30 Οκτ 2020
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 1, 2 και 8 και 26 παρ. 1, 2, 7 και 12 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων συνάγεται ότι η απόφαση του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου για την αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης από απαλλοτρίωση, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεση του δικαστηρίου, χωρίς να περιορίζεται στον κτηματολογικό πίνακα και στο αντίστοιχο κτηματολογικό διάγραμμα, αποτελεί δεδικασμένο, έναντι πάντων, για το ποιος είναι δικαιούχος για την είσπραξη της αποζημίωσης και, επιπρόσθετα, εφόσον έχει ζητηθεί με σχετική αίτηση από τον ενδιαφερόμενο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16 παρ. 8 του Κ.Α.Α.Α. και για το εμβαδόν των ακινήτων που απαλλοτριώνονται και τον όγκο των επ’ αυτών κτισμάτων, ενώ το Μονομελές Πρωτοδικείο κατέστη αρμόδιο να αποφασίσει επί των εν λόγω θεμάτων οριστικά και αμετάκλητα. Επομένως, από την απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζονται οι δικαιούχοι αποζημίωσης και προσδιορίζεται το ύψος αυτής, δεν δημιουργείται δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία υποχρέωσης προς αποζημίωση για τα τμήματα του ακινήτου που δεν περιλήφθηκαν στον κτηματολογικό πίνακα και το διάγραμμα. Ενόψει αυτών, και δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η εφεσίβλητη - εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία ζήτησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τη διαδικασία του άρθρου 26 του Κ.Α.Α.Α., μόνο την αναγνώριση αυτής ως δικαιούχου της είσπραξης της αποζημίωσης, χωρίς να αμφισβητήσει την πληρότητα των στοιχείων του 17/2000 κτηματολογικού διαγράμματος και του αντίστοιχου κτηματολογικού πίνακα, όπως διορθώθηκε με τον 30/2001 όμοιο, το Δικαστήριο κρίνει ότι θεμελιώνεται αξίωση της εφεσίβλητης - εκκαλούσας εταιρίας στηριζόμενη στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, λόγω της προφανούς ζημίας που υπέστη εξαιτίας της παράλειψης των οργάνων του Δημοσίου να συμπεριλάβουν, κατά την κατάρτιση του οικείου κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα, το έτος 2000, αλλά και κατά τη διόρθωσή του το έτος 2001, τα προαναφερόμενα επικείμενα – συστατικά του ακινήτου αυτής, των οποίων, εξάλλου, την ύπαρξη γνώριζε το Δημόσιο, όπως αποδείχθηκε πρωτοδίκως, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εν λόγω παράλειψης και της ζημίας που επήλθε από το γεγονός ότι η εφεσίβλητη - εκκαλούσα εταιρία είχε υποβάλει αίτημα καθορισμού αποζημίωσης στο πολιτικό Εφετείο με την παρέμβασή της ενώπιον του τελευταίου, ή ότι δεν είχε προβεί στην μνημονευόμενη διαδικασία του άρθρου 16 παρ. 8 του Κ.Α.Α.Α., απορριπτομένων ως αβασίμων των παραπάνω ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ συνάγεται ότι, αν με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τα δικαστήρια της ουσίας συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος, απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελεύθερα τις περιστάσεις μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημίωσης. Πρέπει όμως η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. Με βάση τα προαναφερόμενα και λαμβάνοντας υπόψη ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η εφεσίβλητη – εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία, κατά την διαδικασία κήρυξης της ένδικης απαλλοτρίωσης ή κατά την διοικητική ή δικαστική διαδικασία που επακολούθησε, προέβη σε κάποια πράξη ή παράλειψη που να συγκροτεί την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος ικανού να συμβάλει αιτιολογημένα στην πρόκληση ή την επαύξηση του ζημιογόνου αποτελέσματος που υπέστη από την απαλλοτρίωση της συγκεκριμένης πιο πάνω ιδιοκτησίας της, κρίνεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση τη συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος της εφεσίβλητης – εκκαλούσας εταιρίας στην επέλευση της ένδικης ζημίας, χωρίς, εξάλλου, να συνιστά κάτι τέτοιο το γεγονός ότι η ίδια παρέλειψε να ζητήσει στα πολιτικά δικαστήρια τη διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων της ιδιοκτησίας της, αφού η εν λόγω παράλειψη δεν συνδέεται με την απαλλοτρίωση αυτή καθεαυτή και την εξαιτίας της ζημία που της προκλήθηκε. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης της εφεσίβλητης – εκκαλούσας εταιρίας είναι βάσιμος. Τέλος, προκειμένου περί του διαφυγόντος κέρδους, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι η εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρία, σε κάθε περίπτωση, δεν προσκόμισε πρωτοδίκως κανένα αποδεικτικό στοιχείο (π.χ. έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος ή άλλης Τράπεζας) για το ύψος των επιτοκίων καταθέσεων ταμιευτηρίου στις εμπορικές τράπεζες, κατά το διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2008, που όπως προέβαλε με την αγωγή θα κατέθετε σε Τράπεζα το σύνολο της αποζημίωσης που θα εισέπραττε, με επιτόκιο 6% ετησίως, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παρανομία των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, έως τον Ιανουάριο του έτους 2013, ούτε εξέθεσε στην αγωγή αλλά ούτε και απέδειξε τις ειδικές περιστάσεις ή τα πραγματικά περιστατικά που συνέτρεχαν και καθιστούσαν πιθανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πραγματοποίηση του εν λόγω κέρδους, παραθέτοντας λογιστικά στοιχεία σχετικά με την πορεία των εργασιών της επιχείρησής της, κατά την παραπάνω χρονική περίοδο, από τα οποία να προκύπτουν θετικά ή αρνητικά (κέρδη ή ζημιές) αποτελέσματα των εν λόγω χρήσεων που να δικαιολογούν ή να αποκλείουν τη δυνατότητα αυτής να αποταμιεύσει ή όχι το ένδικο ποσό της απαλλοτρίωσης σε Τράπεζα, ενώ, εξάλλου, δεν προέβαλε ότι είχε τυχόν κατατεθειμένα σε τράπεζα και άλλα χρηματικά ποσά, κρίνει, ανεξαρτήτως άλλου, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πιθανολογείται η ύπαρξη διαφυγόντος κέρδους, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση και απορριπτομένου ως αβασίμου του αντίθετου λόγου έφεσης της εκκαλούσας – εφεσίβλητης.