Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
2
Έτος
2022
Περισσότερα

Συγγραφέας


Παραπομπές


Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου, 2 (2022)


Ε. Τζίβα, Κρίση στην ιδιωτική ασφαλιστική αγορά εξαιτίας της πανδημίας

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

187Κρίση στην ιδιωτική ασφαλιστική αγορά εξαιτίας της πανδημίας[1]

Έφη Τζίβα

Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

Ι. Εισαγωγικές τοποθετήσεις

Η πανδημία που προκλήθηκε από τον ιό SARS-Cov-2 έχει προκαλέσει απρόβλεπτες συνέπειες σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και στο χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μία «αναγκαστική» επίπτωση, καθώς η έννοια της ασφάλισης και ο σκοπός που επιδιώκει είναι η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης, όταν επέρχονται κίνδυνοι, ήτοι καταστάσεις απρόβλεπτες, ικανές να προκαλέσουν οικονομική ζημία σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας[2]. Και ένας τέτοιος κίνδυνος φαίνεται, σε μία πρώτη προσέγγιση ότι είναι η 188πανδημία και μάλιστα ένας κίνδυνος, μη προβλεφθείς και κοστολογημένος από την ασφαλιστική κοινότητα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες, αναφορικά με την συμπερίληψή του στις υφιστάμενες και λειτουργούσες, στο χρονικό διάστημα της πανδημίας, ασφαλιστικές συμβάσεις[3].

Δεν είναι υπερβολή να θεωρηθεί ότι όλοι οι τομείς της ασφαλιστικής δραστηριότητας είναι συνδεδεμένες, από τη φύση και το περιεχόμενο τους, με τον Covid-19. Ασφαλίσεις προσωπικές, όπως ασφαλίσεις ζωής και υγείας, μέχρι ασφαλίσεις αστικής και δη επαγγελματικής ευθύνης, κυρίως μάλιστα ιατρικής ευθύνης σε ατομικό ή και ομαδικό επίπεδο, ασφαλίσεις διακοπής λειτουργίας επιχείρησης, ασφαλίσεις πιστώσεων και εγγυήσεων, ασφαλίσεις μεταφοράς πραγμάτων, με άλλα λόγια, όλες οι σύγχρονες μορφές ασφαλίσεων, στον ιδιωτικό τομέα, είναι συνδεδεμένες, είτε ευθέως με την πανδημία και τις συνέπειες της στη ζωή και την υγεία των ασφαλισμένων, είτε εμμέσως, εξαιτίας των πολλαπλών οικονομικών επιπτώσεων, όπως και των εκτάκτων κυβερνητικών μέτρων και δη σε παγκόσμιο επίπεδο για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό της εξάπλωσής της[4].

ΙΙ. Η στάση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σχετικά με την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης στις διάφορες ασφαλιστικές συμβάσεις

Οι ασφαλιστικές αλλά και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αιφνιδιάστηκαν, όπως όλοι, από την πανδημία και προσπάθησαν, σε μία πρώτη φάση, να εξετάσουν το ενδεχόμενο της κάλυψής της, σύμφωνα με τους όρους των διαφόρων τύπων ασφαλιστικών συμβάσεων του χαρτοφυλακίου τους.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, σε μία συνέντευξή του, ο επικεφαλής του μεγαλύτερου, στον κόσμο, ασφαλιστικού φορέα, των Lloyd’s στο Λονδίνο, κ. John Neal ανέφερε ότι, ο Covid-19 μπορεί να αποδειχθεί το πιο ακριβό γεγονός στην ιστορία του ασφαλιστικού κλάδου[5], με την έννοια ότι είναι πιθανό 189να κληθούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να καταβάλλουν ασφαλίσματα για ένα τεράστιο αριθμό μικρών ή και μεγάλων, σε ασφαλιστική κάλυψη, συμβάσεων και μάλιστα ταυτόχρονα και σε παγκόσμια κλίμακα.

Την ίδια ανησυχία αλλά συγχρόνως και την προσπάθεια να υπάρχει μια ομοιόμορφη και συντονισμένη αντιμετώπιση του προβλήματος, με στόχο, τόσο τη διασφάλιση της σταθερότητας στην ασφαλιστική αγορά, όσο και την προστασία των εκατομμυρίων ασφαλισμένων, φυσικών ή και νομικών προσώπων, που αντιμετωπίζουν σοβαρές και συγχρόνως απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες, εξαιτίας της πανδημίας, εκφράζουν η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Συντάξεων, EIOPA (=European Insurance and Occupational Pensions Authority), όπως και οι Εθνικές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ)[6].

Μάλιστα η EIOPA έχει εκδώσει, κατά καιρούς και συνεχίζει να εκδίδει μη δεσμευτικές, πλην όμως καθοδηγητικές δηλώσεις - συστάσεις, ζητώντας από τις αρμόδιες εθνικές ελεγκτικές αρχές μία «ελάφρυνση» των ελέγχων που διεξάγουν για να διαπιστώσουν ότι, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμμορφώνονται πλήρως με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, τις τεχνικές προβλέψεις και τις εν γένει οικονομικές απαιτήσεις, σύμφωνα με τις αυστηρές διατάξεις της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ (=Οδηγία Φερεγγυότητα ΙΙ, (Solvency II))[7].

Συγχρόνως, η ίδια Ευρωπαϊκή Αρχή προτρέπει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να είναι συνεργάσιμες με τους ασφαλισμένους, να επικοινωνούν μαζί τους και δη από απόσταση, όπως επιβάλλουν οι καταστάσεις, να τους επεξηγούν τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, να διευκολύνουν την εξόφληση των ασφαλίστρων, να επιδέχονται καθυστερήσεις, ως προς την υποβολή των αξιώσεων τους, λόγω επέλευσης του κινδύνου, να ανέχονται την αδυναμία διεξαγωγής πάσης φύσεων ελέγχων, εκ μέρους πραγματογνωμόνων, για τη διαπίστωση της ζημίας, ακόμη και να παρατείνουν τη χρονική διάρκεια ασφαλιστικών συμβάσεων. Σε μια γενική προσέγγιση η EIOPA καλεί τους ασφαλιστές και τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές 190η πληροφόρηση που παρέχουν και η εν γένει συνεργασία με τους πελάτες τους να είναι η καλύτερη δυνατή, προς το συμφέρον όχι μόνο των ασφαλισμένων, αλλά και της ίδιας της ασφαλιστικής αγοράς.

Τα πιο σημαντικά προβλήματα, πέραν της αμφιγνωμίας εάν ο Covid-19 και οι ποικίλες συνέπειες του συνιστούν επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης και κατά συνέπεια εάν οφείλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να παράσχουν ασφαλιστική κάλυψη είναι ότι αποτελεί ένα νέο κίνδυνο, ο οποίος δεν έχει κοστολογηθεί, ούτε αναμένεται αυτό να γίνει στο άμεσο μέλλον, ενώ συγχρόνως ασκούνται ταυτόχρονα μαζικές και μεγάλου μεγέθους απαιτήσεις καταβολής ασφαλίσματος. Παράλληλα, εξαιτίας των σοβαρών οικονομικών αντικτύπων που έχει επιφέρει η πανδημία στη ζωή ανθρώπων και επιχειρήσεων υφίσταται αδυναμία καταβολής, εκ μέρους τους, ασφαλίστρων, με αποτέλεσμα, να δημιουργείται αντίστοιχα στενότητα οικονομική για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που τις εμποδίζει με τη σειρά τους να ικανοποιήσουν αξιώσεις των ασφαλισμένων για την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης.

ΙΙΙ. Αποτελεί ο Covid -19 κίνδυνο και δη ασφαλιστικό;

Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2496/1997, του αποκαλουμένου σε συντομογραφία ΑσφΝ, η ασφαλιστική επιχείρηση αναλαμβάνει, έναντι ασφαλίστρου, να παράσχει ασφαλιστική κάλυψη, σχεδόν αποκλειστικά σε χρήμα, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, στη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης. Ως ασφαλιστική περίπτωση θεωρείται η πραγματοποίηση του κινδύνου ή η επέλευση γεγονότος, για το οποίο συμφωνήθηκε η ασφαλιστική κάλυψη.

Βασικό στοιχείο, κατά συνέπεια, του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης είναι ο κίνδυνος, ήτοι ένα οποιοδήποτε περιστατικό αβέβαιο στο εάν ή πότε θα επέλθει ή ως προς τις συνέπειες που θα επιφέρει, του οποίου πάντως η πραγματοποίηση θα προκαλέσει οικονομικές ανάγκες και αυτές ακριβώς αναλαμβάνει να καλύψει ο ασφαλιστής, στο πλαίσιο των διαφόρων ασφαλιστικών συμβάσεων που καταρτίζονται, εφόσον συγχρόνως τηρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις του νόμου ή και των συμβάσεων[8].

Το ζήτημα, κατά συνέπεια, που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στο χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης είναι εάν η πανδημία και συγκεκριμένα οι πάσης φύσεως συνέπειές της στη ζωή και την οικονομία των ανθρώπων και των επιχειρήσεων συνιστά ασφαλιστικό κίνδυνο, τον οποίο καλούνται οι ασφαλιστές να καλύψουν στο πλήθος των ασφαλιστικών συμβάσεων, που έχουν καταρτίσει, αρχικά, σε χρονικό 191διάστημα πριν την εμφάνισή της, και στη συνέχεια σε συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεσούσης της πανδημίας.

Γίνεται αντιληπτό ότι η προσέγγιση και απάντηση στο ερώτημα αυτό διαφοροποιείται με βάση τις συμβάσεις, το είδος της κάλυψης που έχει συμφωνηθεί, τη συμβατική της διαμόρφωση, (στο μέτρο που επιτρέπεται), στην ύπαρξη εξαιρέσεων ασφαλιστικής κάλυψης και ειδικά για τις συμβάσεις, που καταρτίζονται μετά την εμφάνιση και εξάπλωση της πανδημίας, το όλο ζήτημα συνέχεται με την «κοστολόγηση» του κινδύνου και τη διάθεση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ν’ αναλάβουν έναν κίνδυνο παντελώς άγνωστο στην ασφαλιστική αγορά, απρόβλεπτο με αδιευκρίνιστες και μη ανιχνεύσιμες συνέπειες[9].

Όπως προκύπτει από τις διάφορες επιστημονικές προσεγγίσεις η πανδημία (Covid-19) και οι συνέπειές της αποτελούν την έκφραση του περιστατικού ανώτερης βίας ως ένα ανυπαίτιο γεγονός εντελώς εξαιρετικής φύσεως, το οποίο δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατό ν προληφθεί ή ν’ αποτραπεί, από το θιγόμενο από την ανωτέρα βία μέρος, ακόμη και με την καταβολή άκρας επιμέλειας και προσοχής εκ μέρους του[10]. Παρά το γεγονός ότι καταστάσεις υγείας, με παγκόσμια επείγουσα διάσταση, συνήθως δεν περιλαμβάνονται σε ρήτρες ανωτέρας βίας[11], συνήθεις στη διεθνή συναλλακτική πρακτική, ωστόσο σωστά υποστηρίζεται ότι δεν θα είναι δύσκολη η ένταξη της πανδημίας σε περιστατικά που δεν εμπίπτουν στη σφαίρα ελέγχου και επιρροής των μερών[12]. Εξάλλου και οι διορθωτικοί μηχανισμοί του ΑΚ, ήτοι οι διατάξεις των άρθρων 388 και 288 υπερισχύουν των συμβατικών ρυθμίσεων, με βάση τις οποίες κατανέμονται οι κίνδυνοι κυρίως μάλιστα και σε συμβάσεις με μεγάλη οικονομική αξία, όταν προκύπτουν παντελώς απρόβλεπτες καταστάσεις, όπως είναι σαφώς η περίπτωση της πανδημίας[13].

Έτσι λοιπόν αφενός μεν αναρρυθμίζονται οι συμβατικές σχέσεις των μερών, με βάση βέβαια το είδος της σύμβασης και όλες τις συνθήκες οι οποίες και ερευνώνται in concreto, όπως και από το γεγονός ότι μπορεί να έχει αναληφθεί ο κίνδυνος της ανώτερης βίας από ασφαλιστή στο πλαίσιο μιας ασφαλιστικής σύμβασης.

Ερχόμενοι κατά συνέπεια στο χώρο του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου η όλη προβληματική μεταφέρεται πλέον στο εάν έχουν αναληφθεί από ασφαλιστές, κίνδυνοι, που συνιστούν περιστατικά ανώτερης βίας. Ειδικά, μάλιστα, τίθεται το ερώτημα εάν το πραγματικά απρόβλεπτο γεγονός της πανδημίας και των συνεπειών 192της, όπως και των συνεπειών από την επιβολή των διαφόρων εξαιρετικών νομοθετικών μέτρων θα μπορούσαν να είναι «προβλέψιμοι» ασφαλιστικοί κίνδυνοι, εκ μέρους των ασφαλιστών.

Κανόνας μιας τέτοιας προβλεψιμότητας και στη συνέχεια ανάληψης της κάλυψης είναι τα περιστατικά αυτά να έχουν κοστολογηθεί και αποτελέσουν έτσι στη συνέχεια περιεχόμενο προσφερομένων ασφαλιστικών καλύψεων ή αντίθετα εάν έχουν συμπεριληφθεί σε κατάλογο εξαιρέσεων ασφαλιστικής κάλυψης, ενδεχόμενο που συνήθως συναντάται και οδηγεί στην δικαιολογημένη άρνηση του ασφαλιστή να παράσχει ασφαλιστική κάλυψη.

ΙV. Οι εξαιρέσεις της ασφαλιστικής κάλυψης

Οι εξαιρέσεις της ασφαλιστικής κάλυψης, που προβλέπονται στο νόμο (ex lege εξαιρέσεις) ή στη σύμβαση εξαιρούν ορισμένους κινδύνους, είτε γιατί προήλθαν από τον ίδιο τον λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο – δικαιούχο του ασφαλίσματος εφόσον είναι πρόσωπα διαφορετικά, εξαιρέσεις που χαρακτηρίζονται υποκειμενικές[14], είτε εξαιρούνται γιατί λόγοι αντικειμενικοί συνηγορούν στην εξαίρεση, όπως για παράδειγμα, κίνδυνοι πολεμικοί ή κίνδυνοι που προέρχονται από τη φυσική απομείωση των πραγμάτων (άρθρο 13 ΑσφΝ, παράγραφοι 1 και 2)[15], είτε γιατί δικαιολογούνται από τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή (άρθρο 13 παρ. 3 ΑσφΝ)[16].

Η θέσπιση από το νόμο ή η υιοθέτηση από τη σύμβαση των εξαιρέσεων υποκειμενικών ή αντικειμενικών αποτελεί «άμυνα» του ασφαλιστή απέναντι σε απρόβλεπτους-ασυνήθιστους και μη κοστολογημένους κινδύνους, όπως και απέναντι στην υπαίτια πρόκληση της ασφαλιστικής περίπτωσης, ο δε δικαιολογητικός τους λόγος είναι η εξισορρόπηση δύο βασικών δομικών στοιχείων της ιδιωτικής ασφάλισης, αφενός μεν της ορθολογιστικής επιχειρηματικής οργάνωσης και οχύρωσης της ασφαλιστικής αγοράς από υπαίτιες ή εξαιρετικά απρόβλεπτες συνθήκες πραγματοποίησης των ασφαλιστικών κινδύνων και αφετέρου της προστασίας ασφαλισμένων από αυθαίρετη και αδικαιολόγητη άρνηση παροχής ασφαλιστικής 193κάλυψης[17].

Οι εξαιρέσεις προτείνονται και αποδεικνύονται από τον ασφαλιστή, όταν ασκείται εναντίον του αξίωση εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης για την καταβολή του ασφαλίσματος, και επιφέρουν το αποτέλεσμα της απαλλαγή του, εφόσον αποδειχθεί η αποκαλούμενη αποκλείουσα αιτιώδης συνάφεια, ανάμεσα στη συμβατικά προκαθορισθείσα περίπτωση οικονομικής ανάγκης ως αποτέλεσμα και σε ένα κίνδυνο ή περιστατικό, ως αίτιο, το οποίο από το νόμο ή τη σύμβαση έχει, με σχετική εξαιρετική ρήτρα, εξαιρεθεί από την ασφαλιστική κάλυψη[18].

Ειδικότερα οι συμβατικές εξαιρέσεις, οι οποίες μάλιστα μπορεί να είναι περισσότερες στο πλαίσιο εμπορικών ασφαλίσεων, περιλαμβάνονται σε γενικούς ασφαλιστικούς όρους, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των αντίστοιχων ασφαλιστικών συμβάσεων, για τους οποίους υφίσταται μία πολυσχιδής προστασία του αντισυμβαλλομένου του ασφαλιστή - συντάκτη των όρων από την πληροφόρηση[19] μέχρι και τη δυνατότητα αποδέσμευσης του, με την άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης.

Έτσι λοιπόν είναι πολύ πιθανή η ύπαρξη εξαίρεσης κάλυψης πανδημικών ή και ενδημικών καταστάσεων και συνεπειών τους από την ασφαλιστική κάλυψη, στο πλαίσιο τόσο καταναλωτικών όσο και εμπορικών ασφαλίσεων.

Η προστασία, εν προκειμένω, του λήπτη της ασφάλισης ή ασφαλισμένου που συνάπτει ασφάλιση για την κάλυψη βιοτικών του αναγκών (καταναλωτική) μπορεί να συνίσταται σε πιθανή καταχρηστικότητα και κατά συνέπεια σε ακυρότητα του σχετικού συμβατικού όρου, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 7 περ. β ως per se καταχρηστικού όρου[20], είτε στο πλαίσιο της ρήτρας της § 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994[21], ενώ εάν πρόκειται για εμπορική ασφάλιση η προστασία του λήπτη 194της ασφάλισης μπορεί να στηριχθεί και στις διατάξεις του κοινού δικαίου, (άρθρο 288 ΑΚ), και στη διαφύλαξη του σκοπού της ασφαλιστικής σύμβασης, που είναι, η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης για απρόβλεπτους κινδύνους στο πλαίσιο της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.

Σε μία γενική, πάντως, προοπτική οι ρήτρες εξαίρεσης σε ασφαλιστικές συμβάσεις, με βάση σχετικές νομολογιακές προσεγγίσεις κρίνονται έγκυρες, όταν δικαιολογούνται από παραβάσεις υποχρεώσεων του ασφαλισμένου, (μη καταβολή ασφαλίστρου ή υπαίτιες παραβάσεις ασφαλιστικών βαρών), από την επίταση του κινδύνου ή από την αναγκαία εξισορρόπηση των εκατέρωθεν παροχών των μερών, ήτοι της ασφαλιστικής κάλυψης εκ μέρους του ασφαλιστή και του ασφαλίστρου που έχει συμφωνηθεί να καταβάλει ο λήπτης της ασφάλισης - ασφαλισμένος[22].

V. Συγκεκριμένες ασφαλίσεις και σχέση τους με τον Covid-19

Όπως ήδη αναφέρθηκε το σύνολο ή ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός ετερόκλητων ασφαλιστικών συμβάσεων σχετίζονται με την πανδημία και τις ποικίλες συνέπειές της στη ζωή και την οικονομία φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων και ειδικότερα με το ερώτημα της κάλυψης ή όχι των διαφόρων καταστάσεων που προέκυψαν ως ασφαλιστικοί κίνδυνοι, καλυπτόμενοι από αντίστοιχη ασφαλιστική κάλυψη.

Ασφαλίσεις προσώπων θανάτου ή και επιβίωσης, ασφαλίσεις ασθενειών, ασφαλίσεις διακοπής λειτουργίας επιχειρήσεων, ασφαλίσεις αστικής και ειδικότερα επαγγελματικής ευθύνης, ασφαλίσεις πιστώσεων ή εγγυήσεων, θαλάσσιες, αεροπορικές ασφαλίσεις, ένας μεγάλος αριθμός ασφαλίσεων, οι οποίες, είτε δεν είχαν συμπεριλάβει την πανδημία ως ασφαλιστικό κίνδυνο, είτε είχαν εξαιρέσει, από την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης, αντίστοιχες καταστάσεις πανδημικής ή ενδημικής φύσης, ενδεχόμενα και τα δύο απολύτως φυσιολογικά και αναμενόμενα.

Τη λύση λοιπόν στις περιπτώσεις καλείται να παράσχει η ερμηνεία των σχετικών συμβάσεων με την επίκληση στο ελληνικό δίκαιο των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ.

Η όλη προσέγγιση και ερμηνεία του αντικειμένου της ασφαλιστικής κάλυψης, πρέπει να πραγματοποιηθεί, με βάση τόσο την έννοια, το περιεχόμενο της κάθε 195ασφαλιστικής σύμβασης, αλλά και το σκοπό γενικότερα της ιδιωτικής ασφάλισης, όπως επίσης με βάση την έννοια και το περιεχόμενο του αντικειμένου της, στο πλαίσιο του ειδικού ή κοινού δικαίου που το διέπει·(για παράδειγμα, την έννοια και το περιεχόμενο της αστικής ευθύνης στα χρόνια και εξαιτίας της πανδημίας, της ιατρικής ευθύνης, της ευθύνης των διοικούντων (D&O) έναντι τρίτων, π.χ. λόγω μη λήψης των απαιτούμενων μέτρων προστασίας κ.λπ.)[23].

Για τις ασφαλίσεις ασθενειών προσώπων, είτε είχαν συναφθεί ως ασφαλίσεις ζημιών, είτε ως ασφαλίσεις ποσού, είτε ως μικτές ασφαλίσεις, στα περισσότερα ασφαλιστήρια συμπεριλαμβάνονται εξαιρέσεις ασθενειών από πανδημίες, οπότε και δεν καλύπτεται ο κίνδυνος αυτός, χωρίς το φαινόμενο αυτό να θεωρείται ότι έχει σημαντικές επιπτώσεις στην περίθαλψη των ασθενών, καθώς, είναι γνωστό, ότι στις περισσότερες χώρες του κόσμου το κόστος της περίθαλψης έχει αναληφθεί και καλύπτεται από φορείς της δημόσιας περίθαλψης. Εάν, όμως στις σχετικές ασφαλιστικές συμβάσεις δεν είχε συμπεριληφθεί εξαίρεση από ασθένειες που προκαλούνται από πανδημίες, που έχουν αναγνωρισθεί από εθνική ή και υπερεθνικό φορέα, τότε στην περίπτωση αυτή παρέχεται η συμφωνηθείσα ασφαλιστική κάλυψη, η οποία –κατά περίπτωση– περιλαμβάνει νοσήλια, λοιπά έξοδα ή και καταβολή ενός συμφωνηθέντος ποσού, στις έχουσες τη μορφή ασφαλίσεων ποσού ή μικτών ασφαλίσεων, ασφαλίσεις[24].

Σχετικά με τις προαιρετικές ασφαλίσεις ευθύνης, κατά το άρθρο 25 ΑσφΝ , κατά τις οποίες καλύπτονται δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη, σημαντική είναι η ερμηνεία και ο προσδιορισμός των μορφών ευθύνης για μετάδοση του ιού SARS-CoV-2, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή ή όχι η ασφαλιστική της κάλυψη.

Η εν λόγω ευθύνη μπορεί να είναι ενδοσυμβατική, απορρέουσα από την υποχρέωση τήρησης μέτρων για την αποτροπή μετάδοσης, ως παρεπόμενη συμβατική υποχρέωση, στο πλαίσιο συμβάσεων, όπως είναι συμβάσεις παροχής ιατρικών υπηρεσιών, ή συμβάσεις υπηρεσιών εστίασης σε κλειστούς χώρους[25].

Κυρίως, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις η ευθύνη για τη μετάδοση φέρει 196τα χαρακτηριστικά εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης, κατά το άρθρο ΑΚ 914. Έτσι λοιπόν καθίσταται αναγκαία η σωρευτική συνδρομή των προϋποθέσεων της κατάφασής της, ήτοι ο ζημιωθείς καλείται να αποδείξει ότι η μετάδοση του ιού έγινε από πρόσωπο το οποίο παρανόμησε, παραβιάζοντας ειδικές διατάξεις με την μη τήρηση των επιβαλλόμενων μέτρων για την αποτροπή της διασποράς, ή γενικότερα την εκπηγάζουσα από την αρχή της καλής πίστης «γενική» υποχρέωση πρόνοιας , αυτή του δε η συμπεριφορά αποδιδόμενη σε δόλο ή αμέλεια, ήταν εκείνη που προκάλεσε ή ήταν πρόσφορη στο να προκαλέσει τη ζημία που υπέστη ο ζημιωθείς από τη μετάδοση του ιού και τη νόσησή του. Η θεμελίωση της αντίστοιχης αδικοπρακτικής ευθύνης, εμφανίζει ωστόσο σημαντικά προβλήματα, όπως έχει ήδη επισημανθεί από την επιστήμη, κυρίως όσον αφορά την αξιολόγηση της παράνομης συμπεριφοράς, ακόμη και στα πλαίσια μιας διεύρυνσης του παρανόμου, όταν δεν παρατηρείται παραβίαση κάποιας συγκεκριμένης διάταξης, που επιβάλλει την τήρηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Ανάλογος είναι και ο προβληματισμός ως προς τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως παράνομης, στην περίπτωση που παραβιάζεται η θεμελιωμένη στην αρχή της καλής πίστης «γενική υποχρέωση πρόνοιας»[26]. Αντίστοιχες ίσως και μεγαλύτερες είναι οι δυσχέρειες για την απόδειξη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης συμπεριφοράς ενός ατόμου ή και μιας επιχείρησης και της ζημίας που υπέστη κάποιο πρόσωπο από τη μετάδοση της νόσου και τη νόσησή του στη συνέχεια[27].

Ειδικότερα, πάντως, στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι δυνατή και η επίκληση της διάταξης του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 για την ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία και παρέχει αποδεικτική ευχέρεια στον ζημιωθέντα, καθώς συνιστά, κατά την κρατούσα άποψη, μία έκφραση νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που σημαίνει ότι ο ζημιωθείς –καταναλωτής εν προκειμένω– βαρύνεται με την απόδειξη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημίας και παροχής υπηρεσίας και όχι ορισμένης παράνομης συμπεριφοράς, ο δε πάροχος είναι αυτός που οφείλει ν’ αποδείξει ότι δεν υφίσταται παρανομία ούτε βαρύνεται με υπαιτιότητα στο πλαίσιο της παροχής των υπηρεσιών του[28].

Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημανθεί μία ειδική περίπτωση για την οποία ο Έλληνας νομοθέτης έχει αναλάβει μία στοχοποιημένη τοποθέτηση. Πρόκειται για αστική ευθύνη τουριστικών επιχειρήσεων, για την οποία με το άρθρο 60 § 5 του Ν. 4688/2020, ορίζει ότι δεν υφίσταται η εν λόγω ευθύνη, όταν οι τουριστικές 197επιχειρήσεις εφαρμόζουν τους όρους των ειδικών πρωτοκόλλων υγειονομικού περιεχομένου του νόμου.

Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων χαρακτηριζομένων ως τουριστικών, όπως τουριστικά καταλύματα, εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής, τουριστικά λεωφορεία κ.λπ. και αντίστοιχα ένας ευρύς κατάλογος αντισυμβαλλομένων - ζημιωθέντων, όπως πελάτες, εργαζόμενοι κ.ά. αντιμετωπίζει την παρανομία μόνο όσον αφορά την παραβίαση συγκεκριμένων ρυθμίσεων, που τίθενται μέσω σχετικών κατά εξουσιοδότηση του νόμου υπουργικών αποφάσεων[29].

Πάντως σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις και παρά τις εγγενείς δυσκολίες θεμελίωσης δικαιοπρακτικής ή και αδικοπρακτικής ευθύνης, εξαιτίας της πανδημίας και των συνεπειών τους, από άποψη ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου σημασία έχει ο προσδιορισμός στις αντίστοιχες ασφαλιστικές συμβάσεις του ασφαλιστικού κινδύνου, και ειδικά στις ασφαλίσεις ευθύνης η άσκηση αξιώσεων σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, η οποία και ενεργοποιεί την υποχρέωση παροχής ασφαλιστικής κάλυψης από τον ασφαλιστή, οπότε και γεννάται το ερώτημα εάν καλύπτεται ο συγκεκριμένος κίνδυνος και συγχρόνως εάν δεν υφίσταται εξαίρεση κάλυψης αυτού.

Μία από τις εμπορικές ασφαλίσεις, η οποία με βάση το περιεχόμενο και τη λειτουργία της έχει άμεση σχέση με την πανδημία και κυρίως με τις συνέπειες αυτής, όπως και τη λήψη των αυστηρών περιοριστικών κυβερνητικών μέτρων για την αποτροπή και τον περιορισμό εξάπλωσης είναι η ασφάλιση διακοπής λειτουργίας επιχείρησης, που αναφέρεται στο άρθρο 24 ΑσφΝ και η οποία βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική αυτονομία και τη συμβατική διαμόρφωση των όρων και του περιεχομένου της.

Η ασφάλιση διακοπής λειτουργίας επιχείρησης, σύμφωνα με τη νομοθετική ρύθμιση, περιλαμβάνει την απώλεια κερδών και τα έξοδα, που προκύπτουν από την ολική ή μερική διακοπή λειτουργίας της, εξαιτίας ενός συγκεκριμένου ασφαλιστικού κινδύνου και για το χρονικό διάστημα, που προβλέπεται στο ασφαλιστήριο.

Η ελλιπής αυτή ρύθμιση αφήνει πολλά περιθώρια στα συμβαλλόμενα μέρη να ρυθμίσουν in concreto τον ασφαλιστικό κίνδυνο, όπως και τους λοιπούς όρους αυτής.

Ως ασφαλιστικός κίνδυνος, πάντως, πρέπει να ορίζεται η διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης και οι οικονομικές αυτής συνέπειες, όπως για παράδειγμα, δυσχέρειες οικονομικής φύσης, που οδηγούν σε διακοπή της δραστηριότητας, με αποτέλεσμα, να οφείλονται μισθοί στο προσωπικό, πληρωμές ληξιπρόθεσμες προμηθευτών, 198τρέχοντα έξοδα της επιχείρησης κ.λπ., για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο και στην ουσία εκφράζει τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης.

Συχνά στις ασφαλίσεις διακοπής λειτουργίας επιχείρησης αναφέρεται και η αιτία που οδηγεί στη διακοπή λειτουργίας της και γι’ αυτό το λόγο παρατηρείται, κάποιες φορές, σύγχυση με άλλες ασφαλίσεις, όπως, για παράδειγμα, τις ασφαλίσεις πυρκαγιάς, καθώς ένας λόγος διακοπής λειτουργίας μπορεί να είναι πυρκαγιά στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης[30].

Κατά συνέπεια, θα πρέπει με προσοχή και εάν απαιτηθεί με ερμηνεία να εντοπίζεται εάν υφίσταται αιτία και ποιά είναι αυτή που είναι σε θέση να προκαλέσει τη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης, που είναι αυτός ακριβώς ο ασφαλιστικός κίνδυνος ο οποίος καλύπτεται στο πλαίσιο μιας αντίστοιχης ασφαλιστικής σύμβασης και όχι κάποιο άλλο απρόβλεπτο περιστατικό, όπως πυρκαγιά, σεισμός, άλλη φυσική αιτία ή ακόμη και αφερεγγυότητα της επιχείρησης.

VI. H απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Μεγ. Βρετανίας της 15.1.2021

Οι συνέπειες της πανδημίας στον ασφαλιστικό τομέα έχουν προκαλέσει, όπως ήταν αναμενόμενο, έναν παγκόσμιο σκεπτικισμό, στο χώρο της ασφαλιστικής επιστήμης και πρακτικής, με τις πρώτες αγωγές να εγείρονται σε δικαστήρια των διαφόρων χωρών, σε βάρος ασφαλιστικών επιχειρήσεων, για την καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης, που θα καλύψει τις οικονομικές ανάγκες που προκάλεσε η πανδημία, όπως και τα μέτρα αντιμετώπισής της, στο πλαίσιο σχετικών ασφαλιστικών συμβάσεων, κυρίως δε, σε ασφαλίσεις διακοπής λειτουργίας επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να προκύπτουν κάποιες πρώτες σημαντικές νομολογιακές επεμβάσεις.

Μεταξύ αυτών και η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Μεγ. Βρετανίας της 15.1.2021[31], η οποία εκδόθηκε μετά από άσκηση «συλλογικής» προσφυγής της FDA (= Financial Conduct Authority), με αίτημα, την αυθεντική ερμηνεία ρητρών κάλυψης και εξαίρεσης σε ασφαλιστικές συμβάσεις διακοπής λειτουργίας επιχειρήσεων, οκτώ σημαντικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, όπου μάλιστα διαπιστώθηκε ότι, η δικανική κρίση θα μπορούσε να επηρεάσει 700 τύπους ασφαλιστηρίων, που έχουν διαμορφωθεί και προωθηθεί στην αγορά από 60 ασφαλιστικές επιχειρήσεις και επηρεάζουν 370.000 ασφαλισμένους.

Το Δικαστήριο εξετάζοντας και ερμηνεύοντας τους όρους των προσκομισθέντων ασφαλιστηρίων έκρινε ότι ο Covid-19 μπορεί να συμπεριληφθεί στον ενδεικτικό 199κατάλογο των «καλυπτομένων» ασθενειών, ενώ παράλληλα έκρινε, ως καταχρηστικές, ρήτρες εξαίρεσης, ευνοώντας έτσι ένα μεγάλο αριθμό ασφαλισμένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Ο Covid-19 εντάσσεται στην έννοια των «ρητρών ασθένειας» σύμφωνα με την απόφαση του Αν. Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Μεγ. Βρετανίας, που συνιστούν καλυπτόμενο ασφαλιστικό κίνδυνο σε ασφαλίσεις διακοπής λειτουργίας επιχειρήσεων, με την έννοια ότι παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη για ζημίες διακοπής της επιχείρησης, που έχουν προκληθεί από ασθένεια, η οποία δηλώνεται (notifiable) εντός ή σε μία καθορισμένη απόσταση (συνήθως ακτίνα 25 μιλίων) από την επιχείρηση του αντισυμβαλλομένου – λήπτη της ασφάλισης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στα σχετικά ασφαλιστήρια, περιλαμβάνεται ένας ενδεικτικός κατάλογος καλυπτόμενων ασθενειών, μεταξύ των οποίων η χολέρα, η πανώλη, η SARS, ασθένειες που είναι ικανές να εξαπλωθούν γρήγορα και ευρέως, σύμφωνα με το περιεχόμενο των ασφαλιστηρίων αυτών. Κατά συνέπεια, με βάση τα χαρακτηριστικά αυτά, σ’ έναν κατάλογο με ενδεικτική απαρίθμηση μπορεί να ενταχθεί η απειλούσα τη δημόσια υγεία και δη σε ευρεία, παγκόσμια κλίμακα, ασθένεια, όπως η Covid-19, εφόσον η διακοπή λειτουργίας των επιχειρήσεων αποδεικνύεται ότι τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την «δηλούμενη» στον ασφαλιστή ασθένεια, πάντα βέβαια στη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης (αποδοχή της αρχής της εγγύτερης αιτίας).

VII. Kαταληκτικές παρατηρήσεις-προτάσεις

Η πανδημία έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά. Τόσο οι πάροχοι των ασφαλίσεων, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όσο και οι ασφαλισμένοι βρίσκονται μπροστά σε μία αβέβαιη και εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση. Η αβεβαιότητα, εν προκειμένω, δεν έχει την έννοια που συνήθως φέρει στο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης, ως ένα χαρακτηριστικό της γνώρισμα, αλλά είναι αβεβαιότητα επιφέρουσα ανησυχία, καθώς δεν είναι δεδομένη η ασφαλισιμότητα του «νέου» αυτού κινδύνου, του οποίου μάλιστα δεν είναι δεδομένη η διάρκεια, όπως και οι επιπτώσεις του.

Έτσι οι μεν ασφαλιστές διστάζουν στα νέα ασφαλιστικά τους προϊόντα να συμπεριλάβουν τις άμεσες ή ακόμη και έμμεσες –πλην όμως κοστολογήσιμες– συνέπειες της πανδημίας στη ζωή των ανθρώπων και των επιχειρήσεων, οι δε ασφαλισμένοι διεκδικούν την κάλυψή τους στο πλαίσιο των ήδη υφισταμένων ή των σχεδιαζομένων, από τους παραγωγούς τους, ασφαλιστικών συμβάσεων

Ο κοινωνικός χαρακτήρας που διακρίνει την ιδιωτική ασφάλιση επιβάλλει την άμεση κοστολόγηση και κατ’ επέκταση την εμπορευσιμότητα του κινδύνου της πανδημίας, σε όλο το πιθανό της φάσμα, έτσι ώστε να διαμοιρασθεί ο πολυεπίπεδος 200και απρόβλεπτος αυτός κίνδυνος στην κοινωνία των ασφαλισμένων, με αποτέλεσμα, την κοινωνικοποίηση του κινδύνου, που για το κάθε μέλος μεμονωμένα, θα είναι δυσβάσταχτος[32].

Στις νέες συμβάσεις, που θα ισχύσουν από 11.3.2020, ημέρα κατά την οποία αναγνωρίστηκε από τον Π.Ο.Υ. ο Covid-19 ως πανδημία, είναι ανάγκη να συμπεριλαμβάνεται στους ασφαλισμένους κινδύνους, ενώ παράλληλα οι τυχόν γενικοί ασφαλιστικοί όροι θα πρέπει να απηχούν μία εξισορρόπηση των συμφερόντων των ασφαλιστών με την ανάγκη προστασίας των ασφαλισμένων. Κατά συνέπεια, οι υπάρχουσες περιπτώσεις κάλυψης, όπως και αντίθετα οι προβλεπόμενες εξαιρέσεις θα πρέπει να είναι απλές, κατανοητές, και σύμφωνες με τις τεχνικές ανάγκες των ασφαλιστών, αλλά συγχρόνως και με την ανάγκη παροχής ασφαλιστικής κάλυψης.

Τέλος, προτείνεται μια ολιστική και εν πολλοίς έμμεση ενίσχυση του ασφαλιστικού κλάδου, εκ μέρους των αρμοδίων ελεγκτικών αρχών, με μία οριοθετημένη και ανάλογης, με την όξυνση της πανδημίας, χρονικής διάρκειας ελάφρυνση των αυστηρών κεφαλαιακών απαιτήσεων, με τη σύγχρονη, όμως, διατήρηση του απαιτούμενου εποπτικού πλαισίου, που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς, ενώ παράλληλα συνιστάται αυτοσυγκράτησή τους, τόσο ως προς τη διαμόρφωση υψηλών ασφαλίστρων, που θα βρίσκονται σε ισόρροπη σχέση με την κάλυψη κινδύνων, όπως η πανδημία και οι συνέπειές της, όσο και στην παροχή διευκολύνσεων για την είσπραξη οφειλομένων ασφαλίστρων.

Από στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς, αλλά και από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές προτείνονται και άλλα μέτρα για την εν γένει αντιμετώπιση της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε, όπως η ανάγκη μιας αναθεώρησης των ασφαλιστικών καλύψεων σε ασφαλίσεις ζωής και υγείας που θα περιλαμβάνουν τις κάθε μορφής πανδημικές ή και ενδημικές καταστάσεις, σε συνδυασμό με την αναδιοργάνωση του συστήματος της δημόσιας υγείας, ακόμη και η υιοθέτηση εξελιγμένων μορφών παροχής ασφαλιστικών υπηρεσιών (insurtech) και εισδοχή τεχνολογικών καινοτομιών, όπως και της απασχόλησης από απόσταση, έτσι ώστε να περιορίζονται, όσο το δυνατό, οι περιπτώσεις επέλευσης των «νέων» ασφαλιστικών κινδύνων και οι επικίνδυνοι κλυδωνισμοί, εξαιτίας τους, της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής αγοράς.



[1]. Η παρούσα μελέτη αποδίδει εισήγησή μου στο Συνέδριο, με τίτλο: «Πανδημία Covid-19: Ιατρικά, Νομικά και Ηθικά Ζητήματα», το οποίο πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, στις 11-13 Νοεμβρίου 2021, από το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ., σε συνεργασία με τον Δικηγορικό και τον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και αποτελεί προδημοσίευση από τα Πρακτικά του εν λόγω Συνεδρίου.

[2]. Βλ. αντί πολλών Α. Αργυριάδη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, (2η εκδ. 1979), σ. 28, Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο (Στ΄ εκδ. 2020), σ. 27 (αρ. περιθ. 51), Ι. Ρόκα, Το Συμβατικό Ασφαλιστικό Δίκαιο – Α΄ Μέρος Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης, (εκδ. 2021), σ. 596 επ., ΙΙ 535 επ., Α. Σινανιώτη-Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο (2η εκδ. 2017), σ. 37, Ι. Ρόκα σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ, άρθρο 7 αρ. περιθ. 1, Ε. Τζίβα, Ασφάλιση Ιατρικής Ευθύνης, (εκδ. 2014), σ. 67, M. Wandt, Versicherungsrecht (6. Auflage), σ. 351 (Rn. 907), Birds’ Modern Insurance Law (7th Edition), σ. 219.

[3]. Βλ. Ι. Ρόκα, Ασφάλιση και κοροναϊός (COVID 19), ΕΕμπΔ 2020, σ. 265-290 και ειδ. σ. 265.

[4]. Πολλαπλές και απρόβλεπτες οι συνέπειες της πανδημίας ή και των κυβερνητικών μέτρων σε όλες τις συμβατικές σχέσεις, πλην όμως διαφοροποιημένες με βάση τον τύπο της σύμβασης, τις συμφωνίες των μερών, τα συμφέροντά τους και το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η σύμβαση, κατά το χρόνο εμφάνισης των προβλημάτων, βλ. Α. Βαλτούδη, Κορωνοϊός (COVID 19) και ειδικές συμβατικές σχέσεις, ΕλλΔνη 2020, σ. 361-372, και ειδ. σ. 361, Α. Καραμπατζό, Πανδημία (COVID-19): Οι συμβατικές σχέσεις εκ νέου στην προκρούστεια κλίνη του δικαίου της ανάγκης – Ιδίως οι ρήτρες ανωτέρας βίας, ΧρΙΔ 2020, σ. 378-390, και ειδ. σ. 379, Α. Κορτέση, Πανδημία και Δίκαιο των Συμβάσεων, στο συλλογικό έργο Covid-19 – Πρακτικά ζητήματα έννομης προστασίας (εκδ. 2021), σ. 97-111, και ειδ. σ. 98 επ.

[5]. https://www.insurancebusinessmag.com/asia/news/breaking-news/john-neal-believes-coronavirus-will-likely-be-most-expensive-insurance-event-in-history-220663.aspx. Παράλληλα είναι μεγάλος ο αριθμός των ασφαλίσεων μεγάλων διοργανώσεων που έχουν ματαιωθεί ή των οποίων η διεξαγωγή είναι αβέβαιη ή έχει μετατεθεί σε άλλο χρόνο, για παράδειγμα οι ολυμπιακοί αγώνες του Τόκυο, εκτιμάται ότι έχουν δημιουργήσει υποχρεώσεις ασφαλιστικών καλύψεων ύψους 2 δισ. δολαρίων.

[6]. Βλ. Δήλωση της EIOPA σχετικά με δράσεις για τον μετριασμό των επιπτώσεων του Covid-19 στον ασφαλιστικό τομέα της ΕΕ βλ. https://www.eiopa.europa.eu/media/news/eiopa-statement-actions-mitigate-impact-of-coronaviruscovid-19-eu-insurance-sector_en.

[7]. Βλ. αναλυτικά στον Ι. Ρόκα, Solvency II, Εποπτεία των (Αντ)ασφαλιστικών Επιχειρήσεων (εκδ. 2016), σ. 214 επ., στον ίδιο συγγραφέα, Η Επιχείρηση – Β΄ Μέρος Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης (εκδ. 2021) (VII 628), E. Τζίβα, Ασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικό δίκαιο στην Ελλάδα μετά την έκδοση του Ν. 4364/2016. Μια πρώτη προσέγγιση, ΕΕμπΔ 2017, σ. 518-545 και ειδ. σ. 535.

[8]. Βλ. προηγηθείσα υποσημείωση με αρ. 1 και περαιτέρω ανάλυση σε Ι. Ρόκα, σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ άρθρο 7, αρ. περιθ. 2, στον ίδιο συγγραφέα, Το Συμβατικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, οπ. παρ., σ. 600 (ΙΙ 536), Birds’ Modern Insurance Law, (7th ed.), σ. 9, Μ. Wandt, Versicherungsrecht, oπ. παρ., Rn. 804.

[9]. Πρβλ. Ι. Ρόκα, Ασφάλιση και κοροναϊός, οπ. παρ., ΕΕμπΔ 2020, σ. 265.

[10]. Βλ. Α. Κορτέση, Πανδημία και Δίκαιο των Συμβάσεων, οπ. παρ., σ. 97, όπου και παραπομπές σε σχετικές αποφάσεις του ΑΠ, βλ. ακόμη ΑΠ 513/2016, ΝΟΜΟΣ=ΝοΒ 2017, 55.

[11]. Όπως είναι οι ρήτρες force majeure/hardship clauses, καθώς επίσης ρήτρες ουσιώδους δυσμενούς μεταβολής των συνθηκών (material adverse change / effect).

[12]. Έτσι ο Α. Καραμπατζός, Πανδημία (CONID-19), ΧρΙΔ 2020, σ. 384.

[13]. Βλ. Α. Καραμπατζό, Πανδημία (COVID-19), ΧρΙΔ 2020, σ. 381.

[14]. Βλ. Α. Αργυριάδη, Στοιχεία…, σ. 72. Σήμερα στο πλαίσιο του ΑσφΝ η εν λόγω εξαίρεση προβλέπεται στο άρθρο 7 § 5, το οποίο και κάνει λόγο για την πραγματοποίηση κινδύνου από δόλο στις ασφαλίσεις προσώπων και αστικής ευθύνης ή σε δόλο και βαριά αμέλεια στην ασφάλιση ζημιών του λήπτη της ασφάλισης και λοιπών προσώπων, π.χ. ασφαλισμένων, νομίμων αντιπροσώπων.

[15]. Βλ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, ΙδΑσφΔικ., σ. 195 (αρ. περιθ. 333), Ε. Τζίβα, Ασφάλιση Ιατρικής Ευθύνης, (εκδ. 2014), σ. 109.

[16]. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται εξαιρέσεις που αφορούν την οργάνωση της ίδιας της κοινωνίας κινδύνων που χαρακτηρίζει την ιδιωτική ασφάλιση όταν κάποιοι κίνδυνοι δεν ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά της, στο πλήθος, την ομοιογένεια που πρέπει να τους χαρακτηρίζει, βλ. Γ. Ψαρουδάκη, σε Ι. Ρόκα, ΕρμΑσφΝ, άρθ. 13 αρ. περιθ. 7.

[17]. Βλ. Ε. Τζίβα, Εξαιρέσεις ασφαλιστικής κάλυψης στην ασφάλιση ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, στον Τιμ. Τόμο Καθ. Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, σ. 637 επ.

[18]. Πρβλ. Α. Αργυριάδη, Στοιχεία…, σ. 74.

[19]. Υποχρέωση πληροφόρησης εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης θεμελιώνεται ειδικότερα στα άρθρα 2 §§ 4, 5, 6 του ΑσφΝ όπως και στα άρθρα 150-152 Ν. 4364/2016. Αντίστοιχη υποχρέωση αφορά και τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές (άρθρα 27-34 Ν. 4583/2018). Εκτός από την εφαρμογή των ειδικών αυτών διατάξεων τυγχάνουν συμπληρωματικής εφαρμογής και οι διατάξεις του κοινού δικαίου που επιβάλλουν στους ασφαλιστές και τους λοιπούς διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων την πληροφόρηση και φροντίδα των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων τους ως έκφραση της υποχρέωσης καλόπιστης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη άσκησης της δραστηριότητάς τους.

[20]. Πρόκειται για γενικούς όρους συναλλαγών που περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των συμβαλλομένων, βλ. αναλυτικά, αντί πολλών, στον Γ. Δέλλιο, Γενικοί Όροι Συναλλαγών (2η εκδ. 2013), σ. 297.

[21]. Η εν λόγω γενική ρήτρα αναφέρεται στη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, οπότε γενικοί όροι που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη αυτή απαγορεύονται και είναι άκυροι, βλ. αναλυτικά στον Γ. Δέλλιο, οπ. παρ., σ. 256 επ.

[22]. Πρβλ. Γ. Δέλλιο, οπ. παρ., σ. 555 επ., ΑΠ 1880/2017, ΝΟΜΟΣ = ΕπισκΕΔ 2018, 269 σύμφωνα με την οποία «… στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής καλύψεως επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφαλίσεως, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και δύνανται κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελευθέρως οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών δύναται να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας…».

[23]. Βλ. ειδικά για τη συγκεκριμένη ασφάλιση τις σκέψεις του Ι. Ρόκα, Ασφάλιση και κοροναϊός, ΕΕμπΔ 2020, σ. 282 επ., για την οποία ασφάλιση θεωρεί ότι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη στην άσκηση αξιώσεων εξαιτίας της πανδημίας, κυρίως λόγω παράλειψης των αρμοδίων διευθυντικών οργάνων να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ασφάλειας και υγιεινής, με αποτέλεσμα να μεταδοθεί ο ιός σε εργαζόμενους ή και τρίτους.

[24]. Πρβλ. Ι. Ρόκα, Ασφάλιση και κοροναϊός, ΕΕμπΔ 2020, σ. 267.

[25]. Βλ. αναλυτικά στον Ε. Ρίζο, Αστική ευθύνη λόγω μετάδοσης του κορωνοϊού SARS-COV-2 στο συλλογικό έργο Covid-19…, σ. 153-183 και ειδικότερα σ. 170.

[26]. Βλ. αναλυτικά τους σχετικούς προβληματισμούς στον Ε. Ρίζο, Αστική ευθύνη…, σ. 157 επ., όπου και σχετικές περαιτέρω παραπομπές.

[27]. Βλ. στον ίδιο συγγραφέα σ. 164 επ.

[28]. Βλ. αναλυτικά Κ. Φουντεδάκη, εις ΔικΠροστΚαταναλωτή (επιμ. Ελ. Αλεξανδρίδου), 2018, άρθ. 8 αρ. περιθ. 24.

[29]. Βλ. Ε. Ρίζο, Αστική ευθύνη…, σ. 173.

[30]. Πρβλ. Ε. Τζίβα, σε Ι. Ρόκα ΕρμΑσφΝ, αρθ. 19 αρ. περιθ. 7.

[31]. Βλ. το κείμενο της απόφασης https://www.supremecourt.uk/cases/docs/uksc-2020-0177-judgment. pdf.

[32]. Πρβλ. Ρόκα Ι., Το Συμβατικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, σ. 4 (Ι 2).