ΣτΕ 2314/2023 Τμ.Δ - Πλήρες κείμενο
Πρόεδρος: Ηλίας Μάζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος
Εισηγητής: Ιωάννης Παπαγιάννης, Πάρεδρος
Δικηγόροι: Αθανάσιος Παλιοτζίκας, Δήμητρα Αθανασοπούλου (πάρεδρος ΝΣΚ)
Ο αιτών, υπήκοος Μαρόκου και συλληφθείς στη Θεσσαλονίκη από την Ελληνική Αστυνομία δυνάμει της «ερυθράς αγγελίας» διεθνών αναζητήσεων της INTERPOL (Μαρόκου), με την κρινόμενη αίτηση επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση και παράδοση του αιτούντος, στις αρχές του Βασιλείου του Μαρόκου. Συγκεκριμένα, την προσαγωγή και προσωρινή σύλληψη του αιτούντος στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης ακολούθησε το ένταλμα σύλληψης του Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο διατάχθηκε η (οριστική) σύλληψη και κράτηση του αιτούντος έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης. Το έτος 2023 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάχθηκε η έκδοση και παράδοση του αιτούντος στις αρχές του Μαρόκου, ενώ ταυτοχρόνως γνωστοποιήθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση, με επιστολή της Γραμματείας του ΕΔΔΑ, ότι ο αιτών κατέθεσε προσφυγή κατά της Ελλάδας και ζήτησε τη λήψη προσωρινών μέτρων, δυνάμει της οποίας το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπέδειξε στις ελληνικές αρχές, ως προσωρινό μέτρο, τη μη παράδοση του αιτούντος έως τις 22.2.2023. Ως προς την παροχή πληρεξουσιότητας ενώπιον του Δικαστηρίου, επισημαίνεται ότι πρέπει να διενεργείται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ο έλεγχος της γνησιότητας της σχετικής δήλωσης από το Δικαστήριο, ενώ οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 27 § 1 του π.δ. 18/1989 τρόποι παροχής πληρεξουσιότητας έχουν απαρίθμηση εξαντλητική και όχι ενδεικτική, αποκλειομένου άλλου τρόπου παροχής, όπως το ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο υπογράφει ο διάδικος και φέρει βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής από δημόσια αρχή. Σημειώνεται ότι, ακόμη και η ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί δικαστικής πληρεξουσιότητας δεν θα μπορούσε, στην κρινόμενη υπόθεση, να οδηγήσει σε ευνοϊκό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι προβλέπει δικονομική ρύθμιση αυστηρότερη από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 27 § 1 του π.δ. 18/1989. Τα αυστηρά κριτήρια χορήγησης της πληρεξουσιότητας ενώπιον του Δικαστηρίου δεν παραβιάζουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, ούτε το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Ο υπογράφων την κρινόμενη αίτηση δικηγόρος εξέθεσε τους λόγους της απολύτου αδυναμίας για εξασφάλιση συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου ενώπιον του Δικαστηρίου και έλαβε προθεσμία για την εξασφάλιση της πληρεξουσιότητας από τον αιτούντα. Εντούτοις, ο αιτών δεν παρέστη αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και δεν προσκόμισε τη συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας, με την ορισθείσα προθεσμία που χορηγήθηκε από το Δικαστήριο για τον σκοπό αυτόν να έχει παρέλθει άπρακτη. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ένεκα μη στοιχειοθέτησης ανυπέρβλητου κωλύματος του αιτούντος και του εμφανισθέντος δικηγόρου του για την εξασφάλιση της έγκυρης παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Μειοψ.).
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 436-457 ΚΠΔ, 22 § 3, 27, 40 π.δ. 18/1989, Ν. 4194/2013, 96 § 3 ΚΠολΔ, 20 § 1 Συντ., 6 § 1 ΕΣΔΑ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Οκτωβρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Ηλίας Μάζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Βασιλική Κίντζιου, Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου, Σύμβουλοι, Ιωάννης Παπαγιάννης, Χάιδω Ευαγγελίου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Φωτεινή Παπαδοπούλου.
Για να δικάσει την από 15 Μαρτίου 2023 αίτηση:
του … του …, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Αθανάσιο Παλιοτζίκα (Α.Μ. … Δ.Σ. Θεσ/κης), που τον διόρισε με εξουσιοδότηση,
κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη με την Δήμητρα Αθανασοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 3383 οικ. ΦΕΑ 2059/18.1.2023 απόφαση του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Ο πληρεξούσιος του αιτούντος και η αντιπρόσωπος του Υπουργού δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ιωάννη Παπαγιάννη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (…/2023 έντυπο παραβόλου), ζητείται η ακύρωση της 3383 οικ. ΦΕΑ 2059/18.1.2023 αποφάσεως του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση και παράδοση του αιτούντος, υπηκόου Μαρόκου, στις αρχές του Βασιλείου του Μαρόκου.
2. Επειδή, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4620/2019 (Α΄ 96/11.6.2019) και άρχισε να ισχύει από 1.7.2019 σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου, ορίζει στο Πρώτο Κεφάλαιο («Έκδοση») (άρθρα 436-457) του Τρίτου Τμήματος («Δικαστική Συνδρομή») τα εξής: Άρθρο 436: «1. Αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της έκδοσης αλλοδαπών, ρυθμίζονται υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. 2. …». Άρθρο 437: «Η έκδοση αλλοδαπού επιτρέπεται: α) όταν αυτός κατηγορείται για αξιόποινη πράξη, που απειλείται, και από τον ελληνικό ποινικό νόμο και από τον νόμο του κράτους που ζητεί την έκδοση, με στερητική της ελευθερίας ποινή, της οποίας το ανώτατο όριο είναι πάνω από δύο έτη. ...». Άρθρο 438: «Η έκδοση απαγορεύεται και αν ακόμα συναινεί ο εκζητούμενος: α) … στ) αν πιθανολογείται ότι θα υποβληθεί σε διακρίνουσα μεταχείριση για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς ή εξαιτίας της εθνικότητάς του ή ότι θα υποβληθεί σε μεταχείριση αντίθετη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ότι θα διακυβευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματά του, ζ) αν κατά το δίκαιο του εκζητούντος κράτους προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη η ποινή του θανάτου ...». Άρθρο 443: «1. Αν πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 437 στοιχ. α΄, στην αίτηση που διαβιβάζεται με τη διπλωματική οδό πρέπει να επισυνάπτονται το κατηγορητήριο, το ένταλμα σύλληψης ή οποιαδήποτε άλλη δικαστική πράξη που έχει το ίδιο κύρος με αυτά και (αν δεν υπάρχει συνθήκη που να το εμποδίζει) όσα έγγραφα απαιτούνται ώστε να βεβαιωθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής επαρκείς για να παραπεμφθεί σε δίκη εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση. ... Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διαβιβάζεται ταυτόχρονα αντίγραφο του νόμου ο οποίος ισχύει στο κράτος που ζητεί την έκδοση και τιμωρεί την πράξη (και) ακόμη, συνοπτική περιγραφή των περιστατικών του εγκλήματος και, τέλος, ακριβής περιγραφή των χαρακτηριστικών εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση, μαζί με τη φωτογραφία του και τα δακτυλικά του αποτυπώματα, αν αυτό είναι δυνατό. … 2. Η αίτηση για την έκδοση, μαζί με τα έγγραφα που απαιτούνται κατά την παρ. 1 και με την επικυρωμένη μετάφρασή τους, διαβιβάζονται από τον Υπουργό Εξωτερικών στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο τελευταίος, αφού ελέγξει τη νομιμότητα της αίτησης, τη στέλνει μαζί με τα έγγραφα, και με τη φροντίδα του εισαγγελέα εφετών, στον πρόεδρο εφετών στην περιφέρεια του οποίου διαμένει εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση.». Άρθρο 445: «1. Ο πρόεδρος εφετών έχει υποχρέωση, μόλις παραλάβει τα έγγραφα, να διατάξει χωρίς αναβολή με ένταλμα τη σύλληψη του εκζητουμένου και την κατάσχεση όλων των πειστηρίων. Το ένταλμα σύλληψης και η κατάσχεση εκτελούνται με τη φροντίδα του εισαγγελέα εφετών ... . 2. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, και ιδιαίτερα όταν υπάρχει βάσιμη υπόνοια φυγής του εκζητουμένου, επιτρέπεται να γίνει και χωρίς ένταλμα η σύλληψη, πριν ακόμα υποβληθεί η αίτηση για έκδοση, με σχετική γραπτή εντολή του εισαγγελέα εφετών. Για τη σύλληψη δεν χρειάζεται διπλωματική μεσολάβηση, απαιτείται όμως αγγελία που διαβιβάζεται ταχυδρομικώς ή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία από τη δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους που ζητεί την έκδοση. Η αγγελία πρέπει να μνημονεύει το έγκλημα και το ένταλμα σύλληψης ή την απόφαση, με βάση τα οποία πρόκειται να ζητηθεί η έκδοση. … 3. Αν εντός προθεσμίας 30 ημερών από τη σύλληψη δεν υποβληθεί η αίτηση για έκδοση, ο συλληφθείς απολύεται με διαταγή του εισαγγελέα εφετών. Αν υποβληθούν εμπροθέσμως τα έγγραφα, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος και των άρθρων 448 επ. 4. ... 5. Εκείνος που έχει συλληφθεί προσωρινά μπορεί να αμφισβητήσει την ταυτότητά του με προσφυγή στο συμβούλιο εφετών μέσα σε τρεις ημέρες από την προσαγωγή του στον εισαγγελέα εφετών. Το συμβούλιο αποφασίζει αμετάκλητα αφού ακούσει εκείνον που ασκεί την προσφυγή και τον συνήγορό του. Η προσφυγή μπορεί να γίνει και προφορικά στον εισαγγελέα εφετών μέσα στην προθεσμία αυτή.» Άρθρο 446: «1. Εκείνος που έχει συλληφθεί οδηγείται χωρίς αναβολή μαζί με τις εκθέσεις σύλληψης και κατάσχεσης στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος τον εξετάζει για να βεβαιώσει την ταυτότητά του, λαμβάνοντας υπόψη και τις πληροφορίες της αρχής που πραγματοποίησε τη σύλληψη. 2. Όταν η ταυτότητα βεβαιωθεί, ο εισαγγελέας εφετών διατάσσει την κράτησή του στις φυλακές υποδίκων και στέλνει όλες τις εκθέσεις για τη σύλληψη, την κατάσχεση και τη βεβαίωση της ταυτότητας στον πρόεδρο εφετών. Αν η ταυτότητα αμφισβητηθεί, εφαρμόζεται η παρ. 5 του άρθρου 445. ...». Άρθρο 449: «1. Ο πρόεδρος εφετών μέσα σε τρεις ημέρες από την παραλαβή των εκθέσεων του άρθρου 446 συγκαλεί το συμβούλιο εφετών. Στο συμβούλιο αυτό προσάγεται εκείνος που έχει συλληφθεί, ο οποίος και δικαιούται να παραστεί με συνήγορο και διερμηνέα της εκλογής του ή, αν δεν έχει, να ζητήσει να διοριστούν συνήγορος και διερμηνέας από τον πρόεδρο εφετών. 2. Το συμβούλιο εφετών συνεδριάζει δημόσια, εκτός αν εκείνος που έχει συλληφθεί ζητήσει να γίνει η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών ή δεν παραστεί καθόλου στο συμβούλιο. ...». Άρθρο 450: «1. Το συμβούλιο εφετών μετά την εξέταση εκείνου που έχει συλληφθεί και μετά τις αγορεύσεις του εισαγγελέα και του εκζητουμένου ή του συνηγόρου του, γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της έκδοσης και αποφαίνεται: α) αν εκείνος που έχει συλληφθεί είναι το ίδιο πρόσωπο με τον εκζητούμενο, β) αν υπάρχουν τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαιτούνται από τον Κώδικα ή την τυχόν εφαρμοζόμενη συνθήκη για την έκδοση, γ) αν για το έγκλημα που αποδίδεται στον εκζητούμενο ή για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, επιτρέπεται η έκδοση … . 2. Το συμβούλιο εφετών εξετάζει ακόμη, εφόσον δεν κωλύεται από αντίθετη διάταξη που περιέχεται σε συνθήκη, αν υπάρχουν ενδείξεις για τη βασιμότητα της κατηγορίας η οποία αποδίδεται σε εκείνον που έχει συλληφθεί, και αποφαίνεται, με βάση τα προσαγόμενα από το κράτος που ζητεί την έκδοση επίσημα αποδεικτικά στοιχεία, αν αυτά θα επέτρεπαν τη σύλληψη και την παραπομπή του σε δίκη στην Ελλάδα, σε περίπτωση που το έγκλημα είχε τελεστεί σε ελληνικό έδαφος. ...». Άρθρο 451: «1. Κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών επιτρέπεται στον εκζητούμενο και στον εισαγγελέα εφετών να ασκήσει έφεση στον Άρειο Πάγο μέσα σε πέντε ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης στο ακροατήριο. Η έφεση ασκείται σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 474. 2. Ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο αποφαίνεται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 449 και 450. Ο εκζητούμενος κλητεύεται αυτοπροσώπως ή μέσω του αντικλήτου του τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, με τη φροντίδα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. ...». Άρθρο 452: «1. Την έκδοση μπορεί να διατάξει ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με απόφασή του μόνον εφόσον το συμβούλιο έχει γνωμοδοτήσει καταφατικά και αμετάκλητα. 2. (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 96 περ. ιε του ν. 4623/2019 (Α΄ 134/9.8.2019)) Αν το συμβούλιο αποφασίσει αμετάκλητα ότι δεν πρέπει να γίνει έκδοση, αυτός που έχει συλληφθεί απολύεται από τη φυλακή με διαταγή του εισαγγελέα εφετών ... . Σε κάθε περίπτωση ο εκζητούμενος απολύεται αν περάσουν είκοσι τέσσερις (24) μήνες από την ημέρα της σύλληψής του, η οποία προθεσμία μπορεί να παραταθεί με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου κατά έξι (6) ακόμη μήνες. 3. ...».
3. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 περί κωδικοποιήσεως διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας (Α΄ 8), όπως οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 13 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), και όπως η παράγραφος 5 προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. β του ν. 2479/1997, ορίζει τα εξής: «1. Η πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο παρέχεται με συμβολαιογραφική πράξη ή με συνυπογραφή του δικογράφου του ενδίκου μέσου εκ μέρους του διαδίκου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο. Στην περίπτωση συνυπογραφής του δικογράφου εκ μέρους του διαδίκου η υπογραφή του δικογράφου από το δικηγόρο θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του διαδίκου. ... 2. Για την υπογραφή του ενδίκου μέσου και την ενέργεια των πράξεων της προδικασίας από δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται ότι υπάρχει εάν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1. Διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και εκείνος που το άσκησε καταδικάζεται στη δικαστική δαπάνη. 3. Το δικαστήριο, κατ’ αίτηση του διαδίκου ή του εμφανιζομένου ως πληρεξουσίου, είτε αναβάλλει τη συζήτηση σε άλλη δικάσιμο είτε χορηγεί εύλογη προθεσμία για τη νομιμοποίηση, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας απορρίπτει το ένδικο μέσο. ... 5. Αν από λόγους ανωτέρας βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία περιέχει με σαφήνεια τους προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα καλουμένων αμφοτέρων των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα. ...». Εξ άλλου, το άρθρο 40 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 του ν. 4990/2022 (Α΄ 210), προβλέπει την ανάλογη εφαρμογή δικονομικών διατάξεων στην ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαδικασία, εφ’ όσον τα σχετικά ζητήματα δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του π.δ. 18/1989, ορίζει δε ειδικότερα τα εξής: «Κατά τα λοιπά και ιδίως ως προς τους λόγους εξαίρεσης των δικαστών και των υπαλλήλων της Γραμματείας και τη διαδικασία της εξαίρεσης, τη συγγνώμη συγγενείας, τη διεξαγωγή των συζητήσεων, την ευταξία του ακροατηρίου, την ενέργεια των αποδείξεων που τυχόν διατάσσονται και το περιεχόμενο του πρωτοτύπου της απόφασης, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του Οργανισμού των Δικαστηρίων που ισχύουν για τη διαδικασία πολιτικών δικών ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ως προς τις επιδόσεις εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 47 έως και 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ...».
4. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο αιτών, ο οποίος στην προσβαλλομένη πράξη αναγράφεται με τα στοιχεία … ή … (επώνυμο) … (όνομα) του … ή … και της … ή … ή …, γεννηθείς στις 9.1.1993 στο Μαρόκο, συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη στις 27.7.2021 από όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας δυνάμει της …/6.12.2017 «ερυθράς αγγελίας» διεθνών αναζητήσεων της INTERPOL (Μαρόκου), η οποία διαβίβασε (με ημερομηνία 27.7.2021) και στοιχεία σημάνσεως του αιτούντος (φωτογραφία και στοιχεία δακτυλοσκοπήσεώς του που ελήφθησαν κατά το έτος 2010). Ακολούθησε η προσαγωγή του αιτούντος στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης με συνυποβολή όλων των σχετικών εκθέσεων και εγγράφων, συμπεριλαμβανομένου του υπ’ αριθ. πρωτ. …/28.7.2021 εγγράφου της Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών/Υποδιεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών Βορείου Ελλάδος/Τμήμα Δακτυλοσκοπίας, σύμφωνα με το οποίο στις 27.7.2021 ελήφθησαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντος και διαπιστώθηκε η ταύτισή τους με αυτά που υποβλήθηκαν στις ελληνικές αστυνομικές αρχές κατά τα ανωτέρω. Ακολούθησε η …/28.7.2021 εντολή του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία παραγγέλθηκε η προσωρινή σύλληψη του αιτούντος, και το …/28.7.2021 έγγραφο της ίδιας εισαγγελικής αρχής προς τον Προϊστάμενο Διευθύνσεως του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Θεσσαλονίκης για την κράτηση του αιτούντος επί τριάντα (30) ημέρες, προκειμένου οι αρχές του Μαρόκου να διαβιβάσουν τα δικαιολογητικά εκδόσεως κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 443 και 445 του ΚΠΔ. Στις 26.8.2021 διαβιβάσθηκε με το .../26.8.2021 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης το από 2.8.2021 αίτημα του Γενικού Εισαγγελέως Εφετών … του Μαρόκου με τα συνημμένα δικαιολογητικά. Ακολούθησε το …/2021, από 26.8.2021, ένταλμα συλλήψεως του Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο διατάχθηκε η (οριστική) σύλληψη και κράτηση του αιτούντος έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδόσεως, καθώς και το .../26.8.2021 έγγραφο του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης προς τον Προϊστάμενο Διευθύνσεως του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραγγέλθηκε η φυλάκιση του αιτούντος δυνάμει του ανωτέρω εντάλματος συλλήψεως. Σε εκτέλεση της εισαγγελικής αυτής παραγγελίας συντάχθηκε η με αρ. πρωτ. …/26.8.2021 έκθεση φυλακίσεως του αιτούντος, υπογραφομένη από τον Προϊστάμενο της Διευθύνσεως του Καταστήματος Κράτησης (…) και τη γραμματέα αυτού. Στις 22.9.2021 εκδόθηκε μετά από δημόσια συνεδρίαση και δημοσιεύθηκε κατά την ίδια συνεδρίαση η 572/2021 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία το εν λόγω δικαστικό συμβούλιο γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του αιτούντος στις δικαστικές αρχές του Μαρόκου. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, στην οποία ο αιτών παρέστη αυτοπροσώπως, το Συμβούλιο διόρισε διερμηνέα για την επικοινωνία του με τον αιτούντα στην αραβική γλώσσα, σε ερώτηση δε της Προέδρου του Συμβουλίου, δια του διερμηνέως, αν ο αιτών είχε συνήγορο υπερασπίσεως, αυτός απάντησε ότι δεν είχε και δεν επιθυμούσε να διορίσει συνήγορο. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως (γνωμοδοτήσεως) του Συμβουλίου Εφετών ο αιτών άσκησε έφεση (έκθεση με αριθμό …/2021 και ημερομηνία 22.9.2021). Το Ε΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, ενώπιον του οποίου εκδικάσθηκε η ασκηθείσα έφεση, συνεδρίασε δημόσια, με παρουσία διορισθέντος διερμηνέως στην αραβική γλώσσα, στις 14 Ιανουαρίου και 4 Φεβρουαρίου 2022. Κατά τις συνεδριάσεις αυτές ο αιτών εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως, στην πρώτη δε από αυτές εμφανίσθηκε και ο υπογράφων το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως δικηγόρος, ως συνήγορος υπερασπίσεως του αιτούντος. Το Ε΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε με την 171/2022 απόφαση (δημοσιευθείσα στις 4.2.2022) την έφεση του αιτούντος. Από την απόφαση αυτήν προκύπτουν τα εξής: Ο αιτών διώκεται στο Μαρόκο με το υπ’ αρ. … από 4.12.2017 ένταλμα συλλήψεως του Γενικού Εισαγγελέα Εφετών … του Μαρόκου, προκειμένου να δικασθεί «για αδικήματα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης με σκοπό την προετοιμασία και τη διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών στο πλαίσιο συλλογικής δράσης που αποσκοπεί στην υπονόμευση της δημόσιας τάξης, της συλλογής και διαχείρισης κεφαλαίων με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν σε τρομοκρατικές πράξεις και της λήψης εκπαίδευσης και συλλογής κεφαλαίων με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικών ενεργειών, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 1-218 (παρ. 9 & 6), 5-218 και 7-218 του Νόμου υπ’ αριθ. 03-03 της 28ης Μαΐου 2003 σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τον Νόμο υπ’ αριθ. 14-86 της 20ής Μαΐου 2015 του Βασιλείου του Μαρόκου». Σύμφωνα με την ίδια απόφαση του Αρείου Πάγου (171/2022), με το ως άνω αίτημα συνυποβλήθηκαν όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα έγγραφα, μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, και συγκεκριμένα: «α) αντίγραφο του προαναφερθέντος εντάλματος συλλήψεως υπ’ αριθ. … από 4.12.2017 του Γενικού Εισαγγελέα Εφετών …, με μνεία του τόπου, του χρόνου διάπραξης του εγκλήματος, του κατά νόμο χαρακτηρισμού του, με παραπομπή στις εφαρμοζόμενες διατάξεις, β) πιστοποίηση με όλα τα στοιχεία που μπορούν να χρησιμεύσουν για την διακρίβωση της εθνικότητας και ταυτότητας του εκζητουμένου, γ) αντίγραφο των διατάξεων του νόμου του Βασιλείου του Μαρόκου που προβλέπουν και τιμωρούν τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις ως και τον χρόνο παραγραφής τους, δ) έκθεση της Εισαγγελίας του Εφετείου … με παράθεση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις αποδιδόμενες στον εκζητούμενο αξιόποινες πράξεις ...» (στην απόφαση 171/2022 του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παρατίθενται, στη συνέχεια, αναλυτικώς τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, που αφορούν πράξεις συστάσεως εγκληματικής οργανώσεως και κατοχής πυροβόλων όπλων και εκρηκτικών). Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η έκδοση του αιτούντος είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 437 περ. α του ΚΠΔ, δεδομένου ότι: «(...) 1) η αποδιδόμενη στον εκζητούμενο ... αξιόποινη πράξη τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον δύο έτη κατά τους νόμους του εκζητούντος και του εκδίδοντος κράτους. Ειδικότερα τιμωρείται σύμφωνα με τα άρθρα 1-218 (παρ. 9 & 6), 5-218 και 7-218 του Νόμου υπ’ αριθ. 03-03 της 28ης Μαΐου 2003 σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τον Νόμο υπ’ αριθ. 14-86 της 20ής Μαΐου 2015 του Βασιλείου του Μαρόκου με ανώτατη ποινή φυλάκισης 30 έτη, όπως τούτο προκύπτει από τα σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα συνυποβληθέντα με το αίτημα εκδόσεως έγγραφα που αφορούν τις ως άνω εφαρμοστέες διατάξεις του νόμου του Μαρόκου και τις απειλούμενες με αυτές ποινές, κατά δε την ελληνική ποινική νομοθεσία τιμωρείται η μεν πρώτη πράξη σε βαθμό κακουργήματος σύμφωνα με το άρθρο 187 Α παρ. 2 εδ. α-1 ΠΚ (Τρομοκρατικές πράξεις-Τρομοκρατική οργάνωση) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, η δε δεύτερη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 2168/1993 (διακεκριμένη κατοχή όπλων) με κάθειρξη, 2) συντρέχουν όλες οι θετικές προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση του εκζητουμένου καθόσον υπάρχει ταύτιση μεταξύ τούτου και του προσώπου που έχει συλληφθεί, ο εκζητούμενος είναι πρόσωπο που μπορεί να εκδοθεί (και) η ένδικη πράξη ανήκει στα εγκλήματα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση, 3) υποβλήθηκαν και περιέχονται στον φάκελο της δικογραφίας σε νόμιμη μετάφραση όλα τα συνοδευτικά έγγραφα με το απαιτούμενο περιεχόμενο για την υποστήριξη της αιτήσεως εκδόσεως, από τα οποία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκζητουμένου για τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις, οι οποίες θα επέτρεπαν την σύλληψη και την παραπομπή του σε δίκη στην Ελλάδα σε περίπτωση που το έγκλημα είχε τελεστεί σε ελληνικό έδαφος σύμφωνα με το άρθρο 450 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και 4) δεν συντρέχει καμία αρνητική προϋπόθεση από εκείνες που αποκλείουν την έκδοση όπως προβλέπει το άρθρο 438 ΚΠοινΔ» (ήτοι, μεταξύ άλλων, δεν συντρέχει οποιαδήποτε από τις κατωτέρω αρνητικές προϋποθέσεις εκδόσεως: πιθανολόγηση ότι ο εκζητούμενος θα υποβληθεί σε διακρίνουσα μεταχείριση για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς ή εξ αιτίας της εθνικότητάς του, ή ότι θα υποβληθεί σε μεταχείριση αντίθετη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ότι θα διακυβευθούν τα ανθρώπινα δικαιώματά του ή ότι κατά το δίκαιο του εκζητούντος κράτους προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη η ποινή του θανάτου). Όπως, περαιτέρω, αναφέρεται στην 171/2022 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ο εκζητούμενος προέβαλε με την έφεσή του (κατά της 572/2021 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης) τα εξής: «Δεν έχω εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη του Μαρόκου. Οι κατηγορίες εναντίον μου είναι άδικες και δεν έχω πράξει τίποτα από αυτά για τα οποία με κατηγορούν. Μόνο κατ’ όνομα είμαι μέλος του ISIS (Ισλαμικού Κράτους). Δεν υπάρχει η φράση «ανθρώπινα δικαιώματα» στο κράτος του Μαρόκου.». Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ο ανωτέρω λόγος «όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος, αφού από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η βασιμότητά του και ειδικότερα ότι θα διακυβευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματά του (του αιτούντος) και δεν θα έχει δίκαιη δίκη». Μετά την έκδοση της 171/2022 αποφάσεως του Αρείου Πάγου η δικογραφία απεστάλη, στις 15.3.2022, στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης. Στο μεταξύ (14.3.2022), κατά τα ιστορούμενα στην με αρ. πρωτ. οικ. …/2.5.2023 έκθεση απόψεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την κρινόμενη υπόθεση, ο αιτών κατέθεσε στο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Θεσσαλονίκης την … αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Στις 5.8.2022, μετά από προσωπική συνέντευξη του αιτούντος που έλαβε χώρα στις 12.5.2022, εκδόθηκε η …/2022 (και όχι «…/2020», όπως από προφανή παραδρομή αναγράφεται στην ανωτέρω έκθεση απόψεων) απορριπτική της ως άνω αιτήσεως του αιτούντος απόφαση, η οποία επιδόθηκε σε αυτόν στις 30.9.2022. Στις 7.10.2022 ο αιτών άσκησε την … διοικητική (ενδικοφανή) προσφυγή, επί της οποίας εκδόθηκε στις 28.11.2022 η …/2022 απόφαση της οικείας Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα προσφυγή. Κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία επιδόθηκε στον αιτούντα στις 13.12.2022, ο αιτών άσκησε στις 12.1.2023 αιτήσεις ακυρώσεως και αναστολής εκτελέσεως (με αρ. καταθέσεως …/12.1.2023 και …/12.1.2023) ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Στις 18.1.2023 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάχθηκε η έκδοση και παράδοση του αιτούντος στις αρχές του Μαρόκου. Με επιστολή, ωστόσο, της Γραμματείας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, φέρουσα ημερομηνία 25.1.2023 (έγγραφο με αρ. πρωτ. Κ.Υ. Ν.Σ.Κ. …/26.1.2023), γνωστοποιήθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση ότι ο αιτών κατέθεσε την …/22 προσφυγή κατά της Ελλάδος και ζήτησε τη λήψη προσωρινών μέτρων («interim measures») κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 39 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Με την ίδια επιστολή γνωστοποιήθηκε ότι στις 25.1.2023 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε να υποδείξει στις ελληνικές αρχές, ως προσωρινό μέτρο, να μην παραδοθεί ο αιτών στις αρχές του εκζητούντος κράτους έως τις 22.2.2023. Η προθεσμία αυτή, όπως αναφέρεται στην από 2.5.2023 έκθεση απόψεων της Διοικήσεως, έχει ήδη παραταθεί, «έως ότου εκδικασθεί η προσφυγή» του αιτούντος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Εξ άλλου, η προσβαλλόμενη (από 18.1.2023) απόφαση του Υφυπουργού Δικαιοσύνης κοινοποιήθηκε στον αιτούντα στις 19.1.2023 εντός του Καταστήματος Κράτησης Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως και το υπ’ αρ. πρωτ. …/19.1.2023 έγγραφο του προϊσταμένου του ανωτέρω Καταστήματος Κράτησης, με το οποίο διαβιβάσθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης το ως άνω αποδεικτικό (στο αποδεικτικό αναγράφεται, από πρόδηλη παραδρομή, ως ημερομηνία επιδόσεως στον αιτούντα της από 18.1.2023 αποφάσεως του Υφυπουργού Δικαιοσύνης η 21.10.2022, πλην εκ του ότι το ως άνω αποδεικτικό επιδόσεως μνημονεύεται στο από 19.1.2023 διαβιβαστικό έγγραφο προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης πρέπει να θεωρηθεί ότι η ανωτέρω επίδοση έγινε στις 19.1.2023). Κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Υφυπουργού Δικαιοσύνης ο αιτών άσκησε την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, η οποία απευθύνεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η αίτηση κατατέθηκε στις 17.3.2023 από τον δικηγόρο που την υπογράφει ως πληρεξούσιος του αιτούντος στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο τη διαβίβασε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ο υπογράφων δε την αίτηση δικηγόρος είναι ο ίδιος, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει τον αιτούντα και ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά την εκδίκαση της εφέσεώς του στις 28.1.2022, κατά τα προεκτεθέντα. Ο αιτών, τέλος, παραμένει κρατούμενος στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Θεσσαλονίκης, όπως δε αναφέρεται και στο με αρ. πρωτ. … οικ. …/26.1.2023 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (σχετικό με την προσφυγή του αιτούντος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), το ανώτατο χρονικό όριο κρατήσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 452 παρ. 2 του ΚΠΔ, είναι η 27.1.2024 (δηλ. κράτηση διάρκειας 24 μηνών, η οποία άρχισε από τη σύλληψη του αιτούντος στις 27.7.2021, συμπληρώθηκε στις 27.7.2023 και στη συνέχεια παρατάθηκε για 6 επί πλέον μήνες, έως τις 27.1.2024).
5. Επειδή, από τις παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, οι οποίες ρυθμίζουν ειδικώς το αμιγώς διαδικαστικό ζήτημα της νομιμοποιήσεως των πληρεξουσίων δικηγόρων, δηλαδή της παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας, στις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι η πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο από διάδικο, ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο, παρέχεται αποκλειστικώς με τους τρόπους που απαριθμούνται στις διατάξεις αυτές, δηλαδή με συμβολαιογραφική πράξη ή με συνυπογραφή του δικογράφου από τον διάδικο ή με προφορική δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο. Εφ’ όσον για την παροχή της πληρεξουσιότητας επιλεγεί η συνυπογραφή του δικογράφου από τον διάδικο, η υπογραφή του δικηγόρου στο ίδιο δικόγραφο θεωρείται και ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του διαδίκου. Για την εφαρμογή του απλουστευμένου αυτού τύπου παροχής πληρεξουσιότητας κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ο έλεγχος της γνησιότητας της σχετικής δηλώσεως από το δικαστήριο, απαιτείται επί πλέον να παρίσταται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο, οπότε διαπιστώνεται παράλληλα και το δικαίωμά του να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208) (βλ. ΣτΕ 1016/2021, 918/2021 Ολομ.). Δεδομένου, εξ άλλου, ότι η απαρίθμηση στο άρθρο 27 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 των ανωτέρω τρόπων παροχής πληρεξουσιότητας είναι αποκλειστική (εξαντλητική) και όχι ενδεικτική, δεν είναι επιτρεπτή, κατά τα παγίως κριθέντα, η παροχή της με άλλον τρόπο, όπως ιδίως με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο υπογράφει ο διάδικος και το οποίο φέρει βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής χορηγηθείσα από δημόσια αρχή (βλ. ΣτΕ 1059/2023, 486/2022, 2582/2020, 1332/2019, 1063/2017 Ολομ., 4706/2014 επτ. κ.ά.). Δοθέντος, περαιτέρω, ότι το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 ρυθμίζει ειδικώς τα σχετικά με τη νομιμοποίηση των πληρεξουσίων δικηγόρων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν καταλείπεται για το ζήτημα αυτό πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 40 του π.δ. 18/1989, το οποίο προβλέπει την ανάλογη εφαρμογή διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του Οργανισμού των Δικαστηρίων, οι οποίες ισχύουν για τη διαδικασία των πολιτικών δικών ενώπιον του Αρείου Πάγου, στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση στις διατάξεις του π.δ. 18/1989 (πρβ. ιδίως ΣτΕ 1182/2009). Και ανεξαρτήτως άλλωστε τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και η ανάλογη εφαρμογή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (όσον αφορά την αποδοχή ιδιωτικού εγγράφου ως νομίμου τύπου παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας), καθ’ όσον η περί δικαστικής πληρεξουσιότητας ειδική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 96 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 139 παρ. 1 του ν. 4938/2022 (Α΄ 109), η οποία εφαρμόζεται κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, προβλέπει ότι, με εξαίρεση τις εργατικές διαφορές, η πληρεξουσιότητα ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου της πολιτικής δικαιοσύνης παρέχεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή την έκθεση. Πρόκειται, δηλαδή, για δικονομική ρύθμιση αυστηρότερη από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 27 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, η οποία προβλέπει, επί πλέον των ανωτέρω τρόπων παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας, και τη συνυπογραφή του δικογράφου από τον διάδικο. Όπως άλλωστε παγίως έχει κριθεί, η ως άνω αυστηρή ρύθμιση του άρθρου 96 παρ. 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δικαιολογείται λόγω της σοβαρότητας του αντικειμένου των υποθέσεων που εκδικάζονται από τον Άρειο Πάγο ως ανώτατο δικαστήριο της πολιτικής δικαιοσύνης - για την ταυτότητα δε του λόγου και από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ανώτατο δικαστήριο της διοικητικής δικαιοσύνης -, η οποία επιβάλλει την πανηγυρικότητα του τύπου της πληρεξουσιότητας με αποκλεισμό της χορηγήσεώς της με ιδιωτικό έγγραφο (βλ. ΑΠ 373/2022, 536/2020
κ.ά.). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τις, κατά τα προεκτεθέντα, μόνες εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 και ιδίως από τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου αυτού, εάν ο εμφανισθείς δικηγόρος δεν έχει νομιμοποιηθεί με κάποιον από τους νομίμως προβλεπόμενους τρόπους έως τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί, μετά από αίτηση του διαδίκου ή του εμφανιζομένου ενώπιόν του ως πληρεξουσίου, είτε να αναβάλει τη συζήτηση σε άλλη δικάσιμο είτε να χορηγήσει εύλογη προθεσμία για τη νομιμοποίηση του εμφανισθέντος δικηγόρου, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας απορρίπτει το ένδικο βοήθημα ή μέσο ως απαράδεκτο. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν της απορρίψεως του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ως απαραδέκτου λόγω μη εμπρόθεσμης παροχής πληρεξουσιότητας στον δικηγόρο που υπέγραψε το δικόγραφο ή εμφανίσθηκε στο ακροατήριο εισάγεται μόνο στην περίπτωση που η νομιμοποίηση εμποδίσθηκε από λόγους ανωτέρας βίας και εφ’ όσον υποβληθεί σχετική αίτηση επανασυζητήσεως κατά τα προβλεπόμενα στην προπαρατεθείσα ειδική διάταξη του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989. Ως λόγοι δε ανωτέρας βίας στην περίπτωση αυτή νοούνται γεγονότα απρόβλεπτα και μη δυνάμενα να αποτραπούν ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και συνέσεως (βλ. ΣτΕ 381/2020, 1667/2018, 1452/2015 επτ.).
6. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, οι οποίες ρυθμίζουν με τον εκτεθέντα τρόπο τα ζητήματα που αφορούν τη νομιμοποίηση των πληρεξουσίων δικηγόρων των ιδιωτών διαδίκων, συνιστούν ένα συνεκτικό σύστημα κανόνων, το οποίο καθορίζει κατά τρόπο σαφή τους όρους χορήγησης δικαστικής πληρεξουσιότητας στις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ώστε να παρέχεται η πραγματική δυνατότητα σε κάθε διάδικο και τον δικηγόρο που τον εκπροσωπεί να διασφαλίζουν την έγκυρη και έγκαιρη χορήγηση της πληρεξουσιότητας, ακόμη και σε περίπτωση που, για λόγους ανωτέρας βίας, αυτό δεν κατέστη δυνατό έως τη συζήτηση στο ακροατήριο ή και έως την εκπνοή της προθεσμίας μετά τη συζήτηση, η οποία τυχόν χορηγήθηκε από το δικαστήριο για τον ανωτέρω σκοπό. Με αυτό το περιεχόμενο, οι διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 είναι σύμφωνες με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει μεν το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αλλά υπό τους ειδικότερους όρους που ορίζει ο κοινός νομοθέτης, ο οποίος δεν κωλύεται από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη να θεσπίζει, κατά περίπτωση, σαφείς και εύλογες προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, επί τη βάσει απρόσωπων και αντικειμενικών κριτηρίων. Για τον ίδιο λόγο, οι ανωτέρω διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση ούτε προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256) (βλ. ΣτΕ 2181/2022 επτ., 841/2022, 595/2019). Και τούτο, άλλωστε, ανεξαρτήτως του ότι, όπως παγίως έχει κριθεί, το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δεν έχει κατ’ αρχήν εφαρμογή σε διαδικασίες εκδόσεως (extradition) όπως η επίδικη, διότι οι διαδικασίες αυτές δεν αφορούν ούτε τον καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικής φύσεως ούτε το βάσιμο κατηγορίας ποινικής φύσεως κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως (βλ. αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 4.5.2023, Ansari κατά Πορτογαλίας (αρ. προσφυγής 4262/17) (επί του παραδεκτού), σκέψη 66, της 16.2.2015, Trabelsi κατά Βελγίου (αρ. προσφυγής 140/10), σκέψη 160, και της 16.4.2002, Peñafiel Salgado κατά Ισπανίας (αρ. προσφυγής 65964/01) (επί του παραδεκτού) κ.ά.· πρβ. επίσης την απόφαση της 11.6.2019, Ozdil και άλλοι κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας (αρ. προσφυγής 42305/18), σκέψη 42)).
7. Επειδή, εν όψει της αμέσως προηγηθείσης δικασίμου για την εκδίκαση της υποθέσεως, η οποία είχε ορισθεί για τις 26.9.2023, ο υπογράφων το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως δικηγόρος απέστειλε στη Γραμματεία του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την από 25.9.2023 επιστολή, με τίτλο «Σημείωμα επί της απολύτου αδυναμίας για εξασφάλιση Συμβολαιογραφικού Πληρεξουσίου». Στην ανωτέρω επιστολή, ο υπογράφων δικηγόρος, αφού παρέθεσε τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 2 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000, Α΄ 96), σύμφωνα με το οποίο «η ταυτότητα των δικαιοπρακτούντων ... αποδεικνύεται από έγγραφα που ορίζονται από το νόμο και σε περίπτωση έλλειψής τους βεβαιώνεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η ταυτότητα αποδεικνύεται με κάποιο από τα έγγραφα αυτά ...», και του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 1599/1986 (Α΄ 75), κατά το οποίο η ταυτότητα των αλλοδαπών αποδεικνύεται από το διαβατήριο ή άλλο έγγραφο, βάσει του οποίου επιτρέπεται η είσοδός τους στη χώρα, ή από την άδεια παραμονής τους στην Ελλάδα, ανέφερε ότι το κράτος του Μαρόκου δεν χορηγεί στον αιτούντα ταυτότητα ή διαβατήριο και ότι αυτός δεν έχει άδεια παραμονής στην Ελλάδα, διότι βρίσκεται υπό κράτηση. Στην ίδια επιστολή επισυνάφθηκε στοιχείο (από 22.9.2023) ηλεκτρονικής επικοινωνίας του ίδιου δικηγόρου με συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης, στο οποίο αναφερόταν ότι μεταξύ των στοιχείων που θα έπρεπε να του αποσταλούν για τη σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου είναι οι ταυτότητες των προσώπων που θα μαρτυρούσαν για την ταυτότητα του εντολέως (αιτούντος) ή διαβατήριο του ιδίου. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στη δικάσιμο της 26.9.2023 ο εμφανισθείς δικηγόρος (υπογράφων το δικόγραφο) εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή του, είχε καταστεί αδύνατη η νομιμοποίησή του από τον αιτούντα, προέβαλε δε επί πλέον ότι η Διοίκηση του Καταστήματος Κράτησης Θεσσαλονίκης, στο οποίο ο αιτών είναι κρατούμενος, είχε αρνηθεί να συμπράξει στη σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου με μέλη του προσωπικού του Καταστήματος που θα ενεργούσαν ως μάρτυρες. Κατόπιν αυτού, η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 31ης Οκτωβρίου 2023, προκειμένου ο δικηγόρος του αιτούντος να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες για τη χορήγηση πληρεξουσιότητας λαμβάνοντας υπ’ όψη και τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου για το ζήτημα αυτό. Ακολούθως, με έγγραφα (από 28.9.2023) του εισηγητή της υποθέσεως προς το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου και προς το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο εκκρεμεί υπόθεση χορηγήσεως διεθνούς προστασίας στον αιτούντα, ζητήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, πληροφορίες σχετικά με το αν στα έγγραφα που τηρεί η Διοίκηση ή στα έγγραφα της δικογραφίας της ως άνω υποθέσεως περιλαμβανόταν οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο να πιστοποιεί την ταυτότητα του αιτούντος, καθώς και αν κατά τη διοικητική διαδικασία εξετάσεως του αιτήματός του για την παροχή διεθνούς προστασίας είχε χορηγηθεί σ’ αυτόν σχετικό δελτίο ή άλλο έγγραφο, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο που πιστοποιεί την ταυτότητά του. Επί των ανωτέρω ερωτημάτων περιήλθαν στο Δικαστήριο (με ημερομηνίες 11.10.2023 και 13.10.2023) έγγραφες αρνητικές απαντήσεις της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (στο έγγραφο του Διοικητικού Πρωτοδικείου επισυνάφθηκε, σε φωτοαντίγραφο, το από 16.3.2023 έγγραφο του Διευθυντή της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, το οποίο αφορούσε τη δακτυλοσκόπηση και ταυτοποίηση του αιτούντος). Σε τηλεφωνική εξ άλλου επικοινωνία, που έλαβε χώρα στις 13.10.2023, του εισηγητή της υποθέσεως με τον Προϊστάμενο του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Θεσσαλονίκης, στο οποίο κρατείται ο αιτών, ο Προϊστάμενος ανέφερε ότι ο ίδιος δεν θα ενεργούσε ως μάρτυρας κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου ούτε μπορούσε να υποχρεώσει άλλο μέλος του προσωπικού του Καταστήματος να το πράξει. Στις 12.10.2023 ο υπογράφων δικηγόρος απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη Γραμματεία του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το οποίο, αφού αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο μεταγωγής του κρατουμένου, ώστε να καταστεί δυνατή η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπέβαλε και το .../11.10.2023 έγγραφο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης προς τον ίδιο, το οποίο εκδόθηκε σε απάντηση στο από 27.9.2023 ερώτημά του (το οποίο δεν προσκομίσθηκε). Στο έγγραφο αυτό του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης αναφέρεται ότι «σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (Ν. 2830/2000) όταν ένας δικαιοπρακτών στερείται δελτίου ταυτότητας, τα στοιχεία της ταυτότητάς του βεβαιώνονται από δύο μάρτυρες που διαθέτουν έγγραφα ταυτότητας», εν προκειμένω δε «ο διευθυντής του σωφρονιστικού καταστήματος και ένας υπάλληλος αυτού ή ο δικηγόρος του εντολέα κρατουμένου θα μπορούσαν να είναι μάρτυρες κατά τη σύνταξη του πληρεξουσίου», χωρίς πάντως να προκύπτει από το έγγραφο αυτό ούτε και από άλλο στοιχείο της δικογραφίας η έλλειψη οποιουδήποτε άλλου προσώπου, το οποίο θα μπορούσε να συμπράξει ως μάρτυρας στη σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Στις 24.10.2023 ο υπογράφων την αίτηση δικηγόρος διαβίβασε στη Γραμματεία του Δ΄ Τμήματος (με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) το από 18.10.2023 ηλεκτρονικό μήνυμά του, με θέμα «Ταξιδιωτικά έγγραφα υπηκόου Μαρόκου», προς τις προξενικές αρχές του Μαρόκου στην Ελλάδα, με το οποίο ζήτησε να χορηγηθεί στον αιτούντα διαβατήριο ή ταυτότητα, ώστε «να δύναται να γίνει ταυτοπροσωπία και εκπροσώπηση (αυτού) ενώπιον των Δικαστηρίων όπου έχει προσφύγει εναντίον εντάλματος (προς έκδοση) του Βασιλείου του Μαρόκου και αιτήματός του στην Ελλάδα για Άσυλο». Επί του ανωτέρω αιτήματος, το οποίο πάντως υποβλήθηκε μόλις περί το τέλος του μηνός Οκτωβρίου 2023, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, με πολύ μεγάλη καθυστέρηση και μόνο κατόπιν όσων επισημάνθηκαν στον δικηγόρο του αιτούντος από τον Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο, δεν προκύπτει ότι υπήρξε απάντηση των προξενικών αρχών του Μαρόκου. Τέλος, κατά τη δικάσιμο της 31.10.2023, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε στην ουσία, χορηγήθηκε από το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, προθεσμία έως τις 8.11.2023 για τη νομιμοποίηση του εμφανισθέντος στο ακροατήριο δικηγόρου του αιτούντος, ο οποίος υπογράφει το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως.
8. Επειδή, ο αιτών, ο οποίος δεν παρέστη αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στη δικάσιμο της 31.10.2023, δεν προσκόμισε έως τη συζήτηση αυτή συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας προς τον δικηγόρο που υπέγραψε το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως και εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, η δε προθεσμία μετά τη συζήτηση που χορηγήθηκε από το Δικαστήριο για τον σκοπό αυτόν (έως τις 8.11.2023) παρήλθε επίσης άπρακτη. Ο ως άνω, εξ άλλου, δικηγόρος κατέθεσε πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 31.10.2023 το από 25.9.2023 ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας προς τον ίδιο, το οποίο φέρει βεβαίωση (θεώρηση) με ημερομηνία 25.9.2023 της γνησιότητας της υπογραφής του αιτούντος από τη δημόσια αρχή στην οποία ο αιτών κρατείται προς έκδοση (Γενικό Κατάστημα Κράτησης Θεσσαλονίκης). Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 5, η παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας με ιδιωτικό έγγραφο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι έγκυρη, διότι το έγγραφο αυτό δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των τρόπων παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 27 παρ. 1 του π.δ. 18/1989. Κατά τον χρόνο, εξ άλλου, της κοινοποιήσεως (19.1.2023) στον αιτούντα της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Υφυπουργού Δικαιοσύνης αυτός εξακολουθούσε να είναι κρατούμενος (προς έκδοση) και η κράτηση αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μπορούσε κατά νόμο να παραταθεί, όπως και παρατάθηκε, έως και τις 27.1.2024, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο της Επικρατείας σε οποιαδήποτε δικάσιμο για την εκδίκαση της κρινόμενης αιτήσεως έως την ανωτέρω ημερομηνία. Κατά τον ανωτέρω χρόνο (19.1.2023) ήταν επίσης γνωστό στον αιτούντα, κυρίως δε στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο, ο οποίος εκπροσωπούσε τον αιτούντα ήδη από τις αρχές του έτους 2022 έχοντας παραστεί ως συνήγορός του στη συζήτηση της εφέσεως του αιτούντος ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά τη δικάσιμο της 28.1.2022, ότι ο αιτών δεν είχε στην κατοχή του έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο της χώρας καταγωγής του ούτε υπήρχε άλλο έγγραφο (άδεια παραμονής, δελτίο αιτούντος άσυλο αλλοδαπού), το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο ταυτοποιήσεώς του για τη σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, καθίσταται εμφανές ότι ήδη κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο (19.1.2023), το οποίο απείχε ικανό διάστημα (δύο περίπου μηνών) από το χρονικό σημείο (17.3.2023) καταθέσεως της κρινόμενης αιτήσεως στη γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ήταν δυνατόν να προβλεφθεί ότι ο αιτών θα αντιμετώπιζε δυσχερή προβλήματα νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εάν επιλεγόταν για τη νομιμοποίηση αυτή είτε η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντος στο ακροατήριο είτε η σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου. Δεδομένου, εξ άλλου, του προβλέψιμου χαρακτήρα των δυσχερειών αυτών, ήταν περαιτέρω εφικτό, ακόμη και με επίδειξη συνήθους επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και κυρίως του από μακρού ήδη χρόνου δικαστικού του παραστάτη, να αποτραπεί ο ανωτέρω κίνδυνος με την επιλογή του τρίτου από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 27 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 τρόπους νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου· με τη συνυπογραφή, δηλαδή, του δικογράφου από τον αιτούντα πριν από την κατάθεσή του στις 17.3.2023, οπότε η μεν υπογραφή του δικηγόρου επί του δικογράφου θα ίσχυε και ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του αιτούντος, η δε (γενομένη άλλωστε) παράσταση του ίδιου δικηγόρου κατά τη συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας θα διασφάλιζε πλήρως το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως από την άποψη της έγκυρης παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας. Με βάση τα προεκτεθέντα, δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω ανυπέρβλητο κώλυμα του αιτούντος και του εμφανισθέντος δικηγόρου του να εξασφαλίσουν την έγκυρη παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, για τον λόγο δε αυτόν δεν τίθεται, εν πάση περιπτώσει, ούτε ζήτημα εξετάσεως από το παρόν Δικαστήριο της εγκυρότητας ιδιωτικού εγγράφου ως τύπου παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας, κατά παρέκκλιση όσων ορίζονται στο άρθρο 27 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ή λήψεως άλλων δικονομικών μέτρων (όπως η μεταγωγή του κρατουμένου), προκειμένου να αρθεί δικαιολογημένη αδυναμία του διαδίκου προς παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους στην ως άνω διάταξη τρόπους.
9. Επειδή, μειοψήφησε η Σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου, η οποία υποστήριξε ότι, λαμβανομένων υπ’ όψη των περιστάσεων της κρινόμενης υποθέσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, και μάλιστα σε χρόνο προηγούμενο της ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, η αδυναμία να συνταχθεί και να προσκομισθεί από τον αιτούντα συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας. Και τούτο, προεχόντως διότι η αδυναμία αυτή οφείλεται στην μη δυνάμενη να προβλεφθεί άρνηση της Διοικήσεως του σωφρονιστικού Καταστήματος, στο οποίο κρατείται ο αιτών, να συμπράξει (με μέλη του προσωπικού ως μάρτυρες) στη σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, η οποία, μάλιστα, εκδηλώθηκε σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ασκήσεως της κρινόμενης αιτήσεως. Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπ’ όψη (α) ότι ο αιτών στερείται ταξιδιωτικών ή άλλων εγγράφων, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ταυτοποίησή του κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, (β) ότι είναι κρατούμενος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, για να νομιμοποιήσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο του με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, και (γ) ότι δεν προκύπτει η ύπαρξη άλλων προσώπων που θα μπορούσαν να συμπράξουν ως μάρτυρες στη σύνταξη συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο αιτών περιήλθε πράγματι σε δικαιολογημένη αδυναμία να χορηγήσει πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης. Προς άρση δε της αδυναμίας αυτής και, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, όπως επιβάλλει το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, πρέπει, κατά τη γνώμη που μειοψήφησε, να γίνει δεκτό ότι, υπό τις όλως εξαιρετικές περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, η παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας με ιδιωτικό έγγραφο του διαδίκου, η γνησιότητα της υπογραφής του οποίου βεβαιώνεται από δημόσια αρχή, είναι έγκυρη και ότι, επομένως, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς. Εξεταζόμενη, πάντως, κατ' ουσίαν η αίτηση αυτή θα έπρεπε, κατά τη γνώμη που μειοψήφησε, να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη, καθ' όσον: α) ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης δεν αιτιολογεί ειδικώς την απόφασή του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος μεν, κατά το μέρος που ο αιτών υπολαμβάνει ότι ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης όφειλε να αιτιολογήσει την απόφασή του για τα ανωτέρω ζητήματα, επί των οποίων είχαν ήδη κρίνει τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια (Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης και Ε΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου) κατά τα εκτεθέντα στο ιστορικό της υποθέσεως, και, πάντως, ως απαράδεκτος, εφ’ όσον θεωρηθεί ότι ο λόγος αυτός στρέφεται κατά των αποφάσεων των ανωτέρω δικαστικών συμβουλίων, οι οποίες, κατά τα παγίως κριθέντα, δεν υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο ως πράξεις δικαστικών αρχών (βλ. ΣτΕ 110/2020 Ολομ. σκ. 20, 1509/2010 σκ. 8, 12 κ.ά.)· β) ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται κατάχρηση εξουσίας, είναι απορριπτέος, δοθέντος ότι, κατά τα παγίως κριθέντα, η στοιχειοθέτηση του οικείου λόγου προϋποθέτει την έκδοση της διοικητικής πράξεως με σκοπό καταδήλως διάφορο του σκοπού του νόμου στον οποίο στηρίζεται η έκδοσή της, στην προκειμένη δε περίπτωση ουδόλως αποδεικνύεται η συνδρομή της προϋποθέσεως αυτής (πρβ. ΣτΕ 110/2020 Ολομ. σκ. 39)· γ) ο λόγος, τέλος, ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη προηγούμενης ακροάσεως του αιτούντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, προεχόντως διότι η κατά το άρθρο 452 παρ. 1 του ΚΠΔ αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης να διατάσσει κατά ευρύτατη διακριτική ευχέρεια την έκδοση αλλοδαπού μετά την έκδοση αμετάκλητης θετικής γνωμοδοτήσεως του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου στηρίζεται κατ’ αρχήν σε κριτήρια αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά. Εφ’ όσον δε ο εκζητούμενος παρέστη, όπως εν προκειμένω, ενώπιον των συμβουλίων αυτών και του δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του, δεν ανακύπτει, εν πάση περιπτώσει, ζήτημα περαιτέρω ακροάσεώς του από τον Υπουργό Δικαιοσύνης (βλ. ΣτΕ 1509/2010 σκ. 12).
10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, κατά τη γνώμη που επικράτησε, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2023
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος
Ηλίας Μάζος
Η Γραμματέας
Φωτεινή Παπαδοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 2023.
Η Πρόεδρος του Δ´ Τμήματος
Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου
Η Γραμματέας του Δ´ Τμήματος
Ιωάννα Παπαχαραλάμπους
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα