Top

Αναζήτηση


Νομικά Χρονικά
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
102
Έτος
2019
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Νομικά Χρονικά, 102 (2019)


ΟλΣτΕ 1759/2019

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

ΟλΣτΕ 1759/2019

Πρόεδρος: Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος του ΣτΕ
Εισηγήτρια: Μ. Τριπολιτσιώτη, Σύμβουλος

Αντισυνταγματική η αναγραφή θρησκεύματος στο απολυτήριο & πιστοποιητικά σπουδών γυμνασίου & γενικού λυκείου.

Νομικές διατάξεις: Άρθρα , 13 Συντ., 9, 14 ΕΣΔΑ, 2 περ. α΄ και β΄, 4 § 1 περ. α΄, β΄ Ν. 2472/1997, 4 περ. 1, 2, 5 § 1 περ. α΄, β΄, 9 § 1 Καν. 2016/679.

Περίληψη

8. Επειδή, με το παραπάνω άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το ατομικό αυτό δικαίωμα, που υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ’ ενός (παρ. 1) και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ’ ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παρ. 2). Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και επιβάλλεται η ίση μεταχείριση, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην απόλαυση όχι μόνο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά όλων των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη, καθιερώνεται δηλαδή η θρησκευτική ισότητα, είναι διατάξεις θεμελιώδεις, ως μη υποκείμενες, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος, σε αναθεώρηση. Εξ άλλου η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης διακηρύσσεται ως απαραβίαστη, χωρίς να τάσσεται κανένας περιορισμός, υποκείμενη συνεπώς μόνον στους περιορισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, ενώ η ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ειδικότερη μορφή της οποίας αποτελεί η άσκηση της λατρείας, υπόκειται επί πλέον στους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο, να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους. Και καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο, κατά το Σύνταγμα, χώρο αυτόν της συνείδησης του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο. Διάφορο είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποίησης του θρησκεύματος του ατόμου, η οποία όμως γίνεται με πρωτοβουλία του και για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως η ίδρυση ναού ή ευκτηρίου οίκου, η ίδρυση σωματείου θρησκευτικού χαρακτήρα κλπ (ΣτΕ 2280 - 2286/2001 Ολομ.). Συνεπώς, η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, όπως εν προκειμένω το απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου, η οποία επιβάλλεται κατ’ αρχήν ως υποχρεωτική με την προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος.

9. Επειδή, περαιτέρω, η θρησκευτική ελευθερία, υπό τη θετική της έκφανση, της εκδήλωσης δηλαδή των θρησκευτικών πεποιθήσεων, συνίσταται στο δικαίωμα του καθενός να εκδηλώνει ανεμπόδιστα το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του με ποικίλους τρόπους, ατομικά ή από κοινού με άλλους, ιδιωτικά ή δημόσια, εφ’ όσον δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και υπό τους περιορισμούς της παρ. 4 του άρθρου 13 του Συντάγματος. Ωστόσο, η ελευθερία αυτή δεν περιλαμβάνει και το δικαίωμα των ατόμων να εκδηλώνουν το θρήσκευμα που ακολουθούν ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις τους με την αναγραφή τους, όταν το επιθυμούν, και σε δημόσια έγγραφα, όπως είναι οι προαναφερόμενοι τίτλοι σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το άρθρο 13 του Συντάγματος όχι μόνο δεν παρέχει τέτοια αξίωση στους φορείς του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, άλλωστε τούτο ως ατομικό δικαίωμα θεμελιώνει κατ’ αρχήν μόνον αξίωση του ατόμου έναντι της κρατικής εξουσίας για αποχή από επεμβάσεις των οργάνων της που θα παρεμπόδιζαν την άσκησή του και όχι αξίωση θετικής ενέργειας, αλλά απαγορεύει και την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος ή των θρησκευτικών εν γένει πεποιθήσεων στους απολυτήριους τίτλους και τα πιστοποιητικά σπουδών, τα οποία συνιστούν έγγραφα αποδεικτικά της φοίτησης, της επίδοσης και της ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης των μαθητών και όχι μη συναφών προς τα πραγματικά αυτά γεγονότα πληροφοριών, όπως είναι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας, υπό την αρνητική της έκφανση, εκείνων των Ελλήνων, οι οποίοι δεν θα επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αυτόν τον τρόπο, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, όσον αφορά την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος, που επιβάλλεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος. Πράγματι, όσοι Έλληνες αρνηθούν να αναγράφεται το θρήσκευμα ή οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις σε τίτλους σπουδών, οι οποίοι μάλιστα επιδεικνύονται σε κάθε αρχή και υπηρεσία καθώς και σε οποιονδήποτε ιδιώτη για την πιστοποίηση των σπουδών και γνώσεων του κατόχου τους σε όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου του, αναγκάζονται να αποκαλύψουν εμμέσως και οιονεί δημόσια, μία πλευρά της ενδιάθετης στάσης τους απέναντι στο θείο. Ταυτόχρονα δε διαφοροποιούνται παρά τη θέλησή τους από εκείνους τους Έλληνες που ομολογούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με την αναγραφή τους στους τίτλους σπουδών. Πέραν τούτων, η αναγραφή του θρησκεύματος στα απολυτήρια και τους τίτλους σπουδών παρέχει και έδαφος ενδεχόμενων διακρίσεων, δυσμενών ή ευμενών, και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο προσβολής της θρησκευτικής ισότητας, που κατοχυρώνεται με τη θεμελιώδη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2280 - 2289/2001 Ολομ.). Τα ανωτέρω ισχύουν, αντίστοιχα, και για τους τίτλους σπουδών που χορηγούνται από ιδιωτικά σχολεία, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των τίτλων αυτών, οι οποίοι είναι ισότιμοι προς τους αντίστοιχους των δημόσιων σχολείων (βλ. άρθρο 17 του ν. 682/1977, Α’ 244, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2376/1988, 1684/1974), καθορίζεται ομοίως από το Κράτος, κατά τρόπο ενιαίο με τους αντίστοιχους τίτλους της δημόσιας εκπαίδευσης (πρβλ. ΣτΕ 1685/1974 Ολομ.), όπως συμβαίνει εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα να υφίσταται, και στην περίπτωση αυτή, κίνδυνος διαφοροποίησης και διακρίσεων από την τυχόν προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα εν λόγω έγγραφα. Συνεπώς, η αναγραφή του θρησκεύματος στα απολυτήρια, τους τίτλους και τα αποδεικτικά σπουδών του Γυμνασίου, η οποία προβλέπεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αντικαταστάθηκε, ακόμη και αν είναι προαιρετική, ακόμη δηλαδή και αν γίνεται με τη συγκατάθεση ή την πρωτοβουλία του μαθητή ή των γονέων του ή με την πρόβλεψη του σχετικού πεδίου στον τύπο του τίτλου, το οποίο μπορεί να παραμείνει κενό, συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί του Δημοσίου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Για τους ανωτέρω λόγους, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους, η απόφαση αυτή δεν είναι νόμιμη, κατά το πληττόμενο μέρος της, και πρέπει να ακυρωθεί. (…)

14. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. α’ και β’ του ν. 2472/1997 και ήδη το άρθρο 4 περ. 1 και 2 του Κανονισμού 2016/679, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, και μάλιστα ευαίσθητο. Από τις ίδιες διατάξεις και από τα άρθρα 4 παρ. 1 περ. α και β του ν. 2472/1997 και ήδη 5 παρ. 1 περ. α και β και 9 παρ. 1 του Κανονισμού προκύπτει περαιτέρω ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως εν προκειμένω οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, καθώς και να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας (ΣτΕ 2280, 2282/2001 Ολομ., 2255/2005, πρβλ. 518/2018). Τέλος, από τα άρθρα 2 περ. δ του ν. 2472/1997 και 4 παρ. 2 του Κανονισμού 2016/679 προκύπτει ότι η καταχώριση του θρησκεύματος των μαθητών στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του Γυμνασίου, ανεξαρτήτως αν είναι υποχρεωτική ή προαιρετική, συνιστά μορφή επεξεργασίας δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Όπως, όμως, αναφέρθηκε στις προηγούμενες σκέψεις, η αναγραφή αυτή του θρησκεύματος στους παραπάνω τίτλους παραβιάζει το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και τα άρθρα 9 και 14 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αντικαταστάθηκε, με την οποία προβλέπεται επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου χωρίς να υπάρχει νόμιμος σκοπός, έρχεται σε αντίθεση και με τα άρθρα 2 περ. β, 4 παρ. 1 περ. α και β του ν. 2472/1997 και 5 παρ. 1 περ. α και β και 9 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, όπως βασίμως προβάλλουν οι αιτούντες.

(Δέχεται την αίτηση).