Top

Αναζήτηση


Νομικά Χρονικά
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
87
Έτος
2016
 
Περισσότερα »

Παραπομπές


Νομικά Χρονικά, 87 (2016)


ΑΠ 1292/2015 Τμ. Β1’

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

ΑΠ 1292/2015 Τμ. Β1’

Προεδρεύουσα Αντιπρ.: Στ. Γιαννούκου, Αντιπρ.
Εισηγητής: Στ. Γιαννούκου

Υπό την προϋπόθεση ότι παρέχονται τακτικά και σταθερά, στις τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου.

Νομικές διατάξεις: Άρθρα 288, 648, 653, 666, 679 ΑΚ.

Απόσπασμα

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 ΑΚ, 3 § 2 ν. 2190/1920, 5 § 1 ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955 συνάγεται ότι ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του. Συνάγεται περαιτέρω ότι ο εργοδότης, κατά την διάρκεια της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει και σε οικειοθελείς παροχές προς τον μισθωτό. Οι εν λόγω οικειοθελείς παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στο μισθωτό εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, δεν έχουν χαρακτήρα μισθού. Έτσι δεν ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα για τις εν λόγω παροχές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει αυτές οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Εφόσον, όμως οι εν λόγω παροχές χορηγούνται από τον εργοδότη για ικανό διάστημα ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, τότε καταρτίζεται σιωπηρή σύμβαση περί καταβολής των παροχών αυτών ως τμήματος του καταβλητέου μισθού, οπότε ιδρύεται υποχρέωση του εργοδότη προς χορήγηση των παροχών αυτών και δεν μπορεί πλέον να διακοπεί η καταβολή τους, εκτός αν αυτός εξ αρχής, επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό του το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεώς τους στο μέλλον και η επιφύλαξη αυτή δεν έχει ατονήσει εκ των πραγμάτων, ως αντίθετη προς τη διαμορφωθείσα συνείδηση των μερών, ούτε διατυπώθηκε για την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του εργαζομένου (ΑΠ 266/2014, 638/2013, 1239/2013, 95/2009). Εξ άλλου, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων, ρυθμιστικό καθεστώς του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν. 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, κατ’ επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΠλΟλΑΠ 5/2011). Με το άρθρ. 3 παρ. 1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι: «Κατά την διάρκειαν της αδείας ο μισθωτός δικαιούται των συνήθων αποδοχών, ων θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην "υπόχρεη" (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 § 2 ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος "υποκείμενη") επιχείρηση κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισμένων δια συλλογικής συμβάσεως», ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το αρθρ. 1 παρ. 2 ν. 4547/1966): "Εν τη εννοία των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι παντός είδους πρόσθετοι ή συμπληρωματικαί τακτικαί παροχαί (αντίτιμον τροφής, επιδόματα κλπ). Επί πλέον, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το "επίδομα άδειας", το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ’ αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ’ οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ’ έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ’ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομισθίω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ’ άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρ. 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ. 1 ν. 435/1976, 1 παρ. 2 ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων "περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων", προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές" που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου (πρβλ. ΟλΑΠ 5/2011).