννομης τάξης στην ενοποίηση του οικογενειακού διεθνούς δικαίου (2001), αριθ. 229 και 231, σ. 125επ]. Αντίθετα, δεν είναι νοητή η δημιουργία (νέας) συνήθους διαμονής στον τόπο μεταβάσεως ή καταγωγής, όταν ο σύνδεσμος με τον τόπο αυτόν εξακολουθεί να παραμένει ευκαιριακός και δεν ενέχει πρόθεση καταργήσεως της προηγούμενης συνήθους διαμονής (βλ. ΜΕφΑθ 1219/2024, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2712/2011, ΕλλΔνη 2012. 796
, ΕφΘεσ 1689/2005, Αρμ 2005. 1782
, βλ. και Ε. Κιουπτσίδου, Ζητήματα των κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 του Συμβουλίου της ΕΚ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση αποφάσεων στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 2005. 653). Όπως γίνεται, επίσης, δεκτό, μολονότι δεν αποκλείεται ένας σύζυγος να έχει ταυτοχρόνως περισσότερες της μίας διαμονές, εντούτοις, σε δεδομένη χρονική στιγμή, μπορεί να έχει μόνο μία συνήθη διαμονή (βλ., ό.π., απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, σκέψη 51). Και τούτο, διότι αφενός μεν η εξομοίωση της συνήθους διαμονής ενός προσώπου, εν προκειμένω ενός συζύγου, με το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο στο οποίο βρίσκονται τα συμφέροντά του δεν συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι είναι δυνατόν περισσότερες της μίας διαμονές να έχουν ταυτοχρόνως τέτοιο χαρακτήρα (βλ. ό.π., σκέψη 43), αφετέρου το να γίνει δεκτό ότι ένας σύζυγος μπορεί να έχει ταυτοχρόνως τη συνήθη διαμονή του σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη θα μπορούσε να θίξει την ασφάλεια δικαίου, αυξάνοντας τις δυσχέρειες του εκ των προτέρων προσδιορισμού των δικαστηρίων που θα μπορούσαν να αποφανθούν επί της λύσης του συζυγικού δεσμού και καθιστώντας περιπλοκότερη την εξακρίβωση από το επιληφθέν δικαστήριο της δικής του διεθνούς δικαιοδοσίας (βλ. ό.π., σκέψη 46). Περαιτέρω, ωστόσο, με τον ανωτέρω κανονισμό, πέραν της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των κρατών μελών δεν ρυθμίζεται και η τοπική αρμοδιότητα, που αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης του εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους μέλους. Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 601 § 3 ΚΠολΔ περί κατά τόπον αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Αθήνας για την εκδίκαση υποθέσεων κατά Έλληνα υπηκόου που δεν διατηρεί κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα, κατά τη ρητή διατύπωσή της προβλέπεται μόνον ως προς τις διαφορές του άρθρου 592 αριθ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ήτοι ρητά αποκλείεται επί διαφορών του άρθρου 592 αριθ. 3 ΚΠολΔ, στις οποίες συγκαταλέγεται ως αφορώσα περιουσιακού δικαίου διαφορά των συζύγων από τον γάμο –κατ’ άρθρο 592 αριθ. 3 περ. δ΄ ΚΠολΔ– και η αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα (βλ. και Δεληκωστόπουλο, ό.π., 295). Στην περίπτωση, συνεπώς, αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα που στρέφεται κατά Έλληνα συζύγου, που δεν διατηρεί κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα, ενόψει του προδήλως περιουσιακού χαρακτήρα της, διεκδικεί εφαρμογή για την καθιέρωση του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου για την εκδίκασή της (εφόσον προηγουμένως κατά τα ανωτέρω καταφαθεί η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκασή της) η διάταξη του άρθρου 40 ΚΠολΔ, κατά την οποία «δίκες κατά προσώπων, τα οποία δεν έχουν κατοικία στην Ελλάδα, εφόσον το αντικείμενό τους είναι περιουσιακό, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει περιουσία του εναγομένου ή βρίσκεται το επίδικο αντικείμενο» (βλ. ΕφΙωαν 133/2006, ΝΟΜΟΣ).
II. Εξάλλου, το δεδικασμένο αλλοδαπής απόφασης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 323 ΚΠολΔ ενεργεί στην ημεδαπή καταρχήν σύμφωνα με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά του όρια, όπως αυτά προσδιορίζονται από τη χώρα του δικαστή που εξέδωσε την απόφαση (θεωρία της πρώτης lex fori), χωρίς εν τούτοις τα όρια αυτά να είναι ευρύτερα από τα αντίστοιχα όρια δεδικασμένου ημεδαπών αποφάσεων. Αν τα όρια του δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης είναι στενότερα από τα αναγνωριζόμενα στο ελληνικό δίκαιο, η αλλοδαπή απόφαση θα ισχύει στην ημεδαπή στα όρια που της προσδίδει το δίκαιο του τόπου έκδοσης (βλ. Κουσούλη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό άρθρο 323 § 3, σ. 646), χωρίς να είναι επιτρεπτή η αναδίκαση της υπόθεσης επί της ουσίας, ενώ προϋποτίθεται ότι πρόκειται για απόφαση που δεν είναι άκυρη ή ανυπόστατη (βλ. Κουσούλη, ό.π., §§ 4 και 5, 647) και το απώτατο όριο που αναγνωρίζεται είναι οι έννομες συνέπειες της αναγνώρισης της αλλοδαπής απόφασης να μην είναι παντελώς άγνωστες στην ημεδαπή ή αντίθετες προς την ελληνική δημόσια τάξη (βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, τ. 2
, 2005, σ. 736). Εξάλλου, και στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι η συμφωνία για τον διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων είναι ισχυρή στο πλαίσιο του συναινετικού διαζυγίου, ώστε αλλοδαπή απόφαση με αντίστοιχο περιεχόμενο δεν μπορεί να κριθεί ως αντιβαίνουσα στην ελληνική δημόσια τάξη. Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση ΟλομΑΠ 6/2019
, η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται, δε, από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος, ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων, ενώ, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου και των άρθρων 3, 174, 178, 871 και 1441 ΑΚ, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων –πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση– απαγορεύεται και είναι άκυρη, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η τελευταία (συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα) τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της, εξ αυτού αποκλειστικά του λόγου διαζυγίου, λύσης του γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και διά παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του άλλου (υποχρέου) συζύγου. Η, ως άνω, παραίτηση έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις και όχι σ’ αυτήν του άρθρου 454 ΑΚ, εφόσον, κατά τα προεκτιθέμενα, η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που εκείνη (παραίτηση) λαμβάνει χώρα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντληθεί από τη διάταξη του άρθρου 5 § 2 του ν. 4356/2015, η οποία για τους συνάπτοντες σύμφωνο συμβίωσης ορίζει ότι, «Τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή τους», διότι αν ο νομοθέτης ήθελε να ισχύει η απαγόρευση αυτή και στην περίπτωση του άρθρου 1400 ΑΚ θα το όριζε σ’ αυτό ρητά.
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι με τον εναγόμενο, που διαμένει κυρίως στο Μοντρέ της Ελβετίας, αλλά διατηρεί κατοικία και στην Ε... Θεσσαλονίκης (που ήταν και ο τελευταίος τόπος κοινής τους διαμονής) τέλεσε γάμο στις 31.7.2004, ο οποίος λύθηκε συναινετικά με τη με αριθμό TD21.022508 απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου της Περιφέρειας Ανατολικού Vaud Ελβετίας που δημοσιεύθηκε στις 9.3.2022 και κατέστη αμετάκλητη στις 26.4.2022. Ότι το απορρέον από την ανωτέρω απόφαση δεδικασμένο αναγνωρίστηκε με την υπ’ αριθ. 3662/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι η περιουσία του εναγομένου, κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου τους, αποτελούνταν από τα ακόλουθα κείμενα στην Ελβετία ακίνητα: 1) διαμέρισμα δευτέρου ορόφου, στην περιοχή Chailly της Λωζάνης εμβαδού περίπου 60 τ.μ., σημερινής αξίας 700.000 ευρώ, 2) διαμέρισμα πρώτου ορόφου, εμβαδού 70 τ.μ. περίπου, στο κτίριο Bell-Rose στο κέντρο της Λωζάνης, σημερινής αξίας 800.000 ευρώ, 3) διαμέρισμα τρίτου ορόφου, εμβαδού 50 τ.μ. περίπου, στην περιοχή Chauderou της Λωζάνης, σημερινής αξίας 400.000 ευρώ και 4) διαμέρισμα τετάρτου ορόφου, εμβαδού 50 τ.μ. περίπου, στην περιοχή Chaudeau 4 της Λωζάνης, σημερινής αξίας 410.000 ευρώ. Ότι η περιουσία του εναγομένου αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, με τη δική της συμβολή συνιστάμενη τόσο στην παροχή εισοδημάτων από την εργασία της, όσο και στη φροντίδα της με την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων τους που επέτρεπε στον ίδιο να ασχολείται απερίσπαστος με τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Ότι, ειδικότερα, αυτός απέκτησε και διατηρεί μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία: 1) το υπ’ αριθ. … αγροτεμάχιο που βρίσκεται στον Δήμο Ε... Θεσσαλονίκης, στη θέση «…», συνολικής εκτάσεως 8.000 τ.μ., επί του οποίου ανεγέρθηκε η περιγραφόμενη μονοκατοικία εμβαδού 320 τ.μ., σημερινής αξίας 1.400.000 ευρώ, 2) διαμέρισμα πρώτου ορόφου, εμβαδού 60 τ.μ. περίπου στην πόλη Έγκλ (Aigle) της Ελβετίας, σε κτίριο που βρίσκεται στον πεζόδρομο της Rue du Bourg 34, αξίας κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου και άσκησης της αγωγής 500.000 ευρώ, 3) διαμέρισμα δευτέρου ορόφου, εμβαδού 60 τ.μ. περίπου στην πόλη Έγκλ (Aigle) της Ελβετίας, σε κτίριο που βρίσκεται στον πεζόδρομο της Rue du Bourg 34, αξίας κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου και άσκησης της αγωγής 520.000 ευρώ, 4) διαμέρισμα τρίτου ορόφου, εμβαδού 60 τ.μ. περίπου στην πόλη Έγκλ (Aigle) της Ελβετίας, σε κτίριο που βρίσκεται στον πεζόδρομο της Rue du Bourg 34, αξίας κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου και άσκησης της αγωγής 540.000 ευρώ, 5) κατάστημα ισογείου ορόφου εμβαδού 30 τ.μ. στο προαναφερόμενο κτίριο, αξίας κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου και άσκησης της αγωγής 250.000 ευρώ, 6) κατάστημα ισογείου ορόφου εμβαδού 30 τ.μ. στο προαναφερόμενο κτίριο, αξίας κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου και άσκησης της αγωγής 250.000 ευρώ και 7) διαμέρισμα εμβαδού 50 τ.μ. περίπου ski-in ski-out στον δεύτερο όροφο στο ski resort Saas-Fee στο Valais της Ελβετίας, αξίας κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου και άσκησης της αγωγής 800.000 ευρώ. Ότι, συνεπώς, η περιουσία του εναγομένου κατά τη διάρκεια του γάμου τους παρουσίασε αύξηση ποσού (4.260.000-2.310.000=) 1.950.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρα 591 § 1, 223, 295 § 1 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το ποσό των (1.950.000/3=) 650.000 ευρώ που αντιστοιχεί στην αποτιμητή σε χρήμα αξία της συμβολής της, κατά ποσοστό 1/3 (κατά τον τεκμαρτό υπολογισμό) στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, άλλως να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το περιεχόμενο αυτό, η υπό κρίση διαφορά που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας ενόψει της διπλής ιθαγένειας (ελληνικής και ελβετικής) αμφότερων των διαδίκων και της μόνιμης κατοικίας του εναγομένου στην Ελβετία, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 6 περ. β΄ του κανονισμού 2016/1103 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα στοιχεία αλλοδαπότητας εν προκειμένω εντοπίζονται σε κράτος (Ελβετία) που δεν είναι δεσμευόμενο από τον κανονισμό [βλ. και Καστανίδη, Διεθνείς οικογενειακές διαφορές με εμπλεκόμενη την ελβετική έννομη τάξη και εκτύλιξη «του μίτου της Αριάδνης». (Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων με αφορμή την ΜΠρΘεσ 4296/2022), σε Lex&Forum 2023. 529επ και ιδίως 533], απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγομένου περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής. Και τούτο, διότι στην ελληνική επικράτεια και δη στην Ε... Θεσσαλονίκης είχαν την τελευταία συνήθη διαμονή τους οι διάδικοι και η ενάγουσα εξακολουθεί να διαμένει μάλιστα στην Ελλάδα κατά τον χρόνο υποβολής της υπό κρίση αγωγής στο δικαστήριο, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του εναγομένου περί τελευταίας κοινής διαμονής τους στην πόλη Έγκλ (Aigle) της Ελβετίας, περί εγκατάστασης από το έτος 2017 στην Ε... Θεσσαλονίκης μόνον της συζύγου και των τέκνων τους και περί διατήρησης έκτοτε της δικής του μόνιμης κατοικίας στην Ελβετία, με ευκαιριακές μόνον επισκέψεις στην Ελλάδα. Ειδικότερα, μόνη η αναφορά στην υπ’ αριθ. TD21.022508 απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου της Περιφέρειας Ανατολικού Vaud Ελβετίας, που επαναλαμβάνεται, και στην υπ’ αριθ. 3662/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, περί τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής των διαδίκων στην Ελβετία, δεν αρκεί για να οδηγήσει το Δικαστήριο στην ίδια κρίση, ειδικά μάλιστα στον βαθμό που δεν επιστηρίζεται από κανένα επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο αποδεικτικό μέσο που να πιστοποιεί τον τόπο κατοικίας του ή συνήθους διαμονής του (με τα κριτήρια που ορίζονται στην υπό στοιχ. Ι νομική σκέψη της παρούσας) στην Ελβετία από το έτος 2017 και στο εξής. Σημειώνεται ότι τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, αναφερόμενα ως σχετικά με αριθμούς 12, 13, 14, 48 και 49 που πιστοποιούν φοίτηση του υιού του Δ. σε σχολείο της Ελβετίας και επαγγελματική δραστηριότητα του ίδιου στην Ελβετία αναφέρονται σε χρονικά διαστήματα από την 1η.8.2022 και στο εξής. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται στο σκεπτικό της υπ’ αριθ. 402/2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (εκδοθείσας επί εφέσεων κατά της υπ’ αριθ. 4296/2022 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, που έκρινε επί θεμάτων διατροφής, επιμέλειας, επικοινωνίας των διαδίκων με τα τέκνα τους και διατροφής της ενάγουσας), η υπ’ αριθ. JD16011063/30.5.2016 απόφαση δικαστικού χωρισμού του πολιτικού δικαστηρίου της Περιφέρειας Ανατολικού Vaud της Ελβετίας, με την οποία επικυρώθηκε η συμφωνία διάσπασης του έγγαμου βίου των διαδίκων που υπέγραψαν την 3η και 4η Μαρτίου 2016, υπαγορεύθηκε από την κοινή απόφασή τους να εμφαίνεται και φορολογείται ο εναγόμενος ως κάτοικος εξωτερικού και δεν ανταποκρινόταν σε πραγματική επιθυμία διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, η οποία επήλθε τον Μάιο του έτους 2019 και επομένως δεν μπορεί να κριθεί ως ικανό αποδεικτικό μέσο της χωριστής εγκατάστασης μόνον της ενάγουσας και των τέκνων τους στην Ελλάδα. Αντίθετα, μάλιστα, στην υπ’ αριθ. 4296/2022 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού γίνεται αναφορά σε φωτογραφίες, στις οποίες οι ενήλικες διάδικοι φαίνεται ότι διαβιούν μαζί με τα παιδιά τους ως αγαπημένο ζευγάρι και δη να γιορτάζουν την 13η επέτειο του γάμου τους το καλοκαίρι του 2017 και στις ένορκες βεβαιώσεις των Μ. Γ. και Χρ. Α., οι οποίες διατηρούσαν φιλική σχέση με την οικογένεια και επιβεβαιώνουν την επανεγκατάστασή τους στην Ελλάδα τον Αύγουστο του έτους 2017· γεγονός περί του οποίου απερίφραστη μνεία γίνεται και στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. .../4.4.2024 ένορκη βεβαίωση της Ε. Κ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών Κ. Κλ., που παραδεκτά προσκομίζεται με την προσθήκη επί των προτάσεών της, για την αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου της, αφού προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας (περί του τόπου και χρόνου της εξετάσεως της μάρτυρα) κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, καταχωρισθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου (βλ. για το ότι νομότυπη κλήτευση θεωρείται και η ανωτέρω δήλωση, ΕφΑθ 4984/1999, ΕλλΔνη 2001. 457
, ΕφΠειρ 458/1998
, ΕλλΔνη 1999. 1113
και υπό το καθεστώς μετά τον ν. 4335/2015, βλ. Π. Ρεντούλη, σε Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, υπό άρθρο 422, σ. 1186-1187). Σύμφωνα με την προμνησθείσα ένορκη βεβαίωση, οι διάδικοι από το έτος 2017 εγκαταστάθηκαν ως οικογένεια στη μονοκατοικία που είχαν ανεγείρει επί του περιγραφόμενου στην αγωγή αγροτεμαχίου στην Ε... Θεσσαλονίκης, χωρίς να αναιρείται η μόνιμη διαμονή του εναγομένου στην κατοικία αυτή, μέχρι και το έτος 2019, οπότε και επήλθε η οριστική διάσταση των διαδίκων, από τα συχνά διαστήματα απουσίας του από την οικογενειακή στέγη για επαγγελματικούς λόγους συνδεόμενους και με συχνές μεταβάσεις του στην Ελβετία, που όπως προκύπτει και από την προμνησθείσα ένορκη βεβαίωση αποτελούσαν καθημερινότητα για την οικογενειακή τους ζωή. Επισημαίνεται, δε, ότι στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. Ι νομική σκέψη της παρούσας, δεν τίθεται ζήτημα εύρεσης διεθνούς δικαιοδοτικού συνδέσμου των δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 5 του ανωτέρω κανονισμού 2016/1103, καθώς τούτο θα προϋπέθετε έκδοση απόφασης διαζυγίου από κράτος μέλος της ΕΕ, ενώ στην προκείμενη περίπτωση επιλήφθηκε του διαζυγίου των διαδίκων κατά τα επικαλούμενα στην αγωγή ελβετικό Δικαστήριο. Παραδεκτά, δε, και αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 17 αριθ. 2, 40 ΚΠολΔ), φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρο 592 § 3 ΚΠολΔ), αφού σημειωθεί ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου ότι αυτή θεμελιώνεται στη δωσιδικία του τόπου περιουσίας του εναγομένου, κατά τη διάταξη του άρθρου 40 ΚΠολΔ, καθόσον ο τελευταίος, αν και πράγματι είναι μόνιμος κάτοικος Ελβετίας κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής (βλ. και την υπ’ αριθ. πρωτ. …/15.6.2021 δήλωση διορισμού αντικλήτου ενώπιον της γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών), σύμφωνα με τα επικαλούμενα στην αγωγή, που δεν αμφισβητεί, διατηρεί ακίνητη περιουσία και στην Ε... Θεσσαλονίκης. Ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός του εναγομένου –σε περίπτωση που κριθεί ότι τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία εκδίκασης– περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής και κατά τόπον αρμοδιότητας αντίστοιχα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, σύμφωνα με τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. Ι νομική σκέψη της παρούσας, η επικαλούμενη για τη στήριξη του ισχυρισμού του διάταξη του άρθρου 601 § 3 ΚΠολΔ δεν είναι εφαρμοστέα για την εκδίκαση της παρούσας διαφοράς που ανάγεται στις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων από τον γάμο (ήτοι στις διαφορές που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 592 αριθ. 3 ΚΠολΔ). Εξάλλου, για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται το από 20.8.2023 έγγραφο ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3 § 2 ν. 4640/2019) και το από 23.11.2023 πρακτικό περάτωσης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, στην οποία υπάγεται η παρούσα οικογενειακή διαφορά (άρθρο 6 § 1 του ν. 4640/2019). Πλην, όμως, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, ήδη μεταξύ των διαδίκων έχουν εκδοθεί: α) η υπ’ αριθ. JD16011063/30.5.2016 απόφαση δικαστικού χωρισμού του πολιτικού δικαστηρίου της Περιφέρειας Ανατολικού Vaud της Ελβετίας, με την οποία επικυρώθηκε η συμφωνία διάσπασης του έγγαμου βίου των διαδίκων που υπέγραψαν την 3η και 4η Μαρτίου 2016 (που ενσωματώθηκε στο κείμενο της απόφασης), της οποίας το δεδικασμένο έχει αναγνωριστεί στην ελληνική επικράτεια (κατά τους όρους του άρθρου 323 ΚΠολΔ) δυνάμει της υπ’ αριθ. 3003/2017 αμετάκλητης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) η υπ’ αριθ. TD21.022508 απόφαση περί συναινετικής λύσης του γάμου του πολιτικού δικαστηρίου της Περιφέρειας Ανατολικού Vaud Ελβετίας, της οποίας το δεδικασμένο έχει αναγνωριστεί στην ελληνική επικράτεια (κατά τους όρους του άρθρου 323 ΚΠολΔ) δυνάμει της υπ’ αριθ. 3662/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ειδικά ως προς την πρώτη απόφαση περί δικαστικού χωρισμού, αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για θεσμό του ελβετικού δικαίου (άρθρα 117-118 ΕλβΑΚ), κατά τον οποίο χορηγείται στους συζύγους με δικαστική κρίση για απεριόριστο χρόνο καθεστώς «νόμιμα χωρισμένου», αυτομάτως επέρχεται διαχωρισμός της περιουσίας τους και ο δικαστής αποφαίνεται για το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης του περιουσιακού καθεστώτος στο οποίο βρίσκονταν προηγουμένως οι διάδικοι σύζυγοι, με παροχή δυνατότητας στους τελευταίους να συμφωνήσουν για το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης, οπότε και η σχετική συμφωνία τους αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης αφού επικυρωθεί από τον δικαστή. Η εκκαθάριση αυτή, δε, (του προηγούμενου καθεστώτος συμμετοχής στα αποκτήματα) περιλαμβάνει την αξιολόγηση ποια από τα περιουσιακά αγαθά κάθε συζύγου αποτελούν αποκτήματα (άρθρα 197 έως 200 ΕλβΑΚ), τον υπολογισμό πιθανών επενδύσεων εκ μέρους του ενός συζύγου υπέρ του άλλου (άρθρο 206 ΕλβΑΚ), καθώς και επενδύσεων από την περιουσία του ίδιου συζύγου προς όφελος της άλλης περιουσίας (άρθρο 209 ΕλβΑΚ). Σε περίπτωση που έχει προηγηθεί η έκδοση απόφασης περί δικαστικού χωρισμού μεταξύ συζύγων, δεν εμποδίζονται αυτοί μεταγενέστερα να αιτηθούν και διαζύγιο, το οποίο επίσης επάγεται τη λύση του καθεστώτος περιουσιακών τους σχέσεων (άρθρο 204 § 2 ΕλβΑΚ), έχει όμως μικρή σημασία σε περίπτωση που οι σύζυγοι βρίσκονται ήδη σε καθεστώς διαχωρισμού της περιουσίας, όπως στην προκείμενη περίπτωση των διαδίκων (βλ. σχετικά με τις ανωτέρω προβλέψεις του ελβετικού δικαίου την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο από 4.12.2023 γνωμοδότηση της Καθηγήτριας της Νομικής Σχολής Φράιμπουργκ Χρ. Φουντουλάκη). Σε αμφότερες τις προμνησθείσες αποφάσεις των ελβετικών δικαστηρίων, των οποίων η ισχύς στην ελληνική επικράτεια και η πλήρης ανάπτυξη εννόμων συνεπειών ήδη κατά τα ανωτέρω έχει αναγνωριστεί αμετακλήτως, γίνεται ρητή μνεία σε εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων των διαδίκων που συνάπτονται με τον γάμο τους, με την εξής ακριβή διατύπωση ειδικότερα: α) στην πρώτη απόφαση περί δικαστικού χωρισμού, στην ενσωματωμένη από 3 και 4.3.2016 συμφωνία των διαδίκων μεταξύ άλλων, στον αριθμό VI, οι σύζυγοι ρυθμίζουν την εκκαθάριση του συζυγικού καθεστώτος περιουσιακών σχέσεων αναφέροντας, «Κάθε σύζυγος αναγνωρίζεται ως κύριος, πέραν των ακινήτων που είναι καταχωρημένα στο όνομά του, των κινητών και πραγμάτων που κατέχει, καθώς και των αξιών που βρίσκονται κατατεθειμένες σε τραπεζικούς ή ταχυδρομικούς λογαριασμούς και ως εκ τούτου το καθεστώς περιουσιακών σχέσεων των συζύγων μπορεί να λυθεί και εκκαθαριστεί χωρίς περαιτέρω ενέργειες». Κατόπιν, δε, άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας άσκησης έφεσης κατά της ανωτέρω απόφασης, η διευθέτηση της εκκαθάρισης του καθεστώτος περιουσιακών σχέσεων των διαδίκων περιβλήθηκε την ισχύ δεδικασμένου κατά το ελβετικό δίκαιο (βλ. και την προμνησθείσα γνωμοδότηση) και β) στη δεύτερη απόφαση περί λύσης του γάμου των διαδίκων που εκδόθηκε κατόπιν της από 25.5.2021 αίτησης του εναγομένου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης την 21η.12.2021 ενώπιον του ανωτέρω ελβετικού δικαστηρίου, οι διάδικοι στο πλαίσιο της ακρόασής τους από τον Δικαστή κατέληξαν σε συμφωνία, που επισυνάφθηκε στην απόφαση και επικυρώθηκε από το Δικαστήριο, σχετικά με την κατανομή του μισού των ποσών που συσσωρεύθηκαν ως εισφορές επαγγελματικής σύνταξης (με ενσωμάτωση στο διατακτικό της απόφασης διαταγής μεταφοράς ποσού 15.877,90 ελβετικών φράγκων από τον τραπεζικό λογαριασμό του εναγομένου σε αυτόν της ενάγουσας) και επιβεβαίωσαν ότι έχουν εκκαθαρίσει το καθεστώς των περιουσιακών τους σχέσεων κατά τον δικαστικό χωρισμό τους που έλαβε χώρα στις 30.5.2016 (βλ. §§ ΙΙ και III της συμφωνίας)· ήτοι περιέλαβαν ρήτρα που επιβεβαιώνει τη λύση και εκκαθάριση του καθεστώτος συμμετοχής στα αποκτήματα ήδη κατά τον χρόνο του δικαστικού χωρισμού, χωρίς να υποβάλουν (όπως θα μπορούσαν εάν συνέτρεχε λόγος) οποιοδήποτε αίτημα προς το Δικαστήριο για διευθέτηση εκατέρωθεν απαιτήσεων από την εκκαθάριση (βλ. την προμνησθείσα γνωμοδότηση). Εξάλλου, η διευθέτηση με δύναμη δεδικασμένου των περιουσιακών σχέσεων των διαδίκων που συνάπτονται με τον γάμο τους και κατά τα ανωτέρω (σύμφωνα με το περιεχόμενο της εκκαθάρισης που περιγράφηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 197επ ΕλβΑΚ) αναμφίβολα περιλαμβάνει και τυχόν μεταξύ τους αξιώσεις συμμετοχής στα αποκτήματα, επιβεβαιώνεται και από την ανάγνωση των προμνησθεισών αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων με τις οποίες αναγνωρίστηκε η ισχύς τους στην ελληνική επικράτεια, στις οποίες επίσης γίνεται ειδική μνεία: α) στην υπ’ αριθ. 3003/2017 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι, «Με την ως άνω απόφαση (ενν. του ελβετικού δικαστηρίου περί δικαστικού χωρισμού) επικυρώθηκε με τρόπο δεσμευτικό το συμφωνητικό σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και παρεπόμενα ζητήματα του δικαστικού χωρισμού, το οποίο υπεγράφη από τα διάδικα μέρη την 3η και 4η Μαρτίου 2016 και επισυνάπτεται στην εν λόγω απόφαση ως αναπόσπαστο τμήμα της» και β) στην υπ’ αριθ. 3662/2022 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι, «… επικυρώθηκε ώστε να έχει ισχύ δικαστικής απόφασης η μεταξύ τους συμφωνία για λύση του γάμου τους και τα παρεπόμενα αποτελέσματα του διαζυγίου, την οποία υπέγραψαν αμφότεροι στο ακροατήριο ενώπιον του Ελβετού Δικαστή στις 21.12.2021...». Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω εκτιθέμενων, πρέπει, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου περί ύπαρξης δεδικασμένου απορρέοντος από τις προμνησθείσες αποφάσεις των ελβετικών δικαστηρίων, που εμποδίζει την εξέταση της υπό κρίση αγωγής, αυτή, στον βαθμό που εισάγει αξίωση (συμμετοχής στα αποκτήματα) ήδη κριθείσα με τις προαναφερόμενες αποφάσεις των ελβετικών δικαστηρίων, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Και τούτο, διότι με τις προμνησθείσες αποφάσεις των ελβετικών δικαστηρίων έχει ήδη κριθεί με δύναμη δεδικασμένου ότι οι διάδικοι, σύμφωνα με τη σχετική τους συμφωνία που επικυρώθηκε δύο φορές μάλιστα από το Δικαστήριο, δεν διατηρούν εκατέρωθεν αξιώσεις συμμετοχής στα αποκτήματα κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, ώστε το δεδικασμένο αυτό αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση που καθιστά απαράδεκτη την υπό κρίση αγωγή, που εισάγει ως αντικείμενο δίκης την ίδια, ήδη κριθείσα, έννομη σχέση (βλ. και Νίκα, ό.π., 657-658 περί αρνητικής εκδήλωσης του δεδικασμένου). Επισημαίνεται ότι αλυσιτελώς προβάλλονται από την ενάγουσα ισχυρισμοί περί εικονικότητας του δικαστικού τους χωρισμού και μεθόδευσής του με κοινή απόφαση των διαδίκων για φορολογικούς λόγους, καθώς πέραν του ότι ουδόλως επιδρούν τα κίνητρα που τους ώθησαν να αιτηθούν τον δικαστικό τους χωρισμό στο κύρος της σχετικής απόφασης και ουδόλως αναιρούν το (ήδη αναγνωρισθέν μάλιστα αμετακλήτως στην ελληνική επικράτεια) εξ αυτής απορρέον δεδικασμένο, η αυτή συμφωνία περί εκκαθάρισης των περιουσιακών σχέσεων των διαδίκων επιβεβαιώθηκε και μεταγενέστερα, μετά μάλιστα την οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων το έτος 2019, στο πλαίσιο συμφωνίας τους ενώπιον του ελβετικού Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της λύσης του γάμου τους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στις 21.12.2021, χωρίς να προβάλλει η ενάγουσα καμία αντίρρηση για το κύρος της. Τέλος, σύμφωνα με τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη και στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου, γίνεται δεκτό ότι η συμφωνία για τον διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων είναι ισχυρή στο πλαίσιο του συναινετικού διαζυγίου, ώστε δεν μπορεί να κριθεί ότι από τις προμνησθείσες αποφάσεις των ελβετικών δικαστηρίων προβλέπονται έννομες συνέπειες που δεν θα μπορούσαν να νοηθούν στην ελληνική έννομη τάξη και επομένως θα εμπόδιζαν την ισχύ τους με δύναμη δεδικασμένου στην ελληνική επικράτεια. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί και να συμψηφιστεί μέρος της δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η ενάγουσα λόγω της ήττας της στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.
Παρατηρήσεις
Αθανασίου Θ. Καστανίδη, Δ.Ν., Δικηγόρου
Η απόφαση «λάμνει» σε διεθνή ύδατα και το πράττει επιτυχώς. Επίδικη στην κρινόμενη υπόθεση ήταν η αξίωση στα αποκτήματα Ελληνίδας κατοίκου Θεσσαλονίκης έναντι του πρώην συζύγου της, κατοίκου Ελβετίας. Είναι γνωστό ότι η Σύμβαση του Λουγκάνο, που δεσμεύει την Ελλάδα και την Ελβετία, δεν εφαρμόζεται αναφορικά με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων (άρθ. 1 § 2α ΣυμβΛουγκ). Επειδή, ωστόσο, η περιουσιακή διαφορά φέρει το διεθνές στοιχείο (διπλή ιθαγένεια διαδίκων, κατοικία εναγόμενου συζύγου σε τρίτη χώρα κατά το χρόνο του δικαστικού αγώνα), κατά την άποψη που ασπάζεται η σχολιαζόμενη απόφαση, πρέπει να τύχει εφαρμογής ο Καν. (ΕΕ) 2016/1103, δοθέντος ότι ασκείται αγωγή ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους (εν προκειμένω του ελληνικού) ενταχθέντος στην ενισχυμένη ευρωπαϊκή συνεργασία (άρθ. 20 ΣΕΕ, 328 ΣΛΕΕ· απόφαση 2016/954)· παρίσταται, δε, στη συνάρτηση αυτή αδιάφορο το γεγονός ότι ο εναγόμενος κατοικεί σε τρίτη χώρα (Ελβετία)[1].
Ο Κανονισμός 2016/1103 αποσκοπεί να καλύψει όλα τα ζητήματα που άπτονται των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων[2], σε σχέση τόσο με την καθημερινή διαχείριση των περιουσιακών αγαθών τους, όσο και με την εκκαθάριση του καθεστώτος περιουσιακών σχέσεων, η οποία επέρχεται κυρίως λόγω του χωρισμού του ζεύγους ή του θανάτου ενός εκ των μελών του, αποκλειομένης ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του, κατά το άρθρο 1 § 2 στοιχ. δ΄, της «κληρονομικής διαδοχής αποθανόντος συζύγου»[3]. Πρόκειται για κανονισμό που (μαζί με το δίδυμο Καν. 2016/1104 για τις περιουσιακές σχέσεις των καταχωρισμένων συντρόφων) ρυθμίζει με τρόπο καθολικό τόσο τα ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης, όσο και εκείνα που άπτονται του εφαρμοστέου δικαίου[4]. Σε αντίθεση με τους λοιπούς κανονισμούς (ΚανΒρ Ια, ΚανΒρ ΙΙβ, ΚανΔιατρ), στον Καν. 2016/1103 διατηρείται η διαδικασία του exequatur[5].
Ως προς το χρονικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζεται, κατ’ άρθρο 69 § 1, σε νομικές διαδικασίες που κινούνται, σε επίσημα έγγραφα που συντάσσονται ή καταχωρίζονται επίσημα και σε δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίνονται ή συνάπτονται κατά ή μετά τις 29 Ιανουαρίου 2019[6]. Ενώ, όμως, τα ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων διέπονται από τον Καν. 2016/1103, εφόσον η αγωγή κατατέθηκε από την 29η.1.2019 και εξής, «ανεξάρτητα από την ημερομηνία τέλεσης του γάμου» (εξαίρ. άρθ. 69 § 2)[7], οι διατάξεις για το εφαρμοστέο δίκαιο (κεφάλαιο ΙΙΙ) ισχύουν, χωρίς αναδρομική ισχύ, αποκλειστικά για όσους συζύγους τέλεσαν γάμο ή όρισαν το εφαρμοστέο για τις περιουσιακές τους σχέσεις δίκαιο από την 29η.1.2019 και εξής· τούτο, δε, για να μην κλονίζονται οι ήδη διαμορφωμένες έννομες σχέσεις και τα κεκτημένα δικαιώματα με βάση το νομικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ κατά τη διαμόρφωσή τους (άρθ. 69 § 3)[8].
Η αυξανόμενη κινητικότητα των ζευγαριών κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου και η ορθή απονομή δικαιοσύνης επιτάσσουν τη συγκέντρωση και κρίση των περιουσιακών διαφορών των συζύγων (ιδίως των διαφορών που απορρέουν από αξίωση στα αποκτήματα) από το δικαστήριο του κράτους μέλους που επελήφθη υπόθεσης κληρονομικής διαδοχής ενός συζύγου σύμφωνα με τον Καν. (ΕΕ) 650/2012 (άρθ. 4 Καν. 2016/1103) ή αγωγής διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου σύμφωνα με τον Καν. 2201/2003 (άρθ. 5 Καν. 2016/1103)[9]. Στην τελευταία περίπτωση, η διεθνής δικαιοδοσία θεμελιούται με την επιφύλαξη υπαγωγής της περίπτωσης στο άρθ. 5 § 2, οπότε και απαιτείται συμφωνία των συζύγων[10]. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν πρόκειται για αντικειμενική σώρευση κληρονομικής αγωγής ή αγωγής διαζυγίου με αγωγή αποκτημάτων, αλλά αποκλειστικώς για άσκηση της τελευταίας. Αφού, επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση συγκέντρωσης των δικών (Verfahrenskonzentration), για τον εντοπισμό του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου δεν θα τύχουν εφαρμογής τα άρθ. 4 και 5 Καν. 2016/1103, αλλά η διάταξη του άρθ. 6 Καν. 2016/1103[11].
Ειδικότερα, σε περίπτωση που θέματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων δεν συνδέονται με διαδικασίες ενώπιον του δικαστηρίου κράτους μέλους σχετικά με την κληρονομική διαδοχή ενός συζύγου ή με το διαζύγιο, το δικαστικό χωρισμό ή την ακύρωση του γάμου, ο κανονισμός προβλέπει μια «κλίμακα διαδοχικών συνδετικών στοιχείων» (“hierarchical pyramid”[12], “Anknüpfungshierarchie”[13]), δυνάμει των οποίων θα προσδιορισθεί η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου. Πρόκειται για δικαιοδοτική βάση επικουρική έναντι των άρθ. 4 και 5 και αποκλειστική έναντι του άρθ. 10[14]. Τα συνδετικά στοιχεία του άρθ. 6 διασφαλίζουν την ύπαρξη ενός πραγματικού δεσμού μεταξύ των συζύγων και του κράτους μέλους του forum[15]. Έτσι, διεθνή δικαιοδοσία έχει κατά σειρά το δικαστήριο: α) στην επικράτεια του κράτους μέλους του οποίου έχουν τη συνήθη διαμονή τους οι σύζυγοι κατά το χρόνο υποβολής της αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, β) στην επικράτεια του κράτους μέλους του οποίου είχαν την τελευταία συνήθη διαμονή τους οι σύζυγοι, εφόσον ένας από αυτούς εξακολουθεί να διαμένει εκεί κατά το χρόνο υποβολής της αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, γ) στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του ο εναγόμενος κατά το χρόνο υποβολής της αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, δ) της κοινής ιθαγένειας των συζύγων κατά το χρόνο υποβολής της αγωγής στο δικαστήριο. Ως «χρόνος υποβολής» της αγωγής νοείται ο (αυτόνομα) προβλεπόμενος στο άρθ. 14 Καν. 2016/1103[16].
Σε πνεύμα συμπόρευσης forum και jus[17], το άρθ. 7 (ρητή παρέκταση) απονέμει, μεταξύ άλλων[18], διεθνή δικαιοδοσία στο δικαστήριο του κράτους μέλους, το δίκαιο του οποίου είναι εφαρμοστέο κατ’ άρθ. 22 (επιλογή εφαρμοστέου δικαίου) ή κατ’ άρθ. 26 § 1 στοιχ. α΄, β΄ (εφαρμοστέο δίκαιο ελλείψει επιλογής των μερών). Αντίστοιχα, το άρθ. 8, για τη σιωπηρή παρέκταση, απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στο δικαστήριο του κράτους μέλους, το δίκαιο του οποίου είναι εφαρμοστέο, εφόσον ο εναγόμενος παρίσταται αδιαμαρτύρητα. Η ρητή παρέκταση του άρθ. 7 μπορεί μεν να εκτοπίσει τη διεθνή δικαιοδοσία που θεμελιώνεται στο άρθ. 6, όχι όμως και τη διεθνή δικαιοδοσία του άρθ. 5 του κανονισμού. Αντίθετα, η σιωπηρή παρέκταση του άρθ. 8 θέτει εκποδών τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία του άρθ. 5 § 2, όσο και εκείνη του άρθ. 6 του Καν. 2016/1103[19]. Σε περίπτωση που δεν καταφαθεί η διεθνής δικαιοδοσία του forum, σύμφωνα με τα άρθ. 4-9 του κανονισμού, το άρθ. 10 καθιερώνει ως επικουρική δικαιοδοτική βάση εκείνη του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακίνητου περιουσιακού στοιχείου (πρβλ. και άρθ. 10 § 2 Καν. 650/2012)[20]. Αν στην ατομική περίπτωση δεν συντρέξει ούτε η περίπτωση εφαρμογής του άρθ. 10, ως έσχατη λύση προσφέρεται το forum necessitatis του άρθ. 11 και η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του forum, εφόσον η διεξαγωγή της δίκης σε τρίτη χώρα παρίσταται αδύνατη ή μη εύλογη[21].
Εν προκειμένω, η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, πιστή στο ευρωπαϊκό δόγμα του αυτόνομου προσδιορισμού της έννοιας της «συνήθους διαμονής», απέρριψε τους δικαιοδοτικούς συνδέσμους των άρθ. 5, 6 περ. α΄ Καν. 2016/1103 και επιβεβαίωσε τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, δοθέντος ότι η τελευταία κοινή συνήθης διαμονή των συζύγων βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη (άρθ. 6 περ. β΄)· στον τόπο, δε, αυτόν εξακολουθούσε να διαμένει η ενάγουσα κατά το χρόνο «υποβολής» της αγωγής (βλ. άρθ. 14 Καν. 2016/1103). Ως «συνήθης διαμονή» ορίζεται εκείνη που απορρέει, αφενός, από τη βούληση του ενδιαφερομένου να εγκαταστήσει το σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του σε συγκεκριμένο τόπο και χαρακτηρίζεται, αφετέρου, από μια αρκούντως σταθερή παρουσία στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους[22]. Το δικαστήριο διεξάγει ιδιαίτερη αποδεικτική διαδικασία για την τελευταία κοινή «συνήθη διαμονή», προκειμένου να οδηγηθεί στον ακριβή εντοπισμό του συνδετικού στοιχείου. Σύμφωνα με την ορθή θέση της απόφασης, το γεγονός ότι αλλοδαπά (: ελβετική απόφαση δικαστικού χωρισμού), όπως και ελληνικά δημόσια έγγραφα (: απόφαση που αναγνωρίζει το δεδικασμένο της ελβετικής απόφασης) αναφέρουν ως τόπο τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων την Ελβετία δεν ασκεί επιρροή, όταν από τις αποδείξεις προκύπτει ότι η διάσπαση του έγγαμου βίου επήλθε πολύ μεταγενέστερα και ότι τα δημόσια αυτά έγγραφα βασίστηκαν σε δηλώσεις των συζύγων, που έγιναν αποκλειστικά για αλλότριους σκοπούς (π.χ. φορολογικούς)[23].
Εκτός από τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων στο άρθ. 6 περ. β΄, ενδιαφέρουσες είναι οι σκέψεις της απόφασης και αναφορικά με τον εντοπισμό του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου. Κατά την υιοθετούμενη εκδοχή (που είναι και η κρατούσα), ενώ η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων γίνεται με άξονα τον Καν. 2016/1103, ο εντοπισμός του κατά τόπον αρμόδιου ελληνικού δικαστηρίου, ως ζήτημα δικονομικής αυτονομίας, λαμβάνει χώρα κατά τον ΚΠολΔ (πρβλ. και άρθ. 2 Καν. 2016/1103)[24]. Υπό το πρίσμα αυτό, η σχολιαζόμενη απόφαση, αφού ορθά απορρίπτει την εφαρμογή του άρθ. 601 § 3 ΚΠολΔ στις περιουσιακές διαφορές των συζύγων (ΚΠολΔ 592 § 3δ) και τη συνακόλουθη ίδρυση της κατά τόπον αρμοδιότητας των δικαστηρίων της πρωτεύουσας[25], προτάσσει τελικώς την εφαρμογή της δωσιδικίας της περιουσίας (ΚΠολΔ 40), η οποία –καίτοι συνιστά υπέρμετρη δικαιοδοτική βάση– δεν μπορεί να αποκλεισθεί ως θεμέλιο της κατά τόπον αρμοδιότητας. Συνεπώς, κατά τόπον αρμόδιο καθίσταται το δικαστήριο του τόπου, όπου ο εναγόμενος διατηρεί περιουσιακό στοιχείο (ακίνητο) κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, δηλαδή το δικαστήριο της Θεσσαλονίκης[26]. Η λύση είναι δογματικά συνεπής. Σε αλλοδαπές έννομες τάξεις (π.χ. γερμανική), ο νομοθέτης έχει μεριμνήσει για τη ρύθμιση της κατά τόπον αρμοδιότητας σε περιπτώσεις εφαρμογής του Καν. 2016/1103 (§ 3 IntGüRVG), με συνέπεια να αποτρέπεται το ρήγμα μεταξύ του δικαστηρίου που υποδεικνύει ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος του κανονισμού και του δικαστηρίου που έχει κατά τόπον αρμοδιότητα σύμφωνα με το αυτόνομο δικονομικό δίκαιο[27]. Μια τέτοια λύση είναι επιδοκιμαστέα, καθώς η αρχή της προβλεψιμότητας συγκεκριμένου τόπου εναγωγής και ο σκοπός εγγύτητας (π.χ. του τόπου της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων με το forum) επιτάσσουν ομοιόμορφες λύσεις τόσο σε επίπεδο διεθνούς δικαιοδοσίας, όσο και κατά τόπον αρμοδιότητας[28].
Μετά από την ορθή πρόταξη της έρευνας της διεθνούς δικαιοδοσίας και της κατά τόπον αρμοδιότητας (διαδικαστικές προϋποθέσεις που αφορούν το δικαστήριο)[29], το δικαστήριο εισέρχεται στο πεδίο των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένα εξετάζει αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αγωγή αποκτημάτων προσκρούει στο δεδικασμένο ελβετικών αποφάσεων, η αναγνώριση των οποίων στην ημεδαπή είχε προηγηθεί κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, η ελβετική απόφαση δικαστικού χωρισμού είχε ενσωματώσει σχετική συμφωνία των συζύγων, κάνοντας ρητή μνεία στην εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων που απέρρεαν από το γάμο (στις οποίες εντάσσεται και η αξίωση στα αποκτήματα)· σύμφωνα, δε, με το ελβετικό δίκαιο, η διευθέτηση της εκκαθάρισης του καθεστώτος των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων (άρθ. 197επ ΕλβΑΚ) στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικού χωρισμού περιβάλλεται με ισχύ δεδικασμένου. Ακολούθως, η συμφωνία αυτή επανελήφθη στο πλαίσιο της μεταγενέστερης ελβετικής διαδικασίας διαζυγίου, που επισυνάφθηκε στην απόφαση διαζυγίου και επικυρώθηκε από το ελβετικό δικαστήριο, αφού προηγουμένως οι σύζυγοι επιβεβαίωσαν ότι είχαν προβεί σε εκκαθάριση των περιουσιακών τους σχέσεων κατά την προηγηθείσα διαδικασία δικαστικού χωρισμού. Στο μέτρο που οι αποφάσεις αυτές εκλύουν δεδικασμένο στην ελβετική έννομη τάξη αναφορικά με τις περιουσιακής υφής αξιώσεις, το δεδικασμένο αυτό πρέπει να επεκταθεί και να γίνει σεβαστό στην ημεδαπή, με άξονα το αυτόνομο δικονομικό δίκαιο (ΚΠολΔ 323)[30], καταδικάζοντας σε απαράδεκτο την ασκηθείσα αγωγή αποκτημάτων ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου[31]. Υπενθυμίζεται ότι, κατά την κρατούσα στο χώρο του αυτόνομου ελληνικού δικαίου άποψη, η ενέργεια του δεδικασμένου της αλλοδαπής απόφασης δεν επιτρέπεται να είναι ευρύτερη από εκείνη που το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο προσνέμει σε μία αντίστοιχου περιεχομένου εγχώρια απόφαση: τα απώτερα όρια (υποκειμενικά και αντικειμενικά) των ενεργειών της αλλοδαπής απόφασης οριοθετούνται δυνάμει του ελληνικού δικονομικού δικαίου[32].
[1] Βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, Περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Δέσμευση από το δεδικασμένο των αποφάσεων των ελβετικών δικαστηρίων ως προς την εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων. Εφαρμογή του κανονισμού 2016/1103 επί ασκήσεως αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα στην Ελλάδα (γνμδ.), Lex&Forum 1/2024. 287· Καστανίδη, Διεθνείς οικογενειακές διαφορές με εμπλεκόμενη την ελβετική έννομη τάξη και εκτύλιξη του «μίτου της Αριάδνης». Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων με αφορμή την ΜΠρΘεσ 4296/2022, Lex&Forum 2023. 533. Για την ενισχυμένη συνεργασία και τον ελλοχεύοντα κίνδυνο κατακερματισμού του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου, βλ. ειδ. Hess, Europäisches Zivilprozessrecht² (2021), αριθ. 2.33επ (ιδίως 2.34), αριθ. 7177.
[2] H έννοια του «γάμου» δεν είναι αυτόνομη, αλλά εναπόκειται στο δίκαιο του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου (πρβλ. άρθ. 9 Καν. 2016/1103)· βλ. Προοίμιο Καν. 2016/1103, αριθ. 17, 21· Hess, EuZPR², αριθ. 7180 (ζήτημα των κανόνων συγκρούσεως του forum), σ. 571επ, αριθ. 7186, σ. 574· επίσης Dutta, Das neue internationale Güterrecht der Europäischen Union – Ein Abriss der europäischen Güterrechtsverordnungen, FamRZ 2016. 1976.
[3] Βλ. ΔΕΕ, 1.3.2018, Mahnkopf, C-558/16, EU:C:2018:138, σκ. 41· Προοίμιο Καν. 2016/1103, αριθ. 18. Mία ενδεικτική απαρίθμηση της αυτόνομης έννοιας των «περιουσιακών σχέσεων» παρέχει το άρθ. 27 του κανονισμού· βλ. και Hess, EuZPR², αριθ. 7179, σ. 571, σημ. 609· Dutta, FamRZ 2016. 1973 κάτω. Για τον Καν. 2016/1103 από την πρόσφατη αλλοδαπή βιβλιογραφία, βλ. Corneloup/Jault-Seseke/Egéa/Gallant, Le droit européen des régimes patrimoniaux des couples. Commentaire des règlements 2016/1103 et 2016/1104 (2018)· Dutta/Weber, Die Europäischen Güterrechtsverordnungen (2017)· Ruggeri/Limante/Pogorelcnik Vogrinc, The EU Regulations on Matrimonial Property and Property of Registered Partnerships (2022)· για την ιστορία θέσπισης του Κανονισμού 2016/1103, βλ. Lagarde, Règlement no 2016/1103 sur les régimes matrimoniaux, Rép. intern., octobre 2017 (actualisation: mars 2022), αριθ. 4-6.
[4] Βλ. Lagarde, Rép. intern., αριθ. 1· Corneloup, The Shift from a Choice of Law-centered Approach to a Civil Procedure Standpoint, σε Hess/Lenaerts, The 50th Anniversary of the European Law of Civil Procedure (2020), σ. 118· Heiderhoff, Die EU-Güterrechtsverordnungen, IPRax 2018. 1.
[5] Βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, Ευρωπαϊκό Δικονομικό Οικογενειακό Δίκαιο. Μέρος Δεύτερο: Περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Συναινετικά διαζύγια (κανονισμοί 2016/1103, 650/2012 και 2019/1111), ΕλλΔνη 2021. 1299επ· Hess, EuZPR², αριθ. 7188, σ. 574επ.
[6] Βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, Δικαιοδοσία και εκτέλεση επί διασυνοριακών ευρωπαϊκών οικογενειακών διαφορών (2023), σ. 124
.
[7] Βλ. Μακρίδου, Διεθνής δικαιοδοσία επί περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 1103/2016, ΕΠολΔ 2020. 479· Ι. Δεληκωστόπουλο, ό.π. σημ. 1, αριθ. 3· τον ίδιο, Δικαιοδοσία, σ. 124.
[8] Βλ. διορθωτικό Καν. 2016/1103, 2019, L 113/62· ΜΕφΠειρ 370/2024, ΝΟΜΟΣ· Μακρίδου, ΕΠολΔ 2020. 479· Ι. Δεληκωστόπουλο, ό.π. σημ. 1, αριθ. 3· Van Boxstael, Le règlement européen ‘régimes matrimoniaux’ et la pratique notariale, σε Tainmont/Van Boxstael, Tapas de droit notarial 2018. Les régimes matrimoniaux (2019), σ. 201· ιδίως Hess, EuZPR², αριθ. 7177, σ. 570, με σημ. 606.
[9] Βλ. Προοίμιο Καν. 2016/1103, αριθ. 32-33. Ορθά επισημαίνεται ότι η κατά παραπομπή δικαιοδοσία σε περίπτωση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου στον Καν. 2201/2003 πρέπει να εκλαμβάνεται ως παραπομπή στον Καν. 2019/1111 για τις αγωγές που ασκούνται, τα δημόσια έγγραφα που συντάσσονται ή καταχωρίζονται επίσημα, και για τις συμφωνίες που καταχωρίζονται κατά ή μετά την 1η Αυγούστου 2022· βλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2021. 1289, 1291.
[10] Βλ. Προοίμιο Καν. 2016/1103, αριθ. 34· Hess, EuZPR², αριθ. 7183, σ. 573.
[11] Βλ. και Geimer, Internationales Zivilprozessrecht9 (2024), αριθ. 1880f, σ. 739· Hess, EuZPR², αριθ. 7184, σ. 573· Dutta, FamRZ 2016. 1978· Heiderhoff, IPRax 2018. 9· πρβλ. Ι. Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2021. 1289. Κατά μία γνώμη (Μακρίδου, ΕΠολΔ 2020. 481, 482-483), ενώ το άρθ. 6 Καν. 2016/1103 εφαρμόζεται επί αγωγής του άρθ. 1400 ΑΚ με ιστορική βάση την τριετή διάσταση, αγωγές αποκτημάτων με ιστορική βάση τη λύση ή την ακύρωση του γάμου εντάσσονται στο άρθ. 5 Καν. 2016/1103, υπό τον όρο ότι επιλαμβάνεται αγωγής διαζυγίου ή ακύρωσης γάμου δικαστήριο κράτους μέλους (καθίσταται, δε, αδιάφορο, κατά τη θέση αυτή, αν η αγωγή διαζυγίου ή ακύρωσης γάμου είναι ή όχι εκκρεμής).
[12] Βλ. Pascucci, σε Ruggeri/Garetto, European Family Property Relations. Article by Article Commentary on EU Regulations 1103 and 1104/2016 (2021), άρθ. 6, σ. 92.
[13] Βλ. Hess, EuZPR², αριθ. 7184, σ. 573.
[14] Βλ. Bergquist/Frimston/Damascelli/Lagarde/Reinhartz, Commentaire des règlements européens sur les régimes matrimoniaux et les partenariats enregistrés (2018), σ. 60· επίσης Ι. Δεληκωστόπουλο, ό.π. σημ. 1, αριθ. 5.
[15] Βλ. Προοίμιο Καν. 2016/1103, αριθ. 35.
[16] Βλ. Geimer, IntZPR9, αριθ. 1880j, σ. 740· Dutta, FamRZ 2016. 1977· επίσης Wendland, Verfahrensrechtliche Probleme im System internationaler Entscheidungszuständigkeit der neuen Europäischen Güterrechtsverordnungen. Altbekanntes und Innovatives aus dem Experimentierlabor der Europäischen Kommission, IPRax 2019. 5.
[18] Κατά τη διάταξη αυτή, τα μέρη περιορίζονται να ορίσουν ως αποκλειστικά αρμόδια τα δικαστήρια είτε του κράτους μέλους, το δίκαιο του οποίου είναι εφαρμοστέο, είτε του κράτους μέλους, όπου τελέσθηκε ο γάμος.
[21] Πρότυπο υπήρξε το άρθ. 11 Καν. 650/2012· βλ. Hess, EuZPR², αριθ. 7185, σ. 573, με σημ. 628· Heiderhoff, IPRax 2018. 10.
[22] Βλ. ΔΕΕ, 25.11.2021, IB, EU:C:2021:955, σκ. 57· Ι. Δεληκωστόπουλο, ό.π. σημ. 1, αριθ. 7· τον ίδιο, Δικαιοδοσία, σ. 32-33. Κατά την αρχή της «μοναδικότητας» της συνήθους διαμονής, η αναγνώριση περισσοτέρων «συνήθων διαμονών» του συζύγου θα μπορούσε να υπονομεύσει την προβλεψιμότητα των δικαιοδοτικών κανόνων· βλ. ΔΕΕ, 25.11.2021, IB, αυτ., σκ. 48· πρβλ. Προοίμιο Καν. 2016/1103, αριθ. 15, 49· για τον κανονισμό διατροφών (4/2009) βλ. ΔΕΕ, 4.6.2020, FX, C-41/19, EU:C:2020:425, σκ. 40.
[23] Για την αξιοποίηση απόφασης πολιτικού δικαστηρίου ως δικαστικού τεκμηρίου, βλ. ενδεικτ. ΑΠ 109/2012, ΕΠολΔ 2012. 378
, σημ. Κατηφόρη· Νίκα, ΠολΔ ΙΙ², § 86 αριθ. 3, σ. 658.
[24] Kρ. γν.: Ι. Δεληκωστόπουλος, ό.π. σημ. 1, υπό ΙΙ. Β αριθ. 6· Nagel/Gottwald, Internationales Zivilprozessrecht8 (2020), αριθ. 4162, 4166, 4172, με τις αναφορές στη σημ. 280· Hess, EuZPR², αριθ. 7182, σ. 573, με σημ. 623-624· Dutta, FamRZ 2016. 1978· Heiderhoff, IPRax 2018. 9, 10 (με επιφυλάξεις).
[25] Βλ. και Ι. Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2021. 1295. Για τη θέση ότι οι ρυθμίσεις του άρθ. 601 ΚΠολΔ εφαρμόζονται ως προς τις διαφορές του άρθ. 592 αριθ. 3 στοιχ. β΄ ΚΠολΔ: Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ ΙΙΙα2 (2023), § 72 αριθ. 9, σ. 134· Απ. Γεωργιάδης, Οικογενειακό Δίκαιο³ (2022), § 30 αριθ. 85, σ. 655· Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τον
ν. 4335/2015 (2017), § 2 αριθ. 15, σ. 125· ιδίως Ποδηματά, Διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, ΧρΙΔ 2015. 651.
[26] Βλ. εκτός της σχολιαζόμενης απόφασης, ΕφΙωαν 133/2006, Αρμ 2006. 1748· ΠΠρΑθ 1630/2013
, ΕΠολΔ 2013. 394, παρατ. Γιαννόπουλου. Tην εφαρμογή του άρθ. 22 ΚΠολΔ δέχεται ο Νίκας, Διεθνής δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο επί αγωγών διαζυγίου και συμμετοχής στα αποκτήματα Ελλήνων υπηκόων που κατοικούν στην Ελβετία· εκκρεμοδικία και αναγνώριση των εκατέρωθεν δικαστικών αποφάσεων, ΕΠολΔ 2011. 587επ (υπό ΙΙ.3β).
[27] Βλ. Nagel/Gottwald, IntZPR8, αριθ. 4162, 4166, 4172· Hess, EuZPR², αριθ. 7182, σ. 573, με σημ. 624.
[28] Πρβλ. για τη ρύθμιση (εκτός από τη διεθνή δικαιοδοσία) και της κατά τόπον αρμοδιότητας από τον ΚανΒρ Ι, ΔΕΚ, 3.5.2007, Color Drack, C-386/05, EU:C:2007:262, σκ. 33, 44.
[30] Η αναγνώριση της ελβετικής απόφασης δεν θα λάβει χώρα ασφαλώς κατά τον Καν. 2016/1103, αφού δεν προέρχεται από κράτος μέλος της ενισχυμένης συνεργασίας (πρβλ. άρθ. 36 § 1), αλλά κατά το αυτόνομο ελληνικό δίκαιο· βλ. ενδεικτ. Dutta, FamRZ 2016. 1985 επάνω.
[31] Έτσι Γέσιου-Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ ΙΙΙα², § 70 αριθ. 9, σ. 52-53· Ι. Δεληκωστόπουλος, ό.π. σημ. 1, αριθ. 10επ, ιδίως 14.
[32] Βλ. ενδεικτ. Ποδηματά, Ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) 1896/2006 (2011), σ. 215, σημ. 647 με τις εκεί αναφορές.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα