ΑΠ (Ποιν.) 287/2014 Τμ. ΣΤ΄
Πρόεδρος: Γρηγόριος Κουτσόπουλος, (Αντιπρόεδρος)
Εισηγητής: Κωνσταντίνος Φράγκος
Δικαίωμα ελεύθερης επιλογής συνηγόρου υπεράσπισης. Συνήγορος υπεράσπισης μπορεί να διορίζεται και ο συγκατηγορούμενος κατηγορουμένου στην ίδια δίκη δικηγόρος, διαφορετικά υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Η μερική ή και ολική ταύτιση του αιτιολογικού της δευτεροβάθμιας απόφασης με την πρωτοβάθμια δε συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, διότι η τελευταία έχει εξαφανιστεί ήδη με την άσκηση του ενδίκου μέσου.
Νομικές διατάξεις: άρθρα: 96 παρ. 1, 340 παρ. 1, 171 παρ. 1 στ. δ΄ και 510 παρ. 1 στ. Α΄, Η΄ ΚΠΔ, 6 παρ. 1, 3 στ. γ΄ ΕΣΔΑ, 14 παρ. 3 στ. δ΄ ΔΣΑΠΔ, 20 παρ. 1 Σ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
1. Κατά το άρ. 340 παρ. 1 ΚΠΔ, ορίζεται ότι «ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, μπορεί να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα από το νόμο να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Σύμφωνα με το άρ. 6 παρ. 3 στοιχ. γ΄ ΕΣΔΑ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα «όπως αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του», και σύμφωνα με το άρ. 14 παρ. 3 στοιχ. δ΄ ΔΣΑΠΔ «ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπισθεί τον εαυτό του με τη βοήθεια συνηγόρου της απόλυτης και ελεύθερης επιλογής του». Οι διεθνείς αυτές συμβάσεις, κυρωθείσες με νόμο, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και κατά το άρ. 28 παρ. 1 εδ. α΄ Σ υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Ο κατηγορούμενος δικαιούται, κατά το άρ. 96 παρ. 1 ΚΠΔ, να διορίζει στο ακροατήριο μέχρι τρεις δικηγόρους ως συνηγόρους αυτού, για να τον αντιπροσωπεύουν ή να συμπαρίστανται στην ποινική διαδικασία, ανεξάρτητα από τη φύση, το είδος και τη σοβαρότητα της ποινικής υπόθεσης, ήτοι μπορεί να διορίσει αν το επιθυμεί έναν έως και τρεις συνηγόρους ακόμα και στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο. Δικαιούται, όμως, να παραστεί και μόνος χωρίς συνήγορο, εκτός αν κατηγορείται για κακουργηματική πράξη, οπότε διορίζεται συνήγορός του υποχρεωτικά από το δικαστήριο. Σημαντική πρακτική συνέπεια του ως άνω δικαιώματος επιλογής συνηγόρου είναι, ότι δικαιούται να ζητήσει: α) να κρατηθεί ή διακοπεί η υπόθεσή του, όταν συντρέχει προσωρινό κώλυμα του δικηγόρου του να εμφανισθεί και β) να αναβληθεί η υπόθεσή του για σημαντικά αίτια, που συνιστά και η απουσία του συνηγόρου του, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση του αριθμητικού περιορισμού των αναβολών της δίκης, κατά το άρ. 349 ΚΠΔ. Περαιτέρω, στην περίπτωση μόνον αυτεπάγγελτου διορισμού από το δικαστήριο, επί κακουργημάτων και όχι επί πλημμελημάτων, μπορεί να διορισθεί ένας συνήγορος κοινός για περισσότερους κατηγορουμένους, εάν κατά την κρίση του διευθύνοντος πρόκειται για την ίδια ή συναφή κατηγορία και δεν έχουν οι συγκατηγορούμενοι αντικρουόμενα συμφέροντα, ιδία αν αποδέχονται τούτο οι συγκατηγορούμενοι αυτοί. Εάν το δικαστήριο απαιτήσει επίκληση ή και απόδειξη κάποιου λόγου ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης, ή για οποιοδήποτε λόγο απορρίψει το αίτημα του κατηγορουμένου να τον εκπροσωπήσει συγκεκριμένος δικηγόρος, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι στο ακροατήριο εμφανίστηκαν οι δύο εκκαλούντες κατηγορούμενοι, A.M. και Α.Β., οι οποίοι δήλωσαν ότι διορίζουν ως συνηγόρους υπερασπίσεώς τους, τους παρόντες στο ακροατήριο δικηγόρους Θεσσαλονίκης Γ. Γαβριηλίδη και Θ. Τσιντεμίδη αντιστοίχως, οι οποίοι και αποδέχθηκαν τον διορισμό τους, ενώ επιπλέον ο γ΄ κατηγορούμενος Α.Β., δικηγόρος, δήλωσε ότι «προτίθεται να παρασταθεί ως εκπρόσωπος και συνήγορος υπεράσπισης του απόντος δευτέρου συγκατηγορουμένου του, Η.Φ., σύμφωνα με έγγραφη εξουσιοδότηση του τελευταίου, την οποία προσκόμισε και ο Πρόεδρος ανέγνωσε, δημόσια στο ακροατήριο. Το Δικαστήριο, ομόφωνα, απέρριψε το αίτημα εκπροσωπήσεως του απόντος κατηγορουμένου, Η.Φ., δια του διορισθέντος με εξουσιοδότηση δικηγόρου - τρίτου συγκατηγορουμένου του, Α.Β., με αιτιολογία ότι «το δικαστήριο δεν δέχεται την εκπροσώπηση του απολιπομένου κατηγορουμένου από τον συγκατηγορούμενό του δικηγόρο Α.Β., διότι δεν είναι επιτρεπτό, στο ίδιο πρόσωπο να συνυπάρχει η ιδιότητα τόσο του κατηγορουμένου, όσο και του συνηγόρου υπεράσπισης κάποιου εκ των συγκατηγορουμένων» και στη συνέχεια το δικαστήριο διέταξε την εκδίκαση κατά του απόντος δευτέρου κατηγορουμένου υπόθεση, θεωρώντας αυτόν παρόντα, λόγω μετ’ αναβολή δικασίμου, κατόπιν αιτήματος ως αγγέλου της συζύγου του και νόμιμης κλητεύσεώς του για τη δικάσιμο αυτή και έτσι εκδόθηκε εναντίον του εν λόγω κατηγορουμένου Η.Φ. η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, θεωρουμένου τούτου ωσάν να ήταν παρών, χωρίς την παρουσία και εκπροσώπησή του από πληρεξούσιο συνήγορο, που διόρισε νομότυπα κατά τα παραπάνω.
Ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης εισήχθη η υπόθεση, κατόπιν εφέσεων των τριών καταδικασθέντων συγκατηγορουμένων, καταδικασθέντες, οι α΄ και β΄ ως φυσικοί αυτουργοί ψευδορκίας μάρτυρος σε ποινική δίκη, με ηθική αυτουργία του γ΄ εκκαλούντος κατηγορουμένου, που είχε και δικηγορική ιδιότητα. Ο εν λόγω γ΄ κατηγορούμενος δικηγόρος Α.Β., σύμφωνα με την πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, φερόμενος και καταδικασθείς ως ηθικός αυτουργός των λοιπών δύο, παρεκτός του ότι είχε έννομο συμφέρον να αθωωθεί και ο απολιπόμενος φυσικός αυτουργός και σε καμία περίπτωση δεν είχε αντίθετα ή αντικρουόμενα συμφέροντα από την έκβαση της δίκης όσον αφορά τον απολιπόμενο συγκατηγορούμενο, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο απολιπόμενος κατηγορούμενος Η.Φ. είχε σε κάθε περίπτωση δικαίωμα, από το νόμο (άρ. 340 παρ. 1 ΚΠΔ), από το άρ. 6 παρ. 3 στοιχ. γ΄ ΕΣΔΑ και από το άρ. 14 παρ. 3 στοιχ. δ΄ ΔΣΑΠΔ, που έχουν υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρ. 28 παρ. 1 Σ, να απουσιάζει από την ποινική αυτή δίκη και να διορίσει όπως και διόρισε νομότυπα με εξουσιοδότηση, που παραδόθηκε στο δικαστήριο, ως συνήγορο για την υπεράσπισή του οποιοδήποτε δικηγόρο επιθυμούσε, όπως τον γ΄ συγκατηγορούμενό του Α. Β., συνήγορο της απόλυτης και ελεύθερης επιλογής του. Επομένως, με το να μην επιτραπεί από το δικαστήριο, η παράσταση του εν λόγου νόμιμα εξουσιοδοτημένου δικηγόρου, για λογαριασμό του απολιπομένου β΄ κατηγορουμένου, Η.Φ., που ζήτησε και αποδεχόταν το διορισμό του, παραβιάστηκε το ανωτέρω προστατευόμενο, συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμά του για εκπροσώπησή του και ακρόασή του στην ποινική δίκη, από το δικηγόρο της επιλογής του και επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ως προς αυτόν, που στη συνέχεια δικάστηκε, ωσάν να ήταν παρών, και καθ’ υπέρβαση εξουσίας προχώρησε το Δικαστήριο τη δίκη και τον καταδίκασε για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, χωρίς υπερασπιστή δικηγόρο και είναι βάσιμος ο από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και Η΄ ΚΠΔ προβαλλόμενος συναφής λόγος αναιρέσεως.
[…] Από τα άρ. 20 παρ. 1 Σ, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 2 παρ. 1 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της (ν. 1705/1987) συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος, που άσκησε έφεση κατά πρωτοδίκου αποφάσεως δικαιούται να μη αποστερηθεί της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου του δευτέρου βαθμού, η δε απόφαση αυτού δεν μπορεί να υποκαθίσταται και να στηρίζεται σε αιτιολογικό ανύπαρκτο ή ελλιπές με καθολική αναφορά στο διατακτικό της ή με αναφορά στο αιτιολογικό της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, διότι τότε πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, […] εκτός αν στο αιτιολογικό αυτό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου εμπεριέχεται πλήρης ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και αυτή και μόνον η δευτεροβάθμια κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως κρίνεται από τον Άρειο Πάγο.
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα