ΜΕφΑθ 532/2025 - Πλήρες κείμενο
Σύνθεση: Κωνσταντίνος Ρόκος, Εφέτης
Δικηγόροι: Μαρία – Ειρήνη Γιαννούζη
Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπό δοκιμή· αυτοδίκαιη λήξη μετά την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου· για την αυτοδίκαιη λήξη απαιτείται να ενημερωθεί ο εργαζόμενος ότι δεν θα συνεχιστεί η σύμβαση και θα λήξει αυτοδίκαια· η γνωστοποίηση της αυτοδίκαιης λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και υπό δοκιμή δεν συνιστά καταγγελία και η τυχόν αντιδικία εργαζομένου και εργοδότη δεν θα αφορά τη νομιμότητα της γνωστοποίησης της αυτοδίκαιης λήξης, αλλά ενόψει της προσδοκίας του για σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου το αν ο εργοδότης παρακώλυσε την πλήρωση της αιρέσεως εναντίον της καλής πίστης.
Νομικές διατάξεις: άρθρα 200, 201, 202, 207, 281, 288, 648, 649, 669, 671 ΑΚ, 522, 525-527, 533, 534, 535 ΚΠολΔ, 2 ν. 2112/1920, 2 παρ. 3 Ν.Δ. 16/18.7.1920, 2 ν. 2669/1998, δεύτερο ΠΝΠ 22.08.2020
Αριθμός απόφασης: 532/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
4ο Τμήμα
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Κωνσταντίνο Ρόκο, Εφέτη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Μαρία Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2025 για να δικάσει τις επόμενες υποθέσεις μεταξύ:
Της εκκαλούσας (α’ έφεσης) – εφεσίβλητης (β’ έφεσης): Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΔΙΚΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Α.Ε.» (ΑΕ ΟΣΥ) που εδρεύει στον Δ Αγ. Ιωάννου Ρέντη Αττικής (οδ. … αρ. …) νομίμως εκπροσωπούμενης, Φορέα Παροχής Συγκοινωνιακού Έργου του ν.2963/2001 ΑΦΜ … η οποία παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξουσίου της δικηγόρου Μαρίας – Ειρήνης Γιαννούζη (ΔΣ Αθηνών με AM ΔΣΑ …).
Του εφεσιβλήτου (α’ έφεσης) – εκκαλούντος (β’ έφεσης): … … του …, κατοίκου Αχαρνών Αττικής (οδ. … αρ. …) ΑΦΜ ..., ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξουσίας του δικηγόρου (ΔΣ Αθηνών με AM ΔΣΑ …).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό το στοιχείο β’ έφεσης και εφεσίβλητος της υπό το στοιχείο α’ έφεσης άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 22.3.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ .../2022 αγωγή του, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή δυνάμει της υπ' αριθ. 657/2024 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται η εναγομένη με την από 31.10.2024 (και υπό το στοιχείο α’) έφεσή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 1.11.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στις 5.11.2024 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθ. πρωτ. ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 και ο ενάγων με την από 1.11.2024 (και υπό το στοιχείο β’) έφεσή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 4.11.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στις 5.11.2024 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθ. πρωτ. ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024. Αμφότερες οι εφέσεις προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της υποθέσεως, η οποία εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν μονομερή δήλωση, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση η από 31.10.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 έφεση (με αριθμό κατάθ. ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου), της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και η από 1.1.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 έφεση (με αριθμό καταθ. ΓΑΚ ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου), του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 657/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Οι εκκρεμείς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ανωτέρω εφέσεις μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που βάλλουν κατά της ίδιας απόφασης, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και επειδή έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Οι κρινόμενες α) από 31.10.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που προσδιορίστηκε στο παρόν Δικαστήριο με την με αριθμό ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 έκθεση προσδιορισμού και β) από 4.11.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που προσδιορίστηκε στο παρόν Δικαστήριο με την με αριθμό ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 έκθεση προσδιορισμού εφέσεις στρεφόμενες κατά της με αριθμό 657/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3. 621-622 ΚΠολΔ) την από 22.3.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …/2022 αγωγή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα της υπό το στοιχείο α’ έφεσης και εφεσίβλητη της υπό το στοιχείο β’ έφεσης στις 4.10.2024 (βλ. την με αριθμό …/4.10.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών … …), η δε εφέσεις, όπως προαναφέρθηκε, κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 1.11.2024 (η υπό το στοιχείο α’) και στις 4.11.2024 (υπό το στοιχείο β’), όπως προκύπτει αντιστοίχως από τις με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 και ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 πράξεις καταθέσεως της αρμόδιας γραμματέα αυτού κάτω από το δικόγραφο της εφέσεως, ήτοι εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης. Συντρέχουν δε ακόμη όλες οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού της ασκήσεως αυτών (άρθρα 495 παρ.1, 496, 498, 511, 513 παρ.1 β’, 514, 516 παρ.1, 517 εδάφιο πρώτο, 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την μνημονευθείσα διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά, (άρθρ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 §3 ΚΠολΔ, ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015), έχουν δε κατατεθεί από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθρο 61 παρ. 1 και 4 ν. 4139/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 22.3.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …/2022 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό το στοιχείο β’ έφεσης και εφεσίβλητος της υπό το στοιχείο α’ έφεσης εξέθεσε ότι ότι υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό για την πρόσληψη οδηγών λεωφορείων προς κάλυψη των έκτακτων αυξημένων συγκοινωνιακών αναγκών λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, η οποία έγινε δεκτή και έτσι προσλήφθηκε ως δόκιμος το Μάρτιο του 2021 για δοκιμαστική χρονική περίοδο δώδεκα (12) μηνών, με την προοπτική, μετά την παρέλευσή της και αφού κρινόταν ικανός από ειδική επιτροπή, να καταρτιζόταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι μετά τη συμπλήρωση του δοκιμαστικού χρόνου υπηρεσίας, η εναγομένη με την από 1.4.2022 εξώδικη δήλωσή της κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, επικαλούμενη την καταδίκη του με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση στην πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και της χρήσης πλαστού αντιγράφου απολυτηρίου Λυκείου, που αξιολογήθηκε ως τυπικό κώλυμα για το διορισμό του. Ότι η κρίση αυτή της εναγομένης περί της συνδρομής σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος δεν είναι νόμιμη, α) γιατί δεν ελήφθη υπόψη ότι εκκρεμούσε η απαλοιφή της ποινής του με την έκδοση σχετικής απόφασης του Συμβουλίου Χαρπτων, καθώς είχε ήδη υποβάλλει προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης αίτημα περί απονομής του ευεργετήματος της χάριτος η οποία εισέτι εκκρεμούσε, δοθέντος μάλιστα ότι είχε επιδείξει εξαιρετική επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του τη δοκιμαστική περίοδο, με αποτέλεσμα να του έχει δημιουργηθεί η εύλογη εντύπωση ότι η εναγόμενη θα αναμένει την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεώς του, β) άλλως ως ανυπόστατη, καθώς η καταγγελία της σύμβασής του δεν αποδεικνύεται ότι έγινε με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου της εναγομένης ούτε ότι προηγήθηκε σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου καθώς τέτοιες πληροφορίες δεν γνωστοποιήθηκαν με το έγγραφο της καταγγελίας, γ) άλλως, ως μη νόμιμη, καθώς κατά το χρόνο της αξιολόγησής του προς διορισμό, είχε ήδη παρέλθει επιτυχώς το κρίσιμο χρονικό διάστημα της τριετούς αναστολής που επιβλήθηκε στην ποινή του, με αποτέλεσμα το κώλυμα διορισμού εξαιτίας της ποινικής καταδίκης να έχει πάψει να υφίσταται. Με βάση το περιεχόμενο αυτό ο ενάγων ζήτησε α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους της εναγομένης και β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, στην αυτή θέση και ειδικότητα και με τις αποδοχές και τους όρους που ίσχυαν πριν από την άκυρη καταγγελία της σύμβασής του, απειλούμενης για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης προς το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης ως ποινής του ποσού 150,00 ευρώ και, τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη και με αριθμό 657/2024 οριστική απόφασή του, αφού εκδίκασε την αγωγή κατ’αντιμωλία των διαδίκων, ακολούθως την έκρινε ως νόμω βάσιμη και εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της από 29.3.2022 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης, συμψηφίζοντας στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό το στοιχείο β’ έφεσης όσο και η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα της υπό το στοιχείο α’ έφεσης με την κρινόμενες εφέσεις τους, για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, προς το σκοπό απορρίψεως της αγωγής (σύμφωνα με την υπό το στοιχείο α’ έφεση) και πλήρους ευδοκιμήσεως αυτής (σύμφωνα με την υπό το στοιχείο β’ έφεση)
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 ΑΚ συνάγεται ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως, Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, όπως ήδη αναφέρθηκε, παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της συμβάσεως και καταβολή αποζημίωσης (ΑΠ 132/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Διακριτή από την σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση εργασίας με δοκιμή (ΑΠ 1719/2012
ΕΑΕΔ 2014.55). Κατά τις διατάξεις των άρθρων 648, 361, 202 AK, 2 § 3 NΔ 16 -18.7.1920 και άρθρου 1 N. 2112/1920, στη σύμβαση εργασίας μπορεί να τίθεται όρος ότι για ορισμένο χρονικό διάστημα από την κατάρτισή της η σύμβαση θα έχει δοκιμαστικό χαρακτήρα. Με τον συμβατικό αυτό όρο μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης δικαιούται να την καταγγείλει και πριν από την λήξη του χρόνου της δοκιμασίας αζημίως, εάν κρίνει ότι ο εργαζόμενος δεν είναι κατάλληλος για την εργασία του. Είναι προφανές ότι πρόκειται για εξουσιαστική αίρεση (Λαδάς Π., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου
ΙΙ, σ. 686
επ). Η σύμβαση εργασίας με δοκιμή αποτελεί ειδική κατηγορία των συμβάσεων εργασίας. Αντί να συνάπτεται από την αρχή μία οριστική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, συνάπτεται σύμβαση εργασίας με δοκιμή για δεδομένη χρονική περίοδο. Εάν στο τέλος της χρονικής περιόδου ο εργοδότης κρίνει κατάλληλο τον μισθωτό, τότε, κατά την κοινή πείρα και λογική, ακολουθεί σύμβαση αόριστης διάρκειας, αλλιώς ο εργοδότης καταγγέλλει την σύμβαση. Η σύμβαση εργασίας με δοκιμή διακρίνεται σε δύο χρονικά στάδια που αποτελούν όμως ένα σύνολο. Συνάπτεται αρχικά για ορισμένη χρονική περίοδο, την λεγόμενη δοκιμαστική περίοδο, η οποία αναπτύσσεται ως φάση της κρίσης εκ μέρους του εργοδότη σχετικά με την προοπτική της οριστικής σύμβασης εργασίας. Σε επιχειρήσεις με κανονισμούς και μόνιμο προσωπικό προβλέπεται ότι η κρίση θα γίνει από αρμόδιο όργανο του εργοδότη ή με κάποια διαδικασία. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κρίση του εργοδότη δεν είναι ανεξέλεγκτη, αλλά ελέγχεται δικαστικά για πλασματική πλήρωση σύμφωνα με τα άρθρα 201 και 207 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 288, 281 ΑΚ, ακριβώς γιατί πρόκειται περί εξουσιαστικής αιρέσεως. Έτσι, ελέγχεται αν ο εργοδότης παρακώλυσε την πλήρωση της αιρέσεως εναντίον της καλής πίστης. Το ίδιο ισχύει και για την παράλειψη του εργοδότη για κρίση. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται πλασματική πλήρωση της αιρέσεως, με συνέπεια να θεωρείται η μετατροπή γενομένη, αφότου όφειλε ο εργοδότης να έχει προβεί στην κρίση. Η δοκιμαστική περίοδος μπορεί να συμφωνηθεί ως ορισμένου χρόνου, οπότε και η σύμβαση λειτουργεί ως τέτοια, μετά το πέρας του οποίου λύεται αυτοδικαίως, εφόσον δεν επακολουθήσει η ευνοϊκή κρίση του εργοδότη. Ακόμη και αν ο εργαζόμενος αποδείχθηκε κατάλληλος για τη θέση, ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να συνάψει μαζί του την οριστική σύμβαση. Είναι, βέβαια, δυνατό να συμφωνηθεί αξίωση του εργαζομένου για σύναψη της οριστικής σύμβασης και αντίστοιχη υποχρέωση του εργοδότη. Μια τέτοια συμφωνία δεν προκύπτει, όμως, μόνο από το γεγονός της σύναψης σύμβασης εργασίας με σκοπό τη δοκιμή. Εάν η σύμβαση δεν λυθεί αυτοδικαίως ούτε κατά το τέλος της δοκιμαστικής περιόδου ούτε μετά την πάροδο εύλογου χρόνου, αλλά εξακολουθήσει η προσφορά της εργασίας από τον μισθωτό, την οποία αποδέχεται ο εργοδότης, τότε η σύμβαση συνεχίζεται ως αορίστου χρόνου. Η έννομη αυτή συνέπεια είναι σύμφωνη με τον κανόνα που θέτει η διάταξη του άρθρου 671 AK. Έτσι, η εξακολούθηση της εργασίας μετά την λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου επιφέρει την μετατροπή της διάρκειας της σύμβασης για αόριστο χρόνο. Η αποδοχή από τον εργοδότη της εργασίας μετά την πάροδο του χρόνου της δοκιμαστικής περιόδου, συνιστά στην ουσία σιωπηρή αξιολογική κρίση για την καταλληλότητα του μισθωτού και την θεσμοθέτηση πλέον μιας σύμβασης αόριστης χρονικής διάρκειας. Για τις περιπτώσεις που με βάση τους κανονισμούς η κρίση για τη δοκιμαστική περίοδο συνδέεται με τη λεγόμενη μονιμοποίηση είναι βέβαια θέμα ερμηνείας της αντίστοιχης διάταξης, αν η παράλειψη συνεπάγεται αυτόματη ένταξη, αφού η διάταξη του άρθρου 671 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που ο νόμος αποκλείει την ανανέωση ή παράταση ή επιβάλλει για αυτές την τήρηση ορισμένης διαδικασίας ή ορισμένου τύπου. Επισημαίνεται επίσης ότι σε περίπτωση σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου υπό δοκιμή τυχόν παράταση της σύμβασης, μέχρι την έκδοση της απόφασης περί καταλληλότητας του αρμοδίου υπηρεσιακού οργάνου του εργοδότη, δεν καθιστά την σύμβαση αορίστου χρόνου. Τέλος, αν παρέλθει η χρονική διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, χωρίς ο εργοδότης να «ενημερώσει» τον εργαζόμενο ότι λήγει η σχέση και αυτή συνεχιστεί, τότε η σύμβαση ορισμένου χρόνου εκτείνεται μέχρι τη χρονική διάρκεια λήξης της. Για την αυτοδίκαιη λήξη απαιτείται να ενημερωθεί ο εργαζόμενος ότι δεν θα συνεχιστεί η σύμβαση και θα λήξει αυτοδίκαια. Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για καταγγελία, για την οποία απαιτείται έγγραφος τύπος και η σχετική ενημέρωση μπορεί να γίνει με κάθε πρόσφορο τρόπο. Συνεπώς, ενόψει του γεγονότος ότι η γνωστοποίηση της αυτοδίκαιης λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου και υπό δοκιμή δεν συνιστά καταγγελία, η τυχόν αντιδικία εργαζομένου και εργοδότη δεν θα αφορά τη νομιμότητα της γνωστοποίησης της αυτοδίκαιης λήξης, αλλά ενόψει της προσδοκίας του για σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου το αν ο εργοδότης παρακώλυσε την πλήρωση της αιρέσεως εναντίον της καλής πίστης σύμφωνα με το πλέγμα των άρθρων 201 και 207 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 288, 281 ΑΚ και κατά περίπτωση του άρθρου 371 ΑΚ [Ι. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας
, 10η έκδ., 2024, § 2, σ. 487-489
, Δ. Ζερδελής, Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου
, 8η έκδ., 2023, § 10, σ. 241
-244
, Λαδάς Δ., Ευέλικτες Μορφές Εργασίας, σελ. 10, εκδ. 2021, Α. Μεντεσίδου, Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου - Περιορισμοί της ελευθερίας σύναψης στον ιδιωτικό τομέα
, 2020, σ. 127
-135, αλλά και επιχ. από Δ. Λαδάς, Ζητήματα που προκύπτουν από τις ρυθμίσεις του νέου εργασιακού νόμου 5053/2023 αναφορικά με την ενημέρωση και τη δοκιμαστική εργασία, ΕλλΔνη 2024.28-38].
Περαιτέρω, ο εναγόμενος αποτελεί Φορέα Παροχής Συγκοινωνιακού Έργου, και εκτελεί, σύμφωνα με τον καταστατικό του σκοπό, το δημόσιο συγκοινωνιακό έργο με οδικά μέσα μαζικής μεταφοράς στις Περιφέρειες Αττικής και Πειραιώς, δι’ εκμετάλλευσης των τακτικών αστικών επιβατικών γραμμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2963/2001, άρθρο 2, καθώς και σύμφωνα με τις συμβάσεις παροχής συγκοινωνιακού έργου με τον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (ΟΑΣΑ Α.Ε.). Ιδρύθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 4 του ν.2175/1993 και κατ’ επιταγήν του άρθρου 1 παρ. 6 του ν.3920/2011, μετασχηματίσθηκε διά συγχωνεύσεως της εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΕΛ Α.Ε.» (θερμικά λεωφορεία) με την εταιρεία με την επωνυμία «ΗΛΠΑΠ Α.Ε.» (ηλεκτροκίνητα λεωφορεία /τρόλλεϋ), δι απορροφήσεως της δεύτερης από την πρώτη. Σε συνέχεια της συγχώνευσης, η πράξη συγχώνευσης δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ τ. Β’ 1454/17.06.201,1) και η εναγομένη ΟΣΥ ΑΕ έχει έκτοτε αναλάβει το σύνολο του συγκοινωνιακού έργου των δημόσιων οδικών μεταφορών του επιβατικού κοινού στην Περιφέρεια Αττικής και Πειραιώς (πλην νήσων). Συνεπώς, η εναγομένη αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, του οποίου μέτοχος είναι ο Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών, και ο οποίος ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, επιπλέον δε ανήκει στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, αφού η λειτουργία του έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ως επιχείρηση μεταφοράς προσώπων και αγαθών με λεωφορεία στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών και του Πειραιώς. Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού του, εγκεκριμένου διά της υπ’ αριθμ. 28738/2638/10.06.2011 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων (ΦΕΚ Β' 1454/Β/17.06.2011), την εκτέλεση του συγκοινωνιακού έργου σύμφωνα με την κατανομή αυτού που διενεργεί ο ΟΑΣΑ, με ηλεκτροκίνητα με κεραία λεωφορεία καθώς και θερμικά λεωφορεία. Άλλωστε δυνάμει και της ρητής πρόβλεψης του ν. 3920/2011, η εναγομένη αποτελεί Φορέα Παροχής Συγκοινωνιακού Έργου με μέσα οδικής μαζικής μεταφοράς (λεωφορεία και τρόλεϋ) και ως εκ τούτου συνιστά επιχείρηση κοινής ωφελείας, υπαγόταν δε κατά τον κρίσιμο για την παρούσα αντιδικία χρόνο στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ του ν.3429/2025. Επισημαίνεται ότι η εναγομένη υπάγεται στους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης του άρθρου 14 του ν.4270/2014 περί Δημοσίου Λογιστικού, και αποτελεί φορέα του ευρύτερου δημοσίου τομέα, εμπίπτει δε στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2190/1994 ως ο νόμος αυτός ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην αντιδικία χρόνο. Τέλος, ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της εναγομένης έχει τυπική ισχύ νόμου και διατυπώνεται στις διατάξεις του ν.2669/1998 (ΦΕΚ Α’ 283/1998). Ειδικότερα, στον εν λόγω νόμο και δη στο άρθρο 9 εμπεριέχεται ο «Γενικός Κανονισμός Προσωπικού» των εταιρειών ΑΕ ΕΘΕΛ, ΑΕ ΗΛΠΑΠ και ΑΕ ΟΑΣΑ, ο οποίο εφαρμόζεται και στην εναγομένη, δοθέντος του ότι , όπως ανωτέρω εκτέθηκε αυτή αποτελεί μετονομασία της εταιρείας ΑΕ ΕΘΕΛ (και έχει ήδη απορροφήσει και την ΑΕ ΗΛΠΑΠ). Σύμφωνα με το άρθρο έκτο του γενικού κανονισμού προσωπικού με τίτλο «Προσλήψεις» ορίζεται ότι: «1. Οι Προσλήψεις του προσωπικού διενεργούνται με τη διαδικασία του ν. 2190/1994, όπως ισχύει κάθε φορά. 2. Κάθε πρόσληψη γίνεται πάντοτε υπό δοκιμή….». Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο όγδοο του γενικού κανονισμού προσωπικού με τίτλο «Προϋποθέσεις Πρόσληψης - Πιστοποιητικά - Μητρώα Προσωπικού» ορίζεται ότι: «1. Κάθε υποψήφιος για κάθε κατηγορία προσωπικού και ανεξάρτητα από τη θέση εργασίας πρέπει: α) Να έχει τα απαιτούμενα προσόντα που καθορίζονται κάθε φορά από το Δ.Σ. της Εταιρείας ή απαιτούνται από το νόμο και τον Υπηρεσιακό Οργανισμό για τη συγκεκριμένη θέση ή απασχόληση. β) Να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή να έχει νόμιμα απαλλαγεί ή εξαιρεθεί από αυτές. γ) Να μην έχει υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας του, εκτός όσων προορίζονται σε θέση για την οποία είναι αναγκαία εξειδίκευση και προϋπηρεσία, οπότε το όριο ηλικίας ορίζεται από το Δ.Σ. της Εταιρείας. δ) Να μην έχει καταδικασθεί ή να μην διώκεται για κακούργημα ή πλημμέλημα που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Να μην έχει καταδικασθεί τελεσίδικα σε οποιαδήποτε ποινή για αδικήματα κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, εκβίασης, πλαστογραφίας, απιστίας, δωροδοκίας ή δωροληψίας, παράβασης καθήκοντος, περί το νόμισμα και έγκλημα κατά των ηθών. Επίσης να μην τελεί υπό απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη. ε) Να μην έχει απολυθεί λόγω ανεπάρκειας ή άλλους λόγους που αφορούν την εργασιακή του ικανότητα και επίδοση ή λόγω πειθαρχικού παραπτώματος. στ) Να υποβληθεί στις αναγκαίες ιατρικές και, ειδικά για το προσωπικό κίνησης, από τον επιλεγμένο ιατρό, ικανός για την εργασία που πρόκειται να προσληφθεί. 2. Εκτός από τα ειδικά πιστοποιητικά ή άλλα έγγραφα που πρέπει να προσκομίζουν για την πρόσληψή τους οι υποψήφιοι στην αρμόδια Υπηρεσία Προσωπικού, οφείλουν σε κάθε περίπτωση να υποβάλλουν, το αργότερο μέχρι την προσδιορισμένη κάθε φορά ημερομηνία, τα παρακάτω πιστοποιητικά σε πρωτότυπο ή επικυρωμένο αντίγραφο. α. Πιστοποιητικό γέννησης. β. Πιστοποιητικά στα οποία να βεβαιώνεται η οικογενειακή κατάσταση. γ. Αντίγραφο ποινικού μητρώου. δ. Πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης τύπου Α, για το προσωπικό που υπέχει στρατολογική υποχρέωση. ε. Τίτλους σπουδών. στ. Επαγγελματική άδεια για όσες ειδικότητες απαιτείται. ζ. Πιστοποιητικά προϋπηρεσίας, στα οποία να φαίνεται η διάρκεια, η ειδικότητα και η σχέση εργασίας, καθώς και το ασφαλιστικό του βιβλιάριο για την απόδειξη της προϋπηρεσίας αυτής. 3. Επίσης πρέπει να υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1985, η οποία πρέπει να περιέχει τα στοιχεία ταυτότητας, τον αριθμό φορολογικού μητρώου, την ακριβή διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου, φωτοτυπία της αστυνομικής του ταυτότητας και να βεβαιώνεται η ακρίβεια των όσων δηλώθηκαν. Ψευδείς δηλώσεις ή απόκρυψη στοιχείων κατά την πρόσληψη θεωρούνται σοβαρά παραπτώματα, για τα οποία δικαιολογείται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, οποτεδήποτε και αν διαπιστωθούν, χωρίς καταβολή αποζημίωσης. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο του γενικού κανονισμού προσωπικού με τίτλο «Δοκιμαστική Υπηρεσία», ορίζεται ότι: «1. Οι προσλαμβανόμενοι τοποθετούνται στις θέσεις εργασίας, για τις οποίες έγινε η πρόσληψη και διανύουν δοκιμαστική περίοδο εργασίας, για να διαπιστωθεί η καταλληλότητά τους. 2. Το δόκιμο προσωπικό παρακολουθεί υποχρεωτικά ειδικό πρόγραμμα ενημέρωσής του σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της εταιρείας στις διατάξεις αυτού του Κανονισμού και για τις ειδικότερες δικαιοδοσίες και ευθύνες της θέσης εργασίας του. 3. Το χρονικό διάστημα από την πρόσληψη μέχρι την ένταξη του νεοπροσληφθέντος στο μόνιμο προσωπικό αποτελεί χρόνο δοκιμαστικής υπηρεσίας. 4. Μετά τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών από τη πρόσληψη που αποτελεί τη Δοκιμαστική Υπηρεσία και εντός ενός (1) μηνός από τη συμπλήρωση αυτών, εκδίδεται αιτιολογημένη Απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου για την ένταξη ή μη του δόκιμου στο τακτικό προσωπικό, μετά από έκθεση Επιτροπής Αξιολόγησης για την απόδοση και την εν γένει καταλληλότητα του προσωπικού αυτού. 5. Σε περίπτωση που ο δόκιμος μισθωτός κριθεί οριστικά ακατάλληλος, η σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν ανανεώνεται και η συμβατική σχέση παύει να υφίσταται. 6. Ο χρόνος της δοκιμαστικής υπηρεσίας μετά τη μονιμοποίηση αποτελεί πραγματικό χρόνο υπηρεσίας. 7. Προϋπόθεση καταλληλότητας και ένταξης του δόκιμου προσωπικού στο μόνιμο είναι να έχει υποβληθεί στις αναγκαίες ιατρικές και ψυχοτεχνικές εξετάσεις και να έχει κριθεί από τον επιλεγμένο ιατρό ικανός για την εργασία που πρόκειται να αναλάβει. 8. Η πιο πάνω Επιτροπής Αξιολόγησης είναι τριμελής και συγκροτείται κάθε φορά, με Απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας.»
Περαιτέρω, σύμφωνα με το δεύτερο άρθρο της από 22.08.2020 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’161) περί 'Έκτακτων Μέτρων για την ενίσχυση των αστικών συγκοινωνιών, την προμήθεια μέσων ατομικής προστασίας ... προς αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωνοΐού, COVID-19 ..." η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν.4722/2020 (Α'177) προβλέφθηκε η κατεπείγουσα διενέργεια Διαγωνισμού και Πρόσληψης προσωπικού Οδηγών και Τεχνιτών στον εναγόμενο, και ειδικότερα ότι «άρθρο δεύτερο. 1. Για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών, όπως αυτών που προκύπτουν από τα μέτρα που λαμβάνονται για τον περιορισμό διασποράς του κορωνοϊού COVID-I9, δύναται να γίνουν προσλήψεις προσωπικού με σύμβαση Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, για τις κάτωθι ειδικότητες: ΔΕ ή ΤΕ Οδηγών, ΔΕ ή ΤΕ Μηχανοδηγών, ΔΕ ή ΤΕ Τεχνιτών πάσης φύσεως οχημάτων και συρμών από τις εταιρείες Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών Α.Ε., Οδικές Συγκοινωνίες Α.Ε. και Σταθερές Συγκοινωνίες Α.Ε. Οι προσλήψεις της παρούσας γίνονται με ευθύνη των οικείων φορέων, βάσει της σειράς προτεραιότητας και των κριτηρίων του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π. σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και κατόπιν έγκρισης της Επιτροπής της παρ. 1 του άρθρου 2 της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου 33/2006 (Α' 280). 3…., 4. Οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στον οριστικό πίνακα προσληπτέων, διανύουν, πριν από την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου με τον οικείο φορέα, ειδική δοκιμαστική υπηρεσία διάρκειας ενός (1) έτους, για την οποία συνάπτεται σύμβαση δοκιμαστικής υπηρεσίας με αποδοχές. Κατά το διάστημα της ειδικής δοκιμαστικής υπηρεσίας οι προσληπτέοι διαθέτουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται για το προσωπικό με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου αντίστοιχης ειδικότητας του οικείου φορέα και παρακολουθούν ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης ανά κατηγορία ειδικότητας. 5. Μετά από την ολοκλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας της παρ. 4, διενεργείται έλεγχος καταλληλότητας και επάρκειας του προσωπικού, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ισχύον καταστατικό του οικείου φορέα. 6. Οι προσληφθέντες της παρ. 4 που κρίνονται επιτυχόντες της διαδικασίας ελέγχου καταλληλότητας και επάρκειας προσλαμβάνονται από τους οικείους φορείς με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου»
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα από αμφότερες τις διάδικες πλευρές και, παρόλο ότι ο εκκαλών με την έφεση παραπονιέται διότι η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα. Αντίστοιχα λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος επί έφεσης του εναγόμενου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κ.λ.π. αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 377/2024 ιστοσελίδα ΑΠ, Ν. Κατηφόρης, Η αυτεπάγγελτη εξέταση του παραδεκτού και της νομικής βασιμότητας της αγωγής καθώς και ισχυρισμών που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το εφετείο, από «Εξουσίες του δικαστηρίου και των διαδίκων στην πολιτική δίκη», 2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, με αυτεπάγγελτη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον προβαίνει σε έρευνα του νόμω βασίμου και ορισμένου της αγωγής, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέτρο που αιτείται (υπό την προδιαληφθείσα τριπλή νομική θεμελίωση) την αναγνώριση της ακυρότητας της επιδοθείσας την 1η.4.2022 εξώδικης καταγγελίας σύμβασης εργασίας τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, δοθέντος ότι ο ενάγων ομολογεί ότι η φερόμενη ως καταγγελία έλαβε χώρα μετά τη συμπλήρωση του δοκιμαστικού χρόνου υπηρεσίας. Συνεπώς, εφόσον είχε παρέλθει ο συμφωνημένος χρόνος της σύμβασης εργασίας εξαρτημένης ορισμένου χρόνου, αυτή είχε λήξει αυτοδικαίως και η φερόμενη ως καταγγελία αποτελούσε έγγραφη γνωστοποίηση προς τον ενάγοντα ότι δεν πρόκειται να συνάψει με αυτόν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επισημαίνεται ότι ίδια απάντηση προσήκει ακόμα και στην περίπτωση που ήθελε προταθεί (εν προκειμένω δεν προτάθηκε) ότι παρατάθηκε η αρχική σύμβαση ορισμένου χρόνου για λίγες ημέρες έως την απόφαση της εργοδότριας σε σχέση με το αν πρόκειται να συνάψει σύμβαση εργασίας εξαρτημένης αορίστου χρόνου. Κάθε γνωστοποίηση της εργοδότριας μετά το πέρας ή κατά το πέρας της σύμβασης εργασίας υπό δοκιμή ουδόλως αποτελεί καταγγελία, αλλά απλώς γνωστοποίηση της λήξης. Συνεπώς, αυτή η γνωστοποίηση της λήξης (ακόμα και αν αναφέρει στα πλαίσια της διαφάνειας τον λόγο της μη σύναψης σύμβασης εργασίας) δεν μπορεί να προσβληθεί ως άκυρη, μεταξύ των άλλων, και ελλείψει εννόμου συμφέροντος· ο ενάγων εργαζόμενος επί «ακυρώσεως» της γνωστοποίησης λήξεως του χρόνου ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν μπορεί να αναμένει την καθοιονδήποτε τρόπο ανασύσταση αυτής και τη συνέχιση της εργασίας του. Είναι προφανές ότι αντικείμενο αντιδικίας μπορεί να αποτελέσει μόνο η μη σύναψη της οριστικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μετά το πέρας της δοκιμαστικής περιόδου και μόνο υπό την επίκληση και απόδειξη των προϋποθέσεων πλήρωσης της εξουσιαστικής αίρεσης κατά τα άρθρα σύμφωνα με τα άρθρα 201 και 207 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 288, 281 ΑΚ. Από την εκτίμηση, ωστόσο, της υπό κρίση αγωγής και κατά το σκέλος του δεύτερου αιτήματος αυτής προκύπτει ότι αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της προφανούς αοριστίας της. Ειδικότερα, ο ενάγων ουδεμία μνεία κάνει στο γεγονός ότι η εργοδότριά του εμπόδισε την πλήρωση της αίρεσης αντίθετα προς την καλή πίστη και επομένως η αίρεση πρέπει να θεωρείται ότι πληρώθηκε με αποτέλεσμα να έχει πλέον συναφθεί οριστική σύμβαση. Απεναντίας, όπως συνάγεται (βλ. σελ. 10 της αγωγής), ο ενάγων υπολαμβάνει εσφαλμένα ότι, εφόσον ακυρωθεί αυτό που εκτιμά ως καταγγελία της σύμβασης δοκιμής, τότε αυτόθροη συνέπεια θα είναι η αυτόματη σύναψη εξαρτημένης σύμβασης αορίστου χρόνου. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η υπό το στοιχείο β’ έφεση δια της οποίας ο ενάγων αιτιάται την εκκαλουμένη για την απόρριψη του δεύτερου αιτήματός του και δεκτής γενομένης της υπό το στοιχείο α’ έφεσης να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή στο σύνολό της.
Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την με αριθμό 657/2024 απόφασή του έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμω βάσιμη και ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή στην ουσία της, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει, κατά το βάσιμο τούτο λόγο, η υπό το στοιχείο α’ έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει η αγωγή να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (ά. 179 εδ. α' ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων την από 31.10.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 έφεση (με αριθμό καταθ. ΓΑΚ .../2024 και ΕΑΚ …/2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) και την από 1.11.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 έφεση (με αριθμό καταθ. ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου),
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 1.11.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 έφεση
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 31.10.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …/2024 και ΕΑΚ …/2024 έφεση
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 657/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3 και 621 επομ. ΚΠολΔ).
Κρατεί και δικάζει την από 22.3.2022 και με αριθμό εκθ. καταθ. ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …/2022 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Αθήνα σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Ιανουαρίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα