Top

Αναζήτηση


Νομικά Χρονικά
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
79
Έτος
2013
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Νομικά Χρονικά, 79 (2013)


ΑΠ (Ποιν.) 70/2014 Τμ. Ζ΄

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

ΑΠ (Ποιν.) 70/2014 Τμ. Ζ΄

Πρόεδρος: Σπυρίδων Μιτσιάλης,(Αντιπρόεδρος)
Εισηγητής: Πάνος Πετρόπουλος

Αναβολή εκδίκασης ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου λόγω κωλύματος εκκαλούντος, προβληθέντος δι’ αγγέλου. Απόρριψη στη μετ’ αναβολή δικάσιμο δεύτερου αιτήματος αναβολής εκκαλούντος, επίσης προβληθέντος δι’ αγγέλου, και εκδίκαση της έφεσης του εκκαλούντος θεωρουμένου ως ωσεί παρόντος. Θετική υπέρβαση εξουσίας του Εφετείου, που έπρεπε να είχε κρίνει την έφεση ανυποστήρικτη. Παραπομπή στο Εφετείο για κρίση επί του τυπικά παραδεκτού της έφεσης

Νομικές διατάξεις: άρ. 501 παρ. 1,4, 349 παρ. 1, 510 παρ. 1 στ. Η΄ ΚΠΔ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Κατ’ άρ. 501 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρ. 48 παρ. 1 Ν. 3160/2003, αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρ. 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. […], Κατά την παρ. 4, του ιδίου άρθρου, αν μετά την έναρξη της συζητήσεως της εφέσεως λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως, δεν εμφανισθεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών (ΟλΑΠ 3/2006, 8/2006).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες του άρ. 349 παρ. 1-2 ΚΠΔ, προκύπτει ότι, όταν ορισθεί ρητή δικάσιμος προς εκδίκαση της εφέσεως, με παρόντα τον εκκαλούντα ή, σε περίπτωση απουσίας του, όταν το σημαντικό αίτιο ανηγγέλθη από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του απόντος κατηγορουμένου, ο εκκαλών οφείλει να εμφανισθεί κατ’ αυτή και, εάν δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου, το δικαστήριο οφείλει να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, διότι η μη εμφάνιση του εκκαλούντος κατά τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο προς υποστήριξη της εφέσεώς του θεωρείται ως σιωπηρή παραίτηση από την έφεσή του και ως αναγνώριση της ορθότητος της εκκαλουμένης αποφάσεως. Μόνον εάν το Εφετείο διαπιστώσει ότι συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσεως της ποινικής διώξεως, διότι έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της εγκλήσεως ή έχει γίνει ανάκλησή της ή έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή ο εκκαλών κατηγορούμενος έχει πεθάνει, η περίπτωση κηρύξεως απαραδέκτου της ποινικής διώξεως λόγω δεδικασμένου ή ελλείψεως εγκλήσεως αιτήσεως ή αδείας που απαιτείται για τη δίωξη, οφείλει να ερευνήσει αν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, οπότε, παρά την απουσία του εκκαλούντος, προχωρεί στην έκδοση σχετικής αποφάσεως με την παύση οριστικά ή την κήρυξη απαραδέκτου της ποινικής διώξεως.

[…] Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 56128/21-11-2012 απόφασή του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για α) έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου και β) αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση.

Από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα του δευτέρου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, προκύπτουν τα εξής: Ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, είχε κληθεί να εμφανιστεί ενώπιον του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη συνεδρίαση της 19-1-2012, προκειμένου να δικαστεί για τις ως άνω πράξεις. Κατά την ως άνω δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε το όνομα αυτού, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Αντί αυτού εμφανίστηκε η σύζυγός του ως άγγελος και ζήτησε την αναβολή εκδικάσεως της υποθέσεως λόγω σημαντικών αιτίων αναγομένων στο πρόσωπό του (ασθένεια). Το Δικαστήριο εκείνο, με την υπ’ αριθμό 3048/19-1-2012 απόφασή του, αφού δέχθηκε την ύπαρξη σημαντικών αιτίων αναγομένων στο πρόσωπο του εκκαλούντος, ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεώς του, κατά το άρ. 349 ΚΠΔ, για τη δικάσιμο της 21-11-2012, κατά την οποία όφειλε να εμφανιστεί ο κατηγορούμενος χωρίς την εκ νέου κλήτευσή του, αφού η ως άνω αναβλητική απόφαση επείχε θέση κλητεύσεώς του, κατά την ορισθείσα νέα (ρητή) δικάσιμο.

Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, με την έναρξη της διαδικασίας κατά τη νέα, μετ’ αναβολή συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη συνεδρίαση της 21-11-2012, ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, δεν εμφανίστηκε ο ίδιος, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο αλλά εμφανίσθηκε στο δικαστήριο η σύζυγός του, ως άγγελος, «και ζήτησε την αναβολή της δίκης για το λόγο ότι ο κατ/νος δεν μπορεί να εμφανιστεί κατά τη σημερινή δικάσιμο», επειδή, όπως κατέθεσε, «ο κατηγορούμενος είναι σύζυγός μου. Σήμερα βρίσκεται στο Δ’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και δεν μπόρεσε να έλθει, για το λόγο αυτό ζητά την αναβολή της δίκης». Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της αναβολής ως απαράδεκτο κατ’ άρ. 349 παρ. 8 ΚΠΔ, όπως η παρ. 8 ίσχυε μετά τη διάταξη του άρ. 33 παρ. 6 του Ν. 4055/2012 και προ της αντικαταστάσεώς της με το άρ. 100 παρ. 2 του Ν. 4139/2013. Ακολούθως, το δικαστήριο, αφού διαπίστωσε τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος με την ανάγνωση της υπ’ αριθ. 3048/2012 αναβλητικής αποφάσεως του ως άνω δικαστηρίου σε ρητή δικάσιμο, θεώρησε αυτόν ωσεί παρόντα, προχώρησε στην κατ’ ουσία εκδίκαση της υποθέσεως και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

Με τον τρόπο όμως αυτό, το Δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω απόφαση, αντί να απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, υπερέβη την εξουσία του και υπέπεσε στην υπό του άρ. 510 παρ.1 στοιχ. Η΄ ΚΠΔ πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας. Τούτο γιατί, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, όφειλε, μετά τη διαπίστωση και βεβαίωση ότι ο εκκαλών είχε κλητευθεί νομίμως κατά τη συνεδρίαση της 21-11-2012, να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατά το άρ. 501 παρ. 1 ΚΠΔ και όχι να προβεί στην κατ’ ουσία εκδίκασή της, αφού, όπως προκύπτει, το Δικαστήριο που εξέδωσε την υπ’ αριθμό 3048/19-1-2012 αναβλητική απόφαση, περιορίστηκε στην έρευνα και μόνο της υπάρξεως ή μη, κατά τη διάταξη του άρ. 349 ΚΠΔ, σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του απόντος εκκαλούντος, χωρίς προηγουμένως ο εκκαλών να έχει εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, ώστε να θεωρείται πλέον αυτ[ός] ότι κατά τη συνεδρίαση εκείνη της 19-1-2012, πράγματι ήταν ωσεί παρών, είχε δε περιορισθεί στην έρευνα μόνο των σημαντικών αιτίων που δικαιολογούσαν τη βασιμότητα ή μη του λόγου της αναβολής, χωρίς τούτο να έχει προβεί προηγουμένως σε έρευνα του παραδεκτού ή μη της εφέσεώς του, οπότε στη νέα μετ’ αναβολή συζήτηση της υποθέσεως, κατά την 21-11-2012, ο εκκαλών δεν μπορούσε να θεωρηθεί ωσεί παρών, όπως θα εθεωρείτο εάν το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε διαπιστώσει, ότι πράγματι, το προηγούμενο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμό 3048/2012 απόφασή του, είχε δεχθεί είτε την εκπροσώπηση του εκκαλούντος από πληρεξούσιο δικηγόρο, πράγμα το οποίο δεν είχε συμβεί, είτε είχε κρίνει το παραδεκτό του ενδίκου μέσου του. Συνεπώς, ο, από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ, προβαλλόμενος, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται για την αιτία αυτή η απόφαση, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, καθώς και η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

Περαιτέρω, επειδή από την παραδεκτή επισκόπηση της πρωτοδίκου υπ’ αριθ. 46024/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών προκύπτει ότι ο αναιρεσείων πρωτοδίκως καταδικάσθηκε στην αυτή ποινή που καταδικάσθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη, δεν υπάρχει περίπτωση ανεπιτρέπτου χειροτερεύσεως της θέσεώς του από τυχόν απόρριψη της εφέσεώς του, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ.υ 519 του ΚΠΔ, στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως, το οποίο θα επιληφθεί του τυπικά δεκτού της εφέσεως.