Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
5
Έτος
2021
Περισσότερα

Παραπομπές


Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας, 5 (2021)


Π. Γιαννόπουλος, Δικονομικά ζητήματα από τη ρύθμιση του άρθρου 8 ν. 4821/2021 για την κτηματολογική ΥΑΣ

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

606Δικονομικά ζητήματα από τη ρύθμιση του άρθρου 8 ν. 4821/2021 για την κτηματολογική ΥΑΣ[*]

Παναγιώτη Σ. Γιαννόπουλου

Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

1. Εισαγωγή

Με τον ν. 4821/2021, τροποποιείται το άρθρο 6 § 2 ν. 2664/1998 κατά τρόπο, ώστε πριν τη συζήτηση της αγωγής για τη διόρθωση κτηματολογικής εγγραφής, ο ενάγων να υποχρεούται να καλέσει, με την αγωγή ή με ιδιαίτερο δικόγραφο, όλους τους εναγόμενους σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία (: ΥΑΣ) διαμεσολάβησης ενώπιον Κτηματολογικού Διαμεσολαβητή, επί ποινή απαραδέκτου. Η εν λόγω διάταξη καθιερώνει μια μορφή ΥΑΣ ειδικότερη εκείνης του άρθρου 7 ν. 4640/2019, η οποία παραμένει σε ισχύ. Δεδομένου ότι η ρύθμιση του ν. 4821/2021 για τη νέα μορφή ΥΑΣ είναι, πάντως, ιδιαίτερα ελλειπτική, αρκετά από τα σχετικά δικονομικά ζητήματα θα συνεχίσουν να διέπονται από τις διατάξεις του ν. 4640/2019. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση των ζητημάτων που αναφύονται από την απόπειρα του νομοθέτη να ρυθμίσει ειδικά την κτηματολογική ΥΑΣ.

2. Ένταξη της ρύθμισης του άρθρου 8 ν. 4821/2021 στο σύστημα του ν. 4640/2019 και νομοθετική ratio

Οι διαφορές του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998 καταλαμβάνονταν, ούτως ή άλλως, από το πεδίο εφαρμογής της ΥΑΣ[1], σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 στ. β΄ ν. 4640/2019, αφού δικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα του Πολυμελούς ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου και, συγχρόνως, οι σχετικές διαφορές υπόκεινται στην εξουσία διάθεσης των διαδίκων[2]· ως εκ τούτου, η ρύθμιση του ν. 4821/2021 διαφαίνεται πλεοναστική: το νέο άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998 ελάχιστα διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της ΥΑΣ, όπως αυτό διαμορφωνόταν με τον ν. 4640/2019, αφού, ήδη υπό τον ν. 4640/2019, οι μόνες κτηματολογικές διαφορές που εξέφευγαν του πεδίου εφαρμογής της ΥΑΣ, ήταν εκείνες των οποίων το οικονομικό αντικείμενο υπολειπόταν των 30.000 €[3]. Η ΑιτΕκθ ν. 4821/2021 ελάχιστα εισφέρει στην κατανόηση του σκοπού του νομοθέτη. Όπως σημειώνεται στη σχετική θέση[4] «… αποσαφηνίζεται ότι κάθε ανακριβής πρώτη κτηματολογική εγγραφή μπορεί να διορθώνεται και με πρακτικό επιτυχούς διαμεσολάβησης και εισάγεται, υποχρέωση του ενάγοντος να καλέσει, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής του, όλους τους εναγόμενους σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης ενώπιον κτηματολογικού διαμεσολαβητή 607που επιλέγεται από ειδικό μητρώο. Συγχρόνως, ρυθμίζονται τα ζητήματα σχετικά με τον τρόπο καταχώρισης του πρακτικού διαμεσολάβησης στα κτηματολογικά φύλλα, τη διαδικασία της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, το περιεχόμενο και την ισχύ του πρακτικού διαμεσολάβησης, ως προς τα οποία εφαρμόζεται αναλόγως ο ν. 4640/2019 (Α΄ 190)».

Εντούτοις, η επιχειρηματολογία την οποία επικαλείται ο νομοθέτης, προκειμένου να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα της νέας ρύθμισης, δεν είναι αναντίλεκτη. Κατ’ αρχήν, υπό την ισχύ του ν. 4640/2019 δεν είχαν διατυπωθεί ιδιαίτερες ερμηνευτικές επιφυλάξεις για τη δυνατότητα και το επιτρεπτό διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής μέσω πρακτικού διαμεσολάβησης, υπό τους όρους, φυσικά, του άρθρου 8 ν. 4640/2019[5]. Ακόμη, όμως και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο νομοθέτης, εύλογα έστω και πλεοναστικά, έκρινε σκόπιμο να αποσαφηνίσει το ζήτημα, τούτο δεν δικαιολογεί την καθιέρωση μιας νέας παράλληλης διαδικασίας ΥΑΣ και, ιδίως, τη σύσταση ενός ακόμη ειδικού μητρώου διαμεσολαβητών, πέραν εκείνων που ήδη θεσπίσθηκαν πρόσφατα με το νέο άρθρο 1514 ΑΚ (ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 ν. 4800/2021).

Αμφιβολίες δικαιολογούνται, ακόμη, ως προς τη σκοπιμότητα της υποβολής των διαφορών του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998 σε εξειδικευμένη διαδικασία ΥΑΣ, η οποία διενεργείται, μάλιστα, υποχρεωτικά από Κτηματολογικό Διαμεσολαβητή, ενόσω οι υπόλοιπες εμπράγματες διαφορές παραμένουν στην αρμοδιότητα των διαμεσολαβητών του Γενικού Μητρώου. Η διαφαινόμενη τάση του νομοθέτη να υποθάλπει την κατάτμηση του μητρώου των διαμεσολαβητών, η οποία επικυρώνεται και από τη συναφή θέσπιση άλλου ειδικού μητρώου οικογενειακών διαμεσολαβητών κατά τα άρθρα 8 και 15 ν. 4800/2021 για τις διαφορές του άρθρου 1514 ΑΚ, εισφέρει, μάλλον, στην επίταση της σύγχυσης και της ανασφάλειας δικαίου, παρά στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την κοινωνική ειρήνη. Άλλωστε, τόσο η ρύθμιση του άρθρου 8 ν. 4821/2021 όσο και των άρθρων 8 και 15 ν. 4800/2021 χαρακτηρίζονται από σοβαρές νομοτεχνικές ελλείψεις και αστοχίες[6].

Ανεξάρτητα από τους de lege ferenda ενδοιασμούς που δικαιολογεί η νέα ρύθμιση, τόσο για τη σκοπιμότητα και αναγκαιότητά της, όσο και για τις κατ’ ιδίαν νομοτεχνικές αστοχίες της, δεν παύει να εισάγει μια ειδικότερη εκδοχή υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, σε σχέση με εκείνη του ν. 4640/2019[7]. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τη μάλλον άστοχη επιλογή του νομοθέτη να κάνει λόγο στο άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ εδ. τελ. ν. 2664/1998 (όπως αντικαθίσταται με τον ν. 4821/2021) ότι στη νέα μορφή ΥΑΣ εφαρμόζονται «αναλόγως» μόνον τα άρθρα 6 §§ 2 και 3, 7 και 8 §§ 1 και 2 ν. 4640/2019. Παρά το γεγονός ότι ο νομοθέτης επέλεξε να παραπέμψει επιλεκτικά τις εν λόγω διατάξεις του ν. 4640/2019 αναφορικά με τη ρύθμιση της διαδικασίας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, το περιεχόμενο και την ισχύ του πρακτικού διαμεσολάβησης, η συμπλήρωση της (ελλειπτικής) νομοθετικής ρύθμισης του ν. 4821/2021 δεν μπορεί να γίνει παρά μόνον μέσω του ν. 4640/2019 για όσα ζητήματα δεν ρυθμίζονται ευθέως στον ν. 4821/2021, αφού δεν υφίσταται στο ελληνικό δίκαιο άλλη νομοθετική ρύθμιση για τη διαμεσολάβηση από την οποία να μπορεί να καλυφθεί το κενό. Ως άστοχη αξιολογείται, υπό την έννοια αυτή, και η πρόβλεψη περί «ανάλογης» εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων, η οποία δηλώνει –εφόσον εκληφθεί κατά γράμμα– ότι η ΥΑΣ του ν. 4821/2021 αποτελεί κάτι διάφορο κατ' αρχήν σε σχέση με την ΥΑΣ του ν. 4640/2019. Αν συνεκτιμηθεί, εντούτοις, η απουσία οποιασδήποτε ερμηνευτικής ένδειξης στην ΑιτΕκθ ν. 4821/2021 περί της πρόθεσης του νομοθέτη να προσδώσει στην ΥΑΣ του ν. 4821/2021 διάφορο νοηματικό περιεχόμενο σε σχέση με την ΥΑΣ του ν. 4640/2019, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αναφορά σε «ανάλογη» εφαρμογή ορισμένων από τις ρυθμίσεις του ν. 4640/2019 πρέπει να αποδοθεί, μάλλον, σε lapsus calami και ότι, κατ’ ακολουθίαν, όσες ρυθμίσεις του ν. 4640/2019 δεν εκτοπίζονται από τις ειδικότερες προβλέψεις του ν. 4821/2021 θα συνεχίζουν να εφαρμόζονται και εδώ, έστω και χωρίς να μνημονεύονται ρητά στο ακροτελεύτιο εδ. του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998[8].

608Παρέπεται, επομένως, ότι το νοηματικό πλαίσιο της ΥΑΣ θα πρέπει να προσδιορισθεί με βάση τον ορισμό του άρθρου 2 § 5 ν. 4640/2019, προσδίδοντας στη σχετική διαδικασία καθαρά ενημερωτικό περιεχόμενο[9].

3. Πεδίο εφαρμογής της νέας διάταξης

Το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης για την κτηματολογική ΥΑΣ ταυτίζεται, κατ’ αρχήν, με το άρθρο 6 § 2 ν. 2664/1998[10]. Η τήρηση της ειδικής προδικασίας διαμεσολάβησης, λοιπόν, εξαντλείται αποκλειστικά στις διαφορές που αφορούν σε διεκδικητική ή αναγνωριστική αγωγή με αντικείμενο τη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολόγιο. Εξ αντιδιαστολής, από τον συνδυασμό των στ. α΄ και δ΄ της § 2 και της § 3 του άρθρου 6, παρέπεται ότι δεν τίθεται θέμα τήρησης της προδικασίας, προκειμένου για διόρθωση εγγραφών που αναφέρονται σε ακίνητο άγνωστου ιδιοκτήτη, ανεξάρτητα από τη διχογνωμία που επικρατεί για τον χαρακτηρισμό των εν λόγω υποθέσεων ως γνήσιων ή μη γνήσιων υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας[11].

Επιπλέον, δεν καταλαμβάνονται από το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης άλλες εμπράγματες διαφορές, οι οποίες, κατά τα λοιπά, γίνεται δεκτό ότι υπάγονται σε ΥΑΣ[12]. Εξ 609αντιδιαστολής, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της νέας ρύθμισης και οι αγωγές του άρθρου 13 § 2 ν. 2664/1998[13]. Στις περιπτώσεις αυτές, η ΥΑΣ θα συνεχίζει να διενεργείται ενώπιον διαμεσολαβητή του Γενικού Μητρώου, όπως και σήμερα. Εφόσον σωρεύονται στο δικόγραφο αιτήματα που αναφέρονται στη διόρθωση κτηματολογικής εγγραφής με άλλες εμπράγματες διαφορές (π.χ. αρνητική αγωγή), συνεπέστερο είναι να γίνει δεκτό ότι καταλαμβάνονται όλες από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998, προς αποφυγήν κατάτμησης της διαδικασίας της διαμεσολάβησης[14].

4. Διαδικασία της ΥΑΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ εδ. α΄ ν. 2664/1998, η κτηματολογική ΥΑΣ πρέπει να διενεργηθεί «πριν τη συζήτηση της αγωγής». Ενόψει της ειδικότητας της ρύθμισης, εκτοπίζει το άρθρο 7 § 4 ν. 4640/2019, το γράμμα του οποίου, τουλάχιστον, φαίνεται να επιβάλλει ανεξαιρέτως την προσκομιδή του πρακτικού της ΥΑΣ με τις προτάσεις[15]. Ο ειδικότερος χαρακτήρας της ρύθμισης του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998 παρέχει επαρκές έρεισμα στην ερμηνευτική υπόθεση ότι, κατά παρέκκλιση από τη διάταξη του άρθρου 7 § 4 ν. 4640/2019, στις διαφορές που καταλαμβάνονται από το πεδίο εφαρμογής της κτηματολογικής ΥΑΣ, η αρχική συνεδρία μπορεί να λάβει χώρα, ακόμη και μετά την κατάθεση των προτάσεων, εφόσον το πρακτικό της ΥΑΣ προσκομίζεται μέχρι τη συζήτηση[16].

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ εδ. α΄ ν. 2664/1998, για την κίνηση της διαδικασίας της κτηματολογικής ΥΑΣ απαιτείται πρόσκληση από τον ενάγοντα, η οποία πρέπει να απευθύνεται με την αγωγή ή με ιδιαίτερο δικόγραφο προς όλους τους εναγόμενους. Η διατύπωση φαίνεται να δηλώνει ότι η κτηματολογική ΥΑΣ μπορεί να γίνει μόνον μετά την εκκρεμοδικία[17], όπως δηλώνει η αναφορά σε αγωγή ή «ιδιαίτερο δικόγραφο»[18] (ο όρος «δικόγραφο» 610προϋποθέτει εξ ορισμού την ύπαρξη εκκρεμούς δίκης[19], άρα δεν είναι νοητό να γίνεται μνεία σε πρόσκληση με «δικόγραφο» πριν από την έναρξη αυτής). Εντοπίζεται, εδώ, απόκλιση από τη ρύθμιση του ν. 4640/2019, στο πλαίσιο του οποίου η ΥΑΣ μπορεί να διενεργηθεί και πριν την κατάθεση της αγωγής.

Άλλη απόκλιση από τις ρυθμίσεις του ν. 4640/2019 εντοπίζεται στο κατά πόσον απαιτείται για τη δρομολόγηση της ΥΑΣ η υποβολή προηγούμενης αίτησης προς τον διαμεσολαβητή. Ενώ στο άρθρο 7 § 2 ν. 4640/2019, ο ενάγων οφείλει να υποβάλει αίτηση προς τον διαμεσολαβητή για τη διενέργεια ΥΑΣ και εκείνος, στη συνέχεια, κοινοποιεί τις προσκλήσεις κατά το άρθρο 7 § 3 ν. 4640/2019, εδώ ο νομοθέτης αρκείται σε απεύθυνση πρόσκλησης από τον διάδικο απευθείας προς τους εναγόμενους[20]. Η διατύπωση δεν φαίνεται να καταλείπει περιθώριο για τήρηση της διαδικασίας των §§ 2 και 3 του άρθρου 7 ν. 4640/2019. Εντούτοις, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων οφείλει να τηρήσει κατά την πρόσκληση την προθεσμία του άρθρου 7 § 2 ν. 4640/2019 για την κλήτευση του αντιδίκου, έστω και αν στην εξεταζόμενη περίπτωση οι σχετικές προσκλήσεις δεν κοινοποιούνται με επιμέλεια του διαμεσολαβητή, αλλά του ιδίου. Άλλωστε, η προθεσμία του άρθρου 7 § 2 ν. 4640/2019 αποβλέπει στην αποτελεσματική προπαρασκευή των μερών για τη συμμετοχή τους στην ΥΑΣ, στοιχείο το οποίο επιβάλλεται να συντρέχει και στην περίπτωση της κτηματολογικής ΥΑΣ.

Αν και η ρύθμιση παραμένει σιωπηρή ως προς τον τρόπο επιλογής του Κτηματολογικού Διαμεσολαβητή, ενόψει της παραπομπής της ρύθμισης στο άρθρο 7 ν. 4640/2019, μάλλον θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ αρχήν, οι διάδικοι έχουν την ευχέρεια να καταλήξουν από κοινού στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή, κατόπιν άτυπης επικοινωνίας (π.χ. επειδή ο εναγόμενος αποδέχεται το πρόσωπο που προτείνει ο ενάγων με την αγωγή), ενώ, σε περίπτωση διαφωνίας, θα πρέπει να υποβληθεί αίτημα προς την ΚΕΔ.

Παρά τη σιωπή του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998 θα πρέπει να προεξοφληθεί ως δεδομένο ότι, μαζί με το πρακτικό της ΥΑΣ, θα απαιτείται η προσκομιδή και του ενημερωτικού εντύπου του άρθρου 3 § 2 ν. 4640/2019, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεων του ν. 4640/2019, στις οποίες παραπέμπει η νέα ρύθμιση.

5. Περιπτώσεις στις οποίες δεν απαιτείται η διαδικασία της κτηματολογικής ΥΑΣ

Αφ’ ης στιγμής το εδ. τελ. του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998 παραπέμπει στο άρθρο 6 § 2 ν. 4640/2019, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν απαιτείται ούτε εδώ η προσφυγή σε ΥΑΣ, όταν αντίδικος είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ. Με βάση τις ερμηνευτικές οδηγίες της ΚΕΔ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή σε ΥΑΣ δεν θα είναι αναγκαία ούτε στην περίπτωση που ομοδικεί το Δημόσιο με ιδιώτες[21]. Σύμφωνα με την ΚΕΔ, η ερμηνευτική λύση αυτή επιβάλλεται ανεξάρτητα από το κατά πόσον η ομοδικία είναι απλή ή αναγκαία. Κατά τη γνώμη μας, η θέση της ΚΕΔ στην περίπτωση αυτή δικαιολογεί ενδοιασμούς ως προς την περίπτωση της απλής ομοδικίας, αφού εκεί, λόγω της πολλαπλότητας των δικών που δημιουργούνται, ο αποκλεισμός της δυνατότητας διενέργειας ΥΑΣ, καθ’ ο μέτρο εμπλέκονται ιδιώτες ως ενάγοντες και εναγόμενοι, δεν φαίνεται σκόπιμος.

Η ΚΕΔ τείνει να ερμηνεύει διασταλτικά το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης του άρθρου 6 § 2 ν. 4640/2019, κατά τρόπον ώστε, ήδη να προτείνει την εφαρμογή του και στην περίπτωση της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (με επίκληση του επιχειρήματος ότι και η ΕΤΑΔ απολαμβάνει των προνομίων 611του Δημοσίου)[22], των διαφορών στις οποίες εμπλέκεται αλλοδαπό Δημόσιο[23] και των διαφορών στις οποίες εμπλέκονται Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων και Έρευνας (ΕΛΚΕ)[24]. Κατά τη γνώμη μας, ως προς την ΕΤΑΔ και το αλλοδαπό Δημόσιο, η θέση αυτή είναι ερμηνευτικά παρακινδυνευμένη. Αφενός, είναι δυσχερώς υποστηρίξιμο το επιχείρημα ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση προσέλευσης σε ΥΑΣ συνιστά «δικονομικό προνόμιο» και, αφετέρου, η ρύθμιση του άρθρου 6 § 2 ν. 4640/2019 συνιστά εξαιρετικό κανόνα δικαίου, η ερμηνευτική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του οποίου σε άλλες, έστω και συναφείς περιπτώσεις, παρίσταται μεθοδολογικά αδόκιμη. Αντίθετα, ορθή είναι η θέση της ΚΕΔ ότι εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 § 2 ν. 4640/2019 οι διαφορές στις οποίες εμπλέκονται οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης[25].

Σύμφωνα με την επιδοκιμαστέα κατ' αποτέλεσμα θέση που έχει υιοθετήσει η ΚΕΔ, δεν απαιτείται η τήρηση ΥΑΣ προκειμένου για εναγόμενους αγνώστου διαμονής[26]. Πρόσφατη γνωμοδότηση της ΚΕΔ εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της ΥΑΣ και τις περιπτώσεις εκείνες, όπου κανένα από τα διάδικα μέρη δεν κατοικεί σε κράτος-μέλος της ΕΕ[27]· το ερμηνευτικό έρεισμα της θέσης αυτής, όμως, στο άρθρο 6 ν. 4640/2019 είναι αμφίβολο[28].

6. Διενέργεια της ΥΑΣ ενώπιον Κτηματολογικού Διαμεσολαβητή

Κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998, η ΥΑΣ πρέπει να διενεργείται ενώπιον Κτηματολογικού Διαμεσολαβητή. Ως τέτοιος νοείται ο διαμεσολαβητής που είναι κάτοχος διαπίστευσης στην Ελλάδα και είναι εγγεγραμμένος στο Γενικό Μητρώο διαμεσολαβητών, ο οποίος, επιπρόσθετα, έχει εγγραφεί και στο Ειδικό Μητρώο που προβλέπει το άρθρο 3 της ΥΑ 70058οικ./2021[29], κατόπιν παρακολούθησης των επιμορφωτικών σεμιναρίων που προβλέπει το άρθρο 4 της ίδιας ΥΑ. Αντίθετα απ’ ό,τι προβλέπει το άρθρο 27 ν. 4640/2019 για τη διατήρηση της διαπίστευσης στο Γενικό Μητρώο, μετά την εγγραφή στο Ειδικό Μητρώο δεν φαίνεται να απαιτείται περαιτέρω επιμόρφωση για τη διατήρηση της εγγραφής σε αυτό, είτε υπό τη μορφή παρακολούθησης σεμιναρίων, είτε με την προϋπόθεση επιτυχούς ολοκλήρωσης διαμεσολαβήσεων. Οίκοθεν νοείται, βέβαια, ότι σε περίπτωση απώλειας της διαπίστευσης στο Γενικό Μητρώο, για οποιονδήποτε λόγο, επέρχεται αυτομάτως και η διαγραφή από το Ειδικό Μητρώο των Κτηματολογικών Διαμεσολαβητών.

Ενόψει της αυστηρότητας της διατύπωσης του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998, δεν φαίνεται νοητή η υποκατάσταση της ΥΑΣ ενώπιον Κτηματολογικού Διαμεσολαβητή από άλλη μέθοδο εναλλακτικής επίλυσης της διαφοράς ή, 612ακόμη, και από τη δικαστική διαμεσολάβηση. Άλλωστε, το άρθρο 6 § 3 ν. 4640/2019 εφαρμόζεται και εδώ κατά παραπομπή, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ εδ. τελ. ν. 2664/1998.

Εν προκειμένω, αναφύεται το ακόλουθο παράδοξο: η διατύπωση του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998 αξιώνει μόνον τη διενέργεια της ΥΑΣ ενώπιον Κτηματολογικού Διαμεσολαβητή. Ως προς την καθ’ εαυτή διαμεσολάβηση, σε περίπτωση που οι διάδικοι αποφασίσουν να προχωρήσουν, δεν κάνει μνεία. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, διαφαίνεται ότι τα μέρη έχουν την ευχέρεια να περιοριστούν να διενεργήσουν μόνον την ΥΑΣ σε Κτηματολογικό Διαμεσολαβητή και, εν συνεχεία, εφόσον συμφωνήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους με διαμεσολάβηση, να επιλέξουν με το πρακτικό του άρθρου 7 § 7 ν. 4640/2019 διαμεσολαβητή του Γενικού Μητρώου. Στην περίπτωση αυτή, φυσικά, το πρακτικό επίλυσης της διαφοράς, που θα συντάξει ο τελευταίος, θα πρέπει να έχει τα στοιχεία του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998. De lege ferenda το νομοθετικό κενό, εν προκειμένω, είναι αποδοκιμαστέο. Η ΥΑΣ έχει καθαρά ενημερωτικό περιεχόμενο για τους διαδίκους, οπότε είναι αμφίβολο κατά πόσον η υποχρεωτική εμπλοκή εξειδικευμένων διαμεσολαβητών στο στάδιο αυτό υπηρετεί τις όποιες νομοθετικές σταθμίσεις στις οποίες προσέβλεψε ο νομοθέτης, εφόσον καταλείπεται, στη συνέχεια, το περιθώριο στους διαδίκους να προσφύγουν για την καθ’ εαυτή διαδικασία της διαμεσολάβησης σε διαμεσολαβητές που στερούνται της ανάλογης εξειδίκευσης.

Κατά την ΥΑΣ τα μέρη, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οφείλουν να παρίστανται αυτοπροσώπως, κατ’ αρχήν, και μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους (7 § 5 εδ. α΄ ν. 4640/2019). Προκειμένου για νομικά πρόσωπα, όμως, επιτρέπεται η παράσταση μέσω αντιπροσώπου (7 § 5 εδ. β΄ ν. 4640/2019). Ως τέτοιος μπορεί να ορίζεται και ο νομικός παραστάτης του νομικού προσώπου, μετέχοντας στην ΥΑΣ υπό διττή ιδιότητα και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η έγγραφη πληρεξουσιότητά του καλύπτει αμφότερες τις ιδιότητες[30]. Δυνατότητα παράστασης αποκλειστικά διά του πληρεξουσίου δικηγόρου παρέχεται και για τα φυσικά πρόσωπα, υπό τον όρο, όμως, ότι είναι αδύνατη η παρουσία του διαδίκου με φυσικά μέσα, λόγω ασθένειας, αδυναμίας μετάβασης, έλλειψης δυνατότητας συμμετοχής με τηλεδιάσκεψη ή επειδή ο διάδικος είναι κάτοικος εξωτερικού (7 § 5 εδ. γ΄ ν. 4640/2019). Ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενεργήσει την ΥΑΣ ακόμη και στην περίπτωση απουσίας ενός εκ των διαδίκων, εφόσον ο τελευταίος έχει κλητευθεί νόμιμα. Ματαίωση της ΥΑΣ είναι νοητή μόνον αν απουσιάζουν όλοι οι διάδικοι[31].

7. Σύνταξη πρακτικού διαμεσολάβησης επί κτηματολογικών διαφορών

Κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ εδ. γ΄ ν. 2664/1998, σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό του διαμεσολαβητή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο και διορθώνεται η ανακριβής κτηματολογική εγγραφή[32]. Ο νομοθέτης δεν διέλαβε πρόβλεψη για την τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου οσάκις αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, παρεκκλίνοντας από τη ρύθμιση του άρθρου 8 § 4 ν. 4640/2019, η οποία δεν περιλαμβάνεται, άλλωστε, στις παραπεμπόμενες διατάξεις του ν. 4640/2019 από το εδ. τελ. της νέας ρύθμισης[33]. Άλλωστε, εν προκειμένω, ενόψει της ρητής 613αναφοράς της διάταξης στο γεγονός ότι το πρακτικό διαμεσολάβησης συνιστά τίτλο προς διόρθωση της ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής, το άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ εδ. γ΄ ν. 2664/1998 προσλαμβάνει ειδικότερο χαρακτήρα, εκτοπίζοντας τη γενική διάταξη. Σκόπιμο είναι να αποσαφηνισθεί, εντούτοις, ότι ο αποκλεισμός του συμβολαιογραφικού τύπου, με βάση το άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ εδ. γ΄ ν. 2664/1998, δικαιολογείται μόνον στο μέτρο και στην έκταση που με το πρακτικό διαμεσολάβησης διορθώνεται κτηματολογική εγγραφή. Εφόσον με το πρακτικό διαμεσολάβησης επέρχεται αλλοίωση, μετάθεση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων, τότε διαφαίνεται ορθότερη η εφαρμογή του άρθρου 8 § 4 ν. 4640/2019 και η συμπλήρωση του πρακτικού με συμβολαιογραφικό έγγραφο, αφού η περίπτωση αυτή υπερβαίνει τη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ εδ. γ΄ ν. 2664/1998, το οποίο καταλαμβάνει μόνον τη διόρθωση ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής[34],[35].

Εύλογη αξιολογείται, ακόμη, η επιλογή του νομοθέτη να μην περιλάβει στην παραπομπή το άρθρο 8 § 5 ν. 4640/2019, σύμφωνα με το οποίο το πρακτικό διαμεσολάβησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος για την εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης, αφού η ρύθμιση εμπεριέχεται στην πρόβλεψη του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ εδ. γ΄ ν. 2664/1998.

Αντίθετα, ως προς το άρθρο 8 § 3 ν. 4640/2019, το οποίο προβλέπει ότι το πρακτικό διαμεσολάβησης αποτελεί εκτελεστό τίτλο, η παράλειψη του νομοθέτη να το περιλάβει στην παραπομπή της νέας διάταξης δικαιολογεί προβληματισμό. Και τούτο, επειδή είναι καθ’ όλα νοητό το πρακτικό διαμεσολάβησης, με το οποίο επιλύεται κτηματολογική διαφορά, να περιλάβει και καταψηφιστικές προβλέψεις (π.χ. υποχρέωση προς απόδοση του διεκδικούμενου ακινήτου). Αποκλείοντας, για πρακτικούς λόγους, το ενδεχόμενο ο νομοθέτης να προσέβλεψε αποκλειστικά και μόνον σε ένα αμιγώς «αναγνωριστικό» πρακτικό διαμεσολάβησης[36], διαφαίνεται ασφαλέστερο να γίνει δεκτό ότι η ρύθμιση του άρθρου 8 § 3 ν. 4640/2019 διατηρεί την εμβέλειά της σε όσες περιπτώσεις από το πρακτικό διαμεσολάβησης απορρέουν αξιώσεις δεκτικές εκτέλεσης.

Εφόσον με την αγωγή ζητούνται και γεωμετρικές μεταβολές στα κτηματολογικά διαγράμματα, επισυνάπτονται στο πρακτικό διαμεσολάβησης, επί ποινή ακυρότητας, το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών και το αποδεικτικό ηλεκτρονικής υποβολής του στην ηλεκτρονική βάση του Φορέα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 § 3 στ. ζ΄ ν. 2664/1998 (όπως τροποποιείται). Προφανώς, για την καταχώρηση του πρακτικού θα απαιτείται, όπως και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, η συνυποβολή αίτησης και περίληψης για τις υπό καταχώρηση πράξεις[37]. Εφόσον συνταχθεί πρακτικό διαμεσολάβησης μετά την άσκηση αγωγής του άρθ. 6 § 2 ν. 2664/1998, με επικαλούμενη αιτία κτήσης τη χρησικτησία σε ακίνητο με κτίσμα ή χωρίς, στα συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά θα απαιτείται, κατά λογική τάξη, 614και η επισύναψη της δήλωσης φόρου χρησικτησίας του άρθ. 2 § 3 ν. 1587/1950, της βεβαίωσης μηχανικού και υπεύθυνης δήλωσης του ιδιοκτήτη που συνοδεύονται από τοπογραφικό διάγραμμα συνταγμένο κατά το Κρατικό Σύστημα Συντεταγμένων του άρθ. 83 § 1 ν. 4495/2017[38]. Τέλος, στην περίπτωση που η διόρθωση επιδιώκεται με την αγωγή του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998, η οποία στηρίζεται σε τίτλο κτήσης του ενάγοντος, νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία του κατά τόπον αρμόδιου υποθηκοφυλακείου, αρκεί η υποβολή των εγγράφων του άρθρου 14 § 4 ν. 2664/1998[39].

8. Επιδίκαση αυξημένης δικαστικής δαπάνης σε βάρος των εναγόμενων, αντί χρηματικής ποινής

Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ εδ. β΄ ν. 2664/1998, εφόσον οι εναγόμενοι δεν προσέλθουν στην ΥΑΣ, επιδικάζεται σε βάρος τους «αυξημένη δικαστική δαπάνη». Η ρύθμιση εισάγει απόκλιση από τη συναφή ρύθμιση του άρθρου 7 § 6 ν. 4640/2019 κατά τα ακόλουθα σημεία: α) το άρθρο 7 § 6 ν. 4640/2019 αναφέρεται σε επιβολή χρηματικής ποινής, η οποία έχει χαρακτήρα ποινής τάξης[40] και περιέρχεται στο ΤΑΧΔΙΚ· αντίθετα, το άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ εδ. γ΄ ν. 2664/1998 αναφέρεται σε αυξημένη δικαστική δαπάνη, η οποία περιέρχεται στους διαδίκους· β) η επιβολή της χρηματικής ποινής του άρθρου 7 § 6 ν. 4640/2019 καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και η σχετική κρίση συναρτάται με την εκτίμηση των λόγων μη προσέλευσης και της εν γένει συμπεριφοράς του διαδίκου· αντίθετα, στην περίπτωση του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ εδ. γ΄ ν. 2664/1998, η επιβολή της αυξημένης δικαστικής δαπάνης συναρτάται με το αδικαιολόγητο της απουσίας των διαδίκων, χωρίς να συνεκτιμάται η εν γένει συμπεριφορά τους. Επιπρόσθετα, η διατύπωση δεν φαίνεται να δηλώνει διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ως προς την επιβολή της αυξημένης δικαστικής δαπάνης, εφόσον διαπιστώνεται αδικαιολόγητη απουσία από την ΥΑΣ· γ) ενώ η χρηματική ποινή του άρθρου 7 § 6 ν. 4640/2019 απειλείται ευλόγως έναντι όλων των διαδίκων (αφού είναι καθ’ όλα νοητό ο ενάγων να επισπεύσει την ΥΑΣ, προκειμένου να διασφαλίσει το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής και εν συνεχεία να αδιαφορήσει), η αυξημένη δικαστική δαπάνη του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ εδ. γ΄ ν. 2664/1998 απειλείται μόνον σε βάρος του εναγόμενου και, τέλος, δ) ενώ η χρηματική ποινή του άρθρου 7 § 6 ν. 4640/2019 οριοθετείται αυστηρά από τον νομοθέτη μεταξύ 100 και 500 €, το ύψος της προσαύξησης της δικαστικής δαπάνης κατά το άρθρο 6 § 2 στ. δ΄ εδ. γ΄ ν. 2664/1998 καταλείπεται ασαφές, εισάγοντας μια ανεπιθύμητη παράμετρο αβεβαιότητας.

9. Διαχρονικό Δίκαιο

Η υποχρέωση διενέργειας ΥΑΣ ενώπιον Κτηματολογικού Διαμεσολαβητή ενεργοποιείται από την 1.4.2022. Αντίθετα από τον ν. 4640/2019, η ρύθμιση δεν αναφέρει ρητά ότι καταλαμβάνει μόνον όσες αγωγές θα ασκηθούν μετά την ημερομηνία αυτή. Ασφαλέστερη ερμηνευτικά παρίσταται η εκδοχή ότι, σε όσες εκκρεμείς αγωγές η ΥΑΣ έχει ήδη διεξαχθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 4640/2019 πριν την 1.4.2022, θα πρέπει να θεωρηθεί επαρκής για την παραδεκτή συζήτηση της αγωγής, αφού η ΥΑΣ ως διαδικαστική πράξη της εκκρεμούς δίκης[41] διέπεται από το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επιχείρησής της, σύμφωνα με το άρθρο 12 ΕισΝΚΠολΔ[42]. Ήδη, η ΚΕΔ με τη γνωμοδότηση 92/2022[43], συντάχθηκε υπέρ της εκδοχής ότι η ρύθμιση του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998 καταλαμβάνει μόνον τις αγωγές που κατατίθενται μετά την 1.4.2022. Η ερμηνευτική λύση αυτή είναι, κατά τη γνώμη μας, επιδοκιμαστέα και διαγράφεται ως η πλέον συμβατή προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

10. Κατακλείδα- De lege ferenda προτάσεις

Παρά το γεγονός ότι η ρύθμιση του ν. 4821/2021 για την καθιέρωση της κτηματολογικής ΥΑΣ εκκινεί από την προφανώς εύλογη στάθμιση του νομοθέτη, ότι η προσφυγή σε εξειδικευμένους διαμεσολαβητές πιθανώς θα αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα στην εξωδικαστική επίλυση των σχετικών διαφορών, ο ελλιπής και αποσπασματικός 615χαρακτήρας της νομοθετικής ρύθμισης αναμένεται να προκαλέσει προβλήματα στη δικαστηριακή πρακτική. Τα κυριότερα κενά και οι ασάφειες της διάταξης, που εντοπίσθηκαν από την προηγηθείσα ανάλυση, μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα σημεία:

1) Κατ’ αρχήν, η επιλεκτική παραπομπή του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ εδ. τελ. ν. 2664/1998 σε ορισμένες μόνον από τις διατάξεις του ν. 4640/2019 είναι δυσεξήγητη και αναμένεται να προκαλέσει σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου στη δικαστηριακή πρακτική. Τούτο ισχύει προεχόντως για την παράλειψη των άρθρων 3 § 2, 8 § 3 και 9 § 1 ν. 4640/2019, οι οποίες όλες ρυθμίζουν θέματα ιδιαίτερης σημασίας (ενημερωτικό έντυπο, εκτελεστότητα του πρακτικού διαμεσολάβησης και αναστολή των δικονομικών προθεσμιών και της παραγραφής αντίστοιχα). Παρά το γεγονός ότι η δυνατότητα εφαρμογής των εν λόγω ρυθμίσεων επιχειρήθηκε, υπό την προηγηθείσα ανάλυση, να στηριχθεί ερμηνευτικά στην ευρύτερη οικονομία της σχέσης του ν. 4640/2019 με τη ρύθμιση του ν. 4821/2021, εντούτοις de lege ferenda η παρέμβαση του νομοθέτη προς άρση της ασάφειας παραμένει επιθυμητή και ευκταία.

2) Για λόγους που δεν αποσαφηνίζονται στην ΑιτΕκθ ν. 4821/2021, το πεδίο εφαρμογής της νέας ρύθμισης εξαντλείται στη διόρθωση κτηματολογικών εγγραφών κατά το άρθρο 6 § 2 ν. 2664/1998, αποκλείοντας εξ αντιδιαστολής τη διόρθωση με βάση το άρθρο 13 § 2 ν. 2664/1998. Δοθέντος ότι οι διαφορές του άρθρου 13 § 2 ν. 2664/1998 είναι, κατ’ αρχήν, δεκτικές επίλυσης με διαμεσολάβηση και, συγχρόνως, συντρέχουν και εδώ οι λόγοι που δικαιολογούν την καθιέρωση της κτηματολογικής ΥΑΣ, η διαφοροποίηση της αντιμετώπισης των τελευταίων από τον νομοθέτη διαφαίνεται αδικαιολόγητη.

3) Η νέα ρύθμιση πάσχει από ένα ουσιώδες κενό, αφού υποχρεώνει τους διαδίκους να υποβάλλουν σε εξειδικευμένο Κτηματολογικό Διαμεσολαβητή μόνον το στάδιο της ΥΑΣ, χωρίς να εμποδίζει τη συνέχιση της διαδικασίας σε διαμεσολαβητή του Γενικού Μητρώου. Το κενό της νομοθετικής ρύθμισης πρακτικά εξανεμίζει τα όποια προσδοκώμενα οφέλη από την καθιέρωση Ειδικού Μητρώου εξειδικευμένων Κτηματολογικών Διαμεσολαβητών.

4) Η παράλειψη του νομοθέτη να περιλάβει τη ρύθμιση του άρθρου 8 § 4 ν. 4640/2019 μεταξύ των ρυθμίσεων του ν. 4640/2019, που εφαρμόζονται και στην κτηματολογική ΥΑΣ, αναμένεται να προκαλέσει σύγχυση στη δικαστηριακή πρακτική για το κατά πόσον απαιτείται η τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου. Αν και το ζήτημα μπορεί να αντιμετωπισθεί ερμηνευτικά, παρίσταται σκόπιμη, ενόψει της πρακτικής σημασίας του, η παρέμβαση του νομοθέτη και εδώ.



[*] Προς αποφυγή σύγχυσης, αναφορές στη νέα ρύθμιση στη συνέχεια του κειμένου γίνονται με βάση τη μορφή που προσλαμβάνει πλέον το άρθρο 6 § 2 ν. 2664/1998, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 ν. 4821/2021. Νομοθετικά, βιβλιογραφικά και νομολογιακά δεδομένα λήφθηκαν υπ’ όψιν μέχρι την 31.3.2022.

[1] Διαμαντόπουλος, Παρατηρήσεις υπό ΜΠρΑθ 1252/2019, Ερανισμοί και ανταποδόσεις Θέμιδος IV, 2021, σ. 671: 671· Διαμαντόπουλος (-Γάτσιος), Εθνικό Κτηματολόγιο, 2020, άρθ. 6 αρ. 109-110· Πλεύρη, Διαμεσολάβηση και Κτηματολογικές διαφορές σε τ. Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση (επιμ. Διαμαντόπουλος), 2021, σ. 75επ: 114· Λανταβού/Ζιάκα, Χρησικτησία και διαμεσολάβηση σε τ. Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση (επιμ. Διαμαντόπουλος), 2021, σ. 129επ: 133· Μικροπανδρεμένος, Το πρακτικό διαμεσολάβησης ως τίτλος διόρθωσης εσφαλμένου ΚΑΕΚ και ως τίτλος εγγραφής ή εξάλειψης υποθήκης, σε τ. Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση (επιμ. Διαμαντόπουλος), 2021, σ. 187επ: 187.

[2] Πλεύρη, σ. 87· Λανταβού/Ζιάκα, σ. 133.

[3] Η αγωγή διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής εξ ορισμού εισάγεται με βάση τη διατύπωση του άρθρου 6 § 2 ν. 2664/1998, είτε στο Μονομελές Πρωτοδικείο, είτε στο Πολυμελές. Εξ αντιδιαστολής, αποκλείεται η εισαγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου.

[4] ΑιτΕκθ ν. 4821/2021, σ. 46.

[5] Βλ. τους συγγραφείς της σημ. 1.

[6] Για τη ρύθμιση των άρθρων 8 και 15 ν. 4800/2021, βλ. αναλυτικότερα, Γιαννόπουλο, Δικονομικά ζητήματα από τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου με τον ν. 4800/2021, Αρμ 2022. 185επ.

[7] Υπέρ της ερμηνευτικής εκδοχής αυτής, συνηγορεί και η ρύθμιση του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ εδ. τελ. (όπως αντικαθίσταται με τον ν. 4821/2021), σύμφωνα με την οποία στη νέα μορφή ΥΑΣ εφαρμόζονται «αναλόγως» τα άρθρα 6 §§ 2 και 3, 7 και 8 §§ 1 και 2 ν. 4640/2019.

[8] Με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το άρθρο 9 § 1 ν. 4640/2019 για την αναστολή των δικονομικών προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ. Διάφορη ερμηνεία θα απέληγε εδώ αναγκαστικά στο να γίνει δεκτό ότι η κλήση για τη συμμετοχή στην ΥΑΣ του ν. 4821/2021 δεν αναστέλλει τις δικονομικές προθεσμίες και την παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή, εντούτοις, θα ανέκυπτε σοβαρός προβληματισμός για τη συμβατότητα της ρύθμισης του ν. 4821/2021 προς το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ και 20 Συντ., δοθέντος ότι το ΔΕΕ οριοθετεί την αναστολή των δικονομικών προθεσμιών και της παραγραφής ως ουσιώδη προϋπόθεση για το ανεκτό της υποχρεωτικής προδικασίας διαμεσολάβησης προς το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ. Βλ. ΔΕΕ, 18.3.2010, Rosalba Alassini κατά Telecom Italia SpA κ.λπ. C-317-320/08, ECLI:EU:C:2010:146, σκέψεις 47, 48 και ιδίως 56. Συναφώς, η ΔιοικΟλομΑΠ 56/2019 συνεκτίμησε ιδιαίτερα την αναστολή των δικονομικών προθεσμιών και της παραγραφής για την κατάφαση της συμβατότητας των ρυθμίσεων του Ν. 4640/2019 προς το άρθρο 20 Συντ.: βλ. αυτήν αναδημοσιευμένη σε Γιαννόπουλο, Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, 2020, σ. 467επ: 472.

[9] Αντίθετα με το άρθρο 8 ν. 4800/2021 (νέο άρθρο 1514 ΑΚ), το οποίο αναφέρεται σε κανονική διαμεσολάβηση και όχι σε απλή ΥΑΣ.

[10] Αποκλείονται, επομένως, εξ αντιδιαστολής, οι αντιρρήσεις των άρθρων 6 § 4, 16 § 5, 17 § 3, 18 § 2 και 19 § 2 ν. 2664/1998, που, ούτως ή άλλως, εισάγονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτες επίλυσης με διαμεσολάβηση (749 ΚΠολΔ). Βλ. περαιτέρω και Διαμαντόπουλο, Το κτηματολόγιο ως σύστημα δημοσιότητας αφενός και ως σύστημα διόρθωσης των ανακριβών κτηματολογικών εγγραφών αφετέρου, σε τ. Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση (επιμ. Διαμαντόπουλος), 2021, σ. 1επ: 41.

[11] Η αίτηση του άρθρου 6 § 3 ν. 2664/1998 εισάγεται, ούτως ή άλλως, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η διαμεσολάβηση δεν είναι απολύτως ασύμβατη με την έννοια της εκουσίας δικαιοδοσίας, αφού γίνεται δεκτό ότι, παρά τη ρύθμιση του άρθρου 749 ΚΠολΔ, τουλάχιστον στις μη γνήσιες υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας όπου συντρέχει το στοιχείο της εξουσίας διάθεσης: ΜΠρΚαβ 70/2021, ΕΠολΔ 2020. 540. Πρβλ. όμως, ΜΠρΛαμ 197/2020, Αρμ 2021. 2051, σημ. Πλεύρη. Υποστηρίζεται (Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2021, άρθ. 3 αρ. 16) ότι διαμεσολάβηση χωρεί ακόμη και σε γνήσιες υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας που αναφέρονται σε ιδιωτικού δικαίου διαφορές, οι οποίες δεν διέπονται, πάντως, από κανόνες αναγκαστικού δικαίου και στις οποίες υπάρχει εξουσία ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου, όπως είναι ο διορισμός και η αντικατάσταση εκκαθαριστή νομικού προσώπου (άρθρα 739 και 786 § 1 ΚΠολΔ), με επίκληση του επιχειρήματος ότι εν προκειμένω ζητείται η παρέμβαση του δικαστηρίου ακριβώς επειδή οι ενδιαφερόμενοι δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν συμβατικά τη μεταξύ τους διαφορά. Κατά τη γνώμη μας, η εν λόγω ερμηνευτική θέση (την οποία υιοθέτησε και η ΜΠρΛαμ 197/2020, ό.π.), απολήγει σε αποτελέσματα contra legem, ως ευθέως αντίθετη στη ρύθμιση του άρθρου 749 ΚΠολΔ. Διχογνωμία καταγράφεται, περαιτέρω, ως προς τον χαρακτηρισμό της αίτησης διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής αγνώστου ιδιοκτήτη. Προτείνεται ο χαρακτηρισμός της ως γνήσια υπόθεση της εκουσίας δικαιοδοσίας, στην οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση: ΕφΔυτΜακ 112/2019, ΝΟΜΟΣ· Γιαννόπουλος, Παρατηρήσεις υπό τη ΜΠρΒερ 43/2008, ΕΠολΔ 2008. 875· Τσολακίδης, Αίτηση διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών με ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη», ΤιμΤομ Κουσούλη, 2012, σ. 635επ: 638-639· Τσιλιγκερίδου, Ένδικη προστασία για ακίνητο φερόμενο ως «αγνώστου» ιδιοκτήτη, 2015, σ. 16-24· αντίθ. Διαμαντόπουλος/Εμμανουηλίδου, Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου, 2014, σ. 98· Παπαστερίου, Κτηματολογικό Δίκαιο2, 2019, σ. 957. Η ΑιτΕκθ ν. 3481/2006, πάντως, παρέχει ισχυρό ερμηνευτικό επιχείρημα υπέρ της πρώτης εκδοχής (: «από την εγγραφή υπέρ αγνώστου ιδιοκτήτη και μόνον δεν δημιουργείται πραγματική ιδιωτική διαφορά μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων και πάντως, όχι μεταξύ του ενάγοντος και του ΟΚΧΕ, υπό την έννοια ότι είναι η αρχή που εξέδωσε την πράξη για την ολοκλήρωση των πρώτων εγγραφών και επομένως αμφισβήτησε την κυριότητα του ενάγοντος»). Σε ό,τι αφορά την περίπτωση της κτηματολογικής ΥΑΣ, η πρακτική σημασία του προβληματισμού αναφύεται όπως παρατηρείται στο κυρίως κείμενο περιορισμένη, από τη στιγμή που η ρύθμιση του άρθρου 6 § 2 στ. δ΄ ν. 2664/1998 (όπως αντικαθίσταται με τον ν. 4821/2021) αναφέρεται ρητά στην αγωγή του στ. α΄ της § 2 (δηλαδή την αγωγή διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής), αποκλείοντας εξ αντιδιαστολής τις αιτήσεις του άρθρου 6 § 3.

[12] Π.χ. σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, ακυρότητα εγγραφής υποθήκης, ΚΕΔ 3/2021· διανομή ακινήτων, ΚΕΔ 38/2021· αρνητική αγωγή, ΚΕΔ 46/2021· αναγνώριση αξίας ακινήτου λόγω χρησικτησίας, ΚΕΔ 47/2021· εξάλειψη υποθήκης, ΚΕΔ 86/2022, άπασες διαθέσιμες στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].

[13] Για τη σκοπιμότητα της επιλογής του νομοθέτη, εντούτοις, δικαιολογούνται αμφιβολίες, αφού οι πρακτικές αναγκαιότητες που δικαιολογούν την υιοθέτηση της ειδικής μορφής ΥΑΣ του ν. 4821/2021, συντρέχουν και στην περίπτωση αυτή.

[14] Εντούτοις, αν η ΥΑΣ διενεργηθεί ενώπιον διαμεσολαβητή που δεν είναι γραμμένος στο Ειδικό Μητρώο Κτηματολογικών Διαμεσολαβητών, το απαράδεκτο της συζήτησης θα πρέπει να κηρυχθεί μόνον για εκείνες τις βάσεις της αγωγής που καταλαμβάνονται από το άρθρο 6 § 2 ν. 2664/1998.

[15] Για τη σκοπιμότητα της προσήλωσης στο γράμμα του άρθρου 7 § 4 ν. 4640/2019 δικαιολογούνται, ούτως ή άλλως, ενδοιασμοί. Αν, υποθετικά, προσκομισθεί, π.χ. κατά τη συζήτηση, το πρακτικό ΥΑΣ σε διαφορά εισαγόμενη κατά την τακτική διαδικασία, τότε η προσήλωση στο γράμμα του άρθρου 7 § 4 ν. 4640/2019 επιβάλλει στο δικαστήριο την υποχρέωση να κηρύξει τη συζήτηση απαράδεκτη. Λογικό επακόλουθο της απόφασης αυτής είναι πως η υπόθεση θα πρέπει να επαναφερθεί με κλήση για περαιτέρω συζήτηση, ώστε να προσκομισθεί με τις προτάσεις το ίδιο πρακτικό ΥΑΣ. Το αποτέλεσμα αυτό είναι προφανώς αντίθετο στην αρχή της οικονομίας της δίκης, ιδιαίτερα εφόσον συνεκτιμηθεί πως ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει η θέσπιση της υποχρεωτικής συμμετοχής σε ΥΑΣ (ενημέρωση των διαδίκων για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση) έχει προφανώς ικανοποιηθεί. Τον παραλογισμό του πράγματος αποτυπώνει εναργώς στο σκεπτικό της η ΜΠρΣερ 52/2021, ΕΠολΔ 2020. 564, με σύμφωνη σημ. Γιαννόπουλου, αρνούμενη να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση επί αγωγής στην οποία είχε προσκομισθεί ενημερωτικό έντυπο του άρθρου 3 § 2 ν. 4640/2019, το οποίο έφερε ημερομηνία μεταγενέστερη της κατάθεσης της αγωγής.

[16] Πρβλ. αντίθ. ΚΕΔ 74/2022 και 90/2022, με αφορμή, όμως, τις ρυθμίσεις των άρθρων 6 § 1 και 7 § 4 ν. 4640/2019. Ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο κατ’ αρχήν χρόνος προσκομιδής του πρακτικού της ΥΑΣ με βάση τις ίδιες διατάξεις, ορθότερη και συνεπέστερη προς την οικονομία της δίκης είναι η εκδοχή ότι η παράλειψη προσκομιδής του μπορεί να τακτοποιηθεί και ως τυπική παράλειψη κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ: Γιαννόπουλος, Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, 2020, σ. 264-266.

[17] Με αξιώσεις υποστηρίχθηκε, ήδη πριν τον ν. 4821/2021, η γνώμη πως η διόρθωση ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής με πρακτικό διαμεσολάβησης προϋποθέτει την προηγούμενη άσκηση αγωγής, κατά τους ορισμούς της σχετικής νομοθεσίας (άρθ. 6 § 2 και 13 § 2 ν. 2664/1998), ώστε να τηρηθεί η προβλεπόμενη στην κτηματολογική έννομη τάξη προδικασία παραδεκτής έναρξης της δίκης, η περάτωση της οποίας, στη συνέχεια, επιτρεπτώς θα μπορεί να λάβει χώρα με πρακτικό επιτυχούς έκβασης της διαμεσολάβησης. Και τούτο διότι δεν θα πρέπει να αγνοείται και η τήρηση των όρων δημοσιότητας (π.χ. καταχώριση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου στο κτηματολογικό φύλλο), χάριν προστασίας και των συμφερόντων τρίτων: Διαμαντόπουλος, σε τ. Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση (επιμ. Διαμαντόπουλος), σ. 42. Στη θέση αυτή φαίνεται να προσχωρεί, πλέον, και ο νομοθέτης.

[18] Γίνεται δεκτό ότι δικόγραφο αποτελεί και η εξώδικη που κοινοποιείται από τον έναν διάδικο στον άλλον, εφόσον περιέχει διαδικαστική πράξη, όπως π.χ. στην περίπτωση της παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής: ΑΠ 1438/2001, ΕλλΔνη 2002. 1617· ΑΠ 109/2013, ΝΟΜΟΣ παγνμλγ (βλ. και τις παραπομπές της επόμενης υποσημ.). Επομένως, η σχετική πρόσκληση για την κτηματολογική ΥΑΣ μπορεί να διατυπωθεί και στην επιταγή προς επίδοση της αγωγής ή με αυτοτελές εξώδικο, χωρίς να απαιτείται αναγκαστικά κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου.

[19] Ως δικόγραφο νοείται το διαδικαστικό έγγραφο που συντάσσεται προς πιστοποίηση διαδικαστικής πράξης των διαδίκων και το οποίο είτε επιδίδεται από τον έναν διάδικο στον άλλον, είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο: Μπέης, ΠολΔ, Εισαγ. άρθρα 118-121, σ. 631· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), ΚΠολΔ, 2000, άρθ.118, αρ. 1· ΑΠ 1438/2001, ΕλλΔνη 2002. 1617· ΑΠ 432/2002, ΕΕΝ 2003. 367· ΑΠ 631/2003, ΕλλΔνη 2004. 1028· ΑΠ 1853/2005, ΕλλΔνη 2006. 438· ΑΠ 727/2007, sakkoulas-online· ΑΠ 1406/2008, sakkoulas-online· ΑΠ 2199/2009, sakkoulas-online· ΑΠ 189/2015, sakkoulas-online· ΑΠ 742/2017, sakkoulas-online· ΑΠ 369/2020, sakkoulas-online, κ.ο.κ. παγνμλγ.

[20] Αμφιβολίες δικαιολογούνται για τις επιπτώσεις που θα έχει στο κύρος του πρακτικού η απεύθυνση της πρόκλησης για τη συμμετοχή στην ΥΑΣ μέσω του διαμεσολαβητή. Κατ’ αρχήν, η πρόσκληση του διαμεσολαβητή δεν προέρχεται από διάδικο ή το δικαστήριο και, ως εκ τούτου, είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να ενταχθεί νοηματικά στην έννοια του «δικογράφου». Επιπρόσθετα, αφ’ ης στιγμής η ΥΑΣ έχει χαρακτήρα διαδικαστικής πράξης στο πλαίσιο δίκης που εκκρεμεί ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων (ΚΕΔ 29/2021· ΚΕΔ 33/2021· ΚΕΔ 80/2021), η κλήτευση για τη συμμετοχή σε αυτήν, δεν μπορεί παρά να εξετασθεί υπό το πρίσμα των δικονομικών κοινοποιήσεων.

[21] ΚΕΔ 8/2021, στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].

[22] ΚΕΔ 27/2021, στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].

[23] ΚΕΔ 30/2021, στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].

[24] ΚΕΔ 65/2021, στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].

[25] ΚΕΔ 65/2021, στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].

[26] ΚΕΔ 58/2021, ΚΕΔ 79/2022, αμφότερες διαθέσιμες στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr]. Πρβλ. άρθ. 182 § 5 ν. 4512/2018, το οποίο ρητά εξαιρούσε από το πεδίο εφαρμογής της εκδοχής της ΥΑΣ του εν λόγω νόμου τις διαφορές όπου ένας από τους εναγόμενους ήταν αγνώστου διαμονής. Σύμφωνα με την ΚΕΔ, δεν απαιτείται η συμμετοχή στην ΥΑΣ, ακόμη και στην περίπτωση που ο εναγόμενος είναι νομικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις κλήτευσής του ως αγνώστου διαμονής: ΚΕΔ 85/2022, στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr]. Σύμφωνα με την ΚΕΔ 92/2022, ό.π., επί ομοδικίας σε κτηματολογική δίκη, στην οποία ορισμένοι εκ των ομοδίκων είναι γνωστής διαμονής και οι υπόλοιποι άγνωστης, η αναγκαιότητα τήρησης της ΥΑΣ θα κριθεί ανά ομόδικο, με επίκληση του χαρακτήρα της ομοδικίας ως απλής. Η ερμηνευτική λύση αυτή φαίνεται να αποκλίνει από την παλαιότερη ΚΕΔ 79/2022, η διατύπωση της οποίας, μάλλον, δηλώνει ότι εξαιρούνται από την υποχρέωση συμμετοχής σε ΥΑΣ, ακόμη και οι ομόδικοι γνωστής διαμονής, εφόσον ένας από τους εναγόμενους είναι αγνώστου διαμονής (: «Σε περίπτωση που ένα από τα διάδικα μέρη είναι αγνώστου διαμονής, κατά την άποψη της Νομικής Επιτροπής της ΚΕΔ, δεν επιβάλλεται η τήρηση της διαδικασίας για την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία»).

[27] ΚΕΔ 86/2022, στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr]. Το έρεισμα της εν λόγω γνωμοδότησης, πάντως, στο γράμμα του άρθρου 7 § 2 ΚΕΔ, το οποίο δεν υιοθετεί ανάλογα κριτήρια, είναι αμφίβολο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η σκοπιμότητα και αναγκαιότητα υπαγωγής σε ΥΑΣ υποθέσεων, στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα μη εγκατεστημένα στην Ελλάδα, δικαιολογεί de lege ferenda σοβαρούς ενδοιασμούς, εφόσον συνεκτιμηθεί το πλήθος των πρακτικών προβλημάτων, που ανακύπτουν σε σχέση με την κλήτευση των μερών και την οργάνωση της ΥΑΣ, αφενός και ο μικρός αριθμός υποθέσεων αφετέρου.

[28] Πρβλ. και άρθρο 7 § 5 εδ. γ΄ ν. 4640/2019, σύμφωνα με το οποίο φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι κάτοικοι εξωτερικού μπορούν να παρίστανται στην ΥΑΣ διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους. Η ρύθμιση αυτή δεν διαφαίνεται συμβατή προς την εκδοχή ότι αποκλείονται από την ΥΑΣ οι υποθέσεις στις οποίες ο διάδικος δεν κατοικεί σε κράτος-μέλος της ΕΕ.

[29] ΦΕΚ Β΄ 6444/31.12.2021.

[30] ΚΕΔ 67/2021, στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].

[31] Πάντως, κατά τις ΚΕΔ 44/2021 και 56/2021, έγινε δεκτό ότι, αν παρέλθει άπρακτη η εικοσαήμερη προθεσμία του άρθρου 7 § 3 ν. 4640/2019, τότε αίρεται το ανασταλτικό αποτέλεσμα των δικονομικών προθεσμιών και της παραγραφής κατά το άρθρο 9 § 1 ν. 4640/2019. Το έρεισμα της ερμηνευτικής λύσης αυτής, τόσο στο άρθρο 7 § 3 όσο και στο άρθρο 9 § 1 ν. 4640/2019, είναι αμφίβολο.

[32] Στο μέτρο που ο νόμος δεν διακρίνει, το πρακτικό αποτελεί τίτλο διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής, ακόμη και αν ο διαμεσολαβητής δεν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Κτηματολογικών Διαμεσολαβητών. Τούτο επέρχεται ως αναγκαστική συνέπεια της επιλογής του νομοθέτη να περιορίσει την υποχρεωτικότητα υπαγωγής των κτηματολογικών διαφορών, μόνον στο στάδιο της ΥΑΣ, βλ. ανωτ. υπό την § 6.

[33] Δεν απαιτείται η τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου στην περίπτωση του πρακτικού δικαστικού συμβιβασμού (293 § 1 εδ. τελ.) και των πρακτικών των άρθρων 214 Α § 3, 214 Β § 5 ΚΠολΔ. Η πρόβλεψη για την υποχρέωση περιβολής του συμβολαιογραφικού τύπου, οσάκις το πρακτικό διαμεσολάβησης περιείχε συμφωνίες υποκείμενες στον συμβολαιογραφικό τύπο, προστέθηκε το πρώτον με το άρθρο 184 § 5 ν. 4512/2018. Εντούτοις, είχε ήδη προταθεί, πριν ακόμη την ψήφιση του ν. 3898/2010, με αφορμή το σχέδιο Οδηγίας 2008/52/ΕΚ: Κόμνιος, Εισαγωγή στο δίκαιο της Μεσολάβησης–Η πρόταση Οδηγίας για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, Δ 2007. 31επ: 49. Κατ’ άλλη γνώμη (Θεοχάρης, Η διαμεσολάβηση ως μέσο εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, 2015, σ. 291), το πρακτικό ανέπτυσσε μόνον ενοχική ενέργεια και, εντεύθεν, μπορούσε να περιλαμβάνει μόνον ανάληψη υποχρέωσης προς κατάρτιση σύμβασης. Τρίτη και μάλλον ορθότερη γνώμη, προέκρινε, υπό την ισχύ του ν. 3898/2010, τη θέση ότι το πρακτικό διαμεσολάβησης εναλλασσόταν ισότιμα με το συμβολαιογραφικό έγγραφο ως προς τον τύπο: Διαμαντόπουλος/Κουμπλή, Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών στο ελληνικό δίκαιο, σε Ερανισμοί και ανταποδόσεις Θέμιδος ΙΙΙ, 2019, σ. 347επ: 382-383. Πρβλ. συνολικότερη αντιμετώπιση του ζητήματος υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (συμπεριλαμβανομένης και της ρύθμισης του άρθρου 184 § 5 ν. 4512/2018) σε Καραμέρο, Ερμηνευτικά ζητήματα του θεσμού της υποχρεωτικής διαμεσολαβήσεως ως προς τις μορφές περαιώσεως της διαδικασίας, τα προσόντα του διαμεσολαβητή και την αμοιβή του (ν. 4512/2018), Αρμ 2018. 20επ.

[34] Περιβολή του πρακτικού διαμεσολάβησης με τον συμβολαιογραφικό τύπο και περαιτέρω υποβολή του προς μεταγραφή απαιτείται μόνον στις περιπτώσεις που επιτάσσεται αυτό κατά τα άρθρα 369, 1192, 1198 ΑΚ. Τούτο συμβαίνει, δηλαδή, όταν το πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει ενοχική σύμβαση, αντικείμενο της οποίας είναι η σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου. Κατ’ αναλογία προς τις ερμηνευτικές λύσεις που γίνονται δεκτές με αφορμή τον συμβιβασμό, όταν στο πρακτικό διαμεσολάβησης απλώς αναγνωρίζονται δικαιώματα εμπράγματα σε ακίνητα, τότε δεν απαιτείται η τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου και (για την ταυτότητα του λόγου) ούτε μεταγραφή: Μπαλής, Εμπράγματον δίκαιον4, 1961, § 185 σ. 403· Ράμμος, ΕρμΑΚ 871, αρ. 67· Νίκας, Ο δικαστικός συμβιβασμός, 1984, σ. 274· Νίκας, Υποκατάσταση του προβλεπόμενου από το ουσιαστικό δίκαιο τύπου, μέσω των πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, ΕλλΔνη 2001. 583επ· ΑΠ 512/1972, ΝοΒ 1972. 1314· ΕφΘεσ 752/1980, ΕλλΔνη 1981. 165, 166· ΠΠρΑθ 13178/1976, Δ 1978. 284, 285· ΠΠρΑθ 3303/2012, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 1921/2010, ΝΟΜΟΣ.

[35] Αντίθετα, δεν εμποδίζεται η επίλυση κτηματολογικής διαφοράς με διαμεσολάβηση από την ύπαρξη κατάσχεσης στο ακίνητο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζονται οι περιορισμοί του άρθρου 997 §§ 1-3 ΚΠολΔ: ΚΕΔ 91/2022, στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].

[36] Υπόθεση για την οποία καμία απολύτως ερμηνευτική ένδειξη δεν απαντάται στην ΑιτΕκθ ν. 4821/2021 και η οποία θα ανέτρεπε πλήρως την αντιμετώπιση του πρακτικού διαμεσολάβησης ως εκτελεστού τίτλου, στην οποία παρέμεινε αταλάντευτα προσηλωμένος ο νομοθέτης από την εισαγωγή του θεσμού. Πρβλ. 9 § 2 ν. 3898/2010, 184 § 4 ν. 4512/2018.

[37] Μπέλλη, Επισυναπτόμενα έγγραφα στο πρακτικό διαμεσολάβησης, προκειμένου αυτό να καταχωρηθεί στα κτηματολογικά φύλλα, σε τ. Εθνικό Κτηματολόγιο και Διαμεσολάβηση (επιμ. Διαμαντόπουλος), 2021, σ. 231επ: 235.

[38] Βλ. ήδη έτσι υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, Μπέλλη, σ. 236. Η ίδια ερμηνευτική λύση θα πρέπει να γίνει δεκτή και στην περίπτωση της αγωγής του άρθρου 13 § 2 ν. 2664/1998.

[39] Μπέλλη, σ. 236.

[40] ΔιοικΟλομΑΠ 56/2019, σε Γιαννόπουλο, Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, 2020, σ. 474· βλ. περαιτέρω σχολιασμό για το θέμα των χρηματικών ποινών του άρθρου 7 § 6 ν. 4640/2019 στον ίδιο, σ. 267επ.

[41] Για τον χαρακτήρα της ΥΑΣ ως διαδικαστικής πράξης, βλ. ΚΕΔ 29/2021· ΚΕΔ 33/2021· ΚΕΔ 80/2022, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].

[42] Το οποίο εισάγει γενική αρχή διαχρονικού δικαίου: βλ. ενδεικτ. ΑΠ 1000/2020, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 23/2022, ΝΟΜΟΣ και ευρύτερα από τη θεωρία, Λαγανά, Οι σταθμίσεις του δικονομικού νομοθέτη στο διαχρονικό δίκαιο της ρυθμίσεως της διαδικασίας και των διαδικαστικών πράξεων, 2018, σ. 68-69.

[43] Διαθέσιμη στην ιστοσελίδα Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης [www.diamesolavisi.gov.gr].