Top

Αναζήτηση


Νομικά Χρονικά
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
81
Έτος
2014
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Νομικά Χρονικά, 81 (2014)


ΣυμβΑΠ 450/2014 Τμ.Ε’

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

ΣυμβΑΠ 450/2014 Τμ.Ε’

Πρόεδρος: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου (Αντιπρόεδρος)
Εισηγήτρια: Βιολέττα Κυτέα

Επανάληψη της διαδικασίας προς όφελος του καταδικασμένου. Σκοπός της έκτακτης αυτής διαδικασίας. Η ύπαρξη νόμου, που διέλαθε της γνώσης των δικαστών από προφανή παραδρομή, συνιστά «νέο, άγνωστο» γεγονός. Ο Ν. 4043/2012 εφαρμόζεται και για υποθέσεις ενώπιον του Αρείου Πάγου που συζητήθηκαν μεν πριν, αλλά δημοσιεύτηκαν μετά την ψήφισήν του. Τα άρ. 525επ. ΚΠΔ εφαρμόζονται αναλογικώς και για τις απορριπτικές των αιτήσεων αναιρέσεως αποφάσεις του Αρείου Πάγου, μολονότι δεν είναι «καταδικαστικές», κατ’ εφαρμογή των άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 20 παρ. 1 Σ. Παρά το γράμμα του άρ. 1 παρ. 5 Ν. 1256/1982, η καταδίκη για το έγκλημα αυτό δεν ταυτίζεται με καταδίκη για παράβαση καθήκοντος του άρ. 259 ΠΚ.

Νομικές διατάξεις: άρθρα 525 παρ. 1-2 ΚΠΔ, 2 Ν. 4043/2012, 1 παρ. 1,5 Ν. 1256/1982, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 20 παρ. 1 Σ.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Σκοπός της επαναλήψεως της διαδικασίας είναι η αναζήτηση της θεμελιώδους αρχής της ουσιαστικής αληθείας στη συγκεκριμένη περίπτωση και η αποτροπή απαραδέκτων για το αίσθημα του δικαίου αποτελεσμάτων (καταδικών - αθωώσεων). Ούτως ο θεσμός της επαναλήψεως της διαδικασίας διέπεται από προϋποθέσεις και επιδιώκει την επανόρθωση των δικαστικών πλημμελειών, για την ορθότερη ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης∙ εντεύθεν η επανάληψη της διαδικασίας δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ’ έκτακτη διαδικασία∙ η υποβολή της σχετικής αιτήσεως μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, μη υποκειμένη σε προθεσμία, χωρεί δε επί αποφάσεως οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, εφόσον υπό της αποφάσεως εχαρακτηρίσθη το αδίκημα ως κακούργημα ή πλημμέλημα.

Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως οι όροι «γεγονότα» ή «αποδείξεις» είναι ταυτόσημοι, θεωρούνται δε νέα γεγονότα ή αποδείξεις εκείνα ή εκείνες, που ασχέτως του αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη, δεν υπεβλήθησαν στο δικαστήριο, στην κρίση δηλαδή των δικαστών που εδίκασαν και εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση. Στην έννοια του γεγονότος εμπίπτει και η άγνοια της υπάρξεως νέου, ευμενούς για τον κατηγορούμενο, νόμου, που εμποδίζει την ουσιαστική έρευνα της κατηγορίας, γιατί συνιστά εξωτερικώς άμεσα ή έμμεσα αντιληπτό και επιδεκτικό αποδείξεως συμβάν, η δε αποκάλυψή του εκ των υστέρων καθιστά αυτό «νέο και άγνωστο» στους δικάσαντας δικαστάς, αφού είτε προϋπήρχε της εκδικάσεως της υποθέσεως, είτε υπήρξε μέχρι της επ’ αυτής δημοσιεύσεως της αποφάσεως δεν είχε τυχόν περιέλθει ακόμη σε γνώση των. Δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν λόγον επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήσαν άγνωστα στους δικαστάς που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ’ αντιθέτως ηρευνήθησαν αμέσως ή εμμέσως και απερρίφθησαν ως και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό. Και τούτο διότι με την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, δεν δημιουργείται στάδιο ελέγχου της δικαστικής κρίσεως, όπως αυτή διεμορφώθη στην οικεία δικαστική απόφαση, αλλ’ επιδιώκεται με αυτήν η διεξαγωγή μιας νέας δίκης με βάση νέα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν υπ’ όψη των οι δικασταί και από τα οποία αποδεικνύεται η αναλήθεια της πραγματικής βάσεως επί της οποίας εστηρίχθη η δικαστική κρίση. Αρμόδιο για την αξιολόγηση αιτήσεως επαναλήψεως κατ’ αποφάσεως του Αρείου Πάγου είναι, κατ’ αναλογική εφαρμογή των άρθρων 527§3 και 528§1 ΚΠΔ, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο.

Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών κατεδικάσθη διά της υπ’ αριθμ. 3908/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, δικάσαντος κατ’ έφεση, για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 και 5 Ν. 1256/1982 σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Κατά της αποφάσεως αυτής ο άνω αιτών ήσκησε την από 11.2.2011 αίτηση αναιρέσεως, συζητηθείσα την 20.1.2012 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η οποία απερρίφθη ως αβάσιμη διά της υπ’ αριθμ. 719/27.4.2012 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Ο ίδιος αιτών ζητεί νυν διά της κρινομένης από 30.5.2012 αιτήσεώς του την υπέρ αυτού επανάληψη διαδικασίας (κατά) της αποφάσεως αυτής του Αρείου Πάγου, διότι ο Άρειος Πάγος έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το άρθρο 2 Ν. 4043/13.2.2012, επειδή τού είχε επιβληθεί ποινή κατωτέρα των έξι (6) μηνών, όπερ δεν έπραξε από προφανή παραδρομή.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 1-3 Ν. 4043/2012, αν ο Άρειος Πάγος επιληφθεί αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως, με την οποίαν έχει επιβληθεί ποινή φυλακίσεως μέχρι έξι μηνών, δηλαδή υπαγομένη στην άνω διάταξη, πρέπει να κηρύξει απαράδεκτη την συζήτηση της αναιρέσεως, χωρίς να ερευνήσει την βασιμότητά της, αν δε παρά ταύτα προχωρήσει στην ουσιαστική έρευνα της τοιαύτης αναιρέσεως και την απορρίψει, τότε ο αναιρεσείων μπορεί να ζητήσει την επανάληψη της διαδικασίας, κατά τα άρθρα 525επ. ΚΠΔ. Και τούτο, διότι ο Ν. 4043/2012 είναι σαφώς επιεικέστερος ποινικός νόμος και πρέπει να εφαρμοσθεί, εφόσον η καταδίκη δεν είναι αμετάκλητη (ενώ ο μετά την αμετάκλητη καταδίκη εκδοθείς επιεικέστερος νόμος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως λόγος επαναλήψεως της διαδικασίας).

Η με τον τρόπο αυτό ρύθμιση του ζητήματος (αναλογικής δηλαδή εφαρμογής του άρθρου 525 ΚΠΔ και κατ’ αποφάσεως μη καταδικαστικής, όπως είναι η απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απερρίφθη αίτηση αναιρέσεως του αιτούντος κατά καταδικαστικής αποφάσεως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου) επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρ. 20§1 Σ και 6§1 ΕΣΔΑ, με τα οποία αναγνωρίζεται σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να προσφύγει στα δικαστήρια προς προάσπιση των εννόμων συμφερόντων του, δεν νοείται δε εκμηδένιση της εφαρμογής των ευνοϊκοτέρων διατάξεων που παρέλειψε να εφαρμόσει το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ακόμη και στο στάδιο της αναιρετικής δίκης, υπό την εκδοχή ότι η μεταγενέστερη αίτηση του καταδικασθέντος (με την οποία αιτείται την επανεξέταση της υποθέσεως, προκειμένου να εφαρμοσθεί από τον Άρειο Πάγο ο νεότερος νόμος που συνεπάγεται ευνοϊκότερη μεταχείριση του αναιρεσείοντος και ο οποίος από παραδρομή παρελείφθη) θα αποτελούσε μη επιτρεπόμενη δεύτερη αίτηση αναιρέσεως.

Εν προκειμένω από της κατά τα ως άνω συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, την 20.1.2012 ενώπιον του Αρείου Πάγου και προ της δημοσιεύσεως της υπ’ αριθμ. 719/27.4.2012 αποφάσεώς του, και δη από 13.2.2012 ίσχυσε ο Ν. 4043/2012, σύμφωνα με τον οποίον έπρεπε ο Άρειος Πάγος να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, αφού η επιβληθείσα εις τον αναιρεσείοντα ποινή διά της υπ’ αριθμ. 3908/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης δεν υπερέβαινε τους έξι (6) μήνες, η απόφαση αυτή δεν είχε καταστεί αμετάκλητη, η ποινή δεν είχε εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο και δεν είχε επιβληθεί αυτή για κάποιο από τα εγκλήματα που αναφέρονται στην §3 του άρθρου 2 και εξαιρούνται της ως άνω ρυθμίσεως. Επί του τελευταίου αυτού πρέπει να σημειωθεί ότι ο αναιρεσείων δεν κατεδικάσθη για παράβαση καθήκοντος του άρθρου 259 ΠΚ, αλλά για παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 και 5 Ν. 1256/1982, η οποία τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους, ήτοι με βαρυτέρα ποινή της απειλουμένης για την παράβαση καθήκοντος (φυλάκιση μέχρι δύο ετών), όπως προκύπτει από την καταδικαστική ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Όμως, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Δι’ ο και δικαιολογείται η επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του αναιρεσείοντος, ο οποίος την ζητεί με την κρινομένη αίτησή του και η οποία πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 719/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της από 11.2.2011 αιτήσεως αναιρέσεως και των από 14.9.2011 προσθέτων λόγων αυτής κατά της υπ’ αριθμ. 3908/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο ως άνω κατεδικάσθη εις φυλάκιση τεσσάρων (4) μηνών, ανασταλείσαν επί τριετίαν, για παράβαση του άρ. 1 παρ. 1 και 5 του Ν. 1256/1982 (με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως των μη ταπεινών αιτίων), και να παραπεμφθεί η υπόθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τις δικές του ενέργειες.