ΔΠρΡοδ Α510/2024 - Πλήρες κείμενο
Πρόεδρος: Κωνσταντίνος Παπουτσής, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Εισηγήτρια: Αναστασία Καραγιάννη
Δικηγόροι: Αλκιβιάδης Χατζαντώνης, Ευαγγελία Τσάμπαλα
Διακοπή παραγραφής αξίωσης εξ αδικοπραξίας (105, 106 ΕισΝΑΚ)∙ εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και προϋποθέτει την εισαγωγή της σχετικής αγωγής αποζημίωσης στο έχον δικαιοδοσία δικαστήριο∙ σε διαφορετική περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται και δεν μπορεί να γίνει λόγος για διατήρηση των συνεπειών της άσκησής της, πλην των νομοθετικά προβλεπόμενων εξαιρέσεων. Απορρίπτεται η ένδικη αγωγή, καθώς η διακοπή της παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων δεν λογίζεται ότι ανατρέχει στον χρόνο επίδοσης στον εναγόμενο Δήμο της αγωγής που είχαν καταθέσει αρχικώς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση της δυσχερούς διάκρισης του διοικητικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης διαφοράς, καθώς κατά τον χρόνο άσκησης της ανωτέρω αγωγής είχε παγίως κριθεί ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διαφορές από την αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., όταν η ευθύνη τους προς αποζημίωση απορρέει από παράνομη συμπεριφορά των οργάνων τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί και η παράνομη αυτή συμπεριφορά συντελείται με εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων τους ή παραλείψεις προς έκδοση τοιούτων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας της εφόσον, όμως, δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας τους ούτε οφείλονται σε πταίσμα οργάνου τους, το οποίο ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων∙ εν προκειμένω, δεν καταλείπεται εύλογη αμφιβολία για τον χαρακτήρα της κρινόμενης υπόθεσης ως γνήσιας διοικητικής διαφοράς, δεδομένου ότι οι ενάγοντες στρέφονται ευθέως κατά του εναγόμενου Δήμου σχετικά με δραστηριότητα αυτού που εμπίπτει στα πλαίσια της δημόσιας δράσης του (διοργάνωση ιππικών αγώνων), αποδίδοντας σε όργανα αυτού παράνομες πράξεις και παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους είχε ανατεθεί (παράνομη διοργάνωση των εν λόγω αγώνων και πλημμελή λήψη μέτρων ασφαλείας), οι οποίες δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δήμου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα δημοτικού οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων∙ επομένως, κρίνεται αυτεπαγγέλτως, πως οι ένδικες αξιώσεις είχαν ήδη υποκύψει στην προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή κατά το χρόνο επίδοσης της ανωτέρω αγωγής στον εναγόμενο Δήμο∙ μειοψηφία.
Νομικές διατάξεις: άρθρα 90 παρ. 1 ν. 2362/1995, 105, 106 ΕισΝΑΚ, 9 παρ. 4 ν. 1649/1986, 41 ν. 3659/2008
Αριθμός απόφασης: Α 510/2024
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ
ΤΜΗΜΑ 1ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΕΔΡΑ ΚΩ
Συνεδρίασε, δημόσια στο κατάστημα του Πρωτοδικείου Κω, στις 23 Μαΐου 2024, με την εξής σύνθεση: Κωνσταντίνος Παπουτσής, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Στέφανος Πούλιος, Πρωτοδίκης Δ.Δ., Αναστασία Καραγιάννη (Εισηγήτρια), Πρωτοδίκης Δ.Δ. και γραμματέας η Όλγα Βασιλοπούλου, δικαστική υπάλληλος,
για να δικάσει την αγωγή με αριθμό και ημερομηνία καταχώρησης: …/22.11.2021,
των: 1) … … του ..., 2) … … του …, 3) … … του … και 4) … … του ..., κατοίκων Τορόντο Καναδά, οδός …, …, Ontario, καθώς και του: 5) … …, κατοίκου … Κω, οι οποίοι παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλκιβιάδη Χατζαντώνη, ο οποίος υπέβαλε την από 21.5.2024 δήλωση κατ’άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ,
κατά: 1) του Δήμου Κω, που εκπροσωπείται νομίμως από τον Δήμαρχό του και παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευαγγελία Τσάμπαλα, η οποία κατέθεσε την από 22.5.2024 δήλωση κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ, 2) της … … του …, κατοίκου Strommen Νορβηγίας, οδός …, αρ. … και 3) του … … κατοίκου … του Δήμου Κω, οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφτηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η οποία ασκείται ως δεύτερη, μετά την απόρριψη της πρώτης (με αριθμό καταχώρησης .../14.7.2016), ως προς τους μεν δεύτερη και τρίτο εκ των εναγομένων με την Α599/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (τμήμα 2ο- Τριμελές), ελλείψει δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ως προς τον δε εναγόμενο Δήμο με την Α268/2021 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (τμήμα 2ο- Τριμελές), ελλείψει καταβολής δικαστικού ενσήμου, ζητείται να αναγνωριστεί, κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, η υποχρέωση των εναγομένων, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλουν, νομιμοτόκως από την επίδοση της υπό εξέταση αγωγής: α) στην πρώτη από τους ενάγοντες ατομικά το συνολικό ποσό των 185.609,06 ευρώ και, ειδικότερα, το ποσό των 10.659,06 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας λόγω απώλειας εισοδημάτων από την εργασίας της, το ποσό των 80.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω μόνιμης βλάβης της υγείας της κατ’ άρθρο 931 Α.Κ. και το ποσό των 94.950 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη, κατά τους ισχυρισμούς της, από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του πρώτου εναγόμενου Δήμου (πρώην Δήμου Δικαίου) να προβούν στις απαραίτητες οφειλόμενες ενέργειες για την ασφαλή διεξαγωγή των διοργανωθέντων, στις 23.8.2009 στην παραλία Μαρμαρίου Κω, ιππικών αγώνων, η οποία παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό της από άλογο, ιδιοκτησίας του τρίτου εναγόμενου ιδιώτη, το οποίο συμμετείχε στους αγώνες αυτούς με αναβάτρια τη δεύτερη εναγομένη, καθώς και β) στον δεύτερο από τους ενάγοντες και σύζυγο της πρώτης από αυτούς ατομικά το ποσό των 50.000 ευρώ, γ) στα τέκνα τους … … και … … (τρίτη και τέταρτο από τους ενάγοντες) το ποσό των 30.000 ευρώ για καθένα από αυτά και δ) στον πέμπτο από τους ενάγοντες και πατέρα της πρώτης από αυτούς το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την ως άνω αιτία.
2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ, νόμος 2717/1999, Α’ 97): «Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου.», το άρθρο 72 του ΚΔΔ: «Η αγωγή ασκείται κατά του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που είναι υπόχρεο προς ικανοποίηση της κατά την παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου αξίωσης.» και το άρθρο 76 του ΚΔΔ, όπως η παράγραφος 2 αυτού προστέθηκε και η πρώην παράγραφος 2 αυτού αναριθμήθηκε σε παράγραφο 3, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α’ 77): «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο, από τον ίδιο ενάγοντα. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η αγωγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης. 3. …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ΚΔΔ: «1. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητά του. 2. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η υπόθεση υπάγεται στα πολιτικά- ποινικά δικαστήρια, απορρίπτει το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο…».
3. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των ιδιωτών … … και … …, πρέπει να απορριφθεί, κατά το άρθρο 72 του ΚΔΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 12 παρ. 1 και 2 ΚΔΔ, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου για την εκδίκασή της, δεδομένου ότι η αναφυόμενη μεταξύ των προσώπων αυτών διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 3243/2013 επτ., 2429/2014, 522/2014, 471/2011, 2521/2008). Περαιτέρω, όσον αφορά τον εναγόμενο Δήμο, μεταξύ της κρινόμενης αγωγής και της προγενέστερης αυτής με αριθμό καταχώρησης …/14.7.2016 υπάρχει ταυτότητα του αντικειμένου, δηλαδή ταυτότητα διαφοράς, υπό την έννοια της συμπτώσεως του δικαιώματος, για την ικανοποίηση του οποίου ασκούνται οι αγωγές, του αιτήματος, της ιστορικής και νομικής αιτίας αυτών (ΣτΕ 3840/2009 Ολομ., 3013/2010 7μ., 27/2011, 3137/2013, 2892/2014, 2745/2022), καθόσον αίτημα των εναγόντων και στις δύο αγωγές είναι η αποκατάσταση της βλάβης που καθένας από αυτούς υπέστη, αντίστοιχα, από τις ίδιες πιο πάνω αναφερόμενες στην 1η σκέψη παρανομίες. Υπάρχει δε ταυτότητα διαφοράς, παρά το γεγονός ότι η με αριθμό κατάθεσης .../14.7.2016 αγωγή είχε καταψηφιστικό αίτημα, ενώ η κρινόμενη αγωγή έχει αναγνωριστικό αίτημα, διότι το καταψηφιστικό αίτημα της πρώτης αγωγής εμπεριέχει και αναγνωριστικό αίτημα (βλ. ΣτΕ 2365/2016 σκ. 5, 3137/2013 σκ. 3). Επιπλέον, η κρινόμενη αγωγή ταυτίζεται με την προγενέστερη αυτή αγωγή και από άποψη υποκειμένων, εφόσον εναγόμενος στη δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή αυτή ήταν, μεταξύ άλλων, ο Δήμος Κω (πρβλ. ΣτΕ 2745/2022 σκ. 12). Επομένως, η κρινόμενη αγωγή είναι δεύτερη κατά την έννοια του άρθρου 76 του ΚΔΔ, σε σχέση με την πιο πάνω προγενέστερη αγωγή. Η πρώτη αυτή αγωγή, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες αποφάσεις, απορρίφθηκε, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Δήμου Κω, με τη με αριθμό Α268/2021 απόφαση του Δικαστηρίου (Τμήμα 2ο, Τριμελές), ως απαράδεκτη, λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου. Η πιο πάνω απόφαση δημοσιεύθηκε στις 10.8.2021 και επιδόθηκε στους ενάγοντες, όπως προκύπτει από σχετική σημείωση στο φωτοαντίγραφο της απόφασης που προσκομίζουν, στις 9.9.2021 και κατ’ αυτής δεν ασκήθηκε κανένα τακτικό ένδικο μέσο (βλ. την …/2024 βεβαίωση της Προϊσταμένης της Γραμματείας του Δικαστηρίου). Επομένως, παραδεκτά, από την άποψη της πλήρωσης των προϋποθέσεων για το κατ’ εξαίρεση επιτρεπτό της άσκησης δεύτερης αγωγής, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον του Δήμου Κω, ασκήθηκε στις 21.11.2021, μέσα στην προθεσμία των 60 ημερών από την τελεσιδικία της απόφασης επί της πρώτης αγωγής (η οποία επήλθε στις 15.11.2021, λαμβανομένου υπόψιν και του διαστήματος των δικαστικών διακοπών έως τις 15.9.2021- βλ. ΑΕΔ 2/2023 σκ. 7) απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγομένου με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του και ως εκ τούτου, τα έννομα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της με αριθμό καταχώρησης .../14.7.2016 αγωγής.
4. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 75 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η παράγραφος 2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν.3900/2010 (Α΄213) και ισχύει από 1.1.2011, σύμφωνα με το άρθρο 70 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι: «1. Η εκκρεμοδικία αρχίζει με την κατάθεση της αγωγής και λήγει με τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης ή την κατάργηση της δίκης. 2. Τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής επέρχονται, ως προς τον εναγόμενο, από την επίδοσή της σε αυτόν από τον ενάγοντα. Η παραγραφή, η οποία σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διακόπηκε, αρχίζει πάλι μόνο από την τελεσιδικία της απόφασης ή την κατάργηση της δίκης. 3. …». Επίσης, με το άρθρο 276 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο ν. 3463/2006 «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων» (Α΄114), ορίζεται ότι: «1. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες … έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο... 2. Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. καταργείται. 3….». Περαιτέρω, στο άρθρο 90 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού…» (Α΄ 247), που ίσχυε κατά τον χρόνο γένεσης των ένδικων αξιώσεων και που σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του ν. 3463/2006 εφαρμόζεται και στους Ο.Τ.Α., ορίζεται ότι: «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής… », στο άρθρο 91 εδ. α΄ ότι: «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής», στο άρθρο 93 ότι: «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β) … γ)… δ) …» και στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 94 ότι: «Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια». Τα ίδια ακριβώς επαναλαμβάνονται και στα άρθρα 140 παρ. 1, 141, 143 και 144 εδ. δ΄ του μεταγενέστερου ν. 4270/2014 (Δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις - Α΄ 143), που ισχύουν, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 183 παρ. 2 περ. γ’ αυτού, για απαιτήσεις του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη μετά την 1.1.2015, καθώς και για απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου που γεννώνται μετά την ημερομηνία αυτή. Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις του Δημοσίου Λογιστικού συνάγεται ότι η διακοπή της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Δημοσίου επέρχεται κατά κύριο λόγο με την ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου άσκηση του σχετικού ενδίκου βοηθήματος και με την επακόλουθη επίδοσή του, η οποία και επιφέρει τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο αποτελέσματα. Όταν, όμως, εισάγεται η υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου που στερείται δικαιοδοσίας, δεν επέρχεται η διακοπή της παραγραφής, εφόσον στην περίπτωση αυτή το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται και δεν μπορεί να γίνει λόγος περί διατήρησης των συνεπειών της άσκησής του (βλ. ΣτΕ 295/2011, πρβλ. ΑΠ 566/1980, 677/1977 Ολομ.). Εξαίρεση από τον πιο πάνω κανόνα εισήγαγε το πρώτον η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του ν. 1649/1986 (Α΄ 149), η οποία ορίζει ότι: «Αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, ενόψει των ρυθμίσεων του ν. 1406/1983, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε …». Σκοπός της ως άνω διάταξης, που έχει πάγιο χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 1570/2012, 295/2011, ΑΠ 928/2021, 1264/2019
, 1394/2018
), είναι τόσο η επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων σε σύντομο διάστημα όσο και η προστασία των ενδιαφερομένων, οι οποίοι με την εσφαλμένη άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας κινδυνεύουν με παραγραφή των δικαιωμάτων τους και με απώλεια τόκων (βλ. ΣτΕ 1283/2020
). Η ρύθμιση αυτή επαναλήφθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 3659/2008 «Βελτίωση και επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και άλλες διατάξεις», που συνιστά, ομοίως, πάγια ρύθμιση (ΣτΕ 97/2018 7μ.), σύμφωνα με την οποία: «Αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά τον χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. …». Στο δε οικείο χωρίο της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου αυτού αναφέρονται τα εξής: «Η διαπίστωση αν μια διαφορά έχει χαρακτήρα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου δεν είναι πάντοτε ευχερής, ενώ και η νομολογία των δικαστηρίων επί ζητημάτων δικαιοδοσίας είναι πολλές φορές κυμαινόμενη. … Υπό τα δεδομένα αυτά, ο πολίτης στερείται σε πολλές περιπτώσεις το δικαίωμα δικαστικής προστασίας λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, η ευχερής διαπίστωση της οποίας δεν είναι πάντοτε δυνατή. Έως σήμερα, η νομοθεσία (άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986) αντιμετώπιζε το ζήτημα αυτό μόνο σε σχέση με τις διαφορές του ν. 1406/1983 … Εν όψει των ανωτέρω και προς πληρέστερη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, προτείνεται η δυνατότητα επανάσκησης του οικείου ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που προβλέπονται στην προτεινόμενη ρύθμιση». Με την εν λόγω διάταξη επεκτάθηκε η δυνατότητα θεραπείας του απαραδέκτου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας με την επανάσκηση του οικείου ένδικου βοηθήματος και σε άλλες διαφορές, εκτός από αυτές του ν. 1406/1983, στις οποίες ρητά αναφέρεται το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986, προς πληρέστερη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1394/2018
). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι έχει ασκηθεί κατά τον χρόνο άσκησης προηγουμένου που απορρίφθηκε τελεσιδίκως λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι το δεύτερο αυτό ένδικο βοήθημα ασκείται από τον ενδιαφερόμενο εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση σε αυτόν της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 1283/2020
, 465/2020, ΑΠ 928/2021
). Το δίμηνο από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης τίθεται ως το απώτατο χρονικό όριο πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος, κατ` επίκληση των ανωτέρω διατάξεων και με τα εξ αυτών πλεονεκτήματα που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές, όπως λήψη υπόψη του χρόνου επίδοσης του ένδικου βοηθήματος ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αναρμόδιου δικαστηρίου για την κρίση περί διακοπής της παραγραφής και ως προς το ζήτημα της έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης αξιώσεως (βλ. ΣτΕ 1570/2012, 295/2011, 2754/2000, 3950/1995 επτ., ΑΠ 1260/2023
). Εξάλλου, ο νομοθέτης προσδιορίζει την επίδοση της τελεσίδικης αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, για την έναρξη της δίμηνης προθεσμίας για την εκ νέου άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου, αυτό, όμως, μόνον γιατί πρόκειται για το συνήθως συμβαίνον και όχι προκειμένου να αποκλείσει την πλήρη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως, συναγόμενη κυρίως από την δικονομική συμπεριφορά του διαδίκου, ως αφετηρία της εν λόγω προθεσμίας, κάτι που θα αποτελούσε άκρα τυπολατρία η οποία, υπερακοντίζοντας το σκοπό του νομοθέτη, θα καθιστούσε απρόθεσμη την διατήρηση των συνεπειών της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος ενώπιον μη έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 1283/2020
και πρβλ. ΣτΕ 2436-7/2012 7μ., 3576/2013). Εξάλλου, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 465/2020), προϋπόθεση εφαρμογής της προεκτεθείσας διατάξεως του άρθρου 41 του ν. 3659/2008, ενόψει και του σκοπού της, όπως αυτός αποτυπώνεται και στην οικεία αιτιολογική έκθεση, είναι να υφίσταται πράγματι δυσχέρεια διακρίσεως του ιδιωτικού ή διοικητικού χαρακτήρα μιας συγκεκριμένης διαφοράς, γεγονός που μπορεί να προκύπτει από κυμαινόμενη νομολογία των δικαστηρίων επί της ιδίας ή και παρεμφερούς διαφοράς. Αντίθετη εκδοχή, ειδικώς επί διοικητικών διαφορών, δηλαδή εφαρμογή της ρυθμίσεως της επανασκήσεως ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ενδίκου βοηθήματος το οποίο απορρίφθηκε από πολιτικό δικαστήριο λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, ακόμη και σε περίπτωση που δεν υφίσταται καμία εύλογη αμφιβολία για τον χαρακτήρα της διαφοράς ως διοικητικής, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν την προσβολή των διοικητικών πράξεων χρονικώς απρόθεσμη, γεγονός που αντίκειται στις γενικές αρχές της ασφαλείας του δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, την εφαρμογή των οποίων διασφαλίζει η πρόβλεψη στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο αποκλειστικών δικονομικών προθεσμιών -σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει κατά κανόνα με την άσκηση εισαγωγικών ενδίκων βοηθημάτων επί ιδιωτικών διαφορών. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η ως άνω προϋπόθεση καταλαμβάνει και τις διαφορές που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 1406/1983, συμπεριλαμβανομένων των αγωγών αποζημίωσης βάσει των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., είτε θεωρηθεί ότι εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986 είτε υπό την εκδοχή ότι και αυτές διέπονται πλέον από τις νεότερες διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 3659/2008 (πρβλ. Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς 862/2023, Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 2492/2023, Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης 1005/2022, Διοικητικό Εφετείο Λάρισας 329/2021, Διοικητικό Εφετείο Ιωαννίνων 119/2023, Διοικητικό Εφετείο Πάτρας 174/2021, οι οποίες εξέτασαν τη συνδρομή της εν λόγω προϋπόθεσης κατά την εκδίκαση διαφορών του ν. 1406/1983). Και τούτο, διότι, αμφότερες οι διατάξεις, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι εισάγουν εξαίρεση από τον κανόνα ότι δε νοείται διατήρηση των συνεπειών της άσκησης ενδίκου βοηθήματος ενώπιον μη έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου, έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο και τους ίδιους δικαιολογητικούς σκοπούς (βλ. ΣτΕ 799/2021
Ολομ. σκ. 11, 465/2020 και πρβλ. ΣτΕ 1944/2021
Ολομ. σκ. 18, 1283/2020 σκ. 4). Η δε αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα καθιστούσε απρόθεσμη ή, εν πάση περιπτώσει, θα παρέτεινε για υπέρμετρο χρονικό διάστημα την διατήρηση των συνεπειών της άσκησης ενδίκου βοηθήματος ενώπιον μη έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου (διακοπή παραγραφής, έναρξη τοκοφορίας) ακόμα και για διαφορές που ούτε νομολογιακώς ούτε δογματικώς καταλείπουν εύλογη αμφιβολία ως προς τον χαρακτήρα αυτών ως διοικητικών, εκ μόνου του λόγου ότι εμπίπτουν στο πεδίο του ν. 1406/1983, ο δε συγκεκριμένος λόγος δεν συνιστά εύλογο και πρόσφορο, για την πραγμάτωση των ως άνω επιδιωκόμενων σκοπών, κριτήριο διαφορετικής μεταχείρισης των συγκεκριμένων διαφορών από τις υπόλοιπες. Μειοψήφησε ο Πρωτοδίκης Δ.Δ. Στέφανος Πούλιος, ο οποίος υποστήριξε ότι σκοπός των ανωτέρω πάγιων ρυθμίσεων αποτελεί, πρωτίστως, η αποτροπή περιστολής του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) που μπορεί να επιφέρει το κρατούν, συνταγματικώς επιβαλλόμενο, σύστημα του χωρισμού των δικαιοδοσιών (βλ. ΣτΕ 465/2020, πρβλ. ΣτΕ 799/2021
Ολ, 3845/1997 Ολ., ΣτΕ 907/2022). Επιπλέον η εξέταση της προϋπόθεσης της δυνατότητας επανάσκησης ενδίκου βοηθήματος μόνο σε περιπτώσεις που πράγματι υπάρχει δυσχέρεια διάκρισης του ιδιωτικού ή διοικητικού χαρακτήρα μίας συγκεκριμένης διαφοράς (ΣτΕ 465/2020), δεν αποκλείεται να εφαρμοσθεί καταρχήν και σε διαφορές του ν. 1406/1983, όχι όμως σε περίπτωση άσκησης του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής για την επιδίωξη χρηματικής αξίωσης (αποζημίωση) απορρέουσα από ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ., σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Τούτο διότι το ένδικο αυτό βοήθημα, το οποίο απαντάται και στα δύο δικονομικά συστήματα (πρβλ. ΣτΕ 1828/2023
Ολ. σκ. 12, βλ. ΣτΕ 2460/2021
) αποτελεί το βασικό ένδικο βοήθημα επί ιδιωτικών διαφορών στην πολιτική δίκη, ενώ επί άσκησης του, δεν παραβιάζονται οι αρχές της ασφαλείας του δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, την εφαρμογή των οποίων διασφαλίζει η πρόβλεψη στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο αποκλειστικών δικονομικών προθεσμιών, καθώς η άσκηση του είναι απρόθεσμη, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με την άσκηση εισαγωγικών ενδίκων βοηθημάτων επί ιδιωτικών διαφορών (πρβλ. ΣτΕ 465/2020). Εξάλλου, επί αγωγής αποζημίωσης κατ’ άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ, κατά την άποψη της μειοψηφούσας αυτής γνώμης, δεν τίθεται ούτε ζήτημα παράτασης για υπέρμετρο χρονικό διάστημα της διατήρησης των συνεπειών της άσκησης ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του μη έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου (διακοπή παραγραφής, έναρξη τοκοφορίας), για την εξασφάλιση των οποίων μάλιστα θεσπίστηκαν πρωτίστως οι συγκεκριμένες διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του ν. 1649/1986 και του άρθρου 41 του ν. 3659/2008, οι οποίες, εισάγοντας πάγια ρύθμιση (ΣτΕ 97/2018, 1570/2012, 295/2011, ΑΠ 928/2021
, 1264/2019
, 1394/2018
), έχουν κριθεί ως συνταγματικές (ΣτΕ 3846/1997 Ολομ., 2204/2005) και αφού με αυτές τίθενται συγκεκριμένες ανατρεπτικές προθεσμίες για την άσκηση του. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, μεταξύ των οποίων και ως προς το ζήτημα της έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης αξιώσεως και της παραγραφής, ότι έχει ασκηθεί κατά το χρόνο τυχόν ασκήσεως προηγουμένου που απορρίφθηκε τελεσιδίκως λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το δεύτερο αυτό ένδικο βοήθημα ασκείται από τον ενδιαφερόμενο εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση σε αυτόν της τελεσίδικης απορριπτικής απoφάσεως, χωρίς πάντως να αποκλείεται η εκκίνηση της προθεσμίας αυτής από την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση του περιεχομένου της απορριπτικής απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 1283/2020
).
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με το δικόγραφο της υπό εξέταση αγωγής ιστορούνται τα εξής: Οι ενάγοντες βρίσκονταν στις 23.8.2009 και περί ώρα 19:00 στην περιοχή «Αλυκές» του δημοτικού διαμερίσματος Μαρμαρίου του τότε Δήμου Δικαίου και νυν Δήμου Κω, για να παρακολουθήσουν ιππικούς αγώνες, στα πλαίσια των καλοκαιρινών τους διακοπών στο νησί της Κω. Κατά τη διάρκεια των αγώνων, η πρώτη των εναγόντων έστρεψε, σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται στο δικόγραφό της, το βλέμμα της αντίθετα προς τον χώρο των αγώνων (με πλάτη προς την πίστα των αγώνων), αναζητώντας τα τότε ανήλικα τέκνα της, και τη στιγμή εκείνη, όλως αιφνιδίως, άρχισε νέα ιπποδρομία, και μια αναβάτρια ενός αλόγου έχασε τον έλεγχο του αλόγου, ξέφυγε από την πορεία της πίστας των αγώνων και χτύπησε με μεγάλη σφοδρότητα την πρώτη ενάγουσα στο σώμα και το κεφάλι. Εξαιτίας του χτυπήματος αυτού, η τελευταία υπέστη κάταγμα δεξιάς κλείδας, κάταγμα ρινός, θλάση δεξιών πλευρών, θλάση δικεφάλου, οιδήματα και απόπτωση επιθυλίου ΔΕ οφθαλμού, ενώ μετά από εξέτασή της από εξειδικευμένους ορθοπεδικούς στον Καναδά, της συνεστήθη η αποχή από την εργασία της για διάστημα 6 μηνών. Περαιτέρω, και μετά από την διενέργεια νέων εξετάσεων, η ενάγουσα ιστορεί ότι από τη βλάβη που προκλήθηκε εξαιτίας της πρόσκρουσης του αλόγου επάνω της, επηρεάστηκε η όρασή της, μειώθηκε η κινητικότητα του ώμου της σε ποσοστό 30% και δεν έχει τη δυνατότητα πλέον να σηκώσει οποιοδήποτε βάρος. Κατόπιν αυτού, η πρώτη ενάγουσα άσκησε την από 9.11.2009 μηνυτήρια αναφορά σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, … … (αναβάτριας του αλόγου που προκάλεσε το ατύχημα), του … …, με την ιδιότητα του τότε Δημάρχου του τότε Δήμου Δικαίου και του τρίτου εναγομένου, … … (του οποίου την ταυτότητα δεν γνώριζε κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο), ιδιοκτήτη του αλόγου που προκάλεσε τις σωματικές βλάβες. Ειδικότερα, όσον αφορά τον τότε Δήμαρχο, η πρώτη ενάγουσα εξιστόρησε ότι ο ανωτέρω, ως εκ της ιδιότητάς του, επέτρεψε και διοργάνωσε τους παράνομους και χωρίς άδεια, κατά τους ισχυρισμούς της, αγώνες, χωρίς να λάβει προηγουμένως τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας (διαμόρφωση πίστας, προστατευτικές μπάρες, επίβλεψη των αγώνων, παρουσία ασθενοφόρου και γιατρού). Στην συνέχεια, οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω την με αριθμό κατάθεσης …/…/22.8.2011 αγωγή κατά: α) της … …, β) του Δήμου Κω και γ) του ... ..., με την οποία ζητούσαν, κατ' εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, νομιμοτόκως, από την επίδοσή της, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, στην πρώτη εξ’αυτών το συνολικό ποσό των 185.609,06 ευρώ (εκ των οποίων το ποσό των 10.659,06 ευρώ αφορά την απώλεια εισοδήματος που υπέστη, το ποσό των 80.000 ευρώ αφορά αποζημίωση λόγω μόνιμης βλάβης της υγείας της και το ποσό των 94.950 ευρώ αφορά χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη), εξαιτίας του ως άνω τραυματισμού της, στο δεύτερο εξ’αυτών και σύζυγό της, το ποσό των 50.000 ευρώ, στην ίδια και το σύζυγό της, ως ασκούντων την επιμέλεια των τότε ανηλίκων τέκνων τους … και … …, το ποσό των 30.000 ευρώ, και στον πέμπτο εξ’αυτών και πατέρα της πρώτης ενάγουσας, το ποσό των 30.000 ευρώ, για την ηθική τους βλάβη, εξαιτίας του ως άνω τραυματισμού της. Επί της ανωτέρω αγωγής – η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο Δήμο Κω στις 23.8.2011 (σχετική η … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Κω ... …) - εκδόθηκε η 61/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω, η οποία απέρριψε την αγωγή ως προς το ως άνω ν.π.δ.δ., ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκασή της. Η ανωτέρω απόφαση δημοσιεύθηκε στις 11.9.2015, ενώ από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε κάποιον από τους διαδίκους, πλην όμως, στον φάκελο της δικογραφίας περιλαμβάνεται το από 15.9.2015 προσκομισθέν από τους ενάγοντες ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω απόφασης με πρωτότυπη σφραγίδα της γραμματείας του ως άνω πολιτικού Δικαστηρίου. Ακολούθως, οι ενάγοντες άσκησαν την συνταχθείσα στις 22.12.2015 (βλ. την εν λόγω ημερομηνία που φέρει το κατατεθειμένο δικόγραφο της αγωγής τους) και με αριθμό και ημερομηνία καταχώρισης …/14.7.2016 καταψηφιστική αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου. H ανωτέρω αγωγή επιδόθηκε στον Δήμο Κω στις 25.7.2016 (βλ. σχετικά την …/25.7.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου ... …), συζητήθηκε στις 10.10.2019 και επ’ αυτής εκδόθηκε η μη οριστική Α599/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (2ο Τμήμα-Τριμελές), με την οποία, κατά το μέρος που οι ενάγοντες στρέφονταν κατά του εναγόμενου Δήμου, ανεστάλη η πρόοδος της δίκης προκειμένου να καταβληθεί από αυτούς το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου και ορίστηκε νέα δικάσιμος η 21η Μαΐου 2020 και, κατόπιν ματαίωσης αυτής, η 27η Μαΐου 2021, κατά την οποία όμως, δεν προσκομίσθηκε το ανάλογο δικαστικό ένσημο. Για τον ως άνω λόγο δημοσιεύθηκε στις 10.8.2021 η Α268/2021 απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη.
6. Επειδή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην 4η σκέψη, η διακοπή της παραγραφής μίας αξίωσης εξ αδικοπραξίας, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, προϋποθέτει την εισαγωγή της σχετικής αγωγής αποζημίωσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ στο έχον δικαιοδοσία δικαστήριο, αφού σε διαφορετική περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται και δεν μπορεί να γίνει λόγος για διατήρηση των συνεπειών της άσκησής της, πλην των εξαιρέσεων που εισήχθησαν με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986 και του άρθρου 41 του ν. 3659/2008. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διακοπή της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων λογίζεται ότι ανατρέχει στις 27.8.2011, ήτοι στον χρόνο επίδοσης στον εναγόμενο Δήμο της αγωγής που είχαν καταθέσει αρχικώς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω. Και τούτο, διότι δεν συντρέχει εν προκειμένω η προβλεπόμενη τόσο από το άρθρο 41 του ν. 3659/2008 όσο και από το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986 προϋπόθεση της δυσχερούς διάκρισης του διοικητικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης διαφοράς. Ειδικότερα, ήδη κατά τον χρόνο άσκησης της ανωτέρω αγωγής είχε παγίως κριθεί ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διαφορές από την αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., όταν η ευθύνη τους προς αποζημίωση απορρέει από παράνομη συμπεριφορά των οργάνων τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί και η παράνομη αυτή συμπεριφορά συντελείται με εκτελεστές διοικητικές πράξεις των οργάνων τους ή παραλείψεις προς έκδοση τοιούτων πράξεων, αλλά και από υλικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξ αιτίας της εφόσον, όμως, δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας τους ούτε οφείλονται σε πταίσμα οργάνου τους, το οποίο ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (βλ. ενδεικτικώς ΑΕΔ 21/2005, 53/1995
, 5/1995
, ΣτΕ 3045/1992
Ολομ., 2796/2006 επτ., 2463/1998 επτ., ΑΠ 3/1994 Ολομ., 20/1993 Ολομ.). Εν προκειμένω, ούτε νομολογιακώς ούτε δογματικώς καταλείπεται εύλογη αμφιβολία για τον χαρακτήρα της κρινόμενης υπόθεσης ως γνήσιας διοικητικής διαφοράς, δεδομένου ότι οι ενάγοντες στρέφονται ευθέως κατά του εναγόμενου Δήμου (και όχι π.χ. κατά μίας δημοτικής επιχείρησης με τυχόν ασαφές νομικό πλαίσιο αναφορικά με τον χαρακτήρα της ως Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ.), σχετικά με δραστηριότητα αυτού που εμπίπτει στα πλαίσια της δημόσιας δράσης του (διοργάνωση ιππικών αγώνων), αποδίδοντας σε όργανα αυτού παράνομες πράξεις και παραλείψεις κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους είχε ανατεθεί (παράνομη διοργάνωση των εν λόγω αγώνων και πλημμελή λήψη μέτρων ασφαλείας), οι οποίες δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δήμου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα δημοτικού οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Επομένως, για τη διακοπή της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ο χρόνος επίδοσης της αρχικής αγωγής ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου (με αριθμό κατάθεσης …/…/22.8.2011), αλλά, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σκέψη 3, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος επίδοσης της πρώτης αγωγής που κατατέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (με αριθμό καταχώρισης …/14.7.2016). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει αυτεπαγγέλτως, κατά πλειοψηφία, ότι οι ένδικες αξιώσεις, οι οποίες γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες στις 23.8.2009, η δε παραγραφή τους άρχισε στις 31.12.2009, ανεξαρτήτως της βασιμότητας αυτών, είχαν ήδη υποκύψει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995 πενταετή παραγραφή κατά το χρόνο επίδοσης της ανωτέρω αγωγής στον εναγόμενο Δήμο στις 25.7.2016. Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η διακοπή της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων λογίζεται ότι ανατρέχει στις 27.8.2011, ήτοι στον χρόνο επίδοσης στον εναγόμενο Δήμο της αγωγής που είχαν καταθέσει αρχικώς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω, διότι, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται τόσο από το άρθρο 41 του ν. 3659/2008 όσο και από το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986 (σκέψη 4 της παρούσης), επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, επί της συγκεκριμένης διαφοράς, λαμβανομένου και υπ’ όψιν πως με το αρχικό δικόγραφο, το οποίο επανασκήθηκε με το ίδιο περιεχόμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι ενάγοντες στρέφονταν τόσο κατά φυσικών προσώπων, με συνέπεια κατά το μέρος αυτό να καθιδρύεται ιδιωτική διαφορά με δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όσο και κατά του Δήμου Κω, για τις αποδιδόμενες παρανομίες του οποίου και μόνο καθιδρύεται διοικητική διαφορά ουσίας για την οποία έχει δικαιοδοσία το παρόν δικαστήριο, δεν θα πληρούνταν, ούτως ή άλλως, η προϋπόθεση της αδυναμίας εκ νέου άσκησης του ενδίκου αυτού βοηθήματος, λόγω έλλειψης δυσχέρειας διάκρισης επί του ιδιωτικού ή διοικητικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης διαφοράς. Ως εκ τούτων, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη γνώμη, τα αποτελέσματα άσκησης της κρινόμενης αγωγής ανατρέχουν στις 27.8.2011, ήτοι στον χρόνο επίδοσης στον εναγόμενο Δήμο της αγωγής που είχαν καταθέσει αρχικώς οι ενάγοντες ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω και, συνεπώς, οι αξιώσεις τους οι οποίες γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες το έτος 2009, η δε παραγραφή τους εκκίνησε στις 31.12.2009, δεν έχουν υποκύψει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995 παραγραφή. Συνεπώς, η αγωγή θα έπρεπε να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική της βασιμότητα.
7. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά κατά πλειοψηφία στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του εναγόμενου Δήμου. Τέλος, το Δικαστήριο, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, απαλλάσσει τους ενάγοντες από τη δικαστική δαπάνη του εν λόγω εναγομένου, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του ΚΔΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της … … και του … ...
Απορρίπτει την αγωγή ως αβάσιμη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Δήμου Κω.
Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του Δήμου Κω.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε εξ αποστάσεως με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων στις 16.9.2024, με τη σύνθεση που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία υπογράφεται από τον αρχαιότερο δικαστή της σύνθεσης, Στέφανο Πούλιο, λόγω μετάθεσης του Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. Κωνσταντίνου Παπουτσή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης.
Ο ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Στέφανος Πούλιος
Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Αναστασία Καραγιάννη
H απόφαση δημοσιεύτηκε στη Ρόδο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε δημόσια συνεδρίαση αυτού στις 26.09.2024, με τη συμμετοχή στη σύνθεση του Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. Χρήστου Βαρδίκου, λόγω της προαναφερθείσας υπηρεσιακής μεταβολής.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Χρήστος Βαρδίκος
Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Αναστασία Καραγιάννη
Η γραμματέας
Όλγα Βασιλοπούλου
Η Sakkoulas-Online.gr χρησιμοποιεί cookies για την παροχή των υπηρεσιών της, την ανάλυση της επισκεψιμότητας και τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας του χρήστη. Με τη χρήση της Sakkoulas-Online.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Περισσότερα