Top

Αναζήτηση


Αρμενόπουλος
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
4
Έτος
2023
 
Περισσότερα »

Αρμενόπουλος, 4 (2023)


ΜΠρΑθ 7970/2022

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΜΠρΑθ 7970/2022

Δικαστής: Αικατερίνη Ζαφειροπούλου
Δικηγόροι: Ηλ. Δημητρέλης – Γ. Βασιλακάκης

(632 ΚΠολΔ, 272Α, 272Β ΚΔιοικΔ, 84 § 2 Κώδικα Δικηγόρων, 45 § 1 ν. 4607/2019)

Δικαιοδοσία: τα πολιτικά δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής για την αμοιβή δικηγόρου με βάση εργολαβικό δίκης, ακόμη και αν αυτό καταρτίστηκε ενόψει διοικητικής διαφοράς, διότι ιδρύεται διαφορά ιδιωτικού δικαίου.
Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής: η πιθανολόγηση μερικής ακύρωσης της ανακοπτόμενης διαταγής ως προς μέρος μόνο των τόκων υπερημερίας δεν ανατρέπει τον εκτελεστό τίτλο και δεν δικαιολογεί την αναστολής της εκτέλεσης· απορρίπτεται η αίτηση αναστολής.
Τόκοι υπερημερίας: διαφοροποίηση του επιτοκίου με το οποίο εκτοκίζονται οι οφειλές των Ν.Π.Δ.Δ. πριν και μετά την ισχύ του ν. 4607/2019 (01.04.2019).
Δικαστική δαπάνη: σε περίπτωση αίτησης αναστολής εκτέλεσης, επιβάλλεται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος ανεξάρτητα από την ευδοκίμηση ή την απόρριψη της αίτησης.

[…]

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτησή του, το αιτούν, επικαλούμενο επείγουσα περίπτωση, ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’αριθμ. 1214/2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστού αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η αίτηση, το ποσό των 427.030,47 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ενσωματωμένης στην κρινόμενη αίτηση από 11.04.2022 ανακοπής του ενώπιον ταυ Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 παρ, 1 ΚΠολΔ, αιτούμενο την ακύρωση της ως άνω διαταγής πληρωμής, καθόσον είναι βέβαιο ότι η ως άνω ανακοπή του θα γίνει δεκτή, ενώ η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη. Τέλος ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως (άρθρα 632 παρ. 3 ΚΠολΔ) εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 3 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταδίκης της καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη, το οποίο είναι μη νόμιμο, δεδομένου ότι αυτή επιβάλλεται πάντα σε βάρος του αιτούντος την αναστολή εκτέλεσης, ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή απόρριψης της αίτησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του νόμου 4236/2014, (ΦΕΚ A 33/11.2.2014), Περαιτέρω, η ανωτέρω από 11.04.2022 […] ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού αντίγραφο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 07.04.2022 (…), το δε δικόγραφο της ανακοπής επιδόθηκε στον αντίκλητο δικηγόρο της καθ’ ης στις 26.04.2022 (…), ήτοι εντός της οριζόμενης από το άρθρο 632 παρ. 2 εδ α’ ΚΠολΔ προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών, στην οποία δεν συνυπολογίζονται τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι αργίες. Κατόπιν τούτον, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν ως προς την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης των κατ’ ιδίαν λόγων της ανακοπής.

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του εκδόντος αυτήν δικαστηρίου. Ειδικότερα εκθέτει ότι αρμόδιο για την έκδοσή της ήταν το Μονομελές Διοικητικό Εφετείο, καθόσον η δικηγορική αμοιβή της καθ’ ης δικηγόρου, για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η επίδικη διαταγή πληρωμής, συμφωνήθηκε στο πλαίσιο διοικητικής διαφοράς και ειδικότερα λόγω του ότι προέκυψε ως αμοιβή της από το χειρισμό της αγωγής που άσκησε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο κατά του ανακόπτοντος νομικού προσώπου για την επιστροφή απ’ αυτό της εισφοράς που του είχε καταβάλει εξαιτίας της εξαγωγής φαρμάκων κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2001 έως 31.01.2007 και, συνεπώς, κάθε διαφορά που προκύπτει από την ανωτέρω αιτία πρέπει να κριθεί από τα διοικητικά δικαστήρια, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον η αξίωση της καθ’ ης δικηγόρου από το με ημεροχρονολογία 23.04.2013 εργολαβικό δίκης, που είχε συνάψει η ίδια με την προαναφερόμενη ανώνυμη εταιρεία και την ύπαρξη του οποίου δεν αμφισβητεί το ανακόπτον, ως χρηματική απαίτηση ιδιωτικού δικαίου καθιδρύει διαφορά διεπόμενη από τις διατάξεις του Αστικού Δικαίου (βλ και άρθρο 58 Ν. 4194/2013) και, για το λόγο αυτό, ως εκ της φύσεώς της, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272Α και 272Β του Κ.Δ.Δ, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4329/2015, που ορίζουν ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές αξιώσεις μη αμφισβητούμενες, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 305/2004 (ΕΕ Λ 143) μπορεί να ζητηθεί εφόσον: α) πηγάζουν από διοικητική σύμβαση που έχει συναφθεί στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής, κατά την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.3 της παραγράφου Ζ’ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107) και β) έχει ολοκληρωθεί ο προληπτικός έλεγχος της σχετικής δαπάνης και έχει αποβεί θετικός για την πληρωμή της, προκύπτει ότι μόνο στις ως άνω περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις καθιδρύεται δικαιοδοσία του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου για την έκδοση διαταγής πληρωμής, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν στην ένδικη περίπτωση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το ανακόπτον.

Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, επειδή με αυτή υπολογίστηκαν και προσδιορίσθηκαν εσφαλμένα ο τόκοι υπερημερίας επί του κεφαλαίου της αρχικής απαίτησης της εντολέως της καθ’ ης και κατ’ επέκταση της αμοιβής της τελευταίας, για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα υπολογίσθηκε ο τόκος υπερημερίας ενιαία με ποσοστό 6% για όλο το χρονικό διάστημα από την έναρξη της τοκοφορίας, ήτοι την επομένη της επίδοσης της αγωγής της εντολέως της καθ’ ης (09.02.2013), έως την κατάθεση της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (10.12.2021), ενώ θα έπρεπε να γίνει διάκριση αυτού και δη από 01.04.2019 και εφεξής να υπολογιστεί με ποσοστό 3%, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019, βάσει του οποίου το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου μειώθηκε από ποσοστό 6% σε 3%, με συνέπεια εν προκειμένω να προκύπτει διαφορά ποσού 21.928,80 ευρώ, για την οποία θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός ακυρότητας της διαταγής πληρωμής δεν πλήττει το σύνολο του διατασσόμενου μ’ αυτήν ποσού και κυρίως το κεφάλαιο, που διατάσσεται το ανακόπτον να καταβάλει στην καθ’ ης, το ύψος του οποίου δεν αμφισβητεί. Επομένως, δεν πιθανολογείται ότι, εφόσον ο λόγος αυτός γίνει δεκτός, θα ακυρωθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αλλά μόνο κατά το σκέλος αυτής που επιδικάζει τόκους από 01.05.2019 και εφεξής με επιτόκιο ποσοστού 6% αντί 3%, ενώ κατά το ποσό του κεφαλαίου, ύψους 279.079,90 ευρώ καθώς και κατά το υπόλοιπο ποσό των τόκων, ύψους 126.021,77 ευρώ θα είναι ισχυρή. Επομένως, δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την ολική αλλά μόνο τη μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Πλην όμως, στην περίπτωση μερικής ακύρωσης της διαταγής πληρωμής δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσής της. Και τούτο διότι δικαιολογητικός λόγος του θεσμού, της εκ της διατάξεως του άρθρου 632 ΚΠολΔ αναστολής εκτέλεσης διαταγής πληρωμής, αποτελεί ο κίνδυνος της μετέπειτα ασκηθείσας ανακοπής κατ’ αυτής, ανατροπής του εκτελεστού τίτλου και της βάσει αυτού εκτελεστικής διαδικασίας. Επομένως, σε περίπτωση που με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και συνακόλουθα, με την αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της δεν προσβάλλεται η εγκυρότητα του τίτλου στο σύνολο του, αλλά προβάλλεται από τον ανακόπτοντα ανυπαρξία οφειλής μέρους του μ’ αυτήν βεβαιωθέντος σε βάρος του ποσού, δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής της βάσει του τίτλου αυτού επισπευδόμενης εκτέλεσης, αφού αυτός διατηρείται ως εκτελεστός τίτλος, το ζήτημα δε του μέτρου ικανοποίησης του επισπεύδοντος θέλει αντιμετωπισθεί κατά τη διαδικασία κατάταξης (AΠ 1445/1980, ΕφΑθ 1839/2002, ΜΠρΝαξ 117/2014, ΜΠρΡοδ 315/2013, ΜΠρΑθ 874/2013, ΜονΠρΑλεξ 159/2012 ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών πρέπει η κρισιολογούμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της (άρθρα 191 ΚΠολΔ και 84 παρ. 2 εδ. β’ και γ’ του Ν. 4194/2013 «Κώδικα περί Δικηγόρων»), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

[…]