Top

Αναζήτηση


Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
6
Έτος
2024
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας, 6 (2024)


ΑΠ 1014/2024 Τμ.Α1 - σχόλιο: Π. Γιαννόπουλος

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο    

A- A A+    Εκτύπωση   

ΑΠ 1014/2024 Τμ.Α1

Πρόεδρος: Α. Υφαντή, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Σ. Μπλέτα, Αρεοπαγίτης
Σύνθεση: Β. Θωμάτου, Γ. Σχοινοχωρίτης, Ε. Νικόπουλος
Δικηγόροι: Χ. Τούμπας - Κ. Παπαδάκης

Νομικές Διατάξεις: άρθρα 119, 144 ΚΠολΔ, 19 ν. 4267/2014

Δικονομικές προθεσμίες· ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου έφεσης κατά την τελευταία ημέρα της προθεσμίας· πρέπει να ολοκληρωθεί σε εργάσιμη ώρα. Το άρθρο 19 § 5 ν. 4267/2014, που ορίζει ότι δικόγραφα κατατιθέμενα σε οποιαδήποτε ώρα εργάσιμης ημέρας λογίζονται ότι κατατέθηκαν μέσα στο ωράριο εργασίας της ίδιας ημέρας, ενώ όσα κατατίθενται σε εξαιρετέες ημέρες λογίζονται ότι κατατίθενται την αμέσως επόμενη ημέρα, δεν τροποποιεί το άρθρο 144 ΚΠολΔ.

Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 5664/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε ως απαράδεκτη την από 30.9.2021 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 5876/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564, 566 § 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθ. 3 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ, αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάντα (30) ημερών, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή είναι άγνωστη εξήντα (60) ημερών, ενώ και στις δύο περιπτώσεις η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη. Εξάλλου, με το άρθρο 1 § 1 της από 29.12.1980 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, που κυρώθηκε με τον ν. 1157/1981, καθιερώθηκε από 1.1.1981 πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, αρχόμενη από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή για το προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ενώ κατά την § 12 του ίδιου άρθρου, η διαδρομή των προθεσμιών που τάσσονται από τον νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζει από την επομένη ημέρα της επιδόσεως ή του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της και λήγει την 19:00 ώρα της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο, λήγει την ίδια ώρα της επομένης εργάσιμης ημέρας (ΑΠ 1367/2022, ΑΠ 1286/2018). Το ίδιο ισχύει και επί της 30θήμερης προθεσμίας που τάσσεται με τη διάταξη του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ για την κατάθεση του δικογράφου της εφέσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19 § 5 του ν. 4267/2014, «Η προβλεπόμενη στην κείμενη νομοθεσία ηλεκτρονική κατάθεση ενδίκων μέσων, βοηθημάτων και οποιουδήποτε εν γένει δικογράφου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις, μπορεί να γίνει και εκτός των ωρών λειτουργίας των υπηρεσιών και των γραμματειών των δικαστηρίων, καθώς και κατά τις εξαιρετέες ημέρες. Δικόγραφα κατατιθέμενα σε οποιαδήποτε ώρα εργάσιμης ημέρας λογίζονται ότι κατατέθηκαν μέσα στο ωράριο εργασίας της ίδιας ημέρας. Δικόγραφα κατατιθέμενα σε εξαιρετέες ημέρες λογίζονται ότι κατατίθενται την αμέσως επόμενη ημέρα». Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ, «Αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο». Υπό τον όρο «απαράδεκτο» νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, αυτό, δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση-παραβίαση δικονομικής διατάξεως (ΑΠ 862/2011, ΑΠ 558/2008), με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΑΠ 532/2020). Μέσω του ανωτέρω αναιρετικού λόγου ελέγχονται πλην άλλων, το παραδεκτό ασκήσεως ενδίκων μέσων, των πρόσθετων λόγων εφέσεως, καθώς και το παραδεκτό των ανακοπών (άρθρα 583επ, 632, 933, 979 ΚΠολΔ) και πρόσθετων λόγων αυτών (ΑΠ 846/2019, ΑΠ 503/2018).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο της αναιρέσεως, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενο ότι το Εφετείο, παρά τον νόμο, κήρυξε απαράδεκτη την από 30.9.2021 έφεσή του ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 αριθ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: «Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/20.7.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, που προσκομίζει και επικαλείται η εφεσίβλητη της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 5876/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιδόθηκε στο εκκαλούν ΝΠΔΔ “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης” και ήδη υπό την επωνυμία “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης”, στις 20.7.2021. Το γεγονός αυτό συνομολογεί με την έφεσή του και το ως άνω εκκαλούν (βλ. σ. 20 εφέσεώς του, όπου διαλαμβάνει το ως άνω γεγονός της επίδοσης, καθώς και τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως στις 30.9.2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ, η προθεσμία των τριάντα ημερών για την άσκηση εφέσεως από το ως άνω εκκαλούν ΝΠΔΔ κατά της επιδοθείσας από την ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχ. Β΄ εφέσεως) εκκαλουμένης αποφάσεως, που άρχισε την επομένη της ημέρας της επιδόσεως και λόγω των δικαστικών διακοπών την πρώτη ημέρα μετά το πέρας αυτών (ήτοι την 1η.9.2021), συμπληρώνεται ώρα 19:00 της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας, ήτοι της Πέμπτης 30 Σεπτεμβρίου 2021. Επομένως, το ως άνω εκκαλούν ΝΠΔΔ είχε τη δυνατότητα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και μέχρι τις 19:00 της 30ής.9.2021 να καταθέσει στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την έφεσή του, είτε διά ζώσης κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες λειτουργίας της, είτε ηλεκτρονικά σε οποιαδήποτε ημέρα και ώρα του ως άνω χρονικού διαστήματος, όπως ορίζει το άρθρο 119 ΚΠολΔ σε συνδ. με τα οριζόμενα στην § 5 του άρθρου 19 του ν. 4267/2014, τα οποία ουδόλως καταργούν τις διατάξεις του ΚΠολΔ ούτε επιμηκύνουν τις καθοριζόμενες από τις τελευταίες προθεσμίες, αντίθετα ρυθμίζουν λεπτομερέστερα τα της ηλεκτρονικής καταθέσεως δικογράφων εντός των ως άνω προθεσμιών του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, τόσο από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011, ο οποίος επέτρεψε το πρώτον τη δυνατότητα ηλεκτρονικής καταθέσεως δικογράφων όσο και του τροποποιητικού ν. 4335/2015, σκοπός των διατάξεων αυτών είναι η απλούστερη απονομή της δικαιοσύνης, με την παράλληλη διαφύλαξη της συνοχής, ενότητας και συνέχειας του ΚΠολΔ, και όχι η κατάργηση ή τροποποίηση. Κατά συνέπεια, η έφεση του εκκαλούντος ΝΠΔΔ “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης”, η οποία κατατέθηκε στις 30.9.2021, ώρα 20:18, σύμφωνα με την οικεία έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ’ αριθ. …/2021) έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα και, επομένως, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία υπό στοιχ. II νομική σκέψη». Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν προέβη σε παρά τον νόμο κήρυξη απαραδέκτου και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επιδόθηκε στο εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον στις 20.7.2021, η προθεσμία δε των τριάντα ημερών για την άσκηση εφέσεως από το εκκαλούν, η οποία άρχισε την επομένη της επιδόσεως και λόγω των δικαστικών διακοπών, την πρώτη ημέρα μετά το πέρας αυτών, την 1η.9.2021, έληξε στις 30.9.2021 ημέρα Πέμπτη και ώρα 19:00. Το γεγονός ότι η έφεση ασκήθηκε στις 30.9.2021 και ώρα 20:18, ήτοι μετά την 7η βραδινή της ίδιας ως άνω ημέρας, δεν την καθιστά εμπρόθεσμη επειδή υποβλήθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με ηλεκτρονικά μέσα, διότι ο τρόπος αυτός ασκήσεώς της δεν επιμηκύνει τις καθοριζόμενες από τον ΚΠολΔ προθεσμίες ασκήσεως των ενδίκων μέσων. Επομένως, ο παραπάνω αναιρετικός λόγος από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 106, 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.

Παρατηρήσεις Παναγιώτη Σ. Γιαννόπουλου, Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Ηλεκτρονική κατάθεση ενδίκου μέσου κατά την εκπνοή της προθεσμίας άσκησης ενδίκου μέσου. Ζητήματα από τη ρύθμιση του άρθ. 19 § 5 ν. 4267/2014

Η σχολιαζόμενη απόφαση επαναφέρει την προσοχή σε ένα ζήτημα με αξιόλογη πρακτική σημασία αναφορικά με την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, η οποία (με αρκετή καθυστέρηση) πραγματοποιεί ήδη τα πρώτα της βήματα στην ελληνική πολιτική δίκη. Ειδικότερα, το Ακυρωτικό αντιμετώπισε το ζήτημα κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η ηλεκτρονική κατάθεση ενός ενδίκου μέσου που λαμβάνει χώρα κατά την εκπνοή της προθεσμίας, μπορεί να θεωρηθεί εμπρόθεσμη αν έχει ολοκληρωθεί μετά τις επτά το βράδυ (οπότε λήγουν όλες οι προθεσμίες, άρθ. 144 § 1 ΚΠολΔ), αλλά πάντως εντός της ίδιας ημέρας. Υπό κανονικές συνθήκες, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα θα διαγραφόταν μάλλον αυτονόητη, καθώς ο χρόνος ολοκλήρωσης της διαδικαστικής πράξης έχει συντελεσθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας. Εντούτοις, το ζήτημα περιπλέκεται ενόψει του γεγονότος ότι ο νομοθέτης, σε ανύποπτο χρόνο, περιέλαβε σε μάλλον άσχετο ειδικό νομοθέτημα (ν. 4267/2014 «Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και άλλες διατάξεις») τη ρύθμιση του άρθ. 19 § 5 ν. 4267/2014, η οποία ρυθμίζει μάλλον αποσπασματικά το ζήτημα του χρόνου κατά τον οποίο λογίζεται ότι έλαβε χώρα η κατάθεση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου με ηλεκτρονικά μέσα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία ρύθμιση, «Η προβλεπόμενη στην κείμενη νομοθεσία ηλεκτρονική κατάθεση ενδίκων μέσων, βοηθημάτων και οποιουδήποτε εν γένει δικογράφου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις, μπορεί να γίνει και εκτός των ωρών λειτουργίας των υπηρεσιών και των γραμματειών των δικαστηρίων, καθώς και κατά τις εξαιρετέες ημέρες. Δικόγραφα κατατιθέμενα σε οποιαδήποτε ώρα εργάσιμης ημέρας λογίζονται ότι κατατέθηκαν μέσα στο ωράριο εργασίας της ίδιας ημέρας. Δικόγραφα κατατιθέμενα σε εξαιρετέες ημέρες λογίζονται ότι κατατίθενται την αμέσως επόμενη ημέρα». Ενόσω η ρύθμιση αυτή επιλύει κατά τρόπο σαφή το ζήτημα της ημερομηνίας κατά την οποία λογίζεται πως έλαβε χώρα η κατάθεση, καταλείπει αδιευκρίνιστη τη σχέση της με το άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο οι δικονομικές προθεσμίες λήγουν κατά την εβδόμη βραδινή.

Η σχολιαζόμενη απόφαση αποφάνθηκε, με αφορμή έφεση που είχε κατατεθεί μετά την εβδόμη βραδινή, αλλά πάντως κατά τη διάρκεια της τελευταίας ημέρας προθεσμίας για την άσκηση του ενδίκου μέσου, υπέρ της εκδοχής ότι το άρθρο 19 § 5 ν. 4267/2014 δεν τροποποιεί το άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ, οπότε κατ’ ακολουθίαν η άσκηση του ενδίκου μέσου πρέπει να ολοκληρώνεται μέσα στα όρια της τελευταίας διάταξης, ακόμη και αν η κατάθεση ενεργείται με ηλεκτρονικά μέσα.

Το ίδιο ζήτημα είχε απασχολήσει και το Α2 Τμήμα του Αρείου Πάγου, το οποίο με την υπ’ αριθ. 1765/2023 απόφασή του[1] υιοθέτησε τη διαμετρικά αντίθετη γνώμη, αναιρώντας την ΕφΠειρ 106/2022[2].

Το ζήτημα στασιάζεται και στη θεωρία. Κατά μία γνώμη[3], που πρακτικά καταλήγει στην ίδια κατ’ αποτέλεσμα λύση με εκείνη που υιοθέτησε και η σχολιαζόμενη απόφαση, το άρθρο 19 § 5 ν. 4267/2014 δεν καταργεί, ούτε τροποποιεί το άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ, ώστε ο εκκαλών να φέρει την υποχρέωση να ολοκληρώσει την κατάθεση πριν τη συμπλήρωση της εβδόμης βραδινής. Έτερη γνώμη (την οποία υιοθέτησε κατ’ αποτέλεσμα η ΑΠ 1765/2023) καταλήγει στο διαμετρικά αντίθετο ερμηνευτικό συμπέρασμα, επικαλούμενη ότι κατά γενική αρχή του δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου ο χρόνος παρέλευσης ορισμένης προθεσμίας εξαρτάται από το απώτατο χρονικό σημείο στο οποίο μπορεί να ολοκληρωθεί η πράξη την οποία αφορά η προθεσμία[4], ότι καθ’ ο μέτρο το άρθρο 19 § 5 ν. 4267/2014 επιτρέπει την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, η κατάθεση που διενεργείται σε χρόνο πέραν των ωρών λειτουργίας της γραμματείας των δικαστηρίων εξομοιώνεται, σύμφωνα με το πλάσμα δικαίου που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη, με κατάθεση διενεργηθείσα εντός του ωραρίου λειτουργίας της γραμματείας, ώστε να αποκλείεται η κήρυξή της ως εκπρόθεσμης[5] και ότι, τέλος, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, να απαιτείται δηλαδή η ολοκλήρωση της κατάθεσης του ενδίκου μέσου μέσα στα χρονικά όρια του άρθρου 144 § 1 ΚΠολΔ, ακόμη και στην περίπτωση της ηλεκτρονικής κατάθεσης στην οποία δεν συμπράττει η γραμματεία του δικαστηρίου, δυσχεραίνει αδικαιολόγητα την πρόσβαση των διαδίκων στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και περιορίζει με τον τρόπο αυτό την αποτελεσματικότητα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ερχόμενη κατ’ αποτέλεσμα σε αντίθεση προς την αρχή του κράτους δικαίου[6].

Η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία αναδεικνύει –αν μη τι άλλο– τις δυσμενείς επιπτώσεις που έχει για την ασφάλεια η αποσπασματική νομοθέτηση στην οποία ρέπει συχνά ο ημεδαπός νομοθέτης, χαρακτηριστικό παράδειγμα της οποίας μπορεί να θεωρηθεί η ρύθμιση του άρθρου 19 § 5 ν. 4267/2014, η οποία ήδη έχει ερμηνευθεί υπό διαμετρικά αντίθετο περιεχόμενο από τα Α1 και Α2 Τμήματα του Αρείου Πάγου.

Χάριν πληρότητας της ανάπτυξης, δεν είναι άσκοπο να προστεθούν με αυτή την αφορμή και οι ακόλουθες σκέψεις.

Σύμφωνα με το άρθρο 119 § 4 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 ν. 3994/2011 και εν συνεχεία αντικαταστάθηκε με τον ν. 4335/2015)[7], παρασχέθηκε το πρώτον η δυνατότητα κατάθεσης των δικογράφων των ενδίκων μέσων και με ηλεκτρονικά μέσα, υπό τον όρο ότι φέρουν ηλεκτρονική υπογραφή (άρθ. 119 § 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ, στην προϊσχύσασα μορφή του). Κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή, η κατάθεση του δικογράφου λογίζεται ολοκληρωθείσα, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη, που θα φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την άνω έννοια και θα περιέχει και την έκθεση κατάθεσης.

Όπως διευκρινίζεται στην ΑιτΕκθ ν. 3994/2011, η ρύθμιση κατατείνει στην αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογικών εξελίξεων που θα διευκολύνουν τη δυνατότητα της ενδοδιαδικαστικής ή εξώδικης ηλεκτρονικής διακίνησης των δικογράφων, εγγράφων, κ.λπ. και επικοινωνίας των παραγόντων της δίκης, ώστε να υπάρχει το απαραίτητο βασικό νομοθετικό θεμέλιο για την εισαγωγή στο πεδίο της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων της ηλεκτρονικής υποβολής δικογράφων, της ηλεκτρονικής άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων και της ηλεκτρονικής επίδοσης (κοινοποίησης) εγγράφων (δικογράφων). Στην οικεία θέση[8] αναφέρεται ότι, «Με τα άρθρα 8, 9, 10 του σχεδίου τροποποιείται η ρύθμιση των άρθρων 117, 119 και 122 ΚΠολΔ, στον βαθμό που κρίνεται απαραίτητη για την καθιέρωση της άσκησης με ηλεκτρονικά μέσα διαδικαστικών πράξεων, καθώς και της κατάθεσης/επίδοσης γενικά δικογράφων, αλλά και σύνταξης εκθέσεων με ηλεκτρονικά μέσα. Ειδικότερα, με προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί θα ορισθεί ότι μέσω της ηλεκτρονικής υπογραφής πιστοποιείται ότι ο αποστολέας πράγματι “νομιμοποιείται” να υποβάλει με ηλεκτρονικά μέσα δικόγραφα: δηλαδή οι απλοί πολίτες (άρθ. 94 § 2 περ. α΄, β΄, γ΄ ΚΠολΔ και 39 § 2 Κωδ. Δικηγ.), δικηγόροι κατά τοπική (άρθ. 44 Κωδ. Δικηγ.) και υλική (άρθ. 37 Κωδ. Δικηγ.) αρμοδιότητα ή όταν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα (άρθ. 98 ΚΠολΔ), καθώς βεβαίως και οι δικαστικοί επιμελητές».

Διαφαίνεται, επομένως, ότι κατά την αρχική τουλάχιστον εισαγωγή της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, ο νομοθέτης αντιλήφθηκε την εμβέλεια του άρθρου 119 § 4 ΚΠολΔ κατά τρόπο μάλλον περιορισμένο, οριοθετώντας την ως εναλλακτικό τύπο προς την κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου, χωρίς να τροποποιεί άλλες διατάξεις του Κώδικα (μεταξύ των οποίων και αυτή του άρθρου 144 § 1 ΚΠολΔ)[9].

Στη συνέχεια, η ρύθμιση του άρθρου 119 § 4 ΚΠολΔ πλαισιώθηκε από το π.δ. 25/2012, που ρυθμίζει τις διαδικαστικές λεπτομέρειες της ηλεκτρονικής κατάθεσης. Το άρθρο 2 § 2 στοιχ. ε΄ π.δ. 25/2012 αναφέρεται στον χρόνο ολοκλήρωσης της ηλεκτρονικής κατάθεσης, προβλέποντας ότι η διαδικασία ολοκληρώνεται με την αποστολή απάντησης από τη γραμματεία του δικαστηρίου, η οποία συνοδεύεται από τα αντίγραφα με την έκθεση κατάθεσης, που φέρει ημερομηνία, ώρα κατάθεσης και προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Σύμφωνα με το εδ. β΄ του άρθρου 2 § 2 στοιχ. ε΄ π.δ. 25/2012, ως χρόνος κατάθεσης θεωρείται η ημέρα και ώρα της κατά το προηγούμενο εδάφιο αποστολής απάντησης με αντίγραφο της έκθεσης κατάθεσης. Είναι σαφές, επομένως, ότι εν λόγω διάταξη περιορίζεται αποκλειστικά στη ρύθμιση του χρόνου ολοκλήρωσης της κατάθεσης, χωρίς να τροποποιεί άλλες δικονομικές διατάξεις, όπως π.χ. το άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ, κάτι το οποίο μπορεί να θεωρηθεί συνεπές και προς το αντικείμενο του π.δ. 25/2012, που αφορά στη ρύθμιση της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, χωρίς να επεκτείνεται σε ζητήματα δικονομικών προθεσμιών.

Ακολούθησε, βεβαίως, η θέσπιση του άρθρου 19 § 5 ν. 4267/2014, μίας αποσπασματικής ρύθμισης εκτός του σώματος του ΚΠολΔ, για την οποία εντούτοις η σχετική ΑιτΕκθ αναφέρει ότι με τη διάταξη αυτή επιχειρείται η «άρση κάθε ενδεχόμενης αμφισβήτησης σχετικά με τον χρόνο που λογίζεται ότι κατατέθηκε ένδικο μέσο ή βοήθημα σε περίπτωση επιλογής της διαδικασίας ηλεκτρονικής καταθέσεως»[10], διατύπωση υπό την οποία θα μπορούσε να υποτεθεί εύλογα ότι ο νομοθέτης δεν προσέβλεψε να καλύψει και άλλα ζητήματα, πολύ δε περισσότερο να μεταρρυθμίσει το άρθ. 144 § 1 ΚΠολΔ.

Σκόπιμο είναι να αναφερθεί ότι δικαιολογούνται αμφιβολίες ακόμη και για το κατά πόσον η ρύθμιση του άρθρου 19 § 5 ν. 4267/2014 παραμένει σε ισχύ, δοθέντος ότι το άρθρο 30 § 5 ν. 4727/2020 ήδη ορίζει ρητά ότι, «Με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων, όταν προβλέπεται προθεσμία για την ηλεκτρονική υποβολή αιτήσεων, δηλώσεων, δικαιολογητικών και άλλων εγγράφων, η προθεσμία αυτή λήγει τη δωδέκατη νυχτερινή ώρα Ελλάδας της ημέρας κατά την οποία παρέρχεται η προθεσμία ή της επόμενης εργάσιμης εάν η καταληκτική ημέρα είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή αργία. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης ηλεκτρονικής υποβολής, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται αμελλητί και με τον πλέον πρόσφορο τρόπο για τον εκπρόθεσμο χαρακτήρα της υποβολής».

Η παραπάνω ρύθμιση, ως νεότερη του άρθρου 19 § 5 ν. 4267/2014 εκτοπίζει, άλλως συμπληρώνει, αυτήν κατά το κρίσιμο ζήτημα της οριοθέτησης του εμπροθέσμου της ηλεκτρονικής διαβίβασης δικογράφου. Ενόσω προβλέπει λήξη των προθεσμιών κατά κανόνα στις 24:00 της τελευταίας ημέρας, ρητά επιφυλάσσεται υπέρ των ενδεχομένως ειδικότερων διατάξεων. Ως τέτοια «ειδικότερη» διάταξη μάλλον θα πρέπει να νοηθεί το άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει ad hoc τη λήξη των δικονομικών προθεσμιών στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, και όχι το άρθρο 19 § 5 ν. 4267/2014, που έχει παρόμοιο αντικείμενο με το άρθρο 30 § 5 ν. 4727/2020.

Παρόμοιοι προβληματισμοί έχουν διατυπωθεί παλαιότερα και στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά μία γνώμη έχει γίνει δεκτό και εκεί ότι, ακόμη και στην περίπτωση που το δικόγραφο υποβάλλεται ηλεκτρονικά, όταν η κατάθεση λαμβάνει χώρα κατά την τελευταία ημέρα της δικονομικής προθεσμίας, η ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής υποβολής του θα πρέπει να έχει συντελεσθεί πριν τις 19:00[11], ενώ ακόμη αυστηρότερη γνώμη απαιτεί την ολοκλήρωση της υποβολής του δικογράφου πριν τις 15:00, με επίκληση του επιχειρήματος ότι στον χρόνο εκείνο τοποθετείται η λήξη της λειτουργίας της γραμματείας του δικαστηρίου[12].

Αντί άλλης κατακλείδας, παρίσταται σκόπιμο να τονισθεί πως η αντιφατική αντιμετώπιση του ζητήματος στη νομολογία του Ακυρωτικού μέχρι σήμερα πλήττει σοβαρά την ασφάλεια δικαίου, ώστε να παρίσταται σκόπιμη είτε η de lege ferenda αποσαφήνιση του ζητήματος, είτε η παραπομπή του ζητήματος στην Ολομέλεια του Ακυρωτικού.



[1] ΑΠ 1765/2023, ΕΠολΔ 2023. 675 = <sakkoulas-online>.

[2] ΕφΠειρ 106/2022, Αρμ 2022. 951.

[3] Γιαννόπουλος, Χρόνος λήξης προθεσμίας για την κατάθεση έφεσης, επί κατάθεσης του εφετηρίου με ηλεκτρονικά μέσα. Εφαρμοστέα και εν προκειμένω η ρύθμιση του άρθρου 144 § 1 ΚΠολΔ. Εκπρόθεσμο έφεσης που κατατέθηκε με ηλεκτρονικά μέσα κατά την τελευταία ημέρα της προθεσμίας μετά τις 19:00, Αρμ 2022. 1049επ· Απαλαγάκη/Σταματόπουλος (-Γιαννόπουλος), ΚΠολΔ Ι, 2022, άρθ. 119 αριθ. 12· ΕφΠειρ 106/2022, Αρμ 2022. 951.

[4] Τσικρικάς, ΕΠολΔ 2023. 660.

[5] Τσικρικάς, ΕΠολΔ 2023. 661.

[6] Τσικρικάς, ΕΠολΔ 2023. 662.

[7] Ήδη η ρύθμιση έχει αντικατασταθεί εκ νέου, ήτοι πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 5 ν. 4842/2021. Η ισχύουσα διάταξη προβλέπει ότι, «Τα δικόγραφα κάθε φύσεως είναι δυνατόν να υποβάλλονται και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν ισοδύναμη της ιδιόχειρης ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα. Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι δυνατό να υποβάλλονται και τα επικαλούμενα με τις προτάσεις αποδεικτικά μέσα. Το δικόγραφο που έχει υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη, που θα φέρει ισοδύναμη της ιδιόχειρης ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα και θα περιέχει και την έκθεση κατάθεσης. Δεν απαιτείται η παραπάνω υπογραφή ή σφραγίδα αν υφίσταται ηλεκτρονικό σύστημα επικοινωνιών στα δικαστήρια, στο οποίο έχουν πρόσβαση προεγγεγραμμένοι χρήστες με πιστοποίηση ταυτότητας, το οποίο επιτρέπει την επαλήθευση της ταυτότητας αυτών, την υποβολή του δικογράφου ηλεκτρονικά και την αυτοματοποιημένη αποστολή σε αυτούς αντιγράφου του κατατεθειμένου δικογράφου», η ρύθμιση του οποίου εφαρμόζεται μόνο σε δικόγραφα που θα κατατεθούν μετά την 1η.1.2022, άρθ. 116 § 1 στοιχ. α΄ ν. 4842/2021.

[8] ΑιτΕκθ ν. 3994/2011, σ. 4.

[9] Απαλαγάκη/Σταματόπουλος (-Γιαννόπουλος), ΚΠολΔ Ι, 2022, άρθ. 119 αριθ. 12.

[10] Πρβλ. την ΑιτΕκθ που συνοδεύει την υπ’ αριθ. 1471/69/23.5.2014 τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε <www.hellenicparliament.gr>.

[11] ΣυμβΣτΕ 598/2008, ΤΝΠΔΣΑ· ΣυμβΣτΕ 808/2008, ΤΝΠΔΣΑ· ΣυμβΣτΕ 1339/2009, ΝΟΜΟΣ, όλες τους με αφορμή το παραδεκτό της κατάθεσης της προσφυγής του άρθρου 3 § 2 ν 2522/1997, που μπορούσε να ασκηθεί και με την αποστολή τηλεομοιοτυπίας στην αναθέτουσα αρχή· ΣυμβΣτΕ 27/2017, ΝΟΜΟΣ· ΔΕφΠατρ 39/2017, ΝΟΜΟΣ, με αφορμή την προδικαστική προσφυγή του άρθρου 4 ν. 3886/2010.

[12] ΣυμβΣτΕ 324/2008, ΤΝΠΔΣΑ· ΣυμβΣτΕ 490/2009, ΤΝΠΔΣΑ· ΣυμβΣτΕ 1130/2010, ΤΝΠΔΣΑ.