Πρόσφατη νομολογία


7 Δεκ 2022

ΤρΔΕφΑθ 3786/2022: Προϋποθέσεις αποζημιώσεως ιδιοκτητών τίτλων Μ.Σ.Δ. λόγω ακύρωσης των τίτλων αυτών

Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η εξαφάνιση της 3440/2016 οριστικής αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 27ο). Με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η με ημερομηνία κατάθεσης 21.12.2007 αγωγή των εφεσίβλητων κατά του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλει νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% ετησίως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (21.12.2007) μέχρι την εξόφληση, σε καθένα από τους εφεσίβλητους χρηματικά ποσά, αφενός μεν ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστησαν από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να τους καταβάλει το αναλογούν αντάλλαγμα, μετά την αυτοδίκαιη ακυρότητα των ονομαστικών τίτλων μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης (ΜΣΔ), των οποίων ήταν δικαιούχοι, κατά τα αναφερόμενα στις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 και 6 του ν. 3044/2002, αφετέρου δε για την χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστησαν οι ανωτέρω από την παραπάνω αιτία. Τα ανωτέρω ποσά επιδικάσθηκαν στους ανωτέρω ατομικώς και ως κληρονόμων της ... ή ... χήρας ... ..., το γένος ... ..., κατά την κληρονομικής τους μερίδα. To Πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι τα όργανα του Δημοσίου παρανόμως παρέλειψαν να εκδώσουν την προβλεπόμενη στην παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, κοινή υπουργική απόφαση για τον καθορισμό της διαδικασίας εξαγοράς των ακυρωθέντων τίτλων και ότι από την εν λόγω παράνομη παράλειψη οι εφεσίβλητοι δικαιούνται αποζημίωση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ισόποση με την αντικειμενική αξία των τετραγωνικών μέτρων που αφορούν οι ακυρωθέντες ένδικοι τίτλοι. Επίσης, έγινε δεκτό ότι οι ανωτέρω ενάγοντες δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενόψει της παράνομης κατά τα ανωτέρω συμπεριφοράς των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου. Ενόψει αυτών, έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλλει για την παραπάνω αιτία, αποζημίωση για τη θετική ζημία και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6%, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κ.δ/τος της 26ης.6./10ης.7.1944, από την επομένη της επίδοση της αγωγής (21.12.2007) και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Οι εφεσίβλητοι υπέστησαν ζημία, εν προκειμένω, από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του εκκαλούντος να εκδώσουν την προβλεπόμενη στη διάταξη του εδ. γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002 Κ.Υ.Α. και την, εξ’ αυτού του λόγου, μη εξαγορά των πιο πάνω ακυρωθέντων ονομαστικών τίτλων δικαιώματος Μ.Σ.Δ. Οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να ζητήσουν την αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας τους, αφού η πιο πάνω εξαγορά δεν κατέστη τελικά δυνατή, λόγω μη θέσπισης σχετικής κανονιστικής ρύθμισης, όπως επιβαλλόταν από την ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη 7, οι επίδικοι τίτλοι Μ.Σ.Δ., που χορηγήθηκαν στους εφεσίβλητους δυνάμει της 40597/9.1.1996 αποφάσεως Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., για τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση του ακινήτου τους ήσαν, αρχήθεν, παράνομοι και άκυροι και παρέμειναν παράνομοι και άκυροι και υπό το καθεστώς του ν. 3044/2002, ενώ, εξάλλου, η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους έχει ήδη διαπιστωθεί με την υπ’ αριθ. πρωτ. οικ. 53195/15.12.2004 απόφαση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, η οποία εκδόθηκε βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002. Περαιτέρω, δε στο άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 3044/2002 δίδεται η δυνατότητα επιλογής στον δικαιούχο τίτλου Μ.Σ.Δ. ή για την επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε, εφόσον τούτο είναι εφικτό, γεγονός εξάλλου, που δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω, ή για την εξαγορά του τίτλου Μ.Σ.Δ. από το Δημόσιο. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι με σαφήνεια και αιτιολογημένα αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η αξίωση των εφεσίβλητων απορρέει από την παράλειψη του εκκαλούντος να τους αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 3044/2002, μετά την ακύρωση των ονομαστικών τους τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης, στους οποίους είχε ενσωματωθεί περιουσιακό δικαίωμά τους συνιστάμενο στην δυνατότητα δόμησης, κατά την έκταση που αφορά ο συντελεστής του κάθε τίτλου. Η παράλειψη δε της Διοίκησης να αποζημιώσει τους εφεσίβλητους είναι μη νόμιμη, γιατί, με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 7 του πιο πάνω νόμου, θεσπίζεται υποχρέωση του Δημοσίου να αποζημιώσει τους κατόχους τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, που κηρύσσονται αυτοδικαίως άκυροι με ειδική διάταξη νόμου, που εκδόθηκε προς συμμόρφωση με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία έγινε δεκτό ότι οι ισχύουσες μέχρι τότε διατάξεις περί μεταφοράς συντελεστή δόμησης ήταν αντίθετες προς το σύνταγμα και για το λόγο αυτό ανίσχυρες. Περαιτέρω, η μη νόμιμη αυτή παράλειψη των οργάνων του εκκαλούντος τελεί σε προφανή αιτιώδη συνάφεια με την ζημία, που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι. Επίσης, κρίθηκε ότι η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2022, σύμφωνα με την οποία «Ο δικαιούχος τίτλου Μ.Σ.Δ. που προέρχεται από κτίρια που αναφέρονται στο άρθρο 14 του ν. 1577/1985 μπορεί να επιλέξει ή την επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε, εφόσον αυτό είναι εφικτό, ή την εξαγορά του τίτλου Μ.Σ.Δ. από το Δημόσιο» ουδόλως έχει την έννοια ότι την ως άνω επιλογή έχει μόνο ο δικαιούχος τίτλου Μ.Σ.Δ. που προέρχεται αποκλειστικά από κτίρια, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει το εκκαλούν, καθόσον με την παραπομπή στις ως άνω διατάξεις ο νομοθέτης θέλησε να δώσει την επιλογή στους δικαιούχους τίτλων Μ.Σ.Δ. που προέρχονται από ακίνητα είτε διατηρητέα, τα οποία πάντοτε είναι κτίρια, είτε σε πολεοδομικώς ενδιαφέροντα σημεία των πόλεων ή ρυμοτομούμενα, άνευ κτισμάτων ή περιορισμένα ή προς κατεδάφιση κτίσματα, όπως ρητώς αναφέρεται στην διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 880/1979. Εξάλλου, δεν υπάρχει δικαιολογητικός λόγος διάκρισης των δικαιούχων των τίτλων Μ.Σ.Δ. των ακίνητων σε πολεοδομικώς ενδιαφέροντα σημεία των πόλεων. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, εσφαλμένως υπολογίστηκε το ύψος της αποζημίωσης στην αντικειμενική αξία των τετραγωνικών μέτρων, που αφορούν οι ακυρωθέντες ένδικοι τίτλοι μεταφοράς συντελεστή δόμησης κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, ενώ θα έπρεπε να υπολογισθεί βάσει της αξίας του οικοπέδου που θα υποδεχθεί τελικά τη μεταφορά συντελεστή δόμησης, σε κάθε δε περίπτωση κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αξίας τόσο του βαρυνόμενου όσο και του ωφελόμενου ακινήτου, επομένως και της ζημίας, είναι ο χρόνος χορηγήσεως των τίτλων των εφεσιβλήτων (έτος 1996) κατά τον οποίον ίσχυαν άλλοι συντελεστές δόμησης, κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ως άνω αποζημίωση, ισούται με την αξία της εκ μεταφοράς δομήσιμης επιφανείας, δηλαδή ίση με την αντικειμενική αξία, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, της συνολικής δομήσιμης επιφάνειας που ενσωματώνεται στους ακυρωθέντες ονομαστικούς τίτλους Μ.Σ.Δ., δεδομένου ότι η ζημία αφορά στην παράλειψη θέσπισης της διαδικασίας για την εξαγορά των συγκεκριμένων ακυρωθέντων τίτλων, χωρίς να ερευνάται η αξία του οικοπέδου που επρόκειτο να υποδεχθεί τη μεταφορά συντελεστή δόμησης, όπως νομίμως και ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επίσης, κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος, ο λόγος της έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τον οποίο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 91 παρ. 1 και 3 και 93 του ν.δ/τος 321/1969 και 107 του ν. 2362/1995, απορρίφθηκε πρωτοδίκως η ένστασή του περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων των εφεσίβλητων, καθόσον, η πενταετής παραγραφή, με αφετηρία το τέλος του έτους 1996, που απέκτησαν του ως άνω ονομαστικούς τίτλους δικαιώματος Μ.Σ.Δ. είχε ήδη συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης (2007) της ένδικης αγωγής, καθόσον η έκτοτε (1996) γνώση των εφεσιβλήτων περί της ακύρωσης διατάξεων, που αφορούσαν την μεταβίβαση τίτλων Μ.Σ.Δ. και, συνεπώς, της ματαίωσης του περιεχομένου των τίτλων που τους δόθηκαν σαφώς προκύπτει από το εύλογο ενδιαφέρον αυτών. Τούτο δε διότι η παράνομη πράξη της Διοίκησης συνίσταται στην παράλειψη έκδοσης της ως άνω υπουργικής απόφασης, η οποία συντελέστηκε μετά την πάροδο εύλογου χρόνου, υπολογιζόμενου μετά το πέρας έτους από τη δημοσίευση του νόμου 3044/2002. Έκτοτε δε μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (2007), δεν παρήλθε η πενταετία, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση. Επίσης, δεν προβλεπόταν από το νόμο χρονικός περιορισμός του δικαιώματος των εφεσιβλήτων να αξιοποιήσουν τους τίτλους Μ.Σ.Δ. των οποίων ήταν κάτοχοι,, ενώ εξάλλου οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν τους απονεμηθέντες σ’ αυτούς τίτλους, δεδομένης της ως άνω αναφερόμενης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας περί αντισυνταγματικότητας των οικείων νομοθετικών διατάξεων, αλλά και, περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 281 του ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή, με την οποία απαγορεύεται η κατάχρηση δικαιώματος, αφορά στην άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων, ενώ δεν νοείται κατάχρηση δικαιώματος στο δημόσιο δίκαιο και ο πιο πάνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Τέλος, το αίτημα των εφεσιβλήτων προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν δεν προβλήθηκε με την αγωγή τους αορίστως, καθόσον με αυτή (αγωγή) προσδιορίσθηκαν οι λόγοι για τους οποίους οι ίδιοι υπέστησαν την επικαλούμενη ηθική βλάβη, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση αυτής και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της παρανομίας, και ειδικότερα, ότι από την παράνομη παράλειψη έκδοσης της κοινής υπουργικής απόφασης, που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 7 του ν. 3044/2002, επήλθε αντικειμενικώς ψυχική ταλαιπωρία των εφεσίβλητων, οι οποίοι ανέμεναν επί αρκετό χρονικό διάστημα την διευθέτηση της υπόθεσής τους και ότι μεταξύ της βλάβης αυτής και της παρανομίας των οργάνων του εκκαλούντος υπάρχει πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, κρίνει ότι αυτοί δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, το οποίο εφαρμόζεται και στην περίπτωση του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, επί αδικοπραξίας, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του εκκαλούντος, το ύψος της οποίας, εξάλλου, δεν αμφισβητείται με την κρινόμενη έφεση.


Σύνδεσμος

ΤρΔΕφΑθ 3786/2022 - Πλήρες κείμενο »