Top

Αναζήτηση


Πράξη & Λόγος του Ποινικού Δικαίου
Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
4
Έτος
2024
 
Περισσότερα »

Πράξη & Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 4 (2024)


ΣυμβΑΠ 1613/2023 (Τμ. Ε΄)

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

« Προηγούμενο     Επόμενο »

A- A A+    Εκτύπωση   

ΣυμβΑΠ 1613/2023 (Τμ. Ε΄)

Πρόεδρος: Μ. Λεπενιώτη (Αντιπρόεδρος)
Εισηγήτρια: Σοφ. Οικονόμου (Αρεοπαγίτης)
Εισαγγελέας: Χρ. Μπαρδάκης (Αντεισαγγελέας)
Αναιρεσείων ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου

[Σύνοψη: Απόλυτη ακυρότητα προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι νομικές διατάξεις που καθορίζουν την σύνθεση του Δικαστηρίου (ή του Συμβουλίου). – Σε ποιες περιπτώσεις τα δικαστικά πρόσωπα είναι εξαιρετέα. – Η άσκηση διαδοχικώς δικαιοδοτικών καθηκόντων από τον ίδιο Δικαστή, στην ίδια υπόθεση, παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας του δικαστή που διασφαλίζεται από την ΕΣΔΑ. – Ως συμμετοχή στην «ίδια υπόθεση» νοείται και η συμμετοχή του δικαστή στην προηγηθείσα αστική διαδικασία, εφόσον με αυτή κρίθηκαν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τα ποινικά αδικήματα. – Η συμμετοχή στη δικαστική σύνθεση Δικαστή, ο οποίος σε προγενέστερο στάδιο της ίδιας υπόθεσης, άσκησε δικαιοδοτικά καθήκοντα, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, λόγω κακής σύνθεσης. – Εφόσον η Δικαστής, η οποία συμμετείχε ως Πρόεδρος στη σύνθεση του Συμβουλίου, που εξέδωσε το βούλευμα, άσκησε σε προγενέστερο στάδιο δικαιοδοτικά καθήκοντα για την ίδια υπόθεση σε αστική δίκη, προκειμένου δε να αποφασίσει επί του αντικειμένου της αστικής δίκης έκρινε, έστω και κατά πιθανολόγηση, για τα ίδια ποινικά αδικήματα, που αναφέρονται στο βούλευμα, καθώς και για τον βαθμό ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, το γεγονός ότι αποφαίνεται σε δύο διαφορετικά (διαδικαστικά εν γένει) στάδια για την ίδια ιστορική αιτία και εκφέρει κρίση επί των ίδιων νομικών και πραγματικών περιστατικών έχει ως αποτέλεσμα να παρέχεται η εντύπωση της προκατάληψης και να κλονίζεται η εμπιστοσύνη των δικαζομένων προς την εν γένει απονομή της Δικαιοσύνης και ως εκ τούτου και ανεξάρτητα από την υποχρέωση που είχε η Δικαστής να απέχει από την συμμετοχή της στη σύνθεση του Συμβουλίου ή της μη προηγούμενης πρότασης εξαιρέσεως αυτής από τα δικαιούμενα πρόσωπα, υφίσταται παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (εκδίκαση της υπόθεσης από αμερόληπτο δικαστή), συνεπώς κακή σύνθεση του Συμβουλίου, η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.]

Με την με αρ. πρωτ. 153/10.7.2023 πρόταση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή, εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο, συνεδριάζον σε Συμβούλιο, η με αρ. 41/7.7.2023 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, για αναίρεση του με αρ. 127/2023 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ..., το οποίο αποφαίνεται να μην γίνει κατηγορία εις βάρος του Θ.Β., κατοίκου ..., για τις αξιόποινες πράξεις της: α) γενετήσιας πράξης με ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη ηλικίας κατ’ εξακολούθηση και β) κατάχρησης ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη ηλικίας κατ’ εξακολούθηση, λόγω απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας κατά την έκδοση του ανωτέρω βουλεύματος, κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 α΄ ΚΠΔ, που επήλθε λόγω μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του Συμβουλίου. Το βούλευμα αυτό εκδόθηκε στις 17.5.2023, ενώ στις 13.6.2023 απορρίφθηκε η σχετική αίτηση (προς τον Εισαγγελέα Εφετών ...) προς άσκηση εφέσεως. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 480 του ίδιου Κώδικα και περιέχει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 α΄ ΚΠΔ. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Στη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠΔ ορίζεται ότι το τέλος της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 305 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, καθώς και την όμοια διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 γ΄ του Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών (Ν.4938/2022), προκύπτει ότι το συμβούλιο πλημμελειοδικών συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α΄ του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου (ή του συμβουλίου), σύμφωνα με τις διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων και κώδικα δικαστικών λειτουργών και του κώδικα ποινικής δικονομίας, για ακυρότητα εξ αιτίας κακής σύνθεσής του, κατά δε το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α΄ του ΚΠΔ, λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι και η απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ. Στις διατάξεις του άρθρου 14 του ΚΠΔ, η παραβίαση των οποίων επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το ανωτέρω άρθρο 171 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αναφέρονται οι λόγοι αποκλεισμού του δικαστή από την άσκηση δικαιοδοτικών έργων στην ίδια ποινική υπόθεση, καθώς και από τη σύμπραξη στην έκδοση ποινικής αποφάσεως, ενώ, ειδικότερα, στην παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Περαιτέρω, στο άρθρο 15 του ΚΠΔ ορίζεται ότι όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου (14 ΚΠΔ) είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η άσκηση διαδοχικώς δικαιοδοτικών καθηκόντων από τον ίδιο δικαστή, στην ίδια υπόθεση, παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας του δικαστή που διασφαλίζεται από την ανωτέρω διάταξη. Ως συμμετοχή στην «ίδια υπόθεση» νοείται και η συμμετοχή του δικαστή στην προηγηθείσα αστική διαδικασία (βλ. ΕΔΔΑ Fatullayev κατά Αζερμπαϊτζάν 22.4.10), εφόσον με αυτή κρίθηκαν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τα ποινικά αδικήματα. Συνεπώς, η συμμετοχή στη σύνθεση δικαστικού συμβουλίου δικαστή, ο οποίος σε προγενέστερο στάδιο της ίδιας υπόθεσης, άσκησε δικαιοδοτικά καθήκοντα, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠΔ, λόγω κακής σύνθεσης του δικαστικού συμβουλίου.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου με αρ. 127/17.5.2023 βουλεύματος, προκύπτει ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ..., συγκροτούμενο από τους Δικαστές Α. [σημ. ΠραξΛογΠΔ: δεν αναφέρονται τα αρχικά ονόματος και επωνύμου προς πληρέστερη ανωνυμοποίηση], Πρόεδρο Πλημμελειοδικών, Β., Πλημμελειοδίκη -Εισηγητή και Γ., Πλημμελειοδίκη, συνήλθε στο Κατάστημά του στις 12.5.2023, παρουσία και του Γραμματέως Δ., προκειμένου να αποφανθεί μετά από διάσκεψη, επί της με αρ. 18/2023 έγγραφης πρότασης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ..., για τις κατηγορίες εις βάρος του κατηγορουμένου Θ.Β., κατοίκου ..... Μετά ταύτα, το Συμβούλιο απεφάνθη, ομόφωνα, να μην γίνει κατηγορία κατά του ανωτέρω κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της: α) γενετήσιας πράξης με ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη ηλικίας κατ’ εξακολούθηση και β) κατάχρησης ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη ηλικίας κατ’ εξακολούθηση, που φέρονται ότι τελέστηκαν στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από τον ... του έτους ... έως την ..., εις βάρος της ανήλικης κόρης του ... που γεννήθηκε στις .... Περαιτέρω, από την επισκόπηση της με αρ. …/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκύπτει ότι το ως άνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από τη Δικαστή Α., Πρόεδρο Πρωτοδικών, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, προκειμένου να δικάσει επί: α) της ασκηθείσας από 20.11.2020 αιτήσεως του (κατηγορουμένου στο βούλευμα) Θ.Β., για προσωρινή ρύθμιση της επικοινωνίας με την ανήλικη κόρη του Μ.-Ε.Β. και β) της ασκηθείσας προφορικά στο ακροατήριο, στις 23.9.2021 ανταιτήσεως της (εγκαλούσας και ήδη υποστηρίζουσας την κατηγορία) Β.Τ., τέως συζύγου του Θ.Β. και μητέρας της ανήλικης, στην οποία είχε ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλειά της, για αποκλεισμό κάθε επικοινωνίας του καθού με την ανήλικη κόρη τους, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ψυχικής της αποσταθεροποίησης από την επικοινωνία αυτή, προσκομίζοντας, μεταξύ των άλλων: αα) σχετική έκθεση της παιδοψυχολόγου Κ.Β. και το από 26.12.2020 συμπληρωματικό σημείωμα αυτής, με το οποίο η προαναφερομένη (παιδοψυχολόγος) εκτιμούσε ότι η ανήλικη είχε υποστεί επανειλημμένα σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα της, χωρίς ακριβή προσδιορισμό του χρόνου, πάντως κατά τη διάρκεια των ετών ... -2018, κατά τα οποία γινόταν η επικοινωνία του μαζί της, καθώς και ββ) την από 29.12.2020 μήνυση που υπέβαλε η ανωτέρω ανταιτούσα κατά του αιτούντος Θ.Β., για τα ποινικά αδικήματα των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο και κατά κατάχρηση ανηλίκου κάτω των 12 ετών, καθώς και των γενετήσιων πράξεων με συγγενή, τελεσθέντα κατ’ εξακολούθηση, εις βάρος του ανωτέρω τέκνου τους, για τα οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και γ) ετέρας ανταιτήσεως του αιτούντα -κατηγορουμένου (που ασκήθηκε προφορικά στο ακροατήριο) για ανάθεση της συνεπιμέλειας στους δύο γονείς του τέκνου τους και διορισμό παιδοψυχολόγου -παιδοψυχιάτρου για την παρακολούθηση της ανήλικης και αποκατάσταση της συναισθηματικής και ψυχοπνευματικής της ισορροπίας και σχέσης της προς τον αιτούντα, (η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Επί των ως άνω δύο αντιθέτων αιτήσεων, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, η ανωτέρω Δικαστής αποφάνθηκε, με τις διαλαμβανόμενες στην απόφαση αιτιολογίες και λαμβάνοντας υπόψη τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, ότι οι ενδείξεις τελέσεως των ως άνω καταγγελομένων αξιόποινων πράξεων εκ μέρους του αιτούντος πατέρα, κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας του με την ανήλικη, είναι ασθενείς και δεν συντρέχει λόγος να αποκλειστεί η προσωρινή επικοινωνία του με το ανήλικο τέκνο, η οποία πρέπει να ασκείται επί τρεις φορές την εβδομάδα, αποκλειστικά, στο γραφείο της ψυχολόγου Γ.Ρ., με την παρουσία αποκλειστικά της ίδιας και της ψυχολόγου Α.Μ.. Ετσι, απέρριψε την ανταίτηση της μητέρας Β.Τ. για αποκλεισμό της προσωρινής επικοινωνίας του καθού με το ανήλικο τέκνο και δέχθηκε εν μέρει την αίτηση του πατέρα και ήδη κατηγορουμένου Θ.Β., για ρύθμιση αυτής (προσωρινής επικοινωνίας) κατά τα ανωτέρω. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η Πρόεδρος Πρωτοδικών Α., η οποία συμμετείχε ως Πρόεδρος, στη σύνθεση του Συμβουλίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, άσκησε σε προγενέστερο στάδιο δικαιοδοτικά καθήκοντα για την ίδια υπόθεση, αφού εξέδωσε την ανωτέρω με αρ. 299/2021 απόφαση της προσωρινής ρύθμισης της επικοινωνίας του κατηγορουμένου Θ.Β. με την ανήλικη κόρη του. Προκειμένου δε, η ανωτέρω Δικαστής να αποφασίσει επί του αντικειμένου της αστικής αυτής δίκης, έκρινε, έστω και κατά πιθανολόγηση, για τα ίδια ποινικά αδικήματα, που αναφέρονται στο βούλευμα, δηλαδή: α) για την γενετήσια πράξη με ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη ηλικίας κατ’ εξακολούθηση και β) για κατάχρηση ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη ηλικίας κατ’ εξακολούθηση, που φέρονται ότι τελέστηκαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της επικοινωνίας του κατηγορουμένου με το ανήλικο τέκνο του, καθώς και για το βαθμό ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για τα εν λόγω αδικήματα, για τα οποία έκρινε ότι οι ενδείξεις τέλεσής τους είναι «ασθενείς». Το γεγονός λοιπόν ότι αποφαίνεται σε δύο διαφορετικά (διαδικαστικά εν γένει) στάδια για την ίδια ιστορική αιτία και εκφέρει κρίση επί των ίδιων νομικών και πραγματικών περιστατικών, έχει ως αποτέλεσμα να παρέχεται η εντύπωση της προκατάληψης της ανωτέρω δικαστή και να κλονίζεται η εμπιστοσύνη των δικαζομένων προς την εν γένει απονομή της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου και ανεξάρτητα από την υποχρέωση που είχε στη συγκεκριμένη περίπτωση η δικαστής, να απέχει, κατ’ άρθρο 23 ΚΠΔ, από την συμμετοχή της στη σύνθεση του Συμβουλίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, ή της μη προηγούμενης πρότασης εξαιρέσεως αυτής από τα δικαιούμενα πρόσωπα, κατ’ άρθρο 16 του ΚΠΔ, υφίσταται παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (εκδίκαση της υπόθεσης από αμερόληπτο δικαστή) και εκ του λόγου τούτου κακή σύνθεση του Συμβουλίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη, η τα αυτά υποστηρίζουσα αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί το με αρ. 127/2023 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ... και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (αρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, σε συνδ. με άρθρο 522 του ίδιου Κώδικα).