Πρόσφατη νομολογία


8 Σεπ 2023

ΤρΔΠρΑθ Α11527/2023: Εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης Ιπτάμενων Χειριστών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας «Ολυμπιακές Αερογραμμές»-Συνταγματικότητα ν. 4050/2012

Με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες, πρώην ιπτάμενοι χειριστές της τεθείσας σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 14Α του Ν. 3429/2005 εταιρείας με την επωνυμία «Ολυμπιακές Αερογραμμές Α.Ε.», όπου υπηρετούσαν με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου επιδίωξαν αφενός να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, δια του δεύτερου εναγόμενου Οργανισμού, να τους καταβάλει, νομιμοτόκως, τα εξής ποσά, στον πρώτο (κατά τη σειρά αναγραφής τους στο δικόγραφο της αγωγής) το ποσό των 110.259,05 ευρώ, στον δεύτερο το ποσό των 127.363,65 ευρώ και στον τρίτο το ποσό των 88.250,77 ευρώ, και αφετέρου να υποχρεωθούν αμφότερα τα εναγόμενα να καταβάλλουν σε έκαστο εξ αυτών, ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενα πρόσωπα, το ποσό των 20.000 ευρώ, τα οποία συμποσούμενα αντιστοιχούν στα υπόλοιπα των αρχικώς διεκδικούμενων, με την αγωγή, εφάπαξ ποσών κοινωνικής ενίσχυσης, κατ’ άρθρο 4 του Ν. 3717/2008, κατόπιν νόμιμου περιορισμού των τελευταίων με το υπόμνημά τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι κατόπιν αφενός της καταβολής, ποσού 35.000 ευρώ, σε δύο δόσεις, αφετέρου της χορήγησης στους ενάγοντες ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, ονομαστικής αξίας ίσης με το απομένον ποσό εφάπαξ κοινωνικής ενίσχυσης, εξοφλήθηκαν οι εκ του άρθρου 4 του Ν. 3717/2008 απαιτήσεις τους και, επομένως, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου κανένα ποσό, προερχόμενο από τη μη καταβολή της επίμαχης ενίσχυσης. Εξάλλου, τα αιτούμενα ποσά δεν δικαιούνται να λάβουν οι ίδιοι ούτε ως αποζημίωση (κατ’ άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.), καθόσον η παράλειψη των οργάνων του εναγόμενου να τους τα καταβάλουν δεν δύναται να θεωρηθεί παράνομη. Άλλωστε, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί ότι η έκδοση των ανωτέρω ομολόγων και η υπαγωγή τους στις διατάξεις του Ν. 4050/2012, χωρίς τη συναίνεσή τους, προσβάλλει τα οικεία περιουσιακά τους δικαιώματα, την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, το δικαίωμα της ελεύθερης συμμετοχής καθενός στην οικονομική ζωή της Χώρας καθώς και την αρχή της αναλογικότητας είναι αβάσιμοι, όπως έχει ήδη κριθεί με την 3006/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενώ, ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος κρίθηκε και ο ειδικότερος ισχυρισμός τους ότι τα ανωτέρω αρχικά ομόλογα που τους χορηγήθηκαν θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν διαφορετικά στο πλαίσιο της διαδικασίας τους PSI λόγω της επαγγελματικής τους ιδιότητας, και τούτο διότι, όπως έχει ήδη κριθεί με την προδιαληφθείσα 3006/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας από τη διάθεση άυλων τίτλων έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου γεννάται πιστωτική σχέση με ενοχικά δικαιώματα, μη διαφοροποιούμενα επί τη βάσει των υποκειμενικών στοιχείων κάθε πιστωτή και αναιτιώδη. Περαιτέρω, απορριπτέοι ως αβάσιμοι κρίθηκαν και οι ισχυρισμοί τους περί παραβίασης του δικαιώματός τους σε δικαστική προστασία με τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης, καθώς και περί παραβίασης της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών ως εκ του ότι η διάταξη του άρθρου 49 παρ. 4 του Ν. 3871/2010 (με την οποία προστέθηκε η κρίσιμη παρ. 5 στο άρθρο 4 του Ν. 3717/2008) δημοσιεύθηκε ενώ υφίστατο ήδη εκκρεμοδικία ως προς τις ένδικες απαιτήσεις ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Και τούτο, διότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται μεν, κατ’ αρχήν να μεταβάλει ακόμη και αναδρομικά, τις κείμενες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου, αρκεί η επέμβασή του αυτή να μην αποτελεί ευθεία κύρωση της διοικητικής πράξης της οποίας η νομιμότητα είναι εκκρεμής ενώπιον των δικαστηρίων, να μην προσβάλει το δεδικασμένο ή την αρχή της μη αναδρομικότητας των διατάξεων που επιβάλλουν κυρώσεις, να αιτιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και να μην προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, ο νομοθέτης δεν δύναται, κατά τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, να ρυθμίζει ζήτημα για το οποίο είναι εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου έτσι ώστε η έκβαση της δίκης να αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., εκτός αν τούτο επιβάλλεται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την επέμβαση αυτή του νομοθέτη, και ναι μεν τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου, συνιστά, όμως, η ανάγκη μείωσης του δημοσίου χρέους χάριν της διάσωσης της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας από στάση πληρωμών και κατάρρευση που συνέτρεχε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όπως ήδη κρίθηκε με την προαναφερθείσα 3006/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για την ταυτότητα δε των ανωτέρω νομικών λόγων, η θέση σε ισχύ του άρθρου 49 παρ. 4 του Ν. 3871/2010 ενώ είχαν κατατεθεί οι ανωτέρω αγωγές εκ μέρους των εναγόντων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων δίχως, όμως, αυτές να έχουν εκδικασθεί καν σε πρώτο βαθμό, δεν αντίκειται ούτε προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., η οποία από της απόψεως αυτής δεν έχει ευρύτερο περιεχόμενο, ούτε παρέχει μείζονα προστασία σε σχέση με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις  Τέλος, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί των εναγόντων: α) περί παραβίασης του άρθρου 106 παρ. 2 του Συντάγματος περί ελεύθερης οικονομικής συμμετοχής καθενός στην οικονομική ζωή της Χώρας, β) περί παραβίασης του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος περί απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, γ) περί παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων και δ) περί προνομιακής μεταχείρισης της πρώην εργοδότριάς τους, εταιρείας με την επωνυμία «Ολυμπιακές Αερογραμμές Α.Ε.», και ακολούθως του Ελληνικού Δημοσίου, σε σχέση με όλους τους λοιπούς εργοδότες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) που δραστηριοποιούνται στην ελληνική έννομη τάξη, προβλήθηκαν μεν παραδεκτώς το πρώτον με το υπόμνημα διότι το ζήτημα της συνταγματικότητας του νόμου είναι και αυτεπαγγέλτως ερευνητέο από το Δικαστήριο, πλην, κρίθηκαν απορριπτέοι στο σύνολό τους ως εξής: α) ο πρώτος καθόσον το άρθρο 106 παρ. 2 του Συντάγματος δεν αποκλείει ως εξαιρετικό μέτρο που δικαιολογείται για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, την νομοθετική επέμβαση σε ήδη συνεστημένες σχέσεις, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις (πρόβλεψη με βάση γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια, τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, επέμβαση εντός ευλόγου χρόνου), β) ο δεύτερος καθόσον η επικαλούμενη συνταγματική διάταξη αφορά στην περίπτωση κατάχρησης εκ μέρους του φορέα του ατομικού δικαιώματος και όχι σχέσεις δημοσίου δικαίου, γ) ο τρίτος ως αορίστως προβαλλόμενος στο μέτρο που οι ενάγοντες δεν συγκεκριμενοποιούν τις περιπτώσεις των συναδέλφων τους, των οποίων οι συμβάσεις καταγγέλθηκαν (είτε πριν είτε μετά από τις δικές τους) αλλά έλαβαν ολόκληρο το ποσό της εφάπαξ κοινωνικής ενίσχυσης του άρθρου 4 του Ν. 3717/2008, ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες με τους ενάγοντες, και τέλος, δ) ο τέταρτος τόσο ως αορίστως προβαλλόμενος όσο και ως προβαλλόμενος εκ συμφέροντος τρίτου.


Σύνδεσμος

ΤρΔΠρΑθ Α11527/2023 - Πλήρες κείμενο »