ΜΕφΘεσ 30/2024 - Πλήρες κείμενο
Σύνθεση: Αλεξάνδρα Λιόλιου, Εφέτης
Δικηγόροι: Βασιλική Γιούχα – Αθανάσογλου, Χριστίνα Κυρμανίδου
Μεταβίβαση επιχείρησης· η διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ τυγχάνει εφαρμογής ακόμη και αν δεν καταρτίστηκε σύμβαση ή η τελευταία είναι άκυρη· στοιχεία ορισμένου αγωγής δανειστή.
Νομικές διατάξεις: άρθρα 479 ΑΚ
Αριθμός 30/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Λιόλιου, Εφέτη, που ορίσθηκε με απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και από τον Γραμματέα Αθανάσιο Ιασωνίδη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουάριου 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη Γερμανία, επί της οδού …, ... Τ.Κ. …, και εκπροσωπείται νόμιμα, με γερμανικό ΑΦΜ ... η οποία παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ της πληρεξούσιας δικηγόρου της Βασιλικής Γιούχα - Αθανάσογλου (Α.Μ.Δ.Σ. Αθηνών …), η οποία προκατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… - ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον δ.τ. «… ΑΒΕΕ», που εδρεύει στο … του Δήμου Εχεδώρου/Θεσσαλονίκης, ΔΔ Μαγνησίας και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … και 2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ΑΕΒΕ» και τον δ.τ. «…», που εδρεύει στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, επί … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου. Χριστίνας Κυρμανίδου (Α.Μ. Δ.Σ. Θεσ/νικης …). η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την από 22.1.2021 και υπ’ αριθ. έκθ. Κατάθ. …/26.1.2021 αγωγή της επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθ. 7127/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 26.10.2022 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …/27.10.2022 έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε με την υπ’ αριθ. …/27.10.2022 πράξη για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας παραστάθηκε με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, είχε, δε προκαταθέσει προτάσεις, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων παραστάθηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να γίνουν δεκτές οι έγγραφες προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 26.10.2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο …/27.10.2022 έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθ. 7127/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία επί της από 22.1.2021 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …/26.1.2021 αγωγής της ενάγουσας ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β. 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄ ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 27.10.2022 (βλ. την υπ’ αριθ. …/27.10.2022 έκθεση κατάθεσης δικογράφου εφέσεως) εντός της προβλεπόμενης για τους διαμένοντες στο εξωτερικό διαδίκους προθεσμίας των εξήντα ημερών (αρθρ. 518 παρ. 1 σε συνδυασμό με 147 παρ. 2 ΚΠολΔ) από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (βλ. την από 28.7.2022 σημείωση του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών … επί του προσκομιζόμενου και επικαλούμενου αντιγράφου της εκκαλουμένης). Επίσης καταβλήθηκε το απαιτούμενο εκ του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παράβολο (βλ. την από 27.10.2022 βεβαίωση της γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί κατάθεσης του υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικού παράβολου ποσού 100 ευρώ). Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) όσον αφορά τη δεύτερη εφεσίβλητη. Όσον αφορά την πρώτη εφεσίβλητη όμως η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι ενώ με την εκκαλουμένη απόφαση η αγωγή απορρίφθηκε ως προς αυτήν λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, η εκκαλούσα δεν παραπονείται με κάποιο λόγο έφεσης για την κρίση του Δικαστηρίου κατά το κεφάλαιο τούτο. Λόγω της απόρριψης της έφεσης ως προς την πρώτη εφεσίβλητη πρέπει η ενάγουσα να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (αρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 479 του ΑΚ, αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στον δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση, εξακολουθεί, όμως, να υπάρχει και η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει, ενώ αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές, είναι άκυρη απέναντι τους. Με τη διάταξη αυτή, καθιερώνεται αναγκαστική από το νόμο σωρευτική αναδοχή των χρεών, κατά την έννοια του άρθρου 477 του ΑΚ και δημιουργείται, συνεπώς, παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα, μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Ως επιχείρηση, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, νοείται το σύνολο των δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, εννόμων σχέσεων, πραγμάτων και άυλων αγαθών, ή πραγματικών καταστάσεων (πελατεία, τεχνογνωσία, οργάνωση, πίστη, φήμη, διακριτικά γνωρίσματα κ.λπ.), που έχουν οργανωθεί από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (επιχειρηματία) σε οικονομική ενότητα για την επίτευξη ενός απώτερου οικονομικού σκοπού και, κατά κανόνα, οικονομικού-κερδοσκοπικού. Έτσι, η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή, η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένα από τα περιουσιακά στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα. Σε περίπτωση αμφιβολίας, η μεταβίβαση της πελατείας θα σημαίνει και μεταβίβαση της επιχείρησης, πολύ περισσότερο όταν ο μεταβιβάζων την πελατεία κλείνει την επιχείρησή του, διότι η πελατεία συνιστά το κεντρικό συστατικό στοιχείο της επιχείρησης, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει. Βασικό δε κριτήριο για τη διαπίστωση της ύπαρξης μεταβίβασης επιχείρησης είναι η διατήρηση της ταυτότητάς της. Γίνεται δεκτό ότι υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης όταν ο διάδοχος εγκαθίσταται στον ίδιο χώρο και αναλαμβάνει να συνεχίζει την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης νοούμενης ως ενιαίας οικονομικής μονάδας, διατηρούσας την ταυτότητά της με τον νέο επιχειρηματικό φορέα, με τον ίδιο ή διαφορετικό τίτλο ή μορφή. Εξάλλου, η μεταβίβαση της επιχείρησης είναι άτυπη μη υποκείμενη σε κάποιο συστατικό ή αποδεικτικό τύπο, γίνεται δε με την παράδοση της επιχείρησης, ως οικονομικής ενότητας, στο νέο φορέα, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως. στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση, όπως και όταν δεν μεταβιβάζεται στον αποκτώντα η επιχείρηση ως προς όλα τα επιμέρους στοιχεία της, αλλά ως προς ορισμένα, τα οποία, όμως, συνθέτουν τον πυρήνα που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της. Σε κάθε περίπτωση, για την εφαρμογή της υπόψη διάταξης, απαιτείται ο αποκτών να γνωρίζει, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, ότι του μεταβιβάζεται το σύνολο ή το σημαντικότερο τμήμα της περιουσίας ή της επιχείρησης. Θεωρείται δε ότι υπάρχει η γνώση αυτή και όταν ενόψει των συνθηκών, υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβαζόμενη περιουσία αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Σε περίπτωση δε μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής. Αντίθετα, δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός τα ανήκοντα στην περιουσία χρέη, κατά τον χρόνο της μεταβίβασής της, ούτε απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωριστεί μέχρι τότε δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή, νοούνται δε ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, όλα, πλην των προσωποπαγών, δηλαδή ανεξάρτητα από τη φύση τους ως συμβατικών χρεών ή από αδικοπραξία, αρκεί η γενεσιουργός νομική αιτία τους να υπήρχε, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Με την έννοια αυτή, περιλαμβάνονται στα χρέη της περιουσίας και όσα κατά τον χρόνο της μεταβίβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, εφόσον αυτή υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Η αγωγή του δανειστή περί μεταβίβασης περιουσίας ή ποσοστού αυτής, πρέπει να διαλαμβάνει: α) την ύπαρξη τέτοιας σύμβασης, β) τις εναντίον του μεταβιβάσαντος απαιτήσεις του, που είχαν γεννηθεί πριν από τη σύμβαση, γ) τη μεταβίβαση του συνόλου ή σημαντικού μέρους της περιουσίας ή της επιχείρησης και δ) τη γνώση εκείνου που απέκτησε ότι μεταβιβάστηκε το σύνολο ή το πλέον σημαντικό μέρος της περιουσίας ή της επιχείρησης (ΑΠ 1486/2014 δημοσιευμένη στη βάση δεδομένων Sakkoulas-Online.gr, ΕφΘεσ 1831/2008 Αρμ 2009.220
, με σχόλιο Α. Μπεχλιβάνη, ΜΕφΘεσ 295/2020
Αρμ 2021.1498
με σχόλιο Γ. - Α. Γεωργιάδη). Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, η ματαίωση ή η δυσχέρανση της ικανοποίησης του δανειστή λόγω μεταβίβασης εκ μέρους του οφειλέτη σε τρίτον περιουσίας ή επιχείρησης, ρυθμιζόμενη ειδικά είτε από το άρθρο 479 ή τα άρθρα 939 επ. ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ή 919 ΑΚ διότι η τασσόμενη από το νόμο συνέπειά της δεν είναι η αποζημίωση, αλλά είτε η εκ του Νόμου και έως την αξία της μεταβιβαζόμενης περιουσίας ή επιχείρησης σωρευτική εις ολόκληρον αναδοχή χρέους και γένεσης παθητικής εις ολόκληρον ενοχής μεταξύ μεταβιβάζοντος -αρχικού οφειλέτη και αποκτώντος-νέου οφειλέτη είτε η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 479 ή 939 επ. ΑΚ. Αυτό μπορεί να συμβεί και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 ΠΚ ή όταν υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του οφειλέτη και τρίτου. Η δε συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό, το οποίο ευρίσκεται πέραν από το «δόλο του οφειλέτη» και τη «γνώση του τρίτου» και εμφανίζει τη συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόμεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνον γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει το σύνολο της περιουσίας του και προς βλάβη των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν τούτο, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα (βλ. αναφορικά με την καταδολίευση δανειστών την ΟλΑΠ 12/2008
ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρία εξέθετε στην από 22.1.2021 και υπ’ αριθ. καταθ …/26.1.2021 αγωγή της, ότι διατηρεί κατά της πρώτης εναγόμενης απαίτηση από σύμβαση πώλησης ύψους 37.667,71 ευρώ μετά των νομίμων τόκων εξοπλισμένη ήδη με τελεσίδικη απόφαση του αρμόδιου Γερμανικού Δικαστηρίου, χωρίς, ωστόσο να έχει ικανοποιηθεί η απαίτηση αυτή, παρότι έχει, δυνάμει του ανωτέρω ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, επιτάξει δις την πρώτη εναγόμενη στην πληρωμή του παραπάνω ποσού και έχει επιβάλει κατάσχεση τραπεζικού λογαριασμού της εις χείρας τραπεζικού ιδρύματος. Ότι στις 22.12.2016 και ενώ η πρώτη εναγόμενη τελούσε σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, ιδρύθηκε με την υπ’ αριθ. …/2016 συστατική πράξη του συμβολαιογράφου … η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία από διοικητικό μέλος της πρώτης εναγομένης. Ότι στις δυο εναγόμενες εταιρίες υπάρχει ταυτότητα της επιχειρηματικής λειτουργίας, αφού η δεύτερη εναγόμενη συστάθηκε με σκοπό να συνεχίσει ουσιαστικά την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης, υπό τον μανδύα άλλης εταιρικής μορφής και νομικού προσώπου, χωρίς τις μέχρι τότε γεννηθείσες οφειλές της πρώτης εναγόμενης. Ότι η συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας έλαβε χώρα με την επί της ουσίας συνολική μεταβίβαση της επιχείρησης από την πρώτη εναγόμενη στην δεύτερη. Ότι η πρώτη εναγόμενη παραμένει μέχρι και σήμερα ενεργή μόνο φαινομενικά, καθότι εν τοις πράγμασι έχει παύσει την άσκηση της δραστηριότητάς της περί τα τέλη του 2016, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συστάθηκε η δεύτερη εναγόμενη, η οποία έχει έδρα την παλιά έδρα της πρώτης και υποκατάστημα στη διεύθυνση που βρίσκεται και το υποκατάστημα της πρώτης. Ότι τα φυσικά πρόσωπα που διοικούσαν και εργάζονταν στην πρώτη εναγόμενη μεταφέρθηκαν σε θέσεις διοίκησης και εργασίας στην δεύτερη εναγόμενη. Ότι η δεύτερη εναγόμενη είχε πλήρη γνώση για την συνολική μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης. Ότι συνεπώς η δεύτερη εναγόμενη εταιρία, που απέκτησε την επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης με άτυπη συμφωνία ενέχεται και αυτή εις ολόκληρόν με την πρώτη εναγόμενη για την πληρωμή του οφειλόμενου τιμήματος από τις συμβάσεις πώλησης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ και επικουρικά κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, αναγνωριζομένης της μεταβίβασης της επιχείρησης από την πρώτη εναγόμενη στην δεύτερη, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον εκάστη το ποσό των 37 667,71 ευρώ νομιμότοκα από τις 20.9.2018, ήτοι την επόμενη της γνωστοποίησης της εκδόσεως της γερμανικής απόφασης κατά της πρώτης εναγόμενης υπέρ της ιδίας και έως την εξόφληση κυρίως μεν με βάση τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, επικουρικώς δε με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή 1) ως προς την πρώτη εναγομένη ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος, διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή για την επίδικη απαίτηση έχει εκδοθεί σε βάρος της πρώτης εναγόμενης τελεσίδικη δικαστική απόφαση και 2) ως προς τη δεύτερη εναγομένη, α) αφενός μεν ως προς την κύρια βάση ως αόριστη, διότι δεν γίνεται στο δικόγραφο επίκληση πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει ότι μεταβιβάστηκαν περιουσιακά στοιχεία της πρώτης προς την δεύτερη εναγόμενη (εμπράγματη μεταβίβαση), τα οποία αποτελούν το σύνολο ή το σημαντικότερο μέρος της επιχειρήσεως της πρώτης εναγόμενης, β) αφετέρου δε ως προς την επικουρική βάση της αδικοπραξίας, ως μη νόμιμη, διότι η σύναψη σύμβασης, η οποία, εν γνώσει του ενός συμβαλλομένου, επάγεται τη ματαίωση της εκπλήρωσης άλλης σύμβασης, την οποία είχε συνάψει προηγουμένως ο αντισυμβαλλόμενός του με τρίτο, δεν συνιστά καθαυτή, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων, παράνομη ή ανήθικη συμπεριφορά, κατά την έννοια των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ, ενώ μόνη η γενικόλογη και αόριστη αναφορά στην αγωγή, ότι υπήρξε συμπαιγνία μεταξύ των εναγομένων, δεν αρκεί για τη θεμελίωση ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης από αδικοπραξία, διότι δεν εκτίθεται στην αγωγή ιδιαίτερη αξιόμεμπτη συμπεριφορά από μέρους των εναγόμενων, ούτε γίνεται επίκληση ότι αυτοί κατάστρωσαν και εφάρμοσαν κάποιο σχέδιο ή μετήλθαν οποιαδήποτε τεχνάσματα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεσή της η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ζητώντας για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή. Με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή ως προς την επικουρική βάση της είναι μη νόμιμη σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διότι μόνη η μεταβίβαση της επιχείρησης από την πρώτη στη δεύτερη εναγομένη δε συνιστά αδικοπραξία, αν δεν συνοδεύεται από πρόσθετα περιστατικά αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, όπως κατάστρωση και εφαρμογή κάποιου σχεδίου και ιδιαίτερων τεχνασμάτων. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε που απέρριψε αυτήν ως μη νόμιμη, και ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Όσον αφορά όμως την κύρια βάση της η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, εφόσον εκτίθεται η γενόμενη μεταβίβαση της επιχείρησης, με την επισήμανση ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι, εάν πράγματι έλαβε χώρα η μεταβίβαση και όχι η ύπαρξη σχετικής ενοχικής σύμβασης, αφού η διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ τυγχάνει εφαρμογής ακόμη κι αν δεν καταρτίστηκε σύμβαση ή η τελευταία είναι άκυρη, περαιτέρω δε, εκτίθεται η απαίτηση της δανείστριας ενάγουσας, σε βάρος της μεταβιβάσασας πρώτης εναγομένης, και η γνώση της αποκτώσας δεύτερης εναγομένης ότι της μεταβιβάστηκε η επιχείρηση ως οικονομική ενότητα ενώ δεν είναι αναγκαία η αναλυτική μνεία των μεταβιβασθέντων στοιχείων και η αξία αυτών δεδομένου ότι η μέχρι την αξία αυτών ευθύνη του αποκτώντος προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση ούτε η επίκληση πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι μεταβιβάστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της πρώτης προς την δεύτερη εναγόμενη, τα οποία αποτελούν το σύνολο ή το σημαντικότερο μέρος της επιχειρήσεως της πρώτης εναγόμενης, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η δεύτερη εναγομένη, τα οποία θα προκύψουν από τις αποδείξεις. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη κατά τη βάση αυτή έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο λόγος αυτός και ακολούθως και η έφεση κατά το κεφάλαιο τούτο και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο που αφορά την κύρια βάση της αγωγής, μόνο ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, ως προς την πρώτη εναγομένη η αγωγή απορρίφθηκε λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, ενώ με την έφεση δεν διατυπώνεται παράπονο κατά της κρίσης αυτής, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση κατά το κεφάλαιο τούτο από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να εκδικαστεί η αγωγή, ως προς τη δεύτερη πάντα εναγομένη, κατά την κύρια βάση της, κατά την οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 479, 345, 346 ΑΚ. πλην του αιτήματος επιδικάσεως τόκων για τον προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής χρόνο, εφόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι και αυτοί αποτελούν χρέος της μεταβιβασθείσας περιουσίας, για αυτό άλλωστε και δεν τους κεφαλαιοποιεί και δεν προσδιορίζει το ύψος τους, αλλά ζητούνται παρεπομένως ως τόκοι υπερημερίας, χωρίς την επίκληση όμως προγενέστερης όχλησης, όπως απαιτείται (ΑΠ 1424/2008
, ΕφΘρακ 121/2018, ΕφΛαρ 128/2009 ΝΟΜΟΣ).
Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, σε μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις νομίμως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. …/21.5.2021 ένορκες βεβαιώσεις των …, … και …, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, κατά τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …/18.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, σε συνδυασμό με την από 17.5.2021 κλήση), χωρίς να λαμβάνεται όμως υπόψιν η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …/19.5.2021 ληφθείσα ενώπιον της Γενικής Προξένου της Ελλάδας στο Ντίσελντορφ, ένορκη βεβαίωση του …, ο οποίος κατά τον χρόνο λήψης αυτής είχε την ιδιότητα του διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσας εταιρίας και συνεπώς αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 894/2021, ΑΠ 615/2008
ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικό περιστατικά: Η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρία με έδρα την πόλη … της Γερμανίας, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της τεχνολογίας πεπιεσμένου αέρα τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Η πρώτη εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «… - Ανώνυμη Βιομηχανική Εμπορική Εταιρεία» με έδρα τη Θεσσαλονίκη και με σκοπό την εμπορία, επισκευή και συντήρηση μηχανημάτων αεροσυμπιεστών, την εμπορία ανταλλακτικών μηχανημάτων αεροσυμπιεστών καινούργιων και μεταχειρισμένων. Η ενάγουσα διατηρεί κατά της πρώτης εναγόμενης από πωλήσεις σε αυτήν διαφόρων προϊόντων τεχνολογίας φιλτραρίσματος απαίτηση ύψους 37.667,71 ευρώ πλέον τόκων, για εμπορεύματα που παραδόθηκαν σε αυτήν δυνάμει παραγγελιών που πραγματοποιήθηκαν στις 18.8.2016, 8.8.2016, 17.10.2016, 17.10.2016 και 14.11.2016, συνολικής αξίας 4.521,54 ευρώ, 27.315 ευρώ (έναντι του οποίου η πρώτη εναγομένη κατέβαλε 8.194,50 ευρώ), 3.759,92 ευρώ, 7.843,95 ευρώ και 2.421.80 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία (ποσά) συμφωνήθηκαν πληρωτέα στις 14.11.2016, 24.11.2016, 1.12.2016, 30.12.2016 και 14.1.2017 αντίστοιχα. Για την ανωτέρω απαίτηση εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 70211/17, ήδη τελεσίδικη, απόφαση του Πρωτοδικείου Krefeld, με την οποία υποχρεώνεται η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 37.667.71 ευρώ νομιμοτόκως κατά τα εκεί ειδικότερα αναφερόμενα. Στις 6.3.2019 η ενάγουσα επέδωσε στην πρώτη εναγομένη επιταγή προς πληρωμή, επιτάσσοντας αυτήν να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 46.741.71 ευρώ, αποτελούμενο από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, νομιμοτόκως από την επίδοση έως την εξόφληση, χωρίς όμως η πρώτη εναγομένη να προβεί στην καταβολή οιουδήποτε ποσού. Ακολούθως δυνάμει του από 19.3.2019 κατασχετηρίου που επιδόθηκε στην Τράπεζα … στις 20.3.2019 επιβλήθηκε εις χείρας της τελευταίας κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων της πρώτης εναγομένης. Ωστόσο στις 28.3.2019 η ως άνω τράπεζα υπέβαλε αρνητική δήλωση, δηλώνοντας ότι η πρώτη εναγομένη διατηρεί δύο λογαριασμούς όψεως με μηδενικό υπόλοιπο, ενώ έχουν ήδη επιβληθεί εις χείρας της (Τράπεζας) από δανειστές της πρώτης εναγομένης (ΔΟΥ ΦΑΕ, ΕΦΚΑ, ΔΕΗ ΑΕ και ανώνυμες εμπορικές εταιρίες) κατασχετήρια κατά της πρώτης εναγομένης συνολικού ύψους 894.681,58 ευρώ, όλες δε οι ως άνω κατασχέσεις έχουν επιβληθεί από τον Δεκέμβριο του 2016 και εξής. Στις 6.11.2019 η ενάγουσα επέδωσε νέα επιταγή προς πληρωμή στην πρώτη εναγομένη επιτάσσοντας αυτήν να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 48.643,27 ευρώ, αποτελούμενο από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, νομιμοτόκως από την επίδοση έως την εξόφληση, χωρίς όμως και πάλι η πρώτη εναγομένη να προβεί στην καταβολή οιουδήποτε ποσού. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε την επιχείρησή της ως σύνολο στη δεύτερη εναγομένη, η οποία ασκεί πλέον τη δραστηριότητα της πρώτης, χωρίς όμως τα χρέη που επιβάρυναν αυτήν, η μεταβίβαση δε αυτή έγινε εν γνώσει εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης ότι μεταβιβάζει σε αυτήν το σύνολο της επιχείρησης, ζητεί δε για το λόγο αυτό να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει την οφειλή της πρώτης εναγομένης έναντι αυτής της ιδίας (ενάγουσας) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ. Σχετικά με την πρώτη εναγομένη αποδείχθηκε ότι αυτή ιδρύθηκε με την υπ’ αριθ. …/2012 συστατική πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, η οποία καταχωρίστηκε στο ΓΕΜΗ στις 14.2.2012. Ιδρυτικά της μέλη ήταν οι …, … και …, ενώ το πρώτο διοικητικό συμβούλιο αυτής αποτελείτο από τους … ως πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο, …, ως αντιπρόεδρο και … ως μέλος. Σκοπός της. όπως προεκτέθηκε, είναι η εμπορία, επισκευή και συντήρηση μηχανημάτων αεροσυμπιεστών και η εμπορία ανταλλακτικών μηχανημάτων αεροσυμπιεστών καινούργιων και μεταχειρισμένων. Έδρα της πρώτης εναγομένης κατά την ίδρυσή της ορίστηκε ο Δήμος Ωραιοκάστρου και ειδικότερα η Παλαιά Συμμαχική Οδός Ωραιοκάστρου. Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …/29.3.2017 πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της αποφασίστηκε η μεταφορά της έδρας της πρώτης εναγομένης στο … του Δήμου Δέλτα Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Διαμέρισμα Μαγνησίας, η τροποποίηση δε αυτή καταχωρίστηκε στις 24.4.2017 στο ΓΕΜΗ. Επίσης αποδείχθηκε ότι πρώτη εναγομένη διατηρούσε υποκατάστημα στην Κηφισιά Αττικής επί της οδού … αρ. …. Οι τελευταίες οικονομικές καταστάσεις της πρώτης εναγομένης που φαίνονται δημοσιευμένες στο ΓΕΜΗ είναι της χρήσης 1.1.2015 έως 31.12.2015, οι οποίες εγκρίθηκαν με το από 30.6.2016 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της, αποτελούμενο από τους …, ως πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο, …, ως αντιπρόεδρο και … ως μέλος. Δημοσιεύσεις άλλων οικονομικών καταστάσεων ή τροποποιήσεις του καταστατικού της στο ΓΕΜΗ εκ μέρους της πρώτης εναγομένης δεν έγιναν έκτοτε και έως την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής στις 26.1.2021. Όπως δε ήδη πιο πάνω εκτέθηκε η πρώτη εναγομένη στο τέλος του 2016 παρουσίαζε ήδη οικονομική δυσχέρεια, ενώ από τις 16.12.2016 έως και 13.3.2019 είχαν επιβληθεί κατασχέσεις εις χείρας της Τράπεζας … ΑΕ. από δανειστές της πρώτης εναγομένης συνολικού ύψους 894.681,58 ευρώ. Επιπλέον η πρώτη εναγομένη δεν προέβη ως όφειλε στην εναρμόνισή της στις διατάξεις του άρθρου 184 του ν. 4548/2018 περί κατάργησης των ανωνύμων μετοχών, η διόρθωση δε του είδους αυτών σε ονομαστικές έγινε αυτεπαγγέλτως από την υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 184 παρ. 8 του ως άνω νόμου, στις 31.7.2020 (βλ. αυτεπάγγελτη καταχώριση με θέμα ονομαστικοποίηση μετοχών (αυτεπάγγελτη καταχώριση) με κωδικό καταχώρισης …). Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… ΑΕΒΕ» και τον διακριτικό Τίτλο «…», ιδρύθηκε στις 14.12.2016, αρχικά με την επωνυμία «… Εμπορία Αεροσυμπιεστών Ανώνυμη Βιομηχανική Εμπορική Εταιρία» και τον διακριτικό τίτλο «…», δυνάμει της υπ’ αριθ. …/13.12.2016 πράξης σύστασης ανώνυμης εταιρίας του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, η οποία καταχωρίστηκε στις 14.12.2016 στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …. Έδρα της εταιρίας ορίστηκε η …, ενώ, όπως αποδείχθηκε η δεύτερη εναγομένη διατηρούσε υποκατάστημα στην Κηφισιά Αττικής επί της οδού … αρ. …, στην ίδια δηλαδή διεύθυνση που διατηρούσε υποκατάστημα και η πρώτη εναγομένη. Καταστατικός σκοπός της δεύτερης εναγομένης ορίστηκε ο εξής: «υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης υδραυλικών συστημάτων, άλλων αντλιών συμπιεστών, στροφίγγων και βαλβίδων, χονδρικό εμπόριο αεραντλιών ή αντλιών κενού, αεροσυμπιεστών και άλλων αεροσυμπιεστών, χονδρικό εμπόριο μερών αεραντλιών ή αντλιών κενού, αεροσυμπιεστών, ανεμιστήρων, απορροφητήρων, υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης κατασκευασμένων μεταλλικών προϊόντων, υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης μηχανημάτων για τη μεταλλουργία, υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης άλλων κατασκευασμένων μεταλλικών προϊόντων, υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης μηχανημάτων μορφοποίησης». Στις 24.1.2017 καταχωρίστηκε στο ΓΕΜΗ το από 21.12.2016 πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, με το οποίο αποφασίστηκε η τροποποίηση της επωνυμίας της σε «… ΑΕΒΕ» με διακριτικό τίτλο «… ΑΕΒΕ», ενώ, όπως προκύπτει από καταχωρίσεις στο ΓΕΜΗ οικονομικών καταστάσεων της δεύτερης εναγομένης, στις 5.2.2018 η επωνυμία αυτής είχε τροποποιηθεί εκ νέου σε «… ΑΕΒΕ» με τον διακριτικό τίτλο «…». Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο της δεύτερης εναγομένης, η θητεία του οποίου ορίστηκε μέχρι την πρώτη τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας που έπρεπε να συγκληθεί εντός του πρώτου εξαμήνου του 2017, αποτελείτο από την … ως πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο, την … ως αντιπρόεδρο και την … ως μέλος, όπως δε προκύπτει από καταχωρίσεις στο ΓΕΜΗ οικονομικών καταστάσεων της δεύτερης εναγομένης, στις 5.2.2018 το διοικητικό συμβούλιο αυτής απαρτιζόταν πλέον από την … ως πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο, την … ως αντιπρόεδρο και την … ως μέλος. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η … υπήρξε σημαντικό στέλεχος της πρώτης εναγόμενης, χωρίς να έχει αποσαφηνισθεί πάντως η σχέση που τη συνέδεε με την πρώτη εναγομένη. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η … απασχολείτο ως υπάλληλος στο λογιστήριο της πρώτης εναγομένης και ότι το 2016 αποφάσισε από κοινού με τον σύζυγό της, …, υπάλληλο επίσης της πρώτης εναγομένης, να ιδρύσουν δική τους εταιρία, το οποίο και έπραξαν, ιδρύοντας την δεύτερη εναγομένη, στην οποία η μεν … κατέχει τη θέση της προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνουσας συμβούλου, ο δε … τη θέση υπάλληλου. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η … ήταν διοικητικό στέλεχος της πρώτης εναγομένης και μάλιστα το φυσικό πρόσωπο με το οποίο γίνονταν η επικοινωνία και όλες οι συναλλαγές. Αντικρούοντας οι εναγόμενες τον ισχυρισμό αυτό ισχυρίζονται ότι η επικοινωνία με την … οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι αυτή έχει άριστη γνώση της γερμανικής γλώσσας, για αυτόν τον λόγο άλλωστε, όπως υποστηρίζουν, η …, ήταν το πρόσωπο που είχε μεταβεί σε έκθεση σχετική με το αντικείμενο εργασίας των διαδίκων στην πόλη Αννόβερο της Γερμανίας, προκειμένου να ενημερωθεί για νέα προϊόντα και πιθανές νέες συνεργασίες, οπότε και ήρθε η πρώτη εναγομένη, διαμέσου της ανωτέρω υπαλλήλου της, για πρώτη φορά σε επαφή με την ενάγουσα και ξεκίνησε έτσι η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιριών. Ωστόσο δεν κρίνεται πειστικός ο ισχυρισμός αφενός μεν να ανατίθεται εκ μέρους της πρώτης εναγομένης σε υπάλληλο αυτής, και δη του λογιστηρίου, η μετάβαση σε επαγγελματική έκθεση στο εξωτερικό προς ενημέρωση σχετικά με το αντικείμενο της εταιρίας και ανεύρεση συνεργατών, αφετέρου δε υπάλληλος λογιστηρίου να προβαίνει σε ίδρυση εταιρίας με αντικείμενο που εμπίπτει σε τόσο εξειδικευμένο τομέα όσο αυτό των εναγομένων εταιριών. Άλλωστε από κανένα έγγραφο δεν αποδεικνύεται σχέση εργασίας μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της …, ήδη προέδρου και διευθύνουσας συμβούλου της δεύτερης εναγομένης, ενώ από τα προπαρατεθέντα προκύπτει ότι η θέση και η δράση της … υπερέβαινε εκείνη της απλής υπαλλήλου. Εκτός από το ανωτέρω φυσικό πρόσωπο (…), που είχε σημαντική θέση, κατά τα προαναφερόμενα, σε αμφότερες τις εταιρίες και τον σύζυγο αυτής, …, ο οποίος φαίνεται ως υπάλληλος σε αμφότερες τις εταιρίες, αποδείχθηκε επιπλέον ότι ο …, ο οποίος ήταν ιδρυτικό στέλεχος και αντιπρόεδρος της πρώτης εναγομένης, κατέχει τη θέση του τεχνικού διευθυντή της δεύτερης εναγόμενης, ενώ και τέταρτο πρόσωπο, ο …, ο οποίος φέρεται υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης, με τον οποίο επίσης επικοινωνούσαν οι εκπρόσωποι της ενάγουσας, κατέχει σημαντική θέση στη δεύτερη εναγομένη και δη εκείνη του γενικού διευθυντή. Με βάση τα ανωτέρω, ήτοι την ταυτότητα φυσικών προσώπων (στελεχών και υπαλλήλων) των δύο εταιριών, το γεγονός ότι οι δυο εταιρίες έχουν ταυτόσημο αντικείμενο (εμπορία, επισκευή και συντήρηση αεροσυμπιεστών), το ότι η δεύτερη εναγομένη δραστηριοποιείται στην περιοχή (…) που δραστηριοποιείτο και η πρώτη εναγόμενη, από την οποία μάλιστα μεταφέρθηκε η πρώτη εναγομένη σε άλλη διεύθυνση (στην οποία σημειωτέον, όπως προκύπτει από πρόσφατες αναζητήσεις δικαστικού επιμελητή προς επίδοση δικογράφων, αυτή δεν βρίσκεται πλέον) λίγους μόλις μήνες μετά την ίδρυση της δεύτερης εναγομένης, ότι αμφότερες οι εναγόμενες εταιρίες είχαν υποκατάστημα στην αυτή διεύθυνση, επιπλέον δε φέρονται αμφότερες να έχουν το ίδιο τηλεφωνικό νούμερο επικοινωνίας και δη το … (η δεύτερη εναγομένη μεταξύ άλλων αριθμών που διατηρεί στο όνομά της) και το ότι η ίδρυση της δεύτερης εναγομένης έγινε σε χρόνο, κατά τον οποίο είχε παύσει η ουσιαστική λειτουργία της πρώτης εναγομένης, προκύπτει με ασφάλεια, ότι πρόκειται για συνέχιση της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης από τη δεύτερη εναγομένη, στην οποία και μεταβιβάστηκε αυτή ως οικονομική ενότητα, η δε δεύτερη απέκτησε την επιχείρηση εν γνώσει του ότι αποκτά αυτήν ως σύνολο, συνεχίζοντας το ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας στην ανωτέρω διεύθυνση. Ενισχυτικό στοιχείο της κρίσης αυτής είναι επίσης και το γεγονός, ότι ήδη η δεύτερη εναγομένη φέρεται στο διαδίκτυο να εκπροσωπεί όμιλο (και συγκεκριμένα τον όμιλο …), του οποίου αποκλειστικός αντιπρόσωπος εμφανιζόταν η πρώτη εναγομένη κατά την περίοδο της λειτουργίας της. αλλά επίσης και το γεγονός, ότι οι εναγόμενες εταιρίες (αν και κατέθεσαν χωριστές προτάσεις) εκπροσωπήθηκαν κατά την προκειμένη δίκη από την ίδια πληρεξούσια δικηγόρο, παρόλο που αυτές, κατά τους προβαλλόμενους από τις ίδιες ισχυρισμούς τους, εμφανίζονται να έχουν ανταγωνιστικές μεταξύ τους σχέσεις, αφού έχουν παρόμοιο αντικείμενο και προσωπικό (διοικητικό ή υπαλληλικό) της πρώτης εναγομένης μετακινήθηκε στην δεύτερη. Η κρίση δε αυτή περί μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης στη δεύτερη δεν αναιρείται από το γεγονός της καταχώρισης στο ΓΕΜΗ στις 20.5.2021 της από 28.4.2021 απόφασης της γενικής συνέλευσης των εταίρων για εκλογή διοικητικού συμβουλίου, η οποία έγινε μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής και λίγες μέρες πριν τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων περιστατικών, κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 479, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι διενεργήθηκε η μεταβίβαση της ένδικης επιχείρησης στη δεύτερη εναγομένη και, συνεπώς, ευθύνεται αυτή εις ολόκληρον με την πρώτη και μέχρι την αξία των μεταβιβασθέντων στοιχείων της εν λόγω επιχείρησης, για τα χρέη της επιχείρησης που προϋπήρχαν της μεταβίβασης και προέκυψαν από την άσκηση αυτής. Ενέχεται επομένως η δεύτερη εναγομένη εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη για την εξόφληση της απαίτησης της ενάγουσας έναντι της πρώτης εναγομένης, της οποίας οι γενεσιουργοί λόγοι είχαν επέλθει πριν τη μεταβίβαση της επιχείρησης και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 37.667,71 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Λόγω της ήττας της δεύτερης εφεσίβλητης εναγομένης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (αρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε για την έφεση, εφόσον αυτή έγινε δεκτή (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος για την έφεση υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικού παράβολου στην εκκαλούσα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 7127/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή κατά το μέρος τούτο.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων εξακοσίων εξήντα επτά ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (37.667,71 ευρώ) με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τη δεύτερη εφεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα