ΑΠ 58/2015 Τμ. Β1’
Προεδρεύων Αντιπρόεδρος: Ν. Λεοντής
Εισηγητής: Μ. Αυγουλέας
Διάκριση σύμβασης εργασίας από σύμβαση έργου. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης είναι έργο του δικαστή, ακόμη δε και στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 648 επ., 681 επ. ΑΚ, π.δ. 81/2003, 164/2004
Απόσπασμα
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652 ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθ. 38 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερομένη στο άρθ. 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, κυρίως διότι με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία, που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με τη σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης. Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών κ.λπ. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 3 του Συντάγματος, και ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο μετά από εκτίμηση όλων των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύονται στη συγκεκριμένη περίπτωση, ερμηνεύοντας το περιεχόμενο της σύμβασης, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα τη σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ο νόμος, ενώ η δυνατότητα του ορθού νομικού χαρακτηρισμού μιας έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ή έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 21 παρ. 1 του ν. 2190/1994 οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρ. 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου (όλοι δηλαδή οι φορείς του δημόσιου τομέα), επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, υπό τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων. Κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού, η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβεί τους 8 μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο 12 μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατά τις ισχύουσες διατάξεις κατεπειγουσών αναγκών λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβεί τους 4 μήνες για το ίδιο άτομο, παράταση δε ή σύναψη νέας συμβάσεως κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αόριστου χρόνου είναι άκυρη. Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την ως άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και, τέλος, ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγουμένων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ’ άρθρο 259 ΠΚ. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρ. 103 παρ. 2 του Συντ. επιβάλλεται να υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και λοιπών ΝΠΔΔ, κατ’ εξαίρεση δε μπορεί να προβλέπεται από ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ενώ με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου γίνεται πρόβλεψη για την πλήρωση οργανικών θέσεων ιδιωτικού επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού με πρόσωπα που προσλαμβάνονται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Με την αναθεώρηση, όμως, του Συντάγματος του έτους 2001 και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας στις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης, στο ίδιο ως άνω άρθρο προστέθηκε και παρ. 8, με την οποία στα εδάφια α’ και γ’ ορίζεται ότι «νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3. εδ. α’ αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών, κατά την παρ. 2 εδ. β’, αυτού. Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα π.δ/τα 81/2003 και 164/2004, το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και η ισχύς των οποίων άρχισε αντίστοιχα από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2.4.2003 και 19.7.2004). Ορίζει δε το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού π.δ/τος τα εξής: «1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης ... 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου». Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου π.δ/τος «η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του», ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Ανεξαρτήτως, όμως, όλων αυτών, από τη διάταξη του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 «Περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» και την όμοια διάταξη του άρθρου 84 «Περί λογιστικού του Δημοσίου» προκύπτει ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό του Ν.Π. ή του Ελλ. Δημοσίου, έχουσα αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός. Η πρόταση κατάρτισης σύμβασης και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και με ιδιαίτερα έγγραφα. Αν δεν τηρηθεί αυτός ο τύπος, η σύμβαση είναι άκυρη. Με την υπ’ αριθ. 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. Β’ 447), αυξήθηκε το χρηματικό ποσό, το οριζόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 84 του Ν.Δ. 321/1969 και του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 σε 150.000 δραχμές. Η διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 41 του ίδιου ΝΔ/τος, κατά το οποίο «Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότητα αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως» εφαρμόζεται μόνον όταν εκπληρώθηκε η σύμβαση, για την οποία προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι δε όταν δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή.
Σημ.: Το επίδικο περιστατικό αφορούσε την παροχή υπηρεσίας μαγείρισσας αφενός και καθαρίστριας αφετέρου με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ανανεώνονταν κάθε έτος (επί πέντε συναπτά έτη) την επομένη της λήξης τους και υπό καθεστώς παροχής εξαρτημένης εργασίας (εξάρτηση ως προς τον τόπο εκτέλεσης, τον χρόνο έναρξης και την εποπτεία για την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας).
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα