Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
1
Έτος
2024
Περισσότερα

Αρμενόπουλος, 1 (2024)


ΜΠρΠειρ 3347/2023 - σχόλιο: Δ. Γούλας

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΜΠρΠειρ 3347/2023

Δικαστής: Ελ. Σφήκα
Δικηγόροι: Δ. Βλαχόπουλος – Δ. Σιβίλιας

(678 ΑΚ)

Πιστοποιητικό εργασίας. Υποχρέωση του εργοδότη να το χορηγήσει. Για το ορισμένο της αγωγής πρέπει σε αυτή να αναφέρεται ότι ο εργαζόμενος ζήτησε τη χορήγηση του πιστοποιητικού από τον εργοδότη και ότι ο τελευταίος αρνήθηκε.

Σύμφωνα με το άρθρο 678 του ΑΚ, κατά τη λήξη της σύμβασης, ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. Μόνο αν το ζητήσει ειδικά ο εργαζόμενος, βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του. Σκοπός της υποχρέωσης του εργοδότη για χορήγηση στον εργαζόμενο πιστοποιητικού εργασίας είναι η διευκόλυνση του τελευταίου να βρει άλλη εργασία και γενικά να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί εκδήλωση των παρεπόμενων υποχρεώσεων προστασίας που πηγάζουν από την εργασιακή σχέση. Η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 678 του ΑΚ εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, και στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Το πιστοποιητικό εργασίας μπορεί να ζητηθεί με τη λήξη της εργασιακής σύμβασης, ήτοι είτε με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, είτε με καταγγελία οποιοσδήποτε μορφής. Εκτός όμως από την περίπτωση αυτή, η προστατευτική τελολογία του άρθρου 678 του ΑΚ, επιβάλλει στον εργοδότη την υποχρέωση παροχής του πιστοποιητικού, ανεξάρτητα από τη λήξη της εργασιακής σύμβασης (ενδιάμεσο πιστοποιητικό), εφόσον ο εργαζόμενος έχει έννομο συμφέρον να το αξιώσει. Η υποχρέωση για έκδοση του πιστοποιητικού βαρύνει είτε τον εργοδότη αυτοπροσώπως είτε το νόμιμο εκπρόσωπό του. Η έκδοση του πιστοποιητικού προϋποθέτει την σχετική, γραπτή ή προφορική αίτηση του εργαζόμενου. Για την έκδοση του πιστοποιητικού του εδαφίου β του άρθρου 678 του ΑΚ (λεπτομερές πιστοποιητικό) απαιτείται ειδική αίτηση του εργαζόμενου. Το πιστοποιητικό μπορεί να ζητηθεί μέσα σε εύλογο χρόνο από τη λήξη της εργασιακής συμβάσεως. Ο δικαστικός έλεγχος είναι δυνατός όχι μόνο στην περίπτωση άρνησης χορήγησης του πιστοποιητικού, αλλά και όταν αμφισβητείται η αλήθεια του περιεχομένου του (ΕφΑθ 1138/1984, ΕΕργΔ 1985.403). Αν ο εργοδότης αρνηθεί να χορηγήσει το πιστοποιητικό εργασίας (απλό ή λεπτομερές) που του ζητήθηκε, ο εργαζόμενος μπορεί, μεταξύ άλλων, να ζητήσει με καταψηφιστική αγωγή την καταδίκη του εργοδότη στη σύνταξη και παράδοση του πιστοποιητικού εργασίας, απειλώντας χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ (ΜονΕφΑθ 2484/2021, ΝΟΜΟΣ, ΕφΚρ 173/1980, Λαναράς, σελ. 210 επ. με εκεί παραπομπές σε νομολογία).

[…] Η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης, πλην του επικουρικού αιτήματος περί χορήγησης πιστοποιητικού εργασίας, που κρίνεται απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, επειδή η ενάγουσα παραλείπει να αναφέρει ότι το ζήτησε από τον εργοδότη και ότι ο τελευταίος αρνήθηκε.

[Σύμφωνα με το άρθρο 678 ΑΚ (άρθρο 319 Κώδικα Ατομικού Ατομικού Εργατικού Δικαίου, π.δ. 80/2022) και το άρθρο 2 ν. 2112/1920, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει στον εργαζόμενο πιστοποιητικό στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος και η διάρκεια της εργασίας του (βλ. συναφώς και Μαρκόπουλο, ΔΕΝ 2004, 161· Ράφτη, ΕΕργΔ 1984, 161· Αργυρόπουλο, ΔΕΝ 1976, 340· Αγαλλόπουλο, ΑΙΔ 1937, 67). Ως «είδος» νοούνται τα εργασιακά καθήκοντα, δηλαδή η ειδικότητα με την οποία απασχολήθηκε ο εργαζόμενος (βλ. ΑΠ 667/2012 ΕΕργΔ 2012, 1058). Ως «διάρκεια» νοείται τόσο το συνολικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο απασχολήθηκε ο εργαζόμενος (ΕφΠειρ 404/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ· Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, Άρθρο 678, αρ. 20) όσο και οι ώρες εργασίας του ανά ημέρα ή εβδομάδα, σε καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Επίσης, μόνον εφόσον ζητηθεί από τον εργαζόμενο (βλ. ΕφΘεσ 626/1986 ΕΕργΔ 1988, 518· Καποδίστρια, ΕρμΑΚ, Άρθρο 678, αρ. 25), στο πιστοποιητικό αναγράφεται και η ποιότητα της εργασίας του εργαζομένου, όπως και η διαγωγή του. Επίσης ο εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει την αναγραφή και του λόγου λύσης της σύμβασης εργασίας, ιδίως για να καταδεικνύεται ότι δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του (Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, Άρθρο 678, αρ. 22· Αγαλλόπουλος, ΑΙΔ 1937, 82· βλ. και Μπουμπουχερόπουλο, ΕΕργΔ 2020, 219). Το σχετικό πιστοποιητικό λοιπόν μπορεί να λάβει δύο μορφές, κάθε μία εκ των οποίων εξυπηρετεί και εν μέρει διαφορετικούς σκοπούς: είτε περιγράφει απλώς την προϋπηρεσία και την εργασιακή πείρα του εργαζομένου· είτε προβαίνει επιπροσθέτως και σε ποιοτική αξιολόγηση της απόδοσης και της συμπεριφοράς του. Πάντως ειδικά για την απόδειξη της διάρκειας και του είδους της προϋπηρεσίας αρκεί οποιοδήποτε έγγραφο του εργοδότη ή τρίτου φορέα από το οποίο αυτή αποδεικνύεται, χωρίς να απαιτείται οπωσδήποτε η χορήγηση πιστοποιητικού του άρθρου 678 ΑΚ (βλ. ΑΠ 660/2009 ΕΕργΔ 2011, 1398· ΑΠ 1520/2003 ΕΕργΔ 2004, 1429).

Η εργοδοτική υποχρέωση χορήγησης του πιστοποιητικού ενεργοποιείται μόνον κατόπιν σχετικού αιτήματος του εργαζομένου. Το αίτημα υποβάλλεται κατ’ αρχήν με τη λύση ή λήξη της σύμβασης εργασίας. Αν και δεν προκύπτει ευθέως από το γράμμα της διάταξης, γίνεται πάντως δεκτό ότι το δικαίωμα αυτό γεννάται και κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, σε εκπλήρωση και της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη (άρθρο 288 ΑΚ), εφόσον ο εργαζόμενος δικαιολογεί έννομο συμφέρον να το αξιώσει (ΑΠ 1391/2018 ΔΕΝ 2019, 431). Στην κατεύθυνση αυτή βαρύνει ιδιαιτέρως η τελολογία των σχετικών διατάξεων, που συνδέεται αφενός με την απόδειξη αξιώσεων του εργαζομένου (ΜονΕφΑθ 3734/2021, ΕΕργΔ 2021, 1345) και αφετέρου με τη διευκόλυνση της μετέπειτα επαγγελματικής σταδιοδρομίας του (ΑΠ 635/2020 ΔΕΝ 2021, 20· Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, Άρθρο 678, αρ. 2· Τραυλός-Τζανετάτος, ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 678, αρ. 1, 8· Μπουμπουχερόπουλος, ΕΕργΔ 2020, 219). Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, η εργοδοτική υποχρέωση ενεργοποιείται εξίσου ανεξαρτήτως του κύρους της σύμβασης εργασίας. Καταλαμβάνει δηλαδή και την απασχόληση δυνάμει απλής εργασιακής σχέσης. Τυχόν δε κυρώσεις που ενδεχομένως συνοδεύουν την απασχόληση του μισθωτού χωρίς τις κατά νόμο απαιτούμενες προϋποθέσεις δεν μπορούν να αντιταχθούν από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να αρνηθεί την έκδοση του πιστοποιητικού και άρα τη δι’ αυτού συνομολόγηση της παράνομης απασχόλησης (ΑΠ 667/2012 ΕΕργΔ 2012, 1058). Επίσης τη χορήγηση σχετικού πιστοποιητικού δικαιούται και ο εργαζόμενος που τελούσε υπό δοκιμή (ΜονΕφΑθ 3734/2021, ΕΕργΔ 2021, 1331· ΕφΠατρ 996/2005 ΤΝΠ Nomos). Στον νόμο δεν προβλέπεται ορισμένη προθεσμία υποβολής του σχετικού αιτήματος μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας. Γίνεται ωστόσο δεκτό ότι, προ της γενικής εικοσαετούς παραγραφής του άρθρου 249 ΑΚ, το δικαίωμα αποδυναμώνεται εφόσον δεν ασκηθεί εντός εύλογου χρόνου από τη λύση ή λήξη της σύμβασης εργασίας. Δεδομένου πάντως ότι αφενός πρόκειται για αποδυνάμωση δικαιώματος (με τις αντίστοιχες προϋποθέσεις – βλ. συναφώς Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις5, 2022, σελ. 982 επ.) και αφετέρου η ικανοποίηση του αιτήματος προκαλεί σχετικά μικρή επιβάρυνση στον εργοδότη, το εύλογο αυτό χρονικό περιθώριο πρέπει μάλλον να κρίνεται κάθε φορά με γνώμονα την αρχή της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη (Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, Άρθρο 678, αρ. 14). Μεταξύ άλλων λαμβάνονται υπ’ όψιν αφενός η εκάστοτε αποδεικτική ανάγκη του εργαζομένου (π.χ. για τη χορήγηση ορισμένης παροχής από επόμενο εργοδότη), αφετέρου οι πραγματικές δυσχέρειες ανάκτησης των στοιχείων εκ μέρους του υπόχρεου εργοδότη λόγω της παρέλευσης μακρού χρόνου (βλ. συναφώς ΑΠ 1499/1987 ΕΕργΔ 1988, 1080· ΕφΠατρ 490/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Το δικαίωμα αυτό του εργαζομένου ασκείται κατ’ αρχήν εξωδίκως έναντι του εργοδότη. Είναι όμως και δικαστικώς επιδιώξιμο σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν ο εργαζόμενος έχει ζητήσει ήδη από τον εργοδότη τη χορήγηση του πιστοποιητικού, αλλά ο τελευταίος δεν το χορηγεί· και, δεύτερον, όταν ο εργαζόμενος διαφωνεί με το περιεχόμενο του πιστοποιητικού που χορήγησε ο εργοδότης, αμφισβητεί δηλαδή την ακρίβεια των πληροφοριών ή αξιολογήσεων που περιέχονται σε αυτό (βλ. συναφώς ΑΠ 635/2020 ΔΕΝ 2021, 20). Πάντως, η άσκηση αγωγής για την εκπλήρωση της σχετικής εργοδοτικής υποχρέωσης προϋποθέτει την προηγούμενη υποβολή σχετικού αιτήματος του εργαζομένου προς τον εργοδότη, το οποίο δεν ικανοποιήθηκε. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται δεκτό ότι στοιχείο του ορισμένου της αγωγής είναι ακριβώς η επίκληση αφενός της υποβολής του αιτήματος αυτού προς τον εργοδότη για χορήγηση του πιστοποιητικού και αφετέρου της άρνησης του τελευταίου να το χορηγήσει (ΜονΠρΑθ 159/2023 ΤΝΠ Nomos· ΜονΠρΑθ 867/2023 ΤΝΠ Nomos). Η απόδειξη των ίδιων αυτών στοιχείων συνιστά επίσης προϋπόθεση και για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής (ΜονΕφΑθ 2484/2021· ΜονΕφΑθ 6443/2020· ΜονΠρΑθ 338/2023 ΤΝΠ Nomos). Κατά μία άποψη, με την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης θεωρείται δεδομένη η δήλωση βούλησης του εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 949 ΚΠολΔ, και η δικαστική απόφαση υποκαθιστά το πιστοποιητικό (ΑΠ 512/1977 ΝοΒ 1978, 180). Κατ’ άλλη (πειστικότερη) προσέγγιση, πρόκειται για έμμεση εκτέλεση κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ (ΕφΠατρ 996/2005 ΤΝΠ Nomos· ΜονΠρΑθ 338/2023 ΤΝΠ Nomos· πρβλ. επίσης ΜονΕφΑθ 3734/2021, ΕΕργΔ 2021, 1345· ΜονΕφΑθ 5573/2018 ΤΝΠ Nomos). Κατά δε τρίτη άποψη πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ (ΕφΛαρ 308/1985 Αρμ 1985, 562). Βλ. συναφώς και Καποδίστρια, ΕρμΑΚ, Άρθρο 678, αρ. 31-32 34-36· ΤραυλόΤζανετάτο, ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 678, αρ. 25-26.]

Δ.Γ.