Top

Αναζήτηση


Αρμενόπουλος
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
9
Έτος
2025
 
Περισσότερα »

Αρμενόπουλος, 9 (2025)


ΣυμβΠλημΑγρ 95/2025 - σχόλιο: Ι. Ναζίρης

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΣυμβΠλημΑγρ 95/2025

Πρόεδρος: Γεώργιος Πινακούλας
Δικαστές: Κ. Κοσμίδης, Σ. Σταματοπούλου
Εισαγγελέας: Άρτεμις Κανελλοπούλου

(312 προϊσχΠΚ / 10Α παρ. 5 Ν. 3500/2006)

Παραπομπή κακουργημάτων ενδοοικογενειακής βίας στο ακροατήριο.

Εισαγγελική πρόταση

Α. Στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, ορίζεται ότι «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου». Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014, ΑΠ 1025/2020). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, με την οποίαν καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο, γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο «όλον».

Αν ωστόσο από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος (ΑΠ 146/2024). Έτσι, σε περίπτωση που δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του ευμενέστερου ποινικού νόμου, η ποινική δίωξη πρέπει να κινηθεί με βάση το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης.

Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για τον χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται, κατ’ αρχάς, υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ η πρώτη θεωρείται βαρύτερη της δεύτερης, σε περίπτωση δε χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής (ΑΠ 86/2020, ΑΠ 1820/2019).

Β. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 Ν. 3500/2006, όπως ίσχυε προ της νομοθετικής του τροποποίησης με το Ν. 5090/2024: «1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 308 του Ποινικού Κώδικα, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β΄ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου είναι δυνατόν να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν επακολουθήσει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του, τιμωρείται με κάθειρξη».

Σύμφωνα με το άρθρο 312 παρ. 1 και 2 νΠΚ, όπως ίσχυε προ της νομοθετικής του τροποποίησης με το Ν. 5090/2024: «1. Όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο ή υπηρεσίας, τιμωρείται: α) για την πράξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο α΄, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, β) για την πράξη του άρθρου 309, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) για την πράξη του άρθρου 310 παρ. 1 εδ. α΄, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και αν επεδίωκε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, με κάθειρξη και δ) για την πράξη του άρθρου 311, με κάθειρξη. 2. Οι ίδιες ποινές επιβάλλονται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Η τέλεση της πράξης σε βάρος εγκύου συνιστά επιβαρυντική περίπτωση».

Μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 5090/2024, το άρθρο 312 ΠΚ τροποποιήθηκε ως εξής: «1. Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο ή σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, τιμωρείται: α) για την πράξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 308, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, β) για την πράξη του άρθρου 309, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, γ) για την πράξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 310, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και αν επεδίωκε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, με κάθειρξη και δ) για την πράξη του άρθρου 311, με κάθειρξη».

Ο νομοθέτης, δηλαδή, ήρε την υφιστάμενη διχογνωμία αναφορικά με το είδος συρροής μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 312 νΠΚ και του άρθρου 6 Ν. 3500/2006, ορίζοντας ρητά ότι το σύνολο των συμπεριφορών που στοιχειοθετούν τη νομοτυπική μορφή του άρθρου 6 Ν. 3500/2006 θα αντιμετωπίζονται με αναφορά στον ανωτέρω ειδικό ποινικό νόμο, οι διατάξεις του οποίου ουδέποτε έπαψαν να ισχύουν και ίσχυαν παράλληλα με τη διάταξη του άρθρου 312 νΠΚ (ΑΠ 499/2024, ΤνΠ ΣΟΛΩΝ, ΑΠ 1020/2022 areiospagos.gr).

Το επιχείρημα δε περί μη κατάργησης των διατάξεων του νόμου περί ενδοοικογενειακής βίας, μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 312 νΠΚ επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της παράλληλης ισχύος των δύο διατάξεων, οι ποινικοδικονομικές διατάξεις του Ν. 3500/2006 και συγκεκριμένα οι διατάξεις για την ποινική διαμεσολάβηση εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται κανονικά.

Σημειώνεται εξάλλου ότι διάταξη αντίστοιχη του άρθρου 312 νΠΚ δεν υπήρχε, κατά την περίοδο ισχύος του πΠΚ, οπότε και οι συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης αντιμετωπίζονταν στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 3500/2006.

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη συγκριτική επισκόπηση των δύο διατάξεων (312 παρ. 1 περ. γ΄ νΠΚ, όπως ίσχυε προ της τροποποίησης με το Ν. 5090/2024 και του άρθρου 6 παρ. 2 στοιχ. γ΄ Ν. 3500/2006, όπως ίσχυε προ της τροποποίησης με το Ν. 5090/2024, αμφότερες απειλούν την ίδια στερητική της ελευθερίας ποινή, ώστε να μην τίθεται θέμα τυχόν εφαρμογής ευμενέστερης ποινικής διάταξης, με αποτέλεσμα συμπεριφορές με χρόνο τέλεσης προ της 1.7.2019 (ημερομηνία θέσης σε ισχύ του νΠΚ), να οφείλουν να αντιμετωπίζονται σε διωκτικό επίπεδο με αναφορά στο άρθρο 6 του Ν. 3500/2006.

Γ. Σύμφωνα με τη νεοπαγή διάταξη του άρθρου 10Α παρ. 5 Ν. 3500/2006, όπως αυτή θεσπίστηκε με το Ν. 5172/29.1.2025 και έχει, ως δικονομική διάταξη, άμεση ισχύ: «5. Η προδικασία για τα αδικήματα του παρόντος διεξάγεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο και η εκδίκασή τους προσδιορίζεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Η διαδικασία του άρθρου 309 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περί περάτωσης κύριας ανάκρισης, κατ’ εξαίρεση εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις κακουργημάτων του παρόντος νόμου, ανεξαρτήτως του καθ’ ύλην δικαστηρίου παραπομπής».

Η ανωτέρω διάταξη αποτελεί μία ευκρινή αποτύπωση της νομοθετικής βούλησης να δημιουργηθεί ένα νομικό πλαίσιο ταχείας διεκπεραίωσης και αποτελεσματικής διαλεύκανσης των μείζονος κοινωνικής βαρύτητας υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας. Με τη θέσπιση της υποχρέωσης απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου των κακουργημάτων ενδοοικογενειακής βίας, επιχειρήθηκε η ενιαία αντιμετώπιση του συνόλου των κακουργημάτων βίας που τελούνται εντός οικογενειακού πλαισίου. Στα εγκλήματα αυτά, περιλαμβάνονται δηλαδή, εκτός από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο Ν. 3500/2006 και τα αδικήματα του ΠΚ που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006. Καθίσταται αντιληπτό ότι πρόκριμα του νομοθέτη αποτελεί, ως προς τα εγκλήματα αυτά, η οικονομία της δίκης, η οποία εξάλλου έχει αποτελέσει αιτία περισσότερων ριζικών νομοθετικών μεταβολών στην ποινική δικονομία τα τελευταία έτη (βλ. ενδεικτικά Ναζίρη, Η αναδιαμόρφωση των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σε σχέση με την υλική αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων, ΠοινΔικ 2024, 412).

Πράγματι, στο άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3500/2006, δεν αναφέρεται ρητά το άρθρο 312 ΠΚ, το οποίο σημειώνεται ότι τροποποιήθηκε με το Ν. 5090/2024. Με τον ως άνω νόμο προστέθηκαν περισσότερα άρθρα του ΠΚ, τα οποία, τελούμενα σε βάρος μελών οικογένειας, συνιστούν εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας. Η μη προσθήκη ωστόσο του άρθρου αυτού στα εγκλήματα που εμπίπτουν στον ορισμό και την εννοιολογική προσέγγιση του όρου «ενδοοικογενειακή βία» εξηγείται από το γεγονός ότι ο νομοθέτης, με τη νομοθετική τροποποίηση του 312 δυνάμει του Ν. 5090/2024, επιδίωξε να εξαιρέσει ρητά από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου τις συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βίας, ορίζοντας ότι «με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων», στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 312 ΠΚ θα εμπίπτουν μόνο συμπεριφορές που δεν στοιχειοθετούν αδίκημα του Ν. 3500/2006.

Λαμβάνοντας δε υπόψη το σκοπό του νομοθέτη, κατά τη θέσπιση της ανωτέρω δικονομικής διάταξης του άρθρου 10Α παρ. 5 Ν. 3500/2006, καθίσταται σαφές ότι το σύνολο των κακουργημάτων ενδοοικογενειακής βίας θα πρέπει να τύχουν ενιαίας αντιμετώπισης, ως προς τον τρόπο περάτωσης της κυρίας ανάκρισης και να ακολουθείται για αυτά η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 309 ΚΠΔ. Τυχόν διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος, ούτε την αρχή της οικονομίας της δίκης υπηρετεί, ούτε ανταποκρίνεται στην τελολογική ερμηνεία της ως άνω διάταξης.

Δ. Περαιτέρω, σε περίπτωση που ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών διαπιστώσει, μετά την τυπική περαίωση της κυρίας ανάκρισης και τη διαβίβαση της δικογραφίας σε αυτόν, ότι τα πραγματικά περιστατικά της δικογραφίας αφορούν έγκλημα, για το οποίο η κυρία ανάκριση περατώνεται ουσιαστικά όχι με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αλλά με υποβολή της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Εφετών κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ, ανεξάρτητα αν η ποινική δίωξη κινήθηκε για το έγκλημα αυτό και αν θα πρέπει να μεσολαβήσει ορθός νομικός χαρακτηρισμός, υποχρεούται να ενεργήσει ως απλό διαβιβαστικό όργανο (βλ. Τριανταφύλλου, Η παραπομπή του κατηγορουμένου για κακούργημα στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, ΠειρΝομ 2010, 129 επ.) και να υποβάλει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου ο τελευταίος να βελτιώσει την κατηγορία, προβαίνοντας σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό και να περατώσει ουσιαστικά την κυρία ανάκριση με απευθείας κλήση, εφόσον υπάρχει σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών.

Αντίστοιχο ζήτημα τέθηκε εξάλλου στο πλαίσιο διαπίστωσης συνδρομής των όρων του Ν. 1608/1950 μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης, όπου έγινε επανειλημμένα δεκτό από τη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας ότι αρμοδιότητα περάτωσης της κυρίας ανάκρισης έχει το Συμβούλιο Εφετών και όχι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ανεξάρτητα αν η επιβαρυντική περίσταση του Ν. 1608/1950 μνημονεύτηκε στην κινηθείσα ποινική δίωξη (Βλ. ΣυμβΕφΑθ 117/2016, ΠοινΔικ 2018, 765 επ., ΣυμβΕφΚερκ 111/2013, ΠοινΧρ ΞΔ΄, 66 επ,, ΣυμβΠλημΑγρ 136/2015, ΠοινΔικ 2016, 78 επ., ΣυμΒΠλημΙωαν 153/2012, ΠοινΔικ 2013, 208 επ.).

Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν δεν γίνει δεκτή η ανωτέρω θέση περί υποχρέωσης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να υποβάλει απευθείας τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών, όταν διαπιστώσει τα ανωτέρω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, όταν, μετά τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό διαπιστώσει ότι δεν τυγχάνει αρμόδιο για την περάτωση της κυρίας ανάκρισης, διότι η δικογραφία αφορά έγκλημα, η κυρία ανάκριση του οποίου περατώνεται με υποβολή της δικογραφίας κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ, στον Εισαγγελέα Εφετών, οφείλει να κηρύξει την υλική του αναρμοδιότητα και να μην αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης [βλ. παρεμφερές ζήτημα στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 1608/1950 σε Ανδρουλάκη Ν. Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2012, 375, Καρρά Αρ., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2007, 621, Μαργαρίτη Λ., Παρατηρήσεις σε ΣυμβΕφΛαρ 113/1993, Υπερ 1993, 924 επ., ΣυμβΑΠ 989/1992, Υπερ 1992, 1413 (=ΠοινΧρ 1992, 715), Εισαγγ. πρότ. (Σίγουρα Ν.) σε ΕφΑθ 316/1993, ΠοινΧρ 1993, 885, Εισαγγ. πρότ. (Μπέσσα Κ.) σε ΣυμβΕφΛαρ 113/1993, Υπερ 1993, 921, ΣυμβΕφΘρ 27/1994, Υπερ 1994, 871, ΣυμβΕφΘεσ 5/1994, Υπερ 1994, 868 (όπου εισαγγ. πρότ Τσίχλα Α.), ΣυμβΕφΘεσ 269/1994, Αρμ 1994, 975, ΣυμΒΕφΑθ 2527/1999, ΠοινΔικ 2000, 501, ΣυμβΕφΑθ 2584/2003, ΠοινΧρ 2004, 362, ΣυμβΠλημΔραμ 50/1994, ΠοινΧρ 1994, 671].

Στην προκειμένη περίπτωση, από τη μελέτη και δικονομική αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού προκύπτουν τα ακόλουθα:

Στον κατηγορούμενο αποδίδεται η ακόλουθη κατηγορία:

Στο …, σε χρόνους που δεν έχουν εισέτι προσδιοριστεί επακριβώς και πάντως εντός του μηνός Μαΐου του έτους 2015 και εντός του μηνός Μαΐου του έτους 2017, ενεργώντας με πρόθεση με περισσότερες πράξεις, τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα και συγκεκριμένα τέλεσε το ποινικό αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης στρεφόμενο κατά περισσοτέρων αδυνάμων προσώπων, επιδιώκοντας δε την πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης. Ειδικότερα, α) κατά τον μήνα Μάιο του έτους 2015 προκάλεσε σωματική κάκωση σε βάρος του ανήλικου τότε τέκνου του, …, το οποίο είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια του γάμου του με την πρώην σύζυγό του, …, και την επιμέλεια του οποίου ασκούσε βάσει νόμου ως γονέας του, η οποία τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα του, καθώς με την χρήση ξύλου τον χτύπησε στο αριστερό του χέρι, προκαλώντας του τρία ραγίσματα, συνεπεία των οποίων του τέθηκε γύψος για τρεις μήνες, ενώ επεδίωκε την πρόκληση της ως άνω βαριάς σωματικής βλάβης και β) κατά τον μήνα Μάιο του έτους 2017 προκάλεσε σωματική κάκωση σε βάρος της πρώην συζύγου του …, ενώ ο θρησκευτικός γάμος που είχαν τελέσει στην Ελλάδα το έτος 2013 ήταν σε ισχύ, η οποία την εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα της, καθώς με την χρήση κινητού τηλεφώνου την χτύπησε στο αριστερό της χέρι, προκαλώντας της τρία ραγίσματα και μία θλάση, συνεπεία των οποίων δεν μπόρεσε να εργασθεί για τρεις εβδομάδες, ενώ επεδίωκε την πρόκληση της ανωτέρω βαριάς σωματικής βλάβης.

Η ποινική δίωξη ασκήθηκε πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 5090/2024 (με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 312 ΠΚ), για το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης αδύναμων ατόμων κατά συρροή, ο υπαίτιος της οποίας επεδίωκε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (312 παρ. 1 περίπτωση γ΄, παρ. 2 και παρ. 3 ΠΚ ως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το Ν. 5090/2024). Ως χρόνος τέλεσης των πράξεων προσδιορίζεται ο 5ος του 2015 και ο 5ος του 2017. Ωστόσο, κατά το χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξεων, τούτες δεν υπάγονταν στο τότε ισχύον 312 πΠΚ αλλά στο άρθρο 6 παρ. 2 στοιχ. γ΄ Ν. 3500/2006 ως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το Ν. 5090/2024. Από τη συγκριτική επισκόπηση των ως άνω διατάξεων διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής τυχόν ευμενέστερου νόμου καθώς αμφότερες οι διατάξεις τυποποιούν την ως άνω συμπεριφορά και απειλούν ποινή κάθειρξης, όπως αναλυτικά εκτίθεται ανωτέρω.

Συνεπώς, εν προκειμένω, η ποινική δίωξη όφειλε να κινηθεί με επίκληση του 6 παρ. 2 στοιχ. γ΄ Ν. 3500/2006 ως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το Ν. 5090/2024. Τίθεται επομένως ζήτημα ορθού νομικού χαρακτηρισμού, καθώς τυχόν παραπομπή του κατηγορούμενου οφείλει να λάβει χώρα με βάση το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης.

Ωστόσο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10Α Ν. 3500/2006, η περάτωση της κυρίας ανάκρισης, για το κακούργημα του άρθρου 6 παρ. 2 στοιχ. γ΄ Ν. 3500/2006 γίνεται με υποβολή της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Εφετών, κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ και όχι με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο τυγχάνει υλικά αναρμόδιο να αποφανθεί για την ουσία της υπόθεσης.

Ακόμη όμως κι αν η θέση περί ορθού νομικού χαρακτηρισμού δεν γίνει δεκτή, η ουσιαστική περάτωση της ανάκρισης πρέπει να γίνει με συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 10Α Ν. 3500/2006 και 309 ΚΠΔ. Τούτο διότι, από την τελολογική ερμηνεία της νεοπαγούς δικονομικής διάταξης καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης επιδίωξε την επιτάχυνση της ανακριτικής διαδικασίας για όλα τα κακουργήματα ενδοοικογενειακής βίας, ώστε να μην ανταποκρίνεται στη νομοθετική βούληση η διαφοροποίηση στη μεταχείριση των δικογραφιών με μοναδικό επιχείρημα το αν η ποινική δίωξη κινήθηκε με επίκληση του άρθρου 6 Ν. 3500/2006 ή του άρθρου 312 νΠΚ (όπως ίσχυε προ του Ν. 5090/2024).

Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι το Συμβούλιο θα πρέπει να κηρυχθεί υλικά αναρμόδιο για την περάτωση της κυρίας ανάκρισης, κατ’ άρθρο 308 ΚΠΔ και να διαβιβάσει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, προκειμένου αυτή να υποβληθεί κατ’ άρθρο 309 στην αρμόδια Εισαγγελέα Εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Κείμενο βουλεύματος

[…]

II. Με το νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019) τυποποιήθηκε αυτοτελώς από το νομοθέτη στη διάταξη του άρ. 312 το έγκλημα της σωματικής βλάβης αδύναμων ατόμων προκειμένου να καλυφθεί η ιδιαίτερη απαξία της σωματικής βλάβης όταν στρέφεται σε βάρος των αναφερόμενων στην παραπάνω διάταξη προσώπων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται ο ανήλικος και ο σύζυγος κατά τη διάρκεια του γάμου ή ο σύντροφος κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4619/2019, «η νέα διάταξη φιλοδοξεί να καλύψει και το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο με τη μορφή που του έχει δοθεί στο ν. 3500/2006, εγείρει σοβαρά δογματικά προβλήματα (βλ. σχετικά Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το νομοσχέδιο για την ενδοοικογενειακή βία, ΠοινΔικ 2006, σ. 1051, Α. Χαραλαμπάκη, Ο ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ΠΛογ 2008, σ. 720)». Παρά ταύτα η θέσπιση της παραπάνω διάταξης δεν κατήργησε την αντίστοιχη διάταξη περί ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης του άρ. 6 του ν. 3500/2006, ο οποίος συνεχίζει εν γένει να ισχύει (ΑΠ 499/2024, ΑΠ 1020/2022 www.areiospagos.gr) τόσο ως προς τις ουσιαστικές όσο και ως προς τις δικονομικές διατάξεις του. Με δεδομένο δε ότι μεταξύ των προσώπων που συγκαταλέγονται στην οικογένεια κατά την έννοια του ν. 3500/2006 συγκαταλέγονται τα τέκνα, οι σύζυγοι και οι μόνιμοι σύντροφοι νυν και πρώην προκύπτει ότι υφίσταται εν μέρει αλληλοεπικάλυψη των παραπάνω διατάξεων στο μέτρο που υπάρχει ταύτιση των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ειδικών υποστάσεών τους και η μεταξύ τους συρροή είναι κατ’ ιδέαν φαινομενική (βλ. Καμπέρου Ε. σε Χαραλαμπάκη, Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Κατ’ άρθρον ερμηνεία του ν. 4619/2019, σ. 2319). Ήδη με τη διάταξη του άρ. 47 του ν. 5090/2024, το οποίο κατά το άρ. 138 του ίδιου νόμου αρχίζει να ισχύει από 1/5/2024, ο νομοθέτης τροποποίησε το άρ. 312 ΠΚ και επέλυσε το ζήτημα του ποια διάταξη τυγχάνει εφαρμογής προβλέποντας ρητή επιφύλαξη υπέρ των διατάξεων των ειδικών ποινικών νόμων. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, «πλέον για κάθε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας, ο εφαρμοστής θα ανατρέχει αποκλειστικά στις ειδικές διατάξεις του ν. 3500/2006 και το άρθρο 312 του Ποινικού Κώδικα θα εφαρμόζεται μόνο, όταν προκαλείται σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο ή σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του και εκείνο δεν εμπίπτει ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 3500/2006». Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2019 έως 30.4.2024, δηλαδή όταν οι ανωτέρω διατάξεις ίσχυαν παράλληλα και πριν την έναρξη ισχύος του ν. 5090/2024, εφαρμοστέα ως ειδικότερη (ΑΠ 1020/2022, ΑΠ 586/2020, ΑΠ 2055/2019 www.areiospagos.gr) και ως νεότερη σύμφωνα με την αρχή lex posterior derogat legi priori (βλ. Τόλη Ε., Ενδοοικογενειακή Βία, Κατ’ άρθρον ερμηνεία και νομολογία των ποινικών διατάξεων του ν. 3500/2006, σ. 89 και Καμπέρου Ε. σε Χαραλαμπάκη, Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Κατ’ άρθρον ερμηνεία του ν. 4619/2019, σ. 2319) είναι αυτή του άρ. 312 ΠΚ. Όσον αφορά δε τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την 1η.7.2019, η εφαρμοστέα διάταξη σύμφωνα το άρ. 2 ΠΚ είναι αυτή που οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι αυτός που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης (ΟλΑΠ 1/2020, www.areiospagos.gr). Ειδικότερα, όσον αφορά την ενδοοικογενειακή βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη οι προς σύγκριση διατάξεις είναι αυτές 1) του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. γ΄ του ν. 3500/2006, η οποία σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρ. 52 του παλαιού ΠΚ, προέβλεπε ποινή κάθειρξης διάρκειας πέντε έως είκοσι ετών 2) του άρθρου 312 παρ. 1 περ. γ΄ εδ. β΄ και παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του δυνάμει του άρ. 47 του ν. 5090/2024, η οποία σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρ. 52 του νέου ΠΚ, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρ. 6 του ν. 5090/2024, προέβλεπε ποινή κάθειρξης διάρκειας πέντε έως δεκαπέντε ετών και, όπως προαναφέρθηκε, απωθεί ως ειδικότερη την αντίστοιχη διάταξη του ν. 3500/2006 3) του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. γ΄ του ν. 3500/2006, η οποία σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρ. 52 του νέου ΠΚ, όπως ισχύει σήμερα, προβλέπει ποινή κάθειρξης διάρκειας πέντε έως είκοσι ετών και απωθεί λόγω της ρητής επιφύλαξης του νομοθέτη την αντίστοιχη διάταξη του άρ. 312 ΠΚ. Από αυτές τις διατάξεις ευμενέστερη και συνεπώς εφαρμοστέα είναι αυτή του άρ. 312 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του δυνάμει του άρ. 47 του ν. 5090/2024 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρ. 52 του νέου ΠΚ, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρ. 6 του ν. 5090/2024, καθώς προβλέπει χαμηλότερο ανώτατο όριο ποινής (έτσι Ζωγράφου, Νομολογιακές εξελίξεις μετά τη θέσπιση του Ν. 4800/2021 – Ενδοοικογενειακή βία – Αστική και Ποινική Διάσταση, Σεμινάριο ΕΣΔΙ 9-10/11/2023, κατεύθυνση Εισαγγελέων, Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., «Η προστασία αδύναμων προσώπων κατά τον ΠΚ και οι νέες ρυθμίσεις του Ν. 3500/2006», εισήγηση σε διαδικτυακή ημερίδα με θέμα «Οι Ποινικοί Κώδικες μετά το Ν. 5090/2024».

Ανεξαρτήτως του ποια διάταξη (αυτή του άρ. 312 παρ.1 περ. γ΄ εδ. β΄ και παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ ή αυτή του άρ. 6 του ν. 3500/2006) τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δικονομικές διατάξεις του ν. 3500/2006, ο οποίος ουδέποτε έπαυσε να ισχύει, εφαρμόζονται αδιακρίτως στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας (έτσι Καμπέρου Ε. σε Χαραλαμπάκη, Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Κατ’ άρθρον ερμηνεία του ν. 4619/2019, σ. 2319, Μανδάλου Σ., Οι νέες διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου και η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, https://yiannatsis.gr/oi-nees-diatakseis-toy-oikoge neiakoy-dikaioy-kai-h-prostasia-twn-thimatwn-endooikogeneiakhs-vias/) καθόσον θα ήταν παράδοξο η αυτή πράξη με τα ίδια αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία να υπόκειται σε διαφορετική δικονομική μεταχείριση αναλόγως του χρόνου τέλεσής της. Ήδη με το άρ. 14 του ν. 5172/2025, με έναρξη ισχύος από 14.1.2025, ο νομοθέτης θέσπισε τη νεοπαγή διάταξη του άρ. 10Α του ν. 3500/2006, η οποία μεταξύ άλλων στην παρ. 5 αυτής περιέχει δικονομική ρύθμιση (σημειώνεται ότι οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά, ΟλΑΠ 1/2014, ΑΠ 1025/2020 www.areiospagos.gr) σχετικά με τον τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα του παραπάνω νόμου και συγκεκριμένα προβλέπει τα εξής: «[…] Η προδικασία για τα αδικήματα του παρόντος διεξάγεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο και η εκδίκασή τους προσδιορίζεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Η διαδικασία του άρθρου 309 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περί περάτωσης κύριας ανάκρισης, κατ’ εξαίρεση εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις κακουργημάτων του παρόντος νόμου, ανεξαρτήτως του καθ’ ύλην δικαστηρίου παραπομπής». Προς δικαιολόγηση της παραπάνω νομοθετικής επιλογής αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 5172/2025 ότι «[…] για την ταχύτερη παραπομπή και εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο, προβλέπεται η παράκαμψη της ενδιάμεσης χρονοβόρας διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων κατ’ εφαρμογή της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 309 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εξάλλου, οι εν λόγω υποθέσεις δεν ενέχουν σοβαρές αποδεικτικές δυσχέρειες και συμπίπτει η βούληση κατηγορούμενου και θύματος, για την ταχεία περάτωση της ψυχοφθόρας προδικασίας και εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η όσο το δυνατόν ταχύτερη εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο επί κακουργημάτων ενδοοικογενειακής βίας συνιστά την τελολογία της εν λόγω διάταξης, η οποία δεν εξυπηρετείται με το διαφορετικό τρόπο περάτωσης της ανάκρισης με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών κατ’ άρ. 308 ΚΠΔ στην περίπτωση που εφαρμοστέα διάταξη τυγχάνει αυτή του άρ. 312 ΠΚ.

III. Στην προκειμένη περίπτωση, ορθώς ασκήθηκε δίωξη σε βάρος του κατηγορούμενου σύμφωνα με το άρ. 312 παρ. 1 περίπτωση γ΄, παρ. 2 και παρ. 3 ΠΚ ως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το Ν. 5090/2024 για την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη της βαριάς σωματικής βλάβης αδύναμων ατόμων κατά συρροή, ο υπαίτιος της οποίας επεδίωκε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, που φέρεται ότι τελέστηκε εντός του μηνός Μαΐου 2015 και εντός του μηνός Μαΐου 2017. Τούτο διότι σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. II νομική σκέψη, οι παραπάνω διατάξεις είναι αυτές που οδηγούν στην επιεικέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορούμενου. Ωστόσο, παρά τη μη εφαρμογή της αντίστοιχης ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου διάταξης του ν. 3500/2006, εφαρμοστέα και στην υπό κρίση υπόθεση είναι η δικονομική διάταξη της παρ. 5 του άρ. 10Α του ίδιου νόμου κατά τα προαναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη του παρόντος. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει την ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης σύμφωνα με το άρ. 309 ΚΠΔ, ήτοι με τη διαβίβαση της δικογραφίας από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση απευθείας στο ακροατήριο. Ως εκ τούτου, πρέπει το παρόν Συμβούλιο να κηρύξει εαυτόν αναρμόδιο και να διαβιβάσει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αιτωλοακαρνανίας – Έδρα Αγρίνιου προκειμένου αυτός να την υποβάλει κατ’ άρθρο 309 στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

[Το πρώτο από τα ζητήματα που απασχόλησε το παραπάνω βούλευμα ανάγεται στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, και συνίσταται στην επιλογή της ευμενέστερης διάταξης ανάμεσα σε όσες ίσχυσαν διαχρονικά, και στις οποίες (θα) υπάγονταν οι επίδικες συμπεριφορές. Κατά τον χρόνο τέλεσης (που προηγείται της θέσης σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα), οι πράξεις υπάγονταν στο άρθρο 6 παρ. 2 εδ. γ΄ Ν. 3500/2006, η οποία απειλούσε –σε συνδυασμό με τη σύγχρονή της διάταξη του άρθρου 52 παρ. 3 προϊσχΠΚ– ποινή κάθειρξης με κατώτατο όριο τα πέντε και ανώτατο όριο τα είκοσι έτη. Με τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα [από 1.7.2019], οι πράξεις υπήχθησαν στο άρθρο 312 παρ. 1 περ. γ΄ ζεύγμα ii [σε συνδυασμό με παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ ως προς την πράξη σε βάρος της συζύγου], που απειλούσε πλέον –σε συνδυασμό με τη σύγχρονή της διάταξη του άρθρου 52 παρ. 2 νέου ΠΚ υπό την αρχική της μορφή– ποινή κάθειρξης με κατώτατο όριο τα πέντε και ανώτατο όριο τα δεκαπέντε έτη. Με βάση τη νεότερη –ευμενέστερη– διάταξη κινήθηκε ποινική δίωξη εν προκειμένω. Μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 5090/2024 [σε ισχύ από 1.5.2024], το άρθρο 312 ΠΚ έχει πάψει να εφαρμόζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, προκρίνεται δε νομοθετικά (εκ νέου) η εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. γ΄ Ν. 3500/2006 [βλ. τη ρητή επιφύλαξη στο πλαίσιο της παρ. 1 του άρθρου 312 ΠΚ], η οποία –σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 2 νέου ΠΚ όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 6 Ν. 5090/2024– απειλεί ποινή κάθειρξης με κατώτατο όριο τα πέντε και ανώτατο όριο τα είκοσι έτη. Είναι προφανές ότι η νεότερη (τρίτη κατά σειρά) διάταξη, ούσα δυσμενέστερη, δεν θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί αναδρομικά στην προκειμένη περίπτωση [η απάντηση δεν θα ήταν τόσο προφανής σε περίπτωση τέλεσης πράξης ενδοοικογενειακής βίας ενώπιον ανηλίκου, που ενδέχεται να μας απασχολήσει με άλλη αφορμή].

Το δεύτερο ζήτημα που απασχόλησε το βούλευμα ανάγεται στο δικονομικό ποινικό δίκαιο, και συνδέεται με τον τρόπο ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης για τις παραπάνω πράξεις. Τα κακουργήματα ενδοοικογενειακής βίας (είτε υπό τον Ν. 3500/2006 είτε υπό το άρθρο 312 ΠΚ) παραπέμπονταν στο ακροατήριο με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών [κατ’ άρθρο 308 παρ. 1 ΚΠΔ]. Τούτο εξακολούθησε να ισχύει ακόμη και μετά τη θέση του Ν. 5090/2024 σε ισχύ: πράγματι, ενώ είναι αληθές ότι με άρθρο 95 Ν. 5090/2024 διευρύνθηκε το υλικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 309 ΚΠΔ, κατά τρόπο ώστε να καταλαμβάνει (συλλήβδην) τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων, εντούτοις παρέμεινε σε ισχύ η πρόβλεψη περί εφαρμογής της απευθείας παραπομπής μόνο επί αρμοδιότητας του μονομελούς ή του τριμελούς εφετείου (επομένως όχι του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ενέπιπταν –και εξακολουθούν να εμπίπτουν– τα κακουργήματα ενδοοικογενειακής βίας). Απαιτήθηκε νέα νομοθετική παρέμβαση προκειμένου να «ενεργοποιηθεί» η απευθείας παραπομπή (και) σε αυτό τον χώρο: με το άρθρο 14 Ν. 5172/2025 (σε ισχύ από 29.1.2025) προστέθηκε –νέο– άρθρο 10Α στον Ν. 3500/2006, η παρ. 5 του οποίου ορίζει ότι: «Η διαδικασία του άρθρου 309 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περί περάτωσης κύριας ανάκρισης, κατ’ εξαίρεση εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις κακουργημάτων του παρόντος νόμου, ανεξαρτήτως του καθ’ ύλην [ενν. αρμόδιου] δικαστηρίου παραπομπής» [η έμφαση και η εντός αγκύλης διευκρίνιση δικές μας]. Εάν, βέβαια, είχε υιοθετηθεί η θέση της εισαγγελικής πρότασης περί εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. γ΄ Ν. 3500/2006, δεν θα υπήρχε αμφιβολία ότι η νέα αυτή δικονομική διάταξη θα ετύγχανε εφαρμογής εν προκειμένω, αφού θα επρόκειτο για αδίκημα του Ν. 3500/2006 [δεδομένου μάλιστα ότι οι δικονομικές διατάξεις έχουν άμεση εφαρμογή, θα ήταν αδιάφορος ο χρόνος τέλεσης της πράξης]. Ενόψει, όμως, της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 312 ΠΚ (όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τον Ν. 5090/ 2024), δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 10Α παρ. 5 Ν. 3500/2006, που αναφέρεται σε κακουργήματα «του παρόντος νόμου», δηλαδή του Ν. 3500/2006. Ας μη λησμονείται ότι η εν λόγω διάταξη διευρύνει την εξαίρεση (της κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ απευθείας παραπομπής) στον κανόνα (της παραπομπής με βούλευμα δικαστικού συμβουλίου), και επομένως θα έπρεπε να ερμηνεύεται στενά. Ακόμη κι αν θεωρήσει κανείς ότι ως «κακουργήματα του παρόντος νόμου» πρέπει να νοηθούν και όσα κακουργήματα του Ποινικού Κώδικα αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3500/2006 [ζήτημα αμφιλεγόμενο, το οποίο ήδη απασχολεί την πράξη], το άρθρο 312 ΠΚ δεν περιλαμβάνεται σε αυτά. Θα αντέτεινε, ασφαλώς, κανείς ότι δεν θα ήταν αναμενόμενο ο νομοθέτης του Ν. 5172/2025 να έχει προβλέψει την απευθείας παραπομπή (και) των κακουργημάτων του άρθρου 312 ΠΚ ενόψει της προαναφερθείσας παρέμβασης του Ν. 5090/2024. Έστω κι έτσι, ουδέποτε υπήρξε νομοθετικό καθεστώς με βάση το οποίο να προβλέπεται απευθείας παραπομπή των κακουργημάτων του άρθρου 312 ΠΚ. Το επιχείρημα που αναφέρεται στο βούλευμα, ότι δηλαδή «θα ήταν παράδοξο η αυτή πράξη με τα ίδια αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία να υπόκειται σε διαφορετική δικονομική μεταχείριση αναλόγως του χρόνου τέλεσής της» έχει βέβαια κάποια αξία, δεν μοιάζει όμως ικανό να θεμελιώσει μια (κατ’ ουσίαν αναλογική) εφαρμογή της νεοπαγούς διάταξης του άρθρου 10Α παρ. 5 Ν. 3500/2006 στην προκειμένη περίπτωση.

Για το άρθρο 10Α παρ. 5 Ν. 3500/2006 βλ. Ε. Τόλη, Ενδοοικογενειακή βία: Κατ’ άρθρο ερμηνεία και νομολογία των ποινικών διατάξεων του Ν. 3500/2006, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2025, σελ. 141 επ., Χ. Χιόνη-Χότουμαν, Ο Ν. 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία μετά τον Ν. 5172/2025 – Ερμηνεία των αλλαγών, ΠοινΔικ 2025, σελ. 203 επ.]

Ι.Ν.