26 Αυγ 2020
Λαμβάνοντας υπόψη τη μαζικότητα και τη μεγάλη έκταση των συναθροίσεων των αγροτών της 20ης.1.2016, το ότι οι συναθροίσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν σε πολλά σημεία του οδικού δικτύου ταυτόχρονα, το ότι τα αρμόδια όργανα του εναγομένου και, εν προκειμένω, οι κατά τόπους αρμόδιες Αστυνομικές Διευθύνσεις έλαβαν συγκεκριμένα μέτρα για την τήρηση της τάξεως (διάθεση αστυνομικών δυνάμεων και περιπολικών), καθώς και το ότι αμέσως μετά την αιφνίδια – δεδομένου ότι στην αρχή οι γεωργικοί ελκυστήρες ήταν σταθμευμένοι εκατέρωθεν και εκτός του οδοστρώματος – κατάληψη του οδοστρώματος οι ως άνω Αστυνομικές Διευθύνσεις έλαβαν μέτρα για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας κρίνεται ότι δεν ήταν δυνατή η αποτροπή των συγκεκριμένων καταλήψεων των οδών και, ως εκ τούτου, τα αρμόδια όργανα του εναγομένου δεν υπέπεσαν στην αποδιδόμενη σε αυτά σχετική παράλειψη (της αποτροπής καταλήψεως των οδών). Παραταύτα, δεδομένου ότι η κατά παράβαση του άρθρου 34 παρ. 12 του Κ.Ο.Κ. ως άνω κατάληψη του οδοστρώματος από τους διαμαρτυρόμενους αγρότες διήρκεσε για χρονικό διάστημα πέραν του μηνός (και συγκεκριμένα 40 ημέρες), ήτοι για χρόνο πολύ πέραν του ευλόγου, και ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο, πλην της ενημέρωσης των αρμοδίων Εισαγγελικών αρχών σχετικώς με την πορεία των καταλήψεων και του σχηματισμού ποινικών δικογραφιών εις βάρος καταληψιών μόνο από το Τμήμα Τροχαίας Αυτοκινητοδρόμων Φθιώτιδας για «μπλόκο» της περιοχής αρμοδιότητάς του, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας προέβησαν σε σχεδιασμό και εκτέλεση οποιασδήποτε ενέργειας προς διάλυση των συναθροίσεων των αγροτών και προς άρση του αποκλεισμού των οδών, απομάκρυνση των γεωργικών ελκυστήρων και «σπάσιμο των μπλόκων», κρίνεται ότι υφίσταται παράνομη παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου να προβούν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους σε άρση της άνω παράνομης κατάληψης του οδοστρώματος σε σημεία του οδικού δικτύου από τα οποία διέρχονταν τα λεωφορεία της ενάγουσας εταιρίας. Ωστόσο, όσον αφορά στην επικαλούμενη από την ενάγουσα αποθετική ζημία, αυτή περιορίζεται στην προσκόμιση των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του έτους 2015, ήτοι του προηγούμενου του ένδικου έτους, και των δύο προηγούμενων του κρίσιμου διαστήματος (από 20.1.2016 έως 28.2.2016) μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του έτους 2015, καθώς και της 35.562/23.10.2019 ένορκης βεβαίωσης του συνδεόμενου με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αυτή λογιστή της … ενώπιον του συμβολαιογράφου … και στην παράθεση στο δικόγραφό της πινάκων στατιστικών στοιχείων υπογεγραμμένων από τον φερόμενο Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλό της. Αυτά, όμως, δεν αρκούν για την απόδειξη του επικαλούμενου απ’ αυτή περιορισμού του συγκοινωνιακού της έργου και της, συνεπείας αυτού, μείωσης των εσόδων της λόγω των προαναφερόμενων παράνομων παραλείψεων των οργάνων του εναγομένου, το βάρος της οποίας φέρει πλήρως, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 145 του Κ.Δ.Δ.. Τούτο, διότι οι παρατιθέμενοι στο δικόγραφο της αγωγής της πίνακες στατιστικών στοιχείων υπογεγραμμένοι από τον φερόμενο Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλό της, εκτός του ότι δεν συνιστούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα ως συνταχθέντα από όργανο της ενάγουσας εταιρίας (άρθρο 171 παρ. 5 του Κ.Δ.Δ.), δεν κρίνονται και πειστικοί, διότι αναφέρουν ως διαφορά ακαθαρίστων εσόδων του κρίσιμου χρονικού διαστήματος (από 20.1.2016 έως 28.2.2016) το ποσό της διαφοράς που εξάγεται από τις ως άνω περιοδικές δηλώσεις που αφορούν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (από 1.1.2015 έως 28.2.2016 και από 1.1.2016 έως 29.2.2016), ενώ, η μαρτυρική κατάθεση του λογιστή της ενάγουσας δεν κρίνεται αξιόπιστη εξαιτίας της σχέσης εξάρτησης που τον συνδέει με αυτήν. Η ενάγουσα όφειλε, προκειμένου το Δικαστήριο να δύναται να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση σχετικά με τα προσδοκώμενα υπό φυσιολογικές - χωρίς «μπλόκα» - συνθήκες έσοδά της να έχει προσκομίσει επίσημα οικονομικά στοιχεία (ενδεικτικώς αναφέρονται περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α., ισολογισμοί, παραστατικά έγγραφα παραλαβής - αποστολής εμπορευμάτων, μπλοκ εισιτηρίων) τουλάχιστον των τριών προηγούμενων του ένδικου ετών, ολόκληρου του ένδικου (2016), όπως και του επόμενου έτους. Συνακόλουθα, η ενάγουσα δεν απέδειξε την επικαλούμενη αποθετική ζημία από τις προαναφερόμενες παράνομες παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου. Όσον αφορά δε στην αξίωση της ηθικής βλάβης, λαμβάνοντας υπόψη αφενός ότι τα δρομολόγια εκτελούνταν κανονικά στην πλειονότητα των περιπτώσεων και ότι, εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα εκτελούσε το συγκοινωνιακό της έργο από εναλλακτικές διαδρομές, επιπρόσθετα δε ότι ήταν γνωστό στο συναλλακτικό κοινό ότι η ενδεχόμενη ταλαιπωρία του δεν οφειλόταν σε δικό της πταίσμα, κρίνεται ότι, εν προκειμένω, δεν υφίσταται ηθική βλάβη της ενάγουσας.