Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
1
Έτος
2023
Περισσότερα

Παραπομπές


Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 1 (2023)


ΣτΕ Ολ. 407/2023

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΣτΕ Ολ. 407/2023[*]

Πρόεδρος: Δημήτριος Σκαλτσούνης, Πρόεδρος του ΣτΕ
Εισηγητής: Βασίλειος Ανδρουλάκης, Σύμβουλος
Δικηγόροι: Ευαγγελία Σκαλτσά (Σύμβουλος ΝΣΚ), Βασιλική Παπαθεοδώρου (Σύμβουλος ΝΣΚ)

Νομικές διατάξεις: Άρθρα 16 §, 21 § 1, 2, 5 Συντ., 57 ν. 4589/2019

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση της 1ΓΕ/2019 (τ. ΑΣΕΠ 45/24.12.2019) προκηρύξεως του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, όπως τροποποιήθηκε (τ. ΑΣΕΠ 1/24.1.2020), με την οποία κλήθηκαν οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, κλάδων ΠΕ60, ΠΕ70 και ΠΕ73 και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, κλάδου/ειδικοτήτων ΠΕ79.01 και ΠΕ79.02 να υποβάλουν αίτηση για τη διαδικασία κατατάξεως με σειρά προτεραιότητας, κατά κλάδο και ειδικότητα, καθώς και ανά μουσική εκπαίδευση, όσον αφορά τον κλάδο/ειδικότητες ΠΕ79.01 και ΠΕ79.02, για την πλήρωση των κενών θέσεων εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαιδεύσεως, καθώς και για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των αντίστοιχων βαθμίδων εκπαιδεύσεως. Με τις διατάξεις του ν. 4589/2019 εισάγεται πάγιο σύστημα για την εφεξής επιλογή του εκπαιδευτικού προσωπικού (μονίμων, αναπληρωτών και ωρομισθίων) της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, βάσει προκηρύξεως που εκδίδεται ανά διετία και συμμετοχής των υποψηφίων σε διαδικασία κατατάξεως σε αξιολογικούς πίνακες βάσει σειράς προτεραιότητας, ανάλογα με τη βαθμολογία τους σε προκαθορισμένα, μοριοδοτούμενα κριτήρια (ακαδημαϊκά προσόντα, εκπαιδευτική προϋπηρεσία, κοινωνικά κριτήρια, ήτοι αριθμός τέκνων, αναπηρία). Το σύστημα αυτό επιλογής των υποψηφίων βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στα κριτήρια της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας και των ακαδημαϊκών προσόντων, στα οποία ο νομοθέτης προσέδωσε μείζονα βαρύτητα, προβλέποντας τη βαθμολόγησή τους με τις περισσότερες μονάδες (έως 120 μονάδες για καθένα από τα κριτήρια αυτά). Επίσης, στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης από το άρθρο 21 του Συντάγματος κρατικής μέριμνας, προβλέφθηκαν, αφ’ ενός για τα άτομα με αναπηρία, αφ’ ετέρου για τους έχοντες ανήλικα τέκνα, κοινωνικά κριτήρια, στα οποία, λόγω του ότι συνιστούν απόκλιση από την αρχή της αξιοκρατίας, η οποία αποτελεί τη βασική αρχή που διέπει την στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας, προσδίδεται επικουρικός χαρακτήρας και βαθμολογούνται με λιγότερες, συγκριτικά με τα κύρια κριτήρια, μονάδες (από 20 και άνω για τα άτομα με αναπηρία, αναλόγως του ποσοστού αυτής και 3 μονάδες για κάθε ανήλικο τέκνο). Περαιτέρω, κατά την κρατήσασα γνώμη, με το κριτήριο βαθμολόγησης του «αριθμού τέκνων» (3 μονάδες ανά ανήλικο τέκνο) εκδηλώθηκε η μέριμνα του νομοθέτη για την προστασία της οικογένειας και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος (άρθρο 21 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος) και, συγχρόνως, η ειδική φροντίδα για τους πολυτέκνους υποψηφίους (άρθρο 21 παρ. 2), οι οποίοι επωφελούνται από τη ρύθμιση αυτή, καθώς η βαθμολογία αυξάνεται αναλογικά με τον αριθμό των προστατευομένων μελών, χωρίς μάλιστα να προβλέπεται, σε αντίθεση με τα λοιπά κριτήρια, όριο στις μονάδες που δύναται να λάβει υποψήφιος στο κριτήριο αυτό. Εν όψει των ανωτέρω, η ρύθμιση αυτή, υποκείμενη σε οριακό ακυρωτικό έλεγχο, δεν μπορεί να εκληφθεί, πάντως, ως έλλειψη ειδικής φροντίδας που, κατά το Σύνταγμα, επιφυλάσσεται στους πολυτέκνους από τον κοινό νομοθέτη. Ο τελευταίος, σταθμίζοντας τις εκάστοτε ισχύουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη μορφή και την έκταση της παρεχόμενης προς τους πολυτέκνους προστασίας, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με τη χορήγηση σ' αυτούς δέσμης παροχών και ευεργετημάτων, τα οποία δεν παρέχονται σε γονείς με λιγότερα τέκνα. Συνεπώς, ανεξαρτήτως των ρυθμίσεων που ίσχυσαν στο παρελθόν για τους διορισμούς πολυτέκνων σε θέσεις εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, ο κοινός νομοθέτης δεν εκωλύετο, μεταβάλλοντας τις αντιλήψεις του για το ζήτημα της στελεχώσεως της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως και επιδιώκοντας να ενισχύσει την αξιοκρατική πρόσβαση των απασχολουμένων σ' αυτήν, ώστε να εκπληρώσει με τον, κατά την εκτίμησή του, λυσιτελέστερο τρόπο την εκ του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος αποστολή του προς παροχή παιδείας υψηλού επιπέδου, να εισαγάγει με τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4589/2019 πάγιο εφεξής σύστημα επιλογής των εκπαιδευτικών που θα στελεχώνουν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το οποίο στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, σε αξιοκρατικά κριτήρια, λαμβανομένων υπ’ όψιν επικουρικώς και κοινωνικών κριτηρίων, στα οποία περιλαμβάνεται και ο αριθμός τέκνων των υποψηφίων. Εξ άλλου, από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν επιβάλλεται η υιοθέτηση ή η διατήρηση ρυθμίσεων ευνοϊκότερων για τους πολυτέκνους ούτε η αντιμετώπιση των πολυτέκνων ως ιδιαίτερης κατηγορίας κατά τη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας –όπως εν προκειμένω όπου δεν πρόκειται απλώς για την χορήγηση παροχών προς ενίσχυση των πολύτεκνων οικογενειών– ιδίως δε στον ευαίσθητο και απαιτητικό τομέα της δημόσιας εκπαιδεύσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε ότι ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 57 του ν. 4589/2019 είναι αντίθετη με το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος. (Μειοψ.).

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί νόμιμο παράβολο (Κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου …/18.2.2020), ζητείται η ακύρωση της 1ΓΕ/2019 (τ. ΑΣΕΠ 45/24.12.2019) προκηρύξεως του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, όπως τροποποιήθηκε (τ. ΑΣΕΠ 1/24.1.2020), με την οποία κλήθηκαν οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, κλάδων ΠΕ60, ΠΕ70 και ΠΕ73 και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, κλάδου/ειδικοτήτων ΠΕ79.01 και ΠΕ79.02 να υποβάλουν αίτηση για τη διαδικασία κατατάξεως με σειρά προτεραιότητας, κατά κλάδο και ειδικότητα, καθώς και ανά μουσική εκπαίδευση, όσον αφορά τον κλάδο/ειδικότητες ΠΕ79.01 και ΠΕ79.02, για την πλήρωση των κενών θέσεων εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαιδεύσεως, καθώς και για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των αντίστοιχων βαθμίδων εκπαιδεύσεως.

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κατόπιν παραπομπής με την 853/2021 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, όπως η απόφαση αυτή διορθώθηκε με την 78/2021 απόφαση του Γ΄ Τμήματος εν συμβουλίω ως προς τη νόμιμη παράσταση της 24ης των διαδίκων ... … με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ηλία Κολλύρη.

4. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξεως η Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων με δήλωσή της στο ακροατήριο κατ' ανάλογη εν μέρει εφαρμογή της περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 21 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), δοθέντος ότι τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της διατάξεως της περ. γ΄ του άρθρου 57 του ν. 4589/2019 (ΣτΕ επταμ. 1866/2020 κ.ά.).

5. Επειδή, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι μετά τη δημοσίευση της παραπεμπτικής αποφάσεως εκδόθηκαν και δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως οι οριστικοί πίνακες κατατάξεως με σειρά προτεραιότητας των υποψηφίων τους οποίους αφορά η ένδικη προκήρυξη (βλ. την 123938/1.10.2021 έκθεση απόψεων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με αριθ. πρωτ. ΣτΕ ΕΠ3556/4.10.2021), η Ολομέλεια κρίνει ότι πρέπει να διακρατήσει και να δικάσει την υπόθεση λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που τίθενται (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 2775/2020).

6. Επειδή, με οριστική διάταξη της παραπεμπτικής αποφάσεως, όπως αυτή διορθώθηκε με την 78/2021 απόφαση εν συμβουλίω, η αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε ως προς τις ... … και … …, για τις οποίες κρίθηκε ότι αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ανομιμοποίητη. Περαιτέρω, με την ίδια παραπεμπτική απόφαση κρίθηκε ότι οι αιτούντες, οι οποίοι είναι πολύτεκνοι εκπαιδευτικοί που ανήκουν σε κλάδους/ειδικότητες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη και έχουν υποβάλει αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία κατατάξεως, με έννομο συμφέρον και συνδεόμενοι με τον δεσμό της ομοδικίας, ζητούν την ακύρωση της προκηρύξεως αυτής, καθ' ο μέρος επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 57 περ. γ΄ υποπερ. αα΄ του ν. 4589/2019 (Α΄ 13), σύμφωνα με την οποία, κατά την κατάταξη των υποψηφίων σε αξιολογικό πίνακα, βάσει του οποίου διενεργούνται οι διορισμοί των εκπαιδευτικών, βαθμολογούνται οι υποψήφιοι με τρεις (3) μονάδες για κάθε ανήλικο τέκνο τους, προβάλλοντας ότι η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη με διατάξεις του Συντάγματος και διεθνών συμβάσεων που επιτάσσουν στο Κράτος την παροχή ειδικής φροντίδας στους πολυτέκνους. Δεν επηρεάζεται δε το έννομο συμφέρον των αιτούντων εκείνων οι οποίοι σύμφωνα με την έκθεση απόψεων που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη έχουν διορισθεί ως μόνιμοι ή έχουν προσληφθεί ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί βάσει της προσβαλλομένης προκηρύξεως, διότι σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της κρινόμενης αιτήσεως και ειδικής μοριοδοτήσεώς τους λόγω της πολυτεκνικής ιδιότητάς τους η θέση τους στον οριστικό πίνακα κατατάξεως θα βελτιωθεί.

7. Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ επταμ. 1866/2020 σκ. 11, επταμ. 1882/2017 σκ. 9, Ολ. 527/2015 σκ. 5, Ολ. 3593/2008 σκ. 8), με την παράγραφο 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος κατοχυρώνονται οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τον διορισμό των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες συνάγονται, κατ’ αρχήν, και από τις γενικότερες διατάξεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου και αποτελούν ειδικότερη έκφραση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντάγματος). Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία συνδέεται με τη δημοκρατική αρχή και απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται προεχόντως με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣτΕ επταμ. 1866/2020 σκ. 12, 645/2020 σκ. 11, 1738/2019 σκ. 5 κ.ά.). Και μπορεί μεν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 645/2020 σκ. 11 κ.ά.).

9. Επειδή, οι παραπάνω συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 21 παρ. 1 - 2, 5 Συντ.) έχουν κατευθυντήριο χαρακτήρα και αφήνουν στον νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίσει κατά την εκτίμησή του το είδος και την έκταση της ειδικής φροντίδας για τους πολυτέκνους (δηλαδή τους έχοντες τέσσερα τέκνα και άνω, βλ. άρθρο πρώτο του ν. 1910/1944 [Α΄ 229], όπως το άρθρο αυτό αρχικώς τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 860/1979 [Α΄ 2] και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3454/2006 [Α΄ 75]) και τα μέλη των οικογενειών τους). Ειδικότερα, με τη διάταξη της παρ. 2 του ως άνω άρθρου 21 του Συντάγματος, η θέσπιση της οποίας απέβλεψε εξ αρχής στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας (βλ. πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση ΟΘ΄/26-4-1975, σ. 479, 480 και 486, και πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, σ. 349), ο συνταγματικός νομοθέτης απευθύνει στον κοινό νομοθέτη έντονη υπόδειξη για τη λήψη κατάλληλων μέτρων φροντίδας υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών με βάση τις κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και μέσα στα όρια που διαγράφουν οι λοιπές συνταγματικές διατάξεις και αρχές (ΣτΕ επταμ. 1932/2018, επταμ. 719/2018, Ολ. 1087/2017, επταμ. 2733/2017, 902/2016, Ολ. 986-8/2014, 2391, επταμ. 3412/2013, 2738/2010). Η λήψη των κατάλληλων αυτών μέτρων φροντίδας υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών και ο ειδικότερος τρόπος εκπλήρωσης της υποχρεώσεως προστασίας τους που απορρέει από το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος ανήκει στην ευχέρεια του νομοθέτη (ΣτΕ Ολ. 1087/2017), υπό την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότερες μορφές προστασίας και η έκτασή της καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη και, κατ' εξουσιοδότηση, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση (ΣτΕ επταμ. 4091/2012, ΣτΕ επταμ. 719/2018, 902/2016, 3503/2004), οι σχετικές δε εκτιμήσεις, σταθμίσεις και επιλογές του νομοθέτη υπόκεινται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια (ΣτΕ Ολ. 1087/2017, Ολ. 1470/2016, Ολ. 986-988/2014, επταμ. 719/2018 κ.ά.). Από τη συνταγματική αυτή διάταξη εξυπακούεται, όμως, ταυτόχρονα, όπως έχει παγίως κριθεί, στοιχειώδης απαγορευτικός κανόνας, δεσμευτικός για τον κοινό νομοθέτη, σύμφωνα με τον οποίο δεν είναι συνταγματικώς ανεκτός ο περιορισμός ή η υποβάθμιση της παρεχόμενης στους πολυτέκνους ειδικής κρατικής φροντίδας, άνευ αποχρώντος λόγου, στο πλαίσιο της αυτής σχέσεως (ΣτΕ επταμ. 719/2018, 2377/2017, 1095/2001, 2822-2823/1992, 2778/1991 κ.ά.).

11. Επειδή, με τις προεκτεθείσες διατάξεις του κεφαλαίου Ε΄ του ν. 4589/2019 εισάγεται πάγιο σύστημα για την εφεξής επιλογή του εκπαιδευτικού προσωπικού (μονίμων, αναπληρωτών και ωρομισθίων) της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, βάσει προκηρύξεως που εκδίδεται ανά διετία και συμμετοχής των υποψηφίων σε διαδικασία κατατάξεως σε αξιολογικούς πίνακες βάσει σειράς προτεραιότητας, ανάλογα με τη βαθμολογία τους σε προκαθορισμένα, μοριοδοτούμενα κριτήρια (ακαδημαϊκά προσόντα, εκπαιδευτική προϋπηρεσία, κοινωνικά κριτήρια, ήτοι αριθμός τέκνων, αναπηρία· βλ. ΣτΕ επταμ. 1866/2020). Το σύστημα αυτό επιλογής των υποψηφίων βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στα κριτήρια της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας και των ακαδημαϊκών προσόντων, στα οποία ο νομοθέτης προσέδωσε μείζονα βαρύτητα, προβλέποντας τη βαθμολόγησή τους με τις περισσότερες μονάδες (έως 120 μονάδες για καθένα από τα κριτήρια αυτά). Επίσης, στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης από το άρθρο 21 του Συντάγματος κρατικής μέριμνας, προβλέφθηκαν, αφ’ ενός για τα άτομα με αναπηρία, αφ’ ετέρου για τους έχοντες ανήλικα τέκνα, κοινωνικά κριτήρια, στα οποία, λόγω του ότι συνιστούν απόκλιση από την αρχή της αξιοκρατίας, η οποία αποτελεί τη βασική αρχή που διέπει τη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας, προσδίδεται επικουρικός χαρακτήρας και βαθμολογούνται με λιγότερες, συγκριτικά με τα κύρια κριτήρια, μονάδες (από 20 και άνω για τα άτομα με αναπηρία, αναλόγως του ποσοστού αυτής και 3 μονάδες για κάθε ανήλικο τέκνο). Περαιτέρω, κατά την κρατήσασα γνώμη, με το κριτήριο βαθμολόγησης του «αριθμού τέκνων» (3 μονάδες ανά ανήλικο τέκνο) εκδηλώθηκε η μέριμνα του νομοθέτη για την προστασία της οικογένειας και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος (άρθρο 21 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος) και, συγχρόνως, η ειδική φροντίδα για τους πολυτέκνους υποψηφίους (άρθρο 21 παρ. 2), οι οποίοι επωφελούνται από τη ρύθμιση αυτή, καθώς η βαθμολογία αυξάνεται αναλογικά με τον αριθμό των προστατευομένων μελών, χωρίς μάλιστα να προβλέπεται, σε αντίθεση με τα λοιπά κριτήρια, όριο στις μονάδες που δύναται να λάβει υποψήφιος στο κριτήριο αυτό. Εν όψει των ανωτέρω, η ρύθμιση αυτή, υποκείμενη σε οριακό ακυρωτικό έλεγχο, δεν μπορεί να εκληφθεί, πάντως, ως έλλειψη ειδικής φροντίδας που, κατά το Σύνταγμα, επιφυλάσσεται στους πολυτέκνους από τον κοινό νομοθέτη. Ο τελευταίος, σταθμίζοντας τις εκάστοτε ισχύουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη μορφή και την έκταση της παρεχόμενης προς τους πολυτέκνους προστασίας, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με τη χορήγηση σ' αυτούς δέσμης παροχών και ευεργετημάτων, τα οποία δεν παρέχονται σε γονείς με λιγότερα τέκνα. Συνεπώς, ανεξαρτήτως των ρυθμίσεων που ίσχυσαν στο παρελθόν για τους διορισμούς πολυτέκνων σε θέσεις εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως (άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3255/2004, Α΄ 138, και άρθρο 9 παρ. 10 του ν. 3848/2010, Α΄ 71), ο κοινός νομοθέτης δεν εκωλύετο, μεταβάλλοντας τις αντιλήψεις του για το ζήτημα της στελεχώσεως της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως και επιδιώκοντας να ενισχύσει την αξιοκρατική πρόσβαση των απασχολουμένων σ' αυτήν, ώστε να εκπληρώσει με τον, κατά την εκτίμησή του, λυσιτελέστερο τρόπο την εκ του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος αποστολή του προς παροχή παιδείας υψηλού επιπέδου, να εισαγάγει με τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4589/2019 πάγιο εφεξής σύστημα επιλογής των εκπαιδευτικών που θα στελεχώνουν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το οποίο στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, σε αξιοκρατικά κριτήρια, λαμβανομένων υπ’ όψιν επικουρικώς και κοινωνικών κριτηρίων, στα οποία περιλαμβάνεται και ο αριθμός τέκνων των υποψηφίων. Εξ άλλου, από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν επιβάλλεται η υιοθέτηση ή η διατήρηση ρυθμίσεων ευνοϊκότερων για τους πολυτέκνους ούτε η αντιμετώπιση των πολυτέκνων ως ιδιαίτερης κατηγορίας κατά τη στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας –όπως εν προκειμένω όπου δεν πρόκειται απλώς για την χορήγηση παροχών προς ενίσχυση των πολύτεκνων οικογενειών – ιδίως δε στον ευαίσθητο και απαιτητικό τομέα της δημόσιας εκπαιδεύσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 57 του ν. 4589/2019 είναι αντίθετη με το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά την γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου Γ. Τσιμέκα και των Συμβούλων Α. Καλογεροπούλου, Φ. Γιαννακού, Αικ. Ρωξάνα και Κ. Μαρίνου η επίμαχη διάταξη του άρθρου 57 του ν. 4589/2019, παραβιάζει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τους αιτούντες πολυτέκνους, την προστατευτική γι' αυτούς διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του Συντάγματος. Τούτο δε, κατ' αρχάς, διότι ναι μεν ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, προδήλως, εκτιμώντας ελευθέρως τις εκάστοτε εκπαιδευτικές ανάγκες, να θεσπίζει νέο πάγιο σύστημα για την εφεξής επιλογή του εκπαιδευτικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατά τροποποίηση των προηγουμένως ισχυουσών διατάξεων, όπως και έπραξε με τον ν. 4589/2019, διαθέτει δε, στο πλαίσιο των νέων ρυθμίσεων που υιοθετεί, ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό τόσο των αξιοκρατικών όσο και των κοινωνικών κριτηρίων που λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά την εν λόγω επιλογή· δεν μπορεί όμως, κατά την άσκηση της ευχέρειάς του αυτής, να παραβιάζει τον στοιχειώδη απαγορευτικό, δεσμευτικό γι' αυτόν, συνταγματικό κανόνα που απορρέει, κατά τα εκτεθέντα, από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του Συντάγματος σύμφωνα με τον οποίο δεν είναι συνταγματικώς ανεκτός ο περιορισμός ή η υποβάθμιση της παρεχόμενης στους πολυτέκνους ειδικής κρατικής φροντίδας, άνευ αποχρώντος λόγου, στο πλαίσιο της αυτής σχέσεως· υπό την έννοια δε αυτή, δεν είναι εν προκειμένω δυνατή η θέσπιση από τον νομοθέτη ρύθμισης η οποία καταλήγει σε υποβάθμιση ή περιορισμό της παρεχόμενης στους πολύτεκνους προστασίας υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς επιλογής του ανωτέρω εκπαιδευτικού προσωπικού, εφ’ όσον δεν συντρέχει αποχρών λόγος, συνιστάμενος στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, ο οποίος να την δικαιολογεί (βλ. ΣτΕ επταμ. 2424/2018, 1936/2017, 1141/1999 – ή στη στάθμιση των εκάστοτε ισχυουσών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, όταν πρόκειται περί χρηματικής παροχής, βλ. ΣτΕ 2376/2019, 719/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 4589/2019 δεν λαμβάνεται κάποια ειδική φροντίδα υπέρ των υποψηφίων που έχουν την ιδιότητα του πολυτέκνου, η δε επίμαχη διάταξη του άρθρου 57 του νόμου αυτού, κατά το μέρος που μοριοδοτεί τον αριθμό τέκνων (3 μονάδες για κάθε ανήλικο τέκνο) αφορά όλους, εν γένει, τους γονείς υποψηφίους, ανεξαρτήτως αριθμού τέκνων, καθ' όσον σε όλους παρέχεται εξ ίσου η αυτή μοριοδότηση ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων τους. Έχοντας το περιεχόμενο αυτό, η ανωτέρω ρύθμιση συνιστά υποβάθμιση της ειδικής φροντίδας υπέρ των πολυτέκνων, στα πλαίσια της αυτής σχέσεως, ήτοι κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε σχέση με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 9 παρ. 10 του ν. 3848/2010, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη (η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 67 περ. γ΄ του ίδιου ν. 4589/2019 που εισήγαγε την επίμαχη ρύθμιση) προέβλεπε τον διορισμό κατηγοριών εκπαιδευτικών, μεταξύ των οποίων και των πολυτέκνων (περ. α΄), σε αριθμό θέσεων καθοριζόμενο με βάση το εύλογο κριτήριο των εκπαιδευτικών αναγκών, συνεκτιμωμένων και των εν γένει δημοσιονομικών δυνατοτήτων και με σειρά που εξαρτάται από γενικά και αντικειμενικά κριτήρια (πρβλ. ΣτΕ 1454/2019, 1934/2018). Η υποβάθμιση δε αυτή επέρχεται, χωρίς να προκύπτουν προς τούτο αποχρώντες λόγοι αναγόμενοι στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος που να την δικαιολογούν, οι οποίοι είτε να συνάγονται από τις ίδιες τις διατάξεις του ν. 4589/2019 είτε να διαλαμβάνονται στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του νόμου αυτού (ήτοι στην αιτιολογική έκθεση ή στις συζητήσεις στη Βουλή), από τις οποίες, αντιθέτως, εξάγεται το συμπέρασμα ότι σκοπός του νομοθέτη, κατά τη θέσπιση του συστήματος αυτού προσλήψεων εκπαιδευτικών, δεν ήταν να λάβει κάποια ιδιαίτερη μέριμνα υπέρ των πολυτέκνων (βλ. ΙΖ΄ Περίοδος, Σύνοδος Δ΄, Συνεδρίαση ΝΖ΄, 17.1.2019, βλ. ιδίως σ. 2845 - 2846, 2858). Περαιτέρω, και ανεξαρτήτως της επερχόμενης κατά τα ανωτέρω άνευ αποχρώντος λόγου υποβάθμισης, η κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 57 του ν. 4589/2019 μοριοδότηση των πολύτεκνων υποψηφίων με τρεις (3) μονάδες για κάθε τέκνο τους, όπως και όλων των λοιπών –μη πολυτέκνων– γονέων υποψηφίων (σε σύνολο 280 μορίων) δεν μπορεί, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, να εκληφθεί ως εκπλήρωση της ειδικής κρατικής φροντίδας υπέρ των πολυτέκνων. Και τούτο διότι η διάταξη αυτή, εφαρμοζόμενη σε όλους γενικά τους γονείς υποψηφίους, ανεξαρτήτως αριθμού τέκνων, εξισώνει αδικαιολόγητα τους πολυτέκνους με τους λοιπούς γονείς υποψηφίους, παρά το γεγονός ότι οι πολύτεκνοι τελούν υπό προδήλως διαφορετικές νομικές και πραγματικές συνθήκες έναντι των λοιπών γονέων, λόγω της ιδιαίτερης συνεισφοράς τους στην αντιμετώπιση του οξυμένου –λόγω και της οικονομικής κρίσης– δημογραφικού προβλήματος της χώρας (και των ευρύτερων εθνικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που επάγεται η συρρίκνωση του πληθυσμού), χάριν της οποίας, κατά τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη του άρθρου 21 παρ. 2, οι πολύτεκνοι «έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το κράτος». Εξ άλλου, ούτε η μη θέσπιση ανωτάτου ορίου στη μοριοδότηση αυτή πραγματώνει εν προκειμένω την υποχρέωση του νομοθέτη να λάβει ειδική φροντίδα υπέρ των πολυτέκνων, διότι, πέραν του ότι η θέσπιση ενός τέτοιου ορίου δεν θα προσιδίαζε εν προκειμένω στη φύση της μοριοδότησης όπως αυτή καταστρώνεται από τον νομοθέτη –εφ’ όσον συναρτάται με τον αριθμό των τέκνων των υποψηφίων– η μη θέσπιση ανωτάτου ορίου δεν ωφελεί το σύνολο των πολυτέκνων, ήτοι όσους έχουν τουλάχιστον τέσσερα τέκνα και άνω αλλά, ενδεχομένως και συγκριτικά με τη βαθμολόγησή τους και στα υπόλοιπα κριτήρια, μια μικρή μερίδα αυτών (των λεγόμενων «υπερπολυτέκνων»). Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, η διάταξη του άρθρου 57 του ν. 4589/2019, κατά το μέρος που αφορά τους πολύτεκνους υποψηφίους παραβιάζει διττώς το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος. Κατά πρώτον διότι, όπως εκτέθηκε, καταλήγει σε υποβάθμιση της ειδικής κρατικής φροντίδας η οποία υφίστατο υπέρ των πολυτέκνων υποψηφίων υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (με την κατάργηση του άρθρου 9 παρ. 10 του ν. 3848/2010), στην οποία δύναται βεβαίως να προβεί ο νομοθέτης, όχι όμως, κατά τα εκτεθέντα, χωρίς τη συνδρομή αποχρώντος προς τούτο λόγου, επίκληση του οποίου δεν γίνεται στην προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω δε, και ανεξαρτήτως αυτού, διότι η επίμαχη διάταξη, αφ' εαυτής, δεν παρέχει στους πολυτέκνους την κατ' άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος ειδική φροντίδα, διότι δεν τους μεταχειρίζεται ως διακριτή ομάδα για την οποία προβλέπει παροχή ειδικής κρατικής φροντίδας, αλλά τους εξομοιώνει με τους λοιπούς γονείς υποψηφίους λόγω της κοινής ανά τέκνο μοριοδότησης για όλους τους γονείς αδιακρίτως· με τον τρόπο αυτόν όμως δεν παρέχει ειδική φροντίδα στους πολυτέκνους, αφού το ίδιο ευεργέτημα (3 μόρια ανά τέκνο) παρέχεται και σε γονείς με λιγότερα τέκνα.

[Απορρίπτει την αίτηση. Δέχεται την παρέμβαση]



[*] Όμοιες οι ΣτΕ Ολ. 408/2023 και 409/2023.