Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

14 Ιαν 2021

ΤρΔΠρΑθ 16877/2020: Προϋποθέσεις συνταγματικότητας υπολογισμού εργοδοτικών εισφορών

Η προσφεύγουσα ενάγουσα υποστηρίζει ότι η διάταξη του άρθρου 23 του καταστατικού του ΤΑΠΑΕ- Ε, το οποίο εξακολουθεί και εφαρμόζεται παρά την ένταξη του ταμείου στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και ήδη στο καθ’ ου εναγόμενο, συνιστά κοινωνικό πόρο και συνακόλουθα φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 78 του Συντάγματος, διότι υπολογίζεται επί των καθαρών ασφαλίστρων που εισπράττει η εταιρεία κατά το έτος στο οποίο αναφέρεται και όχι με την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων, καταβάλλεται χωρίς να προκύπτει ειδικό αντάλλαγμα και αποσκοπεί στην ενίσχυση του ασφαλιστικού κεφαλαίου συγκεκριμένου φορέα ασφάλισης (ΤΑΠΑΕ- Ε και ήδη ΕΦΚΑ). Ο ως άνω ισχυρισμός της προσφεύγουσας – ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι με τη συγκεκριμένη διάταξη δεν θεσπίζεται ένας κοινωνικός πόρος, ο οποίος καταβάλλεται επ’ ευκαιρία μιας συναλλαγής της εταιρείας με τρίτους, αλλά πρόσθετη εργοδοτική εισφορά, πέραν της υπολογιζόμενης επί της μισθοδοσίας του προσωπικού της, η οποία συνδέεται με την επίτευξη των οικονομικών της αποτελεσμάτων (ετήσια πραγματοποιούμενα καθαρά ασφάλιστρα) καθορίζοντας συνολικά ένα ελάχιστο ποσό εργοδοτικών εισφορών που καλείται να καταβάλει η συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία για την ασφάλιση του προσωπικού της. Η επιβολή δε των εν λόγω επιβαρύνσεων σε ποσοστό ανάλογο των ετησίως πραγματοποιούμενων καθαρών ασφαλίστρων, προφανώς και κατά την κοινή πείρα συνδέεται άρρηκτα με την αποτελέσματα της εργασίας του προσωπικού της και κατατείνει στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ταμείου. Ενδεικτικό των ανωτέρω είναι το γεγονός ότι, όπως και η ίδια η προσφεύγουσα – ενάγουσα συνομολογεί, κατά το έτος 2013 η ως άνω διάταξη δεν ενεργοποιήθηκε λόγω του γεγονότος ότι το ύψος των εισφορών του προσωπικού της εταιρείας υπερέβαινε το ποσό ασφαλίστρων που εισέπραξε τούτη κατά το αντίστοιχο έτος. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας – ενάγουσας ότι η ρύθμιση που διαλαμβάνεται στην διάταξη του άρθρου 23 του καταστατικού του ΤΑΠΑΕ - Ε εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού η έκδοση της δεν προβλέπεται σε προγενέστερη νομοθετική εξουσιοδότηση στηρίζεται σε εσφαλμένη νομική βάση. Επίσης, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας – ενάγουσας ότι η διάταξη του άρθρου 23 του καταστατικού του ΤΑΠΑΕ –Ε, η οποία όπως άλλωστε και το σύνολο των λοιπών διατάξεων εξακολούθησε να ισχύει παρά την ένταξη του ταμείου στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως αναπόδεικτοι αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ο τρόπος που υπολογίζονται οι εργοδοτικές εισφορές που καταβάλουν οι λοιπές εταιρείες γενικών ασφαλειών, με τις οποίες, όπως ισχυρίζεται, τελεί, ενόψει του αντικειμένου εργασιών της, υπό παρόμοιες συνθήκες. Οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας ότι η διάταξη του άρθρου 23 του καταστατικού του Ταμείου παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις που κατοχυρώνουν την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του Συντάγματος) και το δικαίωμα στην περιουσία (άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι ο καθορισμός ενός ελάχιστου ποσού εργοδοτικών εισφορών, ανάλογου συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της εταιρείας, αποτελεί κριτήριο άμεσα συνδεδεμένο με την επιχειρηματική της δραστηριότητα και την συνεισφορά του προσωπικού σε αυτή καθώς και το ποσοστό (2%), επί των οποίου τούτες υπολογίζονται δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας της, ούτε ότι διαταράσσει την δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού ο οποίος συνίσταται στην ασφάλιση του προσωπικού της προσφεύγουσας – ενάγουσας και την βιωσιμότητα του ταμείου τους, και της αδιατάρακτης απόλαυσης της περιουσίας της, δοθέντος ότι η ενεργοποίηση της ως άνω διάταξης εξαρτάται κάθε φορά τόσο από τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της εταιρείας όσο και από τις αποδοχές των εργαζομένων του, οι οποίες και αποτελούν την καταρχήν βάση υπολογισμού των εργοδοτικών εισφορών. Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας – ενάγουσας ότι ο καθορισμός ελάχιστου ποσού εργοδοτικών εισφορών, με κριτήρια τα οποία ουδόλως συνδέονται με τις αποδοχές του προσωπικού της αποτελεί παραβίαση του άρθρου 49 της ΣΛΕΕ (δικαίωμα εγκατάστασης), πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης, διότι το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, στο οποίο εντάσσονται και οι κοινοτικές ελευθερίες, έλκεται σε εφαρμογή μόνο όταν συντρέχει το κριτήριο της κοινοτικότητας όταν δηλαδή η διαφορά αφορά την κοινοτική έννομη τάξη και όχι σε υποθέσεις που όλα τα στοιχεία της περιορίζονται αποκλειστικά στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού αντικείμενο της διαφοράς είναι ο καθορισμός ελάχιστων εισφορών που καλείται να καταβάλει μια ημεδαπή εταιρεία σε ημεδαπό φορέα για την ασφάλιση του προσωπικού της. Τέλος, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας – ενάγουσας ότι παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3655/2008 οι εργοδοτικές εισφορές που καλείται κάθε φορά να καταβάλει μειώνονται, ποσοστιαία από 1.1.2013, υποχρεώθηκε να καταβάλει, ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 23 του καταστατικού, εργοδοτικές εισφορές οι οποίες τελικώς υπολογίστηκαν χωρίς την εφαρμογή της ως άνω μείωσης θα πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης αφού, όπως έγινε δεκτό σε προηγούμενη σκέψη, με την ως άνω ρύθμιση δεν εισάγεται μέθοδος υπολογισμού του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών αλλά καθορίζεται ένα ελάχιστο ποσό εργοδοτικών εισφορών και ενεργοποιείται μόνο όταν οι εργοδοτικές εισφορές, όπως αυτές κάθε φορά υπολογίζονται από τις οικείες ασφαλιστικές διατάξεις, υπολείπονται του 2% των καθαρών ασφαλίστρων της εταιρείας. Ως εκ τούτου η εφαρμογή της ως άνω διάταξης δεν εξαρτάται από την τυχόν διαφοροποίηση του τρόπου υπολογισμού των οφειλόμενων εργοδοτικών εισφορών αλλά από το ύψος που τούτες διαμορφώνονται με βάση τις αποδοχές του προσωπικού και τις ισχύουσες διατάξεις. Προς ενίσχυση δε των ανωτέρω θα πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά ως προς το έτος 2013, για το οποίο οι εργοδοτικές εισφορές υπολογίστηκαν για πρώτη φορά σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3655/2008, η ως άνω διάταξη του καταστατικού δεν εφαρμόστηκε, αφού οι εισφορές αν και υπολογιζόμενες με χαμηλότερο, σε σχέση με το παρελθόν, συντελεστή, υπερέβαιναν το 2% των καθαρών ασφαλίστρων που εισέπραξε η εταιρεία κατά το αντίστοιχο έτος.

 

 

Σύνδεσμος

 
ΤρΔΠρΑθ 16877/2020 - Πλήρες κείμενο