Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr
Top

Αναζήτηση


Περιοδικό
Αριθ. τεύχους
35
Έτος
2022
Περισσότερα

Παραπομπές


Ενέργεια & Δίκαιο, 35 (2022)


ΠΠρΑθ 67/2023 (Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας)

Πλοήγηση στα περιεχόμενα του τεύχους +

Προηγούμενο    

   Εκτύπωση   

ΠΠρΑθ 67/2023 (Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας)[*]

Προέδρος: Ευθ. Κούσβα, Πρόεδρος Πρωτοδικών.
Εισηγήτρια: Χαρ. Παπαδοπούλου.
Δικηγόροι: Αλ. Αλεξόπουλος, Γ. Καλτσάς, Μ.-Σ. Μαρινάκος-Καλαϊτσίδης, Αν. Σανδαλάκης, Σπ. Τσαντίνης, Μ.Αγγελοπούλου, Χ. Συνοδινός.

Συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 16 περ. α΄ του ν. 2251/1994 ενώσεων καταναλωτών κατά της ΔΕΗ ΑΕ, δεσπόζουσας προμηθεύτριας ηλεκτρικής ενέργειας, και πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ αυτών από νπδδ, νπιδ και φυσικό πρόσωπο για τα κυμαινόμενα τιμολόγιά της και τις ρήτρες αναπροσαρμογής που αυτά περιέχουν. - Η συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 16 περ. α΄ του ν. 2251/1994, η οποία δικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει ως αντικείμενο όχι τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσης ή ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης και από την απόφαση που εκδίδεται σε μια τέτοια δίκη, που δέχεται τη συλλογική αγωγή, παράγεται μία ιδιότυπη δεσμευτικότητα έναντι πάντων. - Τα κριτήρια δικαστικού ελέγχου που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της παροχής συλλογικής ή της ατομικής ένδικης προστασίας διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Στην πρώτη, παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα ενός αντικειμενικού ελέγχου, αφηρημένου (in abstracto) της νομιμότητας της συμπεριφοράς του προμηθευτή, ανεξάρτητα από την ύπαρξη οιασδήποτε συμβατικής σχέσης, ο δε έλεγχος έγκειται στην παράβαση βασικών γενικών δικαιϊκών αρχών είτε στο πλαίσιο απροσδιορίστου αριθμού ήδη καταρτισμένων συμβάσεων, είτε διότι διενεργείται για το μέλλον (ex ante), στη βάση απλής διακινδύνευσης του γενικού καταναλωτικού συμφέροντος από τη φερόμενη ως παράνομη ή καταχρηστική συμπεριφορά του προμηθευτή. Τα κριτήρια ελέγχου της καταχρηστικότητας του όρου είναι αυστηρότερα σε βάρος του προμηθευτή από τα αντίστοιχα κριτήρια που εφαρμόζονται στη δίκη επί ατομικής αγωγής. Τούτο διότι το κύρος ενός ΓΟΣ δεν κρίνεται με βάση τις συντρέχουσες περιστάσεις της εκάστοτε ατομικής σύμβασης, που συνομολογήθηκε στον χρόνο πριν από την άσκηση της (ατομικής) αγωγής, δηλαδή στο παρελθόν, αλλά αντιθέτως κρίνεται με βάση την αφηρημένη επικινδυνότητα του όρου για τον χρόνο που ακολουθεί του χρόνου άσκησης της (συλλογικής) αγωγής. Αντίθετα, στο πλαίσιο της ατομικής ένδικης προστασίας ο έλεγχος είναι υποκειμενικός και προσανατολισμένος στα δεδομένα υφιστάμενης συμβατικής σχέσης, ήτοι συγκεκριμένος (in concreto) και διενεργείται εκ των υστέρων, αφού έχει διαταραχθεί ο υφιστάμενος συμβατικός δεσμός προμηθευτή και καταναλωτή. Εξετάζονται τόσο η συγκεκριμένη βλάβη, που προκλήθηκε ή δύναται να προκληθεί στα συμφέροντα του καταναλωτή, όσο και οι ειδικές συνθήκες, που οδήγησαν στη σύναψη συγκεκριμένης σύμβασης εκ μέρους του καταναλωτή. - Έννομο συμφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης. Ο προσθέτως παρεμβαίνων προσέρχεται στη δίκη όχι για να ζητήσει δικαστική προστασία έναντι των αρχικών διαδίκων, αλλά για να υποστηρίξει έναν από τους δύο. Δικαιολογείται έννομο συμφέρον του, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμά του ή να αποτραπεί η δημιουργία νομικής υποχρέωσης σε βάρος του. Δεν αρκεί το γεγονός ότι σε εκκρεμή δίκη μεταξύ άλλων πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε άλλη δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει να θίγει από την άποψη του πραγματικού και του νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του. - Η αρχή της διαφάνειας των συμβατικών όρων που χωρίς διαπραγμάτευση εντάσσονται στη σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης, που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για τη συμβατική επιλογή του με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό τη μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Η αρχή της διαφάνειας αναλύεται στην αρχή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της χρήσης των όρων που ταυτίζεται με τον αποκλεισμό απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. - Οι ρήτρες αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δεν υπόκεινται σε ευθύ έλεγχο καταχρηστικότητας, αλλά μόνο σε έλεγχο διαφάνειας. Αυτές πρέπει να εκθέτουν κατά τρόπο διαφανή την αιτία και τη μέθοδο μεταβολής του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να ελέγχει τη μεταβολή της τιμής με βάση σαφή, αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια. Συγχρόνως, τα τελευταία πρέπει να είναι εύλογα, με την έννοια ότι αφορούν παράγοντες που συνδέονται με τη μεταβολή του κόστους του ρεύματος για τον προμηθευτή. Τέτοια κριτήρια μπορούν πράγματι να είναι αυτά που αντανακλούν τις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή εκκαθάρισης των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων και δεικτών που θα μπορούσαν να αξιοποιούν, στηριζόμενες σε τυποποιημένες μεθόδους, τιμές και από τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης. Η αναπροσαρμογή της τιμής ρεύματος πρέπει να συνδέεται, πάντως, με παράγοντες κόστους, οι οποίοι είναι προσβάσιμοι και ελεγχόμενοι από τον καταναλωτή. Προκειμένου να διευκολύνεται ο καταναλωτής στον έλεγχο της αναπροσαρμογής πρέπει να ενημερώνεται για τον τρόπο, με τον οποίο θα έχει πρόσβαση στο κριτήριο αναφοράς, με παραπομπή πλέον στην αντίστοιχη ηλεκτρονική διεύθυνση. Η ρήτρα πρέπει να περιγράφει τον μηχανισμό, στον οποίο στηρίζεται η αναπροσαρμογή και να ενημερώνει τον καταναλωτή για τις οικονομικές συνέπειες που συνεπάγεται η εφαρμογή τους. Προκειμένου να είναι σε θέση ο καταναλωτής να εκτιμά βάσει ακριβών και επαληθεύσιμων κριτηρίων τις συνέπειες που έχει ο όρος πρέπει να δίνονται πληροφορίες με βάση παραδείγματα εφαρμογής ή και πρότυπα υπολογισμού. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί να είναι σε θέση ο καταναλωτής να κατανοήσει και να διαπεράσει τις αφηρημένα κατονομαζόμενες προϋποθέσεις και να γίνουν προβλέψιμες οι συνέπειες από την εφαρμογή της ρήτρας. Με τη σύμβαση πρέπει να διασφαλίζεται ότι θα λαμβάνει ενημέρωση που θα του επιτρέπει να παρακολουθεί, να ελέγχει και να επιβεβαιώνει τις συνέπειες της ρήτρας. - Με την απόφασή της 409/2020, η ΡΑΕ εισήγαγε προς τον σκοπό της διαφάνειας, της επαληθευσιμότητας αλλά και της συγκρισιμότητας, έναν μαθηματικό τύπο για τον προσδιορισμό της αναπροσαρμογής του κόστους χρέωσης στα κυμαινόμενα τιμολόγια των προμηθευτών. - Η αρχή της κοστοστρέφειας επιβάλλει η τιμή της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας να διαμορφώνεται κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται η ανάκτηση του πραγματικού κόστους της προσφερόμενης υπηρεσίας, ώστε να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η δυνατότητα παροχής της εν λόγω υπηρεσίας. - Η εναγομένη δεν επενέβη αυθαιρέτως σε εκκρεμείς έννομες σχέσεις αλλά άσκησε δικαίωμα, το οποίο είχε συμφωνηθεί με έκαστο πελάτη κατά τη σύναψη των συμβάσεων προμήθειας, να αναπροσαρμόζει τα τιμολόγιά της. Επίσης, η εναγομένη δεν υιοθέτησε μεν αυτούσιο τον τύπο της ΡΑΕ αλλά ενεργώντας εντός της χορηγηθείσας δυνάμει της απόφασης 409/2020 ΡΑΕ ευχέρειας, εφάρμοσε νομίμως έναν άλλο ισοδύναμο τύπο. - Ο μέσος ενημερωμένος και προσεκτικός καταναλωτής αναμένει ευλόγως αναθεωρήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως σε μακροχρόνιες συμβάσεις, δεδομένου ότι το αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ευεπίφορο στις αλλαγές τιμών λόγω πολλών γεωπολιτικών γεγονότων και απρόβλεπτων εξελίξεων. Κατά τον χρόνο εισαγωγής της ρήτρας αναπροσαρμογής εκ μέρους της εναγομένης, ο καταναλωτής είχε στη διάθεσή του όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες που απαιτούνται για να λάβει μια τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής. - Απορρίπτει την αγωγή.

[…] Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν Α) η από 4.5.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης 40620/4.5.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 200/2022 αγωγή 1) του δευτεροβαθμίου καταναλωτικού σωματείου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)» και 2) του πρωτοβάθμιου σωματείου ένωση καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» κατά της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «ΔΕΗ ΑΕ», και οι κάτωθι αναφερόμενες πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ των εναγόντων σωματείων και κατά της εναγομένης και ειδικότερα Β) η από 20.5.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης 48264/20.5.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 223/2022 πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ», Γ) η από 27.5.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης 51554/27.5.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 231/2022 πρόσθετη παρέμβαση των αναφερόμενων στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας τετρακοσίων είκοσι τριών (423) φυσικών προσώπων, Δ) η από 31.5.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης 52695/31.5.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 237/2022 πρόσθετη παρέμβαση του επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «ΠΟΕΣΕ», Ε) η από 6.6.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης 54892/6.6.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 245/2022 πρόσθετη παρέμβαση των αναφερόμενων στο, προεισαγωγικό μέρος της παρούσας εκατόν εβδομήντα τεσσάρων (174) φυσικών προσώπων, ΣΤ) η από 5.7.2022 με γενικό αριθμό κατάθεσης 66897/5.7.2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 297/2022 πρόσθετη παρέμβαση 1) του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος για τα Δικαιώματα του Καταναλωτή και του Πολίτη» (ΔΙΚΑΠ), 2) του σωματείου με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών Δωδεκανήσου», 3) του σωματείου με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ) Κορινθίας» και των αναφερόμενων στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας εκατόν ενός (101) φυσικών προσώπων, Ζ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του Σωματείου Αρτοποιών Θεσσαλονίκης με την επωνυμία «Ο Προφήτης Ηλίας», Η) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της τριτοβάθμιας σωματειακής οργάνωσης με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ» (ΕΣΑμεΑ), Θ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση 1) του πρωτοβάθμιου σωματείου ένωση καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ» (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ) και 2) … του …., I) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ», ΙΑ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της πρωτοβάθμιας επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΒΙΟΤΕΧΝΩΝ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ», IB) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της ένωσης προσώπων με την επωνυμία «ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ», ΙΓ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ», ΙΔ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Καταστηματαρχών Εστίασης και Αναψυχής Νομού Αχαΐας» και τον διακριτικό τίτλο «ΣΚΕΑΝΑ» και ΙΕ) η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της τριτοβάθμιας επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία «Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος» (ΓΣΕΒΕΕ), οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν (άρθρα 31 παρ. 1, 80, 246, 741, 752 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού οι ανωτέρω παρεμβάσεις δεν έχουν αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αίτησης αλλά εξαρτώνται από την κύρια δίκη που άρχισε με την υπό κρίση αγωγή από την οποία δεν μπορούν να χωρισθούν (ΑΠ 1206/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1426/2013 ΧρΙΔ 2014, 215).

(I) Στο άρθρο 10 παρ. 16 περ. α΄ του ν. 2251/1994, προβλέπεται η «εν στενή εννοία «stricto sensu» αγωγή, η οποία έχει διαφορετική δομή. Ειδικότερα, με την αγωγή αυτή, η ένωση καταναλωτών δικαιούται να ζητεί «… την παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή… (περ. α΄), ιδίως όταν αυτή συνίσταται στη διατύπωση και χρήση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών χωρίς να αποκλείεται και η σώρευση αιτήματος για την καταβολή ποσού ως «… χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης» (περ. β΄). Η ένωση νομιμοποιείται να ασκήσει την προκειμένη αγωγή όχι για λογαριασμό συγκεκριμένου καταναλωτή, αλλά για την προστασία των «… γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού… Η συλλογική αγωγή δεν έχει ως αντικείμενο τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσεως ή ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση ή και τη ρύθμιση κατάστασης υπέρ του γενικού συμφέροντος, με τον εξαναγκασμό του προμηθευτή σε συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, με την οποία θα αίρεται η αθέμιτη πρακτική, αλλά και θα ανατρέπεται η επανάληψή της στο μέλλον. Οι συλλογικές αξιώσεις παραλείψεως και άρσεως παράνομης συμπεριφοράς, αποτελούν τις αδικοπρακτικές αξιώσεις των ενώσεων καταναλωτών. Η αξίωση έχει προληπτικό και κυρωτικό χαρακτήρα. Η αγωγή αυτή, όπως αναφέρθηκε, αποβλέπει στη διαφύλαξη του «διάχυτου καταναλωτικού συμφέροντος», στη διασφάλιση, δηλαδή, της ολότητας των καταναλωτών και δεν αναφέρεται σε ατομικά θιγόμενους καταναλωτές, όπως η «εν ευρεία έννοια» συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 15 ν. 2251/1994. Εξάλλου, επειδή δεν απαιτείται να έχει επέλθει βλάβη σε κάποιον καταναλωτή, η εν λόγω αγωγή μπορεί να ασκηθεί και προληπτικά, πριν ακόμα προσβληθεί δικαίωμα ορισμένου καταναλωτή, εφόσον έχει εξωτερικευθεί συμπεριφορά, που μπορεί να οδηγήσει στην προσβολή προστατευόμενών αγαθών του. Επομένως, εφόσον η αγωγή αυτή έχει στόχο την προστασία των συλλογικών συμφερόντων, δεν μπορούν με αυτή να επιδιώκονται ατομικά συμφέροντα, ακόμα κι αν αυτή αφορά ευρύτερη ομάδα προσώπων είτε των μελών των ενώσεων είτε τρίτων καταναλωτών. Η δικαστική απόφαση, που δέχεται τη συλλογική αγωγή είναι διαπλαστική, και παράγει μία ιδιότυπη δεσμευτικότητα που ισχύει έναντι πάντων, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επίκλησης, από μεμονωμένους καταναλωτές σε ενδεχόμενες ατομικές διαφορές με τον ίδιο προμηθευτή. Κάθε αίτημα, όμως, που δεν κατατείνει στη διαφύλαξη του γενικού αλλά στη διασφάλιση του ατομικού καταναλωτικού συμφέροντος μέσω κριτηρίων ατομικών, αναγομένων σε προσωπικές καταστάσεις, εκτιμήσεις, ικανότητες, προβλέψεις, επιδιώξεις και διακινδυνεύσεις των αντισυμβαλλομένων μερών, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο - βάση της συλλογικής αγωγής, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο καλείται να διατάξει ρυθμιστικά μέτρα υπερατομικού χαρακτήρα, ικανά να ανατρέψουν ή να αποτρέψουν την έκνομη αυτή κατάσταση χάριν της προστασίας του γενικού συμφέροντος του καταναλωτικού κοινού. Επομένως, τόσο το αίτημα της συλλογικής αγωγής, όσο και η απόφαση επ' αυτής, θα πρέπει να τείνουν στην προστασία των γενικότερων συμφερόντων με την αναγνώριση της αντί καταναλωτικής συμπεριφοράς του προμηθευτή και τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων σε βάρος του τελευταίου και δη την απαγόρευση της συνομολόγησης ή της μελλοντικής χρήσης του συγκεκριμένου συμβατικού όρου. Συνεπώς, τα κριτήρια δικαστικού ελέγχου, που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της παροχής συλλογικής ή της ατομικής ένδικης προστασίας διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Στην πρώτη, παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα ενός αντικειμενικού ελέγχου, αφηρημένου (in abstracto) της νομιμότητας της συμπεριφοράς του προμηθευτή, ανεξάρτητα από την ύπαρξη οιασδήποτε συμβατικής σχέσης, ο δε έλεγχος έγκειται στην παράβαση βασικών γενικών δικαιϊκών αρχών είτε στο πλαίσιο απροσδιορίστου αριθμού ήδη καταρτισμένων συμβάσεων, είτε διότι διενεργείται για το μέλλον (ex ante), στη βάση απλής διακινδύνευσης του γενικού καταναλωτικού συμφέροντος από τη φερόμενη ως παράνομη ή καταχρηστική συμπεριφορά του προμηθευτή. Τα κριτήρια ελέγχου της καταχρηστικότητας του όρου είναι αυστηρότερα σε βάρος του προμηθευτή από τα αντίστοιχα κριτήρια που εφαρμόζονται στη δίκη επί ατομικής αγωγής. Τούτο διότι το κύρος ενός ΓΟΣ δεν κρίνεται με βάση τις συντρέχουσες περιστάσεις της εκάστοτε ατομικής σύμβασης, που συνομολογήθηκε στο χρόνο πριν από την άσκηση της (ατομικής) αγωγής, δηλαδή στο παρελθόν, αλλά αντιθέτως, κρίνεται με βάση την αφηρημένη επικινδυνότητα του όρου για το χρόνο που ακολουθεί του χρόνου άσκησης της (συλλογικής) αγωγής. Ο δικαστής, δηλαδή, που αποφαίνεται επί συλλογικής αγωγής οφείλει να προβλέψει για το μέλλον και να - εκτιμήσει όσο το δυνατό περισσότερους από τους πιθανούς κινδύνους, που μπορεί να κρύβει η επίμαχη ρήτρα για τον καταναλωτή ή κατ' άλλη διατύπωση, οφείλει να αναζητήσει με καχυποψία και αφηρημένες υποθέσεις, όλους τους πιθανούς επιλήψιμους τρόπους χρήσης της ρήτρας, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν η επίμαχη ρήτρα χρησιμοποιήθηκε πράγματι καταχρηστικά σε συγκεκριμένες συμβάσεις, που έχουν ήδη συνομολογηθεί. Αντίθετα, στο πλαίσιο της ατομικής ένδικης προστασίας ο έλεγχος είναι υποκειμενικός και προσανατολισμένος στα δεδομένα υφιστάμενης συμβατικής σχέσης, ήτοι συγκεκριμένος (in concreto) και διενεργείται, εκ των υστέρων, αφού έχει διαταραχθεί ο υφιστάμενος συμβατικός δεσμός προμηθευτή και καταναλωτή. Εξετάζονται τόσο η συγκεκριμένη βλάβη, που προκλήθηκε ή δύναται να προκληθεί στα συμφέροντα του καταναλωτή, όσο και οι ειδικές συνθήκες, που οδήγησαν στη σύναψη συγκεκριμένης σύμβασης, εκ μέρους του καταναλωτή. Σχετικώς το ΔΕΕ στις αποφάσεις της 9.9.2014, υπόθεση C-70/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 16), της 26.4.2012, υπόθεση C-472/10, Nemzeti/invitel (σκέψη 37), της 24.1.2002, υπόθεση C-372/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 15), της 27.6.2000, υπόθεση C-240/98, Oceano Grupo/Salvat Ed Tores (σκέψη 27) αναφέρει ότι στην ατομική αγωγή τα αρμόδια κρατικά όργανα καλούνται να αποφανθούν «in concreto» επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη συλλογική εξέταση τα όργανα αυτά αποφαίνονται «in abstracto» επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, που ενδέχεται να ενσωματωθεί ακόμη και σε συμβάσεις, που δεν έχουν ακόμη συναφθεί. Στην περίπτωση της «εν στενή εννοία» συλλογικής αγωγής του άρθρου 10 παρ. 16 εδ. α΄ ν. 2251/1994, το δικαστήριο διαπιστώνει γενικά και αντικειμενικά την ύπαρξη κατάστασης, που ενέχει αντικαταναλωτική συμπεριφορά, διατάσσει τα κατά την κρίση του ενδεδειγμένα ρυθμιστικά μέτρα για την προστασία του συνόλου των καταναλωτών και εξαλείφει παράνομες πρακτικές του προμηθευτή. Εφόσον, επομένως, με τη συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 16 εδ. α΄ του ν. 2251/1994, δεν εισάγεται προς διάγνωση διαφορά ιδιωτικού δικαίου και το ένδικο αυτό βοήθημα δεν εντάσσεται στον κύκλο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, το δικαστήριο κατά την παροχή συλλογικής έννομης προστασίας, δεν λειτουργεί αποκαταστατικώς. Η απόφαση επί συλλογικής αγωγής, που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω, και αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης, που άσκησε την αγωγή. Η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους. Εξάλλου, ο ίδιος ο ν. 2251/1994 προβλέπει διαφορετική νομική αντιμετώπιση των πραγματικών περιστατικών στη συλλογική αγωγή, σε σχέση με την ατομική αγωγή και όσον αφορά την ερμηνεία του καταχρηστικού ΓΟΣ, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 σύμφωνα με τις οποίες «Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτο για λογαριασμό του σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή» (άρθρο 2 παρ. 4), «Ειδικώς όταν ελέγχεται το περιεχόμενο ΓΟΣ κατά την εφαρμογή των άρθρων 10 παρ. 16 α΄ και 13 α΄ παρ. 23 επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου» (άρθρο και 2 παρ. 5). Στη συλλογική αγωγή, επομένως, προέχει η απομάκρυνση από τις συναλλαγές των ΓΟΣ, που θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα των καταναλωτών (ΑΠ 948/2021 ΕΕμπΔ 2022, 803). Ως αίτημα, τέλος, μπορεί να συμπεριλαμβάνεται στη συλλογική αγωγή και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 10 § 16 περ. β΄ ΚΠολΔ), η οποία πάντως επιδικάζεται μόνο μία φορά. Για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, σύμφωνα με την περ. β΄ της παραγράφου 16 του άρθρου 10 ν. 2251/1994, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, ιδίως, την ένταση της προσβολής της έννομης τάξης, που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης του προμηθευτή και κυρίως τον ετήσιο κύκλο εργασιών της, καθώς και τις ανάγκες της γενικής και της ειδικής πρόληψης. Παρά τον ατυχή χαρακτηρισμό ως χρηματικής ικανοποίησης, πρόκειται κατ’ ουσίαν περί αστικής κυρώσεως κατά το πρότυπο των punitive damages του αγγλοσαξωνικού δικαίου, ώστε να μην απαιτείται ούτε υπαιτιότητα ούτε ζημία, αποβλέπει, δε, στην προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού, με παράλληλη αποκατάσταση της τρωθείσης κοινωνικής ισορροπίας με την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη ηθική και κοινωνική τους ισορροπία (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 652/2010, ΔΕΕ 2010, 943 και παρατηρήσεις Γ. Δέλλιος, Ατομική και συλλογική προστασία, σελ. 54, ο οποίος επισημαίνει ότι στην παραπάνω νομολογία διαφαίνεται η προσπάθεια συγκερασμού των δύο αντιθέτων απόψεων περί του κυρωτικού αφενός και του αποκαταστατικού αφετέρου χαρακτήρα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, τα ενάγοντα σωματεία εκθέτουν ότι τυγχάνουν αναγνωρισμένες οργανώσεις καταναλωτών, η μεν πρώτη δευτεροβάθμια η δε δεύτερη πρωτοβάθμια, εγγεγραμμένες στα αντίστοιχα Μητρώα Οργανώσεων Καταναλωτών, που τηρούνται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης. Ότι η εναγομένη τυγχάνει η πρώην μονοπωλιακή ενεργειακή δημόσια επιχείρηση, η οποία μετά την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία, δραστηριοποιούμενη ως κάθετα ολοκληρωμένη Επιχείρηση ηλεκτρικής ενεργείας (άρθρο 2 παρ. 3 περ. ιθ’ ν, 4001/2011) στους τομείς της παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, κατέχουσα σε αμφότερες τις δραστηριότητες της δεσπόζουσα θέση στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ότι στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η εναγομένη προωθεί στους μικρούς και μεγάλους πελάτες - καταναλωτές προγράμματα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας α) κυμαινόμενης τιμολόγησης και δη τα οικιακά τιμολόγια Γ1 και Γ1Ν (και στους δικαιούχους κοινωνικού τιμολογίου - ΚΟΤ), τα επαγγελματικά τιμολόγια Γ21, Γ22, Γ23, Ε21, Ε22, Ε23, το τιμολόγιο Φωτισμού Οδών και Πλατειών (ΦΟΠ) επιπλέον δε το αγροτικό τιμολόγιο χαμηλής τάσης, καθώς και β) σταθερής τιμολόγησης και δη τα προγράμματα MyHome Enter, MyHome Online και MyHome Enter. Ότι οι συμβάσεις που συνάπτει η εναγομένη-προμηθεύτρια με τους τελικούς πελάτες- καταναλωτές για την προμήθεια της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν συμβάσεις προσχώρησης, περιέχουσες γενικούς όρους συναλλαγών, οι οποίοι έχουν προδιατυπωθεί από την εναγομένη, χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και περιλαμβάνονται σε όλες τις συμβάσεις αδιακρίτως, ήτοι ανεξαρτήτως της επιλογής προγράμματος κυμαινόμενης ή σταθερής τιμολόγησης. Ότι στους παραπάνω όρους περιλαμβάνονται ρήτρες περί του δικαιώματος της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς τις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης. Ότι ειδικότερα αναλόγως του χρόνου κατάρτισης των συμβάσεων προμήθειας: Α) Από τη δεκαετία του 1990 έως το 2011, οι παραπάνω ρήτρες περιλαμβάνονται στο «Άρθρο 1ο» των συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, που μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγγελθεί και εξακολουθούν να ισχύουν, το οποίο ορίζει ότι «Η Επιχείρηση θα παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα στον καταναλωτή με βάση το «τιμολόγιο Γ-1» και τους «Γενικούς Όρους και Συμφωνίες» της Επιχείρησης «για την Παροχή Ηλεκτρικού Ρεύματος στους Καταναλωτές», για τα οποία ο Καταναλωτής δηλώνει ότι του γνωστοποιήθηκαν και αποδέχεται το περιεχόμενό τους. Η Επιχείρηση μπορεί με τη δική της μόνο θέληση, οποιαδήποτε στιγμή που θα διαρκεί η ισχύς αυτού του Συμβολαίου, να αναπροσαρμόζει, τροποποιεί ή αντικαθιστά το «Τιμολόγιο» και τους «Γενικούς Όρους και Συμφωνίες» ενώ ο Καταναλωτής έχει το δικαίωμα σε περίπτωση που διαφωνεί σ’ αυτές τις αναπροσαρμογές, τις τροποποιήσεις ή αντικαταστάσεις, να καταγγέλλει αυτό το Συμβόλαιο. Η καταγγελία αυτή θα ισχύει από την πρώτη του μήνα που θα ακολουθεί την ημερομηνία επιδόσεώς της”. Ότι από το έτος 2011 κι εντεύθεν, οι προδιατυπωμένοι όροι στις συμβάσεις προμήθειας διακρίνονται σε: α. Όρους Σύμβασης, β. Όρους Τιμολόγησης και γ. Γενικούς Όρους Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας. Ότι από τον Απρίλιο 2019 το δικαίωμα της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς τις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης περιγράφεται στους υπό στοιχείο (α) Όρους Σύμβασης και συγκεκριμένα στο «Άρθρο 9» το οποίο επιγράφεται «Αναπροσαρμογές» και ορίζει ότι «Το αναφερόμενο στο άρθρο 6 των Γενικών Όρων αντίτιμο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας αναπροσαρμόζεται κάθε φορά που αναπροσαρμόζονται τα ισχύοντα τιμολόγια του Προμηθευτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την σχετική κείμενη νομοθεσία, τους όρους της παρούσας Σύμβασης και του αντίστοιχου τιμολογίου κατά τους Όρους Τιμολόγησης. Τα τιμολόγια αναρτώνται στην επίσημη ιστοσελίδα της ΔΕΗ ΑΕ, www.dei.gr, τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες πριν τη θέση τους σε εφαρμογή και η ενημέρωση για τις αναπροσαρμογές, εφόσον είναι δυνατό και επαρκές, σε ειδικό πεδίο του Λογαριασμού Κατανάλωσης Η/Ε ή σε χωριστό έντυπο που

διαβιβάζεται με αυτόν. Κατ’ εξαίρεση, η ενημέρωση σχετικά με τροποποίηση των Χρεώσεων Προμήθειας δύναται να λαμβάνει χώρα με τον πρώτο Λογαριασμό Κατανάλωσης Η/Ε που ακολουθεί την αναπροσαρμογή. Η ελάχιστη διάρκεια ισχύος των προσφερόμενων τιμολογίων ορίζεται σε έξι (6) - μήνες, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία», και στο «Άρθρο 18» το οποίο επιγράφεται «Τροποποίηση της Σύμβασης» και ορίζει ότι «18.1 Με την επιφύλαξη του άρθρου 9, για την τροποποίηση όρων της Σύμβασης Προμήθειας, ο Προμηθευτής υποχρεούται σε προηγούμενη ενημέρωση του Πελάτη. Η ενημέρωση γίνεται είτε με ατομική ειδοποίηση του Πελάτη και, εφόσον είναι δυνατό και επαρκές, σε ειδικό πεδίο του Λογαριασμού Κατανάλωσης Η/Ε ή σε χωριστό έντυπο που διαβιβάζεται με αυτόν, είτε με δημοσίευση στην επίσημη ιστοσελίδα του Προμηθευτή ή/και σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες πριν την ημερομηνία θέσης των τροποποιήσεων σε ισχύ. Η ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α. Πλήρη και αναλυτική αναφορά των όρων της Σύμβασης Προμήθειας που τροποποιούνται, β. Την ημερομηνία θέσης σε ισχύ των τροποποιήσεων, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο από εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της ειδοποίησης, γ. Υπόμνηση του δικαιώματος του Πελάτη να καταγγείλει τη Σύμβαση Προμήθειας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 των Γενικών Όρων, συνοδευόμενη από πλήρη και αναλυτική παράθεση των σχετικών διαδικασιών και των χρόνων που προβλέπονται για την επέλευση του αποτελέσματος της καταγγελίας, όπως τα ανωτέρω ορίζονται στη Σύμβαση Προμήθειας. Οι παραπάνω όροι δεν ισχύουν για μεταβολές στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις, οι οποίες βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής του Προμηθευτή. Ο Προμηθευτής οφείλει να ενημερώνει σχετικά τους Πελάτες του με ειδικό έντυπο ή σε ειδικό πεδίο στον πρώτο Λογαριασμό Κατανάλωσης Η/Ε μετά την έναρξη ισχύος των μεταβολών αυτών». Ότι από τις 22.3.2021 το δικαίωμα της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς τις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης περιγράφεται στους υπό στοιχείο (α) Όρους Σύμβασης και συγκεκριμένα στο «Άρθρο 9» το οποίο επιγράφεται «Αναπροσαρμογές» και ορίζει ότι «Το αναφερόμενο στο άρθρο 6 των Γενικών Όρων αντίτιμο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας αναπροσαρμόζεται κάθε φορά που αναπροσαρμόζονται τα ισχύοντα τιμολόγια του Προμηθευτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την σχετική κείμενη νομοθεσία, τους όρους της παρούσας Σύμβασης και του αντίστοιχου τιμολογίου κατά τους Όρους Τιμολόγησης. Τα τιμολόγια αναρτώνται στην επίσημη ιστοσελίδα της ΔΕΗ ΑΕ, www.dei.gr, τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες πριν τη θέση τους σε εφαρμογή και η ενημέρωση για τις αναπροσαρμογές, εφόσον είναι, δυνατό και επαρκές, σε ειδικό πεδίο του Λογαριασμού Κατανάλωσης Η/Ε ή σε χωριστό έντυπο που διαβιβάζεται με αυτόν. Κατ’ εξαίρεση, η ενημέρωση σχετικά με τροποποίηση των Χρεώσεων Προμήθειας δύναται να λαμβάνει χώρα με τον πρώτο Λογαριασμό Κατανάλωσης Η/Ε που ακολουθεί την αναπροσαρμογή. Η ελάχιστη διάρκεια ισχύος των προσφερόμενων τιμολογίων ορίζεται σε έξι (6) μήνες, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία», και στο «Άρθρο 18» το οποίο επιγράφεται «Τροποποίηση της Σύμβασης» και ορίζει ότι «18.1 Με την επιφύλαξη του άρθρου 9, για την τροποποίηση όρων της Σύμβασης Προμήθειας, ο Προμηθευτής υποχρεούται σε προηγουμένη ενημέρωση του Πελάτη. Η ενημέρωση γίνεται είτε με ατομική ειδοποίηση του Πελάτη και, εφόσον είναι δυνατό και επαρκές, σε ειδικό πεδίο του Λογαριασμού Κατανάλωσης Η/Ε ή σε χωριστό έντυπο που διαβιβάζεται με αυτόν, είτε με δημοσίευση στην επίσημη ιστοσελίδα του Προμηθευτή ή/και σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες πριν την ημερομηνία θέσης των τροποποιήσεων σε ισχύ. Η ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α. Πλήρη και αναλυτική αναφορά των όρων της Σύμβασης Προμήθειας που τροποποιούνται, β. Την ημερομηνία θέσης σε ισχύ των τροποποιήσεων, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο από εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της ειδοποίησης, γ. Υπόμνηση του δικαιώματος του Πελάτη να καταγγείλει τη Σύμβαση Προμήθειας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 των Γενικών Όρων, συνοδευόμενη από πλήρη και Αναλυτική παράθεση των σχετικών διαδικασιών και των χρόνων που προβλέπονται για την επέλευση του αποτελέσματος της καταγγελίας, όπως τα ανωτέρω ορίζονται στη Σύμβαση Προμήθειας. Οι παραπάνω όροι δεν ισχύουν για μεταβολές στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις, οι οποίες βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής του Προμηθευτή. Ο Προμηθευτής οφείλει να ενημερώνει σχετικά τους Πελάτες του με ειδικό έντυπο ή σε ειδικό πεδίο στον πρώτο Λογαριασμό Κατανάλωσης Η/Ε μετά την έναρξη ισχύος των μεταβολών αυτών». Ότι οι συμβάσεις προμήθειας των ετών 2019 και 2022, στις οποίες περιέχονται οι παραπάνω προδιατυπωμένοι συμβατικοί όροι, εξακολουθούν να προβάλλονται ως παραλλήλως ισχύουσες και παρέχονται ως ενημέρωση των καταναλωτών οι μεν πρώτες από το Τμήμα Εξυπηρέτησης Πελατών στη διαδικτυακή διεύθυνση https://kek.dei.gr/el/eksupiretisi/chrisima-entypa, οι δε - δεύτερες από το Τμήμα Υποστήριξης και Επικοινωνίας στη διαδικτυακή διεύθυνση https://www.dei.gr/el/gia-to-spiti/ypostiriksi-epikoinonia/xrisima- entypa-revma/. Ότι, περαιτέρω, στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με μεγάλους πελάτες το δικαίωμα της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς τις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης περιγράφεται στους υπό στοιχείο (α) Όρους Σύμβασης και συγκεκριμένα στο «Άρθρο 9» το οποίο επιγράφεται «Αναπροσαρμογές» και ορίζει ότι «Το αναφερόμενο άρθρο 6 των Γενικών Όρων αντίτιμο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας αναπροσαρμόζεται κάθε φορά που αναπροσαρμόζονται τα ισχύοντα τιμολόγια της κατηγορίας του Πελάτη, σύμφωνα με τους όρους της παρούσας Σύμβασης και του αντίστοιχου τιμολογίου κατά τους Όρους Τιμολόγησης. Το νέο τιμολόγιο γνωστοποιείται στον Πελάτη τριάντα (30) ημέρες πριν τη θέση του σε εφαρμογή. Η ελάχιστη διάρκεια ισχύος του προσφερόμενου τιμολογίου ορίζεται σε έξι (6) μήνες. Για Μεγάλους Πελάτες (ενδεικτικά, Πελάτες Μέσης και Υψηλής Τάσης) που δεν περιλαμβάνονται σε κάποια από τις συγκεκριμένες Βασικές ή Ειδικές Κατηγορίες Πελατών, ο Προμηθευτής δύναται να προσφέρει εξειδικευμένες Χρεώσεις Προμήθειας, προσαρμοσμένες στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις προσφερόμενες υπηρεσίες που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ Προμηθευτή και Πελάτη στο πλαίσιο των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων, τηρουμένων των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αποφυγής σταυροειδών επιδοτήσεων», και στο άρθρο 18, το οποίο επιγράφεται «Τροποποίηση της Σύμβασης» και ορίζει ότι «18.1 Με την επιφύλαξη του άρθρου 9, για την τροποποίηση όρων της Σύμβασης Προμήθειας, ο Προμηθευτής υποχρεούται σε προηγούμενη ενημέρωση του Πελάτη. Η ενημέρωση γίνεται είτε με ατομική ειδοποίηση του Πελάτη και, εφόσον είναι δυνατό και επαρκές, σε ειδικό πεδίο του Λογαριασμού Κατανάλωσης Η/Ε ή σε χωριστό έντυπο που διαβιβάζεται με αυτόν, είτε με δημοσίευση στην επίσημη ιστοσελίδα του Προμηθευτή ή/και σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες πριν την ημερομηνία θέσης των τροποποιήσεων σε ισχύ. Η ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α. Πλήρη και αναλυτική αναφορά των όρων της Σύμβασης Προμήθειας που τροποποιούνται, β. Την ημερομηνία θέσης σε ισχύ των τροποποιήσεων, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο από εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της ειδοποίησης, γ. Υπόμνηση του δικαιώματος του Πελάτη να καταγγείλει τη Σύμβαση Προμήθειας, σύμφωνα με. τα οριζόμενα στο άρθρο 8 των Γενικών Όρων, συνοδευόμενη από πλήρη και αναλυτική παράθεση των σχετικών διαδικασιών και των χρόνων που προβλέπονται για την επέλευση του αποτελέσματος της καταγγελίας, όπως τα ανωτέρω ορίζονται στη Σύμβαση Προμήθειας. Οι παραπάνω όροι δεν ισχύουν για μεταβολές στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις, οι οποίες βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής του Προμηθευτή. Ο Προμηθευτής οφείλει να ενημερώνει σχετικά τους Πελάτες του με ειδικό έντυπο ή σε ειδικό πεδίο στον πρώτο Λογαριασμό Κατανάλωσης Η/Ε μετά την έναρξη ισχύος των μεταβολών αυτών». Ότι από τον Νοέμβριο του έτους 2019 η εναγομένη προέβη μονομερώς στην τροποποίηση της μεθοδολογίας τιμολόγησης στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας κυμαινόμενης τιμολόγησης δια της πρόβλεψης της ρήτρας C02, ώστε σε περίπτωση αύξησης των τιμών δικαιωμάτων ρύπων στο μέλλον, ένα μέρος του κόστους με το οποίο επιβαρύνεται η εταιρεία για δικαιώματα λόγω των ποσοτήτων C02 που εκπέμπουν οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής της να μετακυλύεται στο εξής αυτόματα στους λογαριασμούς της, ενώ από τον Αύγουστο του έτους 2021 αντικατέστησε τη ρήτρα C02, με τη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, η οποία βασίζεται στην Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (Τ.Ε.Α.), ισχυριζόμενη ότι συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες οδηγίες της ΡΑΕ για τη διαφάνεια και την επαληθευσιμότητα των χρεώσεων στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων χαμηλής τάσης, ως αποτυπώνονται στην 409/2020 απόφασή της (ΡΑΕ). Ότι, ειδικότερα, η χρέωση ρήτρας αναπροσαρμογής χρέωσης προμήθειας υπολογίζεται με τον αναφερόμενο στην αγωγή μαθηματικό τύπο και δη: Η μοναδιαία Χρέωση Αναπροσαρμογής σε €/kWh για τον μήνα t υπολογίζεται βάσει των παρακάτω μεταβλητών: Υ= α*χ+β, όπου ο χ ίσο με τον αριθμητικό μέσο όρο της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς (Market Clearing Price - MCP) της ΠροΗμερήσιας Αγοράς (Day Ahead Market - DAM) του προηγούμενου μήνα (t-1), που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (https: //www.enexgroup.gr/el/ marketspublications-el-day-ahead-market), ο α: Συντελεστής Προσαύξησης, ίσος με 1,15, ο β: Συντελεστής Προσαύξησης, ίσος με 0,0115 €/kWh, L_u: Άνω όριο αναφοράς, ίσο με 0,050, L_d: Κάτω όριο αναφοράς, ίσο με 0,040, Και ισούται με: Χρέωση ίση με Υ - L_u, όταν το Υ είναι μεγαλύτερο από το άνω όριο L_u, Πίστωση ίση με Υ - L_d όταν το Υ είναι - μικρότερο από το κάτω όριο L_d, Μηδενική χρέωση όταν το Υ βρίσκεται εντός των ορίων L_d και L_u. Ότι τα προγράμματα σταθερής τιμολόγησης προσφέρονται με σταθερές χρεώσεις, στις οποίες δεν εφαρμόζεται ο παραπάνω μηχανισμός αναπροσαρμογής, πλην, όμως, δια των ένδικων συμβατικών όρων η εναγομένη διατηρεί το δικαίωμα τροποποίησης των συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σταθερής τιμολόγησης σε κυμαινόμενης τοιαύτης, μετά το πέρας 6 μηνών από την κατάρτιση των συμβάσεων. Ότι οι γενικοί όροι 9 και 18 των συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και η ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας είναι καταχρηστικοί και ως εκ τούτου άκυροι, διότι αντιβαίνουν στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2, 6 και 7 περ. ζ και ια΄ του ν. 2251/1994. Ότι, ειδικότερα, η εναγομένη προέβη σε μονομερή τροποποίηση της μεθοδολογίας αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας χωρίς τούτο να προβλέπεται στη σύμβαση και χωρίς προηγουμένως οι καταναλωτές να λάβουν πραγματική γνώση της νέας ρήτρας αναπροσαρμογής, δεδομένου ότι περιλαμβάνει και παραπέμπει σε άκρως τεχνικούς, ελληνικούς και ξενόγλωσσους, όρους και ιδιαίτερα πολύπλοκους και δυσνόητους μαθηματικούς τύπους, με συνέπεια ο καταναλωτής να στερείται της δυνατότητας να λάβει πραγματική γνώση αυτής. Ότι, επιπλέον, η εν λόγω ρήτρα αναπροσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 47 παρ. 2, 49 παρ. 2 ν. 4001/2011, 7 παρ. 1, 9 παρ. 2, 11, 18 παρ. 2 εδ. γ΄, δ΄ και ζ΄, 27, 28 παρ. 2 ΚΠΗΕ, καθώς και της 409/2020 απόφασης της ΡΑΕ, α) βασίζεται σε μία μεθοδολογία αναπροσαρμογής πολύπλοκη και αμιγώς τεχνικού χαρακτήρα, β) δεν είναι κατανοητή και απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, γ) δεν παρέχει ευχερή προσβασιμότητα στη μεταβλητή «χ» (μηνιαίος μέσος όρος Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς), δ) παραλείπει να αναφερθεί με σαφήνεια σε κρίσιμα στοιχεία της μεθοδολογίας, όπως η συγκεκριμένη περίοδος κατανάλωσης για την οποία εφαρμόζεται η ρήτρα και το γεγονός ότι απαιτείται μηνιαία παρακολούθηση των δεδομένων κατανάλωσης, ε) είναι αδιαφανής ως προς τον τρόπο καθορισμού των συντελεστών α και β και των ορίων L_d και L_u, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν η αναπροσαρμογή είναι εύλογη, στ) προσδιορίζει τα όρια L_d και L_u σε τιμές που καθιστούν αδύνατο το ενδεχόμενο ωφέλειας του καταναλωτή από τυχόν σταθερότητα ή μείωση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, ζ) δεν αναφέρει σπουδαίο λόγο και δεν καθορίζει ειδικά και εύλογα κριτήρια αναπροσαρμογής των τιμολογίων και των συντελεστών α και β και των ορίων L_d και L_u, σύμφωνα με τη δυσμενέστερη. ερμηνευτική εκδοχή, η) συνδέεται με ένα δείκτη που δεν αποτελεί εύλογο κριτήριο αναπροσαρμογής, ενώ παράλληλα ελλείπει η απαραίτητη πληροφόρηση σχετικά με την προσφορότητα του δείκτη αυτού. Ότι η εναγομένη, ως η συντριπτικά μεγαλύτερη παραγωγός στη χώρα, είναι σε θέση να επηρεάζει σε ένα βαθμό, οπωσδήποτε μεγαλύτερο από τους ανταγωνιστές της - παραγωγούς τη διαμόρφωση της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς (Τ.Ε.Α.), επιπλέον, δε, υπό την ίδια ιδιότητα, έχει συμφέρον να πωλεί στη μέγιστη δυνατή τιμή την ενέργεια που παράγει και εγχέει στο σύστημα. Ότι, επιπλέον, η Τ.Ε.Α. αποτελεί μεν ένα συναφές μέγεθος της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας τούτο, όμως, δεν συνεπάγεται αυτονόητα την αιτιώδη σχέση του με το κόστος προμήθειας, καθώς το Χρηματιστήριο Ενέργειας δεν αποτελεί αποκλειστική πηγή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, η, δε, εναγομένη έχει τη δυνατότητα να προμηθεύεται ηλεκτρική ενέργεια μέσω διμερών συμφωνιών φυσικής παράδοσης και ενεργειακών χρηματοπιστωτικών μέσων. Ότι ο αναιτιολόγητος ορισμός συντελεστών προσαύξησης (α-β) και ιδίως ο αναιτιολόγητος και εξωπραγματικά χαμηλός αριθμητικός καθορισμός των ορίων αναφοράς Ld και Lu αφήνει το τίμημα αόριστο, χωρίς ειδικό και σπουδαίο λόγο, που να αναφέρεται στη σύμβαση, και διαψεύδει τη δικαιολογημένη προσδοκία του καταναλωτή για οικονομικά προσιτό κόστος ενέργειας. Ότι, λόγω της πολυπλοκότητας και του μη κατανοητού χαρακτήρα της ρήτρας και της , αοριστίας ως προς τον καθορισμό των συντελεστών α και β, των ορίων L_d και Λ LJJ και της σύνδεσης της αναπροσαρμογής με την Τ.Ε.Α., οι ένδικοι όροι είναι καταχρηστικοί ως αντικείμενοι στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, διότι, προκαλείται σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή αφενός λόγω της αδιαφάνειάς τους και αφετέρου λόγω του μη εύλογου και απροσδόκητου περιεχομένου τους. Ότι οι χρεώσεις προμήθειας που υπολογίζονται με τον παραπάνω μηχανισμό αναπροσαρμογής, που βασίζεται στη διακύμανση της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς (Τ.Ε.Α.) στη χονδρεμπορική αγορά, είχαν ως αποτέλεσμα τις σφοδρές αυξήσεις των λογαριασμών κατανάλωσης, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος δείκτης είχε ήδη εκτοξευθεί σε 101,86 €/MWh τον Ιούλιο του 2021, από 52,52 €/MWh (μέση τιμή) τον Ιανουάριο του ίδιου έτους και στη συνέχεια για τους μήνες Οκτώβριο 2021 έως Μάρτιο 2022 κυμαινόταν μεταξύ 198,32 και 282,68 €/MWh.

Επικουρικώς, τα ενάγοντα σωματεία ισχυρίζονται ότι η εναγόμενη καταχρώμενη τη δεσπόζουσα θέση της στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ενεργούσα υπό διττή και εναλλασσόμενη κατά το δοκούν περίπτωση, άλλοτε ως προμηθεύτρια και άλλοτε ως παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας, μετήλθε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και δη επιθετικές εμπορικές πρακτικές, κατά τις διατάξεις των άρθρων 9α επ., 9γ παρ. 1, 2, και 9δ παρ. 1 και 2, 9ε και 9ζ ν. 2251/1994, συνιστάμενες αφενός στην προδιατύπωση, συμπερίληψη και εφαρμογή των παραπάνω άκυρων, ως αδιαφανών, γενικών όρων, αφετέρου στην παραπλανητική παράλειψη παροχής ουσιωδών πληροφοριών περί της διαδικασίας τιμολόγησης, επέβαλε μονομερώς και χωρίς να προβλέπεται στις συμβάσεις προμήθειας τη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, η οποία τυγχάνει - για τους λόγους που ανωτέρω εκτίθενται - αδιαφανής, δημιουργώντας πλήρη σύγχυση ως προς τις χρεώσεις προμήθειας και τον τρόπο υπολογισμού τους, με αποκλειστικό σκοπό να οδηγήσει τον καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε. Ότι, επιπλέον, η εμφιλοχώρηση των παραπάνω άκυρων, ως καταχρηστικών, ΓΟΣ στις συμβάσεις προμήθειας οδηγεί στην απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της εναγομένης έναντι των ανταγωνιστών της, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 ν. 146/1914. Άλλως και όλως επικουρικότερα, τα ενάγοντα σωματεία ισχυρίζονται ότι η καταχρηστική, αντισυναλλακτική και αθέμιτη μετασυμβατική συμπεριφορά της εναγόμενης ανέτρεψε τις προσδοκίες των καταναλωτών για σταθερό ή εν πάση περιπτώσει ελάχιστα μεταβαλλόμενο τίμημα, είχε ως αποτέλεσμα αφενός τις σφοδρές αυξήσεις των λογαριασμών κατανάλωσης, τους οποίους οι καταναλωτές αδυνατούν να εξοφλήσουν εάν δεν αναλώσουν το σύνολο του εισοδήματος τους, αφετέρου τη συσσώρευση υπέρογκων κερδών υπέρ της προμηθεύτριας, ώστε η εμμονή στη συνέχιση της μεταξύ των μερών συμβατικής σχέσης να μην ανταποκρίνεται στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη. Ότι, σε συνδυασμό με την προϊούσα ενεργειακή κρίση, που συντέλεσε στην όξυνση της συμβατικής ανισορροπίας, απαιτείται η επέμβαση του Δικαστηρίου, κατατείνουσα στην ακυρότητα των πληττόμενων γενικών συναλλακτικών όρων, λόγω της αντίθεσής τους στη γενική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Άλλως και όλως επικουρικότερα τα ενάγοντα σωματεία εκθέτουν ότι οι πληττόμενοι γενικοί συναλλακτικοί όροι και ειδικώς η ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, δεν θέτουν τα όρια, εντός των οποίων δύναται να αναπροσαρμοσθεί το τίμημα, το οποίο αφήνουν αόριστο και στην απόλυτη κρίση της προμηθεύτριας κατ’ άρθρο 372 ΑΚ. Ότι ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να γνωρίζει και να συναποφασίζει την τελική διαμόρφωση του αντιτίμου, που συνδέεται με το κόστος της αναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να διαπιστώσει αν είναι εύλογη η αναπροσαρμογή του τιμήματος, ενώ τελικά καθίσταται ασαφές αν η αναπροσαρμογή των τιμών συνδέεται πράγματι με το κόστος αύξησης των τιμολογίων από την προμηθεύτρια και σε ποιο ποσό ή συνιστά έμμεσο τρόπο αύξησης του κέρδους της.

Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, όπως ειδικότερα αναπτύσσονται στην αγωγή, και κατόπιν παραίτησης από τη σωρευμένη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στο ακροατήριο, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, τα ενάγοντα σωματεία ζητούν: 1) Να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των αναφερόμενων στο ιστορικό της παρούσας Γενικών Όρων Συναλλαγών, α) κυρίως κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 εδ. ζ και ια΄ ν. 2251/1994, β) επικουρικώς κατά τις διατάξεις των άρθρων 9α επ., 9γ παρ. 1, 2, και 9δ παρ. 1 και 2, 9ε και 9ζ ν. 2251/1994, γ) άλλως κι όλως επικουρικότερα αυτοτελώς κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δ) άλλως κι όλως επικουρικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, 2) να απαγορευθεί στην εναγόμενη να επικαλείται τους αναφερόμενους στο ιστορικό της παρούσας Γενικούς Όρους Συναλλαγών, διότι τυγχάνουν άκυροι α) κυρίως κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 εδ. ε΄ και ια΄ ν. 2251/1994, β) όλως επικουρικώς κατά τις διατάξεις των άρθρων 9α επ., 9γ παρ. 1, 2, και 9δ παρ. 1 και 2, 9ε και 9ζ ν. 2251/1994, γ) άλλως κι όλως επικουρικότερα αυτοτελώς κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δ) άλλως (κι όλως επικουρικότερα) κατά τη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, 3) να απαγορευθεί στην εναγομένη στο μέλλον να διατυπώνει, να επικαλείται και να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές της με καταναλωτές και στο πλαίσιο των Οικιακών τιμολογίων Γ1 και Γ1 Ν, συμπεριλαμβανομένων των Κοινωνικών Τιμολογίων, των επαγγελματικών τιμολογίων Γ21, Γ22, Γ23, Ε21, Ε22, Ε23, του τιμολογίου Φωτισμού Οδών και Πλατειών (ΦΟΠ), του Αγροτικού Τιμολογίου Χαμηλής Τάσης, καθώς και στα εμπορικά προγράμματα ΔΕΗ myHome Enter/ Online/ Enter+, εφόσον επ’ αυτών επιβάλλονται χρεώσεις από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, καθώς και σε κάθε εμπορικό πρόγραμμα ή τιμολόγιο, με τα ίδια χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως της τυχόν διαφορετικής εμπορικής ονομασίας που θα του αποδώσει η εναγομένη, γενικούς όρους με το αναφερόμενο στο ιστορικό της παρούσας περιεχόμενο ή με οποιαδήποτε διατύπωση, η οποία κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα, 4) να απαγορευθεί στην εναγόμενη να απαιτεί την, με κάθε τρόπο, είσπραξη των ποσών που αντιστοιχούν σε χρεώσεις από τη ρήτρα αναπροσαρμογής στα οικιακά τιμολόγια Γ1 και Γ1Ν, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών τιμολογίων, στα επαγγελματικά τιμολόγια Γ21, Γ22, Γ23, Ε21, Ε22, Ε23, στο τιμολόγιο Φωτισμού Οδών και Πλατειών (ΦΟΠ), στο Αγροτικό Τιμολόγιο Χαμηλής Τάσης, καθώς και στα εμπορικά προγράμματα ΔΕΗ myHome Enter/ Online/ Enter+, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο εμπορικό πρόγραμμα, με τα ίδια χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως της εμπορικής ονομασίας που τυχόν θα του αποδώσει η εναγομένη στο μέλλον, εφόσον επ’ αυτών επιβάλλονται χρεώσεις υπολογιζόμενες με τη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, 5) να απαγορευθεί στην εναγόμενη να αποκρούει την εκ μέρους των καταναλωτών καταβολή των λοιπών χρεώσεων, πλην των ποσών που αντιστοιχούν σε χρεώσεις από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, 6) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό του ενός ευρώ (1,00 €), με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση για την ηθική βλάβη που υφίσταται το εν Ελλάδι καταναλωτικό κοινό από την παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά της εναγομένης και τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που μετήλθε σε βάρος των καταναλωτών, 7) να υποχρεωθεί η εναγομένη να προβεί στον αντιλογισμό των χρεωθέντων πλην, όμως, μη καταβληθέντων, που αντιστοιχούν σε χρεώσεις προμήθειας εκ της ρήτρας αναπροσαρμογής, 8) να αναγνωρισθούν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα τα ποσά που καταβλήθηκαν σε μερική ή ολική εξόφληση των χρεώσεων προμήθειας εκ της ρήτρας αναπροσαρμογής, 9) να υποχρεωθεί η εναγομένη σε συμψηφισμό των τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, που αντιστοιχούν σε χρεώσεις εκ της ρήτρας αναπροσαρμογής, με μελλοντικές χρεώσεις, οι οποίες θα προκύψουν για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας των λογαριασμών των καταναλωτών, 10) σε περίπτωση, που στο μεταξύ χώρησε μεταβολή στο πρόσωπο του προμηθευτή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να πιστώσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά που αντιστοιχούν σε χρεώσεις εκ της ρήτρας αναπροσαρμογής, στον λογαριασμό προμήθειας εκάστου καταναλωτή, δια μέσω του διαχειριστή του Δικτύου, 11) να υποχρεωθεί η εναγομένη να απέχει από τη με κάθε τρόπο είσπραξη, συμπεριλαμβανόμενης και της αναγκαστικής τοιαύτης, των απαιτήσεών της, έως ότου προβεί σε ορθό επανυπολογισμό και ενημερώσει ατομικώς τους καταναλωτές με επιστολή, επιδιδόμενη με δικαστικό επιμελητή, 12) να απαγορευθεί στην εναγομένη η μονομερής μετατροπή των σταθερών τιμολογίων σε κυμαινόμενα, στα οποία εφαρμόζεται η ρήτρα αναπροσαρμογής, 13) να απειληθεί σε βάρος της εναγομένης χρηματική ποινή ποσού εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 €) για καθεμία επιμέρους και ανά καταναλωτή αλλά και κατά ημέρα παραβίαση του διατακτικού της εκδοθησόμενης απόφασης εκάστης των παραπάνω υποχρεώσεων, 14) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή. Τέλος, τα ενάγοντα σωματεία ζητούν να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση (συλλογική) αγωγή, στην οποία σωρεύονται αντικειμενικώς και επικουρικώς περισσότερες αιτήσεις (άρθρο 218 και 219 ΚΠολΔ), παραδεκτούς και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, προκειμένου να συζητηθεί κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 10 §§ 19, 20 εδ α΄ ν. 2251/1994, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ), δεδομένου ότι α) έχει ασκηθεί εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των έξι (6) μηνών από την τελευταία εκδήλωση της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς, που αποτελεί τη βάση της, κατ' άρθρο 10 παρ. 18 εδ. α΄ ν. 2251/1994, β) τα ενάγοντα σωματεία έχουν συσταθεί νόμιμα και αριθμούν, πλην του πρώτου το οποίο είναι δευτεροβάθμιο, περισσότερα από 500 μέλη. Ειδικότερα, προς απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων σωματείων στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής, νομίμως προσκομίζονται: α) τα καταστατικά των ενώσεων, β) ο από 1.2.2022 Κατάλογος Καταναλωτικών Οργανώσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις Ζ1-248/4.7.2022 και Ζ1-249/4.7.2022 βεβαιώσεις του Υπουργείου Ανάπτυξης από τα οποία προκύπτει η εγγραφή τους στο μητρώο για χρονικό διάστημα άνω του έτους, γ) οι υπ’ αριθμ. 1/2022 και 2/2022 αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων τους για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δ) η από 26.5.2022 υπεύθυνη δήλωση του Διοικητικού Συμβουλίου του πρωτοβάθμιου σωματείου για τον αριθμό των μελών του, από την οποία προκύπτει ότι αριθμεί πάνω από 500 μέλη.

Περαιτέρω, το αίτημα της εναγομένης περί αναστολής της παρούσας δίκης λόγω εκκρεμοδικίας ως προς την κύρια βάση της αγωγής εκ της από 3.5.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 39891/197/2022 (συλλογικής) αγωγής, που άσκησε το σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ (Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ.)» σε βάρος της (εναγομένης), με αντικείμενο την απαγόρευση χρήσης εκ μέρους της των ίδιων με τους στην κύρια βάση της ένδικης αγωγής ΓΟΣ, θα πρέπει να απορριφθεί. Τούτο διότι η εκκρεμοδικία ως δικονομική συνέπεια της ασκήσεως μίας αγωγής αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 222 παρ. 1 ΚΠολΔ και απαιτεί για την κατάφασή της υποκειμενική και αντικειμενική ταυτότητα της αρχικής και της μεταγενέστερης δίκης, υπό την έννοια αφενός της συμμετοχής των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα και αφετέρου της ταυτότητας της ιστορικής και νομικής αιτίας, αλλά και του προβαλλομένου αιτήματος (ΑΠ 215/2021, ΑΠ 1175/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στην προκειμένη δε περίπτωση ελλείπει το στοιχείο της ταυτότητας των υποκειμένων της διαφοράς. Επισημαίνεται ότι ο ίδιος ο νομοθέτης, ενόψει του κινδύνου της πολλαπλής εναγωγής της ίδιας προμηθεύτριας από περισσότερες ενώσεις καταναλωτών, προέβη σε μία τέτοια στάθμιση συμφερόντων, καταλήγοντας τόσο στην απόδοση της σχετικής δικονομικής δυνατότητας εν δυνάμει σε όλες τις ενώσεις όσο και στην πρόβλεψη τυπικών και ουσιαστικών όρων για την απόκτηση και την άσκησή της, καθώς και στον περιορισμό της με τη ρύθμιση της άπαξ μόνον επιδικάσεως αποζημιώσεως λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 10 § 22 εδ. α΄ ν. 2251/1994) [Ε. Λανταβού, Η συλλογική αγωγή, εκδ. 2019, σελ. 90 επ., 177 επ.]. Ωστόσο, το πρώτο αίτημα περί της αναγνώρισης της ακυρότητας των αναφερόμενων στο ιστορικό της αγωγής γενικών όρων συναλλαγών τυγχάνει απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο. Τούτο διότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο (I) νομική σκέψη της παρούσας, στην περίπτωση της «εν στενή εννοία» συλλογικής αγωγής του άρθρου 10 παρ. 16 εδ. α το δικαστήριο διαπιστώνει γενικά και αντικειμενικά την ύπαρξη κατάστασης, που ενέχει αντικαταναλωτική συμπεριφορά, διατάσσει τα κατά την κρίση του ενδεδειγμένα ρυθμιστικά μέτρα για την προστασία του συνόλου των καταναλωτών και εξαλείφει παράνομες πρακτικές του προμηθευτή. Εφόσον, λοιπόν, με τη συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 16 εδ. σ' του ν. 2251/1994, δεν εισάγεται προς διάγνωση διαφορά ιδιωτικού δικαίου και το ένδικο αυτό βοήθημα δεν εντάσσεται στον κύκλο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, το δικαστήριο κατά την παροχή συλλογικής έννομης προστασίας, δεν λειτουργεί αποκαταστατικώς, η απόφαση δε επί συλλογικής αγωγής, που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης, που άσκησε την αγωγή. Η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους.

Περαιτέρω, το τέταρτο αίτημα περί της απαγόρευσης στην εναγομένη να απαιτεί την, με κάθε τρόπο, καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε χρεώσεις απορρέουσες από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, πέμπτο περί της απαγόρευσης στην εναγομένη να αποκρούει την εκ μέρους των καταναλωτών καταβολή των λοιπών χρεώσεων προμήθειας, πλην των ποσών που αντιστοιχούν σε χρεώσεις από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, έβδομο περί της υποχρέωσης της εναγομένης να προβεί στον αντιλογισμό των χρεωθέντων πλην, όμως, μη καταβληθέντων ποσών, που αντιστοιχούν σε χρεώσεις από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, όγδοο περί της αναγνώρισης ως αχρεωστήτως καταβληθέντων των ποσών που καταβλήθηκαν σε μερική ή ολική εξόφληση χρεώσεων προμήθειας από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, ένατο περί της υποχρέωσης της εναγομένης σε συμψηφισμό των τυχόν (δήθεν) αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, που αντιστοιχούν σε χρεώσεις από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, με μελλοντικές χρεώσεις, οι οποίες θα προκύψουν για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας των λογαριασμών των καταναλωτών, δέκατο περί της υποχρέωσης της εναγομένης, στην περίπτωση, που στο μεταξύ χώρησε μεταβολή στο πρόσωπο του παρόχου να πιστώσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά που αντιστοιχούν σε χρεώσεις εκ της ρήτρας αναπροσαρμογής, στον λογαριασμό παροχής εκάστου καταναλωτή, δια μέσω του διαχειριστή του Δικτύου και εντέκατο περί της υποχρέωσης της εναγομένης να απέχει από τη με κάθε τρόπο είσπραξη, συμπεριλαμβανόμενης και της αναγκαστικής τοιαύτης, των απαιτήσεών της, έως ότου προβεί σε ορθό επανυπολογισμό και ενημερώσει ατομικώς τους καταναλωτές, τυγχάνουν απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα. Τούτο διότι κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο (I) νομική σκέψη της παρούσας, η «εν στενή εννοία» συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 16 εδ. α΄ αποβλέπει στη διαφύλαξη του «διάχυτου καταναλωτικού συμφέροντος», στη διασφάλιση, δηλαδή, της ολότητας των καταναλωτών και δεν αναφέρεται σε ατομικά θιγόμενους καταναλωτές, όπως εν προκειμένω η «εν ευρεία έννοια» συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 15 ν. 2251/1994. Επομένως, εφόσον η τελευταία (συλλογική αγωγή) έχει στόχο την προστασία των συλλογικών συμφερόντων, δεν μπορούν με αυτή να επιδιώκονται ατομικά συμφέροντα, ακόμα κι αν αφορά ευρύτερη ομάδα προσώπων είτε, των μελών των ενώσεων είτε τρίτων καταναλωτών, κάθε αίτημα, δε, που δεν κατατείνει στη διαφύλαξη του γενικού αλλά στη διασφάλιση του ατομικού καταναλωτικού συμφέροντος μέσω κριτηρίων ατομικών, αναγομένων σε προσωπικές καταστάσεις, εκτιμήσεις, ικανότητες, προβλέψεις, επιδιώξεις και διακινδυνεύσεις των αντισυμβαλλομένων μερών, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο - βάση της συλλογικής αγωγής, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο καλείται να διατάξει ρυθμιστικά μέτρα υπερατομικού χαρακτήρα, ικανά να ανατρέψουν ή να αποτρέψουν την έκνομη αυτή κατάσταση χάριν της προστασίας του γενικού συμφέροντος του καταναλωτικού κοινού.

Περαιτέρω, το δωδέκατο αίτημα περί της απαγόρευσης μονομερούς τροποποίησης των συμβάσεων σταθερής τιμολόγησης σε κυμαινόμενης τοιαύτης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, διότι τα ενάγοντα σωματεία δεν αναφέρουν δυνάμει ποιου όρου των συμβάσεων σταθερής τιμολόγησης παρέχεται στην εναγομένη το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης των τιμολογίων, δοθέντος ότι ο με αριθμό 18 γενικός όρος προσδιορίζει απλώς τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί στην περίπτωση που η προμηθεύτρια προβεί σε τροποποίηση όρου της σύμβασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 εδ. ζ΄ ΚΠΗΕ. Περαιτέρω, ο όλως επικουρικούς προβαλλόμενος ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι επίμαχοι γενικοί όροι περί του δικαιώματος της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς τις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 9) και να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης (άρθρο 18) ως και η περιεχόμενη στα αντίστοιχα τιμολόγια ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας είναι άκυροι, ως αντικείμενο! αυτοτελώς στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ελέγχεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Τούτο διότι το άρθρο 281 ΑΚ, που αφορά στην καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, είναι προσανατολισμένο όχι σε ένα γενικό πραγματικό, αλλά σε μεμονωμένες πραγματικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να κριθούν in abstracto στο πλαίσιο της συλλογικής δίκης, παρά μόνο in concrecto στο πλαίσιο ατομικών δικών.

Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη της παρούσας διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2, 6, 7 εδ. ια, 9α επ., 9γ παρ. 1, 2, και 9δ παρ. 1 και 2, 9ε και 9ζ, 10 §§ 1, 2, 3, 4, 5, 16 εδ. α΄ και β΄ του ν. 2251/1994,47 παρ. 2,49 παρ. 2 ν. 4001/2011, 7 παρ. 1, 9 παρ. 2, 11, 18 παρ. 2 εδ. γ΄, δ΄ και ζ΄, 27, 28 παρ. 2 ΚΠΗΕ, 346, 372 ΑΚ, 907, 908, 947 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ.

Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

(II) Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 ν. 2251/1994 «οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν αποκλειστικά σκοπό την προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού …». Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 9 του ίδιου παραπάνω άρθρου «ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον πεντακόσια ενεργά μέλη και έχουν εγγράφει στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από δύο τουλάχιστον έτη μπορούν να ασκούν κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή). Ιδίως, μπορούν να ζητήσουν: α) την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί, ιδίως όταν συνίσταται στη διατύπωση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών… 12. Συλλογικές αγωγές κατά τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 9 αυτού του άρθρου δικάζονται στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας… Η απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της έναντι πάντων, και αν δεν ήσαν διάδικοι».

Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η υπόθεση που φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου με τη συλλογική αγωγή και εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας έχει ως αντικείμενο όχι τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσεως ή ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης και από την απόφαση που εκδίδεται σε μια τέτοια δίκη, που δέχεται τη συλλογική αγωγή παράγεται μία ιδιότυπη δεσμευτικότητα έναντι πάντων, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στην υπό στοιχείο (I) νομική σκέψη της παρούσας. Ενόψει τούτου, μπορεί, κατ' αρχήν, να δικαιολογηθεί έννομο συμφέρον τρίτου προσώπου, κατά την έννοια του άρθρου 80 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στις υποθέσεις, που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας άρθρου 752 παρ. 2 ΚΠολΔ, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του ενάγοντος ή του εναγόμενου με τη συλλογική αγωγή, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, επί της αγωγής αυτής. Υφίσταται, δε, έννομο συμφέρον για παρέμβαση όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία νομικής υποχρεώσεως σε βάρος του. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες αυτής (ΟλΑΠ 4/2019 ΤΝΠ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 948/2021 ο.π.). Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το γεγονός ότι σε εκκρεμή δίκη μεταξύ άλλων πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε άλλη δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει να θίγει από την άποψη του πραγματικού και του νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 8/1998 ΝοΒ 45, 496). Ο προσθέτως παρεμβαίνων προσέρχεται στη δίκη όχι για να ζητήσει δικαστική προστασία έναντι των αρχικών διαδίκων, αλλά για να υποστηρίξει τις αιτήσεις του ενός από τους δύο. Δεν διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης και δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του κυρίου διαδίκου, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη κατ’ άρθρο 85 ΚΠολΔ. Τέλος, η δίκη που ανοίχθηκε με την πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αλλά εξαρτάται από την κυρία δίκη, που έχει ανοιχθεί με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί και η περάτωση αυτής (κυρίας) επιφέρει και την περάτωση της δίκης που ανοίχθηκε με την πρόσθετη παρέμβαση (ΑΠ 1426/2013 ο.π.).

Στην προκειμένη υπόθεση, η οποία αφορά την αναγνώριση ως καταχρηστικών Γενικών Όρων Συναλλαγών, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, αλλά και διότι εμπίπτουν στις εξειδικευμένες περιπτώσεις καταχρηστικότητας του άρθρου 2 παρ. 7 του ανωτέρω νόμου, άσκησαν, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ των εναγόντων, τα εξής φυσικά και νομικά πρόσωπα: 1) Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ», 2) τα αναφερόμενα στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας τετρακόσια είκοσι τρία (423) φυσικά πρόσωπα, 3) το επαγγελματικό σωματείο με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «ΠΟΕΣΕ», 4) τα αναφερόμενα στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας εκατόν εβδομήντα τέσσερα (174) φυσικά πρόσωπα, 5) α. το σωματείο με την επωνυμία «Σύλλογος για τα Δικαιώματα του Καταναλωτή και του Πολίτη» (ΔΙ.ΚΑ.Π.), β. το σωματείο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών Δωδεκανήσου», γ. το σωματείο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ) Κορινθίας» και δ. τα αναφερόμενα στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας εκατόν ενός (101) φυσικά πρόσωπα, 6) το Σωματείο Αρτοποιών Θεσσαλονίκης με την επωνυμία «Ο Προφήτης Ηλίας», 7) η τριτοβάθμια σωματειακή οργάνωση με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ» (ΕΣΑμεΑ), 8) α. το πρωτοβάθμιο σωματείο ένωση καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ» (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ) και β. … του …, 9) το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ», 10) η πρωτοβάθμια επαγγελματική οργάνωση με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΒΙΟΤΕΧΝΩΝ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ», 11) η ένωση προσώπων με την επωνυμία «ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ», 12) το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ», 13) το σωματείο με την επωνυμία «Σύλλογος Καταστηματαρχών Εστίασης και Αναψυχής Νομού Αχαΐας» και τον διακριτικό τίτλο «ΣΚΕΑΝΑ» και 14) η τριτοβάθμια επαγγελματική οργάνωση με την επωνυμία «Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος» (ΓΣΕΒΕΕ).

Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες επικαλούμενοι για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος τους, ότι η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας είναι βασικό κοινωνικό αγαθό, η μονομερής αύξηση της τιμής του οποίου αποτελεί αθέμιτη εμπορική πρακτική, οδηγεί σε στρέβλωση της αγοράς και παραβιάζει ευθέως τις αρχές του αστικού δικαίου, της ενεργειακής - εθνικής και ενωσιακής- νομοθεσίας, τις συστάσεις της ΡΑΕ και τα δικαιώματα απάντων των καταναλωτών, παρεμβαίνουν στην σχετικώς ανοιγείσα δίκη υπέρ των εναγόντων σωματείων και ζητούν την αποδοχή της αγωγής. Τέλος, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες ζητούν να καταδικασθεί η καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση - εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, οι παραπάνω πρόσθετες παρεμβάσεις, αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (80, 81 § 1, 82 και 31 § 1 ΚΠολΔ), για να δικασθούν κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι στην προκειμένη εκκρεμή δίκη μεταξύ άλλων πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τους προσθέτως παρεμβαίνοντες, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε άλλη δίκη μεταξύ αυτών και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά δεν συγκροτεί, σύμφωνα με την υπό στοιχείο (II) νομική σκέψη, δικό τους άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, αφού η έκδοση της παρούσας απόφασης δεν πρόκειται να θίξει ευθέως ίδιο δικαίωμα και να επηρεάσει νομικά κατά οποιονδήποτε τρόπο τη θέση των εν λόγω προσθέτως παρεμβαινόντων (ΟλΑΠ 4/2019, ΟλΑΠ 4 και 9/2018, ΟλΑΠ 17/2015, ΟλΑΠ 12/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, οι πρόσθετες παρεμβάσεις 1) των αναφερόμενων στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας τετρακοσίων είκοσι τριών (423) φυσικών προσώπων, 2) του επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «ΠΟΕΣΕ», 3) των αναφερόμενων στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας εκατόν εβδομήντα τεσσάρων (174) φυσικών προσώπων, 4) δ. των αναφερόμενων στο προεισαγωγικό μέρος της παρούσας εκατόν ενός (101) φυσικών προσώπων, 5) του Σωματείου Αρτοποιών Θεσσαλονίκης με την επωνυμία «Ο Προφήτης Ηλίας», 6) της τριτοβάθμιας σωματειακής οργάνωσης με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ» (ΕΣΑμεΑ), 7) β. … του …, 8) της πρωτοβάθμιας επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΒΙΟΤΕΧΝΩΝ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ», 9) του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Καταστηματαρχών Εστίασης και Αναψυχής Νομού Αχαΐας» και τον διακριτικό τίτλο «ΣΚΕΑΝΑ» και 10) της τριτοβάθμιας επαγγελματικής οργάνωσης με την επωνυμία «Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος» (ΓΣΕΒΕΕ), πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτες, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος.

Ομοίως, απορριπτέα, ως απαράδεκτη, τυγχάνει η πρόσθετη παρέμβαση της ένωσης προσώπων με την επωνυμία «ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ». Τούτο, διότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 134 του Κώδικα Δικηγόρων περί της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος «Έργο της Ολομέλειας 1.. Έργο της Ολομέλειας αποτελεί ο συντονισμός της δραστηριότητας των Δικηγορικών Συλλόγων και η εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος συνολικά. Στο έργο της Ολομέλειας εμπίπτουν ιδίως: α) Η μελέτη των προβλημάτων που αφορούν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και η προώθηση λύσεων, β) Η μέριμνα για ζητήματα που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του δικαστικού συστήματος, γ) Η μελέτη και επεξεργασία θεμάτων σχετικών με τη νομοθεσία και τη νομολογία, δ) Η εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος ενώπιον των αρχών, των διεθνών οργανισμών και των οργάνων των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, ε) Η δημιουργία και λειτουργία από την Ολομέλεια ή σε συνεργασία με άλλους κρατικούς ή μη φορείς, τράπεζας νομικών πληροφοριών, στ) Η συνεργασία και ο συντονισμός με τους επιστημονικούς Συλλόγους της χώρας, της αλλοδαπής και ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζ) Η οργάνωση συνεδρίων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, η) Η παρέμβαση σε ζητήματα εθνικού ή ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. θ) Όσα άλλα της ανατίθενται με τον Κώδικα. 2. Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων είναι νομικός αρωγός ή σύμβουλος της Ελληνικής Πολιτείας». Από την αντιπαραβολή των άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι η αμέσως ανωτέρω (υπό θ) «παρέμβαση σε ζητήματα εθνικού ή ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος» της παρ. 1 του άρθρου 134, δεν ταυτίζεται εννοιολογικώς με την «άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων» του άρθρου 90 του Κώδικα Δικηγόρων, αλλά αφορά απλώς την εξωδικαστική έκφραση γνώμης, υπό την έννοια της εκφράσεως των θέσεων του δικηγορικού σώματος. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση της ένωσης προσώπων με την επωνυμία «ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΛΛΑΔΟΣ» πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 7/2016 ΕλλΔνη 2017, 1376).

Περαιτέρω, οι παρεμβάσεις, του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ», του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος για τα Δικαιώματα του Καταναλωτή και του Πολίτη» (ΔΙ.ΚΑ.Π.), του σωματείου με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών Δωδεκανήσου», του σωματείο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ) Κορινθίας», του πρωτοβάθμιου σωματείου ένωσης καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ» (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ), του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ» και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ», είναι παραδεκτές και νόμιμες (άρθρα 80, 81 και 752 παρ. 2 ΚΠολΔ), έστω και αν δεν συντρέχει έννομο συμφέρον αυτών κατά την ανωτέρω έννοια, διότι τα εν λόγω νομικά πρόσωπα νομιμοποιούνται, προς τούτο, δυνάμει ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης. Ειδικότερα, 1. το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ» 2. το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑ» και το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ» νομιμοποιούνται κατά το άρθρο 90 περ. ζ΄ του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), που ορίζει ότι στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει, μεταξύ άλλων, και «… η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιοσδήποτε φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο. Επίσης, για τα πιο πάνω ζητήματα μπορούν να παρεμβαίνουν, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, σε κάθε αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιανδήποτε άλλη υπηρεσία ή αρχή του διεθνούς δικαίου…».

Ομοίως και, τα, κατά την έννοια του άρθρου 10 παρ. 1 ν. 2251/1994, 1) το σωματείο με την επωνυμία «Σύλλογος για τα Δικαιώματα του Καταναλωτή και του Πολίτη» (ΔΙ.ΚΑ.Π.), 2) το σωματείο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών Δωδεκανήσου», 3) το σωματείο με την επωνυμία «Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ) Κορινθίας», 4) το πρωτοβάθμιο σωματείο ένωσης καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ» (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ), ως «ένωση καταναλωτών», νομιμοποιούνται κατά την παρ. 15 του ανωτέρω άρθρου του ίδιου νόμου, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1 της ΥΑ 5338/2018, η οποία ορίζει ότι «Κάθε ένωση καταναλωτών …δικαιούται να παρεμβαίνει προσθέτως σε εκκρεμείς δίκες μελών της για την υποστήριξη των δικαιωμάτων τους ως καταναλωτών» (ΑΠ 948/2021 ο.π.).

Πρέπει, επομένως, οι πρόσθετες παρεμβάσεις να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

[…] (X) Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Άλλωστε, η ένταξη μιας Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία δεν απαιτεί την αυτούσια (κατά λέξη) ενσωμάτωση των άρθρων της Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία αλλά με διατάξεις του εθνικού δικαίου να επέρχεται το αυτό αποτέλεσμα που επιδιώκει και η Οδηγία. Θεωρείται, δηλαδή, μια διάταξη Οδηγίας ενσωματωμένη όταν, χωρίς να υπάρχει ρητή απόκλιση, από αυτή, επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα, με την εφαρμογή ανάλογης διάταξης της εθνικής νομοθεσίας, έστω και αν αυτή έχει διαφορετική διατύπωση.

Περαιτέρω, η αρχή της διαφάνειας των συμβατικών όρων, που χωρίς διαπραγμάτευση εντάσσονται στη σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη και προκύπτει από τα άρθρα 4 παρ. 2 και 5 εδ. α΄ της Οδηγίας 93/13. Στο εσωτερικό δίκαιο η ίδια αρχή περιέχεται στο άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α΄ και 2 παρ. 7 περ. ε΄ και ια΄ του ν. 2251/1994, στον οποίο ευθέως παραπέμπει τόσο ο ν. 4011/2011 (άρθρο 46 παρ. 1) όσο και ο ΚΠΗΕ, κατά τα ανωτέρω. Η αρχή αυτή αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης, που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για τη συμβατική επιλογή του με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης κατά τη νομολογία του ΔΕΕ έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Υπό το πρίσμα αυτό εξεταζόμενη η επιβολή συγκεκριμένων συμβατικών όρων μέσω μίας επέμβασης προκαλούμενης από την υπαγωγή της υπόθεσης σε δικαστική διάγνωση αποκλείεται να αποτελεί τον κανόνα, αφού αυτή εμφανίζει επικουρικό χαρακτήρα, για την κάλυψη των περιπτώσεων, όπου ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί ή λειτουργεί πλημμελώς, εξαιτίας της εμφάνισης κάποιου πληροφοριακού ελλείμματος. Η Οδηγία 93/13, καταλείποντας τη σχετική ευχέρεια επιλογής στον εσωτερικό νομοθέτη, δεν περιέχει ρυθμίσεις που προβλέπουν τον έλεγχο, υπό το πρίσμα της αρχής της διαφάνειας της ένταξης των όρων στη σύμβαση, ενώ οι προαναφερόμενοι κανόνες του ν. 2251/1994 επιβάλλουν να ερευνάται εάν επιτρέπεται η ένταξη του αδιαφανούς όρου στο συμβατικό περιεχόμενο της σχέσης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, καθώς και εάν προκαλείται ακυρότητα της σχετικής ρήτρας λόγω του ασαφούς περιεχομένου της. Με δεδομένο, όμως, ότι κατά κανόνα το περιεχόμενο του ελεγχόμενου όρου είναι απλό και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική και γλωσσική άποψη, ώστε ο έλεγχος ένταξης κατά το άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α΄ ν. 2251/1994 να μην αποβαίνει αρνητικός αναγκαίως, η έρευνα να επιχειρείται κυρίως σε σχέση με περιεχόμενο, το οποίο επιβάλλεται να διαμορφώνεται, κατά τρόπο ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης. Ειδικότερα, τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και τιμήματος δεν υποβάλλονται σε έλεγχο καταχρηστικότητας σύμφωνα με την 19η αιτιολογική σκέψη και τον κανόνα του άρθρου 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13, καθώς και κατά το άρθρο 2 παράγραφο 6 εδ. α΄ ν. 2251/1994, ερμηνευμένο με τη μέθοδο της τελολογικής συστολής του κανονιστικού του περιεχομένου. Όμως, το ίδιο το άρθρο 4 παρ. 2 συμπληρώνοντας τη ρύθμιση του άρθρου 5 εδ. α΄ της Οδηγίας ορίζει ότι «Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες-- αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό». Επιβάλλει, δηλαδή, οι σχετικοί όροι, που ανάγονται στα ουσιώδη μέρη της συμβάσεως (essentialia negotii) να μην αποδίδονται κατά τρόπο ασαφή, ακατανόητο ή παραπλανητικό, ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας, σε σχέση με τις οικονομικές επιβαρύνσεις του καταναλωτή με τη χρήση αδιαφανών ρητρών, που συγκαλύπτουν την πραγματική νομική και οικονομική κατάσταση, προκαλώντας κίνδυνο ο τελευταίος είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του είτε να αποδεχθεί αξιώσεις τις οποίες εμφανίζεται να έχει ο προμηθευτής.

Ο αποκλεισμός του ελέγχου καταχρηστικότητας των συμβατικών όρων που περιγράφουν τη σχέση αναλογίας μεταξύ παροχής και τιμήματος προκαλείται εξαιτίας της αδυναμίας αναγωγής της δικαιοδοτικής κρίσης σε κάποιο υφιστάμενο αντικειμενικό πρότυπο επιμέτρησης. Κυρίως, όμως, αποδίδεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα των σχετικών ρητρών, αφού μέσω αυτών διαμορφώνεται το κύριο χαρακτηριστικό περιεχόμενο της συμβάσεως, σε σχέση με το οποίο είναι και παραμένει επικεντρωμένο το ενδιαφέρον αυτοπροστασίας

του καταναλωτή και εκδηλώνεται επιμέλεια, εκ μέρους του, για τη συγκέντρωση των σχετικών πληροφοριών. Υπό το πρίσμα και της ως άνω συμπεριφοράς, που είναι αναμενόμενο να εκδηλώνεται από τον καταναλωτή, οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι υποβάλλονται σε έλεγχο, ώστε να διαγνωστεί εάν είναι σύμφωνοι με την αρχή της διαφάνειας, η οποία αναλύεται ειδικότερα στην αρχή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της χρήσεως των όρων, που ταυτίζεται με τον αποκλεισμό απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος, που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο των ιδίου τύπου συμβάσεων, με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους, με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι για τους καταναλωτές, που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας, μέσω της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μιας διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχομένου (ΟλΑΠ 4/2019, ΑΠ 948/2021 ο.π.).

Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι το πότε ένας όρος, που αναφέρεται σε ορισμένη οικονομική επιβάρυνση του συμβαλλομένου, αφορά πράγματι στην «τιμή» της παροχής, ώστε να εκφεύγει του άμεσου δικαστικού ελέγχου ως προς την καταχρηστικότητα, δεν είναι πάντοτε αναμφισβήτητο. Με αφετηρία δε ακριβώς την παρατήρηση αυτή, διατυπώνονται περισσότερες απόψεις, οι οποίες διακρίνουν τις σχετικές ρήτρες ανάλογα με το αν καθορίζουν ευθέως και αμέσως την κύρια οικονομική υποχρέωση (Πρβλ. Α. Ευθυμίου, ΧρΙΔ 2014.609 επ., κατά την οποία, επειδή από την κρίση σχετικώς με το αν ένας ΓΟΣ αφορά στα essentialia, accidentalia ή naturalia negotii, κρίνεται περαιτέρω το επιτρεπτό, αλλά και το εύρος του δικαστικού ελέγχου, η σχετική αξιολόγηση προηγείται μεθοδολογικά) ή μόνον τις παρεπόμενες-πρόσθετες επιβαρύνσεις. Στη βάση, δε, αυτής της διακρίσεως είτε δέχονται τον έλεγχο της καταχρηστικότητας των ρητρών για τις παρεπόμενες επιβαρύνσεις, με τη σκέψη ότι ο καταναλωτής δεν έχει στραμμένη την προσοχή του σ’ αυτές κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως, είτε, αντιθέτως, δέχονται ότι αυτές εκφεύγουν του σχετικού ελέγχου, εφόσον έχουν άμεση επίδραση στον καθορισμό του τιμήματος και είναι αναμενόμενες για τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Η τελευταία άποψη είναι η τελολογικώς ορθότερη και μάλλον κρατούσα (βλ. σχετ. Γ. Δέλλιο, Γενικοί Όροι Συναλλαγών, εκδ. 2013, σ. 198 επ.).

Υπό το πρίσμα δε των ερευνόμενων, εν προκειμένω, ρητρών αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ευχερώς συνάγεται ότι συντρέχουν αμφότερες οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, καθώς, οι ρήτρες αναπροσαρμογής αφενός μεν επιδρούν στον καθορισμό του τιμήματος, αφετέρου δε είναι απολύτως αναμενόμενες στις συμφωνίες κυμαινόμενου τιμολογίου. Ο καταναλωτής, που επιλέγει να συνάψει σύμβαση προμήθειας ενέργειας όχι σε σταθερή τιμή, αλλά με κυμαινόμενο τιμολόγιο, ασφαλώς γνωρίζει ότι η διακύμανση γίνεται στη βάση μιας συμβατικής ρήτρας, της ρήτρας αναπροσαρμογής. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ρήτρες, όπως και κάθε ρήτρα για την αναπροσαρμογή του τιμήματος στην περίπτωση κυμαινόμενου ύψους της παροχής, δεν υπόκεινται σε ευθύ έλεγχο καταχρηστικότητας, αλλά μόνο σε έλεγχο διαφάνειας. Ειδικότερα, οι ρήτρες αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να εκθέτουν κατά τρόπο διαφανή την αιτία και τη μέθοδο μεταβολής του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να ελέγχει τη μεταβολή της τιμής με βάση σαφή, αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια. Συγχρόνως, τα τελευταία πρέπει να είναι εύλογα, με την έννοια ότι αφορούν παράγοντες που συνδέονται με τη μεταβολή του κόστους του ρεύματος για τον προμηθευτή. Τέτοια κριτήρια μπορούν πράγματι να είναι αυτά που αντανακλούν τις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή εκκαθάρισης των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων και δεικτών που θα μπορούσαν να αξιοποιούν, στηριζόμενες σε τυποποιημένες μεθόδους, τιμές και από τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης. Όσο, δε, περισσότερο απεξαρτάται η προμήθεια ενέργειας από το Χρηματιστήριο, αλλά και προκειμένου να ενθαρρύνεται η απεξάρτηση αυτή, τόσο περισσότερο αναγκαίοι είναι δείκτες που αντικατοπτρίζουν και τις εναλλακτικές πηγές προμήθειας. Η αναπροσαρμογή της τιμής ρεύματος πρέπει να συνδέεται, πάντως, με παράγοντες κόστους, οι οποίοι είναι προσβάσιμοι και ελεγχόμενοι από τον καταναλωτή. Με αυτήν την έννοια, κριτήρια ή παράγοντες που παραπέμπουν σε εσωτερικά μεγέθη της επιχείρησης λογίζονται ως απρόσφορα για να καθοδηγήσουν τη διακύμανση του τιμολογίου. Προκειμένου να διευκολύνεται ο καταναλωτής στον έλεγχο της αναπροσαρμογής πρέπει να ενημερώνεται για τον τρόπο, με τον οποίο θα έχει πρόσβαση στο κριτήριο αναφοράς, με παραπομπή πλέον στην αντίστοιχη ηλεκτρονική διεύθυνση. Η ρήτρα πρέπει να περιγράφει τον μηχανισμό, στον οποίο στηρίζεται η αναπροσαρμογή και να ενημερώνει τον καταναλωτή για τις οικονομικές συνέπειες που συνεπάγεται η εφαρμογή τους. Προκειμένου να είναι σε θέση ο καταναλωτής να εκτιμά βάσει ακριβών και επαληθεύσιμων κριτηρίων τις συνέπειες που έχει ο όρος, πρέπει να δίνονται πληροφορίες με βάση παραδείγματα εφαρμογής ή και πρότυπα υπολογισμού. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί να είναι σε θέση ο καταναλωτής να κατανοήσει και να διαπεράσει τις αφηρημένα κατονομαζόμενες προϋποθέσεις και να γίνουν προβλέψιμες οι συνέπειες από την εφαρμογή της ρήτρας. Με τη σύμβαση πρέπει να διασφαλίζεται ότι θα λαμβάνει ενημέρωση που θα του επιτρέπει να παρακολουθεί, να ελέγχει και να επιβεβαιώνει τις συνέπειες της ρήτρας.

Περαιτέρω, ο συμβατικός όρος χρειάζεται να εξασφαλίζει ότι ο καταναλωτής δεν θα επιβαρύνεται μόνο με τις αυξήσεις των κατονομαζόμενων σε αυτόν παραγόντων, αλλά ότι θα επωφελείται και από τις τυχόν μειώσεις στην αξία τους. Μόνο έτσι θα διατηρείται η συμβατική ισορροπία, δηλαδή μόνο εφόσον η διακύμανση θα λειτουργεί και προς τις δύο κατευθύνσεις. Διαφορετικά δεν θα υφίσταται δίκαιη και ισότιμη κατανομή του κινδύνου. Τούτο σημαίνει ότι το τίμημα δεν θα πρέπει να ακολουθεί μόνο την άνοδο του κόστους παραγωγής, αλλά και την τυχόν μείωσή του. Διαφορετικά, ο προμηθευτής θα έχει το περιθώριο να αυξάνει το κέρδος του, χωρίς να μετακυλίει στον καταναλωτή τις πιθανές μειώσεις. Για να επιτευχθεί, όμως, κάτι τέτοιο, μάλλον δεν θα αρκεί η απλή πρόβλεψη όρου περί μείωσης των τιμολογίων επί πτώσης του κόστους. Αντιθέτως, οι αυξήσεις και οι μειώσεις στην τιμή θα πρέπει να γίνονται χρονικά με τον ίδιο τρόπο. Με άλλα λόγια, κρίσιμο είναι να αποκλείεται το ενδεχόμενο η μεν αύξηση, επί ανόδου του κόστους, να γίνεται αμέσως, η δε μείωση, επί πτώσης του, καθυστερημένα. Διότι τότε η επιβάρυνση και το όφελος για τον καταναλωτή δεν θα κατανέμονται με ισότιμο τρόπο αφού, έστω και πρόσκαιρα, ο προμηθευτής θα αποκομίζει ένα κέρδος σε βάρος του αντισυμβαλλομένου του, με αποτέλεσμα να υφίσταται διατάραξη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Οι σκέψεις αυτές οδηγούν στη διαπίστωση ότι θα είναι χρήσιμο η ρήτρα να θέτει συγκεκριμένες προθεσμίες εντός των οποίων θα γίνονται οι μεταβολές στην τιμή, είτε αυτές είναι ανοδικές είτε πτωτικές. Κατά την αξιολόγηση ενός όρου περί αναπροσαρμογής του τιμήματος υπό το πρίσμα του άρθρου 2 παρ. 7 περ. ια΄ ν. 2251/1994 συνάγεται ως πρόσθετη προϋπόθεση (άρσης της καταχρηστικότητας) ότι ο προμηθευτής υποχρεούται να παράσχει στον αντισυμβαλλόμενό του τη δυνατότητα να λύσει τη σύμβαση. Προκαταβολικά, βέβαια, διευκρινίζεται ότι ένα δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης δεν απαλλάσσει τον προμηθευτή από την υποχρέωσή του να εκθέσει, μέσω της ρήτρας, το λόγο και τα κριτήρια στα οποία θα στηρίζεται η αύξηση. Με άλλα λόγια, η αδιαφάνεια αυτή δεν θα θεραπεύεται αυτομάτως μέσω της δυνατότητας του καταναλωτή να καταγγείλει τη σύμβαση. Απλώς, επιπρόσθετα προς την εξειδίκευση των αιτίων και της μεθόδου της αναπροσαρμογής, ο προμηθευτής θα οφείλει να επιτρέπει στον καταναλωτή να αποδεσμευθεί από τη σύμβαση, στο μέτρο που κρίνει ότι η αναπροσαρμογή είναι ασύμφορη για αυτόν. Το επίμαχο ζήτημα απασχόλησε και το ΔΕΕ στην υπόθεση RWE Vertrieb. Ειδικότερα, στην απόφαση αυτή (ΔΕΕ, απόφαση της 21.3.2013 επί της υπόθεσης C-92/11, RWE Vertrieb, σκ. 54) εξετάσθηκαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η δυνατότητα καταγγελίας θα είναι σε θέση να θεραπεύσει τις αρνητικές (για τον προμηθευτή) συνέπειες ενός αδιαφανούς ΓΟΣ. Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο, το συγκεκριμένο δικαίωμα απαιτείται να μην είναι κενός τύπος, αλλά να μπορεί όντως να ασκηθεί. Κάτι τέτοιο δεν θα ισχύει, κατά το ΔΕΕ, όταν για λόγους που σχετίζονται με τις πρακτικές λεπτομέρειες άσκησής του ή με τις συνθήκες της οικείας αγοράς, ο καταναλωτής δεν έχει όντως τη δυνατότητα να αλλάξει προμηθευτή, ή όταν δεν έχει ενημερωθεί με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως για την επικείμενη τροποποίηση [Γ. Παπαχρήστου, ο.π., βλ. όμως και ΔΕΕ απόφαση της 26.11.2015, υπόθεση C- 326/2014, A1 Telekom, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα καταγγελίας δεν χορηγείται στην περίπτωση της ρήτρας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, καθώς ο καταναλωτής δεν αντιμετωπίζει κάποιον κίνδυνο: Αυτός καλείται εντέλει όχι να καταβάλλει μεγαλύτερο τίμημα, αλλά να καταβάλλει το ίδιο με το προηγούμενο ποσό, αναπροσαρμοσμένο αυτήν την φορά στην νέα αξία του χρήματος (Γ. Καλογεράκης, Μονομερής τροποποίηση συμβατικών όρων από τον πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ΔιΜΕΕ 2017.378 επ.).

(XI) Στο πλαίσιο της μεταβολής της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της έναρξης λειτουργίας της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς ενέργειας, η ΡΑΕ αποφάσισε στο πλαίσιο της εποπτικής της αρμοδιότητας να συστήσει προς τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας ένα «πρότυπο» ρήτρας αναπροσαρμογής του κόστους, με σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας όσον αφορά χρεώσεις πελατών αλλά και την προαγωγή της συγκρισιμότητας και επαληθευσιμότητας των χρεώσεων των προμηθευτών. Προς τον σκοπό αυτό εξέδωσε την 409/2020 Απόφασή της με τίτλο «Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη διαφάνεια και την επαληθευσιμότητα των χρεώσεων στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων ΧΤ» (ΦΕΚ Β΄ 1364/14.4.2020). Με την ως άνω απόφασή της η ΡΑΕ ) επέβαλε στους Προμηθευτές την υποχρέωση παροχής τουλάχιστον ενός σταθερού τιμολογίου, (β) τυποποίησε την ονομασία της ρήτρας αναπροσαρμογής, ορίζοντας ότι η διακύμανση οφείλει να γίνεται βάσει ενός μόνο μεγέθους της αγοράς, το οποίο να είναι εύκολα προσβάσιμο και επαληθεύσιμο από τον μέσο καταναλωτή, (γ) τυποποίησε τη μεθοδολογία της ρήτρας αναπροσαρμογής ώστε να είναι σαφέστερος και περισσότερο κατανοητός ο υπολογισμός της και (δ) συνέστησε να καθορίζεται η «περιοχή ασφαλείας», δηλαδή το εύρος τιμών πέραν του οποίου αναπροσαρμόζεται η χρέωση προμήθειας, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να ελαχιστοποιείται η ανάγκη ενεργοποίησης του μηχανισμού αναπροσαρμογής.

Όσον αφορά τη ρήτρα αναπροσαρμογής, η ΡΑΕ παρατήρησε στην ανωτέρω απόφασή της, ότι μεταξύ των ανταγωνιστών στην αγορά ενέργειας εφαρμόζεται διαφορετική μεθοδολογία για τον υπολογισμό της αναπροσαρμογής της ανταγωνιστικής χρέωσης και επιλέγονται συναφώς μία ή περισσότερες διαφορετικές παράμετροι του κόστους της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με διαφορετικές κατά κανόνα ονομασίες στον εκάστοτε μηχανισμό. Η ΡΑΕ προς διευκόλυνση των καταναλωτών μερίμνησε η εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής να γίνεται κατά τρόπον ώστε να μπορεί ο καταναλωτής να διαπιστώσει ευχερώς την ορθότητα του υπολογισμού της επιπλέον χρεώσεως εξαιτίας της ρήτρας αναπροσαρμογής. Έτσι, στο πλαίσιο της διαφάνειας και της εύκολης επαλήθευσης της εφαρμογής της ρήτρας αναπροσαρμογής τιμής από τον τελικό καταναλωτή, η ΡΑΕ θεώρησε ότι η εν λόγω ρήτρα πρέπει αφ’ ενός να συσχετίζεται με ένα σαφώς ορισμένο και δημοσιευμένο μέγεθος της αγοράς και αφετέρου να ταυτίζεται το χρονικό διάστημα της εφαρμογής της ρήτρας με την περίοδο που αφορά ο εκκαθαριστικός λογαριασμός κατανάλωσης.

Για το λόγο αυτό η ΡΑΕ προχώρησε με την ανωτέρω απόφασή της στη θεσμοθέτηση ενός σαφώς καθορισμένου πλαισίου αναφοράς για τη ρήτρα αναπροσαρμογής στα κυμαινόμενα τιμολόγια των προμηθευτών με βασικούς στόχους: (α) Την απλούστευση των κανόνων υπολογισμού και εφαρμογής της ρήτρας αναπροσαρμογής, (β) την τυποποίησή της με βάση την Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ), κατά τη λειτουργία του προϊσχύσαντος μοντέλου αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και, αντίστοιχα το μεσοσταθμικό κόστος της αγοράς της επόμενης ημέρας, κατά τη λειτουργία του Μοντέλου-Στόχου, συνυπολογιζομένων των απωλειών δικτύου.

Προς διευκόλυνση της συγκρισιμότητας των προσφορών, η ΡΑΕ συνέστησε να ενεργοποιούνται οι ρήτρες αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας βάσει της μεταβολής ενός και μόνο μεγέθους της αγοράς ενέργειας, με την ευρύτερη έννοια, το οποίο θα πρέπει να διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: (α) Να είναι εύλογα συσχετισμένο με το κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, (β) να είναι σαφώς ορισμένο και αναγνωρίσιμο ως μέγεθος που προκύπτει από τη λειτουργία χρηματιστηριακών ενεργειακών αγορών και με συγκεκριμένη χρονική αναφορά, (γ) να είναι εύκολα επαληθεύσιμο και προσβάσιμο από τον μέσο καταναλωτή, (δ) να ανακοινώνεται επίσημα και δημόσια σε τακτά χρονικά διαστήματα, ιδανικά σε ημερήσια και σε κάθε περίπτωση κατ’ ελάχιστο με μηνιαία συχνότητα, (ε) να μην υπόκειται σε εκκαθάριση, ώστε να αποτρέπονται διαρκείς απολογιστικές αναπροσαρμογές, οι οποίες εισάγουν δυσχέρειες παρακολούθησης και επαληθευσιμότητας από πλευράς των καταναλωτών.

Η ΡΑΕ μάλιστα, με την ίδια ως άνω απόφαση προέβη στην τυποποίηση της μορφής για τη μεθοδολογία υπολογισμού των ρητρών αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας, για την εύρεση του μοναδιαίου κόστος του εκάστοτε μηχανισμού αναπροσαρμογής χρέωσης. Προς την κατεύθυνση της τυποποίησης της ανωτέρω ρήτρας αναπροσαρμογής, η ΡΑΕ συνέπτυξε τις ανωτέρω συστάσεις της σε έναν μαθηματικό τύπο, ο οποίος έχει την ακόλουθη μορφή:

C (χ) = α * (χ - LI) + b, όταν χ < LI

0 όταν LI < χ £ Lu

α *(χ - Lu) + b όταν χ > Lu

Στον ανωτέρω μαθηματικό τύπο της απόφασης της ΡΑΕ: (α) Το μέγεθος «χ» ορίζεται ως ο μέσος όρος που λαμβάνει το κάθε μέγεθος αναφοράς της αγοράς για την περίοδο ελέγχου (t). (β) Lu: Τιμή του μεγέθους αναφοράς πάνω από την οποία ενεργοποιείται ο μηχανισμός αναπροσαρμογής χρεωστικά προς τον καταναλωτή, (γ) LI: Τιμή του μεγέθους αναφοράς κάτω από την οποία ενεργοποιείται ο μηχανισμός αναπροσαρμογής πιστωτικά προς τον καταναλωτή, (δ) α: Συντελεστής Προσαύξησης, ο οποίος επιλέγεται ελεύθερα από τον προμηθευτή. Είναι αριθμός μεγαλύτερος από το 0. Οι μονάδες του μηχανισμού πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο ώστε το γινόμενο α * (χ - LI) και V1 * το γινόμενο α * (χ - LU) να εκφράζονται τελικώς σε €/MWh. (ε) β: Συντελεστής *Α\ Προσαύξησης, ο οποίος επιλέγεται ελεύθερα από τον προμηθευτή και είναι αριθμός μεγαλύτερος ή ίσος από το 0 και εκφράζεται σε €/MWh. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση της ΡΑΕ, οι συντελεστές α και β, παρέχουν στους προμηθευτές τη δυνατότητα ενσωμάτωσης κόστους, που δύναται να προκύπτει από τη μεταβολή του βασικού μεγέθους χ, εν είδει πρόβλεψης. Οι τιμές των Lu, LI ,α και β που αποτυπώνονται στους όρους της σύμβασης κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω σύστασης της ΡΑΕ δύνανται να μεταβληθούν αποκλειστικά με βάση τα οριζόμενα στις διατάξεις του ΚΠΗΕ (βλ. άρθρο 28 παρ. 3 εδάφιο β΄ και άρθρο 30 ΚΠΗΕ). Ως προς την επιλογή του μεγέθους χ, ήτοι της μοναδικής μεταβλητής με βάση τον ανωτέρω τύπο, η ΡΑΕ εναπόθεσε αυτή στη διακριτική ευχέρεια των προμηθευτών. Τέλος, η ίδια απόφαση της ΡΑΕ συνέστησε τη διαμόρφωση ενός εύρους διακύμανσης των τιμών του μεγέθους χ, για το οποίο δεν προβλέπεται ενεργοποίηση του μηχανισμού αναπροσαρμογής (περιοχή ασφάλειας) το οποίο να είναι εύλογα συμβατό με τη διακύμανση των τιμών του μεγέθους χ, βάσει ιστορικών δεδομένων και εύλογων παραδοχών- προβλέψεων, με στόχο την κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση της ανάγκης ενεργοποίησης των μηχανισμών αναπροσαρμογής των τιμών.

Συνεπώς, η ενεργοποίηση του μηχανισμού της ρήτρας αναπροσαρμογής θα προκύπτει ως εξαιρετική περίπτωση, όταν οι τιμές του μεγέθους «χ» κινούνται σε επίπεδα δυσχερώς προβλέψιμα, βάσει των στοιχείων που ήταν διαθέσιμα στον προμηθευτή κατά την κατάρτιση της σύμβασης προμήθειας ή κατά τη διαμόρφωση των τιμολογίων και των παραμέτρων τους.

Επομένως, η ΡΑΕ εισήγαγε προς το σκοπό της διαφάνειας, της επαληθευσιμότητας αλλά και της συγκρισιμότητας, έναν μαθηματικό τύπο για τον προσδιορισμό της αναπροσαρμογής του κόστους χρέωσης στα κυμαινόμενα τιμολόγια των προμηθευτών. Ειδικότερα, η ΡΑΕ προς το σκοπό της διαφάνειας, της επαληθευσιμότητας αλλά και της συγκρισιμότητας, τυποποίησε εν είδει μαθηματικής εξίσωσης, τη ρήτρα αναπροσαρμογής, δηλαδή το επιπλέον κόστος αναπροσαρμογής της οριζόμενης ως «βασική» χρέωση προμήθειας των κυμαινόμενων τιμολογίων των προμηθευτών, η οποία ενσωματώνεται στην τελική χρέωση ενέργειας προς τον καταναλωτή, στη βάση της αρχής της κοστοστρέφειας. Τη συγκεκριμένη εκδοχή η ΡΑΕ πρότεινε ως ενδεικνυόμενη προς τους προμηθευτές όχι, όμως, και ως δεσμευτική. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του διατακτικού της εν λόγω απόφασης της ΡΑΕ, η εφαρμογή της συγκεκριμένης ρήτρας επαφίεται στη δυνητική ευχέρεια των προμηθευτών και αναγνωρίζεται η δυνατότητά τους να υιοθετήσουν άλλα ισοδύναμα μέτρα προς τον σκοπό εφαρμογής των αρχών της διαφάνειας, της επαληθευσιμότητας και της συγκρισιμότητας των χρεώσεων στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη χαμηλή τάση, ορίζοντας ότι: «Οι προμηθευτές εφαρμόζουν εκουσίως τα προτεινόμενα με την παρούσα Οδηγία μέτρα. Δύναται ωστόσο, εναλλακτικά να υιοθετήσουν άλλα ισοδύναμα μέτρα προς το σκοπό της εφαρμογής των βασικών αρχών της διαφάνειας της επαληθευσιμότητας και της συγκρισιμότητας καθώς και της τήρησης των διατάξεων του εθνικού και ενωσιακού πλαισίου που θεσπίζουν τα δικαιώματα των καταναλωτών ενέργειας».

Επομένως, κάθε προμηθευτής δύναται να προσδιορίσει δική του ρήτρα αναπροσαρμογής με βάση τον πιθανό κίνδυνο, συνδεδεμένη, όμως, με προσβάσιμους και επαληθεύσιμους δείκτες (π.χ. τιμή χονδρεμπορικής αγοράς στη DAM, τιμή χονδρεμπορικής αγοράς στη DAM +Balancing, τιμή EUAs, τιμή TTF), ώστε αυτοί να ενσωματωθούν στο Εργαλείο Σύγκρισης Τιμών της ΡΑΕ (απόφαση ΡΑΕ 313/2019 [ΦΕΚ Β΄ 1254/12.4.2019]) και να είναι προσπελάσιμοι και υπολογίσιμοι από τους καταναλωτές. Το εν λόγω Εργαλείο Σύγκρισης Τιμών αποτυπώνει και συγκρίνει βάσει των αρχών της διαφάνειας, της προσβασιμότητας στις πληροφορίες και της ανεξαρτησίας στην ενημέρωση, το συνολικό κόστος του ανταγωνιστικού σκέλους των προσφερόμενων τιμολογίων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε μικρούς πελάτες χαμηλής τάσης, ενώ υπολογίζει και το κόστος των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που συναρτώνται με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Η ΡΑΕ, επομένως, ενεργώντας στο πλαίσιο του ρυθμιστικού και εποπτικού της ρόλου και κατ’ επέκταση στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου για την προστασία των καταναλωτών από καταχρηστικές συμπεριφορές, λειτούργησε εν προκειμένω προληπτικά και επέβαλε μέτρα που έχουν τη μορφή σύστασης προς τους προμηθευτές. Ως εκ τούτου στο μέτρο που οι προμηθευτές ακολουθούν τη σύσταση της ΡΑΕ ως προς την εφαρμογή της προτεινόμενης ρήτρας αναπροσαρμογής, τεκμαίρεται σύμφωνα με την ανωτέρω απόφασή της (βλ. άρθρο 4 του διατακτικού της απόφασης ΡΑΕ) ότι η συγκεκριμένη ρήτρα των προμηθευτών πληροί τις ανάγκες διαφάνειας, επαληθευσιμότητας και συγκρισιμότητας. Το αυτό ισχύει συνεκδοχικώς και για την περίπτωση της εφαρμογής μίας ισοδύναμης -προς τη υποδεικνυόμενη από την ΡΑΕ- ρήτρας αναπροσαρμογής, κατά τις επιταγές των διατάξεων του εθνικού και ενωσιακού δικαίου.

[…] Η εναγόμενη εταιρεία τυγχάνει η πρώην μονοπωλιακή ενεργειακή δημόσια επιχείρηση, η οποία μετά την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία, δραστηριοποιούμενη, ως κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση ηλεκτρικής ενεργείας (άρθρο 2 παρ. 3 περ. ιθτ ν. 4001/2011), στους τομείς της παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η εναγομένη προωθεί στους μικρούς και μεγάλους πελάτες προγράμματα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας α) κυμαινόμενης τιμολόγησης και δη τα οικιακά τιμολόγια Γ1 και Γ1Ν (και στους δικαιούχους κοινωνικού τιμολογίου - ΚΟΤ), τα επαγγελματικά τιμολόγια Γ21, Γ22, Γ23, Ε21, Ε22, Ε23, το τιμολόγιο Φωτισμού Οδών και Πλατειών (ΦΟΠ) επιπλέον δε το αγροτικό τιμολόγιο χαμηλής τάσης, καθώς και β) σταθερής τιμολόγησης και δη τα προγράμματα MyHome Enter, MyHome Online και MyHome Enter*. Ωστόσο, στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με μεγάλους πελάτες δεν εφαρμόζονται οι - προστατευτικές υπέρ του καταναλωτή - διατάξεις και η ένδικη αγωγή ως προς τη συγκεκριμένη κατηγορία πελατών πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τούτο διότι κύριο χαρακτηριστικό των ΓΟΣ είναι η μονομερής προδιατύπωση, με την έννοια ότι ο αντισυμβαλλόμενος εκείνου, που τους προδιατύπωσε, δεν μετείχε στη διαμόρφωσή τους, προσαπαιτείται, δε, να μην υφίσταται δυνατότητα ατομικής διαπραγμάτευσης ως προς το περιεχόμενο των όρων. Αντίποδας των ΓΟΣ είναι οι ειδικοί όροι, που συμφωνήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από διαπραγμάτευση, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι -προστατευτικές υπέρ του καταναλωτή - διατάξεις (βλ. ΑΠ 413/2019 ΕπΕμπΔ 2020, 130, ΑΠ 788/2018 ΕπΕμπΔ 2019, 615). Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο (VIII) νομική σκέψη της παρούσας, στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με μεγάλους πελάτες, το άρθρο 16 παρ. 3 ΚΠΗΕ προβλέπει τη δυνατότητα σύναψης σύμβασης προμήθειας μέσω ελεύθερων διαπραγματεύσεων, το δε άρθρο 1 παρ. 4 του Παραρτήματος II ΚΠΗΕ ορίζει ότι για την κατηγορία αυτή δύνανται να προσφέρονται εξειδικευμένες χρεώσεις προσαρμοσμένες στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις προσφερόμενες υπηρεσίες που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ προμηθευτή και μεγάλου πελάτη. Η παραπάνω διάταξη επαναλαμβάνεται στον γενικό όρο 9 της σύμβασης προμήθειας μεγάλου πελάτη, στον οποίο ρητώς προβλέπεται ότι «Για Μεγάλους Πελάτες (ενδεικτικά, Πελάτες Μέσης και Υψηλής Τάσης) που δεν περιλαμβάνονται σε κάποια από τις συγκεκριμένες Βασικές ή Ειδικές Κατηγορίες Πελατών, ο Προμηθευτής δύναται να προσφέρει εξειδικευμένες Χρεώσεις Προμήθειας, προσαρμοσμένες στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις προσφερόμενες υπηρεσίες που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ Προμηθευτή και Πελάτη στο πλαίσιο των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων, τηρουμένων των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αποφυγής σταυροειδών επιδοτήσεων».

Επομένως, ως προς τις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με μεγάλους πελάτες, δεδομένου ότι ο Κώδικας επιβάλλει στον προμηθευτή υποχρέωση ουσιαστικής διαπραγμάτευσης, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί. Αντίθετα, οι συμβάσεις που συνάπτει η εναγομένη- προμηθεύτρια με τους μικρούς πελάτες για την προμήθεια της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν συμβάσεις προσχώρησης, περιέχουσες γενικούς όρους συναλλαγών, οι οποίοι έχουν προδιατυπωθεί εκ μέρους της, χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, επί των οποίων εφαρμόζονται οι προστατευτικές υπέρ του καταναλωτή διατάξεις.

Στις συμβάσεις προμήθειας μικρού πελάτη περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ρήτρες περί του δικαιώματος της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς το τίμημα για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης. Ειδικότερα, ορίζεται Άρθρο 1 (Όρων Τιμολόγησης Οικιακού Πελάτη ή μη Οικιακού Πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA): Διαδικασία Τιμολόγησης Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας «1.5 Α. ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Η αξία της ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνει τις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις, οι οποίες υπολογίζονται διακριτά και αναλύονται παρακάτω: 1. Χρέωση Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας Η χρέωση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνει τις δαπάνες για την παραγωγή και την προμήθεια της ηλεκτρικής ενέργειας στους πελάτες, βάσει του εφαρμοζόμενου τιμοκαταλόγου και συγκεκριμένα: α. Την Πάγια Χρέωση (€/μήνα ή τετράμηνο) β. Τη Χρέωση Καταναλωθείσας Ενέργειας (€) Τύπος υπολογισμού: kWh χ Μοναδιαία Χρέωση (€/kWh) γ. Τη Χρέωση Απορροφηθείσας Ισχύος (€), κατά περίπτωση Τύπος υπολογισμού: kW χ Μοναδιαία Χρέωση (€/kW) χ Ημέρες Κατανάλωση/Ημέρες μήνα (30)». Άρθρο 6 (Όρων Τιμολόγησης Οικιακού Πελάτη ή μη Οικιακού Πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA) Τιμολόγια - Λογαριασμοί Κατανάλωσης Ηλεκτρικής Ενέργειας: «6.1. Ο υπολογισμός του αντιτίμου της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας γίνεται με βάση το προβλεπόμενο στους Όρους Τιμολόγησης τιμολόγιο του Προμηθευτή, όπως αυτό έχει δημοσιευθεί σύμφωνα με τον Κώδικα Προμήθειας». Άρθρο 9 (Όρων Σύμβασης Οικιακού Πελάτη ή μη Οικιακού Πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA) Αναπροσαρμογές: «Το αναφερόμενο στο άρθρο 6 των Γενικών Όρων αντίτιμο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας αναπροσαρμόζεται κάθε φορά που αναπροσαρμόζονται τα ισχύοντα τιμολόγια του Προμηθευτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από την σχετική κείμενη νομοθεσία, τους όρους της παρούσας Σύμβασης και του αντίστοιχου τιμολογίου κατά τους Όρους Τιμολόγησης. Τα τιμολόγια αναρτώνται στην επίσημη ιστοσελίδα τη ΔΕΗ ΑΕ, www.dei.gr, τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες πριν τη θέση τους σε εφαρμογή και η ενημέρωση για τις αναπροσαρμογές, εφόσον είναι δυνατό και επαρκές, σε ειδικό πεδίο του Λογαριασμού Κατανάλωση Η/Ε ή σε χωριστό έντυπο που διαβιβάζεται με αυτόν. Κατ’ εξαίρεση, η ενημέρωση σχετικά με τροποποίηση των Χρεώσεων Προμήθειας δύναται να λαμβάνει χώρα με τον πρώτο Λογαριασμό Κατανάλωσης Η/Ε που ακολουθεί την αναπροσαρμογή. Η ελάχιστη διάρκεια ισχύος των προσφερόμενων τιμολογίων ορίζεται σε έξι (6) μήνες, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία». Άρθρο 18 (Όρων Σύμβασης Οικιακού Πελάτη ή μη Οικιακού Πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA) Τροποποίηση της σύμβασης «18.1 Με την επιφύλαξη του άρθρου 9, για την τροποποίηση όρων της Σύμβασης Προμήθειας, ο Προμηθευτής υποχρεούται σε προηγούμενη ενημέρωση του Πελάτη. Η ενημέρωση γίνεται είτε με ατομική ειδοποίηση του Πελάτη και, εφόσον είναι δυνατό και επαρκές, σε ειδικό πεδίο του Λογαριασμού Κατανάλωσης Η/Ε ή σε χωριστό έντυπο που διαβιβάζεται με αυτόν, είτε με δημοσίευση στην επίσημη ιστοσελίδα του Προμηθευτή ή/και σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες πριν την ημερομηνία θέσης των τροποποιήσεων σε ισχύ. Η ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α. Πλήρη και αναλυτική αναφορά των όρων της Σύμβασης Προμήθειας που τροποποιούνται, β. Την ημερομηνία θέσης σε ισχύ των τροποποιήσεων, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο από εξήντα (60) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της ειδοποίησης, γ. Υπόμνηση του δικαιώματος του Πελάτη να καταγγείλει τη Σύμβαση Προμήθειας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 των Γενικών Όρων, συνοδευόμενη από πλήρη και αναλυτική παράθεση των σχετικών διαδικασιών και των χρόνων που προβλέπονται για την επέλευση του αποτελέσματος της καταγγελίας, όπως τα ανωτέρω ορίζονται στη Σύμβαση Προμήθειας. Οι παραπάνω όροι δεν ισχύουν για μεταβολές στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις, οι οποίες βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής του Προμηθευτή. Ο Προμηθευτής οφείλει να ενημερώνει σχετικά τους Πελάτες του με ειδικό έντυπο ή σε ειδικό πεδίο στον πρώτο Λογαριασμό Κατανάλωσης Η/Ε μετά την έναρξη ισχύος των μεταβολών αυτών».

Επομένως, οι συμβάσεις προμήθειας μικρού πελάτη ετών 2019 και 2022 έχουν ταυτόσημο συμβατικό περιεχόμενο, το γεγονός δε ότι η εναγομένη έχει αναρτήσει την ίδια σύμβαση σε περισσότερες ιστοσελίδες, ουδεμία επιρροή ασκεί, απορριπτομένων των αντίθετων αγωγικών ισχυρισμών ως ουσιαστικά αβάσιμων. Περαιτέρω, στις καταρτισθείσες πριν την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας συμβάσεις προμήθειας, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγγελθεί και είναι εισέτι ενεργείς, το δικαίωμα της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς το τίμημα και να τροποποιεί όρους της σύμβασης περιλαμβάνεται στο «Άρθρο 1ο», στο οποίο προβλέπεται ότι «[η] Επιχείρηση θα παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα στον καταναλωτή με βάση το «τιμολόγιο Γ-1» και τους «Γενικούς Όρους και Συμφωνίες» της Επιχείρησης «για την Παροχή Ηλεκτρικού Ρεύματος στους Καταναλωτές», για τα οποία ο Καταναλωτής δηλώνει ότι του γνωστοποιήθηκαν και αποδέχεται το περιεχόμενό τους. Η Επιχείρηση μπορεί με τη δική της μόνο θέληση, οποιαδήποτε στιγμή που θα διαρκεί η ισχύς αυτού του Συμβολαίου, να αναπροσαρμόζει, τροποποιεί ή αντικαθιστά το «Τιμολόγιο» και τους «Γενικούς Όρους και Συμφωνίες» ενώ ο Καταναλωτής έχει το δικαίωμα σε περίπτωση που διαφωνεί σ’ αυτές τις αναπροσαρμογές, τις τροποποιήσεις ή αντικαταστάσεις, να καταγγέλλει αυτό το Συμβόλαιο. Η καταγγελία αυτή θα ισχύει από την πρώτη του μήνα που θα ακολουθεί την ημερομηνία επιδόσεώς της».

Την 11η.3.2021 η εναγομένη γνωστοποίησε στο καταναλωτικό κοινό ότι σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαφάνεια και την επαληθευσιμότητα των χρεώσεων στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων XT, σύμφωνα με την 409/2020 απόφαση της ΡΑΕ, από την 5η.8.2021 καταργεί τον μηχανισμό αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας με βάση τη ρήτρα CO2 από τα Τιμολόγια της Χαμηλής Τάσης, στα οποία εφαρμόζεται, και την αντικαθιστά με τη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, η οποία βασίζεται στην Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (Τ.Ε.Α.). Στην ίδια ανακοίνωση η εναγόμενη ανέφερε επί λέξει ότι «[η] Ρήτρα Αναπροσαρμογής Χρεώσεων Προμήθειας είναι μηχανισμός αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας και αντικατοπτρίζει τις διακυμάνσεις του κόστους προμήθειας. Ο τρόπος εφαρμογής της Ρήτρας Αναπροσαρμογής Χρεώσεων Προμήθειας αποτυπώνεται στο εκάστοτε τιμολόγιο προμήθειας. Στον τύπο υπολογισμού για την πίστωση/χρέωση αναπροσαρμογής όλες οι μεταβλητές είναι δημοσιευμένες και ευχερώς επαληθεύσιμες από τους πελάτες. Αναλυτικά παραδείγματα υπολογισμού μπορείτε να δείτε εδώ», στο τελευταίο δε σημείο υπήρχε υπερσύνδεσμος που μετέφερε τον χρήστη σε νέα σελίδα, στην οποία περιέχονταν παραδείγματα εφαρμογής του νέου μηχανισμού αναπροσαρμογής. Επιπλέον, η εναγομένη ανακοίνωσε ότι η νέα ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας θα τεθεί σε εφαρμογή από την 5.8.2021, δηλαδή 60 ημέρες μετά την ενημέρωση των πελατών με την ανάρτηση των ανανεωμένων τιμολογίων στην ιστοσελίδα της, και θα εφαρμοστεί στις καταναλώσεις ηλεκτρικής ενέργειας που θα πραγματοποιηθούν από την ανωτέρω ημερομηνία και εφεξής, επισήμανε, δε, ότι «[η] όποια πίστωση ή χρέωση εμφανίζεται στους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς διακριτά. Για κάθε ημερολογιακό μήνα υπολογίζεται αντίστοιχη Πίστωση/Χρέωση Αναπροσαρμογής που προκύπτει από τον τύπο υπολογισμού και πολλαπλασιάζεται με τις KWh κατανάλωσης του ημερολογιακού μήνα. Αν ο εκκαθαριστικός λογαριασμός περιλαμβάνει καταναλώσεις περισσοτέρων μηνών, η κατανομή ανά μήνα θα γίνεται αναλογικά προς τις ημέρες».

Σε συνέχεια της παραπάνω ανακοίνωσης, η εναγομένη αντικατέστησε τη μεθοδολογία αναπροσαρμογής του τιμήματος στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας Οικιακού Πελάτη ή Μη Οικιακού Πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA κυμαινόμενης τιμολόγησης και δη στα κυμαινόμενα τιμολόγια, στα οποία ευθέως παραπέμπει ο παραπάνω αναφερόμενος όρος 9 (Αναπροσαρμογές), ως εξής: «Στις Χρεώσεις Προμήθειας προστίθεται: Για την περίοδο από 5.8.2021, η χρέωση Ρήτρας Αναπροσαρμογής Χρέωσης Προμήθειας, όπως περιγράφεται στην ενότητα Ρήτρα Αναπροσαρμογής Χρέωσης Προμήθειας. Για την περίοδο μέχρι 4.8.2021, η χρέωση C02 (€/kWh), όπως αναλυτικά περιγράφεται στην ; ενότητα Ρήτρα Αναπροσαρμογής C02. Από 5.8.2021 η Ρήτρα Αναπροσαρμογής C02 καταργείται. Ρήτρα Αναπροσαρμογής Χρέωσης Προμήθειας (από 5.8.2021) Η μοναδιαία Χρέωση Αναπροσαρμογής σε €/kWh για τον μήνα t υπολογίζεται βάσει των παρακάτω μεταβλητών: Υ= α*χ+β, όπου ο χ ίσο με τον αριθμητικό μέσο όρο της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς (Market Clearing Price - MCP) της ΠροΗμερήσιας Αγοράς (Day Ahead Market - DAM) του προηγούμενου μήνα (t-1), που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (https: //www.enexgroup.gr/el/ marketspublications-el -day-ahead-market), ο α: Συντελεστής Προσαύξησης, ίσος με 1,15, ο β: Συντελεστής Προσαύξησης, ίσος με 0,0115 €/kWh, L_u: Άνω όριο αναφοράς, ίσο με 0,050, L_d: Κάτω όριο αναφοράς, ίσο με 0,040, Και ισούται με: Χρέωση ίση με Υ- L_u, όταν το Υ είναι μεγαλύτερο από το άνω όριο LJJ, Πίστωση ίση με Υ - L_d όταν το Υ είναι μικρότερο από το κάτω όριο L_d, Μηδενική χρέωση όταν το Υ βρίσκεται εντός των ορίων L_d και L_u, Ρήτρα Αναπροσαρμογής C02 (έως 4.8.2021), Η Ρήτρα Αναπροσαρμογής C02 για τη XT ενεργοποιείται όταν η παρακάτω τιμή, Tco2n, (συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών απωλειών) είναι μεγαλύτερη από το όριο των 0,01568 €/kWh. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται στον πελάτη μοναδιαία χρέωση ίση με (Tco2n - 0,01568) €/kWh. Σε κάθε άλλη περίπτωση η Ρήτρα Αναπροσαρμογής C02 δεν ενεργοποιείται. Μεθοδολογία υπολογισμού της μοναδιαίας χρέωσης ΐου Κόστους Εκπομπών Διοξειδίου του Άνθρακα C02 Η μοναδιαία χρέωση εκπομπών C02 στον πελάτη υπολογίζεται με τον παρακάτω τύπο: Tco2n= P(n- 1)* Q(n-1): E(n-1). Όπου: n: ο μήνας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, Tco2n: Μοναδιαία χρέωση εκπομπών C02 για κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του μηνός n (€/kWh) Ρ(η-1): Μέσος όρος τιμών κλεισίματος του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης (Future) EUA, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο χρηματιστήριο εκπομπών (ICE: https://www. theice.com/marketdata/reports) με μήνα ωρίμανσης τον Δεκέμβριο του έτους χρήσης (€/tn) κατά τον προηγούμενο της κατανάλωσης μήνα. Q(n-1): Μηνιαία απολογιστικά στοιχεία (προσωρινά) για τις συνολικές εκπομπές C02 των Σταθμών Παραγωγής της ΔΕΗ ΑΕ στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα κατά τον προηγούμενο της κατανάλωσης μήνα και Ε(η-1): Μηνιαία απολογιστική εκκαθαρισμένη ενέργεια της ΔΕΗ ΑΕ στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα κατά τον προηγούμενο της κατανάλωσης μήνα».

Τα ενάγοντα σωματεία ισχυρίζονται ότι οι περιλαμβανόμενοι στις συμβάσεις προμήθειας με μικρούς πελάτες Α) γενικός όρος «1» των συμβάσεων προμήθειας που καταρτίστηκαν πριν την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και είναι εισέτι ενεργείς, Β) οι γενικοί όροι 9 (Αναπροσαρμογές) και 18 (Τροποποίηση της σύμβασης) των Όρων Σύμβασης Οικιακού Πελάτη ή μη Οικιακού Πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA, που περιλαμβάνονται στις νεώτερες συμβάσεις προμήθειας, ως και Γ) η περιεχόμενη στα κυμαινόμενα τιμολόγια ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας είναι άκυροι ως αντικείμενοι στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 εδ. ε΄ και ια΄ ν. 2251/1994.

Ωστόσο, ο παραπάνω ισχυρισμός ως προς τον γενικό όρο «1» των παλαιών συμβάσεων ελέγχεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τούτο διότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΟλΑΠ 6/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 3 β΄ και γ΄ ν. 1468/1950 «περί ίδρυσης της ΔΕΗ», η τελευταία υποχρεούτο, ως απολύτως μονοπωλιακή δημόσια επιχείρηση κοινής ωφέλειας, να «πωλεί» ηλεκτρικό ρεύμα σε όποιον το ζητούσε, στη φθηνότερη δυνατή τιμή, χωρίς διακρίσεις και σύμφωνα με τον καθορισμό των τιμολογίων μεταξύ καταναλωτών κάθε κατηγορίας, χωρίς ειδικότερο σύστημα διατάξεων που να διέπει τις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Η σύμβαση ανάμεσα στην ΔΕΗ και τον κάθε καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας είχε τα χαρακτηριστικά της αναγκαστικής σύμβασης, τόσο για την ΔΕΗ, αφού υπήρχε εκ του νόμου υποχρέωση για την σύναψη σύμβασης ηλεκτροδότησης με κάθε ενδιαφερόμενο όσο και για τους καταναλωτές, αφού δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής αντισυμβαλλομένου, δεδομένου ότι μόνο η ΔΕΗ είχε το δικαίωμα να διαθέτει ηλεκτρική ενέργεια σε τρίτους. Όσον αφορά στο περιεχόμενο της συμβάσεως με τους καταναλωτές, αυτή είχε όλα τα χαρακτηριστικά της σύμβασης προσχωρήσεως, αφού δεν υπήρχε δυνατότητα διαπραγμάτευσης των όρων της, οι οποίοι ήταν προδιατυπωμένοι από την ΔΕΗ. Τα τιμολόγια προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ήταν διοικητικώς καθοριζόμενα με κανονιστικές πράξεις που προσδιόριζαν την οφειλόμενη αντιπαροχή εκ μέρους του καταναλωτή για την αναλωθείσα ενέργεια (Θ. Λύτρας, ο.π., σελ. 105).

Η κλασσική αυτή αναγκαστική σύμβαση της ΔΕΗ, με την έννοια της υποχρεωτικής αποδοχής πρότασης οποιουδήποτε υποψήφιου καταναλωτή, περιλάμβανε τόσο τη σύνδεση του τελευταίου με το δίκτυο όσο και τον διαρκή εφοδιασμό του με ηλεκτρική ενέργεια, ως απόρροια του εν τοις πράγμασι καθολικού μονοπωλίου της στην αγορά και ως «αναγκαίο αντιστάθμισμα» της εξάρτησης των καταναλωτών από το φυσικό αυτό μονοπώλιο (Δ. Λιάππης, ο.π., σελ. 260). Ο αναγκαστικός χαρακτήρας της σύμβασης αυτής αφορούσε τη συναλλακτική συμπεριφορά της ΔΕΗ ως προς την ίδια τη σύναψη, τη μη λύση με καταγγελία εκ μέρους της παρά μόνο σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ουσιωδών συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του πελάτη, και τέλος, τον καθορισμό του περιεχομένου της σύμβασης (Απ. Γεωργιάδη, Η νομιμότητα εκ μέρους της ΔΕΗ καταγγελίας ή μη ανανέωσης σύμβασης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, Ενέργεια και Δίκαιο 6/2006, σελ. 21 επ.). Λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών του προϊσχύσαντος καθεστώτος της πλήρους καθετοποίησης, οι οποίες συνέτρεχαν κατά τον χρόνο σύναψης των συμβάσεων προμήθειας, και της ρητής πρόβλεψης του δικαιώματος του καταναλωτή να καταγγέλλει ανά πάσα στιγμή τη σύμβαση, ο συγκεκριμένος όρος πληροί τα κριτήρια της διαφάνειας (πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 2.4.2020, υπόθεση C-765/18, Stadtwerke Neuwied GmbH/RI), απορριπτομένου του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού και του συναρτώμενου δεύτερου (2) αιτήματος περί της απαγόρευσης της εναγόμενης να επικαλείται τον όρο «1ο» των παλαιών συμβάσεων προμήθειας μικρού πελάτη, ως ουσιαστικά αβάσιμου. Επιπροσθέτως, ο γενικός συναλλακτικός όρος «1ο» των συμβάσεων προμήθειας, προβλέπει το δικαίωμα της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς το τίμημα για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, με αναγωγή σε συγκεκριμένο τιμολόγιο, το οποίο διαμορφώνεται στις σύγχρονες συνθήκες της απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, επομένως το περιεχόμενο και οι όροι του τιμολογίου, στο οποίο περιγράφεται η ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, πρέπει να διατυπώνονται συμφώνως προς τον ν. 4001/2011 και τον ισχύοντα Κώδικα Προμήθειας, ως αναλύεται ακολούθως. Περαιτέρω, ως προς τους γενικούς όρους 9 (Αναπροσαρμογές) και 18 (Τροποποίηση της σύμβασης) των Όρων Σύμβασης Οικιακού Πελάτη ή μη Οικιακού Πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA, που περιλαμβάνονται στις νεώτερες συμβάσεις προμήθειας, ως και την περιεχόμενη στα κυμαινόμενα τιμολόγια ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι τυγχάνουν άκυροι ως αντικείμενοι στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 εδ. ε΄ και ια΄ ν. 2251/1994, πρέπει, ομοίως, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Τούτο διότι για την κατάρτιση της σύμβασης προμήθειας, ήτοι της σύμβασης μεταξύ προμηθευτή και πελάτη για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, απαιτείται σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεως των μερών, δηλαδή συμφωνία τους ως προς τους όρους της σύμβασης (ΑΚ 192). Εάν τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης (essentialia negotii), αυτή δεν έχει καταρτισθεί. Οι χρεώσεις προμήθειας, η βασική δηλαδή αντιπαροχή για την παρεχόμενη ηλεκτρική ενέργεια, αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης, ως προς το οποίο πρέπει να έχουν συμφωνήσει τα μέρη προκειμένου να καταρτισθεί η σύμβαση προμήθειας, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στη νομική (VI) σκέψη της παρούσας. Η αντιπαροχή (όπως και η παροχή) δεν είναι αναγκαίο να είναι εξ αρχής καθορισμένη στη σύμβαση, αρκεί πάντως να είναι οριστή. Ο προσδιορισμός μπορεί να προκύπτει από την -ρητή ή σιωπηρή- αναγωγή στην αγοραία αξία της παροχής, ή να μπορεί να συναχθεί από την ερμηνεία της σύμβασης (ΑΚ 173, 200), ή να συμφωνηθεί ότι θα πραγματοποιηθεί εκ των υστέρων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ζήτημα αοριστίας της αντιπαροχής δεν τίθεται όταν οι συμβαλλόμενοι έχουν προβλέψει, ή πάντως μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικώς, παραπομπή σε γενικό τρόπο καθορισμού της αντιπαροχής (συγκεκριμένο τιμολόγιο, αγοραία αξία προκύπτουσα με συγκεκριμένο τρόπο, «συνήθης» αξία, κανονιστικός καθορισμός κ.ο.κ.). Στις περιπτώσεις αυτές δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας της παροχής, και προσφυγής για τον έλεγχο του προσδιορισμού στις διατάξεις των άρθρων 371-372 ΑΚ, αφού η οφειλόμενη παροχή είναι επαρκώς ορισμένη. Εφόσον, επομένως, στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας το τίμημα συμφωνείται ότι θα υπολογίζεται με αναγωγή σε συγκεκριμένο τιμολόγιο του προμηθευτή, δεν υπάρχει αοριστία, αφού τα μέρη έχουν συμφωνήσει ως προς τον καθορισμό του ανταλλάγματος που δικαιούται ο προμηθευτής. Αντιστοίχως, τα μέρη είναι κατ' αρχήν ελεύθερα να συμφωνήσουν την αναπροσαρμογή του τιμήματος με όμοιο τρόπο, με παραπομπή, δηλαδή, στο εκάστοτε ισχύον τιμολόγιο του Προμηθευτή. Και στην περίπτωση αυτή θα υπάρχει συμφωνία των μερών για τον καθορισμό της αντιπαροχής, αφού οι συμβαλλόμενοι έχουν από κοινού συμφωνήσει ότι το ύψος της αντιπαροχής θα προκύπτει από το εκάστοτε ισχύον τιμολόγιο του προμηθευτή. Γενικότερα, η παροχή στη σύμβαση δικαιώματος σε έναν συμβαλλόμενο να προσδιορίσει την παροχή ή αντιπαροχή ή να μεταβάλλει άλλους όρους της σύμβασης με μονομερή δήλωση βουλήσεως, δεν αποτελεί αυθαίρετο, αλλά συμφωνημένο τρόπο μεταβολής των συμβατικών όρων. Η συγκατάθεση του μέρους που δεν συμπράττει στην τροποποίηση του επίμαχου συμβατικού όρου έχει παρασχεθεί κατά την αναγνώριση στο άλλο μέρος του διαπλαστικού δικαιώματος να τροποποιήσει την μεταξύ τους σύμβαση. Δεν τίθεται, δηλαδή, ζήτημα μονομερούς επιβολής, αλλά ασκήσεως ενός δικαιώματος κατά συμφωνημένο από τα μέρη τρόπο δοθέντος ότι ο τρόπος καθορισμού παροχής και αντιπαροχής μπορεί να περιλαμβάνεται σε Γενικούς Όρους Συναλλαγών.

Επομένως, η εναγομένη δεν επενέβη αυθαιρέτως σε εκκρεμείς έννομες σχέσεις, ως αβασίμως τα ενάγοντα σωματεία ισχυρίζονται, αλλά άσκησε δικαίωμα, το οποίο είχε συμφωνηθεί με έκαστο πελάτη κατά την σύναψη των συμβάσεων προμήθειας, να αναπροσαρμόζει τα τιμολόγιά της. Περαιτέρω, το τίμημα για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από την 5η.8.2021 απαρτίζεται από (συγκεκριμένου ύψους) πάγιο τέλος, από μία χρέωση ανά κιλοβατώρα αναλισκόμενης ενέργειας και από μία περαιτέρω χρέωση, που προκύπτει από συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο και συναρτάται με τη διακύμανση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά. Επομένως, η ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας συμπροσδιορίζει, μαζί με τη «βασική ανταγωνιστική τιμή», το τίμημα που όφείλει να καταβάλει ο τελικός πελάτης στην εναγομένη-προμηθεύτρια για την κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας και δεν αποτελεί διακριτή, παρεπόμενη συμφωνία μεταξύ της προμηθεύτριας και του πελάτη. Ο γενικός δε συναλλακτικός όρος 9 των συμβάσεων προμήθειας, ο οποίος προβλέπει το δικαίωμα της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς το τίμημα για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, αφ' ενός επιδρά στον καθορισμό του τιμήματος, αφ’ ετέρου είναι απολύτως αναμενόμενος στις συμφωνίες κυμαινόμενου τιμολογίου, διότι ο πελάτης που επιλέγει να συνάψει σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας όχι σε σταθερή τιμή, αλλά με κυμαινόμενο τιμολόγιο, ασφαλώς γνωρίζει και αντιλαμβάνεται ότι υφίσταται το ενδεχόμενο της διακύμανσης του αντιτίμου στη βάση μιας συμβατικής ρήτρας – εν προκειμένω της ρήτρας αναπροσαρμογής. Επομένως, ο όρος 9 της σύμβασης και εντεύθεν η ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας συνιστούν μέρος των γενικών όρων, που προβλέπουν την κύρια παροχή του πελάτη (αντίτιμο), ήτοι ένα από τα ουσιώδη γνωρίσματα της σύμβασης προμήθειας (essentialia negotii), καθώς οδηγούν στον υπολογισμό του ανταλλάγματος που πρέπει να καταβάλλει ο πελάτης-καταναλωτής στην εναγομένη - προμηθεύτρια για τη συμβατική παροχή της, κατά τα αναφερόμενα στη νομική (VI) σκέψη της παρούσας, και ως εκ τούτου δεν υπόκεινται σε ευθύ έλεγχο καταχρηστικότητας παρά μόνον σε έλεγχο διαφάνειας, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί αντίθεσης των ένδικων όρων στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, ως ουσιαστικά αβάσιμου. Περαιτέρω, στο πλαίσιο λειτουργίας του Μοντέλου- Στόχου, όπως αυτό αναλύθηκε στην υπό στοιχείο (V) νομική σκέψη, η εναγομένη είναι μια κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση ηλεκτρικής ενεργείας (άρθρο 2 παρ. 3 περ. ιθ΄ ν. 4001/2011), η οποία διαθέτει λειτουργία παραγωγής και προμήθειας, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στη νομική (III) σκέψη της παρούσας, πλην, όμως, λόγω της δομής της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δεν είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να προμηθεύσει τους πελάτες της απευθείας με την ενέργεια που παράγει ως παραγωγός. Αντιθέτως, ως στις υπό στοιχεία (111) και (V) νομικές σκέψεις της παρούσας εκτίθεται, η εναγομένη θέτει, ως παραγωγός, την παραγόμενη από τις μονάδες της ηλεκτρική ενέργεια στο «σύστημα» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να την προμηθευθεί, στη συνέχεια από την «Αγορά Επόμενης Ημέρας» και εν συνεχεία να τη διαθέσει, ως προμηθεύτρια, στους πελάτες της. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι η εναγομένη διαθέτει υπό την ιδιότητά της ως παραγωγός μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εν τούτοις υποχρεούται, ως προμηθεύτρια (Εκπρόσωπος Φορτίου), στο πλαίσιο του Μοντέλου - Στόχου να αντλεί την ενέργεια που χρειάζεται για να καλύψει το χαρτοφυλάκιο φορτίου της μέσω της «Αγοράς Επόμενης Ημέρας», υποβάλλοντας κάθε ημερολογιακή ημέρα (D-1) την αντίστοιχη εντολή, με σκοπό τη φυσική παράδοση της ηλεκτρικής ενέργειας που θα διαθέσει στους πελάτες της. Εντεύθεν παρέπεται ότι η χρέωση προμήθειας δεν έχει σταθερό και αδιάπτωτο χαρακτήρα, όπως θα συνέβαινε εάν η προμηθεύτρια τροφοδοτούσε τους πελάτες της αποκλειστικώς με την παραγόμενη από την ίδια ηλεκτρική ενέργεια, ως ίσχυε στο παρελθόν, πριν την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Οι χρεώσεις προμήθειας υπόκεινται σε συνεχή αναδιαμόρφωση βάσει της διαρκούς εξέλιξης των μεγεθών της αγοράς, είτε ανοδικώς είτε καθοδικώς, με αντίστοιχη επιβάρυνση ή ωφέλεια των καταναλωτών, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στη νομική (VII) σκέψη της παρούσας. Δεδομένης της μεταβλητότητας του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος για τους προμηθευτές και της μεγάλης διάρκειας των συμβάσεων προμήθειας εύλογα ο προμηθευτής, και εν προκειμένω η εναγομένη, επιζητεί να θέσει στη σύμβαση προληπτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι θα της επιτρέπουν να αναπροσαρμόζει το τίμημα με βάση τη νέα κατάσταση, αρκεί η μονομερής αναπροσαρμογή να έχει προβλεφθεί στη σύμβαση, να γίνεται για ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και ο αντισυμβαλλόμενος να διατηρεί το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως, κατά τις επιταγές του εθνικού και ενωσιακού δικαίου, ως αναλυτικά αναφέρεται στις υπό στοιχεία (IX) και (XI) νομικές σκέψεις της παρούσας. Εν προκειμένω, από τον συνδυασμό των όρων 9 και 18 της σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία υπογράφει και αποδέχεται κάθε πελάτης, ο οποίος επιθυμεί να προμηθεύεται ηλεκτρική ενέργεια από την εναγομένη, συνάγεται ότι το άρθρο 18 της σύμβασης προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία για την τροποποίηση όρων της σύμβασης. Ωστόσο, προβλέπεται ρητώς ότι για την περίπτωση αναπροσαρμογής του αντιτίμου της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας εφαρμόζεται, ως ειδικότερο, το άρθρο 9 της σύμβασης. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι το αντίτιμο αναπροσαρμόζεται (προς τα άνω ή προς τα κάτω) κάθε φορά που τροποποιείται το ισχύον τιμολόγιο του προμηθευτή, σύμφωνα με τις προβλέψεις της σχετικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο της δραστηριότητας της εναγομένης, ως προμηθεύτριας ηλεκτρικής ενέργειας, ισχύει η δέσμευσή της από την αναγκαστικού δικαίου αρχή της κοστοστρέφειας, όπως αυτή αναλύθηκε στη νομική (VII) και (IX) σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με την οποία η τιμή της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να διαμορφώνεται κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται η ανάκτηση του πραγματικού κόστους της προσφερόμενης υπηρεσίας, ήτοι της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η δυνατότητα παροχής της εν λόγω υπηρεσίας (βλ. άρθρο 1 ν. 4001/2011). Κατ’ εφαρμογή της συγκεκριμένης αρχής, τα τιμολόγια της προμηθεύτριας πρέπει να αντανακλούν το πραγματικό κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. σχετικώς άρθρο 1 παρ. 2 εδ. σ΄ Παραρτήματος II ΚΠΗΕ) και - πλέον των ρυθμιζόμενων χρεώσεων - να καλύπτουν (α) το κόστος αγοράς ενέργειας στη χονδρεμπορική ήδη χρηματιστηριακή αγορά και τους επιμέρους μηχανισμούς της, όπως η λειτουργία αυτής αναλύθηκε στην υπό στοιχείο (V) νομική σκέψη της παρούσας, και (β) το κόστος της δραστηριότητας εμπορίας και διαχείρισης πελατών (ενδεικτικώς: το κόστος των υπηρεσιών έκδοσης και είσπραξης τιμολογίων, χρηματοοικονομικές δαπάνες από καθυστερήσεις πληρωμών, λειτουργία εμπορικών γραφείων του Προμηθευτή, παροχή συμβουλευτικών και άλλων υπηρεσιών υποστήριξης προς τον πελάτη, αποσβέσεις σχετικών επενδύσεων) πλέον (γ) ενός ευλόγου κέρδους. Η τήρηση της αρχής της κοστοστρέφειας διασφαλίζεται, όπως προβλέπεται και σε πλείονες άλλες διατάξεις (άρθρα 11 παρ. 2 εδ. ζ΄, 18 παρ. 2 εδ. γ΄, 28 παρ. 3 εδ. γ΄ ΚΠΗΕ και άρθρα 1 παρ. 2 εδ. στ΄ και 2 παρ. 5 εδ. β΄ και στ΄ Παραρτήματος II ΚΠΗΕ) με την εφαρμογή ενός μηχανισμού αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας στις οικείες συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας της εναγόμενης με τους πελάτες της. Ο μηχανισμός αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας διασφαλίζει την ανάκτηση του πραγματικού κόστους προμήθειας και πρέπει να πληροί τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται τόσο από το δίκαιο προστασίας καταναλωτή όσο και από το εποπτικό δίκαιο ενέργειας, όπως το τελευταίο εξειδικεύεται από τις σχετικές αποφάσεις της ΡΑΕ κατά την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητάς της, ως αυτή αναλύθηκε στην υπό στοιχείο (IV) νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εισαγωγή μίας ρήτρας για την αναπροσαρμογή των τιμολογίων, ώστε αυτά να ανταποκρίνονται στο κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, όχι μόνον δεν είναι αδόκιμη, αλλά συνιστά μία συναλλακτικώς αποδεκτή πρακτική στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου η τιμολογούμενη προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας να ανταποκρίνεται στην αρχή της κοστοστρέφειας. Τούτο αναγνωρίζει και η ΡΑΕ στην απόφαση 409/2020 (σελ. 9), όπου αναφέρει ότι η παροχή από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας κυμαινόμενων τιμολογίων, δηλαδή τιμολογίων όπου η χρέωση προμήθειας διαμορφώνεται βάσει ρήτρας αναπροσαρμογής, αποτελεί συνήθη εμπορική πρακτική, προβλεπόμενη και στον ΚΠΗΕ. Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της εξελικτικής μεταβολής της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της έναρξης λειτουργίας των χρηματιστηριακών αγορών, κατόπιν υπόδειξης της ΡΑΕ, η εναγομένη προέβη σε αναθεώρηση της ρήτρας κόστους δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα («Ρήτρα C02»), η οποία μέχρι τότε ρύθμιζε την αναπροσαρμογή του κόστους προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στις συμβάσεις με τους πελάτες της. Ειδικότερα, η εναγομένη αντικατέστησε την ρήτρα C02 με την ένδικη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, η οποία βασίζεται στον δείκτη της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς (Τ.Ε.Α.). Η νέα ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας τέθηκε σε εφαρμογή την 5η.8.2021 και ουδέποτε ίσχυσε παράλληλα προς τη ρήτρα C02. Η τελευταία εφαρμόσθηκε μόνο στις καταναλώσεις που έλαβαν χώρα μέχρι την 4η.8.2021, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της εφαρμογής της ρήτρας αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας. Επομένως, ο ειδικός και σπουδαίος λόγος, της μεταβολής του κόστους, προβλέπεται ήδη στην σχετική νομοθεσία (τον ν. 4001/2001 και τον Κώδικα Προμήθειας) και θα παρήλκε η επανάληψή του στην σύμβαση προμήθειας, τυχόν, δε, περαιτέρω εξειδίκευση δεν είναι δυνατή. Περαιτέρω, η εναγομένη-προμηθεύτρια δεν υιοθέτησε αυτούσιο τον τύπο της ΡΑΕ αλλά, ενεργώντας εντός της χορηγηθείσας δυνάμει της απόφασης 409/2020 ΡΑΕ ευχέρειας, εφάρμοσε έναν άλλο, ισοδύναμο τύπο. Ειδικότερα, η εναγομένη εφάρμοσε την απόφαση 409/2020 της ΡΑΕ, με τη λήψη ενός «ισοδύναμου μέτρου» κατά το σημείο «4» της εν λόγω απόφασης προς τον σκοπό εφαρμογής των αρχών της διαφάνειας, της επαληθευσιμότητας και της συγκρισιμότητας των χρεώσεων στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη χαμηλή τάση, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στη νομική (XI) σκέψη της παρούσας. …

Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση η ΡΑΕ συνέστησε τη διαμόρφωση ενός εύρους διακύμανσης των τιμών του μεταβλητού μεγέθους, για το οποίο δεν προβλέπεται ενεργοποίηση του μηχανισμού αναπροσαρμογής (περιοχή ασφάλειας), το οποίο να είναι εύλογα συμβατό με τη διακύμανση των τιμών του μεγέθους χ, βάσει ιστορικών δεδομένων και εύλογων παραδοχών - προβλέψεων, με στόχο την κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση της ανάγκης ενεργοποίησης των μηχανισμών αναπροσαρμογής των τιμών. Ο τύπος υπολογισμού του κόστους που αποτυπώνεται στα κυμαινόμενα τιμολόγια, στα οποία ευθέως παραπέμπει ο γενικός συναλλακτικός όρος 9 των συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ακολουθεί τον μαθηματικό τύπο που πρότεινε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και έχει την εξής μορφή: Υ= α*χ+β, όπου «χ» ίσο με τον αριθμητικό μέσο όρο της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς (Market Clearing Price - MCP) της Προ-Ημερήσιας Αγοράς (Day Ahead Market - DAM) του προηγούμενου μήνα (t-1), που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (www. enexgroup.gr/el/markets-pubIications-eI-day- ahead-market) α: Συντελεστής Προσαύξησης, ίσος με 1,15, β: Συντελεστής Προσαύξησης, ίσος με 0,0115 €/kWh, Lu: Ανω όριο αναφοράς, ίσο με 0,050, Ld: Κάτω όριο αναφοράς, ίσο με 0,040, Και ισούται με: Χρέωση ίση με Υ - Lu, όταν το Υ είναι μεγαλύτερο από το άνω όριο Lu, Πίστωση ίση με Υ - Ld όταν το Υ είναι μικρότερο από το κάτω όριο Ld, Μηδενική χρέωση όταν το Υ βρίσκεται εντός των ορίων Ld και Lu. Τα στοιχεία και οι παράμετροι που προβλέπονται στον ανωτέρω μαθηματικό τύπο αναφέρονται ρητά παρά πόδας αυτού. Πρόκειται για δεδομένους αριθμούς (α, β, όριο L_d και L_u), και υπάρχει μια μεταβλητή, ο αριθμός «χ», που είναι ο αριθμητικός μέσος όρος της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς (Τ.Ε.Α.), τον οποίο ο καταναλωτής μπορεί να εντοπίσει μέσω του υπερσυνδέσμου που του γνωστοποιείται. Επομένως, όλα τα στοιχεία είναι σταθερά, καθίστανται δε γνωστά στον καταναλωτή, ώστε να μπορεί ο τελευταίος ανά πάσα στιγμή να προχωρήσει με την επαληθευσιμότητα των χρεώσεων προμήθειας για έναν συγκεκριμένο ημερολογιακό μήνα, εκτός από μία μόνο μεταβλητή, η οποία συνυπολογίζεται στον ανωτέρω ισοδύναμο (μαθηματικό) τύπο, καθ’ υπόδειξη της 409/2020 Απόφασης της ΡΑΕ. Ειδικότερα, η μεταβλητή συνίσταται κατά τα ανωτέρω στο μέγεθος (χ), το οποίο αφορά στον αριθμητικό μέσο όρο της Τιμής Εκκαθάρισης Αγοράς (Market Clearing Price - MCP) - (T.E.A.) της Προ-Ημερήσιας Αγοράς του προηγούμενου μήνα (t-1), όπως αυτή διαμορφώνεται κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στη νομική (V) σκέψη της παρούσας. Κατά τούτο, η αναπροσαρμογή των χρεώσεων λαμβάνει χώρα επί τη βάσει της μεταβολής ενός μόνον μεγέθους της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Όσον αφορά τον συντελεστή προσαύξησης (α), αυτός καθορίζεται, σύμφωνα με την 409/2020 απόφαση, από τον ίδιο τον προμηθευτή και πρέπει να καθίσταται εξ αρχής γνωστός στον καταναλωτή. Το αυτό ισχύει και για τον συντελεστή προσαύξησης (β). Όσον αφορά τους συντελεστές L_u: (: 0,050) και L_d (: 0,040), που περιλαμβάνει ο εν λόγω μαθηματικός τύπος, αυτοί διαμορφώνουν το ανώτατο και κατώτατο όριο αναφοράς, εντός του οποίου η τιμή χρέωσης του πελάτη θεωρείται «εγγυημένη» και το οποίο είναι εύλογα συμβατό με τη διακύμανση των τιμών του μεγέθους «χ», βάσει ιστορικών δεδομένων και ευλογών παραδοχών-προβλέψεων, όπως διαμορφώνονται από την 1η.11.2020 στο πλαίσιο των νέων αγορών του ν. 4425/2016, μετά δηλαδή την εφαρμογή του Μοντέλου-Στόχου, με σκοπό την, κατά το δυνατόν, ελαχιστοποίηση της ανάγκης ενεργοποίησης των μηχανισμών αναπροσαρμογής των τιμών. Συνεπώς, η ενεργοποίηση του μηχανισμού της ρήτρας αναπροσαρμογής θα προκύπτει ως εξαιρετική περίπτωση, όταν οι τιμές του μεταβλητού μεγέθους «χ» κινούνται σε επίπεδα δυσχερώς προβλέψιμα, βάσει των στοιχείων που ήταν διαθέσιμα στον προμηθευτή κατά την κατάρτιση της σύμβασης προμήθειας ή κατά τη διαμόρφωση των τιμολογίων και των παραμέτρων τους. Έτσι, σε περίπτωση που το μέγεθος Υ κείται εντός των ορίων L_u: (: 0,050) και L_d (: 0,040), η ρήτρα αναπροσαρμογής χρέωσης προμήθειας δεν εφαρμόζεται (ενεργοποιείται). Εφόσον το μέγεθος Υ είναι πάνω από το όριο του L_u, τότε προκύπτει χρεωστική αναπροσαρμογή για τον πελάτη, ενώ όταν το μέγεθος Υ είναι κάτω από το όριο του L_d προκύπτει πιστωτική χρέωση αναπροσαρμογής. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα η ένδικη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας αναφέρεται σε μεγέθη που σχετίζονται ευλόγως με το κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από τις σχετικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και παραπέμπει με συγκεκριμένη χρονική αναφορά, σε ένα σαφώς ορισμένο και αναγνωρίσιμο μέγεθος, την Τ.Ε.Α., που προκύπτει από τη λειτουργία χρηματιστηριακών ενεργειακών αγορών. Τα Λ» Λ μεγέθη α, b, L_u, L_d είναι γνωστά εκ των προτέρων στον πελάτη ήδη κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης (ως προς τις νέες συμβάσεις) ή κατά τη διαμόρφωση των τιμολογίων (ως προς τις εκκρεμείς συμβάσεις), η μοναδική δε μεταβλητή που περιέχει ο συγκεκριμένος μαθηματικός τύπος, δηλαδή το μέγεθος (χ), μπορεί ευχερώς να ανευρεθεί, καθ’ όσον τα αριθμητικά στοιχεία και δεδομένα που αφορούν στη μεταβλητή (χ) για να υπολογίσει ο πελάτης το μέγεθος Υ, είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας (www.enexgroup.gr/eI/markets- publications-el-day-ahead-market). Προκειμένου δε να διευκολυνθούν οι καταναλωτές σε σχέση με την εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής, η εναγομένη έχει αναρτήσει στην ιστοσελίδα της (www. dei.gr /media/wfdn3xou/ paradeigma-efarmogis-ritras-nanaprosarmogis-xreoseon.pdf) παραδείγματα και ερωταποκρίσεις σε σχέση με την εφαρμογή του συγκεκριμένου μαθηματικού τύπου. Επισημαίνεται, δε, ότι η συγκέντρωση και παρουσίαση των σχετικών πληροφοριακών δεδομένων και στοιχείων συνιστά αποκλειστική αρμοδιότητα της εταιρείας «Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας ΑΕ» (Ε.Χ.Ε. ΑΕ) και εμπίπτει αυτονόητα στη σφαίρα επιρροής της τελευταίας, όπως ο ρόλος αυτής, στην ήδη απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, εκτέθηκε ανωτέρω στην υπό στοιχεία (V) νομική σκέψη.

Συνακόλουθα των ανωτέρω, για τον υπολογισμό της τιμής Υ, στον ανωτέρω τύπο της Ρήτρας Αναπροσαρμογής Χρέωσης Προμήθειας, αρκούν οι μαθηματικές πράξεις της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού, τα πληροφοριακά δε στοιχεία που απαιτούνται από τον πελάτη για να προβεί σε αυτούς τους υπολογισμούς, έχουν ήδη χορηγηθεί στην πλειοψηφία τους στον καταναλωτή απευθείας από την εναγομένη, με μόνη εξαίρεση τα στοιχεία πληροφόρησης για το μέγεθος (χ), τα οποία, ωστόσο, ο καταναλωτής δύναται ευχερώς να πληροφορηθεί από την ιστοσελίδα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Επομένως, τα δεδομένα που αφορούν στη μεταβλητή (χ) δεν παράγονται ούτε επηρεάζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την εναγομένη και τη συμπεριφορά της στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, υπό την ιδιότητα της προμηθεύτριας ηλεκτρικής ενέργειας, οι ισχυρισμοί δε των εναγόντων περί επιλογής, ως βασικού μεγέθους αναφοράς, μια παράμετρου, την οποία αφενός επηρεάζει η ίδια ως παραγωγός αφετέρου έχει συμφέρον, υπό την τελευταία ιδιότητά της, να διατηρεί πάντα σε υψηλά επίπεδα, ώστε να επιτυγχάνει το μέγιστο δυνατό κέρδος, παραβλέπει τον διακριτό ρόλο της εναγομένης ως παραγωγού και προμηθεύτριας ηλεκτρικής ενέργειας και την ένταξή της στο Μοντέλο-Στόχο, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στη νομική (III) και (IV) σκέψεις της παρούσας. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός των εναγόντων ότι η εξάρτηση της αναπροσαρμογής από την Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς συνιστά κριτήριο «μη εύλογο για τον καταναλωτή» (άρθρο 2 § 7 εδ. ια΄ ν. 2251/1994), διότι η χρηματιστηριακή «Αγορά Επόμενης Ημέρας» δεν είναι η μοναδική πηγή για τους προμηθευτές της ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι, μπορούν να την αγοράζουν και από τη χονδρική αγορά ενεργειακών χρηματοπιστωτικών μέσων ή να συνάπτουν διμερείς συμβάσεις, δεν ανταποκρίνεται στην διαμορφωθείσα στον τομέα της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας κατάσταση. Τούτο διότι στην Ελλάδα σχεδόν το σύνολο της χονδρικής αγοράς αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας. Υπό την παρούσα, δε, χρονική συγκυρία, δεν είναι δυνατή η αποτελεσματική σύναψη διμερών» συμβολαίων με φυσική παράδοση.

Ειδικότερα, κατά την έναρξη λειτουργίας της ελληνικής χρηματοπιστωτικής αγοράς ενέργειας, υπήρξε περιορισμός ως προς τη σύναψη διμερών συμβολαίων με φυσική παράδοση, βάσει του οποίου για συμμετέχοντες, ανά χαρτοφυλάκιο προμήθειας, σύμφωνα με τον οποίο οι προμηθευτές με ποσοστό προμήθειας στην αγορά μεγαλύτερο του 4%, όπως εν προκειμένω η εναγομένη, να μην μπορούν να κλείσουν με χρηματοπιστωτικά μέσα την προμήθειά τους σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20% αυτής (Απόφαση PAE 1008Α/2020, ΦΕΚ Β΄ 3385/2020). Με την απόφαση της ΡΑΕ 167/2020 (ΦΕΚ Β΄ 6027/2020) ορίσθηκε η συνέχιση εφαρμογής του εν λόγω περιορισμού και για το έτος 2021, ενώ για το έτος 2022 με την 1014/2021 (ΦΕΚ Β΄ 6419/31.12.2021) απόφασή της (ΡΑΕ) ο ως άνω περιορισμός επεβλήθη σε Προμηθευτές με ποσοστό προμήθειας στην αγορά μεγαλύτερο του 40% (ΦΕΚ Β΄ 6419/31.12.2021), με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει επί του παρόντος μόνο την εναγομένη. Επομένως, η τελευταία δεν είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να εκμεταλλευθεί αποτελεσματικά, προς εξασφάλιση σταθερής τιμής αγοράς ενέργειας σε χονδρεμπορικό επίπεδο, τον μηχανισμό της κατάρτισης διμερών συμβολαίων με φυσική παράδοση. Με δεδομένο ότι οι εύλογες προσδοκίες του καταναλωτή κρίνονται με βάση το χρονικό σημείο της 5ης.8.2021, ήτοι κατά τον χρόνο εισαγωγής της ρήτρας αναπροσαρμογής στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, συνάγεται ότι η ένδικη ρήτρα αναπροσαρμογής, με βάση τα όσα ίσχυαν κατά τον εν λόγω χρόνο, ανταποκρίνεται στις εύλογες προσδοκίες του μέσου καταναλωτή, που έχει τη μέση αντίληψη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία πλέον έχει αναχθεί σε χρηματιστηριακό προϊόν (commodity), υπό την έννοια ότι η χονδρεμπορική αγορά ενέργειας διαμορφώνεται μέσα από το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στη νομική (V) σκέψη της παρούσας. Κατά τούτο ο μέσος πελάτης του κυμαινόμενου τιμολογίου δεν μπορεί παρά να αναμένει ότι η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας υπόκεπαι σε διακυμάνσεις που δεν ελέγχονται από τον προμηθευτή και σχετίζεται με την λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Με βάση, επομένως, τα νέα δεδομένα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν με την έναρξη λειτουργίας των αγορών του ν. 4425/2016 και τα οποία έχουν καταστήσει την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σύνθετη και πολυπαραμετρική, η ένδικη ρήτρα απλουστεύει τη σχετική πληροφόρηση του πελάτη στο μέτρο του δυνατού, έτσι ώστε ούτε ο τελευταίος να στερείται βασικής πληροφόρησης, ούτε και να χρειάζεται πολύπλοκες ενέργειες για να κατανοήσει αυτήν. Κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο (5.8.2021), άλλωστε, η ραγδαία αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας διεθνώς δεν μπορούσε να προβλεφθεί, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγόντων ότι η εναγομένη εισήγαγε τη σχετική ρήτρα με συνέπεια τις σφοδρές αυξήσεις στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ως αβάσιμου. Εξάλλου, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, η ένδικη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας δεν αυξάνει άνευ ετέρου το τίμημα της παρεχόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά συναρτά αυτό με τη διακύμανση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική ήδη χρηματιστηριακή αγορά και, επομένως, μπορεί είτε να αυξηθεί, είτε να μειωθεί. Περαιτέρω, απορριπτέοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί των εναγόντων περί αναιτιολόγητων συντελεστών προσαύξησης α και β και ιδιαίτερα χαμηλών (εξωπραγματικών) για τα ιστορικά δεδομένα της αγοράς - αριθμητικών καθορισμών των ορίων αναφοράς L_d και L_u στην επίμαχη ρήτρα, λαμβανομένων υπόψη των πενιχρών συγκριτικών στοιχείων για την εξέλιξη των τιμών λόγω της πρόσφατης μεταβολής των συνθηκών οργάνωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της εφαρμογής μόλις την 1η.11.2020 του Μοντέλου- Στόχου, η δε μέση τιμή εκκαθάρισης στις διαδοχικές επιλύσεις της σχετικής αγοράς διαμορφώθηκε για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2020 έως τον Μάρτιο 2021, οπότε η εναγομένη ανακοίνωσε στο καταναλωτικό κοινό την εισαγωγή της ρήτρας αναπροσαρμογής, σε 52,66 €/MWh, 58,93 €/MWh, 52,52 €/MWh, 50,36 €/MWh, 57,65 €/MWh, αντιστοίχως. Σε κάθε περίπτωση, σκοπός της σχετικής ρήτρας δεν είναι ούτε το όφελος, ούτε η βλάβη του πελάτη, αλλά η συμμόρφωση της εναγομένης προς τις προβλεπόμενες στον ΚΠΗΕ αρχές τιμολόγησης, ήτοι την αρχή της διαφάνειας, ως εξειδικεύτηκε με την 409/2020 απόφασης της ΡΑΕ, και την αναγκαστικού δικαίου αρχή της κοστοστρέφειας, η οποία διέπει το δίκαιο (εθνικό και ενωσιακό) της ενέργειας και απαγορεύει στην προμηθεύτρια να διαθέτει ηλεκτρική ενέργεια στους πελάτες της σε τιμή κατώτερη του κόστους προμήθειας αυτής, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στη νομική (VII) και (XI) σκέψη της παρούσας. Εξάλλου, η απαίτηση για διαφάνεια δεν είναι προκαθορισμένη και ανεξάρτητη από τις κατ’ ιδίαν περιστάσεις που συνοδεύουν μία ρήτρα αντίθετα, όπως παγίως γίνεται δεκτό από την ενωσιακή νομολογία (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 21.3.2013 C-92/2011, RWE Vertrieb), διαφοροποιείται ανάλογα με τις περιστάσεις και τα συγκεκριμένα εκάστοτε προϊόντα ή υπηρεσίες. Εν προκειμένω δε η απαίτηση για διαφάνεια προσαρμόζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αυτά εκτέθηκαν ανωτέρω και τέθηκαν ως προαπαιτούμενο από το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο για την απελευθέρωση και δημιουργία μιας ενιαίας και ανταγωνιστικής αγοράς, η συνθετότητα και μεταβλητότητα της οποίας, καθιστά αδύνατη αντικειμενικώς τη διαμόρφωση της ρήτρας αναπροσαρμογής κατά τρόπον ώστε αυτή να γίνεται αντιληπτή σε ένα εντελώς απρόσεκτο και χωρίς βασικές γραμματικές γνώσεις καταναλωτή. Τούτο, όμως, δεν αποτελεί το κρίσιμο κανονιστικά πρότυπο του καταναλωτή για την αξιολόγηση της διαφάνειας, αντίθετα, κρίσιμο εν προκειμένω είναι το πρότυπο του μέσου καταναλωτή με τη μέση δυνατότητα αντίληψης για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγών και προσώπων, ο οποίος είναι ενημερωμένος και προσεκτικός [για τον μέσο ενημερωμένο και προσεκτικό καταναλωτή πάγια ενωσιακή νομολογία ΔΕΕ από 26.10,2016, C-611/14, Canal Digital Danmark, σκέψη 39, Andriciuc κ.λπ., C-186/16, EU:C:2017:703, σκέψη 47, ΔΕΕ της 20.9.2017, C-186/16 Ruxandra Paula Andriciuc, ΕλλΔνη 2017, 1781, ΔΕΕ της 30.4.2014, C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, ΕλλΔνη 2016, 931, σχετ. με το πρότυπο του «ώριμου» και «κριτικού» καταναλωτή στη συλλογική δίκη βλ. Γ. Δέλλιος, «Η διαφορά των δικαιοδοτικών κριτηρίων μεταξύ ατομικής και συλλογικής αγωγής για τον έλεγχο των γενικών όρων στις καταναλωτικές συναλλαγές», ΕπισκΕΔ 2002, 352 με εκεί παραπομπές].

Ο μέσος ενημερωμένος και προσεκτικός καταναλωτής αναμένει ευλόγως αναθεωρήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως σε μακροχρόνιες συμβάσεις, δεδομένου ότι το αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ευεπίφορο στις αλλαγές τιμών λόγω πολλών γεωπολιτικών γεγονότων και απρόβλεπτων εξελίξεων π.χ. αύξηση άλλων ενεργειακών πηγών, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, όπως παρατηρήθηκαν μεταξύ άλλων με την έναρξη εφαρμογής του Μοντέλου- Στόχου. Αυτό αναγνωρίζει και η ΡΑΕ στην απόφαση 409/2020 αναφέροντας ότι «Οποιοσδήποτε μηχανισμός αναπροσαρμογής των τιμολογίων πρέπει … γ) να προσφέρει, κατά το δυνατόν, επαρκείς επιλογές ως προς τη δυνατότητα διαχείρισης του κινδύνου διαχρονικής διακύμανσης των τιμών». Σημειώνεται δε ότι με την τελευταία Οδηγία 2019/944/ΕΕ επαναπροσδιορίζεται ο ρόλος του καταναλωτή και ειδικότερα ο τελευταίος αναλαμβάνει ακόμη πιο ενεργό ρόλο καθόσον καθίσταται συνυπεύθυνος για την ενεργειακή μετάβαση, επωφελείται από τις νέες τεχνολογίες για να μειώσει τους λογαριασμούς του και συμμετέχει ενεργά στην αγορά, ενώ παράλληλα κατανοεί και ενεργεί βάσει των διαθέσιμων πηγών πληροφόρησης για την αγορά (βλ. σκέψεις 4, 10, 32 Προοιμίου της Οδηγίας). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η συγκεκριμένη ρήτρα πληροί τα κριτήρια της διαφάνειας με βάση τα ειδικά χαρακτηριστικά της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αυτά ανωτέρω αναλύθηκαν, απορριπτομένων των σχετικών αγωγικών ισχυρισμών ως ουσιαστικά αβάσιμων. Επιπροσθέτως, ο όλως επικουρικώς προβαλλόμενος ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι επίμαχοι γενικοί όροι περί του δικαιώματος της εναγομένης να αναπροσαρμόζει μονομερώς τις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και να τροποποιεί μονομερώς τους όρους της σύμβασης ως και η περιεχόμενη στα κυμαινόμενα τιμολόγια ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας είναι άκυροι κατά τη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, διότι το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό της ρήτρας αναπροσαρμογής είναι αόριστο, διαμορφώνεται μονομερώς από την εναγομένη-προμηθεύτρια και κατά την απόλυτη κρίση της τελευταίας, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τούτο διότι το βασικό μέγεθος αναφοράς του μηχανισμού αναπροσαρμογής, δηλαδή η Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς, αποτελεί μεν κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, αφού ισχύει για το σύνολο των συμμετεχόντων, πλην, όμως, καθορίζεται από το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας και διαμορφώνεται ημερησίως στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόκειται, επομένως, για παράγοντα τρίτο σε σχέση με τους εν προκειμένω συμβαλλόμενους, η συμμετοχή του οποίου στην άρση της αοριστίας της παροχής, αποκλείει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 372 ΑΚ. Περαιτέρω, ο επικουρικά προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι η συμπεριφορά της εναγομένης εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 9α επ., 9γ παρ. 1, 2, και 9δ παρ. 1 και 2, 9ε και 9ζ ν. 2251/1994 πρέπει, επίσης, να απορριφθεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 9γ παρ. 1 ν. 2251/1994 απαγορεύονται, εν γένει, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ο ορισμός των οποίων δίνεται στο άρθρο 9α του ίδιου νόμου. Ως αθέμιτη δε ορίζεται η πρακτική, που αντίκειται στους κανόνες της επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή (9γ παρ. 2), και ιδίως, εμπορικές πρακτικές είναι αθέμιτες, όταν είναι παραπλανητικές ή επιθετικές (9γ παρ. 4). Κατά δε το άρθρο 9δ παρ. 1 του νόμου αυτού, με τίτλο «παραπλανητικές πράξεις» ορίζεται ότι «Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι, συνεπώς, αναληθής ή, όταν με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει το μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία, τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και, ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε», ενώ κατά το άρθρο 9ε του ίδιου νόμου «παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο προμηθευτής αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο». Το ουσιώδες δε της παράλειψης κρίνεται με δύο σημεία αναφοράς και ειδικότερα (i) τον ευλόγως ενημερωμένο και προσεκτικό ενημερωμένο καταναλωτή (ΔΕΕ απόφαση της 26.10.2016, C-611/14 Canal Digital Danmark, σκέψη 39, ΔΕΕ απόφαση της 18.11.2010, 159/09 Lidl/Vierzon σκέψη 47) και (Π) τις συνθήκες της συγκεκριμένης συναλλαγής. Περαιτέρω, το άρθρο 9ζ παρ. 1 ν. 2251/1994 αφορά τις επιθετικές εμπορικές πρακτικές και αποδίδει αντίστοιχη διάταξη της Οδηγίας 2005/29 (άρθρο 9). Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη «1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επιθετική εάν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψιν όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, χρησιμοποιεί παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρηση επιρροής και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε. 2. Για να κριθεί εάν μια εμπορική πρακτική κάνει χρήση παρενόχλησης, καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρησης επιρροής, λαμβάνονται υπόψιν όλα τα στοιχεία της και ιδίως: α) η χρονική στιγμή, ο τόπος, η φύση ή η επιμονή, β) η χρήση απειλητικών ή προσβλητικών εκφράσεων ή συμπεριφοράς, γ) η εκμετάλλευση, από τον προμηθευτή, κάθε συγκεκριμένης ατυχίας ή περίστασης, την οποία γνωρίζει και η/οποία είναι τόσο σοβαρή, ώστε να διαταράσσει την κρίση του καταναλωτή, προκειμένου να επηρεάσει την απόφασή του όσον αφορά το προϊόν, δ) κάθε επαχθές ή δυσανάλογο μη συμβατικό εμπόδιο που επιβάλλει ο προμηθευτής σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιθυμεί να ασκήσει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων λύσης της σύμβασης ή μετάβασης σε άλλο προϊόν ή σε άλλον προμηθευτή, ε) κάθε απειλή για λήψη μέτρου που δεν μπορεί να ληφθεί νομίμως». Ειδικότερη δε έκφανση επιθετικής εμπορικής πρακτικής είναι η κατάχρηση επιρροής η οποία δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη παράνομη επιρροή, αλλά επιρροή η οποία, ανεξαρτήτως νομιμότητας, συνεπάγεται με ενεργό τρόπο, μέσω άσκησης πίεσης, τη χειραγώγηση της βούλησης του καταναλωτή (ΔΕΕ απόφαση της 12.6.2019, C-628/17, Orange Polska, σκέψη 33). Ένα δε από τα εννοιολογικά στοιχεία της «επιθετικής εμπορικής πρακτικής», κατά το άρθρο 8 της Οδηγίας 2005/29, είναι ότι παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς ορισμένο προϊόν. Κατά συνέπεια, η ζήτηση ορισμένης υπηρεσίας ή προϊόντος πρέπει να αποτελεί ελεύθερη επιλογή εκ μέρους του καταναλωτή (ΔΕΕ, ο.π., σκέψη 34). Ειδικότερα, η κατάχρηση επιρροής απαιτεί (ί) ως προς την επιχείρηση, την ύπαρξη μιας θέσης δύναμης κατά την αντίληψη του καταναλωτή, (ii) εκμετάλλευση της θέσης αυτής προκειμένου να χειραγωγηθεί η βούληση του καταναλωτή και (iii) ιδιαίτερο («σημαντικό») περιορισμό της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει μια τεκμηριωμένη απόφαση. Βασικό χαρακτηριστικό της κατάχρησης επιρροής είναι ότι η απόφαση του καταναλωτή να αγοράσει το προσφερόμενο αγαθό “χρωματίζεται” από την προσπάθειά του να αποφύγει ένα δυσάρεστο γεγονός (λ.χ απειλή) ή να μην περιέλθει σε μια άσχημη για αυτόν ψυχολογική κατάσταση (Μ.Θ. Μαρίνος, Αθέμιτος ανταγωνισμός, εκδ. 2021, αρ. 12.51). Το πότε αυτό συμβαίνει εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις και από την πραγματική άσκηση πίεσης (ΔΕΕ, ο.π., σκέψη 43, άρθρο 9 παρ. 1 Οδηγίας «στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψιν όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων»), όπως αβίαστα συνάγεται από τις προϋποθέσεις που θέτει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 9 Οδηγίας 2005/29.

Στην προκειμένη περίπτωση τα ενάγοντα σωματεία ισχυρίζονται ότι η εναγομένη εκμεταλλευόμενη τη δεσπόζουσα θέση της μετήλθε αθέμιτες και δη επιθετικές εμπορικές πρακτικές και συγκεκριμένα επέβαλε μονομερώς, χωρίς τούτο να προβλέπεται στις συμβάσεις προμήθειας, τη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, η οποία είναι πολύπλοκη και αδιαφανής, και παρέλειψε παραπλανητικώς να παράσχει ουσιώδεις πληροφορίες, προκειμένου να χειραγωγηθεί η βούληση του καταναλωτή. Ωστόσο, τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν επιθετική εμπορική πρακτική και δη «κατάχρηση επιρροής» κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2251/1994, ως αυτές παρατίθενται ανωτέρω. Ειδικότερα, η χρήση ΓΟΣ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση επιρροής. Τούτο διότι δεν αρκεί η ασυμμετρία πληροφόρησης, εγγενής και χαρακτηριστική στη σχέση καταναλωτή προς προμηθευτή, ή η έλλειψη διαπραγμάτευσης, χαρακτηριστικό των ΓΟΣ, αλλά και η με οιονδήποτε τρόπο δύναμη του προμηθευτή (ΔΕΕ, ο.π., σκέψη 34), διαφορετικά η χρήση ΓΟΣ θα ήταν άνευ άλλου τινός αθέμιτη εμπορική πρακτική. Προς τούτο το «δυσάρεστο γεγονός» που ασκεί «σημαντική» ψυχολογική πίεση στον καταναλωτή ώστε να συνιστά χειραγώγησή του κατά το άρθρο 9ζ ν. 2251/1994 πρέπει να βρίσκεται εκτός της ίδιας παροχής και των νομίμων δυνατοτήτων του προμηθευτή. Ο καταναλωτής πρέπει να έχει την εντύπωση ότι η απόφαση της συναλλαγής που θα πάρει προσδιορίζεται από μειονεκτήματα που συνδέονται με την «άσκηση πίεσης», τα οποία τον θέτουν υπό «συναισθηματική ομηρία» (Μ.Θ. Μαρίνος, ο.π., αρ. 12.51), λόγω δε της κατάστασης αυτής η ελευθερία επιλογής του μέσου καταναλωτή ή η συμπεριφορά του περιορίζεται «σημαντικά». Εν προκειμένω, όμως, το γεγονός ότι ο καταναλωτής είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί για τη ρήτρα αναπροσαρμογής μαζί με παραδείγματα εφαρμογής της από την ιστοσελίδα της προμηθεύτριας, ως παραπάνω εκτέθηκε, αποκλείει την επιθετική πρακτική, η οποία κατά κανόνα προϋποθέτει πραγματική επαφή μεταξύ καταναλωτή και προμηθευόμενων μέσω των βοηθών εκπληρώσεώς του. Περαιτέρω, η υποχρέωση πληροφόρησης στο δίκαιο του καταναλωτή δεν είναι απόλυτη αλλά εξαρτάται από το προϊόν, τις συνθήκες επικοινωνίας και τα χαρακτηριστικά της αγοράς, στην οποία εντάσσεται συγκεκριμένο αγαθό και εν προκειμένω η ηλεκτρική ενέργεια. Αυτά τα στοιχεία διαπλάθουν τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και τις δικαιολογημένες εύλογες προσδοκίες του καταναλωτή ως προς το ουσιώδες της πληροφόρησης. Κρίσιμος χρόνος για την αξιολόγηση των παραπάνω προϋποθέσεων είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, επομένως το σημείο εισαγωγής της ρήτρας στις συμβάσεις προμήθειας.

Εν προκειμένω, όμως, ως ανωτέρω εκτέθηκε, κατά τον χρόνο εισαγωγής της ρήτρας, ο καταναλωτής είχε στη διάθεσή του όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες που απαιτούνται για να λάβει μια «τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής». Η απαίτηση επαγγελματικής ευσυνειδησίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τα στοιχεία που διέθετε ο επαγγελματίας αυτός κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης με τον καταναλωτή και αποκλείει την εκ των υστέρων αξιολόγηση του ουσιώδους της πληροφορίας (hindsight bias), βάσει των πρόσφατων εξελίξεων, τις οποίες, λόγω της έντονης μεταβλητότητας του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορούσε να προβλέψει.

Τέλος, η επίκληση αθέμιτου ανταγωνισμού μέσω της παράβασης εξωανταγωνιστικών διατάξεων είναι δυνατότητα που έχουν μόνον οι ανταγωνιστές και όχι οι καταναλωτές, διότι μόνον ως προς τους ανταγωνιστές συντρέχει η απόκτηση ανταγωνιστικού προβαδίσματος η οποία διατρέχει την ομάδα αυτή αθέμιτων πρακτικών υπό το άρθρο 1 ν. 146/1914 (για τη σχέση δικαίου ανταγωνισμού και προστασίας των καταναλωτών βλ. Γ. Δέλλιο, Προστασία των καταναλωτών και σύστημα του ιδιωτικού δικαίου, τόμος 1,2005, σελ. 132 επ., με εκεί παραπομπές σε ελληνική και ξένη βιβλιογραφία) και ως εκ τούτου οι καταναλωτές δεν έχουν αξίωση παράλειψης ή αποζημίωσης στη περίπτωση αθέμιτου προβαδίσματος.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι σχετικοί αγωγικοί ισχυρισμοί περί συμπεριφοράς της εναγομένης, εμπίπτουσας στις διατάξεις των άρθρων 9α επ., 9γ παρ. 1, 2, και 9δ παρ. 1 και 2, 9ε και 9ζ ν. 2251/1994, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Κατόπιν της απόρριψης των αγωγικών ισχυρισμών περί της ακυρότητας των γενικών όρων 9 (Αναπροσαρμογές) και 18 (Τροποποίηση της σύμβασης) των Όρων Σύμβασης Οικιακού Πελάτη ή μη Οικιακού Πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA και της «Ρήτρας Αναπροσαρμογής Χρεώσεων Προμήθειας» α) κυρίως κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 εδ. ε΄ και ια΄ ν. 2251/1994, β) επικουρικώς κατά τις διατάξεις των άρθρων 9α επ., 9γ παρ. 1, 2, και 9δ παρ. 1 και 2, 9ε και 9ζ ν. 2251/1994, γ) επικουρικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, συναπορριπτέα τυγχάνουν και τα αναγκαίως συνεχόμενα με αυτά αιτήματα, ήτοι να απαγορευθεί στην εναγόμενη να επικαλείται τους αντίστοιχους όρους και να απαγορευθεί στην εναγομένη στο μέλλον να διατυπώνει, επικαλείται και χρησιμοποιεί στις συναλλαγές της με μικρούς πελάτες γενικούς όρους με το αναφερόμενο στους ίδιους γενικούς όρους περιεχόμενο ή με οποιαδήποτε διατύπωση, η οποία κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα. Απορριπτέο, επίσης, τυγχάνει και το αίτημα περί απειλής σε βάρος της εναγομένης χρηματικής ποινής ποσού 100.000 € ως μέσο έμμεσης, αναπληρωματικής εκτελέσεως της εκδοθησόμενης απόφασης, δεδομένης και της κατά τα ως άνω απόρριψης του κυρίου αγωγικού αιτήματος, στο οποίο προσήκει, καθώς και το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της αντί καταναλωτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης. Τούτο διότι, με δεδομένο πως η περιγραφόμενη στο ιστορικό παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης αποκρυσταλλώνεται στην πρόβλεψη και χρήση στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας της ως άνω, φερόμενης ως άκυρης, ρήτρας αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, η κατάφασή της ως έγκυρης αναιρεί τη λήψη του επικαλούμενου μέτρου.

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

[..] ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ [...]

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. [...]



[*] Εκτεταμένη περίληψη της απόφασης που αριθμεί εκατόν πενήντα (150) σελίδες.