Top

Νομολογία - Πλήρη κείμενα


ΓνΝΣΚ 54/2025 - Πλήρες κείμενο

A- A A+    Εκτύπωση   

ΓνΝΣΚ 54/2025 - Πλήρες κείμενο

Πρόεδρος: Κωνσταντίνος Γεωργιάδης |
Εισηγητής: Νάταλη-Χριστίνα Σαμαρά

Ο νομοθέτης δύναται να θέτει περιορισμούς στη διαδικασία πρόσβασης ή εξέλιξης των Ελλήνων πολιτών σε δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί οι περιορισμοί δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιος, νόμιμος, περιορισμός προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1α του Υπαλληλικού Κώδικα (Y.K.), όπου προβλέπονται κωλύματα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου, λόγω ποινικής καταδίκης του υποψηφίου, για οποιοδήποτε κακούργημα, καθώς και για συγκεκριμένα πλημμελήματα. Τα κωλύματα αυτά αποσκοπούν στη διασφάλιση του ηθικού κύρους της δημόσιας διοίκησης, με τον αποκλεισμό από αυτή προσώπων που δεν παρέχουν εχέγγυα εντιμότητας και δεν διαθέτουν την απαραίτητη ηθική ακεραιότητα, ώστε να διασφαλίζεται επαρκώς η σύννομη εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και η δημόσια πίστη στην Υπηρεσία. Δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρ. 8 παρ. 1α Υ.Κ. εισάγει περιορισμό στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να διορίζονται σε δημόσιες υπηρεσίες, αυτή έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η διασταλτική της ερμηνεία. Η απαρίθμηση στο άρθρο αυτό των ποινικών αδικημάτων που συνιστούν απόλυτο κώλυμα διορισμού είναι περιοριστική και δεν είναι επιτρεπτή η εφαρμογή ορισμένου κωλύματος και σε άλλα ποινικά αδικήματα, όταν δεν μνημονεύονται ρητώς στην ανωτέρω διάταξη, έστω και αν αυτά είναι εννοιολογικώς συγγενή προς τα απαριθμούμενα στο νόμο. Το πλημμέλημα της απλής υπεξαγωγής εγγράφων του άρθρου 222 Π.Κ. δεν συμπεριλαμβάνεται σε εκείνα, τα οποία απαριθμούνται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1α Υ.Κ. (Μειοψηφία).

Νομικές διατάξεις: Άρθρα 7, 10, 13, 25 Ν.4765/2021, 10 Ν. 5149/2024, 8, 15, 16 Ν. 3528/2007, 222 ΠΚ (Ν. 4619/2019).

Αριθμός Γνωμοδότησης 54/2025

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

(ΣΤ΄ Τμήμα)

Συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου 2025

Σύνθεση:

Πρόεδρος: Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Μέλη: Νικόλαος Καραγιώργης, Αντώνιος Παπαγεωργίου, Μαρία Δεληγιάννη, Μαρία Μπασδέκη, Μαρία - Λουΐζα Μπακαλάκου, Σπυρίδων Κουλούρης, Παναγιώτα Παρασκευοπούλου, Σοφία Διαμαντοπούλου, Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους.

Εισηγήτρια: Νάταλη-Χριστίνα Π. Σαμαρά, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ. (γνώμη χωρίς ψήφο).

Αριθμός Ερωτήματος: Το από 10.04.2025 και με αριθ. πρωτ. Εισερχ. 1298/2025 έγγραφο της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού / Τμήμα Σχεδιασμού Ανθρωπίνων Πόρων και Αξιολόγησης Αναγκών του e - Ε.Φ.Κ.Α, που υπογράφεται από τον Διοικητή του e - Ε.Φ.Κ.Α.

Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται, ενόψει του εκτιθέμενου στο έγγραφο του ερωτήματος πραγματικού:

Εάν τα αδικήματα που αναφέρονται στο Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου της Ε.Χ., υποψήφιας για την πλήρωση θέσεων μόνιμου προσωπικού, οι οποίες προκηρύχθηκαν με την υπ’ αριθ. 3ΓΒ/2023 (ΦΕΚ τ. ΑΣΕΠ 51) προκήρυξη, όπως αυτή η προκήρυξη αρχικά τροποποιήθηκε με τις υπ’ αριθ. 38672/19.12.2023 (ΦΕΚ τ. ΑΣΕΠ 53/2023) και υπ’ αριθ. 782/01/2024 (ΦΕΚ. τ. ΑΣΕΠ 3/2024) αποφάσεων του Προέδρου του ΑΣΕΠ και τελικά συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3399/01/2024 (ΦΕΚ. τ. ΑΣΕΠ 9/2024) απόφαση του ιδίου Προέδρου, συνιστούν, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1α του ν. 3528/2007, κώλυμα διορισμού για την προαναφερόμενη υποψήφια, η οποία έχει διατεθεί προς διορισμό στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και συγκεκριμένα, στη θέση με κωδικό 706 - Κεντρικού Τομέα Αθηνών, ως ειδική περίπτωση πρόσληψης, λόγω της ιδιότητάς της ως τέκνου ατόμου που έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.

Στο παραπάνω ερώτημα, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΣΤ' Τμήμα) γνωμοδότησε ως εξής:

Ιστορικό

1. Από το παραπάνω έγγραφο ερώτημα της υπηρεσίας και τα στοιχεία του φακέλου που το συνοδεύουν, προκύπτει το ακόλουθο πραγματικό:

2. Δυνάμει των διατάξεων του ν. 4765/2021 «Εκσυγχρονισμός του συστήματος προσλήψεων στον δημόσιο τομέα και ενίσχυση του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού και άλλες διατάξεις» και ιδίως του άρθρου 8 αυτού, προκηρύχθηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού η πλήρωση συνολικά τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα έξι (4.276) θέσεων μόνιμου προσωπικού και προσωπικού, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, από επιτυχόντες του πανελλήνιου γραπτού διαγωνισμού (β' στάδιο) σε φορείς του Δημοσίου, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στη σχετική προκήρυξη με αριθμό 3ΓΒ/2023 (ΦΕΚ τ. ΑΣΕΠ 51), όπως αυτή η προκήρυξη αρχικά τροποποιήθηκε με τις υπ’ αριθ. 38672/19.12.2023 (ΦΕΚ τ. ΑΣΕΠ 53) και υπ’ αριθ. 782/01/2024 (ΦΕΚ. τ. ΑΣΕΠ 3) αποφάσεις του Προέδρου του ΑΣΕΠ και τελικά συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3399/01/2024 (ΦΕΚ. τ. ΑΣΕΠ 9) απόφαση του ιδίου Προέδρου.

3. Η υποψήφια, Ε.Χ., υπέβαλε την υπ’ αριθ. πρωτ. 2828674/6.1.2024 αίτηση συμμετοχής στον ανωτέρω διαγωνισμό και δυνάμει του δημοσιευθέντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως Πίνακα Διοριστέων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΦΕΚ Γ' 3957/4.12.2024), διατέθηκε προς διορισμό στον e-ΕΦΚΑ (αυξ. αριθ. πιν. 3630) και συγκεκριμένα, στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών (ΠΕ/Διοικητικού - Οικονομικού), ως ειδική περίπτωση πρόσληψης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο παράρτημα Ε΄ της σχετικής προκήρυξης και υπό την ιδιότητά της ως τέκνου ατόμου που έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.

4. Δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. 1743897/11.12.2024 εγγράφου του Τμήματος Σχεδιασμού Ανθρωπίνων Πόρων και Αξιολόγησης Αναγκών της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού του e-ΕΦΚΑ, η υποψήφια, Ε.Χ.:

α) Ενημερώθηκε για το γεγονός ότι έχει διατεθεί προς διορισμό σε μία εκ των θέσεων που περιλαμβάνονται στην υπ’ αριθ. 3ΓΒ/2023 προκήρυξη του ΑΣΕΠ, υπό τον κωδικό 706, και συγκεκριμένα, σε κενή οργανική θέση του e-ΕΦΚΑ, κατά τα προαναφερθέντα και ότι η τοποθέτησή της θα γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του ν. 3528/2007, μετά τον διορισμό της, με απόφαση του Διοικητή του e- ΕΦΚΑ και ύστερα από διατύπωση της σχετικής γνώμης του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.

β) Κλήθηκε (εφόσον επιθυμούσε τον διορισμό της) να αποστείλει εντός 15 ημερών από την παραλαβή του προαναφερθέντος εγγράφου, την επισυναφθείσα σε αυτό αίτηση, συμπληρωμένη, μαζί με συγκεκριμένα απαιτούμενα δικαιολογητικά, καθώς και δύο γνωματεύσεις ιατρών, κατά τις αναλυτικά αναφερόμενες στο ανωτέρω έγγραφο οδηγίες.

5. Με την υπ’ αριθ. πρωτ. 4523/2.1.2025 αίτησή της, η Ε.Χ. κατέθεσε τα απαραίτητα δικαιολογητικά (όπως - κατά δήλωσή της - είχαν υποβληθεί και στο ΑΣΕΠ, προκειμένου να συμμετάσχει στον διαγωνισμό): την υπ’ αριθ. 2828674/6.1.2024 Αίτηση - Υπεύθυνη δήλωση συμμετοχής της στην προαναφερθείσα προκήρυξη του ΑΣΕΠ, καθώς και τις από 26.12.2024 υπεύθυνες δηλώσεις, μέσω της πλατφόρμας gov.gr.

6. Ακολούθως και σε εφαρμογή της υπ’ αριθ. ΔΙΑΔΠ/Α/22863/16.10.2006 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ 1551/Β΄/23.10.2006), η Υπηρεσία προέβη στην αυτεπάγγελτη αναζήτηση αντιγράφου Ποινικού Μητρώου της Ε.Χ. για Δικαστική Χρήση, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας «Εθνικό Ποινικό Μητρώο» του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

7. Επί της ανωτέρω αίτησης της Υπηρεσίας, χορηγήθηκε το υπ’ αριθ. πρωτ. 166/3.1.2025 Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Λαμίας - Τμήμα Ποινικού Μητρώου, στο οποίο βεβαιώνεται η ποινική κατάσταση της ανωτέρω, σύμφωνα με τα στοιχεία που μέχρι την 3.1.2025 είχαν καταχωρηθεί στη βάση δεδομένων του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του Εθνικού Ποινικού Μητρώου.

8. Ειδικότερα, από το προαναφερθέν Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της υπ’ αριθ. 466/2021 απόφασης του Αρείου Πάγου, η οποία αναφέρεται στο σχετικό αντίγραφο Ποινικού Μητρώου, προκύπτουν τα εξής:

α) Δυνάμει της υπ’ αριθ. 3919/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η Ε.Χ. καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών, ως ένοχη τέλεσης των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο (άρθρα 263Α του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 242 παρ. 2-1 και 3 του Ποινικού Κώδικα) και για παράβαση του άρθρου 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986 (Ψευδής Υπεύθυνη Δήλωση).

β) Επί έφεσης, η οποία ασκήθηκε κατά της ανωτέρω απόφασης από την Ε.Χ., εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2247/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία, η Ε.Χ. κηρύχθηκε ένοχη, με τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2α και δ’ Π.Κ., για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απλής υπεξαγωγής εγγράφων, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από υπεξαγωγή εγγράφων από υπάλληλο (άρθρο 222 Π.Κ. αντί του άρθρου 242, σε συνδυασμό με το άρθρο 263 Α Π.Κ.) και β) για παράβαση του άρθρου 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986. Καταδικάστηκε δε σε ποινές φυλάκισης οκτώ (8) και τριών (3) μηνών, αντίστοιχα και σε συνολική ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών, που ανεστάλη επί τριετία.

Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης, υπ’ αριθ. 3919/2018, απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, βρισκόταν ακόμα σε ισχύ ο προϊσχύσας Ποινικός Κώδικας (π.δ. 283/1985), στο άρθρο 263Α[1] του οποίου, προβλεπόταν ότι υπάλληλοι κατά την έννοια αυτού ήταν και οι υπηρετούντες σε συγκεκριμένα ν.π.ι.δ., όπως η Δ.Ε.Η. Α.Ε. (στην οποία υπηρετούσε η Ε.Χ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα). Κατ’ επέκταση, η Ε.Χ., της οποίας οι αξιόποινες πράξεις πληρούσαν την αντικειμενική υπόσταση τόσο της πλημμεληματικής υπεξαγωγής εγγράφων όσο και της κακουργηματικής υπεξαγωγής εγγράφων από υπάλληλο (εγκλήματα τα οποία αλληλοκαλύπτονταν), καταδικάσθηκε μόνο για το δεύτερο, επειδή η διάταξη του άρθρου 222 του Ποινικού Κώδικα δεν εφαρμοζόταν, λόγω απορρόφησής της από τη διάταξη του άρθρου 263Α του ίδιου Κώδικα. Ωστόσο, μετά τη θέση σε ισχύ του Νέου Ποινικού Κώδικα, από την 1.7.2019 (ν. 4619/2019) και την κατάργηση του απορροφώντος νόμου, δηλαδή των συνδυαστικών διατάξεων των άρθρων 242 και 263Α παρ. 1, περ. α΄, γ΄, του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, έπαψαν πλέον να θεωρούνται υπάλληλοι οι υπηρετούντες στα εν λόγω ν.π.ι.δ. Κατά συνέπεια, στην προκειμένη υπόθεση, αναβίωσε ο νόμος, του οποίου οι διατάξεις είχαν απορροφηθεί, δηλαδή το άρθρο 222 Π.Κ., ώστε να μη μείνει ανικανοποίητη η ποινική αξίωση της Πολιτείας για επιβολή ποινής σε πράξη που χαρακτηριζόταν ως έγκλημα από τις διατάξεις, των οποίων η εφαρμογή απωθήθηκε με την απορρόφηση (Ολ. ΑΠ 643/1985, ΑΠ 203/2020).

γ) Κατά της ως άνω τελεσίδικης απόφασης, ασκήθηκε από την Ε.Χ. αναίρεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 466/2021 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Με την απόφαση αυτή, αφού αρχικά κρίθηκε ότι η αναίρεση εισάγεται προς συζήτηση μόνο για την αξιόποινη πράξη της πλημμεληματικής υπεξαγωγής εγγράφων (λόγω της θέσης στο αρχείο από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου της δικογραφίας για την πράξη της παραβίασης του άρθρου 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 64 του ν. 4689/2020[2]). Ακολούθως, αναιρέθηκε εν μέρει η υπ’ αριθ. 2247/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και κρίθηκε αιτιολογημένα ότι:

i. Σχεδόν όλες - πλην μίας - οι ένδικες πράξεις της υπεξαγωγής εγγράφων είχαν ήδη υποπέσει στην εκ του νόμου προβλεπόμενη παραγραφή, κατά τον χρόνο έκδοσης της αναιρεσιβληθείσας απόφασης του Εφετείου, δεδομένου ότι αυτές είχαν μετατραπεί σε πλημμελήματα. Ως εκ τούτου, ο Άρειος Πάγος έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, ως προς τις πράξεις αυτές.

ii. Μία πράξη υπεξαγωγής και συγκεκριμένα, εκείνη που αφορούσε την αφαίρεση από τον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο της Ε.Χ. του απογραφικού της δελτίου, το οποίο είχε συνταχθεί το μήνα Μάιο του έτους 2014 και στο οποίο αναγραφόταν η ψευδής ημερομηνία γεννήσεώς της και η ψευδής οικογενειακή της κατάσταση, δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή. Ως προς αυτή, ο Άρειος Πάγος παρέπεμψε την υπόθεση στο κατ’ άρθρο 522 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αρμόδιο δικαστήριο, προκειμένου να λάβει χώρα ενώπιόν του συζήτηση για νέα επιμέτρηση της ποινής.

δ) Τελικά, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1525/7.12.2021 απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής, με την οποία αποφασίσθηκε η επιβολή στην Ε.Χ. ποινής φυλάκισης δύο (2) μηνών, με αναστολή επί τριετία.

9. Μετά την περιέλευση του ανωτέρω αντιγράφου ποινικού μητρώου της Ε.Χ. στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού του e-ΕΦΚΑ, η ερωτώσα Υπηρεσία, με το υπ’ αριθ. πρωτ. εισ. 1298/10.04.2025 έγγραφο του Διοικητή του e-ΕΦΚΑ προς το Γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στον e-ΕΦΚΑ, λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, τα στοιχεία του φακέλου και τη σχετική αλληλογραφία, υπέβαλε το ανωτέρω ερώτημα, όπως αυτό αναφέρεται στην «Περίληψη ερωτήματος».

10. Τέλος, δεδομένου ότι το ερώτημα άπτεται υπηρεσιακής φύσης ζητημάτων και συγκεκριμένα, των (αρνητικών) προϋποθέσεων πρόσληψης προσώπου σε δημόσια υπηρεσία, ζητήθηκαν από την εισηγήτρια οι απόψεις της Γενικής Γραμματείας Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών, σύμφωνα προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 2, εδάφιο γ΄ του ν. 4831/2021 «Οργανισμός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) και κατάσταση των λειτουργών και των υπαλλήλων του και άλλες διατάξεις». Την 6.6.2025, περιήλθε στο Γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στον e-ΕΦΚΑ το υπ’ αριθ. πρωτ.ΔΙΔΑΔ/Φ. 20.32/2117/7571/4.6.2025 έγγραφο απόψεων της ανωτέρω υπηρεσίας, στα συμπεράσματα του οποίου αναφέρονται - μεταξύ άλλων - επί λέξει τα εξής: «…Ως εκ τούτου, κατά την άποψη της υπηρεσίας μας, το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφων, για το οποίο κρίθηκε ένοχη η υπάλληλος σύμφωνα με την αρ. 466/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου και το οποίο αποτελεί πλημμέλημα, δεν εμπίπτει στα περιοριστικώς αναφερόμενα ποινικά αδικήματα του άρ. 8 του Υ.Κ. και άρα, στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει κώλυμα διορισμού».

Νομοθετικό πλαίσιο

11. Στο άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 3 του ν. 4765/2021 (Α΄ 6 - Εκσυγχρονισμός του συστήματος προσλήψεων στον δημόσιο τομέα και ενίσχυση του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) και λοιπές διατάξεις} ορίζονται τα εξής:

Άρθρο 7

Διαδικασίες πλήρωσης θέσεων μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου στον δημόσιο τομέα

«1. Η πλήρωση των θέσεων μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 2 πραγματοποιείται με:

α) πανελλήνιο γραπτό διαγωνισμό για Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό (Ε.Ε.Π.) και προσωπικό κατηγοριών Π.Ε., Τ.Ε., Δ.Ε. ή

β) με σειρά προτεραιότητας, βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων για θέσεις μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου για άτομα με αναπηρίες, θέσεις κατηγορίας Υ.Ε. και θέσεις μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου που καθορίζονται με Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου.

2…

3. Για την πλήρωση των θέσεων των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 2 ισχύουν οι προϋποθέσεις και τα όρια ηλικίας διορισμού ή πρόσληψης, τα οποία προβλέπονται από τις γενικές ή ειδικές διατάξεις και κανονισμούς …».

12. Περαιτέρω, στο άρθρο 13 εδάφιο στ΄ και στο άρθρο 25 παράγραφοι 1, 2 {όπως η παρ. 2 και η παρ. 3 τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 παρ. 1 και 10 παρ. 2 του ν. 5149/2024 αντίστοιχα (Α΄ 169)} 3 και 5 του ιδίου ως άνω νόμου, ορίζονται τα εξής:

Άρθρο 13

Ειδικές κατηγορίες υποψηφίων

1. Για την εφαρμογή του παρόντος, τα ποσοστά των ειδικών κατηγοριών υποψηφίων για την πλήρωση θέσεων στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 2 ορίζονται ως ακολούθως: α)…, β)…, γ)…, δ)…, ε)… στ) Ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4%) στο σύνολο των προκηρυσσομένων θέσεων μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, των κατηγοριών Π.Ε., Τ.Ε. και Δ.Ε. κατά κλάδο και ειδικότητα καλύπτεται από τέκνα όσων έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κατά την έννοια του ν. 1285/1982 (Α’ 115), τα τέκνα μελών των αντάρτικων ομάδων που έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά την έννοια του ν. 1285/1982, εφόσον έχουν δωδεκάμηνη τουλάχιστον ευδόκιμη υπηρεσία στις ομάδες αυτές, η οποία βεβαιώνεται από τις επιτροπές του π.δ. 379/1983 (Α’ 136), τους επιζώντες συζύγους ή γονείς προσώπων που εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τραύματα ή κακουχίες, εξαιτίας της συμμετοχής τους στην αντιδικτατορική δράση κατά της χούντας των συνταγματαρχών από 21.4.1967 έως 24.7.1974».

Άρθρο 25

Διάθεση και διορισμός - επιλαχόντες

1. Οι διοριστέοι/προσληπτέοι διατίθενται με απόφαση του Α.Σ.Ε.Π. κατά τη σειρά που έχουν στον οικείο πίνακα κατάταξης, σε συνδυασμό με τη δήλωση προτίμησής τους, στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 2 για διορισμό ή πρόσληψη.

2. Μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη διάθεση των διοριστέων/προσληπτέων, κάθε φορέας καλεί τους διατεθέντες σε αυτό να υποβάλουν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες τα απαιτούμενα, κατά τις οικείες διατάξεις, δικαιολογητικά διορισμού.

3. Ο διορισμός ή η πρόσληψη είναι υποχρεωτικός/ή, πραγματοποιείται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δικαιολογητικών και γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για κάθε φορέα, 4…,

5. Σε περίπτωση κωλύματος διορισμού, ή μη γνησιότητας δικαιολογητικών διορισμού, ή μη αποδοχής του διορισμού, ή παραίτησης ή θανάτου υποψηφίου, οι φορείς στους οποίους διατίθενται υποψήφιοι για διορισμό, υποχρεούνται να γνωστοποιούν το γεγονός αυτό αμελλητί στο Α.Σ.Ε.Π. Για την πλήρωση κενών θέσεων, το Α.Σ.Ε.Π. διαθέτει για διορισμό τον πρώτο κατά σειρά από τους υποψηφίους που δεν έχουν διατεθεί, ο οποίος έχει διαλάβει στη δήλωση προτίμησής του τον συγκεκριμένο φορέα και ούτω καθεξής. Σε κάθε περίπτωση, ο υποψήφιος που διατίθεται για διορισμό διαγράφεται από τους πίνακες κατάταξης και διοριστέων/προσληπτέων, ανεξάρτητα αν αποδεχθεί ή όχι τον διορισμό του, ή κωλυθεί ο διορισμός του λόγω έλλειψης νόμιμης προϋπόθεσης. Η κατά τα ως άνω αναπλήρωση υποψηφίων αναρτάται στο πρόγραμμα «Διαύγεια» και δεν απαιτείται δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως συμπληρωματικού πίνακα διοριστέων/προσληπτέων».

13. Εξάλλου, στο άρθρο 8 του ν. 3528/2007 (Α' 26 - Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.) ορίζονται τα εξής:

Άρθρο 8

Ποινική καταδίκη, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση

1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι:

α) Όσοι καταδικάσθηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, καταπίεση, απιστία περί την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, καθ’ υποτροπή συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

β) Οι υπόδικοι που έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για κακούργημα ή για πλημμέλημα της περίπτωσης α’, έστω και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί.

γ) Όσοι, λόγω καταδίκης, έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα και για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή.

δ) Όσοι τελούν υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική), υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) και υπό τις δύο αυτές καταστάσεις.

2. Η ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την έκδοση του κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συντάγματος διατάγματος που αίρει τις συνέπειες της ποινής.

14. Επιπροσθέτως, στο άρθρο 222 του ισχύοντος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019 –Α΄ 95 – Κύρωση του Ποινικού Κώδικα), ορίζονται τα εξής:

Άρθρο 222

Υπεξαγωγή εγγράφων

«Όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξή του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή».

Ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων

15. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, ερμηνευόμενες αυτοτελώς, αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ενόψει και όλου του νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται, του σκοπού που εξυπηρετούν και των πραγματικών περιστατικών που εκτέθηκαν από την ερωτώσα υπηρεσία, συνάγονται τα ακόλουθα:

16. Όπως προκύπτει από τις επιμέρους διατάξεις του νόμου 4765/2021, καθώς και από τη σχετική αιτιολογική έκθεση, δι’ αυτού ο νομοθέτης επιδίωξε τη βελτίωση, τον εκσυγχρονισμό και την ουσιαστική επικαιροποίηση του μέχρι τότε εφαρμοζόμενου νομικού πλαισίου για τις προσλήψεις στον δημόσιο τομέα, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία επιλογής των καταλληλότερων υποψηφίων για κάθε θέση, με όρους διαφάνειας, αντικειμενικότητας και αξιοκρατίας.

17. Με το άρθρο 13 του νόμου αυτού, προβλέφθηκε ότι ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις στο σύνολο των προκηρυσσόμενων κάθε φορά θέσεων μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου καλύπτεται – μεταξύ άλλων – και από τέκνα όσων έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κατά την έννοια του ν. 1285/1982.

18. Εξάλλου, στο άρθρο 25 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι μετά την κατάρτιση των πινάκων διοριστέων και τη σύμφωνα με αυτούς διάθεση των υποψηφίων προς διορισμό στους Φορείς, οι τελευταίοι - εντός δέκα ημερών - οφείλουν να τους προσκαλέσουν να προσκομίσουν τα αναγκαία για το διορισμό τους δικαιολογητικά. Η έκδοση της πράξης διορισμού μετά την υποβολή των δικαιολογητικών είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική για το Φορέα. Ωστόσο, όπως συνάγεται από τη γραμματική αλλά και την τελολογική ερμηνεία της διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού, ο προς διορισμό Φορέας οφείλει να ελέγξει τα αναγκαία για τον διορισμό δικαιολογητικά, καθώς και εκείνα τα έγγραφα τα οποία ο ίδιος οφείλει να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως (στα οποία συμπεριλαμβάνεται το αντίγραφο ποινικού μητρώου του υποψηφίου) και βάσει αυτών, να ελέγξει εάν συντρέχει περίπτωση κωλύματος διορισμού, έλλειψης γνησιότητας των δικαιολογητικών, κ.λπ. Στην τελευταία περίπτωση, οι Φορείς στους οποίους διατίθενται οι υποψήφιοι, υποχρεούνται να γνωστοποιούν το γεγονός αυτό αμελλητί στο ΑΣΕΠ, προκειμένου ο διατεθείς προς διορισμό υποψήφιος, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει το κώλυμα διορισμού, να διαγραφεί από τους πίνακες κατάταξης και πίνακες διοριστέων/προσληπτέων και ακολούθως, να διατεθεί προς διορισμό στην προκύπτουσα κενή θέση ο πρώτος κατά σειρά από τους υποψήφιους που δεν έχουν ακόμα διατεθεί, ο οποίος έχει διαλάβει στη δήλωση προτίμησής του τον συγκεκριμένο φορέα και ούτω καθεξής[3].

19. Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα πρέπει να διέπεται από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 4 και άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος), οι οποίες επιβάλλουν κατ’ αρχήν την ελεύθερη πρόσβαση και σταδιοδρομία κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις, κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας[4].

20. Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, ο νομοθέτης δύναται να θεσπίζει αποκλίσεις από τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές, θέτοντας περιορισμούς κατά τη διαδικασία πρόσβασης ή εξέλιξης σε δημόσια θέση, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημόσιου συμφέροντος, είναι πρόσφοροι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και, κατά τη ρητή επιταγή του τελευταίου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρθρου 25 του Συντάγματος, σέβονται την αρχή της αναλογικότητας[5].

21. Τέτοια εξαίρεση εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 8 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (στο εξής: Υ.Κ.), στον οποίο παραπέμπει ο προαναφερθείς ν. 4765/2021. Με την εν λόγω διάταξη, προβλέπονται συγκεκριμένα κωλύματα διορισμού σε θέση υπαλλήλου του δημόσιου τομέα, που απορρέουν από την ποινική καταδίκη του υποψηφίου, κατά τους ειδικότερους όρους του άρθρου αυτού, για οποιοδήποτε κακούργημα, καθώς και για συγκεκριμένα, περιοριστικά απαριθμούμενα στον νόμο, πλημμελήματα[6].

22. Τα κωλύματα αυτά συνάπτονται με τον επιδιωκόμενο σκοπό της στελέχωσης των δημοσίων υπηρεσιών με προσωπικό που είναι κατάλληλο προς τούτο και ανταποκρίνεται σε μία λογική διασφάλισης του ηθικού κύρους της δημόσιας διοίκησης, με τον αποκλεισμό από αυτή προσώπων που δεν παρέχουν εχέγγυα εντιμότητας και δεν διαθέτουν την απαραίτητη ηθική ακεραιότητα, ώστε να διασφαλίζεται επαρκώς η σύννομη εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και η δημόσια πίστη στην Υπηρεσία[7]. Αφορά δε, όλες τις κατηγορίες των υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εμπίπτουν στην ειδική κατηγορία των τέκνων ατόμων που έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, δεδομένου ότι ο νόμος δεν κάνει σχετική διάκριση, ούτε προβλέπει οποιαδήποτε εξαίρεση.

23. Κατά την κρατούσα, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία άποψη[8], δεδομένου ότι οι σχετικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, εισάγουν περιορισμό στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να διορίζονται σε δημόσιες υπηρεσίες, έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύονται στενά[9]. Κατ’ αποτέλεσμα, η απαρίθμηση στο άρθρο 8 παρ. 1α του Υ.Κ. των ποινικών αδικημάτων που συνιστούν απόλυτο κώλυμα διορισμού είναι περιοριστική και δεν είναι επιτρεπτή η ανάλογη εφαρμογή ορισμένου κωλύματος και σε άλλα ποινικά αδικήματα, τα οποία δεν μνημονεύονται ρητά στην ανωτέρω διάταξη, έστω και αν αυτά είναι εννοιολογικά συγγενή προς τα απαριθμούμενα στον νόμο.

24. Στην προκειμένη περίπτωση η Ε.Χ. έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για το ποινικό αδίκημα της πλημμεληματικής υπεξαγωγής εγγράφου, το οποίο δεν εμπίπτει σε μία από τις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων που συνιστούν κώλυμα διορισμού κατά το άρθρο 8 του Υπαλληλικού Κώδικα. Επομένως, με βάση την προαναφερθείσα θέση της θεωρίας και της νομολογίας, δεν μπορεί η σχετική καταδίκη να αποτελέσει κώλυμα του διορισμού της, αν και πρόκειται για έγκλημα εννοιολογικά συγγενές με την υπεξαίρεση, η οποία προβλέπεται ρητά ως κώλυμα διορισμού στο άρθρο 8 του Υ.Κ.

25. Ομοίως, η αναφερόμενη στο ποινικό μητρώο της Ε.Χ. καταδίκη για το πλημμέλημα της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης (αφορούσε την ημερομηνία γέννησής της και την οικογενειακή της κατάσταση), δεν μπορεί να αποτελέσει κώλυμα διορισμού της κατά τα ανωτέρω, δεδομένου ότι και το πλημμέλημα αυτό δεν μνημονεύεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Υ.Κ.[10].

26. Τέλος, όσον αφορά την καταδίκη της Ε.Χ. σε πρώτο βαθμό για τις πράξεις της κακουργηματικής υπεξαγωγής εγγράφων, καταδίκη η οποία ανετράπη ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, λόγω κατάργησης της διάταξης του άρθρου 263Α του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, λεκτέα τα εξής: Αποτελεί εξαιρετική και σπάνια περίπτωση, εκείνη κατά την οποία ο υποψήφιος προς διορισμό έχει με βεβαιότητα τελέσει συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες, κατά τον χρόνο τέλεσής τους, διώκονταν σε βαθμό κακουργήματος και έχει ήδη καταδικασθεί πρωτόδικα για αυτές, πλην όμως, εξαιτίας κάποιας - μεταγενέστερης της καταδίκης του - νομοθετικής παρέμβασης, το τελεσθέν από εκείνον έγκλημα μεταπίπτει από κακούργημα σε πλημμέλημα και ο υποψήφιος, έχοντας ασκήσει εν τω μεταξύ ένδικο μέσο κατά της αρχικής καταδικαστικής του απόφασης, κηρύσσεται ένοχος της τέλεσης πλημμελήματος.

27. Το ενδιαφέρον στοιχείο στην περίπτωση αυτή συνίσταται στο ότι εν προκειμένω δεν έχει λάβει χώρα ουσιαστική αθώωση του καταδικασθέντος για το κακούργημα, ούτε έχει κριθεί με δικαστική απόφαση ότι τούτος δεν τέλεσε τις σχετικές κακουργηματικές πράξεις, αλλά η μεταγενέστερη καταδίκη του για πλημμέλημα (και μάλιστα πλημμέλημα που δεν συμπεριλαμβάνεται σε εκείνα του άρθρου 8 παρ. 1α του Υ.Κ.) οφείλεται στο εντελώς τυχαίο γεγονός της μεταβολής της νομοθεσίας προς το επιεικέστερο.

28. Τέτοια είναι και η εξεταζόμενη περίπτωση, κατά την οποία η Ε.Χ. καταδικάσθηκε πρωτόδικα για κακουργηματικές πράξεις, με την αναφερόμενη στο αντίγραφο του ποινικού της μητρώου, υπ’ αριθ. 3919/2018, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, πλην όμως, μετά την κατάργηση του άρθρου 263Α του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, οι σχετικές πράξεις που τέλεσε (υπεξαγωγές εγγράφων από υπάλληλο της Δ.Ε.Η. Α.Ε., με σκοπό προσπορισμού οφέλους στον εαυτό της και πρόκλησης βλάβης στην εργοδότριά της Δ.Ε.Η. Α.Ε.) διώκονται, πλέον, σε βαθμό πλημμελήματος, με αποτέλεσμα, αυτή να κριθεί, κατ’ έφεση, ένοχη πλημμεληματικών υπεξαγωγών εγγράφων και μετά την κρίση της ΑΠ 466/2021, περί παραγραφής ορισμένων εξ αυτών, να καταδικασθεί τελικά για το πλημμέλημα της υπεξαγωγής ενός μόνο εγγράφου, δηλαδή του απογραφικού της δελτίου, πράξη η οποία δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή.

29. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθ. 466/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου, έγιναν δεκτά - μεταξύ άλλων - επί λέξει τα εξής: «... Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Γ’ Πενταμελές Εφετείο (Κακ/των) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, επί εφέσεως της αναιρεσείουσας κατά της, υπ’ αριθ. 3919/2018, απόφασης του Α’ Τριμελούς Εφετείου (Κακ/των) Αθηνών, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, επί της κατηγορίας για την υπεξαγωγή εγγράφων, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μετάνοιας (άρθ. 84 παρ. 2 α’ και δ’ Π.Κ.) σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, αυτολεξεί τα εξής: "...αναφορικά με την, με στοιχεία Δ’ πράξη, για την οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορούμενη της υπεξαγωγής εγγράφων από υπάλληλο (άρθ. 242 παρ. 2-1 και 3 σε συνδ. με άρθρο 263 Α Π.Κ., πρέπει να αναφερθούν τα εξής: ... Στην προκειμένη περίπτωση από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη σε μη εξακριβωθέν επακριβώς χρόνο, πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από τον Ιούνιο του 2014 έως και τον Σεπτέμβριο 2015 υπεξήγαγε έγγραφα που της ήταν προσιτά λόγω της υπηρεσίας της και ειδικότερα ως υπάλληλος διαδοχικά στο γραφείο του διευθύνοντος συμβούλου της εγκαλούσας ΔΕΗ, στο γραφείο μέλους του ΔΣ και γραμματέας στο γραφείο της πρώην ... και έχοντας ως εκ τούτου πρόσβαση στους υπηρεσιακούς φακέλους, αφαίρεσε από τον ατομικό φάκελο που τηρούνταν στη ΔΑΝΠΟ, τα διαβιβασθέντα έγγραφα από την Επιτροπή του ΟΑΕΔ προς τη ΔΕΗ, ήτοι αντίγραφο του ποινικού της μητρώου, υπεύθυνη δήλωση περί πολυθεσίας, υπεύθυνη δήλωση ασφάλισης και περί μη συνταξιοδότησης, κάρτα αναγγελίας πρόσληψης στον ΟΑΕΔ, έντυπα της ΔΕΗ σχετικά με το αποδεικτικό δελτίο ταυτότητας και έντυπο που ανάφερε όλα τα δικαιολογητικά που κατέθεσε για την πρόσληψη στον ΟΑΕΔ, τα κατατεθέντα έγγραφα από αυτήν κατά την τοποθέτησή της, αίτηση προς τον ΟΑΕΔ, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, φωτοαντίγραφο ταυτότητας, δήλωση φορολογίας εισοδήματος, απόκομμα σύνταξης πολεμικής αντίστασης, υπεύθυνες δηλώσεις αποδοχής τοποθέτησης και συνταξιοδότησης, καθώς και απογραφικό δελτίο που συντάχθηκε τον Μάιο του 2014 και στα οποία (έγγραφα) αναγράφονταν η ψευδής ημερομηνία γέννησης της 1.1.1975 αντί της αληθούς 1.1.1974 και η οικογενειακή της κατάσταση, με σκοπό να βλάψει την εγκαλούσα και ειδικότερα προκειμένου να μην μπορεί να διαπιστωθεί (αποδειχθεί) η χρήση των πλαστών εγγράφων και η απάτη της σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ΔΕΗ και να εξακολουθήσει έτσι να παρέχει παράνομα την εργασία της σ’ αυτήν, εισπράττοντας τις αποδοχές της θέσης που κατέλαβε παράνομα που τελικά ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 280,397,65 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο του άρθρου 242 παρ. 2-1 και 3 του Π.Κ. για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορούμενη, καθόσον μετά την κατάργηση του άρθρου 263Α του προϊσχύοντος Ποινικού Κώδικα (Ν. 1950) η υπεξαγωγή εγγράφων από υπάλληλο της ΔΕΗ δεν ρυθμίζεται πλέον από τη διάταξη του άρθρου 242 Π.Κ., στοιχειοθετείται όμως εν προκειμένω, τόσον υποκειμενικά (εφόσον αποδείχθηκε σκοπός της κατηγορούμενης να βλάψει την εγκαλούσα στερώντας από αυτή τη δυνατότητα να διαπιστώσει τη χρήση των πλαστών εγγράφων από αυτή και την απάτη σε βάρος της) όσον αντικειμενικά το έγκλημα της απλής υπεξαγωγής εγγράφων του άρθρου 222 Π.Κ. Επομένως πρέπει η κατηγορούμενη να κηρυχθεί ένοχη απλής υπεξαγωγής εγγράφων του άρθρου 222 Π.Κ., κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από υπεξαγωγή εγγράφων από υπάλληλο (άρθρο 242, σε συνδυασμό προς το ήδη καταργηθέν άρθρο 263 Α του προϊσχύοντος Π.Κ.), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό...».

30. Όπως προαναφέρθηκε, η προβλεπόμενη στις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Υ.Κ., αμετάκλητη καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα, ως κώλυμα διορισμού σε θέση δημοσίου υπαλλήλου, κατατείνει στη δημιουργία ενός αυστηρού καθεστώτος χάριν του συμφέροντος της δημόσιας υπηρεσίας[11] και έχει ως προφανή σκοπό τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών με προσωπικό που διαθέτει ηθική ακεραιότητα, ώστε να διασφαλίζεται η σύννομη εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων και η δημόσια πίστη σε αυτή.

31. Επί του κρίσιμου ζητήματος της ύπαρξης ή μη κωλύματος διορισμού της Ε.Χ., εξαιτίας των αδικημάτων που αναφέρονται στο Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου της και μετά από διαλογική συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των μελών του Τμήματος, διατυπώθηκαν δύο γνώμες:

32. Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, η οποία απαρτίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τμήματος, Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Αντιπρόεδρο Ν.Σ.Κ. και τους Νομικούς Συμβούλους του Κράτους Νικόλαο Καραγιώργη, Αντώνιο Παπαγεωργίου, Μαρία Δεληγιάννη, Μαρία Μπασδέκη, Σπυρίδωνα Κουλούρη και Παναγιώτα Παρασκευοπούλου (ψήφοι 7), σύμφωνα με την πάγια – κατά τα προαναφερθέντα – θέση της θεωρίας και της νομολογίας, δεν είναι επιτρεπτή οποιαδήποτε διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1α του Υ.Κ. Όπως προκύπτει με σαφήνεια από τη γραμματική διατύπωση της εν λόγω διάταξης, αυτή απαιτεί, ως κώλυμα διορισμού, υφιστάμενη αμετάκλητη καταδίκη είτε για κακούργημα[12] είτε υφιστάμενη αμετάκλητη καταδίκη σε οποιαδήποτε ποινή για τα περιοριστικά απαριθμούμενα στη διάταξη αυτή πλημμελήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, ήδη, με την έκδοση της υπ’ αριθ. 2247/2019 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, δικάσαντος κατ’ έφεση, εξαφανίσθηκε η προηγούμενη καταδίκη της Ε.Χ. για κακούργημα, με την υπ’ αριθ. 3919/2018 πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Είναι δε αδιάφοροι, για την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1α του Υ.Κ., οι νομικοί ή ουσιαστικοί λόγοι που οδήγησαν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην εξαφάνιση της ως άνω καταδίκης. Περαιτέρω, το πλημμέλημα της απλής υπεξαγωγής εγγράφων του άρθρου 222 Π.Κ., για το οποίο και μόνο, η Ε.Χ. κηρύχθηκε ένοχη τελικά, με την υπ’ αριθ. 466/2021 απόφαση του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, δεν συμπεριλαμβάνεται σε εκείνα, τα οποία απαριθμούνται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1α του Υ.Κ. Κατά συνέπεια, τα αναφερόμενα στο Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου της Ε.Χ. αδικήματα, δεν συνιστούν, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1α του ν. 3528/2007, κώλυμα διορισμού της στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.

33. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη της εισηγήτριας, Παρέδρου Ν.Σ.Κ., Νάταλης- Χριστίνας Σαμαρά, (γνώμη χωρίς ψήφο) η απαραίτητη ακεραιότητα του υποψηφίου δημοσίου υπαλλήλου, η οποία συνδέεται άμεσα με τη διασφάλιση του ηθικού κύρους της δημόσιας υπηρεσίας, κατ’ αρχήν δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συντρέχει όταν τούτος έχει ήδη καταδικασθεί για κακούργημα και ακολούθως, έχει ακολουθήσει τυπική αλλά όχι ουσιαστική αθώωση αυτού[13]. Τυπική είναι η αθώωση, όταν στηρίζεται στο τυχαίο γεγονός της μεταγενέστερης τροποποίησης της νομοθεσίας προς το επιεικέστερο ή της παραγραφής του τελεσθέντος εγκλήματος. Η ουσιαστική δε αθώωση συνίσταται στο ότι το Δικαστήριο, κατόπιν ολοκληρωμένης επανεξέτασης της υπόθεσης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει επαρκής απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που του αποδίδεται (και για το οποίο έχει ήδη καταδικασθεί προηγουμένως) και ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος. Και τούτο, διότι η τυπική αθώωση, άλλως η παύση της ποινικής δίωξης, είτε λόγω παραγραφής, είτε λόγω μεταγενέστερης τροποποίησης της σχετικής νομοθεσίας, δεν εξαλείφει την ηθική απαξία του τελεσθέντος εγκλήματος, για το οποίο έχει καταδικασθεί ο υποψήφιος, ούτε μπορεί να θεραπεύσει τον «ατιμωτικό» χαρακτήρα της σχετικής καταδίκης, ο οποίος μπορεί να πλήξει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας, αποτέλεσμα το οποίο επεδίωξε να αποτρέψει ο νομοθέτης θεσπίζοντας τις προαναφερθείσες διατάξεις[14]. Ωστόσο, δεδομένης της πάγιας, κατά τα ανωτέρω, θέσης της θεωρίας και της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία δεν είναι επιτρεπτή οποιαδήποτε διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθ. 8 παρ. 1α του Υ.Κ., και δεδομένου ότι η γραμματική διατύπωση της διάταξης απαιτεί υφιστάμενη καταδίκη για κακούργημα, είναι αναγκαίο να γίνει δεκτό ότι η αναφερόμενη στο αντίγραφο ποινικού μητρώου καταδίκη της Ε.Χ. για κακούργημα, δεν συνιστά κώλυμα διορισμού.

34. Μειοψήφησαν οι Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους, Μαρία-Λουΐζα Μπακαλάκου και Σοφία Διαμαντοπούλου, οι οποίες υποστήριξαν την άποψη ότι η αποδοχή της ερμηνευτικής εκδοχής του άρθρου 8 παρ. 1α του Υπαλληλικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία δε συνιστά κώλυμα διορισμού η καταδίκη για κακούργημα, για την οποία έχει ακολουθήσει μόνο τυπική αλλά όχι ουσιαστική αθώωση του καταδικασθέντος, αφενός αντιστρατεύεται τον σκοπό της θέσπισης των κωλυμάτων διορισμού, αφετέρου άγει στο νομικό παράδοξο, η είσοδος σε δημόσια θέση να απαγορεύεται στον τυχόν καταδικασθέντα για απλό πλημμέλημα, το οποίο προβλέπεται ρητά στο άρθρο 8 παρ. 1 α΄ του Υ.Κ. (ενδεχομένως να του έχει επιβληθεί μικρή ποινή φυλάκισης με αναστολή), αλλά να επιτρέπεται σε πρόσωπο που έχει αμετάκλητα καταδικασθεί για πλημμέλημα, από εκείνα που δεν περιλαμβάνονται στα περιοριστικά απαριθμούμενα στο ανωτέρω άρθρο, και, ταυτοχρόνως, έχει στο παρελθόν καταδικασθεί σε πολυετή κάθειρξη για κακουργηματικές πράξεις, χωρίς να έχει μεσολαβήσει δικαστική κρίση περί της πανηγυρικής και ουσιαστικής αθωότητάς του. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, εν τέλει, έρχεται σε αντίθεση με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, κατά τη διαδικασία διορισμού σε δημόσια θέση.

Απάντηση

35. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, επί του τιθέμενου ερωτήματος, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΣΤ΄ Τμήμα) γνωμοδοτεί, κατά πλειοψηφία, ως ακολούθως:

Τα καταχωρημένα αδικήματα στο Αντίγραφο Ποινικού Μητρώου της Ε.Χ., υποψήφιας για την πλήρωση θέσεων μόνιμου προσωπικού, οι οποίες προκηρύχθηκαν με την υπ’ αριθ. 3ΓΒ/2023 (ΦΕΚ τ. ΑΣΕΠ 51) προκήρυξη, όπως αυτή η προκήρυξη αρχικά τροποποιήθηκε και τελικά συμπληρώθηκε, δυνάμει των υπ’ αριθ. 38672/19.12.2023, 782/01/2024 και 3399/01/2024 αποφάσεων του Προέδρου του ΑΣΕΠ, δεν συνιστούν, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1α του ν. 3528/2007, κώλυμα διορισμού της προαναφερομένης υποψήφιας στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.

ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ

Αθήνα, 26.6.2025

Ο Πρόεδρος

Κωνσταντίνος Γεωργιάδης

Αντιπρόεδρος Ν.Σ.Κ.

Η Εισηγήτρια

Νάταλη- Χριστίνα Π. Σαμαρά

Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.


[1] Άρθρο 263Α, παρ. 1, Π.Δ/τος 283/1985: «1. Για την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 υπάλληλοι θεωρούνται και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση: α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο Κράτος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό νερού, φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής ενημέρωσης, β)… γ)…».

[2] Άρθρο 64 παρ. 1 και 2 του ν. 4689/2020: «1. Κύριες ποινές: α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται για χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών.

2. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ. 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπόμενων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.».

[3] (ΔΕφΑθ 2065/2015, 1927/2015, 1021/2014, ΝΟΜΟΣ).

[4] ΟλΣτΕ 1943/2018, 959/2015, 352, 358/2009, 2396/2004, ΝΟΜΟΣ. Βλ. επίσης: ΝΣΚ 144/2020.

[5] ΟλΣτΕ 1943/2018, ΣτΕ 645/2020, 2353/2019, 2099/2019, 917/2019, 380/2016, πρβλ. ΟλΣτΕ 201- 208/2020, 1943/2018, ΣτΕ 1590-1/2018 7μ., 2180, 2677/2016, 959/2015, 1621/2012, ΝΟΜΟΣ, ΝΣΚ 144/2020.

[6] Α. Ι. Τάχος – Ι. Λ. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Γ΄ Έκδοση, άρθρο 8, σελ. 148 επ. και ιδίως σελ. 149, πρβλ. ΣτΕ Ολ. 2857/1985.

[7] ΣτΕ 5284/1997, ΔΕφΑθ 1021/2014, ΝΟΜΟΣ.

[8] Βλ. ενδεικτικά: Σ. Κτιστάκη – Β. Κονδύλη – Ε. Τζιράκη, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, 2018, σελ. 129 – 130, Α. Ι. Τάχος – Ι. Λ. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Γ΄ Έκδοση, άρθρο 8, σελ. 149, Α. Τάχος, Δημόσιο Υπαλληλικό Δίκαιο, 1996, σελ. 71-72, πρβλ. ΟλΣτΕ 869/2018, 2857/1985, ΣτΕ 435/1999, ΝΟΜΟΣ, ΝΣΚ 144/2020, 109/2020, 186/2019, 116/2016, 149/2015, Ατομ. Γνμδ ΝΣΚ 197/2001.

[9] ΣτΕ Ολ. 2857/1985, ΝΣΚ 144/2020.

[10] Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί το εξής: Παρά το γεγονός ότι στην υπ’ αριθ. 466/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου αναφέρεται ότι για τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη η δικογραφία τέθηκε στο αρχείο, δυνάμει σχετικής πράξης της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρο 64 του ν. 4689/2020, ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν θα ήρε το κώλυμα διορισμού της Ε.Χ. αν το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα ενέπιπτε στα περιοριστικά αναφερόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 του Υ.Κ. Και τούτο, διότι, κατά την κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία άποψη, η αναστολή της έκτισης της ποινής, καθώς και η υπό προϋποθέσεις απαλλαγή του καταδικασθέντος από την υποχρέωση έκτισης της ποινής (υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις του άρθρου 64 του ν. 4689/2020) δεν αίρει την ύπαρξη της καταδίκης και την ηθική απαξία αυτής (βλ. σχετικές σκέψεις σε: ΣτΕ Επταμ. 3890/2013, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2948/2017, ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 3137/2015, 2065/2015, 1927/2015, 3276/2014, 3192/2014, 1021/2014, ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΣτΕ 3968/2013, 3890/2013 και 5284/1997, ΝΟΜΟΣ).

[11] ΣτΕ 1239/2023, 5284/1997, ΝΟΜΟΣ.

[12] Χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε διάκριση, με βάση τον ειδικότερο τρόπο κατά τον οποίο έχει αρθεί και δεν είναι πλέον υφιστάμενη προηγούμενη καταδίκη για κακούργημα.

[13] Πρβλ. την υπ’ αριθ. 47/2025 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο κρίνοντας επί εφέσεως πολιτικού συνταξιούχου κατά πράξης του Προϊσταμένου της Δ/νσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμών Πολιτικών Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., καθ’ ό μέρος δι’ αυτής δεν συνυπολογίσθηκε στη συνολική συντάξιμη υπηρεσία του χρονικό διάστημα κατά το οποίο τελούσε σε υποχρεωτική αποχή από τα καθήκοντά του λόγω πρωτόδικης ποινικής καταδίκης του, έκρινε ότι: «Συνεπώς, για την προσμέτρηση του διαστήματος υποχρεωτικής αποχής στη συνολική συντάξιμη υπηρεσία μέλους ΔΕΠ ΑΕΙ απαιτείται η έκδοση αθωωτικής δικαστικής απόφασης, διότι μόνο μέσω του πανηγυρικώς αθωωτικού αποτελέσματος της αμετακλήτως περαιωθείσας ποινικής διαδικασίας και της επί της ουσίας ανυπαρξίας των όρων που επέβαλαν την παραπομπή του διωκόμενου σε ποινική δίκη, δικαιολογείται κατά νόμον η θεώρηση του διαστήματος αυτού ως συντάξιμου…».

[14] Βλ. Α. Ι. Τάχο – Ι. Λ. Συμεωνίδη, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Γ΄ Έκδοση, άρθ. 8, σελ. 149, πρβλ. ΣτΕ Επταμ. 3890/2013, ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 2948/2017, ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 3137/2015, 2065/2015, 1927/2015, 3276/2014, 3192/2014, 1021/2014, ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΣτΕ 3968/2013, 3890/2013 και 5284/1997, ΝΟΜΟΣ.