ΠΠρΑθ 2376/2024
Πρόεδρος: Γεωργία Πολύδερα.
Εισηγητής: Δημήτριος Καραγκούνης, Πάρεδρος.
Δικηγόροι: Α. Χαρμάνης, Α. Ρουμελιώτη.
Για την υπαγωγή διαφοράς σε διαμεσολάβηση απαιτείται να έχουν οι διάδικοι εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς. Η αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας δεν υπόκειται στην εξουσία διάθεσης των διαδίκων.
Εφόσον το συμβόλαιο του οποίου επιδιώκεται η διάρρηξη δεν έχει μεταγραφεί, δεν έχει έννομο συμφέρον ο δανειστής να ζητήσει τη διάρρηξή του, ούτε και με βάση το άρθ. 69 ΚΠολΔ.
Ι. Από το συνδυασμό των άρθρων 2 § 1 και 3 § 1 του ν. 464012019 προκύπτει ότι σε διαδικασία ιδιωτικής διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 εδ. α΄ ν. 4640/2019 αναγκαία προϋπόθεση για την υποβολή ορισμένης διαφοράς στην υποχρεωτική προδικασία διαμεσολάβησης αποτελεί να έχουν τα μέρη εξουσία διάθεσης της μεταξύ τους διαφοράς. Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι η εξουσία διαθέσεως των μερών ως προς το αντικείμενο της διαφοράς αποτελεί το εγγενές ουσιαστικής φύσεως όριο των διαφορών που είναι εν τέλει δεκτικές διαμεσολάβησης. Η εξουσία διάθεσης δεν ταυτίζεται με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διάθεσης, κατά το άρθρο 106 ΚΠολΔ, αλλά με την ουσιαστική αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και την εξ αυτής εκπορευόμενη ελευθερία διάθεσης και κρίνεται κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Ως περιεχόμενο της εξουσίας διάθεσης προσδιορίζεται το περιεχόμενο της εξουσίας του δικαιούχου να διαθέτει το περιουσιακό δικαίωμά του, δηλαδή να επιφέρει εκουσίως άμεση μεταβολή σε αυτό (μεταβίβαση, αλλοίωση, επιβάρυνση ή απόσβεσή του και γενικώς οποιαδήποτε νομική μεταβολή του). Ο νόμος δεν καταγράφει συνολικά σε ποιες περιπτώσεις συντρέχει το στοιχείο της εξουσίας διάθεσης, φαίνεται όμως, να κρατεί η γνώμη ότι τα μέρη στερούνται εξουσίας διάθεσης, όταν η συμφωνία τους αναφέρεται σε ουσιαστικές έννομες σχέσεις οι οποίες διέπονται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, όταν δηλαδή η γενόμενη από τα μέρη πρόβλεψη προσκρούει σε διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, ανεπίδεκτες αποκλίνουσας συμβατικής ρύθμισης. Κατ’ εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, προτείνεται ότι όλες οι έννομες σχέσεις που ενδιαφέρουν άμεσα τη δημόσια τάξη αποκλείονται από τη διαμεσολάβηση και η διάγνωσή τους γίνεται από την κρατική δικαιοδοσία και ειδικότερα τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια (Γιαννόπουλος, Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, 2020, σ. 152). Έτσι, γίνεται δεκτό στη θεωρία ότι δεν συντρέχει το στοιχείο της εξουσίας διάθεσης, όταν η διαφορά αφορά στην άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος και ο νόμος απαιτεί την απαγγελία της διάπλασης δια της δικαστικής οδού (Γιαννόπουλος, ό.π.). Η επίλυση της διαφοράς μέσω της διαμεσολάβησης μπορεί κατ’ αρχήν να αφορά (και) διαπλαστικές ενέργειες, στο μέτρο που η διάπλαση, σύμφωνα με τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, μπορεί να λάβει χώρα εξωδικαστικά με συμφωνία των μερών (Διαμαντόπουλος/Κουμπλή, Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο, ΝοΒ 2015. 2206, Γιαννόπουλος, Διαμεσολάβηση στην πολιτική δίκη
, 2020, σ. 154-155). Στις περιπτώσεις, λοιπόν, που η εξώδικη διάπλαση επάγεται ισοδύναμο πρακτικώς προς τη δικαστική, αποτέλεσμα είναι δυνατό οι διαφορές να υπαχθούν στη διαμεσολάβηση και με την κατάρτιση πρακτικού θα επιτυγχάνεται αναλογικά άμεση μεταβολή-διάπλαση της έννομης σχέσης. Αντίθετα, αποκλείεται η μέσω διαμεσολάβησης επίλυση διαφορών που αφορούν δικαιώματα δικαστικής διάπλασης, εφόσον η έννομη τάξη δεν επιτρέπει τη μέσω ιδιωτικής βούλησης διάπλαση, αλλά αξιώνει αποκλειστικά αποκλειστικά δικαστική διάπλαση. Τούτο διότι όταν με συγκεκριμένες διατάξεις νόμου, η επίτευξη της διάπλασης επιτρέπεται μόνο με δικαστική απόφαση, η έκδοση διαπλαστικής απόφασης επιτελεί τη λειτουργία όρου του πραγματικού του αντίστοιχου κανόνα δικαίου που την προϋποθέτει. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν ανακύπτει το ζήτημα αν υφίσταται εξουσία διάθεσης κατά την έννοια των άρθρων 3 και 6 του ν. 4640/2019 στην περίπτωση αγωγής διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής (άρθρα 939 επ. ΑΚ). Το δικαίωμα διάρρηξης ανήκει στην κατηγορία των διαπλαστικώς ασκούμενων διαπλαστικών δικαιωμάτων, με την έννοια ότι η σκοπούμενη διάπλαση θα επέλθει μόνο αφού ευδοκιμήσει η διαπλαστική αγωγή, με την οποία ασκείται το δικαίωμα διάρρηξης. Ο δανειστής δικαιούται να εγείρει την αγωγή διάρρηξης κατά τη διατύπωση των άρθρων 939 επ. ΑΚ, χωρίς να μπορεί να προκαλέσει ο ίδιος τη διάρρηξη εξωδίκως με μια απλή δήλωση βούλησης (Ματθίας, Τα αποτελέσματα της παυλιανής διάρρηξης, ΕλλΔνη 1989. 1273, Ε. Ρίζος, Οι προϋποθέσεις διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης
, 2012, σ. 107-108
). Πέρα από τη διατύπωση των διατάξεων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της διάρρηξης, οι λόγοι που οδήγησαν τον νομοθέτη στην συγκεκριμένη διαμόρφωση της νομικής φύσης του δικαιώματος διάρρηξης, ως αποκλειστικά δικαστικά επιδιώξιμου συνδέονται αφενός με τη φύση του ελαττώματος, εξαιτίας του οποίου αποδοκιμάζεται η καταδολιευτική απαλλοτρίωση, αφετέρου με την εξυπηρέτηση της ασφάλειας των συναλλαγών (Ε. Ρίζος, ό.π, σ. 108). Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι μετά τις τροποποιήσεις του ν. 2298/1995 και την υιοθέτηση της θεωρίας της μη αντιταξιμότητας, η άμεση ενεργοποίηση των αποτελεσμάτων της διάρρηξης των καταδολιευτικών απαλλοτριώσεων επέρχεται κατά την εκτελεστική διαδικασία και δεν επιδρά πλέον στο κύρος της καταδολιευτικής μεταβίβασης, η οποία εξακολουθεί να είναι έγκυρη και ως τέτοια προβάλλεται κανονικά από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση έναντι οποιουδήποτε προσώπου εκτός από το διαρρήξαντα δανειστή, τον υπερθεματιστή και τους διαδόχους τους (936 § 3 ΑΚ, 943 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αγωγή διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής είναι ανεπίδεκτη επίλυσης μέσω της οδού της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, διότι, αφενός ελλείπει η εξουσία των διαδίκων να επιφέρουν εξωδίκως την αιτούμενη έννομη συνέπεια της διάρρηξης, αφετέρου το συνταχθέν πρακτικό, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαδικασίας, δεν επάγεται ισοδύναμα αποτελέσματα προς τη δικαστική απόφαση και, επομένως, σε περίπτωση εκδίκασης αγωγής διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής ούτε η προηγούμενη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση ούτε η προηγούμενη προσφυγή στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (για όλα τα ανωτέρω βλ. ΠΠρΘεσ 6457/2021 ΕπΑκ 2021. 832
-845, με σύμφωνες παρατηρήσεις Α. Πλεύρη, πρβλ. αντίθ. Γνώμη υπ’ αριθ. 70/2021 της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, η οποία ωστόσο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο).
ΙΙ. … Περαιτέρω, ανακύπτει το ζήτημα ως προς την ενέργεια της απαλλοτρίωσης, ως στοιχείου αναγκαίου για τη γέννηση του δικαιώματος διάρρηξης, όταν αυτή συντελείται με δικαιοπραξία. Αν η εκποιητική αυτή δικαιοπραξία δεν αναπτύσσει ενέργεια, τότε δεν προκαλεί βλάβη, ώστε να δικαιολογείται η θέση σε κίνηση του μηχανισμού της αγωγής διάρρηξης. Ειδικότερα, επί ακινήτων η απαλλοτρίωση συντελείται με τη μεταγραφή, ενώ πριν τη μεταγραφή δεν έχει επέλθει μεταβολή στο καθεστώς εμπράγματων δικαιωμάτων στο ακίνητο και επομένως ο δανειστής μπορεί εφόσον έχει εκτελεστό τίτλο, να ικανοποιήσει την απαίτησή του προβαίνοντας σε κατάσχεση και πλειστηριασμό, χωρίς να χρειάζεται να ασκήσει προηγουμένως αγωγή διάρρηξης (Παπαδημητρόπουλος, σε Γεωργιάδη (επιμ.) ΣΕΑΚ, Τόμος Ι, 2010, υπό Άρθρο 940, αριθ. 3, σ. 1919, Ρίζος, Οι προϋποθέσεις διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, 2012, σ. 166
, πρβλ. και ΠΠρΠειρ 1568/1987 ΕΕμπΔ 1988. 484, η οποία έκρινε ως προς το στοιχειό της απαλλοτρίωσης κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ ότι η απαλλοτρίωση ελληνικού πλοίου συντρέχει όταν έχουν συντελεστεί όλοι οι νόμιμοι όροι που επιβάλλεται να τηρηθούν για να επέλθει η μεταβίβαση των δικαιωμάτων του οφειλέτη και συγκεκριμένα αυτή συντελείται με την εγγραφή της μεταβιβαστικής συμφωνίας στο νηολόγιο).
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Ως έννομο συμφέρον νοείται κάθε υλικό ή ηθικό όφελος, που αναγνωρίζει ο νόμος υπέρ αυτού που ζητεί δικαστική προστασία, εφόσον επιπλέον είναι άμεσο και παρόν. Άμεσο έννομο συμφέρον υπάρχει όταν από την ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης προκαλείται αβεβαιότητα ως προς ορισμένη έννομη σχέση του ενάγοντος με τρίτο πρόσωπο και συνακόλουθος κίνδυνος για τα συμφέροντα αυτού (άμεσος και επικείμενος ή και εξαρτώμενος από πρόσθετα μελλοντικά περιστατικά), για την αποτροπή του οποίου ζητείται, ως πρόσφορη και αναγκαία δικαιοδοτική πράξη, η έκδοση δικαστικής απόφασης. Ενώ παρόν είναι το έννομο συμφέρον όταν αφορά έννομες σχέσεις υπαρκτές και παρούσες, και όχι υποθετικές και μελλοντικές ή ενδεχόμενες. Το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση, η έρευνα δε για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε συγκεκριμένη διαδικαστική ενέργεια εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, σε κάθε δε περίπτωση μετά τις λοιπές γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις, ενώ η έλλειψή του έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή, η αναφορά τους όμως δεν απαιτείται να είναι ειδική ή πανηγυρική, δηλαδή το έννομο συμφέρον μπορεί να συνάγεται ακόμη και σιωπηρά, κατ’ εφαρμογή των κανόνων της κοινής πείρας από την συνεκτίμηση των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών σε συνδυασμό προς το αιτητικό (ΑΠ 207/2022, ΑΠ 55/2020
, ΑΠ 772/2014
, ΑΠ 1420/2011
, ΕφΑθ 3358/2021, ΕφΑθ 303/2019 δημ. σε ΤΝΠ-Νόμος, Νίκας, ΠολΔ
, τομ. 1, σ. 374-379).
Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι …
Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης η προσκόμιση του ενημερωτικού εντύπου διαμεσολάβησης και του πρακτικού υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. Ι μείζονα σκέψη της παρούσας και ως εκ τούτου εκ του περισσού προσκομίζεται η από 15.3.2023 έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση…
Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο αναφέρεται επί λέξει, στη σελίδα 4: «Να υπογραμμιστεί σε αυτό το σημείο πως το ως άνω συμβόλαιο δεν έχει έως και σήμερα μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο ..., καθώς λόγω της έκδοσης της από 20.12.2022 προσωρινής διαταγής και της επίδοσης αυτής τόσο στους εναγόμενους όσο και στη Συμβολαιογράφο και τον αρμόδιο Υποθηκοφύλακα, απαγορευόταν οιαδήποτε μεταβολή νομική και πραγματική της ακίνητης και κινητής περιουσίας του πρώτου εναγομένου», και ακολούθως, στη σελίδα 14: «Επειδή νομίμως ζητώ τη διάρρηξη των ως άνω καταδολιευτικών μεταβιβάσεων, μολονότι το με αριθ. .../15.12.2022 συμβόλαιο δεν έχει έως και σήμερα μεταγραφεί», προκύπτει ότι δεν υφίσταται ενεστώσα ανάγκη δικαστικής προστασίας του ενάγοντος, δεδομένου ότι πριν τη μεταγραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου δεν έχει επέλθει μεταβολή στο καθεστώς εμπράγματων δικαιωμάτων των επίδικων ακινήτων-ιδιοκτησιών, και, επομένως, ο ίδιος ο ενάγων μπορεί, εφόσον είναι εξοπλισμένος και με εκτελεστό τίτλο, όπως εκθέτει στην αγωγή, να ικανοποιήσει την απαίτησή του προβαίνοντας σε κατάσχεση και πλειστηριασμό αυτών, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη άσκηση αγωγής διάρρηξης σύμφωνα με τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι δυνατή κατά νόμο η έγερση της αγωγής ως προς αίτημα της διάρρηξης με επίκληση του άρθρου 69 § 1 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, όπως υπολαμβάνει ο ενάγων, δεδομένου ότι δεν υπάγεται στη διάταξη αυτή η περίπτωση όπου η επέλευση του γεγονότος δεν συνάπτεται με το απαιτητό αλλά αποτελεί όρο γένεσης του δικαιώματος, όπως εν προκειμένω (βλ. ΑΠ 416/2021, ΑΠ 751/2019
, ΕφΠειρ 82/2024, ΕφΑθ 187/2023 ΤΝΠ-Νόμος, Νίκας, ΠολΔ
, τόμ. 1, έκδ. 2020, σ. 515-516), ούτε είναι δυνατή η έγερση της υπό κρίση αγωγής με επίκληση του άρθρου 69 § 1 εδ. στ΄ ΚΠολΔ, καθώς αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής είναι εν προκειμένω, το διαπλαστικό δικαίωμα του ενάγοντος προς διάρρηξη της αναφερόμενης ως καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης και όχι η καταδίκη του εναγόμενου σε παροχή, όπως προϋποθέτει η εν λόγω διάταξη (η οποία απαιτεί βάσιμο φόβο ότι ο οφειλέτης θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής) και, επομένως, αλυσιτελώς ο ενάγων επικαλείται το εδ. στ΄ της § 1 του άρθρου 69 ΚΠολΔ (βλ. και Νίκα, ΠολΔ
, τόμ. 1, έκδ. 2020, σ. 517, σύμφωνα με τον οποίο η ρύθμιση του άρθρου 69 ΚΠολΔ δεν καλύπτει τις διαπλαστικές αγωγές).
Παρατηρήσεις Ι
Έλλειψη εξουσίας διάθεσης των μερών επί αγωγής διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας και για τον λόγο αυτό μη ύπαρξη υποχρέωσης έγγραφης ενημέρωσης για τη διαμεσολάβηση και διεξαγωγής ΥΑΣΔ για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής
Η ως άνω απόφαση ορθώς δέχθηκε ότι η (διαπλαστική) αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας είναι ανεπίδεκτη επίλυσης μέσω διαμεσολάβησης κατά τον ν. 4640/2019, καθώς τα διάδικα μέρη δεν έχουν την εξουσία να επιφέρουν εξωδίκως την αιτούμενη έννομη συνέπεια της διάρρηξης και περαιτέρω, το πρακτικό διαμεσολάβησης δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να ταυτιστεί ως προς τα έννομα αποτελέσματα του με την διαπλαστική δικαστική απόφαση που διαρρηγνύει την δικαιοπραξία ως καταδολιευτική. Βάσει τούτων δε, ορθώς έγινε δεκτό από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ότι για το παραδεκτό της συζήτησης αγωγής διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής δεν απαιτείται (για τους ως άνω λόγους) ούτε η (έγγραφη) ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση κατά το άρθρο 3 του ν. 4640/2019 ούτε η διεξαγωγή υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης κατά τα άρθρα 6 και 7 του ν. 4640/2019. Ομοίως με το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών έχει κρίνει (επίσης επί αγωγής διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας) το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με την με αριθμό 6457/2021 απόφαση του[1].
Περαιτέρω, ως προς την εξωδικαστική, μέσω διαμεσολάβησης, άσκηση διαπλαστικών δικαιωμάτων, λεκτέα τα εξής: Όπως είναι γνωστό, η διαμεσολάβηση αφορά στην (εκτός δικαστηρίου) επίλυση διαφορών του ιδιωτικού δικαίου[2]. Στο άρθρο 2 § 1 του ν. 4640/2019 προσδιορίζεται εννοιολογικά η ιδιωτική διαφορά, η οποία νοείται ως η αμφισβήτηση για την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα ιδιωτικού δικαιώματος και ως ιδιωτικά δικαιώματα νοούνται όσα αναγνωρίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Διαφορά ιδιωτικού δικαίου είναι εκείνη, η οποία πηγάζει από έννομη σχέση του ιδιωτικού δικαίου και έχει ως αντικείμενο είτε την ύπαρξη είτε την ανυπαρξία είτε τη διάπλαση της έννομης σχέσης είτε τις επί μέρους εκδηλώσεις της ως προς τα υποκείμενα, το αντικείμενο ή το περιεχόμενο του δικαιώματος[3]. Η διαφορά ιδιωτικού δικαίου μπορεί να αφορά είτε σε αξιώσεις που γεννώνται αμέσως από σύμβαση και ειδικότερα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτή για τα συμβαλλόμενα μέρη είτε σε ζητήματα ερμηνείας και εκτέλεσης της σύμβασης για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση είτε σε αδικοπρακτικές αξιώσεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τη σύμβαση με αντικείμενο την αποκατάσταση περιουσιακής ή μη περιουσιακής ζημίας είτε στον αδικαιολόγητο πλουτισμό[4].
Στις διαφορές ιδιωτικού δικαίου εντάσσονται και αυτές που προέρχονται από άσκηση διαπλαστικών δικαιωμάτων, όπως η ακύρωση σύμβασης λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής[5]. Σε σχέση με το αν υπάγονται οι διαφορές αυτές στη διαμεσολάβηση πρέπει να εξετάζεται και η πρόσθετη προϋπόθεση της ύπαρξης εξουσίας διάθεσης, η οποία συνίσταται στην εξουσία του δικαιούχου προς απώλεια δικαιώματός του, που συντελείται, όταν μειώνεται το ενεργητικό της περιουσίας του είτε μέσω εκποίησης του διατιθέμενου δικαιώματος, μεταβίβασής του δηλαδή σε άλλο πρόσωπο, είτε επιβάρυνσης του, ήτοι μέσω σύστασης ενός άλλου δικαιώματος, το οποίο θα ισχύει παράλληλα με το διατιθέμενο με την έννοια ότι το συνιστώμενο νέο δικαίωμα θα περιέχει μόνον ορισμένες ειδικότερες εξουσίες, ενώ το επιβαρυνόμενο δικαίωμα θα εξακολουθήσει να ισχύει με περιορισμένες ειδικότερες εξουσίες σε σχέση με κείνες που το συνέθεταν πριν από την επιβάρυνση του[6].
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 του ν. 4640/2019, στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές[7], εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου[8]. Η εν λόγω διάταξη, προσδιορίζει τις δυνάμενες να υπαχθούν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης διαφορές, αφορά δηλαδή στη «διαμεσολαβησιμότητα» [«mediability»] των διαφορών[9]. Οι προϋποθέσεις υπαγωγής ορισμένης διαφοράς στη διαμεσολάβηση είναι δύο, όπως και στη διαιτησία. Η πρώτη αφορά στο να πρόκειται περί διαφοράς του ιδιωτικού δικαίου και η δεύτερη στο να έχουν τα μέρη εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς. Δεδομένου ότι δεκτικές διαμεσολάβησης είναι μόνον εκείνες οι ιδιωτικές διαφορές, των οποίων το αντικείμενο υπόκειται στην εξουσία ελεύθερης διάθεσης των μερών, αποκλείεται η (έγκυρη) επίλυση μέσω διαμεσολάβησης διαφορών στις οποίες η εν λόγω εξουσία δεν υπάρχει, όπως ορθά δέχεται και η ως άνω απόφαση. Τα μέρη στερούνται εξουσίας διάθεσης επί ουσιαστικών εννόμων σχέσεων, οι οποίες διέπονται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που δεν επιδέχονται αποκλίνουσα συμβατική ρύθμιση[10]. Αναγκαστικοί κανόνες (leges cogentes) είναι οι κανόνες των οποίων η εφαρμογή δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την ιδιωτική βούληση, λ.χ. ΑΚ 281, 679, 1033. Στην ΑΚ 3 οι κανόνες αυτοί χαρακτηρίζονται ως «δημόσιας τάξης». Πρόκειται για τους κανόνες που συνήθως εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, ωστόσο δεν αποκλείεται να προστατεύουν και ιδιωτικά συμφέροντα[11]. Η εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου συνεπάγεται ότι όλες οι έννομες σχέσεις οι οποίες ενδιαφέρουν άμεσα τη δημόσια τάξη αποκλείονται από την επίλυση μέσω διαιτησίας και διαμεσολάβησης και η διάγνωση τους (πρέπει να) γίνεται από τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια[12]. Σε αυτή την ερμηνευτική βάση πρέπει να γίνει δεκτό, ότι δεν υπάρχει εξουσία διάθεσης και για τον λόγο αυτό δεν είναι δεκτικές διαμεσολάβησης και επομένως δεν υπάγονται ούτε σε ΥΑΣΔ, κατά τα άρθρα 6 και 7 του ν. 4640/2019, περίπτωση στην οποία η διαφορά αφορά στην άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος και ο νόμος απαιτεί την απαγγελία της διάπλασης δια της δικαστικής οδού[13].
Η εξουσία διάθεσης των μερών επί της διαφοράς, όπως αυτή νοείται στο ουσιαστικό δίκαιο[14], λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της ιδιωτικής αυτονομίας και της ελευθερίας των μερών, αποτελεί θεμέλιο για τη διαμεσολάβηση και κριτήριο υπαγωγής σε αυτή, καταλαμβάνει δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα οποία τα μέρη έχουν εξουσία να αποφασίζουν και εφαρμόζεται σε κάθε διαφορά για την οποία χωρεί συμβιβασμός (ΑΚ 871). Η εν λόγω εξουσία δεν ταυτίζεται με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διάθεσης, κατά το άρθρο 106 ΚΠολΔ, αλλά με την ουσιαστική αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και την εξ αυτής εκπορευόμενη ελευθερία διάθεσης[15]. Ως περιεχόμενο της εξουσίας διάθεσης προσδιορίζεται το περιεχόμενο της εξουσίας του δικαιούχου να διαθέτει το περιουσιακό δικαίωμά του, δηλαδή να επιφέρει, εκουσίως, άμεση μεταβολή σε αυτό (μεταβίβαση, αλλοίωση, επιβάρυνση ή απόσβεσή του και γενικώς οποιαδήποτε νομική μεταβολή του).
Δεκτικές διάθεσης είναι εν γένει οι περιουσιακές αξιώσεις, οι αξιώσεις με αντικείμενο την εκπλήρωση ενοχικών υποχρεώσεων, οι περιπτώσεις ευθύνης λόγω μη εκπλήρωσης ενοχών εν γένει, όπως ενδεικτικά, οι αγωγές προστασίας εμπραγμάτων δικαιωμάτων (λ.χ. ΑΚ 1094, 1108, 1112, 1132, 1173, 1236, 1324 § 1), η αγωγή περί κλήρου (ΑΚ 1871), η αγωγή συμπλήρωσης νόμιμης μοίρας (ΑΚ 1827) κ.ά., οι διαφορές εμπορικού δικαίου με περιουσιακό χαρακτήρα και οι διαφορές που έχουν ως αντικείμενο διαπλαστικά δικαιώματα, όπου εκτός από την ύπαρξη εξουσίας διάθεσης απαιτείται ως πρόσθετη προϋπόθεση να μην πρόκειται για περίπτωση στην οποία ο νόμος απαιτεί διάπλαση δια της δικαστικής οδού[16]. Μη δεκτικά διάθεσης είναι τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα (ΑΚ 175), ήτοι δικαιώματα, τα οποία εκπορεύονται από κανόνες αναγκαστικού δικαίου, που δεν διαμορφώνονται από την ιδιωτική βούληση των μερών [όπως λ.χ. ο αμεταβίβαστος χαρακτήρας της επικαρπίας (ΑΚ 1166), η οίκηση (ΑΚ 1185), η περιορισμένη προσωπική δουλεία (ΑΚ 1190), (1937 § 2 ΑΚ)] ή συνάγονται ως δικαιώματα αναγκαστικής φύσης εμμέσως από τον σκοπό της σχετικής διάταξης[17].
Ειδικώς σε ό,τι αφορά την διάπλαση μέσω πρακτικού (επιτυχούς) διαμεσολάβησης, σημειώνεται, ότι η επίλυση διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης μπορεί κατ’ αρχήν να επιφέρει (και) διαπλαστικές ενέργειες[18] στο μέτρο τουλάχιστον που οι κρίσιμοι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι καλούνται σε εφαρμογή σε ορισμένες διαφορές δεν απαιτούν οπωσδήποτε την κήρυξη της διάπλασης με δικαστική απόφαση, όπως λ.χ. στην περίπτωση της ΑΚ 154 εδάφιο α΄: «Η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής επέρχεται με δικαστική απόφαση»[19]. Επομένως, υπαγόμενες στη διαμεσολάβηση μπορεί να είναι και διαφορές, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο διαπλαστικά δικαιώματα, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης αυτών, λ.χ διαφορά λύσης εταιρίας ή κοινωνίας δικαιώματος[20]. Διάπλαση μπορεί να λάβει χώρα εξωδικαστικά με συμφωνία των μερών[21], όπως επί λύσης κοινωνίας κοινού ακινήτου με συμφωνία των πλειόνων συγκύριων του άλλως διά δικαστικής διανομής (ΑΚ 799, 1113 συνδυαστικά προς τα άρθρα 478-481 ΚΠολΔ), εφόσον ο νόμος δεν απαιτεί η διάπλαση να επέλθει με την έκδοση δικαστικής απόφασης, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση της λύσης του γάμου. Περαιτέρω, στην περίπτωση της διόρθωσης των αρχικών κτηματολογικών εγγραφών, η διόρθωση (και έτσι η διάπλαση), επέρχεται ως αυτόθροη συνέπεια της καταχώρισης -εφαρμογής στην κτηματολογική βάση του πρακτικού διαμεσολάβησης, όπου εκφράζεται η ιδιωτική αυτονομία των μερών, τα οποία συνδέονται βεβαίως με το/τα κτηματολογικό/-α φύλλο/-α που αφορά η διόρθωση και τα επ’ αυτών αναφερόμενα δικαιώματα[22]. Η επέλευση βεβαίως των όποιων διαπλαστικών αποτελεσμάτων του πρακτικού διαμεσολάβησης δεν εξαρτάται από την κατάθεση του πρακτικού στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου και πολύ περισσότερο από την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, καθώς τα τελευταία αναφέρονται αποκλειστικά στην ανάπτυξη της εκτελεστότητας του πρακτικού και στην κατάργηση της δίκης.
Βάσει των ως άνω αναφερομένων, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ορθά και με επαρκή και πλήρη αιτιολογία δέχθηκε, ότι στην περίπτωση της αγωγής διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, η διάρρηξη μπορεί εκ του νόμου να επέλθει ως έννομο αποτέλεσμα μόνο μέσω έκδοσης σχετικής διαπλαστικής δικαστικής απόφασης και όχι με εξώδικη διάπλαση.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι επιδοκιμαστέα η θέση της ως άνω δημοσιευόμενης απόφασης, ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής διάρρηξης δικαιοπραξίας, ως καταδολιευτικής δεν απαιτείται ούτε η προηγούμενη (έγγραφη) ενημέρωση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος για τη δυνατότητα επίλυσης της προκείμενης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης ούτε η διεξαγωγή ΥΑΣΔ καθώς η εν λόγω αγωγή είναι ανεπίδεκτη επίλυσης μέσω διαμεσολάβησης, επομένως δεν πρέπει να αξιώνεται η τήρηση της εν λόγω προδικασίας από τον διάδικο που επιδιώκει την ως άνω μορφή παροχής έννομης προστασίας.
Άννα Πλεύρη
Επ. Καθηγήτρια Πολιτικής Δικονομίας Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Παρατηρήσεις ΙΙ
Διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας – Ιδιωτική διαμεσολάβηση – Έννομο συμφέρον άσκησης αγωγής
Η σχολιαζόμενη απόφαση αντιμετωπίζει δύο διαφορετικά ζητήματα, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον.
Το πρώτο αφορά στο ζήτημα του εάν είναι η διαφορά που προκύπτει εκ της ασκήσεως αγωγής διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής είναι επιδεκτική ιδιωτικής διαμεσολάβησης με βάση τις διατάξεις του ν. 4640/2019 ή όχι. Το ζήτημα αυτό δεν αντιμετωπίζεται με όμοιο τρόπο από τις δικαστικές αποφάσεις. Με βάση τη σχολιαζόμενη απόφαση, δεδομένου ότι ελλείπει η εξουσία των διαδίκων να επιφέρουν εξωδίκως την αιτούμενη έννομη συνέπεια της διάρρηξης και εν όψει του ότι το τυχόν συνταχθέν πρακτικό, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαδικασίας, δεν επάγεται ισοδύναμα αποτελέσματα προς τη δικαστική απόφαση, η διαφορά αυτή δεν είναι επιδεκτική ιδιωτικής διαμεσολάβησης και επομένως δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής, ούτε η προηγούμενη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση ούτε η προηγούμενη προσφυγή στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης[1]. Σε όμοιο συμπέρασμα καταλήγουν και άλλα πρωτοβάθμια δικαστήρια κυρίως με την επιχειρηματολογία ότι η αιτούμενη με την αγωγή διάρρηξης (άρθ. 939 επ. ΑΚ) διάπλαση δεν μπορεί, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, να λάβει χώρα εξωδικαστικά με συμφωνία των διάδικων μερών, αλλά απαιτείται ο δικαστικός έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων άσκησης του (δικαστικώς ασκούμενου) διαπλαστικού δικαιώματος της διάρρηξης και η έκδοση σχετικής διαπλαστικής δικαστικής απόφασης, προκειμένου να μην δημιουργούνται αμφιβολίες για την εγκυρότητα της διάπλασης, για λόγους ασφάλειας του δικαίου και των συναλλαγών[2]. Αντίθετη είναι η γνώμη που διατυπώθηκε με αριθμό 70/2021 από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης), με το σκεπτικό ότι και στην αγωγή διάρρηξης, οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων τους καθώς δύνανται να συμφωνήσουν στην ανατροπή των αποτελεσμάτων της μεταβίβασης ακινήτου ή να ρυθμίσουν με άλλους τρόπους τη διαφορά τους[3]. Το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας λόγω της τήρησης της διαδικασίας της προβλεπόμενης από τα άρθρα 3 § 1 και 6 του ν. 4640/2019, ήτοι την προσκόμιση εγγράφου για την ενημέρωση του αντιδίκου για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση και το πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής συνεδρίας διαμεσολαβητή, διαπιστώνουν πολυάριθμες άλλες δικαστικές αποφάσεις, αποδεχόμενες με τον τρόπο αυτό την δυνατότητα ιδιωτικής διαμεσολάβησης, χωρίς ωστόσο πάντοτε αιτιολόγηση της άποψής τους[4]. Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η άποψη της μειοψηφίας ως διατυπώθηκε στην με αριθμό ΠΠρΘεσ 6457/2021 απόφαση, με βάση την οποίαεπιτρέπεται η μέσω διαμεσολάβησης επίλυση διαφορών που αφορούν τη διάρρηξη καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, διότι η ρύθμιση του άρθρου 3 § 1 του ν. 4640/2019 καταλαμβάνει και τις αγωγές, με τις οποίες επιδιώκεται η διάπλαση έννομης σχέσης, εφόσον αυτή μπορεί να γίνει με δήλωση ιδιωτικής βούλησης. Τούτο με βάση την άποψη αυτή ισχύει ακόμη κι αν η εξώδικη διάπλαση δεν ταυτίζεται νομοτυπικά προς τη δικαστική, αρκεί η πρώτη να επάγεται ισοδύναμο πρακτικώς προς τη δεύτερη αποτέλεσμα (πρβλ. Στ. Ματθία, Απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, ΕλλΔνη 41. 1509 επ.).
Με βάση όλα τα ανωτέρω, μάλλον στη νομολογία τείνει να επικρατήσει η άποψη ότι πρόκειται για διαφορά επιδεκτική ιδιωτικής διαμεσολάβησης, άποψη, η οποία λαμβάνει υπόψη κυρίως τον σκοπό του ν. 4640/2019, που ήταν η αποσυμφόρηση της δικαστικής ύλης και η προώθηση του εναλλακτικού αυτού τρόπου διευθέτησης των διαφορών[5] αλλά και το γεγονός ότι οι διάδικοι δύνανται και στο πλαίσιο μίας αγωγής διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής να συμβιβαστούν κατ’ άρθ. 293 ΑΚ ή να συμφωνήσουν σε κατάργηση της δίκης, δυνατότητα η οποία ενδεχομένως να ενεργοποιηθεί ευκολότερα εάν προηγηθεί η διαδικασία της διαμεσολάβησης. Σημειώνεται ότι κατά την κρατούσα στη νομολογία θέση, η τήρηση της διάταξης του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ (περί υποχρέωσης προσκόμισης εγγράφου για την μη επίτευξη συμβιβασμού) σε συνδυασμό με το άρθρο 293 ΑΚ, μέχρι και την αντικατάστασή του άρθρου 214Α ΚΠολΔ από το ν. 3994/2011[6] ήταν υποχρεωτική και επί καταδολιευτικής αγωγής. Το ότι μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο συμβιβασμού και διαπλαστικά δικαιώματα, και συνεπώς και το δικαίωμα διάρρηξης αποτελεί και παραδοχή της θεωρίας[7]. Ακόμη δε και με τη διαπίστωση ότι δεν μπορεί να νοηθεί συμβιβασμός χωρίς κάποια υποχώρηση από τον ενάγοντα, ή ότι μπορεί να νοηθεί μόνο αν οι διάδικοι συμφωνούν π.χ. σε μερική διάρρηξη της απαλλοτρίωσης, έναντι της ολικής που ζητά ο ενάγων ή σε διάρρηξη ορισμένων μόνο απαλλοτριώσεων σε σχέση με αυτές που προσβάλλει ο ενάγων ως καταδολιευτικές, μάλλον ορθότερη είναι η άποψη περί εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4640/2019 περί προηγούμενης ενημέρωσης του αντιδίκου για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση και η προηγούμενη προσφυγή στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης κάθε αγωγής με αντικείμενο την διάρρηξη της δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής. Άλλωστε δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τηνπιθανότητα στο πλαίσιο πρακτικού διαμεσολάβησης της διατύπωσης συμφωνίας των διαδίκων περί παραιτήσεως από την αγωγή ή περί κατάργησης της δίκης, με αποτέλεσμα και την αναγκαιότητα διαγραφής αυτής από τα βιβλία διεκδικήσεων.
Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο αντιμετωπίζει η σχολιαζόμενη απόφαση είναι το εάν ο δανειστής έχει έννομο συμφέρον να αιτηθεί τη διάρρηξη συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου ως καταδολιευτικού στην περίπτωση της μη μεταγραφής του, με ή χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 69 ΑΚ. Με βάση τις παραδοχές της ως άνω απόφασης όταν η εκποιητική δικαιοπραξία δεν αναπτύσσει ενέργεια, τότε δεν προκαλεί βλάβη, ώστε να δικαιολογείται η θέση σε κίνηση του μηχανισμού της αγωγής διάρρηξη και τούτο διότι, επί ακινήτων δεδομένου ότι η απαλλοτρίωση συντελείται με τη μεταγραφή και πριν τη μεταγραφή δεν έχει επέλθει μεταβολή στο καθεστώς εμπράγματων δικαιωμάτων στο ακίνητο, ο δανειστής εφόσον έχει εκτελεστό τίτλο δύναται να ικανοποιήσει την απαίτησή του προβαίνοντας σε κατάσχεση χωρίς να απαιτείται να ασκήσει προηγουμένως αγωγή διάρρηξης. Η άποψη αυτή περί της δυνατότητας του δανειστή να κατάσχει το ακίνητο είναι ορθή, αλλά ως προς το τελικό συμπέρασμά της σε σχέση με το έννομο συμφέρον άσκησης καταδολιευτικής αγωγής διατυπώνονται οι εξής επιφυλάξεις. Η αξίωση καταδολίευσης δανειστών δεν είναι εμπράγματη, αλλά το δικαίωμα της είναι διαπλαστικόκαι μάλιστα σχετικό, δηλαδή με περιορισμένη εμβέλεια, καθώς αναπτύσσει τα αποτελέσματά του μόνο για τον ενάγοντα[8] ενώ οι προϋποθέσεις της καθορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ[9]. Ελέγχοντας τις συνέπειές της εκ της τελεσιδικίας της απαιτούμε εκ των προτέρων περισσότερες προϋποθέσεις για την άσκησή της από αυτές του άρθρου 939 ΑΚ. Ακόμη και με την παραδοχή ότι εν προκειμένω η εκποιητική δικαιοπραξία δεν αναπτύσσει ενέργεια και ότι δύναται απευθείας να προβεί σε κατάσχεση ο δανειστής χωρίς να απαιτείται να ασκήσει αγωγή καταδολιευτική, η εκ μέρους του επιλογή της ενάσκησής της, ίσως να μην πρέπει να αποκλειστεί και μάλιστα χωρίς καν την ανάγκη ελέγχου των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 69 ΑΚ και τούτο διότι, με βάση την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η οποία ωστόσο επικρίνεται από τη θεωρία[10] από τη διάταξη του άρθρου 946 ΑΚ, κατά την οποία η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση, προκύπτει ότι το πενταετές χρονικό διάστημα, εντός του οποίου είναι ενεργός η αξίωση για διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, αποτελεί παραγραφή κατά την έννοια των άρθρων 247 επ. ΑΚ και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από το χρόνο της κατάρτισης της πράξης αυτής, οπότε γεννάται η αξίωση του δανειστή προς διάρρηξη και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, και όχι, στην περίπτωση της καταδολιευτικής μεταβίβασης εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο, από τη μεταγραφή του σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου[11]. Ενέχει δε αντίφαση να αναγνωρίζουμε κατ’ αρχήν ότι η αξίωση για διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας είναι ενεργός από το χρονικό διάστημα της μεταβίβασης έστω και χωρίς μεταγραφή και να μην αναγνωρίζουμε στον ενάγοντα το έννομο συμφέρον ενάσκησης της σχετικής αγωγής μέχρι και την μεταγραφή της εκποιητικής δικαιοπραξίας. Εν προκειμένω η βλάβη του δανειστή, ο οποίος ενδεχομένως να έχει (ως συμβαίνει στην περίπτωση της σχολιαζόμενης απόφασης) αλλά και μπορεί και να μην έχει εξοπλισθεί ακόμη με εκτελεστό τίτλο,είναι η πιθανότητα να απωλέσει το δικαίωμα διάρρηξης –για το οποίο δεν απαιτείται ούτε να είναι εξοπλισμένος με εκτελεστό τίτλο, ούτε να έχει βεβαιωθεί δικαστικά η απαίτησή του– λόγω παραγραφής.
Ολυμπία Κώστα
Εφέτης
Παρατηρήσεις ΙΙΙ
Αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας και εξουσία διάθεσης των διαδίκων
Η συγκεκριμένη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έκρινε ότι η αγωγή διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής είναι ανεπίδεκτη επίλυσης, μέσω της οδού της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, «διότι, αφενός ελλείπει η εξουσία των διαδίκων να επιφέρουν εξωδίκως την αιτούμενη έννομη συνέπεια της διάρρηξης, αφετέρου το συνταχθέν πρακτικό, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαδικασίας, δεν επάγεται ισοδύναμα αποτελέσματα προς τη δικαστική απόφαση». Η θέση αυτή, που έχει υποστηριχτεί στη νομολογία, δεν είναι αναντίρρητη (για το λόγο μάλιστα αυτό, σε πολλές υποθέσεις αγωγών διάρρηξης προσκομίζεται τελικώς από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους, το πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας, κατά τα άρθρα 6 § 1 περ. β΄ και 7 § 4 ν. 4640/2019). Τούτο δε διότι η αγωγή διάρρηξης είναι αστική διαφορά, ως προς το αντικείμενο της οποίας τα διάδικα μέρη έχουν πραγματική εξουσία διάθεσης, κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (όπως ισχύει π.χ. και επί αγωγής με κύριο αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας τραπεζικής σύμβασης στεγαστικού δανείου και των πρόσθετων πράξεων αυτής, πρβλ. ΠΠρΑθ 3025/2022 ΕλλΔνη 64 (2023). 249).
Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 4640/2019, όπως το β΄ εδάφιο της § 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 65 του ν. 4647/2019 και ισχύει: «1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα» (ήτοι έως την 16.12.2019, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4647/2019). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4640/2019, με την ως άνω διάταξη «προωθείται η εξοικείωση των πολιτών με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και η υποχρεωτική ενημέρωσή τους σχετικά με αυτήν και τα οφέλη της, ως εναλλακτική οδός επίλυσης των διαφορών και όχι ως υποκατάστατο της προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Σκοπός είναι να άγεται μία διαφορά στη Δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης», διώκοντας την επιδίωξη εξωδικαστικής επίλυσης των ιδιωτικού δικαίου διαφορών, η οποία, με τη σειρά της, θα συμβάλει στην αποσυμφόρηση των πινακίων των Πολιτικών Δικαστηρίων της χώρας.
Η αγωγή διάρρηξης («παυλιανή αγωγή») αποσκοπεί στην προστασία των δανειστών έναντι οφειλετών, που επιχειρούν να ματαιώσουν την αναγκαστική ικανοποίηση των δανειστών τους, προβαίνοντες σε απαλλοτριώσεις περιουσιακών στοιχείων τους σε τρίτους. Το δικαίωμα του δανειστή προς διάρρηξη απαλλοτρίωσης είναι μεν διαπλαστικό και ασκείται δικαστικώς, πλην όμως η αγωγή διάρρηξης προϋποθέτει ότι η υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη δεν επαρκεί για να ικανοποιηθεί ο δανειστής, ενώ η αφερεγγυότητα του οφειλέτη, συνιστά όχι μόνο περιεχόμενο του δόλου, αλλά και αυτοτελή προϋπόθεση του δικαιώματος διαρρήξεως, αφορά δε στην εμφανή και όχι την αφανή περιουσία του οφειλέτη. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του οφειλέτη στη δίκη διάρρηξης ότι έχει άλλη εμφανή περιουσία, ικανή προς ικανοποίηση του ενάγοντος δανειστή, αποτελεί (αιτιολογημένη) άρνηση της αγωγής. Για απαλλοτρίωση από επαχθή αιτία, ο νόμος απαιτεί τη γνώση του τρίτου, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει με σκοπό τη βλάβη των δανειστών του. Η διάρρηξη διατάσσεται μόνο στο μέτρο που αυτό απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή, πράγμα που σημαίνει πρακτικά ότι η διάρρηξη της απαλλοτρίωσης γίνεται για ορισμένο ποσό και όχι απεριόριστα. Τούτων δοθέντων, οι διάδικοι δύνανται, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, να συμβιβαστούν και να συμφωνήσουν στην ανατροπή των αποτελεσμάτων της μεταβίβασης ακινήτου (απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, βλ. εν προκειμένω ΠΠρΑθ 919/2022 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, καθώς και τη με αριθμό 70/2021 Γνώμη της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων Διαμεσολάβησης, την οποία αναφέρει η σχολιαζόμενη απόφαση) ή να ρυθμίσουν με άλλους τρόπους τη διαφορά τους (πρβλ. ΠΠρΑθ 432/2022 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο), δοθέντος ότι το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας κατά τη διαμεσολάβηση αποτελεί μέθοδο εξώδικης επιλύσεως της διαφοράς με ισχύ δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 293 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ), όσον αφορά στην κατάργηση της δίκης (βλ. και την υπ’ αριθ. 66 Γνώμη της ως άνω Επιτροπής, ΠΠρΑθ 4035/2023, ΠΠρΑθ 4072/2023 αδημοσίευτες στο νομικό τύπο).
Τέλος σημειώνεται ότι ο ν. 4640/2019 προβλέπει, υπό τις ρητά οριζόμενες σε αυτόν προϋποθέσεις, την υπαγωγή στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης των αστικών και εμπορικών διαφορών, που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, χωρίς να εξαιρεί από αυτές τις μη αποτιμητές σε χρήμα διαφορές, ενώ κρίσιμο στοιχείο είναι η εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς και όχι εάν τούτο είναι αποτιμητό σε χρήμα ή όχι. Σημειώνεται ότι, οι περιπτώσεις, που ο νομοθέτης θέλησε να εξαιρέσει από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, αναφέρονται ρητά στο νόμο [ήτοι οι οικογενειακές διαφορές των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ, οι υποθέσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με αξία του αντικειμένου της διαφοράς που υπολείπεται του ποσού των 30.000 ευρώ, οι διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ (άρθρο 6 ν. 4640/2019)].
Ευάγγελος Στασινόπουλος
Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών
[1] ΕπΑκ 2021. 832-845, με σύμφωνες παρατηρήσεις Α. Πλεύρη. Πρβλ. αντίθ. Γνώμη με αριθ. 70/2021 της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης.
[2] Πολυζωγόπουλος, Η διαμεσολάβηση. Μύθοι και πραγματικότητα, Δικαιόραμα, τ. 17/2008.10· Καραμπατζός, Εναλλακτικές μορφές επιλύσεως των διαφορών, Συνήγορος, τεύχος 72/2009.45· Βαλμαντώνης, Μερικές σκέψεις για τη διαμεσολάβηση και τη σχέση της με τη δικαστική διαδικασία, ΕλλΔνη 2013. 344 επ.
[3] ΑΠ 1333/2007 ΧρΙΔ 2008. 349· ΕφΑθ 1366/2006 ΕλλΔνη 2007. 245· ΕφΑθ 7195/2007 ΝοΒ 2008. 650· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Φιλιώτης), Ερμηνεία ΚΠολΔ
2, 2020, άρθρο 867, σ. 663, αριθ. 3· Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρων 1-31 του ν. 4640/2019
και & των περί εξώδικης επίλυσης της διαφοράς άρθρων του ΚΠολΔ, 2021, υπό άρθρο 2 ν. 4640/2019, αριθ. 4, σ. 41.
[4] ΟλΑΠ 1481/1977 ΝοΒ 1978. 1194· ΟλΑΠ 8/1996 ΕλλΔνη 1996. 1052
· ΑΠ 877/2000 ΔΕΕ 2001. 408· ΑΠ 2004/2007
ΧρΙΔ 2008. 730· ΑΠ 2292/2009
ΤΝΠ-Νόμος· ΑΠ 506/2010
ΤΝΠ-Νόμος· ΕφΑθ 1213/2006
ΕλλΔνη 2006. 1103
-1104· ΕφΑθ 2471/2006 ΔΕΕ 2006. 1994· ΕφΔωδ 19/2008 ΤΝΠ-Νόμος.
[5] ΟλΑΠ 1481/1977 ΝοΒ 1978. 1194· Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Διαλεκτική του Δικονομικού Δικαίου, ΠολΔ 867, υπό αριθ. 2., διαθέσιμο ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα www.kostasbeys.gr
[6] Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπό άρθρο 3 ν. 4640/2019, αριθ. 5, σ. 69.
[8] Η ΑιτΕκθ του ν. 4640/2019 δεν αποσαφηνίζει το νοηματικό περιεχόμενο του όρου «εξουσία διάθεσης».
[9] Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπό άρθρο 3 ν. 4640/2019, αριθ. 1, σ. 63.
[11] Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2019, σ. 52-53.
[12] Γιαννόπουλος, Διαμεσολάβηση και πολιτική δίκη. Συμβολή στην ερμηνεία του Ν. 4640/2019, 2020, σ. 152, ό.π. στις υποσημ. με αριθ. 383-384.
[13] Βλ. έτσι Γιαννόπουλο, ό.π., σ. 153-155, ό.π.· Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
, υπό άρθρο 3 ν. 4640/2019, αριθ. 6, σ. 71.
[15] Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε κτηματολογικές διαφορές σε Γ. Διαμαντόπουλο (επιμ.), Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση, 2021, σ. 88.
[16] Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε κτηματολογικές διαφορές σε Γ. Διαμαντόπουλο (επιμ.), Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση, σ. 88.
[17] Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε κτηματολογικές διαφορές σε Γ. Διαμαντόπουλο (επιμ.), Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση, σ. 88-89.
[18] Διαμαντόπουλος/Κουμπλή, Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο, ΝοΒ 2015. 2206· Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπό άρθρο 3 ν. 4640/2019, αριθ. 10, σ. 75. Αντίθετος ο Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία
, 2016, § 31, αριθ. 51 με επίκληση επιχειρήματος από τη διατύπωση του τότε ισχύοντος άρθρου 9 ν. 3898/2010, η οποία όπως και υπό το ισχύον δίκαιο του ν. 4640/2019 αναφέρεται μόνον σε εκτελεστότητα του πρακτικού διαμεσολάβησης.
[20] Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπό άρθρο 3 ν. 4640/2019, αριθ. 13, σ. 79.
[21] ΜΠρΠατρ 130/2020 ΤΝΠ-Νόμος.
[22] Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπό άρθρο 3 ν. 4640/2019, αριθ. 13, σ. 79.
[1] Για όλα τα ανωτέρω βλ. επίσης ΠΠρΘεσ 6457/2021 ΕπΑκ 2021. 832-845, με σύμφωνες παρατηρήσεις Α. Πλεύρη, αλλά και άποψη μειοψηφίας στην απόφαση.
[2] ΠΠρΘεσ 5601/2022 ΤΝΠ-Νόμος, και εκεί αναφερόμενη ΠΠρΘεσ 1533/2022.
[3] Έτσι και ΠΠρΛαρ 98/2023 αδημοσίευτη.
[4] ΠΠρΠατρ 25/2024 ΤΝΠ-Νόμος, ΠΠρΑθ 3309/2023ΤΝΠ-Νόμος, ΠΠρΠατρ 66/2022 www.sakkoulas-online.gr, ΠΠρΛαρ 84/2024 αδημοσίευτη.
[6] Βλ. ενδεικτικά ΠΠρΘεσ 5889/2010 αδημοσίευτη, ΕφΠειρ 365/2016, ΠΠρΑθ 884/2013 ΤΝΠ-Νόμος.
[7] Βλ. Ε. Ρίζο, Οι Προϋποθέσεις διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης 2012, σ. 433
, Νίκας, ΔικΣυμβ, σ. 189· ο ίδιος, ΠολΔικ ΙΙ, § 89 αριθ. 13.
[9] Κατά τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ, βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη αξιώσεως του δανειστή προς διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, της γενόμενης από τον οφειλέτη προς τρίτο απαλλοτριώσεως στοιχείου της περιουσίας του αποτελεί η δημιουργούμενη εξ αιτίας αυτής για τον οφειλέτη αφερεγγυότητα, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει δε η αφερεγγυότητα να υπάρχει και κατά το χρόνο ασκήσεως της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 15/2012), ενώ αδιάφορο εάν αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή αν αυτή έχει δικαστικά βεβαιωθείκαι εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, αρκεί αυτή να έχει γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως, δηλαδή να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά γεγονότα αυτής και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής (ΟλΑΠ 709/1974, ΑΠ 158/2023
, ΑΠ 928/2014
, ΑΠ 1720/2014
).
[10] Γεωργιάδης, Γενικό Ενοχικό, § 67, αριθ. 46.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα