Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
1
Έτος
2023
Περισσότερα

Παραπομπές


Ελληνική Δικαιοσύνη, 1 (2023)


ΑΠ 493/2022 Α2 Τμ. - σχόλιο: Σ.-Σ. Πανταζόπουλος/Α. Πλεύρη

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο     Επόμενο

   Εκτύπωση   

ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Διαταγή πληρωμής για καταβολή μερίσματος κληρονομιαίων μετοχών. Για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται η προσκομιδή του πιστοποιητικού του άρθ. 105 ν.δ. 118/1973.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 105 § 1 του ν.δ. 118/1973 «Περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών κ.λπ.»: «Ο οικονομικός έφορος υποχρεούται, επί τη αιτήσει του εις φόρον υποχρέου, όπως χορηγή εις τούτον πιστοποιητικόν εμφαίνον την υποβολήν της φορολογικής δηλώσεως, ως και την εκπλήρωσιν εν όλω ή εν μέρει των υποχρεώσεών του ή την απαλλαγήν του εξ αυτών δια τους εν τω νόμω λόγους ή ότι το Δημόσιον εξέπεσε του δικαιώματός του δια την επιβολήν φόρου λόγω παραγραφής». Η διάταξη αυτή, περιεχόμενη σε νόμο που επιδιώκει μόνο φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο αντικείμενο της διαφοράς και στην έκβαση της δίκης και συνεπώς ούτε και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεν μπορεί να εμποδίσει ή να απαγορεύσει ή με οποιονδήποτε τρόπο να αναστείλει το συνταγματικά κατοχυρωμένο, κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος, δικαίωμα των πολιτών να προσφύγουν στα δικαστήρια για την προστασία των εννόμων συμφερόντων τους σε περίπτωση μη κατοχής από αυτούς του προβλεπόμενου από την ως άνω διάταξη πιστοποιητικού. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθ. 561 § 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής της αναιρεσίβλητης, τον οποίον είχε κάνει δεκτό το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε σχετικά με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τα ακόλουθα: «Πλην όμως, για την καταβολή του επιδίκου ποσού, για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, απαιτείται εκ της διατάξεως του άρθρου 105 του ν.δ. 118/1973 (ήδη ν. 2961/2001) η προσκόμιση πιστοποιητικού της αρμόδιας ΔΟΥ περί δήλωσης και καταβολής του φόρου κληρονομίας των μετοχών που απέκτησε εκ διαθήκης του πατέρα της, το οποίο η εκκαλούσα καθ’ ης δεν προσκόμισε, αφού δεν είχε καταβληθεί ο σχετικός φόρος ύψους 291.077,73 ευρώ. Ο δε ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η εφεσίβλητη με την ως άνω συμπεριφορά της καταχρηστικά αρνείται να της καταβάλει το επίδικο ποσό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού η ως άνω συμπεριφορά της επιβάλλεται από των ως άνω απαγορευτική διάταξη, χωρίς δυνατότητα να ενεργήσει διαφορετικά εντός των νομίμων πλαισίων. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω δεν δύναται να υποχρεωθεί η ανακόπτουσα εφεσίβλητη στην καταβολή του επιδίκου χρηματικού μερίσματος που αναλογεί στις μετοχές της καθ' ης εκκαλούσας και, ως εκ τούτου, κακώς εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με την οποία η ανακόπτουσα εφεσίβλητη υποχρεώθηκε στην καταβολή του. Εντεύθεν, έπρεπε, δεκτής γενομένης της ανακοπής ως προς τον ως άνω σχετικό λόγο να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής». Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κράτησε και δίκασε την ανακοπή και ακολούθως, αφού έκρινε νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη την ανακοπή ως προς το δεύτερο λόγο της, δέχθηκε στη συνέχεια ότι πρέπει η ανακοπή «να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής λόγω υποχρέωσης μη καταβολής του επιδίκου χρηματικού μερίσματος λόγω μη προσκόμισης σχετικού πιστοποιητικού της αρμόδιας ΔΟΥ περί δήλωσης και καταβολής του φόρου κληρονομίας». Δέχθηκε, δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση ότι έπρεπε να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, επειδή η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία δεν ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το αιτούμενο από αυτήν μέρισμα ως μέτοχος της εταιρείας, από τη στιγμή που η τελευταία δεν είχε προσκομίσει το σχετικό πιστοποιητικό που προβλέπεται από το άρθρο 105 του ν.δ. 118/1973, και επομένως, η αναιρεσείουσα δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την καταβολή του μερίσματος. Ωστόσο, με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του και κρίνοντας νόμιμο το σχετικό δεύτερο λόγο της ανακοπής της αναιρεσίβλητης και στη συνέχεια και ως ουσιαστικά βάσιμο, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 105 ν.δ. 118/1973 και 20 του Συντάγματος, δεχόμενο ότι προκειμένου η αναιρεσείουσα να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την καταβολή του μερίσματος ως μέτοχος της αναιρεσίβλητης εταιρείας, έπρεπε να έχει στην κατοχή της το προβλεπόμενο από την ως άνω διάταξη του άρθρου 105 πιστοποιητικό, ακυρώνοντας έτσι το συνταγματικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας να προσφύγει στη δικαιοσύνη για την προστασία των εννόμων συμφερόντων της, με βάση την πιο πάνω, προφανούς φορολογικής σκοπιμότητας, διάταξη του άρθρου 105 του ν.δ. 118/1973. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα της υποχρέωσης της αναιρεσίβλητης εταιρείας να αρνηθεί την καταβολή του μερίσματος στην αναιρεσείουσα στην περίπτωση που η τελευταία δεν προσκομίσει το κατά το ως άνω άρθρο 105 πιστοποιητικό του οικονομικού εφόρου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 107 του αυτού πιο πάνω ν.δ. 118/1973. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το τρίτο μέρος του και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, ως βάσιμος. Παρέλκει δε περαιτέρω η εξέταση του ίδιου λόγου αναίρεσης κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, όπως και του δευτέρου λόγου αναίρεσης, καθώς καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω τρίτου σκέλους του πρώτου αναιρετικού λόγου. Πρέπει κατά συνέπεια να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου κατά το κεφάλαιό της με το οποίο κρίθηκε νόμιμος και ουσιαστικά βάσιμος ο δεύτερος λόγος της ανακοπής της αναιρεσίβλητης και ακυρώθηκε η προσβληθείσα διαταγή πληρωμής (Αναιρείται η ΜΕφΠατρ 390/2018).

ΑΠ 493/2022 Α2 Τμ.

Εισηγητής: Γεώργιος Καλαμαρίδης

Παρατηρήσεις Ι

Προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής και άρθρο 20 Συντ.

Οι θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις για την έκδοση μιας διαταγής πληρωμής, που αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά το άρθρο 631 ΚΠολΔ, ορίζονται στα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ αντίστοιχα. Απαιτείται η έγγραφη με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, που εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της σχετικής αίτησης, απόδειξη κυρίως χρηματικής απαίτησης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ποσού, η οποία δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή, είναι δηλ. ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ενώ επί πλέον ο οφειλέτης δεν πρέπει να είναι άγνωστης διαμονής, εκτός εάν έχει διοριστεί νόμιμα αντίκλητός του κατά το άρθρο 142 ΚΠολΔ, οπότε και πάλι επιτρέπεται η έκδοση διαταγή πληρωμής. Ουδεμία άλλη περαιτέρω προϋπόθεση απαιτείται. Οι διάφορες διάσπαρτες φορολογικού δικαίου διατάξεις που επιβάλλουν την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών προς το κράτος και συνδέονται κατά το νομοθέτη με το δικαίωμα παροχής δικαστικής ακρόασης και προστασίας δεν έχουν σημασία και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση, όπως δέχθηκε και η σχολιαζόμενη απόφαση που ασχολήθηκε με το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 105 ν.δ. 118/1973. Ούτε η απαίτηση για την καταβολή μερίσματος μετοχών που έχουν κληρονομηθεί κατά το υπόχρεου εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή του φόρου κληρονομίας της δικαιούχου, ούτε απαιτείται η προσκομιδή του σχετικού πιστοποιητικού καταβολής του φόρου για την ως άνω απαίτηση προκειμένου να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η θεώρηση ότι η διαδικασία έκδοσης της διαταγής πληρωμής προστατεύεται συνταγματικώς κατά το άρθρο 20 Συντ., με την έννοια ότι ο πολίτης έχει δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια για την έκδοση ενός εκτελεστού τίτλου, όπως η διαταγή πληρωμής, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες ως άνω προϋποθέσεις και δίχως το δικαίωμα αυτό να παρεμποδίζεται με διατάξεις νόμου που το καθιστούν ανενεργό. Και όχι με την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης είναι υποχρεωμένος να υιοθετήσει τη διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Ωστόσο με την έκδοση του Καν 1896/2006 για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής παρατηρήθηκε το φαινόμενο στον ευρωπαϊκό χώρο να υιοθετείται στην εσωτερική έννομη τάξη διαφόρων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που δεν είχε νομοθετηθεί μέχρι τότε.

Η νομολογία έχει ασχοληθεί με σειρά λόγων ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, οι οποίοι δεν σχετίζονται με τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις για την έκδοσή της και γι’ αυτό κρίθηκαν ως μη νόμιμοι. Π.χ. α) η ελλιπής καταβολή δικαστικού ενσήμου από τον αιτούντα τη διαταγή πληρωμής και η χρησιμοποίηση του ίδιου από προηγούμενη δίκη, διότι αυτή συνεπάγεται μόνον την ερημοδικία του, ενώ για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν γίνεται συζήτηση, ούτε υπάρχει ερημοδικία (ΑΠ 27/2000 ΕλλΔνη 2000. 701, ΕφΑθ 5445/2001 ΕλλΔνη 2002. 793), β) η μη αναγραφή του αριθμού φορολογικού μητρώου του αιτούντος κατά το άρθρο 630 στοιχ. β΄ ΚΠολΔ, εφόσον δεν προκαλείται σύγχυση ως προς την ταυτότητα του προσώπου και επί πλέον το στοιχείο αυτό τελολογικώς δεν ανάγεται στις σχέσεις μεταξύ του αιτούντος και του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής (πρβλ. ΜΠρΛαμ 17/2016 ΕΠολΔ 2015. 604, ΜΠρΠειρ 84/2019 ΕΠολΔ 2019. 82), γ) μη νόμιμος ο λόγος ανακοπής της απαράδεκτης σώρευσης πλειόνων αιτήσεων στο ίδιο δικόγραφο για την έκδοση διαταγής πληρωμής, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 218 ΚΠολΔ, αναλόγως εφαρμοζόμενου (ΜΠρΒόλου 708/2002 ΝοΒ 2002. 1125), διότι για την έκδοσή της απαιτούνται μόνον οι νόμιμες προϋποθέσεις των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ που θα εξετάζονται αυτοτελώς για κάθε μία αξίωση, δ) η παράβαση του άρθρου 632 § 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ που ορίζει ότι τα αντίγραφα των εγγράφων, τα οποία αποδεικνύουν την απαίτηση παραμένουν στη γραμματεία του δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση της ανακοπής, ή η μη επίδοση τους στον καθ’ ου, διότι η ρύθμιση αυτή δεν συνδέεται με τις προϋποθέσεις (θετικές και αρνητικές) έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ούτε ορίζεται ως κύρωση η ακυρότητά της, αλλά τέθηκε προς διευκόλυνση του οφειλέτη (ΑΠ 376/2002 Δ 34. 102, ΠΠρΑθ 6859/1995 ΔΕΕ 1995. 874, ΠΠρΘεσ 18171/1997 ΕΕμπΔ 1997. 1007), ε) η ερμηνεία αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αφενός λόγω δεδικασμένου ως προς την ύπαρξη της απαίτησης και αφετέρου λόγω του ορισμού διαδικασίας για την ερμηνεία της απόφασης από το δικαστήριο που την εξέδωσε (άρθρα 313 επ. ΚΠολΔ), στ) ότι δεν αναγράφεται ο έλεγχος της ύπαρξης των αρνητικών προϋποθέσεων για το κύρος της διαταγής πληρωμής, διότι ο έλεγχος αυτός γίνεται κατά την εξέταση της νομιμότητας της αίτησης (ΜΠρΘεσ 6253/2002 Αρμ 2003. 1452 παρατ. Ομπέση). Δεν απαιτείται η αναγραφή στη διαταγή πληρωμής της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης (βλ. ΜΠρΣύρου 146/1998 ΑρχΝ 2000. 421), ούτε η αναγραφή του αριθμού κατάθεσής της (ΕφΑθ 3298/1998 ΔΕΕ 1998. 983) ή των προηγούμενων του τελευταίου κομιστή οπισθογράφων (ΕφΛαρ 21/2009 ΕΕμπΔ 2009. 681). Η εμφάνιση ημεροχρονολογίας σύνταξης της αίτησης μεταγενέστερης από την ημέρα κατάθεσης δεν επιφέρει ακυρότητα, εφόσον πέραν από την προφανή παραδρομή η αίτηση έλαβε χρονολογία με την πράξη κατάθεσης και τη σφράγισή της από το πρωτοδικείο (ΠΠρΘεσ 2668/2004 αδημ.). Η έκδοση προσωρινής διαταγής για την απαγόρευση πληρωμής της επιταγής από την τράπεζα δεν αποστερεί τον κομιστή από το δικαίωμα να στραφεί αναγωγικώς κατά των υπόχρεων από την επιταγή για να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής, διότι είναι αδιάφορη η αιτία της μη πληρωμής της επιταγής και δεν είναι αναγκαία η μνεία της αιτίας της για το κύρος της δήλωσης του πληρωτή (ΕφΠειρ 461/2008 ΔΕΕ 2008. 1150).

Στέφανος Πανταζόπουλος

Αρεοπαγίτης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Παρατηρήσεις ΙΙ

Η προσκομιδή φορολογικού πιστοποιητικού (άρθρο 105 ν.δ. 118/1973) δεν συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής αναφορικά με αξίωση καταβολής μερίσματος κληρονομιαίων μετοχών

Οι θετικές προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής χρηματικής απαίτησης (ή απαίτησης παροχής χρεωγράφων) και ο τρόπος απόδειξης αυτών ορίζονται στο άρθρο 623 ΚΠολΔ και πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Πρόκειται συνοπτικά για τις εξής προϋποθέσεις: α) να υπάρχει αξίωση για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, β) να πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και γ) η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά απο ομολογία ή αποδοχή της αίτησης του οφειλέτη (βλ. ενδεικτικά Απαλαγάκη/Σταματόπουλο (-Ανδρίτσο), Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους ν. 4842 & 4855/2021, Άρθρα 495-1054 & ΕισΝΚΠολΔ, 2022, υπό άρθρο 623, Μαργαρίτη/Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έκδοση 2η, τ.ΙΙ, 2018, υπό άρθρο 623, σ. 66-72, Κατρά, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Νομολογία, Γ΄ έκδοση, 2021, υπό άρθρο 623, σ. 924-932, ιδίως σ. 930-931). Περαιτέρω, ο δικονομικός νομοθέτης δεν έχει περιλάβει στις προϋποθέσεις οι οποίες απαιτείται να συντρέχουν για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής κάποια φορολογικής φύσης υποχρέωση (του αιτούντος) η οποία συνδέεται με την αξίωση για την οποία εκδίδεται η διαταγή. Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, γίνεται δεκτό πως για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε σχέση με αξίωση μισθωμάτων, αρκεί το μισθωτήριο συμβόλαιο από το οποίο προκύπτουν η σύναψη της σύμβασης και το ύψος του μισθώματος και η μονομερής απευθυντέα δήλωση διαμαρτυρίας του εκμισθωτή από την οποία προκύπτει το ύψος των οφειλομένων μισθωμάτων, χωρίς να απαιτείται το μισθωτήριο να είναι θεωρημένο από την αρμόδια ΔΟΥ (ΟλΑΠ 13/1998 ΕλλΔνη 1998. 81 = ΑρχΝ 1998. 478 = ΝοΒ 1998. 933 = ΕΕΝ 1998. 618 = ΕΔΠολ 1998. 7 = ΔΦΝ 1999. 488). Γίνεται επίσης δεκτό, ότι η διάταξη του ΚΦΣ που προβλέπει τη νόμιμη χαρτοσήμανση των εγγράφων αποβλέπει σε καθαρά φορολογικούς σκοπούς και δεν ανάγεται στη δημόσια τάξη. Επομένως, ο διάδικος που επικαλείται την παραβίαση της βαρύνεται να καθορίσει τη βλάβη που του προκάλεσε η παραβίαση (βλ. ΑΠ 1867/2009 ΝοΒ 2010. 964, Μαργαρίτη/Μαργαρίτη, ό.π., υπό άρθρο 632, αριθ. 24, σ. 93). Αξιοσημείωτη είναι εν προκειμένω και η σχετική κρίση της ΟλΑΠ 43/2005 (ΕλλΔνη 2005. 1649) σε υπόθεση, όπου το δικαστήριο της ουσίας ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής διότι είχε εκδοθεί με βάση μη χαρτοσημασμένο έγγραφο. Η ως άνω ΟλΑΠ δέχθηκε, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή των περί χαρτοσήμανσης εγγράφων διατάξεων προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, με τις διατάξεις οι οποίες προβλέπουν τη χαρτοσήμανση εγγράφων επιδιώκεται ο σκοπός της διασφάλισης της είσπραξης δημοσίων εσόδων. Ως μέσο πραγμάτωσης δε του προκείμενου σκοπού χρησιμοποιείται η κήρυξη του μη νομίμως χαρτοσημασμένου εγγράφου, ως απαράδεκτου απο πλευράς απόδειξης. Επιπλέον, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση της ΟλΑΠ το μέσον αυτό είναι μεν κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού της εξασφάλισης των δημοσίων εσόδων, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι αναγκαίο ούτε υπό στενή εννοία αναλογικό.

Έτι περαιτέρω, το άρθρο 624 ΚΠολΔ προβλέπει τις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής. Ορίζονται δηλαδή στην εν λόγω διάταξη του ΚΠολΔ οι αρνητικές προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής χωρίς να περιλαμβάνεται εδώ λ.χ. η πρόβλεψη να μην μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αν δεν προσκομίζεται κάποιο φορολογικό πιστοποιητικό προβλεπόμενο από τη φορολογική νομοθεσία ή αν δεν υπάρχει θεώρηση του εγγράφου από το οποίο αποδεικνύεται η απαίτηση από την αρμόδια φορολογική αρχή. Επιπρόσθετα, το άρθρο 626 ΚΠολΔ προβλέπει στη δεύτερη παράγραφο του το αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής και στην τρίτη παράγραφο, ότι στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της και όχι έγγραφο συνδεόμενο με την τήρηση τυχόν φορολογικών υποχρεώσεων του δικαιούχου της απαίτησης.

Σε σχέση με τη φορολόγηση απαιτήσεων προερχόμενων από κληρονομία, το άρθρο 105 § 1 του ν.δ. 118/1973 “Περί Κωδικός Φορολογίας Κληρονομιών κ.λ.π.» (ήδη ν. 2961/2001) ορίζει, ότι (με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 5, 6, και 7 του άρθρου 82), “... ο οικονομικός έφορος υποχρεούται, επί τη αιτήσει του εις φόρον υποχρέου, όπως χορηγή εις τούτον πιστοποιητικόν εμφαίνον την υποβολήν της φορολογικής δηλώσεως, ως και την εκπλήρωσιν εν όλω ή εν μέρει των υποχρεώσεων του ή την απαλλαγήν του εξ αυτών διά τους εν τω νόμω λόγους ή ότι το Δημόσιον εξέπεσε του δικαιώματος του διά την επιβολήν φόρου λόγω παραγραφής”. Η ως άνω διάταξη εξυπηρετεί προδήλως φορολογικούς-δημοσιονομικούς στόχους, όπως ορθά δέχθηκε το Ακυρωτικό με τη σχολιαζόμενη απόφαση του, ομοία είναι δε και η ΑΠ 492/2022. Ο ανωτέρω (φορολογικός) σκοπός δεν επιδρά ούτε στο αντικείμενο της διαφοράς ούτε στην έκβαση της δίκης. Συνακόλουθα, η στόχευση του φορολογικού δεν μπορεί να εμποδίζει ή να απαγορεύει ή όπως ορθά έκρινε με τη σχολιαζόμενη απόφαση του ο Άρειος Πάγος να αναστείλει με οποιονδήποτε τρόπο το κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 του Συντάγματος δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο, όταν ο δικαιούχος της απαίτησης δεν κατέχει το ανωτέρω αναφερόμενο φορολογικό πιστοποιητικό ή/και δεν έχει καταβάλλει τον σχετικό φόρο κληρονομίας. Σύμφωνα δε με τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, τα πιστοποιητικά του άρθρου 105 του ν.δ. 118/1973 δεν είναι πράξεις επιβολής του φόρου κληρονομίας, καθώς με αυτά δεν επιβάλλεται φόρος, αλλά γνωστοποιούνται (μέσω αυτών) οι φορολογικές υποχρεώσεις του υποχρέου σε φόρο και είναι ανακλητά κατά τις γενικές διατάξεις που διέπουν την ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων (ΔΕφΑθ 1974/2010 ΤΝΠ-Νόμος). Επιπλέον, το ν.δ. 118/1973 περιέχει συγκεκριμένες ρυθμίσεις στις οποίες ορίζεται πότε πρέπει επί ποινή ακυρότητας λ.χ. της δικαιοπραξίας να προσαρτάται το εν λόγω φορολογικό πιστοποιητικό. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 112 § 1 του εν λόγω ν.δ/τος, απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου με το οποίο μεταβιβάζεται η κυριότητα σε ακίνητο που αποκτήθηκε αιτία θανάτου, αν δεν προσαρτηθεί στο συμβόλαιο το πιστοποιητικό του άρθρου 105 § 1 και γίνει ρητή μνεία ως προς αυτό στο συμβολαιογραφικό έγγραφο (βλ. σχετ. ΕφΑθ 6444/2003 ΕλλΔνη 2005. 259, ΕφΑθ 5456/2006 ΕλλΔνη 2007. 1463). Σχετική πρόβλεψη, πάντως, περί υποχρέωσης προσκομιδής του φορολογικού πιστοποιητικού του άρθρου 105 § 1 του ν.δ. 118/1973 σε διαδικασία απόκτησης εκτελεστού τίτλου (όπως είναι η διαταγή πληρωμής) δεν υπάρχει.

Τέλος, βάσει όλων των ανωτέρω αναφερομένων, ορθά έκανε δεκτό ο Άρειος Πάγος, ότι για την έκδοση διαταγής πληρωμής που αφορά σε καταβολή μερίσματος σε μέτοχο ΑΕ στον οποίο οι μετοχές περιήλθαν εκ κληρονομίας, δεν απαιτείται η προσκομιδή πιστοποιητικού περί δήλωσης και καταβολής φόρου κληρονομίας, αντίθετα προς όσα είχε δεχθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του ΜΕφΠατρ, η οποία υπέπεσε έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.

Άννα Πλεύρη

Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Δ.Ν. ΑΠΘ, Δικηγόρος