16 Μαΐ 2022
Με την κρινόμενη προσφυγή, ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη νομιμότητα των ένδικων καταλογιστικών πράξεων, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου να του καταλογίσει τις επίδικες φορολογικές επιβαρύνσεις έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 84 παρ. 1 του ΚΦΕ, η οποία έληξε για το οικονομικό έτος 2003 στις 31.12.2008, για το οικονομικό έτος 2004 στις 31.12.2009, για το οικονομικό έτος 2006 στις 31.12.2011 και για το οικονομικό έτος 2009 στις 31.12.2014. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 4 (περίπτωση β΄) του άρθρου 84 του ΚΦΕ, το δικαίωμα του Δημοσίου προς κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται, κατ’ αρχήν, με την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης φόρου εισοδήματος, αλλά, κατά παρέκκλιση του κανόνα αυτού, η παραγραφή καθίσταται δεκαετής, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση, στην οποία η διαπίστωση της παράβασης ερείδεται σε στοιχεία («συμπληρωματικά»), που περιήλθαν στην αρμόδια για τον καταλογισμό φορολογική αρχή μετά την ως άνω πενταετία. Κατά την έννοια δε της ως άνω διάταξης, ως συμπληρωματικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψιν για την εφαρμογή της δεκαετούς παραγραφής, νοούνται εκείνα, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψιν της η φορολογική αρχή κατά την ανωτέρω πενταετία. Συνεπώς, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα, τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου 84 πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψιν από αυτήν είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προβλεπόμενα στο νόμο προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας. Περαιτέρω, μεταξύ των βασικών και τακτικών μέσων του φορολογικού ελέγχου της τήρησης της προβλεπόμενης από το νόμο υποχρέωσης δήλωσης του φορολογητέου εισοδήματος, ο οποίος πρέπει να διενεργείται, κατ’ αρχήν, εντός της προβλεπόμενης στο ανωτέρω άρθρο 84 παρ. 1 πενταετίας, είναι και η εξέταση του υπολοίπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογουμένου στην ημεδαπή. Τούτων δοθέντων, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν (ενόψει και των επιταγών της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας) την επιμήκυνση της - κατ’ αρχήν οριζόμενης πενταετούς - προθεσμίας παραγραφής. Πράγματι, εάν θεωρηθεί ότι τα ανωτέρω στοιχεία μπορούν να αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής δεν θα είχε κατ’ ουσίαν πεδίο εφαρμογής και η εμφανιζόμενη ως παρέκκλιση δεκαετής παραγραφή θα καθίστατο ο κανόνας, δεδομένου ότι, αν όχι το σύνολο των φορολογουμένων, εν πάση περιπτώσει, η συντριπτική πλειονότητα αυτών τηρούσε ήδη από πολλών ετών και εξακολουθεί να τηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς τους οποίους, άλλωστε, δεν είναι πλέον δυνατή η πραγματοποίηση μεγάλου πλήθους συναλλαγών. Επιπροσθέτως, ένας τέτοιος κανόνας, ορίζοντας τόσο μακρύ χρόνο παραγραφής (δεκαετία), διπλάσιο του κατ’ αρχήν προβλεπόμενου (και δη ανεξαρτήτως των συνθηκών τέλεσης ή/και της βαρύτητας, από άποψης ποσού, της αποδιδόμενης φοροδιαφυγής), εμφανίζει σοβαρά μειονεκτήματα, τόσο για τους φορολογουμένους όσο και για το Δημόσιο (όσον αφορά στη φερεγγυότητα των φορολογικών ελέγχων, τη δυνατότητα προσήκουσας άμυνας των διοικουμένων, την εισπραξιμότητα των καταλογιζόμενων ποσών κ.λπ.), ενόψει των οποίων θα έβαινε εμφανώς πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο και εύλογο για τον εντοπισμό και την καταστολή της φοροδιαφυγής από μια σύγχρονη, καλά οργανωμένη και επιμελή φορολογική Διοίκηση. Και τούτο, διότι ο λόγος της ανωτέρω επιμήκυνσης της προθεσμίας παραγραφής θα συνίστατο στην όψιμη (μετά την πάροδο της πενταετίας) συλλογή και εκτίμηση από τη φορολογική αρχή στοιχείων περί των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων, μέσω του ελέγχου του υπολοίπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή, ο οποίος αποτελεί βασικό εργαλείο και τακτικό μέσο που έχει στη διάθεσή του, εδώ και πολλά χρόνια, ο φορολογικός έλεγχος και πρέπει να εφαρμόζεται ορθολογικά και επίκαιρα, με την κατάλληλη αξιοποίηση και της σύγχρονης τεχνολογίας. Εν προκειμένω, το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει φόρο εισοδήματος υπόκειται κατ’ αρχήν στην οριζόμενη από το άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετή παραγραφή, η οποία εκκίνησε για τα οικονομικά έτη 2003, 2004, 2006 και 2009 στις 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2006 και 31.12.2009 αντίστοιχα (δηλαδή από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο λήγει, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ.1 του ΚΦΕ η προθεσμία για την επίδοση της οικείας δήλωσης) και συμπληρώθηκε στις 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12.2011 και 31.12.2014 αντίστοιχα. Περαιτέρω, η εν λόγω πενταετής προθεσμία παραγραφής δεν παρατάθηκε. Εξάλλου, δεν είναι «συμπληρωματικά» τα στοιχεία για τις κινήσεις των λογαριασμών, που διατηρούσε ο προσφεύγων, ως δικαιούχος ή συνδικαιούχος με άλλα πρόσωπα, σε τράπεζες της ημεδαπής, ούτε βέβαια είναι «συμπληρωματικά» τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και το έντυπο Ε9, ούτε και η ίδια η υπ’ αριθ. .../Α/2011 έκθεση ελέγχου περιουσιακής κατάστασης συνιστά τέτοιο στοιχείο, η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά σε αντιπαραβολή των ανωτέρω στοιχείων. Συνεπώς, εφόσον στα ένδικα οικονομικά έτη, η προσδιορισθείσα φορολογητέα ύλη στηρίζεται σε τέτοια στοιχεία, δεν συντρέχει περίπτωση παρατάσεως του χρόνου παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4 περ. β’ σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περ. α’ του ΚΦΕ. Ούτε, άλλωστε, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 84 παρ. 4 περ. β’ σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περ. β’ του ΚΦΕ, εφόσον τα αδήλωτα εισοδήματα, που κατέστησαν ανακριβείς τις υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του προσφεύγοντος, προέκυψαν από στοιχεία, που δεν ήταν συμπληρωματικά.